Όταν πρωτοδιάβασα για Χάιντεγκερ, το υπέροχο βιβλίο του Κ.Παπαγιώργη «Η Οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ», κατάλαβα ότι, παρά τα φαινόμενα, πρόκειται για μια φιλοσοφία βαθιά αντιχριστιανική και μηδενιστική. Το γιατί θα το εξηγήσω παρακάτω, αφού πρώτα εκθέσω ουσιώδη μέρη της διδασκαλίας του, για κείνους που καλό θα είναι να έχουν μια πρώτη επαφή με την σκέψη του.
******************
Ο Χάιντεγκερ θεωρεί πρωτίστως την Φαινομενολογία Οντολογία, διορθώνοντας τον Χούσερλ. Είναι μαθητής του Χούσερλ, ο οποίος έλεγε ότι η συνείδηση χαρακτηρίζεται από την «αποβλεπτικότητα»: είναι πάντα συνείδηση ενός πράγματος (για την σκέψη του Χούσερλ εξαιρετικό και πληρέστατο είναι το βιβλίο του Robert Sokolowski, «Εισαγωγή στη Φαινομενολογία», ΕΠ Πατρών, Πάτρα 2006, μετ. Παύλος Κόντος. Συστήνω στον αναγνώστη που θέλει να ενημερωθεί πληρέστερα, να αναγνώσει αυτό το βιβλίο). Στην πραγματικότητα, η αποβλεπτικότητα στον Χάιντεγκερ είναι πιο ουδέτερος όρος. Αρχίζει να χάνει την κυρίαρχη σημασία που είχε στον Χούσερλ. (Ακολουθώ εδώ ως βασικό εγχειρίδιο για την παρουσίαση της σκέψης του Χάιντεγκερ το εξαιρετικό βιβλίο του Παύλου Κόντου, Η Φαινομενολογία της Διυποκειμενικότητας, ΑΕ Κάλλιπος, Αθήνα 2022). Ο τελευταίος π.χ. είπε για την αντίληψη πολλά, αλλά για τον Χάιντεγκερ αντίληψη πια σημαίνει ένα πιο ήπιο κατευθύνεσθαι-προς. Και αυτό γιατί για τον φιλόσοφο του «Είναι και Χρόνος» καλό είναι να μη μιλάμε για «ενέργημα» της συνείδησης ωσάν θα έπρεπε η συνείδηση να νοηθεί σαν ένα κέντρο που ενεργοποιεί, δίκην ακτίνων, μια σειρά από ενεργήματα-πράξεις. Καλύτερα να χρησιμοποιούμε τον όρο «συμπεριφορά/«στάση». Κατά την γνώμη του Χάιντεγκερ αυτό θέλει να δηλώσει ότι η συνείδηση βρίσκεται ήδη πάντα σε μια σχέση με τον κόσμο. Υπάρχει σαφέστατη προσπάθεια να απομακρυνθούμε από την εικόνα μιας ισχυρής συνείδησης, που συνιστά πλήρη αυτενέργεια. «Η ίδια η αποβλεπτικότητα δεν είναι η τελική απάντηση για το πώς πρέπει να περιγράψουμε το «συνανήκειν» ανάμεσα στην αποβλεπτικότητα της συνείδησης και το ον αυτό καθαυτό ως αποβλεπτικό αντικείμενο. Υπό μία έννοια, η αποβλεπτική σχέση είναι πρότερη της intention και του intentum στην αμοιβαία τους συστοιχία. Πρότερη; Ο Χάιντεγκερ αποσαφηνίζει αυτήν την προτεραιότητα εισάγοντας μια νέα έννοια, αυτήν της υπέρβασης, παρούσα μεν, αναξιοποίητη δε στην χουσερλιανή φαινομενολογία» (Κόντος, σ. 82-3. Ο Χάιντεγκερ προσάπτει στον Χούσερλ ότι, παρόλο που συνέλαβε μια τέτοια έννοια αποβλεπτικότητας, δεν κατάφερε να αποδεσμευθεί πλήρως ο ίδιος από μια παραδοσιακή έννοια του υποκειμένου ως ενός κυριάρχου πόλου ενεργημάτων και αποφάσεων.
Ο Χάιντεγκερ θέλει να τονίσει ότι το υποκείμενο βρίσκεται ήδη πάντα έξω από τον εαυτό του, σε μια ενότητα με τα πράγματα, ήδη μέσα στον κόσμο. Ο κόσμος δεν αποτελεί ένα «έξω» που επισυνάπτεται στο υποκείμενο ή κάτι προς το οποίο το υποκείμενο στρέφεται και προσανατολίζεται. Ο «κόσμος» θα πρέπει να νοηθεί ως κάτι που αποτελεί συνθήκη δυνατότητας του ίδιου του υποκειμένου. Τι είναι ο κόσμος για τον Χάιντεγκερ; Εάν ο κόσμος δεν είναι πράγμα ούτε σύνολο πραγμάτων-όντων, τότε τι είναι; Δεν είναι απλό περιέχον, αλλά συνθήκη δυνατότητας της εμφάνισης των όντων. Η συνείδηση δεν μπορεί να στραφεί αποβλεπτικά προς αυτόν. Εάν κάτι τέτοιο είναι ο κόσμος, πάνω από ένα απλό άθροισμα των όντων, και εάν η «υπέρβαση» (δες για αυτήν Κόντος σ.83), με τη σειρά της, δεν δηλώνει ένα συγκεκριμένο ενέργημα της συνείδησης ούτε το άθροισμα των ενεργημάτων της, τότε πώς μπορούμε να μιλάμε με φαινομενολογικούς όρους; Ο Χούσερλ είχε μιλήσει πάνω από όλα για την συνείδηση και τα αποβλεπτικά ενεργήματά της. Στην ουσία δεν είχε προχωρήσει παραπέρα. Πρόκειται άραγε για Φαινομενολογία;
Ο Χάιντεγκερ πιστεύει ότι η πραγματικότητα, όπως δίνεται στην κατ’ αίσθηση αντίληψη, είναι πολύ πιο πλούσια και δομημένη από όσο δείχνει η κατεύθυνση της κατ’ αίσθηση αντίληψης στα ατομικά επιμέρους πράγματα (παράδειγμα με το «η καρέκλα είναι κίτρινη». Η αντίληψη εμπεριέχει ήδη, αν και μη ‘θεμεταποιημένα’, το κατηγορικό στοιχείο, δηλαδή είναι κίτρινη». Πως γίνεται αυτό; (δες Κόντος, σ. 85). Υπάρχει μια προκατανόηση του τι συνιστά την «πραγματικότητα» του αντικειμένου, ή, ακόμα καλύτερα, το «είναι» του αντικειμένου του. Η προκατανόηση αυτή ενυπάρχει ήδη στην αντίληψη, είναι προϋπόθεσή της. Αυτή η προκατανόηση συνιστά την ίδια την στιγμή της ‘υπέρβασης’ και το αντικείμενό της είναι η ίδια η πραγματικότητα, τίποτα λιγότερο από αυτήν, τίποτε απλώς φαινομενικό ή επιφανειακό
*******************
Η φιλοσοφία, ισχυρίζεται ο Χάιντεγκερ, υπερβαίνοντας και διαφοροποιούμενος, όπως είπαμε, από τον Χούσερλ, εμπλουτίζοντας όμως την Φαινομενολογία, ενδιαφέρεται πρωτίστως για το Είναι (Κόντος, σ. 86). Δεν πρέπει να μετατρέπουμε το Είναι , ακόμη και τον ίδιο τον Θεό, σε Ον. Το Είναι δεν είναι απλά συνδετικό («copula»). Είναι διαφορετικό το «οντικό» από το «οντολογικό». Το Είναι, τονίζει ο Χάιντεγκερ, δεν συνιστά γένος ή ον (γι’ αυτό ο στόχος δεν είναι να καταγράφουν γένη των ειδών του φαινομενολογικού «Είναι».) Το Είναι απλώς είναι ο ορίζοντας, όχι το γένος. Κάθε ερώτημα για το Είναι εμπλέκει το είναι του όντος που θέτει το ερώτημα, το είναι δηλαδή της ανθρώπινης ύπαρξης- το οποίο είναι το μόνο ενσώματο ον που ρωτά για το Είναι. Εάν το ερώτημα για το Είναι συνιστά τον καθολικό ορίζοντα όλων των ανθρωπίνων δράσεων, τότε υπό μια έννοια , το ανθρώπινο ον μπορεί να οριστεί απλώς ως το ον εκείνο που θέτει το ερώτημα για το Είναι απλώς (Κόντος, σ.87). (Προειδοποιώ τον αναγνώστη ότι όλα αυτά είναι ιδιαίτερα πυκνά και χρήζουν περαιτέρω μελέτης, για την οποία επαναλαμβάνω ότι συνιστώ το βιβλίο του Κ. Παπαγιώργη.)
Μα γιατί να καταφύγει κανείς, θα ρωτήσει ίσως κάποιος, σε μια τόσο εξεζητημένη διατύπωση και να μην πει, για παράδειγμα, ότι το ανθρώπινο ον είναι το μόνο έλλογο ον; Δεν είναι η λογικότητα το ειδοποιό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης; Απαντάει ο Χάιντεγκερ: «όχι, όχι ακριβώς». Φυσικά δεν αρνείται ότι το ανθρώπινο ον είναι το μόνο έλλογο σωματικό ον, αλλά αρνείται ότι η λογικότητα είναι το θεμελιώδες στοιχείο του. Δεν θα επιμείνουμε εδώ ιδιαιτέρως σε αυτό. Πάντως, θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς λανθασμένα, ότι η λογικότητα έχει να κάνει με τον εγκέφαλο, ότι άρα η διάφορα με τα ζώα είναι απλής βιολογικής τάξης, ή ότι η λογικότητα λαμβάνει χώρα μέσα στον νου ή το υποκείμενο (ο Χάιντεγκερ είναι αντικαρτεσιανός), ή ότι η λογικότητα είναι διακριτή από τα συναισθήματα, τα πάθη , τις αγωνίες μας, ένας «καθαρός νους» ή «θεωρός» και άρα να την αντιδιαστείλει προς την ανθρώπινη βούληση ή προς την ανθρώπινη σωματικότητα κ.λπ. Όλες αυτές οι αντιδιαστολές είναι προβληματικές, καθώς συρρικνώνουν το πεδίο της σχέσης μας με τον κόσμο και αδυνατούν να συμπεριλάβουν όλο τον χώρο της «υπέρβασης», δηλαδή όλο το χώρο της αποβλεπτικότητας. Έτσι εξηγείται, κατά τον Χάιντεγκερ, ότι, μόλο που έχει νόηση ή λογικότητα, το ανθρώπινο ον προβαίνει σε ζήτηση ή έρευνα. Αυτή προϋποθέτει κάποιο κίνητρο ή ενδιαφέρον, όχι απλώς τη δυνατότητα του «λόγου», αλλά λόγους ενάσκησης αυτής της δυνατότητας.
Η Οντολογία, είπαμε, κατά τον Χάιντεγκερ, συνδέεται στενά με την Φαινομενολογία. «Η οντολογία είναι δυνατή μόνο ως Φαινομενολογία. Η φαινομενολογική έννοια του φαινομένου σημαίνει ότι αυτό που δεικνύεται είναι το Είναι των όντων, οι τροπές και τα παράγωγά του». Ψάχνουμε όμως και ένα σχήμα εργασίας που θα δικαιώνει την υπόθεση εργασίας ότι το λεγόμενο «ενθάδε-είναι» ( το ανθρώπινο δηλαδή ον περίπου στην ορολογία του Χάιντεγκερ) είναι ζωή και η ζωή είναι, όπως είπαμε, κίνηση. Αυτό το σχήμα, για διαφόρους λόγους, που δεν θα τους αναλύσουμε εδώ, είναι κατά τον Χάιντεγκερ ο χρόνος. Ο τελευταίος συνεχίζει την χουσερλιανή ανάλυση περί του χρόνου (παρελθόν-παρόν-μέλλονν) και δείχνει ότι οι διαστάσεις αυτές συμπλέκονται μεταξύ τους με πολλούς και διάφορους τρόπους.
*********************
Αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας πρέπει να εννοηθεί «η ρητή σύλληψη της θεμελιώδους κινητικότητας της γεγονικής ζωής» (Κόντος, σ. 92). «Γεγονικά» σημαίνει ότι το Ενθάδε-είναι εγγράφεται σε έναν ήδη-πάντα-υπάρχοντα-κόσμο, στο έδαφος μιας πραγματικότητας ήδη διαμορφωμένης-επαναλαμβάνουμε για άλλη μια φορά. Η ανθρώπινη ζωή εμπεριέχει ένα στοιχείο αναστοχαστικότητας, μια προθεωρητική ή προεπιστημονική ικανότητα αυτοκατανόησης. Το καθήκον της φιλοσοφίας είναι η «συνεχής πάλη» ενάντια στην τάση προς απώλεια του εαυτού. Ποιο είναι εκείνο το φαινόμενο (απόβλεψη, βίωμα) που καθιστά δυνατό για το Ενθάδε-είναι, που ρωτά για το Είναι, να διανοιχθεί με εξαιρετικό ή διαυγή τρόπο στον εαυτό του; Το βίωμα αυτό, μας λέγει ο Γερμανός φιλόσοφος, είναι η «αγωνία». Κατά την ταπεινή μου γνώμη, που αρνείται ο Π. Κόντος, πρόκειται για μια προτεσταντική επιρροή.
*****************
Το Ενθάδε-είναι περαιτέρω, κατά τον φιλόσοφο, είναι το ον που έρχεται σε επαφή με τα όντα, προκατανοώντας το είναι των όντων στον ορίζοντα του Είναι απλώς. Γιατί αυτός ο ορισμός; Τι θα έλεγε ο Χούσερλ; Δεν χρειαζόμαστε μια βαθύτερη διατύπωση της «αποβλεπτικότητας» της συνείδησης, του γεγονότος ότι η συνείδηση ενεργεί ήδη πάντα με αναφορά προς κάποιο ον; Ο Χάιντεγκερ απαντά: «το Ενθάδε-είναι είναι εν-τω-κόσμω-είναι» («εν-είναι»). Αυτή η διατύπωση θα πρέπει να θεωρηθεί ως δομικό χαρακτηριστικό του Ενθάδε-είναι, ως εγγενές στοιχείο του όντος εκείνου που κατανοεί το Είναι (Κόντος, σ.95). «Για το Ενθάδε-είναι γνωρίζουμε ήδη κάτι: είναι το ον, που ήδη πάντα, έρχεται σε επαφή με τα όντα, στον ορίζοντα κατανόησης αυτών των όντων και του Είναι απλώς». Ας με συγχωρήσει ο αναγνώστης για αυτές τις στριφνές διατυπώσεις, τις οποίες και βαθμιαία θα μάθει να αποκωδικοποιεί. Παραλείπω εδώ τα σχετικά με την «προχειρότητα» και την «περίβλεψη», για λόγους οικονομίας χώρου, και παραπέμπω στο πλήρως διαφωτιστικό εν προκειμένω βιβλίο του Κ. Παπαγιώργη.
***************
Ο «κόσμος» προσδιορίστηκε ως δομικό στοιχείο του ίδιου του Ενθάδε-είναι, όχι ως κάτι αυθύπαρκτο που ισχύει ερήμην της ύπαρξης του Ενθάδε-είναι εν γένει. Αφού με διαφόρους τρόπους ο Χάιντεγκερ αποφεύγει τον υπαρξισμό (Κόντος, σ. 102 ), μας λέγει ότι ο εαυτός, το Ενθάδε-είναι βρίσκεται πάντα ήδη, αναγκαστικά, σε μια «διάθεση» (mood): είμαστε χαρούμενοι ή λυπημένοι, κουρασμένοι ή ξεκούραστοι, φοβισμένοι ή ψύχραιμοι κ.λπ. Αυτές οι διαθέσεις δεν είναι απλώς συναισθηματικές καταστάσεις∙ ενσωματώνουν κάθε στοιχείο που, αναπόφευκτα, δείχνει την εξάρτηση του Ενθάδε-είναι από κάτι που ξεφεύγει από τη δική του κυριότητα. «Δεν ελέγχω ή επιλέγω τις διαθέσεις μου, αλλά αυτές σηματοδοτούν το γεγονός ότι οι συναντήσεις μου με τα πράγματα αποτελούν για μένα ένα είδος αντίστασης της πραγματικότητας στην αυτονομία ή την αυτενέργεια μου…» (Κόντος, σ. 102) .Και περαιτέρω λέγονται ότι η «αγωνία», αυτή η κατά τη γνώμη μου προτεσταντική επιρροή στη φιλοσοφία του συγγραφέα του «Είναι και Χρόνος», μπορεί να «μηδενίσει τα πάντα γύρω μας» και περιγράφεται το πώς παρεισφρύει αυτή η «ενοχή».
*******************
Τελειώσαμε με μια στριφνή, όπως καταλαβαίνω, παρουσίαση της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ, προϋποθέτοντας κάποια επαφή πάντως με αυτήν. Περνάμε τώρα στην κριτική της, στο μέτρο των ταπεινών δυνάμεών μας. Για να καταλάβουμε λοιπόν τη σκέψη του Χάιντεγκερ, θα πρέπει να δώσουμε ολωσδιόλου ιδιαίτερη σημασία στην φράση του για το Ενθάδε-είναι ότι πρέπει να κατανοηθεί ως «είναι-εν-τω-κόσμω». Ο κόσμος, όπως είπαμε, προσδιορίστηκε ως δομικό στοιχείο του ίδιου του Ενθάδε-είναι, όχι ως κάτι αυθύπαρκτο που υπάρχει ερήμην της ύπαρξης του Ενθάδε-είναι εν γένει. Εδώ θίγεται το μεγάλο θέμα της σχέσης του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα κόσμο του. Χωρίς να το λέγει επακριβώς, ο Χάιντεγκερ διαφοροποιείται στο σημείο αυτό έναντι της χριστιανικής διδασκαλίας. Θα αναφερθώ εδώ, ένεκεν συντομίας και περιεκτικότητας, στο βιβλίο του μεγάλου θεολόγου π. Δημητρίου Στανιλοάε, «Ο Θεός, ο Κόσμος και ο Άνθρωπος» (Εκδ. Αρμός, Αθήνα 1995). Ο θεολόγος μιλά για τον κόσμο ως την «φυσική αποκάλυψη», καθώς μέσα από αυτήν ο Θεός μιλάει και ενεργεί (σ. 54 κ.ε.). Μερικοί, γράφει, προσπαθούν να εξηγήσουν τον Θεό στη βάση αποκλειστικά μιας ενδοκοσμικής πραγματικότητας, η οποία στην πραγματικότητα απλώς παραπέμπει, μιλά, δείχνει τον Θεό (Ωστόσο, ο πιστός αισθάνεται στη σχέση του με τον κόσμο ότι και μέσα από τη φυσική αποκάλυψη, τη σχέση του δηλαδή με τον κόσμο, βρίσκεται σε άμεση σχέση με τον Θεό, αλλά απαιτείται η εν Χριστώ Αποκάλυψη)- βρισκόμαστε πια στον κόσμο της θεολογίας.
Ο Χάιντεγκερ έχει μιλήσει για τον Θεό. Δεν γράφει πουθενά ρητά στο «Είναι και Χρόνος» ότι αρνείται την ύπαρξή Του, ότι δεν υπάρχει Θεός. Ωστόσο, τον θεωρεί ένα από τα όντα, έστω και ως το Υπέρτατο Ον. Επειδή όμως και ο Θεός υπάρχει, υπάγεται στο Είναι, για το οποίο οφείλει να σκέπτεται το Ενθάδε-είναι, καθώς ορίζεται ως το ον εκείνο που λογίζεται το νόημα του Είναι. Φυσικά για τον Χάιντεγκερ ο ισχυρισμός ότι ο κόσμος μιλά για τον Θεό θεωρείται απαράδεκτος. Δεν πιστεύει σε καμία φυσική αποκάλυψη. Ο κόσμος είναι ο κόσμος, και τίποτε πέραν αυτού. Τι είναι όμως ο κόσμος για τον Χάιντεγκερ; Ας ρωτήσουμε τώρα με μια πιο κριτική διάθεση.
Δεν πρόκειται σίγουρα για τον κόσμο της ιουδαϊκο-χριστιανικής παράδοσης, την λεγόμενη «κτίση», την Δημιουργία, καθώς αν ορίσουμε τον άνθρωπο ως το «εν-τη-κτίσει-είναι» ανατρέπεται ολόκληρη η φιλοσοφία του «Είναι και Χρόνος». Αν ο κόσμος νοηθεί ως «κτίση» και ο άνθρωπος ως το ον εκείνο που «εν-τη-κτίσει-είναι», θα αρχίσει αυτομάτως να διανοίγεται ένας διάλογος ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό, με τον κόσμο ως κάτι διάμεσο. Κάπου γράφει ο πατήρ Στανιλοάε ότι ο κόσμος είναι στην πραγματικότητα το «δώρο» του Θεού στον άνθρωπο, και ένα μέσο για να διανοιχτεί μια επικοινωνία και ένας διάλογος μεταξύ τους. Αλλά για τον Χάιντεγκερ ο κόσμος είναι στην πραγματικότητα βουβός. Δεν μιλά για τίποτε και για κανέναν.
Δεν πρόκειται επίσης για το «σύμπαν» της επιστημονικής σκέψης, για το σύνολο όλων όσων υπάρχουν, συμπεριλαμβανομένου, μέσα σε αυτά τα όντα, όπως είπαμε, έστω και του ίδιου του Θεού. Στο σημείο αυτό ο Χάιντεγκερ προστρέχει στον Χούσερλ, ο οποίος ξεκινά από τις βασικές ανθρώπινες λειτουργίες της αντίληψης, της μνήμης και της φαντασίας, όπως αναλύει έξοχα ο Σοκολόφσκι στο προαναφερθέν βιβλίο του, «Εισαγωγή στη Φαινομενολογία». Όταν βλέπουμε έναν κύβο, κατά τον Χούσερλ, έχουμε ένα αντιληπτικό ενέργημα. Το ίδιο και όταν βλέπουμε π.χ. μια καρέκλα. Ωστόσο, η συνείδηση φθάνει σε ένα ανώτερης στάθμης συνειδησιακό ενέργημα όταν βαθμιαία παύει να θεωρεί το γύρω περιβάλλον «σύνολο αντικειμένων» και σχηματίζει το νέο αποβλεπτικό ενέργημα «κόσμος». Για τον Χούσερλ ήδη ο κόσμος δεν είναι το σύνολο όλων όσων υπάρχουν, αλλά κάτι περισσότερο. Στο σημείο αυτό αξίζει να πούμε ότι ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, τον οποίο έχει σχολιάσει συστηματικά ο π. Στανιλοάε, μιλά για τον κόσμο ως τα «όντα». Τα «όντα» στον άγιο Μάξιμο διατηρούν μια πρωτοκαθεδρία για αυτό που η Φαινομενολογία ορίζει ως «κόσμο», και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Ο π. Στανιλοάε στη σκέψη του κατά βάθος διατηρεί αυτή την πρωτοκαθεδρία, καθώς βλέπει στα όντα έναν δυναμισμό που μια απλή αναγωγή στον «κόσμο» δεν είναι αρκετή να συλλάβει. Πέρα από αυτά, η σύγχρονη επιστήμη, και δη η φυσική, θεωρεί τον «κόσμο» ως το «σύμπαν», το σύνολο δηλαδή όσων υπάρχουν- και υπάρχει π.χ. πεπερασμένος αριθμός άστρων και όχι άπειρος. Για τον Χάιντεγκερ το να θεωρήσει κανείς τον άνθρωπο πάλι ως «είναι-εν-τω-σύμπαντι» είναι μια μη κατάλληλη έκφραση. Αν ο άνθρωπος είναι το ον εκείνο που υπάρχει «εν-τω-σύμπαντι», τότε στην ουσία προσεγγίζουμε ξανά την ιουδαϊκο-χριστιανική παράδοση. Ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε ένα ον που ζει μια φυσική ζωή, μετέχει, έστω και αν διαθέτει το προνόμιο του λόγου, στην ζωή των άλλων κόσμων και γύρω του υπάρχει απλώς το περιβάλλον το οποίο πρέπει να εξερευνήσει, διερευνήσει και να γνωρίσει. Ο Χούσερλ ήδη, που γύρευε να βρει τα θεμέλια των επιστημών, ονομάζοντας ξανά την φιλοσοφία «πρώτη επιστήμη», θα αποδοκίμαζε μια τέτοια έκφραση.
Ο π. Στανιλοάε συνεχίζει γράφοντας (σ.55) ότι ο Θεός ενεργεί και μιλάει συνέχεια μέσα από τα πράγματα που δημιούργησε και κυβερνά, δημιουργώντας πάντοτε καινούργιες περιστάσεις. Τα πράγματα και οι περιστάσεις αυτές είναι φανερούμενοι λόγοι του Θεού. Ο Θεός μιλά μέσα από τη «συνείδησή» μας. Και ο όρος «συνείδηση» είναι για τον Χάιντεγκερ απαράδεκτος. Θα σήμαινε ότι ο άνθρωπος εξαρχής, πριν έρθει ακόμη σε ουσιαστική επαφή με τον κόσμο, έχει αναπτύξει μια συνειδητή ηθικότητα, κατέχει την ηθική. Αλλά ο Χάιντεγκερ δεν πιστεύει στην ηθική, δεν πιστεύει ότι το «ενθάδε-είναι» διέπεται από ηθικές αρχές, παρά μεριμνά μόνο για το «Είναι». Η έλλειψη της ηθικής στην πρώιμη Φαινομενολογία, στον Χούσερλ δηλαδή και τον Χάιντεγκερ, είναι εντυπωσιακή, και την ανέτρεψε, καταρρίπτοντας θέσεις των προγενεστέρων φαινομενολόγων, με εξίσου εντυπωσιακό τρόπο ο Λεβινάς. Γι’ αυτόν η ηθική υπάρχει πριν το Είναι.
Συνεχίζουμε με το ερώτημα τι είναι ο κόσμος για τον Χάιντεγκερ. Τόσο στην ιουδαϊκο-χριστιανική παράδοση όσο και στην σύγχρονη επιστήμη, την φυσική, ο κόσμος δεν είναι ένα, ας πω την λέξη, μεταφυσικοποιημενο πράγμα. Ο κόσμος άρχισε να υπάρχει. Το γράφει στο βιβλίο του, όπως είναι φυσικό, ο π. Στανιλοάε, το λέγει η σύγχρονη φυσική με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης». Ο κόσμος έχει και αυτός την δική του ιστορία, τον δικό του δυναμισμό. Εξελίσσεται, μεταβάλλεται. Δεν είναι ο «κόσμος» της Φαινομενολογίας, ο οποίος προσδιορίζει μια απλή ανθρώπινη συνθήκη, το πέρασμα από την αντίληψη των πραγμάτων στο αποβλεπτικό ενέργημα «κόσμος». Ο κόσμος που έχει ιστορία είναι εντελώς απαράδεκτος για τον Χάιντεγκερ. Τι θα σήμαινε ότι το «ενθάδε-είναι» είναι μέσα στον κόσμο, αν αυτός ο κόσμος είναι τα γύρω μας άστρα, οι γαλαξίες, τα σμήνη γαλαξιών κλπ, που ξεκίνησαν από το μηδέν της Μεγάλης Έκρηξης; Ο χαϊντεγκεριανός κόσμος δεν μπορεί να μεταβάλλεται. Και αν μάλιστα έχει αρχή, τείνει και προς ένα τέλος, γιατί ό,τι γεννιέται, πεθαίνει. Πριν απαντήσουμε, θα αναφέρουμε ότι μέσα από την ρήση του π. Στανιλοάε, «Ο Θεός διαλέγεται με τον άνθρωπο μέσα από την κτίση», δείχνει ότι ο κόσμος έχει «λόγο», λογικότητα, που συστοιχεί μάλιστα με την ανθρώπινη λογικότητα. Και αυτό είναι κάτι το πολύ σημαντικό.
Στο σημείο αυτό αξίζει να θυμηθούμε το γιατί ο Χάιντεγκερ δεν όρισε τον άνθρωπο ως το μόνο «έλλογο» ον που υπάρχει στον κόσμο. Ο Χάιντεγκερ είπε ότι, αν το έκανε αυτό, θα υποβάθμιζε το ζητητικό στοιχείο στον άνθρωπο, το ότι ο άνθρωπος διαρκώς αναζητά και ερευνά. Τι είναι η «λογική» για τον Χάιντεγκερ; Αν το σκεφθούμε καλά, θα δούμε ότι η λογική είναι ένα σύνολο άχρωμων και αδιάφορων αρχών, οι «τυπικοί νόμοι» της λογικής, που χαρακτηρίζονται από την ακαμψία τους. Η λογική δεν μπορεί να είναι σκοπός, σκοπός είναι αυτό για το οποίο «ζητά» και «αναζητά» ο άνθρωπος. Μπορούμε εδώ να ρωτήσουμε: ο κόσμος δημιούργησε την λογική ή η λογική είναι ένα στοιχείο που, τρόπον τινά, επιπροστίθεται στον κόσμο; Η φράση «ο κόσμος δημιούργησε την λογική», θα μας έλεγε ο Βιτγκενστάιν, είναι α-νόητη. Δεν έχει νόημα να πει κανείς κάτι τέτοιο. Αντίθετα, για τον π. Στανιλοάε, που ακολουθεί και στο σημείο αυτό τον άγιο Μάξιμο, η «λογικότητα» του κόσμου και η συνακόλουθη του ανθρώπου είναι ένα βαθιά υπαρξιακό χαρακτηριστικό. Ο ίδιος ο Θεός είναι «Λόγος», κάτι βέβαια στο οποίο αδυνατεί να φθάσει η φιλοσοφία, η οποία ωστόσο έμμεσα μπορεί να συλλάβει ότι η λογικότητα αυτή έχει υπαρξιακά και δυναμικά χαρακτηριστικά. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι ο Χάιντεγκερ αδυνατεί να συλλάβει την πραγματικότητα αυτή, καθώς είναι άγνωστη για αυτόν το στοιχείο εκείνο που οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «νου». Έχουμε ασχοληθεί ξανά με την ύπαρξη του νου, την οποία παραδόξως διαισθάνεται η Φαινομενολογία, αλλά ρητά δεν αναγνωρίζει, οπότε δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε την επιχειρηματολογία μας ξανά. Προστρέχουμε, για το ζήτημα αυτό, στον π. Χρυσόστομο Διονυσιάτη και το κλασικό του πόνημα «Θεός Λόγος και Ανθρώπινος Λόγος (Ι.Μ. Διονυσίου, Άγιον Όρος 1998), ο οποίος μιλά για τον νου, κατά τους Πατέρες, ως τον οφθαλμό της «ψυχής», ως το όργανο εκείνο που επισκοπεί εξωτερικό και εσωτερικό χώρο. Από τον νου εκπορεύεται ο «λόγος», ο οποίος αποκτά έτσι έναν δυναμικό χαρακτήρα, και φύσει στρέφεται προς την αλήθεια. Είναι επειδή έχει λόγο ο άνθρωπος, που μπορεί να είναι ένα ζητητικό ον. Αντιθέτως, ο Χάιντεγκερ δεν βλέπει τον ζητητικό χαρακτήρα του ανθρώπου ως αναπόσπαστο στοιχείο του «Ενθάδε-είναι», για αυτό και λέγει ότι χωλαίνουμε όταν ονομάζουμε τον άνθρωπο ως το μόνο «σωματικό έλλογο ον».
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι μιλήσαμε για «ψυχή», η οποία μαζί με το σώμα αποτελούν τον δισύνθετο χαρακτήρα του ανθρώπου. Για τους Φαινομενολογους, και ως ένα σημείο σωστά, η διάκριση αυτή είναι προβληματική, καθώς διασπά τον ενιαίο χαρακτήρα του όντος «άνθρωπος» ή «ενθάδε-είναι», δεν θα πρέπει όμως να λησμονήσουμε την αυτονόητη για την Αναλυτική φιλοσοφία πραγματικότητα ότι υπάρχουν ασφαλώς τα διάφορα καθαρά σωματικά όργανα, όπως είναι π.χ. το συκώτι, οι νεφροί κ.ο.κ., υπάρχουν όμως και τα λεγόμενα «qualia», όπως είναι η χαρά, η λύπη, η απογοήτευση, η ευτυχία κ.λπ., τα οποία είναι καθαρά «mental» πραγματικότητες, αυτό που θα λέγαμε στην γλώσσα μας «ψυχικές», οι οποίες και αδυνατούν να αναχθούν σε κάθε σωματικό. Το βιβλίο του Kim Jaegwon «Φιλοσοφία του νου» είναι στην περίπτωσή μας πολύτιμο, για όποιον θέλει να ασχοληθεί με το ζήτημα. Για αυτό και υπάρχει το λεγόμενο στη φιλοσοφία «το οξύ πρόβλημα της ‘συνείδησης’», το οποίο δεν μπορεί να επιλύσει ακόμη η Φιλοσοφία- μήτε και η επιστήμη. Δεν θα αναφερθώ περισσότερο στο ζήτημα αυτό, πρέπει ωστόσο να πω ότι για αυτό το σημαντικότατο ζήτημα, που σήμερα ονομάζεται «το πρόβλημα των «qualia», δεν κάνει καμία νύξη ο Χάιντεγκερ, χωρίς να μπορεί να διακρίνει πίσω από την συνεργασία «mental» και σωματικού και την διάκριση.
Η νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία περαιτέρω δεν είναι εξοικειωμένη με την αντίφαση, που αποτελεί, όπως λέγει ο π. Meyendorff, ένα βασικό στοιχείο της βυζαντινής σκέψης. Ο κόσμος είναι πολυδιάστατος και από την σύγχρονη επιστήμη είναι η σχετικότητα και προπαντός η κβαντική φυσική αυτή που τολμά να ξεπεράσει το πρόβλημα αυτό- να δοκιμάσει την ίδια την λογική. Η βυζαντινή Θεολογία, προκειμένου να μιλήσει για την ένωση Θείας και ανθρώπινης φύσης στον Χριστό, ανέπτυξε την έκφραση «ασυγχύτως και αδιαιρέτως». Παρομοίως και για την ένωση των «mental» και σωματικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου, τα οποία δεν μπορούν και να συγχέονται- παραδόξως ούτε και να διαιρούνται. Ο λόγος είναι βασικό χαρακτηριστικό του «Ενθάδε-είναι», αυτό όμως δεν πρέπει να το διαχωρίσουμε από την σωματικότητα του ανθρώπου, καθώς ο άνθρωπος είναι ένα ενσώματο έλλογο ον.
Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει στον Χάιντεγκερ είναι ότι ο άνθρωπος ανάγεται στον κόσμο, το ανθρώπινο απορροφάται από την κοσμική πραγματικότητα. Ο π. Στανιλοάε είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο αυτόν: «Το γεγονός πως ο κόσμος φωτίζεται μέσα στον άνθρωπο, διά του ανθρώπου, για τον άνθρωπο, δείχνει και πάλι ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για τον κόσμο. Το γεγονός όμως ότι ο ίδιος ο άνθρωπος ανακαλύπτοντας τον κόσμο φωτίζει διά του κόσμου τον εαυτό του, για τον εαυτό του δείχνει πως ο κόσμος είναι απαραίτητος στον άνθρωπο. Ο κόσμος έχει δημιουργηθεί με σκοπό να εξανθρωπισθεί κι όχι για να αφομοιώσει τον άνθρωπο μέσα του, στη φύση. Ο κόσμος όλος έχει δημιουργηθεί, για να γίνει ένας μεγάλος άνθρωπος, να γίνει το περιεχόμενο του ανθρώπου εμπεριεχόμενος όλος σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν έχει προορισθεί ο άνθρωπος να γίνει μέρος της φύσης, έστω μεγαλύτερης άξιας από οποιοδήποτε άλλο κομμάτι της, να απορροφηθεί μέσα της. Επειδή με μια ενδεχόμενη απώλεια του ανθρώπου μέσα στη φύση, θα χανότανε ο πιο σημαντικός παράγοντας της πραγματικότητας, χωρίς η φύση ν’ αποκτήσει κάτι καινούργιο. Ενώ η φύση η ίδια, με την αφομοίωση του κόσμου από τον άνθρωπο, κερδίζει, γιατί ανάγεται σε εντελώς καινούργιο επίπεδο χωρίς στην κυριολεξία να χάνεται» (Στανιλοάε, σ. 29).
******************
Θα πρέπει τώρα να πούμε λίγα λόγια για την υποτίμηση της θεωρίας από την χαϊντεγκεριανή φιλοσοφία. Ο Χάιντεγκερ λέγει ότι ο άνθρωπος «ήδη» είναι μπλεγμένος σε μια δραστηριότητα, π.χ. να φτιάξει μια καλύβα. Δεν θεωρητικολογεί καθόλου. Ας πούμε όμως ότι θέλει να χρησιμοποιήσει ένα σφυρί για να καρφώσει ένα καρφί και το σφυρί είναι χαλασμένο. Τότε σταματά την δραστηριότητα και εισέρχεται στην θεωρία. Η θεωρία είναι δηλαδή κάτι το δευτερεύον, αναπτύσσεται όταν η δραστηριότητα του ανθρώπου συναντά προβλήματα. Θα πρέπει να υποθέσουμε, όπως και το υπονοεί ο Χάιντεγκερ, ότι τα υψηλά μαθηματικά, η μουσική, η γλυπτική κλπ. είναι το αποτέλεσμα ενός τέτοιου «μπλοκαρίσματος» της δραστηριότητας. Αλλά το αξίωμα του Χάιντεγκερ ότι είμαι «ήδη» μπλεγμένος σε μια «δραστηριότητα» είναι προβληματικό. Τι είναι «δραστηριότητα»; Το να συνομιλώ με κάποιον άλλον μπορεί να θεωρηθεί «δραστηριότητα»; Το να γράφω ένα ποίημα; Το να ατενίζω το ηλιοβασίλεμα; Κι έπειτα, ας ασχοληθούμε με μια πραγματική δραστηριότητα, το να «φτιάχνω την καλύβα». Η δραστηριότητα αυτή έχει έναν σκοπό, ο οποίος προηγείται, π.χ. γιατί θέλω να στεγάσω ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, έχει έναν προσχεδιασμό, δηλαδή ποια όργανα θα χρησιμοποιήσω, το σφυρί, τα καρφιά κλπ, και στην πραγματικότητα, όταν επιδίδομαι στην δραστηριότητα, ο νους δεν αργεί καθόλου. Μπορεί να νομίζουμε ότι αυτόματα και μηχανικά εκτελούμε κάποιες κινήσεις, αλλά έχει προηγηθεί εξάσκηση και το λεγόμενο «μηχανικό» υποκρύπτει θεωρία.
Συναφές με αυτό το ζήτημα είναι ότι ο Χάιντεγκερ θεωρεί πως στην πραγματικότητα η ανθρώπινη ζωή δεν κρύβει κάποιον απώτερο σκοπό. Για τον π. Στανιλοάε ασφαλώς ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να ενωθεί με τον Θεό (π. Στανιλοάε σ. 60). Προσπαθώντας να υπερασπιστεί αυτή τη θέση ο οπαδός του Χάιντεγκερ και πράγματι εξαίρετος φιλόσοφος Hubert Dreyfus δίνει ορισμένα παραδείγματα: ποιος ο σκοπός λ.χ. που έχω φίλους; Που μαθαίνω πιάνο κλπ.; Δεν θα ασχοληθώ εδώ εκτεταμένα με αυτό το ζήτημα, θα αναφέρω απλώς ότι η φιλία π.χ. βαθύνεται, πλουτίζεται σε αίσθημα και δοτικότητα, και είναι ένα άνοιγμα προς τον κόσμο και την ηθικότητα, που αφορά την ανθρώπινη «εσωτερικότητα»- για να χρησιμοποιήσω έναν αντι-χαϊντεγκεριανό όρο.
Και θα τελειώσω με το εξής θέμα: ο Χάιντεγκερ λέγει ότι δεν πρέπει να δίνουμε πρωτεύουσα θέση στα συναισθήματα, γιατί τότε υπερεξαίρουμε το «υποκείμενο» και παραθεωρούμε την σχέση του «Ενθάδε-είναι» με τον κόσμο. Και είμαστε, όπως είδαμε, ανέκαθεν μπλεγμένοι σε μια δραστηριότητα. Για τον σκοπό αυτό προκρίνει τις λεγόμενες «διαθέσεις» (moods), στις οποίες αναφερθήκαμε. Αντιθέτως, για την πατερική θεολογία, τα λεγόμενα «συναισθήματα» είναι που έχουν την κατ’ εξοχήν αξία. Αυτό που είναι πάνω από όλα στην ορθόδοξη ηθική Θεολογία είναι η αγάπη για τον εχθρό, όπως τόνισε ο άγιος Σιλουανός. Γενικά, ο όρος «αγάπη» δεν παίζει απολύτως κανέναν ρόλο στη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, αφού άλλωστε θεωρεί ότι και το «συνείναι» είναι προβληματικό. Κάθε συνάντηση με τον άλλον θεωρείται «έκπτωση» από την αυθεντικότητα, αλλοτρίωση από την σχέση με τους «πολλούς» και στην ουσία δεν υπάρχει περίπτωση να διακρίνουμε «αυθεντικότητα» στη σχέση μας με τον άλλο.
Λοιπόν, θα πρέπει να ξανατονίσουμε ότι η σχέση μας με τον κόσμο δεν σημαίνει απορρόφηση από αυτόν. Στην χαϊντεγκεριανή φιλοσοφία έχει συμβεί αυτό το καταστροφικό φαινόμενο. Ο άνθρωπος βασίζεται στον κόσμο, ζει μέσα σε αυτόν, αλλά η «συνείδηση» (mind) δεν ανάγεται στον κόσμο, είναι ένα καινό φαινόμενο για τον άνθρωπο. Αυτό το καταλαβαίνει ιδιαιτέρως η Αναλυτική φιλοσοφία, που μιλά για το «οξύ πρόβλημα της συνείδησης», η οποία, αν και θεωρείται φυσικό φαινόμενο, δεν ανάγεται απολύτως σε τίποτε άλλο (αυτό υποστηρίζει π.χ. ο John Searle στο μεταφρασμένο και στα ελληνικά βιβλίο του «Ανακαλύπτοντας ξανά τον νου»). Η αγάπη, το μίσος, η χαρά, η λύπη, η ευτυχία, η δυστυχία κλπ. προηγούνται οντολογικά έναντι των «διαθέσεων» του Χάιντεγκερ, όπως λ.χ. την ανία. Οι ορθόδοξοι ασκητές το ξέρουν καλά. Μιλούν π.χ. για την «ακηδία», το φαινόμενο της ανίας που πλήττει συχνά τον ασκητή, αλλά αυτή την ώρα, της ανίας και της πλήξης, η αγάπη για τον εχθρό μπορεί να θριαμβεύει στην καρδιά μέσα του αγωνιστή (βλ. και την μελέτη μας «Τα συναισθήματα στον Χάιντεγκερ και την πατερική παράδοση», δημοσιευμένη στο «Αντίφωνο»).
****************
Θα σταματήσουμε την ανάλυση εδώ λόγω έλλειψης χώρου. Καλύψαμε ένα πολύ μικρό τμήμα της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ και προσπεράσαμε γρήγορα ορισμένα ζητήματα. Ωστόσο, πιστεύω ότι θα διαφάνηκε ως ένα βαθμό ο αντιχριστιανικός και μηδενιστικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας του. Πιστεύω ότι έκανα μια μικρή νύξη σε μια απόπειρα διαφορετικής ερμηνείας της φιλοσοφίας του, την οποία ευελπιστώ ότι άλλοι, ικανότεροι από μένα, θα προχωρήσουν περαιτέρω.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Φόρος τιμής στον Μάλεβιτς", 1988) είναι έργο του Γεώργιου Κονταξάκη.