Για να Συνεννοήσει ο Κόσμος

0
1011

Α. Η Μονοδιάστατη Πολυμέρεια

το πνεύμα, ακόμα κι αν ανθεί μέσα στις βιβλιοθήκες, δεν είναι ποτέ δημιούργημα των βιβλιοθηκών                 Κωστής Παπαγιώργης, Η Κόκκινη Αλεπού/Η πολλή σπουδή τυφλώνει

Το Χαμένο Κέντρο, γράφει ο Ζ. Λορεντζάτος. Αυτό χαρακτηρίζει την σύγχρονη μονοδιάστατη πολυμέρειά μας, που διαιρεί σε διεστώτα τα εν-εστώτα. Δεν γίνεται να τετραγωνίσεις τον κύκλο, να μετατρέψεις το σύμβολο της λογικής σε σύμβολο τελειότητας, λέει κάπου αλλού. Κι όντως αυτός δεν είναι ο πειρασμός μας; Δεν υποφέρουμε να δώσουμε την καρδιά μας σε ένα μέρος που δεν είναι το απόλυτο, αλλά τη δίνουμε ως να είναι, γιατί δεν έχουμε πού να τη δώσουμε; Και γι’ αυτό δεν τη δίνουμε κι απολύτως.

Πόσο λυπόμαστε που χωράμε τις ζωές μας σε λόγια! Τα λόγια είναι κυρίως βία, κι ο αναβαθμός της ο ολοκληρωτισμός: ένα θεωρητικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, στοιβαγμένων όσων οφείλουν να σπένδουν με το αίμα τους προς εξιλασμό της μεγαλειότητάς του.  Είναι βλασφημία να νιώθεις ότι ξέρεις τόσο καλά τον άνθρωπο. Και η αντιπολιτευτική εκδοχή αυτού του νοοτροπικού ρεύματος διατυπώνεται όμορφα έτσι: «Το μόνο εμπόδιο που μπορεί να βρει το ειδωλολατρικό ρεύμα του ολοκληρωτισμού, είναι η αυθεντική πνευματική ζωή. Αν συνηθίσουμε τα παιδιά να μη σκέφτονται τον Θεό, θα γίνουν φασίστες ή κομμουνιστές από ανάγκη να δώσουν στον εαυτό τους κάτι»1.

Το χαμένο κέντρο θα ήταν το «πανεπιστήμιο», αν λέγαμε την αλήθεια. Τώρα, λέμε έτσι τα κτίρια που απαρτίζονται από μονο-επιστήμια τμήματα, λες και όλα όσα καταλαβαίνουμε είναι όλα όσα υπάρχουν, λες και όλα όσα νομίζουμε ότι κάνουμε (μόνοι μας) είναι όλα όσα είμαστε. Λες και η θεολογία είναι μία από τις επιστημονικές «μούσες» του Όθωνα στην τοιχογραφία (πρόσοψη πανεπιστημίου Αθηνών). Όλο το παρόν πόνημα ξεκινά από αυτή την κοινή (γυναικεία) μορφή στην συγκεκριμένη τοιχογραφία. Κι η ιδέα είναι ότι δεν είναι εκεί ως «άλλη μία».

Πραγματικό πανεπιστήμιο θα ήταν ένα και μόνο τμήμα που, φυσιολογικά, δεν θα βρισκόταν σε μία δομή υπερυποδιαιρούμενων τμημάτων, αλλά θα ήταν η δομή και «δεν θα το χώραγε ο τόπος». Για να υπάρξει πανεπιστήμιο πρέπει να υπάρξει ένα «τέλος», μία τελείωση στο χώρο των πληροφοριών του επιστητού.

Ψάχνουμε έναν θεό που να γίνεται άνθρωπος σε γνωσιοθεωρητική διάσταση. Μία θεωρία «συγκέντρωσης». Σκεφτόμαστε πώς θα υπήρχε το ενοποιό αυτό τμήμα, το τμήμα των τμημάτων με κύρος «παντοκράτωρα», πώς θα συνυπήρχε με «τα τμήματά του». Ένα τμήμα που να είχε το κύρος δηλαδή, να δηλώσει, σε εγκεφαλαιώδη διαφοροποίηση με κάθε άλλο τμήμα, που δηλώνει πως «εγώ έχω τη γνώση περί του Χ», να δηλώσει λέω, το «εγώ είμαι η γνώση», και να παρουσιάσει ένα ενοποιητικό πέρασμα, μία εκ νεκρών (λόγω αυθυπαρξίας) ανέγερση εις ζωήν παντοτινή, εν νόημα ενιαίο. Αν γινόταν αυτό, αφενός οι δουλειές των άλλων τμημάτων θα «πέφταν έξω», αφού όλοι θα πήγαιναν στο υπέρτατο, αφετέρου, παραδόξως, τα τμήματα θα είχαν το υπέρτατο δυνατό κύρος, που δε θα μπορούσαν να το έχουν κι αποκτήσουν αυτοφώτως, αλλά μόνο ως μέρη του ξεκάθαρα υπέρτατου, αυτού του οποίου αναδύει την «κοινωνιό» αξία των μεμονωμένων πραγμάτων.

Τα πανεπιστήμια υπάρχουν γιατί εγγενώς ζητάμε να γινόμαστε καλύτεροι από τον εαυτό μας, ατομικά και συλλογικά. Αλλά γινόμαστε σπουδάζοντας; Ή απλώς προσθέτουμε πιο πολύ τροφή και μνήμη στο χρυσόψαρο; Η ύβρις είναι να πιστεύεις ότι καταφέρνεις την αυθυπέρβαση επιμερώς (μονο- ή και πολυ-επιστημίως). Να πιστεύεις ότι το «πολύ» χωράει κάτι παραπάνω από τον εαυτό του.

Τα πάντα μας έλκουν, αλλά απωθούμε το «παν». Οι συνοδοιπόροι προς Εμμαούς είχαν την ταπείνωση του γκρεμισμένου παντός. Είχε πεθάνει το «παν» που ένιωθαν, και όλο τον κόσμο θα απωθούσαν μες στην κατήφεια τους, εκτός από το μέρος εκείνο που συμμεριζόταν την τραγωδία τους. Έτσι, το «παν» τους εμφανίστηκε και υποδύθηκε πως έχει «σπουδάσει» επί του θέματος. Τί λέμε δηλαδή λιανά σε ευαγγελικό τώρα πλαίσιο: αν ο άνθρωπος δεν το ‘παιζε θεϊκός, θα ήταν ανθρώπινος ο Θεός, θα έμενε μεθ' ἡμῶν2, θα εκ-πλήρωνε τον άνθρωπο ως θεανθρώπινο.

Το πρόβλημά μας είναι πως ο Θεός μάς σέβεται με ταπεινό τρόπο: ενώ εμείς το παίζουμε Αυτός, Αυτός συνεχίζει, χωρίς να ντρέπεται, να είναι Εμείς (όπου βρίσκει χώρο να είναι), να μας δίνεται και να μας καινοποιεί «πανεπιστημιακώς». Δεν την αντέχουμε, γενικά, την ταπείνωση που προϋποθέτει η επέκταση: είμαστε φτιαγμένοι για  να λάμπουμε και να μαρκετάρουμε τη λάμψη μας αυτή. Ζητάμε μία εξειδικευμένη μονομερή επέκταση που θα ταΐσει χωρίς να ξεμπροστιάσει τον βορβορόθυμο διπλωματούχο μας. Νοιάζομαι όμως για το τί είναι κανείς. Όχι για το τί κατέχει, αλλά τί τον κατέχει.

Σε ένα τέτοιο τμήμα λοιπόν, οι φοιτητές θα σπουδάζανε επικουρικώς, σχεδόν σαν να ήτανε η ώρα του παιδιού, που ακόμα και κατά τα Ηνωμένα Έθνη έχει δικαίωμα σε αυτή την ώρα (του παιχνιδιού). Όμως, πρωτίστως, κάθε παιδί, έχει δικαίωμα και σε ένα όνομα3, λέει η εν λόγω διακήρυξη. Και το όνομά του είναι ανάγκη να το «χωράει», κάτι που δεν μπορεί να περικλείσει η όποια ειδικότητα (ή διακήρυξη), αλλά το «υπέρτατο».

Ακόμα και η θεολογία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διδάσκει αυτό το υπέρτατο. Οι θεολογικές σχολές βγάζουν μεταφορείς θεολογικών πληροφοριών. Γιατί το να καταστεί το σκεύος το οστράκινο θεολόγο δεν είναι βέβαια δουλειά του πανεπιστημίου, αλλά του «παν-επιστημίου».

Αναλύουν πώς, πότε, από ποιους ειπώθηκε-βιώθηκε κάτι περί αυτού (του Θεού, της θεολογίας). Και, έντιμη ούσα, η «θεολογική σχολή», μεταφέρει (δεν το ομολογεί ως ενπρόσωπο πλάσμα) ότι η αίσθηση της αλήθειας του Θεού δεν είναι δυνατόν να κλειστεί εντός των συνόρων των ανθρώπινων φρένων και συλλογιστικών καλουπιών. Και τα τελευταία, θεολογώντας και θρηνώντας τον κόσμο, σπουδάζουν το δίπολο πως όλα τα πενιχρά που έχουμε και είμαστε, μπορούν να εργάζονται για κάτι τόσο μεγάλο. Υγεία έχει μόνο η χαρμολύπη ως θεμέλιος βαθμός της όποιας μετάνοιας (είτε προς την όποια ειδικότητα είτε προς την ποθούμενη ολότητα). Το να χαίρεσαι ή να λυπάσαι πάντα, είναι πρόβλημα. Το να τα κάνεις ταυτόχρονα είναι χάρισμα, φωτισμός, αποκατάσταση ισορροπίας των φορτίων της ζωής. Τα φορτία είναι αναπόφευκτα, και τα πλασματικά εξισορροπητικά τους παρόντα όσο δεν αποφασίζεται η πίστη στην αλήθεια (των πραγμάτων, των φορτίων) και την εφικτή ευστάθεια.

Μόνο μία πλαστή πραγματικότητά μας θα μπορούσε να λιβανίζει τον εαυτό της στον καθρέφτη και να προσδοκά μακαριότητα. Κι ενώ υπάρχουν, δεν υπάρχουν άθεοι: Θεός του καθενός είναι αυτός για τον οποίο θυσιάζει, αυτός με τον οποίο πεθαίνει (ή όχι), αυτός για του οποίου το μεγαλείο καμαρώνει, κι ενώπιον του μεγαλείου του καταδικάζει εντίμως τον εαυτό του σε ανάξιο μαθητούδι του (η αίσθηση του άξιου πάντα θα συμπαραμαρτυρεί κάποιο σχολειό πολύ κατώτερο του όντως Θεού). Θεολογία του δε, είναι οι δικαιολογίες της όλης θυσίας του και των εμπεριεχομένων της καματικών.

*

Αμφιβάλλω αν υπήρξε ποτέ καλύτερο μάρκετινγκ επαγγελματικού αυτοπροσδιορισμού από αυτό του «ψυχολόγου». Το ασημένιο μετάλλιο δε, στην εν τω νου μου «αθλητική διοργάνωση» του χρυσώματος της επαγγελματικής προσδιοριστίας, το κερδίζουν οι «κοσμολόγοι», οι οποίοι, συνειδητοποιημένοι όντες, αυτοσυστήνονται ειλικρινώς κι εντίμως: «κάθε φυσική θεωρία είναι πάντα μία υπόθεση προσωρινή, με την έννοια ότι δεν μπορούμε ποτέ να αποδείξουμε οριστικά πως είναι σωστή»4. Δηλαδή, συνέχεια πηγαίνουμε κάπου, όντες στο ίδιο σημείο με παραλλασσόμενη θέα. Αντιστοίχως, η ψυχολογία - στις έντιμες διαστάσεις της - παραδέχεται πως προσφέρει υπηρεσίες αυτοπαρατήρησης (παραλλασσόμενη θέα της διανοητικής και συναισθηματικής λειτουργικότητας).

Το σημείο «αλλαγής», αν υπάρχει, είναι οντολογικό, είναι στον δράστη, και δευτερογενώς είναι και στη «δράση» του. Δεν αλλάζει το Είναι αν δεν τα μάθει «όλα», που, και να μπορούσε να τα προσλάβει, όλα όσα εμείς ξέρουμε, δεν γίνεται ποτέ να είναι «όλα». Η δραστηριότητα της «θεώρησης» είναι γνωσιοθεωρητική, και δεν μπορεί να εγκλείσει μέσα της αυτό στο οποίο είναι η ίδια έγκλειστη (τα όλα): επινοεί το χιλιοστό και το έτος φωτός για να μετρήσει αποστάσεις, εντός απείρου πάντοτε. Και τα δύο υπάρχουν. Δεν είναι αρνητικό να βρίσκεις κι εφευρίσκεις βέβαια επιστημονικά δεδομένα κι εργαλεία. Αρνητική είναι η τοποθέτησή τους εκτός της μυστηριακής αβεβαιότητας που βεβαιώνει βιαρκώς περί θείων κι ανεικάστων.

Όταν κατανοηθεί το μυστήριο του λόγου της φύσης και του κόσμου, τότε θα έχει κατακτηθεί και το αυτό του ανθρώπου και της ψυχής του. Έως τότε - ποτέ, κατηγορηματικά - ας υποθέτουμε ταπεινά, εντός του πλαισίου του χαμένου κέντρου της απόλυτης γνώσης, που ταυτίζεται, χωρίς να ταυτίζεται, μοιάζει, με τις γνωστικές κατασκευές μας. Ταυτίζεται γιατί υπάρχει μεν, αλλά ως μυστήριο δε, που επιδερμικώς μόνο νοείται θεωρούμε, αν είμαστε αλειτούργητοι (κυριολεκτικά, εκκλησιαστικοθεολογικά). Η άθεη επιστημοσύνη είναι ένα είδος πνευματικού αλκοολισμού: λιώνει τον άνθρωπο μοναχικά και αδιέξοδα. Και ταυτίζομαι κι εγώ με τη σειρά μου, αντιστρόφως ανάλογα, «λειτουργώντας» την νόησή μου εν επιστημολογία, με τον Einstein, όταν λέει ότι αυτό ακριβώς το μυστήριο κάνει (και) τον επιστήμονα (για τον εαυτό του μιλάει) θρησκευτικό άνθρωπο (religious man): κάτι ευλαβείται, κάτι εμπιστεύεται, κάτι πιστεύει ότι θα βγει αν βγει αυτό που πιστεύει πως βγαίνει, κάτι κρύβεται κι εμφανίζεται καλώντας το. Σαφώς κι είναι απολαυστική η επιστήμη, η εκ του μέρους (ανθρώπινου) στα μέρη (ανθρωποπροσέγγιστα) εντρύφηση. Απλά δε στέκει να νιώθει κανείς ότι στο ξενοδοχείο της Πρόνοιας που τον δεξιώνεται υπάρχουν δωμάτια (μοναί) «αυτόκτιστα».

Αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι, το πρόβλημα της σχετικότητας του κύρους της ειδικότητας αφορά σε κάθε ειδικότητα ανεξαιρέτως. Αυτό γιατί όλοι ξέρουνε - μετά σχολαστικότατης σπουδής πολλοί από αυτούς - να εξηγήσουνε τί κάνουνε και γιατί το κάνουνε. Κάτι που θαυμάζει ο φιλοπερίεργος της τέχνης τους, αν την κάνουν με μεράκι. Κανείς όμως δε ξέρει «τί είναι» και, αναγκαστικά, «προς τί είναι» αυτό που είναι. Άλλη τέχνη ο άνθρωπος, άλλη ο μάγειρας, που μαγειρεύει όσο πιο «ανθρώπινα» μπορεί, κι αυτό που κάνει (με μία δεξιότητα αυτού που είναι συνολικά) «είναι προς» τη μασέλα του άλλου. Προφήτη διαβάζεις στον Ησαΐα, και δεν τον απομονώνεις μόνο στην υψηλή του ποίηση - επειδή πρωτίστως έχει κυρίως πιάτο το μενού, έχει κι επιδόρπιο.

Έτσι λοιπόν, παρατηρεί κανείς, χιλιάδες χιλιάδων, απειράριθμων ειδικοτήτων και συνδυασμών τους, αποφοιτούντες. Όλες οι ειδικότητες όμως, άκεντρες, τελικά, βγάζουν μόνο «μετεωρολόγους». Ήρθε, μας είπε ότι θα βρέξει μάλλον (ή ότι θα αρπάξει το φαΐ), κι έφυγε.

«Εκείνο που μας βοηθάει να κατανοήσουμε επιστημονικά τον κόσμο, ξεπερνάει την κατανόησή μας»5. Με «εκείνο» πάμε, αν πάμε, από την ανάλυση (καλή και κακή) του μετέωρου στην σύμπραξη με την ιστορία, διά της κατανόησης της (λειψής) κατανόησής μας, διά του φυτέματος κι ανάπτυξης εντός του δυνητικά (ταπεινοφροσύνη) ευρεθέντος κέντρου (χάρις της ταπείνωσης).

Β. Προθέρμανση Θεολογικής Αισθήσεως κι Αιτήσεως

είναι το ίδιο πράγμα αυτό για το οποίο ευχαριστούμε και αυτό το οποίο ζητούμε.          Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, Ερμηνεία εις την Θείαν Λειτουργίαν/Ν21

Η διαυγέστερη ένδειξη κατανόησης της ανθρωπότητας περί του τί είναι η ζωή είναι η Θεία Λειτουργία. Αυτό είναι μάθημα «πανεπιστημίου»...

Σε πρώτο επίπεδο καταλαβαίνεις ότι μία κατανόηση - μία σπουδή - είναι ανώτερη από την αίσθηση ενός φαινομένου. Σε δεύτερο επίπεδο ότι μία αίσθηση είναι ανώτερη και της πρώτης αίσθησης και της κατανόησης· ότι το νόημα είναι μεγαλύτερό μας και δεν προσεγγίζεται διανοητικά, αλλά τα διανοητικά μέσα και προσπάθειες, μυστικώ τω τρόπω, διατυμπανίζουν το αυτό ένα-νόημα, τον Θεό της πραγματικής (βρώσιμης) πραγματικότητας (τροφής) πίσω από την φλούδα της φαινόμενης.

Στην αυγή της θεραπευτικής, «η αντιμετώπιση των νοσημάτων γινόταν από τον πρωτόγονο άνθρωπο ενστικτωδώς»6 (αίσθηση), λέει η Ιστορία της Ιατρικής. Στη συνέχεια, με την καταγραφή φαινομένων κι αντιμετωπίσεων, συστηματοποιείται η όποια γνωμάτευση και φαρμακευτική αγωγή μιας εντοπισμένης ασθένειας (κατανόηση-πρόληψη-αντιμετώπιση). Στη συνέχεια, ο θάνατος παρέμενε (κατανόηση), αλλά και οι νεκροί εξακολουθούσαν να τιμώνται ως ζώντες κάπου (αίσθηση), ήδη από τον άνθρωπο του Νεάντερταλ.

Η επιστήμη (-ες) της κατανόησης του κόσμου, ως μόνο μέσον αυτογνωσίας, στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγήσει σε μία κόλαση χωρίς όπλα, σύνορα, σωματική κούραση και υλική φτώχεια. Αλλά τί να τον κάνεις έναν κόσμο υπερφρουρημένων και πεινασμένων ανθρωπίνων ψυχών, που απώλεσαν το όντως ζειν για το κατά δόκησιν ευζείν (ο διαχωρισμός είναι μόνο στο μυαλό μας, μετά τη θρέψη, στέγη, ένδυση, δηλαδή μετά την ανόρθωση του είδους στα δύο πόδια). Τέτοιες ψυχές θα ήταν γεμάτες κατανόηση κι ελάχιστη αίσθηση. Και τέτοια σώματα θα ήτανε στην πρίζα βέβαια.

Στον Μεγάλο Δικτάτορα, η ταλεντάρα Τσάρλι Τσάπλιν αξιώνει ότι «σκεφτόμαστε τόσο πολύ, κι αισθανόμαστε τόσο λίγο». Ως άνθρωπος πρώτα (που προσπαθεί να γίνει τέτοιος, αντί να επισύρει την εικασία πως ο πίθηκος μπορεί και να κατάγεται από τον άνθρωπο, και να προσβάλει και τον πίθηκο), κι έπειτα ως ό,τι άλλο μπορεί να με ταυτίζει με το όποιο επισύνολο - εθνικό, επιστημονικό, καλλιτεχνικό, θρησκευτικό κ.ο.κ. - το ερώτημα κι η απάντησή μου περί γνώσης, είναι η θαυμαστική συνειδητοποίηση του Γ. Σεφέρη περί του Αγγέλου Σικελιανού: «[...]ως πού αισθάνεται αυτός ο άνθρωπος!»7. Έως εκεί φτάνει η θεολογία του καθενός: έως εκεί που αισθάνεται. Κι αυτή η αίσθηση είναι που μεταδίδει γνώση, με ή χωρίς θεολογικούς σχολιασμούς. Τα πάντα μας σχολιάζουν τον Θεό με τον Θεό. Έως εκεί «αισθάνομαι» τουλάχιστον.

Ο άνθρωπος είναι μυστήριο και όχι κώδικας που περιμένει έναν χάκερ να τον σπάσει, να τον σώσει, δηλαδή να τον ολοκληρώσει: αισθάνεται, κατανοεί, υπερ-αισθάνεται, υπερ-κατανοεί. Η «εντολή του» (προγραμματισμός) τού δόθηκε ερήμην των ανθρωπίνων αιτήσεων κι επινοήσεών του. Αλλά η υπακοή στην εντολή του, δε γίνεται, λόγω «ενπροσωπίας», πάλι ερήμην του. Με την καρδιά του ή με το στανιό, δύναται να υπακούσει και να σωθεί στ’ αλήθεια, όχι στα προτεστάντικα. Στα τελευταία τον σώζει η χάρις, και τα καλά έργα που κάνει είναι ένδειξη του σωσίματός του εξ αυτής. Όμως όλη του η ιστορία είναι η ιστορία των αντιφάσεών του, της πρόχειρης σωσίβιας αίρεσης στο μεσοπέλαγο του αγνώστου που βρίσκεται (σαν) παρατημένος, περιμένοντας τη λέμβο της ορθόδοξης πλεύσης προς τον λιμένα και τη στέρεη γη της ανάπαυσης, εντός του κόσμου αλλά όχι μέσω του κόσμου (κατά τα ορθόδοξα).

*

Δεν κουλαντρίζεται το αχειροποίητο της υποστάσεως, γιατί και ως ζώο να αντιμετωπιστεί ο άνθρωπος, η ψυχή του συνουργεί με το σώμα του τη θυσία για την αλήθεια, χωρίς την οποία δε μπορεί να ζήσει ειρηνικά - ελέγχεται βίαια εσωτερικώς.

Το αίτημα «θέλω να ειρηνεύσω» δεν θα γίνει ποτέ επιστήμη. Όπως και το δικαίωμα να μη με κακοποιεί ο κακοποιός δεν θα γίνει ποτέ αίσθημα αγάπης για μένα και μάθημα αγάπης γι’ αυτόν. Γιατί δεν απευθύνεται στην αγάπη - δεν είναι Θεία Λειτουργία - δεν αισθάνεται και δε διδάσκει, ούτε τον (στον) καταπατημένο, ούτε τον (στον) καταπατητή. Ο πολιτισμός μας, στα καλύτερά του ομολογουμένως, κάνει άτσαλες κινήσεις ενώπιον του όποιου ανάλογου σκανδαλισμού του: αγχώνεται και πράττει ώστε να ξεαγχωθεί. Ένα ανήμπορο νήπιο αγκαλιάζει έναν ενήλικα που κλαίει και λυγίζει κάτω απ’ τα βάσανά του, ενίοτε. Ένας ανήμπορος ενήλικας απαιτεί τον «σκασμό», σε άλλη φάση, όταν μία νηπιώδης ερώτηση αποκηρύττει την γνωστική ωριμότητά του. Είμαστε ναύτες που μπουκώνουν τρύπες κι αδειάζουνε νερά πάνω σε ένα σκυλοπνίχτη, εν μέσω μόνιμης φουρτούνας. Αλλά δε χωράμε στα προκάτ τσαντίρια των συστημάτων μας, έκαστος προσωπικά, ώστε να βοηθήσουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας να αισθανθεί παραπέρα, να τολμήσει να ειρηνεύσει. Είμαστε οι ίδιοι  σκυλοπνίχτης και η φουρτούνα μας είναι πάνω στο ευτελές πλοιάριο.

Κάνουμε ανεκτότερο τον πόλεμο εξιδανεικεύοντας την άναλκη πολεμική μας. Επεκτείνουμε το προσδόκιμο του πνιγμού, γιατί αυτό καταλαβαίνουμε ότι μπορούμε να κάνουμε. Όχι ότι η ειρήνη δεν είναι εκ του κόσμου τούτου της κατανοήσεώς μας (και της δικής μου ανεξαιρέτως), ότι δεν έχει προκύψει ακόμα τουλάχιστον. Την θέλουμε δε.

Είναι κοινή η αποφατική ανθρωπολογία και κατ’ επέκταση γνωσιολογία στους π.χ. Ιερεμία, Ηράκλειτο, Σωκράτη, Αββά Ισαάκ: άβυσσος εν αβύσσω ο άνθρωπος, που εγκαλεί τον εαυτό του σε κάποια τάξη - δεν τον ξέρει κι ας είναι όλη μέρα μαζί του. Μυλόπετρες συνειδησιακές ζωγραφίζει κι ο Πασκάλ: «ένα μηδέν σε σχέση με το άπειρο, ένα παν σε σχέση με το μηδέν, στο μέσο μεταξύ μηδενός και παντός»8. Ειρήνη θα «συμβεί» όταν «δέσει» όλα τα σύμπαντά του - τα των αισθήσεων και τα της κατανοήσεως - ενώπιον τούτης της συνείδησης: τα νοήματα υπάγονται σε ένα Νόημα, και οι πόλεμοι σε μία Ειρήνη, που σαν καρβέλι πλάθεται και ψήνεται και θα φαγωθεί σε γιορτινό τραπέζι. Ο Θεός την θέλει, όσο εμείς τον πόλεμο, στις ακραιότερες μορφές μας (τοπικής κατανόησης άνευ επέκεινα αισθήσεως). Ειρήνη, σε τούτο ή στον άλλο κόσμο, θα βρουν οι τελευταίες αυτές, μαζί με όλες τις υπόλοιπες, αναλόγως της «απολογίας τους», «επί του φοβερού βήματος»9 της των πάντων πορείας, κατά την συνεισφορά ή το σαμποτάζ τους επί της «ειρήνης του σύμπαντος κόσμου»10. Η απολογία, μόνη, σώζει κι απωλεί. Η συνεισφορά και το σαμποτάζ είναι προβολές-προσεγγίσεις των κοινωνικών συμβολαίων κι επιδιώξεών μας. Η παράκαμψη του επουσιώδους κι η εστίαση στο ουσιώδες, είναι μόνο θεολογικώς προσεγγίσιμες κι εσχατολογούν ένα ενιαίο ξεσκαρτάρισμα, μία κορύφωση της περί του κόσμου προνοίας.

Όπως δε βλέπουμε όλο το κακό μας, έτσι δεν βλέπουμε και όλο το καλό μας, δε βλέπουμε την έκταση των προοπτικών μας και της επενέργειας των επιλογών μας. Οι κατηγοριοποιούσες «κατανοήσεις» μας, συνήθως, δεν είναι συνηρημένες στο ακατηγοριοποίητο του κόσμου, δεν είναι συνειδητοποιημένες επί της θεμελιακής ελλείψεώς τους. Ζουν σαν σημεία περιφέρειας χωρίς κέντρο (χαμένο το ‘χουν, είπαμε). Υπάρχουν, αποφατίζουσες τη μεγάλη ανημποριά («μόνος θα τα καταφέρω!») και τη μεγάλη προοπτική («μόνο ό,τι βλέπω και καταλαβαίνω υπάρχει, και μόνο όπως το βλέπω και όπως το καταλαβαίνω!») του κόσμου εν παντί μέρος και μέλος του. Η ειρήνη της κατανόησής μας είναι πόλεμος.  Η ηθική μας ανήθικη. Η ύπαρξη κι ο θόρυβός μας, απουσία κι αφωνία. Όσο μαστιγώνουμε τη θάλασσα (Πέρσαι) για να μας γίνει λάδι, αδιαφορούμε τραγικώς για το αεί-επερχόμενο τσουνάμι, μες στο οποίο θα πνιγούν οι λύσεις μας κι οι πολιτείες μας.

Μέσα στην προοπτική της μηδαμινής αξίας του να ζήσει κανείς (κι αν), για λίγο (κι αν), μέσα στην συνείδηση (κι αν) των συγχρόνων και απογόνων του, «εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός.»11. Κάτι τόσο ανύπαρκτο σε βάθος χρόνου, πού βρίσκει το δικαίωμα να αμφισβητεί τη μόνη ελπιδοφόρα υποψία του αιωνόβιου εαυτού του και της μονής βάσης ενιαίου νοήματος; Άραγε πότε θα ελεήσει τον εαυτό του και το νόημα; Μέχρι να τα μάθουμε όλα, ας θεωρήσουμε πως εμείς - όχι ο Θεός - δεν υπάρχουμε, αλλά - όπως ο Θεός κατ’ εμάς - είμαστε πλάσματα φανταστικά, κατ’ ανάγκην περιγραφόμενα ως όπως.

Ή θα ειρηνεύσει ο άνθρωπος ή δε θα ειρηνεύσει ο κόσμος. Όσο η κάθε μία πραγματικότητα-προσωπικότητα δεν «σηκώνει» το σκοτάδι της προσωπικά - και όσο από το όλον αντιστοιχεί στα τάλαντά της - πόλεμος γίνεται, κι από πόλεμο έρχεται, και σε πόλεμο πάει. Πώς το σηκώνει; Θέμα εμπιστοσύνης στο φως και στον τρόπο της σχέσης του με αυτό.

*

Ο «σταυρός» δεν μας μιλάει στο περίπου. Κατεβαίνω στον «Άδη» μερικές φορές, συνειδητοποιώντας ότι η δημιότητα είναι σκληρό πράγμα. Ότι όλοι μας μετέχουμε λίγο-πολύ, με όπλα και χωρίς, στη θυσία της αθωότητας και της αλήθειας, δια της επιδεικτικής καθήλωσής τους. Μπορεί, όλη σου τη ζωή να την περάσεις βλέποντας τα γεγονότα «από κάτω», να είσαι δήμιος, όχλος, να είσαι ένοχος κι αμέτοχος τελείως του πόνου του άλλου, που του επιβάλλουν τα σχέδιά σου, ή τα σχέδια αυτών που υποστηρίζεις, ή αυτών (των «θεών») που επινόησες, να «μην ξέρεις τί κάνεις»12. Γιατί μοιάζεις δυνατός, λογικός κι εξασφαλισμένος (και δια νόμου), όσο δοκείς ότι ευοδώνεται το σχέδιό σου κι ότι πραγματικά κατευθύνει τα τεκταινόμενα η επιρροή της επιβολής του. Αλλά στην πραγματικότητα είσαι εντός σχεδίου ενός Άλλου. Κι επειδή δε βλέπεις, δε βλέπεις την τύφλα σου (δηλαδή: δε βλέπεις ότι δε βλέπεις)· εάν έβλεπες θα την έβλεπες, κι αυτή η «όραση» θα είχε αναπαύσει αισθήσεις και κατανοήσεις στο ένα Νόημα, στο ένα Σχέδιο, στη μία Ιστορία. Μάτια έχουν κι οι νεκροί. «Κουλτούρα έχει και ο κώλος μας», όπως έλεγε μια φίλη, που στην πατρίδα της χρησιμοποιούσαν τις εφημερίδες για χαρτί υγείας. Βλέμμα ζωντανού ζητάμε. Η κουλτούρα παρηγορεί τον άνθρωπο όσο παρηγορεί ένα νεκρό το σάβανο πολυτελείας (ή όσο οι εφημερίδες παρηγορούν τη φίλη μου).

Μόνο αν το Ένα Σχέδιο παραδέχεται και δέχεται και αγκαλιάζει το λάθος σχέδιό μου - ανύπαρκτο κι ανήθικο όπως είπαμε - είναι «ο θεός μεγάλος» (κατά το μουσουλμανικό). Δηλαδή, αν η αγάπη «πάντα όσα ηθέλησεν εποίησε»13, κι όχι κάποια ολύμπια θεόμορφη υπεροψία. Η δε έλλειψή της - όχι η μάχαιρά της - «απέκτεινε βασιλείς κραταιούς»14 και σχέδια ανυπάρκτων, ανείρηνων, που δε ξέρουνε τί κάνουνε, που δε πληροφορήθηκαν ότι, π.χ., ο Χριστιανός, ο Μουσουλμάνος κι ο Εβραίος, ο Νόμιμος, ο Παράνομος και ο Εγκληματίας, ο Ντόπιος, ο Μετανάστης και ο Πρόσφυγας, ο πρώτος, ο δεύτερος κι ο Τρίτος Κόσμος, είναι και κινούνται μες στη χάρη του Θεού. Πόσο θα σου κοστίσει να μην αίρεις στη ζωή (σου), ζωή (άλλων), από τη ζωή (του Σχεδίου)! Πόσο θα σε εξουθενώσει να καταργήσεις την επιδίωξη της κατάργησης του διαβόλου (που τοποθετείς πάντα εκτός σου), της κατανόησης των καλών και των κακών εν προσωπικώ σχεδίω και σχεδιασμώ! Πώς θα απεξιδανικεύσεις τον ψεύτη τον ντουνιά;

Τον εγωϊσμό μας τον ζούμε κάτω απ’ τον σταυρό. Την ειρήνη, πάλι κάτω αλλά μετ’ αποκαθηλώσεως. Ο σταυρός, δείχνει η Ιστορία, είναι ο πιο σύντομος δρόμος να συναναστραφείς με το Νόημα το αισθητό, το υπεράνω πάσης κατανοήσεως. Εκεί πάνω γίνονται οι μεγάλες δουλειές. Αυτοί οι μηχανισμοί που προκαλούν οι δίκαιοι και άδικοι - πλην σίγουρα όμως σταυρωμένοι - υπάρχουν ως μαρτυρίες δυνητικών αποθεώσεων των δικαίων και των αδίκων που παρακολουθούν τη διαδικασία του ξεψυχίσματος, και θαυμάζουν τη θεολογία που βρίσκεις χάνοντας τη «θεολογία» σου, και που πληρώνει το σύμπαν με την ευωδία του άνθους της ειρήνης. Θα ‘θελα να ήμουν απ’ τα παιδιά του λουλουδιού αυτού· όχι των λουλουδιών, στο φυτώριο της αναίσθητης κατανόησης ή της ακατανόητης αίσθησης. Θα ‘θελα να προχωρήσω πέρα απ’ τις δυνάμεις μου. Θα ήθελα να μην πιστεύω ότι ο Θεός έχει - ή οφείλει να έχει - και αγκάθια, άρα και πως ο άνθρωπος πρέπει να καλλιεργεί τα δικά του (αγκάθια) και αυτός, δοξάζοντας έναν Θεό που στ’ άγγιγμα σε μάτωσε. Αρχέγονη η νεύρωση της θρησκευτικότητας των προβολικών ειδώλων μας. Η απουσία του αγγίγματος του Θεού είναι το μάτωμά μας, που προκαλεί ματώματα.

Πιστοποίηση πως ο Θεός μας είναι Θεός, είναι το να μας σώζει εκ των σχεδίων μας και των προβολών τους, και μάλιστα να φέρει εις εμφάνεια τον εαυτό Του, αυτο- κι ετεροπροσώπως (άρα κοινωνήθηκε).

*

Το πιο ωραίο μάθημα, εκκλησιαστικού πολιτισμού, είναι η μονολεκτική προστακτική: ειρήνευε! Προστακτική γλυκήτις. Δε σου λέει «σκάσε να ξεσκάσουμε!». Σου λέει μπες στο νόημα και τότε θα ‘χεις νόημα. Το νόημα είναι αν πιστεύεις Αυτόν που είπε: την εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος (κόσμε) δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν15 [...]οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν16 [...]κι ελάτε όλοι οι τσακισμένοι και πεφορτισμένοι κι εγώ θα χαρώ να σας ξεκουράσω17 (εσάς, τους εκ πολέμου ερχόμενους), παρόλο που κι εγώ πόλεμο και διχασμό προσφέρω18: τον πόλεμο του πολέμου (ειρήνη όχι ανελεύθερη), τη διχοστασία εκ της διχόνοιας (ομόνοια όχι τεχνητά κατσιασμένη για να μετατραπεί σε pet του καναπέ στο σαλόνι του ανθρώπινου συστήματος), τον κολασμό της κολάσεως (μακαριότητα όχι επίπλαστη και μαρκεταρισμένη), τον θάνατο - θανάτω - του θανάτου (σταυραναστάσιμη κι αιώνια ζωή). Προς κατανόησιν; Γιατί, τελικά, το κακό; Επειδή το καλό, μόνο καλό. Κι εντός του Ενός Καλού - κι εντός σου το Εν - η κόλαση των πολλών παραλύει, ο παράδεισος των σχεδίων τους ακινητεί. Θνήσκει αυτό που θέλουμε να είναι ο παράδεισος κι ο κόσμος. Χαρμολυπάται, ότι είδε «το φως το αληθινόν»¹, που δεν κατοικεί (ακουστώς) - αν και το θέλει πολύ το ίδιο - μέσα του. Ότι «αυτό που θέλουμε, είναι το απόλυτο καλό. Εκείνο που μπορούμε να πετύχουμε (αυτοδύναμα) είναι το συσχετισμένο με το καλό, κακό»20.

Ο παράδεισος των ακοινώνητων του Ενός: απώλεια, αφροσύνη, άνθρωπος αγράμματος και μη, ένας «δούλος περιπόρφυρος»21, που ελεεί τον πόλεμο εν τη ψυχοπαθολογία του, που δεν «προβασιλεύει των εν αυτώ»22 (ότι αλλοτρίας ζωής κύριος, ο της ιδίας αλλότριος23), που «δοκεί μεν τις είναι [...]ων δε ουδείς»24. Ο άνθρωπος του Ενός, του Θεού, δεν δοκεί, «δεν είναι»: ξέρει ποιον προδίδει, ξέρει ότι έχει το χρόνο του ο καθένας και το καθετί, ξέρει να ειρηνεύει (παθητικά κι ενεργητικά).

Να εύχεσαι «ειρήνη», είναι να εύχεσαι ο άνθρωπος να θεολογεί, να θεολογίζει και θεολυγίζει. Η θεολογία, ως ολιστική όραση, «πανταχόθεν προς εαυτόν επιστρέφει»25 τα υπάρχοντα και συμβαίνοντα. Η ελληνική πνευματική παράδοση δίνει διαζύγιο μεταξύ προσώπου και ατόμου σε διάσταση από τον θεοπρόβλητο εαυτό του. Η παράδοση φτιάχνει έναν άνθρωπο. Εκεί μέσα (στον εαυτό της), γυρίζεις και ξαναγυρίζεις, και συνειδητοποιείς πως μόνο απομακρύνεσαι από αυτήν, και πως ποτέ δε φεύγεις, και πως ούτε κι αυτή από εσένα. Και γι’ αυτό ένας καλόγερος έλεγε ότι οι μοναχοί είναι πιο πολύ παντρεμένοι και οι κοσμικοί λιγότερο παντρεμένοι. Παντρεύεται κανείς το νόημά του, έγγαμος ή άγαμος. Με την ευλογία του Νοήματος πάντα.

Γ. Η Θεολογική Λύσις και Περίσφυξις ή Θεολογιολογία

τίς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος, καλὴ ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος, θάμβος ὡς τεταγμέναι;  Άσμα Ασμάτων 6.10

Η θεολογία βοηθά στο να «συνεννοήσουμε» τον κόσμο. Τα επιμέρους οπτικά του κόσμου μέσα, στηρίζουν και αυτά επί το αυτό, όμως, και στηρίζονται επί το αυτό. Το μεγάλο επίτευμα της θεολογίας βρίσκεται στο πρώτο συνθετικό, στην διυποκειμενικότητα του «συν». Η προσληπτικότητα και η εισχωρητικότητά της στα μέρη (στα υποκείμενα και τα εξεταστικά τους μέσα), εκπορθμεύουν τα τελευταία, σαν παραπόταμους, προς αυτό το «συν-», τον ενισμό εν τη μεγάλη θάλασσα του πνεύματος, του νοήματος των νοημάτων. Μόνο η έννοια του Θεού καταργεί τη μοναξιά και την αστεγία της ολότητας που ονομάζουμε άνθρωπο, αλλά και των δραστηριοτήτων του μεμονωμένως. Αν πετυχαίνει όντως, τούτο πετυχαίνει, υπάρχωντας ως έχει, και σε εκπλήσσει: αυτό που δεν είναι κατασκευασμένη εκ φύσεως η επιστήμη να πετύχει: η θεολογία έχει τελειώσει.

Η θεολογία μόνο εμπλουτίζεται, αλλά δεν έχει την προοπτική της εξέλιξης, όπως λέμε ότι η επιστήμη των ιατρών, των κοσμολόγων και των υπολογιστών, εξελίσσεται. Και αυτό μοιάζει με τέχνη. Αυτό, ως σταθερή αόρατη δομή, είναι μουσική. Χαμογελάω και σκέφτομαι: «Κλίμαξ, Ιω. Σιναΐτου». Έπειτα θυμάμαι κι επαναλαμβάνω τη S. Weil: «οι εντολές δεν δόθηκαν για να εκτελούνται, αλλά η εκτέλεση έχει επιβληθεί για την κατανόηση των εντολών. Είναι κλίμακες. Δεν παίζουμε Μπαχ αν δεν έχουμε κάμει κλίμακες. Αλλά πολύ περισσότερο δεν κάνουμε την κλίμακα για την κλίμακα»26. Και τέλος συμπληρώνω: ούτε και τον Μπαχ παίζουμε για τον Μπαχ, αλλά το παν είναι να συνεννοήσουμε υπό της αρμονίας.

Είναι μουσική και κατά τη φυσική αναλογία τους, που όμως ο «κωφός» δεν εξαιρείται απ’ την απόλαυση: «η πλέον απομακρυσμένη από τη φύση, αφού δεν εκφράζει άμεσα ούτε αναπαράγει οπτικά ό,τι βλέπει ο καλλιτέχνης [...]από τις πολλές συνιστώσες του πολιτισμού, η μουσική θα φαινόταν ίσως εκείνη που είναι λιγότερο αναγκαία, και ωστόσο δεν ξέρουμε κανένα πολιτισμό που να μη την έχει»27. Δεν είναι εκπληκτική, η όποια αφιέρωση - δόκιμη ή νευρωσική - τόσων δισεκατομμυρίων ψυχών ανά τον κόσμο, σε αόρατα θεοσυστήματα, επί τόσους αιώνες!

Χορεύει, λοιπόν, ο κόσμος, και αυτό θα πει ότι θεολογεί: τον ξεσηκώνει η τάξη της αρμονίας και του ρυθμού. Ο κόσμος μοιάζει έτσι να αιτείται κάτι υψηλό, να σωματοποιεί την προσευχή του, να μιλάει με άρρητα ρήματα κυριολεκτικά και ολόκληρος, πλην, αυτονοήτως, της υβριοειδούς αχαλίνωτης χρήσης των λεκτικών ρημάτων (βλ. εμένα).

Πίστη, λέει και ο ιερός Χρυσόστομος28, είναι το να εμπιστεύεσαι πολύ περισσότερο αυτά που δεν βλέπεις, παρά τα άλλα που μοιάζουν να κυριαρχούν. Πολλοί, σχετικά, παραδέχονται τον Ηράκλειτο ως πιστό· γιατί λέει (και ζει): αφανής αρμονία… το βασίλειο σας το χαρίζω, αν με τούτο χαίρεστε... Αλλά το θεολογικό χάρισμα είναι ανθρωπολογικό γεγονός, όχι Ηρακλείτειο. Και μόνο κάτι τέτοιο - τέτοιας εμβέλειας κι ευρυχωρίας - συνεννοεί τα όντα, τα συνενώνει και τα κοινωνεί αυτοπαρεχόμενο.

*

Επανερχόμενοι στην επιστήμη: κάθε φακός εξέτασης μας βοηθά να δούμε την αλήθεια ενός πράγματος. Όπως η επιστημολογία της επιστήμης, π.χ. Η θεολογία ζει στο χώρο της εξέτασης των φακών, της εξήγησής τους ως δέοντα μες στην Πρόνοια. Δεν τα απορρίπτει, αλλά ανακρίνει το ήθος που παράγουν, το ενδεχόμενο εκτροχιασμού από την Πρόνοια, το φαινόμενο του εν αυτά κυοφορούμενου γνωσιολογικού αυτισμού και περιορισμού. «Υπ’ ουδενός δε δεν ανακρίνεται»29 ο «θησαυρός των αγαθών»³. Κι ατυχής θεολογία είναι κάθε τί αθεολόγητο, αυτάρκως αυτοκίνητο, ίδιον εκ του ιδίου, ανεξέταστο από την υπέρτερή του αυτή Πρόνοια, αχώνευτο από το πυρ της δοκιμασίας της. Κατά τα άλλα, το τηλεσκόπιο ή το μικροσκόπιο, η πολιτική και η μηχανολογία, η ψυχολογία και η κοσμολογία, η πανεπιστημιακή μόρφωση και η πεζοδρόμια αμορφωσιά, είναι θεολογικώς απολαυστικά στοιχεία και ισοκλεείς οδοί, είτε ακούσιες (να προκύψουν) είτε εκούσιες (να εργασθούν). Δεν είμαστε για να μένουμε στα κλέη μας.

Έτσι, αν σκεφτείς τις ανώτερες των επιστημών, ως ανώτερα, πολύπλοκα μεν, παιδικά παιχνίδια δε, έχεις ένα πατρικο-μητρικό (στοργή και διδαχή) βλέμμα, υπό το οποίο μπορείς να συνεχίζεις να παίζεις, να συνεχίζει εσαεί το παιχνίδι σου να πηγαίνει καλά. Ο ίδιος φακός, ως αθεολόγητος, δύναται να είναι ένα ακόμα πολύπλοκο παιχνίδι, που μπορεί να αφορά και σε ένα παιδάκι (ή μερίδα παιδιών) που κατασκευάζει ατομικές βόμβες για παράδειγμα. Ακούγεται αρκετά παιδική η πληροφορία πως οι Η.Π.Α. είχαν κάποτε, κάπου στο 90’, ένα υποβρύχιο του οποίου οι 192 πύραυλοι μπορούσαν να πλήξουν ακαριαία τη μισή γη31. Δεν μπορείς, ας πούμε, να λογισθείς για πλήρωμα ζωής και ισχύος ενός ανθρώπου, εικονίζοντάς τον, για λίγο, ως ένα παιδί με ένα πεπόνι στα χέρια, έναντι ενός σμήνος παιδιών που τρέμουν το παιδί και το πεπόνι, και που τραγουδούν την τραγωδία της «σύγχρονης αρχαιότητας»: «θα το πατήσει ή δε θα το πατήσει το κουμπί;». Κι αυτή η προοπτική θεολογική είναι: είναι αυτοθεολογική, είναι η ύβρις ως καθήκον εθνοκρατικό (γιατί κανείς δε φτιάχνει ατομικές βόμβες για να στολίσει το σαλόνι του ή για να κάνει ένα πρωτότυπο δώρο γάμου). Και σίγουρα θα πρόκειται για ένα παιδί που παραμελήθηκε ως προς το πλαίσιο του καθήκοντος, ως προς το όντως εύρος της έννοιας. Που του ‘λειψε το βλέμμα που είπαμε, το «πατρομητρικό», και δεν κατέληξε να παίζει με παιχνίδια συνεννόησης, με μουσική π.χ., αλλά με ανεξαρτημένους ήχους. Βρίσκεται στην αιρετική νεότητα, κατά την οποία μόνο ζει και δρα. Αλλά «ζουν αληθινά, μόνο όσοι ευχαριστούν»32. Η ευχαριστία είναι το κατεξοχήν ώριμο  βλέμμα και η αρετή ο καρπός μετ’ αυτού του άνθους. Αυτό κάνουμε εν ζωή. «Ἐν μήτρᾳ γάρ [...]ἐσμέν [...]ἐν τῇ παρούσῃ τῆς ζωῆς καταστάσει»33, και συνθάλλουμε, μετά της αγάπης του Θεού, την αιώνια κατάστασή μας.

*

‌Αγνοώ αν το άρθρο-δοκίμιο είχε πολλή θεολογία, αν είναι αρκετή ή αν ακόμα ήταν και δόκιμα συμμεμειγμένη με ό,τι άλλο αναφέρθηκε, αν συνεννοούμαι με τον κόσμο (κι ο κόσμος μεταξύ του) μέσω αυτού του κειμένου. Ένας που δεν είναι Θεολόγος, Επιστήμων ή Καλλιτέχνης, μίλησε για όλα αυτά κι αυτούς, ενώπιον του εαυτού του και μιας πειρασμικής κακοτεχνίας, όπου ένας βασιλεύς ποζάρει με το «επιστημονικό» του χαρέμι. Η ιδέα είναι ότι «αυτός και η θεολογία φεύγουν»: η θεολογία γιατί κοσμικοποιεί τον ορίζοντα κι αυτός γιατί οριζοντιοποιεί τον κόσμο.  Συνοψίζοντας, επιλογοποιώντας έναν ποιητικό πρόλογο ίσως: Με ενδιαφέρει να αναδείξω ότι μιλάμε για μία επιστήμη και τέχνη, που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, και κατά αυτή την παντοδαπότητα και ξενιτεία είναι αρκετή, ξεκάθαρη κι αναπαυτική. Ο αίνος της είναι το μόνο που επιδέχεται κι η εξέλιξη δεν είναι το βίωμα άρα ούτε και το μέλημά της. Μένει ανάμεσά μας και μέσα μας ως ευρεθέν ή χαμένο κέντρο, ως διαρκής σπουδή, συνεννόηση, διάβαση, ειρήνη, μουσική, παιδότοπος, ερωτική συνέπεια.

Σημειώσεις

1.Simone Weil, Ανάγκη για Ρίζες (Κέδρος, 2014, σελ. 99)

2. Λουκ. 24.29: καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς.

3. Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Παιδιού/Άρθρα 31 & 7

4. Stephen W. Hawking, Το Χρονικό του Χρόνου/1. Η εικόνα του Ανθρώπου για το Σύμπαν (ΚΑΤΟΠΤΡΟ, 1988, σελ. 34)

5. Ζ. Λορεντζάτος, Μελέτες/Δυο Κείμενα/Τα Αυτοβιογραφικά Ενός Μεγάλου (1879 - 1955) (Δόμος & Μουσείο Μπενάκη, 2007, τ.2, σελ. 582)

6. Ιω. Γ. Λασκαράτος, Ιστορία της Ιατρικής/Ι. Προϊστορική Ιατρική (Ιατρικές Εκδόσεις Π. Χ. Πασχαλίδης, 2003-2004, σελ. 25)

7. Μικρασιάτικα (Ίκαρος, 2000): «Σπάνια βλέπω ως πού αισθάνεται αυτός ο άνθρωπος».

8. Blaise Pascal, Στοχασμοί/72 (Πουρναρά, 1976, σελ. 83)

9. Ιω. Χρυσοστόμου, Θεία Λειτουργία/Πληρωτικά: Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν [...]καὶ καλὴν ἀπολογίαν [...]

10. ό.π. Ειρηνικά: Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου [...]τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως [...]

11. Ψαλ. 13.1

12. Λουκ. 23.34

13. Ψαλ. 134.6

14. ό.π. 134.10

15. Ιω. 14.27: [...]μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω

16. Ιω. 5.30

17. Ματθ. 11.28

18. Ματθ. 10.34

19. Ιω. Χρυσόστομος, ό.π./Κοινωνία των Πιστών

20. Σιμόνη Βέιλ, Η Βαρύτητα και η Χάρη/Το Παχύδερμο Ζώο (Αστρολάβος/Ευθύνη, 1989, σελ. 153)

21. Επίκτητος, Διατριβαί/4.1.58

22. Κωνσταντίνου Π. Χρήστου, Βασιλικός ανδριάς του Νικηφόρου Βλεμμύδη/5. Το Ήθος του Βασιλέως (Κυρομάνος, 1996, σελ. 92)

23. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς Μακαρισμοὺς (P.G. 44, 1205D): Πῶς οὖν ἀλλοτρίας ζωῆς κύριος ὁ τῆς ἰδίας ἀλλότριος;

24. Επίκτητος, ό.π./2.24.19

25. Φιλοκαλία των Ιερών κι Ασκητικών, Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ Ζωής/Λόγος Α9

26. Σιμόνη Βέιλ ό.π./Εξάσκηση, σελ. 121

27. Bruno Nettl, Εθνομουσικολογία/Κεφ. 18. Η μουσική έχει μαγικές ιδιότητες: χρήσεις και λειτουργίες/Απάντηση στον Alan P. Merriam (Νήσος, Αθήνα, 2016, σελ. 316)

28. PG 54, 477: Τοῦτο ἀληθῶς πίστις, τό μή τοῖς ὁρωμένοις προσέχειν, κἄν ἐναντία ᾖ τά γινόμενα τῇ ὑποσχέσει ἀλλά θαρρεῖν τῇ δυνάμει τοῦ ἐπαγγειλαμένου

29. Α’ Κορ. 2.15

30. Βασιλεύ Ουράνιε

31. Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου/VIII. Ο Θερμός Πόλεμος Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο/1. Η κλασική θεωρία του πολέμου και η «νέα στρατιωτική επανάσταση» (Θεμέλιο, 1997, σελ. 343-4 & 350): «[...]Ηνωμένες Πολιτείες ως παγκόσμιος ηγεμόνας [...]πυροσβέστης [...]χωροφύλακας [...]τη θέση τους αυτή την οφείλουν στο γεγονός ότι αποτελούν προς το παρόν τη μόνη χώρα που τυλίγει με το στρατιωτικό της δίχτυ ολόκληρο τον πλανήτη και διαθέτει τη δυνατότητα να πλήξει με τα όπλα της κάθε γωνιά του ή να διεξάγει πόλεμο σε οποιοδήποτε σημείο του [...]το αμερικανικό global reach [...]Στον καιρό μας, ένα αμερικανικό υποβρύχιο «Τρίαινα ΙΙ» έχει τη δυνατότητα να σκοπεύει τον μισό πλανήτη με 192 πυραύλους και με περιθώριο απόκλισης από τον στόχο έως 10 μέτρα». [Δεν είσαι σε ένα δωμάτιο όπου ένα παιδάκι σου επιδεικνύει τα παιχνίδια του;]

32. π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Ημερολόγιο 1973-1983, Κεφ. 3/1975, Σάββατο 23 Αυγούστου (Ακρίτας, 2018, σελ. 149): Οι νέοι ζουν, δεν ευχαριστούν. Μόνο αυτοί που ευχαριστούν ζουν αληθινά.

33. P.G. 91, 1068/Μαξίμου Ομολογητού, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου και Γρηγορίου πρὸς Θωμὰν τον ἡγιασμένον/6

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ