Η έξοδος από τον Παράδεισο οδήγησε στην φυλάκιση του ανθρώπου, την αυτοαπομόνωσή του στον ίδιο του τον εαυτό. Ο εαυτός μας που πλάστηκε ως χώρος συνάντησής μας με τον Τριαδικό Θεό, απέβη έτσι το μπουντρούμι μας. Ο άνθρωπος κλείστηκε στον ίδιο του τον εαυτό κι αυτό ήταν η καταδίκη του. Με την παρακοή του στον Παράδεισο, έγινε ο ίδιος θύτης και θύμα του ίδιου του του εαυτού. Ο πνευματικός διχασμός εγκαταστάθηκε πλέον μέσα του ως ο κατεξοχήν τρόπος υπάρξεως του πεσμένου ανθρώπου. Το κλείσιμο μέσα του συνιστά στο εξής τον οδυνηρό τρόπο της αυτοπαιδαγωγίας που επέλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του. Η έξοδος από τον Παράδεισο παρέδωσε, συνεπώς, τον άνθρωπο από εκεί που ήταν στην αγκαλιά του Θεού, στα χέρια του ίδιου του του εαυτού. Ο άνθρωπος θα παιδαγωγείτο στον Παράδεισο από την τρυφερή αγάπη του Θεού κι αντ’ αυτού επέλεξε να παιδαγωγηθεί βίαια από τον ίδιο του τον εαυτό.
Η αυτοπαιδαγωγία του ανθρώπου, όπως άλλωστε η παιδαγωγία του λαού του Θεού μέσω του Μωσαϊκού Νόμου, δεν ήταν όμως επαρκής για την σωτηρία του. Η αποκατάσταση των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό χρειαζόταν την αναδημιουργία του ανθρώπου μέσω του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Αυτός είναι η «απολύτρωση» του ανθρώπου (Ρωμ., γ΄, 24), γιατί μέσω Αυτού ανασκευάστηκε ο άνθρωπος τέτοιος που ο Θεός τον θέλησε όταν τον δημιούργησε. Ο Θεάνθρωπος είναι ο ιδανικός άνθρωπος. Στο εξής μέσω του Θεανθρώπου Ιησού, καθένας από εμάς πραγματοποιεί τον στόχο της Θεοκοινωνίας για τον οποίο ήρθε σε αυτόν τον κόσμο. Η Θεοκοινωνία είναι πλέον δυνατή για κάθε άνθρωπο με μία και μόνο προϋπόθεση: Το άνοιγμα του ανθρώπου στον Θεάνθρωπο Χριστό. Αυτό το άνοιγμα είναι η πίστη [«λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον», Ρωμ., γ΄, 28].
Ο Χριστός έσωσε, κατά τον Απόστολο, «δωρεὰν» τον άνθρωπο κι όχι για τα έργα του, γιατί κανένα έργο του ανθρώπου δεν θα μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο από τον καταστατικό του πνευματικό διχασμό. Χωρίς τον Χριστό ακόμα και οι υποτιθέμενες «αρετές» του ανθρώπου εργάζονταν στην υπηρεσία του διχασμού του και βάθαιναν την πτώση του. Ακόμα και τα πιο «ενάρετα» έργα του αντί να τον συνπλησιάζουν στον Θεό, τον απομάκρυναν ακόμα περισσότερο από Αυτόν γιατί, από την Πτώση και μετά, ώς κι οι «αρετές» του συντηρούσαν την πλάνη της αυτονομίας του. Ο Χριστός έσωσε έτσι τον άνθρωπο δωρεάν γιατί κανένα έργο του ανθρώπου δεν θα μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο αν προηγουμένως αυτός δεν αναλαμβάνονταν οντολογικά εν νέου από τον ίδιο τον Θεό. Με την οντολογική ανάληψη του ανθρώπου από τον Θεό μπορεί πλέον αυτός να γίνει συνεργός του Θεού στο έργο της σωτηρίας του, πρώτα με την πίστη του σε Αυτόν που τον έσωσε από την κατάρα της αυτονομίας του και ύστερα με την σύμπραξή του με τον Θεό για την πραγματοποίηση έργων πίστεως. Στο εξής όποιος πιστεύει στον Θεό Πατέρα διά του Κυρίου Ιησού εν Αγίω Πνεύματι (Ρωμ., δ΄, 24-25) ανοίγεται σε Θεοκοινωνία και πλέον καθίσταται ικανός για έργα υπαγορευόμενα από τη θεία δύναμη και τη θεία αγάπη.
Αν ήθελε κανείς να συνοψίσει τα πνευματικά στάδια του ανθρώπου, κατά τον Απόστολο, από την Πτώση έως σήμερα, αυτά είναι τα εξής: 1. Πρωτόλεια Θεοκοινωνία Θεού-ανθρώπου πριν την πτώση του ανθρώπου, 2. η Αμαρτία ως συμπαντική κατάσταση που ακολούθησε την πτώση του ανθρώπου, 3. ο Νόμος (για τους Εβραίους) και η ανθρώπινη συνείδηση (για όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους), μέσω των οποίων κατέστη δυνατή η συνειδητοποίηση της αμαρτίας, 4. απολύτρωση του ανθρώπου δια του Χριστού και 5. αναβάθμιση της Θεοκοινωνίας Θεού-ανθρώπου για τον κάθε πιστό άνθρωπο δια του Θεανθρώπου Ιησού εν Αγίω Πνεύματι εντός της νέας κτίσης που αποτελεί η Εκκλησία Του (Πρβλ. Ρωμ., έ, 12-21).
Η Αμαρτία κατά τον Παύλο συνιστά αυτόνομη ψυχική λειτουργία που ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει συνειδητά γιατί ενεργεί με όρους νεύρωσης (Ρωμ., ζ΄, 15). Κι ούτε η αυτοσυνειδησία της εφάμαρτης κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει ως αποτέλεσμα της Πτώσης θα μπορούσε ποτέ να μάς σώσει από αυτήν, αντιθέτως εξαντλείται στο να μας καταδικάζει σε θάνατο, ό,τι ακριβώς έκανε δηλαδή ο Νόμος απ’ όταν μέσω του Μωϋσή χορηγήθηκε στους Εβραίους (Ρωμ., ζ΄, 9-10).
Αυτό όμως που δεν μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος, να σπάσει δηλαδή το φαύλο τρίγωνο αμαρτία-αυτοσυνειδησία-θάνατος, το κατάφερε ο Θεάνθρωπος, ο οποίος «ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας» «κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί» (Ρωμ., ή, 3). Έτσι κατά παράδοξο τρόπο, υποστηρίζει ο Απόστολος, ήρθε ο Νόμος και αναβίωσε η αμαρτία κι έπρεπε να έρθει ο Υιός του Θεού για να ξαναζήσει ο Νόμος και να μπορεί πλέον να λειτουργήσει όχι ως αποκλειστικό όργανο καταδίκης αλλά ως σημαντικό μέσο σωτηρίας («ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν», Ρωμ., η΄, 4).
Από τη στιγμή που ο Θεάνθρωπος έσπασε τον φαύλο κύκλο της Αμαρτίας ως οντολογικής κατάστασης, οι άνθρωποι δεν έχουν πλέον κατά τον Απόστολο παρά να πιστέψουν στον Χριστό, να βαπτισθούν και να λάβουν το Άγιο Πνεύμα για να καταστούν «τέκνα Θεού» και «συγκληρονόμοι Χριστού», που θα δοξασθούνε μαζί του αν βέβαια του παραμείνουν πιστοί έως θανάτου και μες στις δυσκολίες τους (Ρωμ., ή, 16-17).
Έτσι ο Νέος Αδάμ μάς ωφέλησε, κατά τον Απόστολο, απείρως περισσότερο απ’ όσο μάς έβλαψε ο πρώτος Αδάμ. Και τούτο απλούστατα γιατί ο πρώτος άνθρωπος που μάς έβλαψε όλους ήταν απλώς άνθρωπος, ενώ ο Δεύτερος Αδάμ που μάς ωφέλησε όλους ήταν ο Θεάνθρωπος («εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι ὁ θάνατος ἐβασίλευσε διὰ τοῦ ἑνός, πολλῷ μᾶλλον οἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς δικαιοσύνης λαμβάνοντες ἐν ζωῇ βασιλεύσουσι διὰ τοῦ ἑνὸς Ἰησοῦ Χριστοῦ.» Ρωμ., έ, 17).
Αν όμως την καταλλαγή/συμφιλίωση με τον Θεό την έχουν πλέον όλοι οι άνθρωποι χάρις στην Θυσία του Θεανθρώπου Ιησού, η σωτηρία είναι το δώρο που ο Θεός επιφυλάσσει μόνο γι’ αυτούς που θα πιστέψουν στον Υιό Του (Ρωμ., έ, 10: εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ»).
Η πίστη για την οποία μιλά ο Παύλος δεν είναι αποτέλεσμα πεποίθησης που μας επιβάλλεται διαλεκτικά, αλλά αποτέλεσμα της διάνοιξης της καρδιάς μας στο Θαύμα που είναι ο ίδιος ο Θεός. Αυτός μάς χορηγεί λόγο (=ομολογία) πίστεως τη στιγμή που θα Του επιτρέψουμε να συναντηθεί με την εύπιστη (=ξεκλείδωτη) καρδιά μας (Ρωμ., ί, 9-10). Μάλιστα ο λόγος που μάς χορηγείται σε αυτήν την περίπτωση, και συγκεκριμένα η ποιότητά του, εξαρτάται από τον βαθμό διάνοιξης της καρδιάς μας στον Θεό και τα έργα του. Γι’ αυτό και η επιμονή του Παύλου ότι η απιστία είναι προϊόν σκληροκαρδίας, ενώ αντίθετα η πίστη είναι προϊόν μαλακής και αθώας καρδιάς σαν την παιδική.
Ο άνθρωπος δεν φτιάχτηκε σκληρόκαρδος. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι από τη φύση της αυθυπερβατική, γιατί ο άνθρωπος φτιάχτηκε όχι για να ζήσει μόνος του, αλλά για να είναι ένα με τον Κύριο είτε ζει είτε πεθάνει. Γι’ αυτό άλλωστε ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε, μας υπενθυμίζει ο Απόστολος, για να τους κερδίσει όλους, ζώντες και κεκοιμημένους (Ρωμ., ιδ΄, 7-9).
Η σκληροκαρδία είναι αποτέλεσμα της εμπαθούς στροφής του ανθρώπου προς τον εαυτό του, που συνέβη καταρχήν με την Πτώση, και έκτοτε συνιστά καταστατική δομή της ψυχής του (Ρωμ., ιά, 25: «μὴ ἦτε παρ’ ἑαυτοῖς φρόνιμοι». Πρβλ. Στο ίδιο, ιβ΄, 16). Επειδή η σκληροκαρδία συνιστά την κυρίαρχη υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου στον μεταπτωτικό κόσμο χρειάζεται εξάπαντος την παρέμβαση της Θείας Χάριτος ώστε να μαλακώσει η καρδιά και να μας χορηγηθεί η πίστη (Ρωμ., ιά, 5-7).
Η συνήθης οδό για να ξανασυναντηθεί ο άνθρωπος με την καρδιά του είναι οι θλίψεις. Η συμπονετική καρδιά του Θεού ασφαλώς και θλίβεται με τις θλίψεις μας και μάλιστα με τρόπο που άνθρωπος δεν θα μπορούσε να υποφέρει, τις επιτρέπει όμως μόνο και μόνο για να μαλακώσει η καρδιά μας και η πίστη μας σε Αυτόν να του παραχωρήσει το δικαίωμα να μας σώσει.
Αντίθετα από την πίστη που προϋποθέτει μαλακή καρδιά, η απιστία προέρχεται από σκληροκαρδία που συνοδεύεται από κλειστότητα έναντι της «δικαιοσύνης του Θεού», του θεϊκού δηλαδή σχεδίου για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή είναι κατά τον Παύλο η περίπτωση των Ιουδαίων που δεν πίστεψαν στον Χριστό. Αντί να αναγνωρίσουν, δηλαδή, στο πρόσωπο του Χριστού το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου, αρνήθηκαν από σκληροκαρδία τον Χριστό και επινόησαν δικό τους σχέδιο σωτηρίας που το απέδωσαν στον Θεό απλώς και μόνο για να το καταστήσουν αξιόπιστο (Ρωμ., ί, 3-4).
Οι Μαθητές του Χριστού όμως πέτυχαν εκεί που απέτυχε η πλειονότητα των Ιουδαίων: Η πίστη τους στον Χριστό τους επέτρεψε να καταδείξουν την Π. Διαθήκη ως πρόδρομο του Χριστού, όπως λίγο αργότερα η πίστη των χριστιανών αλεξανδρινών συγγραφέων και των καππαδοκών Πατέρων τους επέτρεψε, σε αντίθεση με την κυρίαρχη απιστία των συγκαιρινών τους, να καταδείξουν την ελληνική φιλοσοφία ως τον δεύτερο πιο σημαντικό πρόδρομο του Χριστού μετά την Παλαιά Διαθήκη.
Η σκληροκαρδία δεν είναι πάντως αποκλειστικό χαρακτηριστικό των άπιστων Ιουδαίων. Η σκληροκαρδία είναι η κύρια αιτία, κατά τον Παύλο, των αιρέσεων και των σκανδάλων μες στην Εκκλησία, όταν άνθρωποι που πάσχουν από κλειστότητα απέναντι στον Χριστό, αντί να υπηρετήσουν τον Χριστό, εργάζονται αποκλειστικά για τον εαυτό τους (Ρωμ., ιστ΄, 17-18).
Δεν είναι συνεπώς Χριστιανός, και μάλιστα Ορθόδοξος, όποιος δεν χύνει μεγάλα δάκρυα και δεν ενεργεί με σκοπό την ενότητα όλων όπως την θέλησε ο Χριστός. Η αγάπη προς όλους στην οποία μας καλεί ο Χριστός δεν είναι η φιλήδονη ευχαρίστηση της αγαπώσας καρδίας, αλλά αναγκαία προϋπόθεση για την ενότητα κοινής λατρείας που μας βάζει από τώρα στα Έσχατα («ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε τὸν Θεὸν καὶ πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», Ρωμ., ιέ, 6). Η αγάπη πρέπει να έχει, έτσι, ως τέλος της την ενότητα και είναι πνευματικά σημαντική μόνο ως καρπός της.
Κι αν οι Ιουδαίοι που ζούσαν με τον Νόμο αποδοκιμάζονται από τον Παύλο γιατί ενώ είχαν γνώση του καλού έπρατταν το κακό (Ρωμ., β΄, 17-24), πόσο χειρότερη είναι η δική μας θέση και πόσο περισσότερο «βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς ἔθνεσι» (στ. 24) εξαιτίας μας, όταν ενώ γνωρίσαμε τον Χριστό και τον λόγο του, απιστούμε σε Αυτόν και επιμένουμε να πράττουμε το κακό από σκληροκαρδία.
Ο Απόστολος έγραψε την Επιστολή του για ανθρώπους που γνώρισαν και πίστεψαν ενήλικες τον Χριστό, πέθαναν ως προς την αμαρτία και αναστήθηκαν ως καινή κτίση δια του βαπτίσματος τους. Τους καλεί, έτσι, να μείνουν πιστοί στον αγιασμό που έλαβαν με το βάπτισμά τους ώστε να αξιωθούν και της «αιώνιας ζωής», δηλαδή της σωτηρίας τους. Γιατί από το Βάπτισμα μας και μετά η ύπαρξη μας γίνεται είτε «όπλο δικαιοσύνης» για την οριστική απόκτηση της «αιώνιας ζωής» με το να μείνουμε πιστοί στον Χριστό είτε «όπλο αδικίας» στην υπηρεσία της αναβίωσης της αμαρτίας που κατακρίθηκε με την Θυσία του Χριστού όταν Τον αρνούμαστε με τις πράξεις μας.
Και είναι βέβαια κατανοητό, για τον Απόστολο, να αμαρτάνει κανείς ενόσω ακόμα ζει υπό το κράτος της αμαρτίας πριν ακόμα βαπτισθεί, είναι όμως ακατανόητο και τραγικό να διαπράττουν εκ νέου αμαρτίες όσοι δια του Αγίου Βαπτίσματος γνώρισαν τη Χάρη του Θεού και ζουν υπό το κράτος της. Γιατί αν η έλευση του Νόμου έκανε ακόμα πιο σοβαρή τη διάπραξη της αμαρτίας απ’ όσο ήταν πριν την χορήγηση του Νόμου, ακόμα πιο σοβαρό ατόπημα λογίζεται από τον Θεό η διάπραξη των αμαρτιών μετά την έλευση της Χάριτος δια του Αγίου Βαπτίσματος. Η διάπραξη, συνεπώς, αμαρτιών μετά από το Βάπτισμα γίνεται μεγαλύτερος πρόξενος θανάτου για τον βαπτισμένο από ό, τι ήταν πριν ακόμα βαπτισθεί, όπως επίσης η μετάνοια του βαπτισμένου μετά τη διάπραξη νέων αμαρτιών γίνεται πρόξενος πολύ μεγαλύτερης ευλογίας από όσο ήταν η αποχή από αμαρτίες πριν το Βάπτισμα (Ρωμ., στ’, 15-22).
Το άνοιγμα της καρδιάς που πραγματικά πιστεύει στον Θεάνθρωπο Χριστό οδηγεί αναγκαστικά στην αγάπη προς όλους αφού μέσω του Χριστού καθένας μας αποτελεί μέλος όλων (Ρωμ., ιγ΄, 9-14). Η αρχαία εντολή «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτὸν» χάρις στον Χριστό επαληθεύτηκε κατά τον Απόστολο οντολογικά, αφού ο Χριστός, με την Ενσάρκωσή του, την Θυσία του, την Ανάστασή του και κυρίως με την Εκκλησία του, έκανε τον καθένα μας μέλος όλων των άλλων (Ρωμ., ιβ΄, 4-5).
Συνεπώς είναι αδύνατον κατά τον Παύλο να αγαπά κανείς πραγματικά τον Χριστό και να μην τους αγαπά όλους, όπως επίσης είναι αδύνατον να αγαπάει κανείς πραγματικά όλους τους άλλους και να μην αγαπά τον Χριστό. Η πίστη ανάγεται, έτσι, κατά τον Παύλο, σε κατεξοχήν κριτήριο ορθοπραξίας, σύμφωνα με το οποίο, αμαρτία είναι κάθε τι που δεν γίνεται από πραγματική πίστη στον Χριστό κι από αγάπη προς όλους που μόνο η πραγματική πίστη εμπνέει (Ρωμ., ιδ΄, 23: «πᾶν δὲ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν.»)
Υπάρχουν αναβαθμοί πίστεως (Ρωμ., α΄, 16-17), όπως επίσης και αναβαθμοί της απιστίας. Συγκριμένα, η σκληροκαρδία προκαλεί την απιστία, η απιστία την κλειστότητα, η κλειστότητα τα πάθη και τα πάθη τον πνευματικό θάνατο (Ρωμ., α΄, 25-32). Αντίστοιχα, το άνοιγμα της καρδιάς μας οδηγεί στην πίστη στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, η πίστη μας σε Αυτόν μάς δίνει υπομονή στις θλίψεις μας, η υπομονή μας μέσα στις θλίψεις μάς δίνει την εμπειρία του ζώντος Θεού που μάς συμπαραστέκεται στις θλίψεις μας, η εμπειρία της συμπαράστασης του Θεού μέσα στις θλίψεις μας μάς στερεώνει την ελπίδα μας σε Αυτόν κι αυτή η ελπίδα στερεώνεται ακόμα περισσότερο από τον κατακλυσμό της αγάπης του Θεού μες στη καρδιά μας, που κάνει έτσι την πίστη μας σε Αυτόν ακόμα δυνατότερη (Ρωμ., έ, 2-5).
Ο Απόστολος καταγράφει τα αρνητικά αποτελέσματα της σκληρόκαρδης απιστίας το ίδιο προσεκτικά με τα θετικά αποτελέσματα της καλόκαρδης πίστεως. Η απιστία έχει, λέει, ως αποτέλεσμα την διάπραξη του κακού κι αυτή με τη σειρά της τη θλίψη και τη στεναχώρια όποιου το πράττει (Ρωμ., β΄, 9). Η πίστη, από την άλλη, έχει ως αποτέλεσμα τη διάπραξη του καλού κι αυτό με τη σειρά του επιφέρει ειρήνη σε όποιον το πράττει, αλλά και την δόξα και την τιμή που του επιφυλάσσει ο Θεός (Ρωμ., β΄, 10).
Η χαρά, η ελπίδα και η ειρήνη, όλα είναι δώρα του Πατρός δια του Αγίου Πνεύματος σε όποιον πιστεύει, έχει δηλαδή ανοίξει την καρδιά του στον Χριστό (Ρωμ., ιε΄, 13), όπως επίσης όλα τα χαρίσματα, όπως για παράδειγμα της προφητείας, της διακονίας, της παρακλήσεως, της διδασκαλίας και της ελεημοσύνης, τα χορηγεί ο Θεός «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως» και με σκοπό την πρόοδο της Εκκλησίας (Ρωμ., ιβ΄, 3-15).
*Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου.
«Στο βιβλίο καταγράφονται οι τελευταίες μέρες της Πρεσβυτέρας πριν την εκδημία της. Είναι πορεία συνάντησης με τον Κύριο και αποτελεί δικό της βιβλίο γιατί το έγραψε με την ίδια της την ζωή, αν και αγνοούσε τη σύνταξή του. Θεώρησα ανάγκη να το μοιραστώ με όλους όσους προσευχήθηκαν και προσεύχονται για εκείνη και με όλους όσους θα βρεθούμε κάποια μέρα σε παρόμοια θέση με εκείνη. Είναι ένα βιβλίο προετοιμασίας και σταθερής ελπίδας ενόψει εκείνων που έρχονται.» π. Γεώργιος Λέκκας