ΙΙ. Ἡ ἁμαρτία ὡς συνέπεια βουληφόρου κακότητος καί τό ἀσθενές τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως
Κάποιος παρατηρητικός θά ἐπισήμανε, ὅτι λίγο πιό πάνω τόνισα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη, μία ἀπό τίς φράσεις τοῦ ἁγίου Μαξίμου, αὐτήν πού λέει: «Ἔτσι ὥστε ἡ ἐπίκτητη κλίση πρός τό φιλικό μέ τήν ἁμαρτία θέλημά μας, νά μήν μετατρέψει τήν ἀσθένεια τῆς φύσεως σέ ὑλικό κακότητος», κι ἴσως διερωτήθηκε γιατί! Πρέπει ἐδῶ νά προσθέσω ἐν παρόδῳ, ἀπαντῶντας στό «γιατί» αὐτό, ὅτι ἡ πιό ἀπαιτητική συγγραφή, πού μέ ἀπασχόλησε ποτέ, ἦταν ἡ μετάφραση τοῦ συγκεκριμένου ἔργου τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητῆ, πού ἤδη προανέφερα, καί ἡ ὁποία διήρκεσε περίπου τρία χρόνια. Ἀλλ’ αὐτή ἡ ἐργασία ἔγινε σχετικά πρόσφατα. Ὅλα ὅσα ὅμως ἡ συγκεκριμένη φράση ἐπισημαίνει, τά εἶχα προσωπικῶς διδαχθεῖ μία δεκαετία καί πλέον πρίν ἀπό τήν ἐνασχόλησή μου μέ τόν ἅγιο Μάξιμο, στήν πρώτη μου ἐπίσκεψη στό ἅγιον Ὄρος.
Ἄς πάρουμε ὅμως τά πράγματα μέ τή σειρά. Τί ἀκριβῶς μᾶς λέει ὁ ἅγιος μέ τίς λίγες αὐτές λέξεις; Κατ’ ἀρχήν ὅτι τό θέλημά μας, ὡς ἀνθρώπων, εἶναι φιλικό πρός τήν ἁμαρτία (τήν ὁποία περιγράψαμε ὡς πτωτική κατάσταση). Προσθέτει ὅμως ὅτι ἡ κλίση μας πρός αὐτήν, ὡς ἐλλόγων δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐπίκτητη κι ὄχι ὑφιστάμενη ἐξ ὑπαρχῆς, δηλαδή ἀπό κτίσεως κόσμου. Τί σημαίνει ἀκριβῶς ἐπίκτητη; ὅτι ἀπεκτήθη στήν πορεία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, προφανῶς λόγῳ τῆς πτώσεώς του σέ χαμηλότερη βαθμίδα ὑπάρξεως, καί τῆς ὁμοιώσεώς του πρός τήν ἄλογη ζωική κτίση, γιά τήν ὁποία (πτώση) μιλήσαμε ἤδη. Ἡ μετα-πτωτική μας φύση εἶναι πλέον, καί ἐξ ὁρισμοῦ, ἀσθενής φύση, ἀπολύτως καί νομοτελειακῶς συνδεδεμένη μέ τό ἀμετάκλητον τοῦ βιολογικοῦ θανάτου. Ἕνα βασικό ζητούμενο, λοιπόν, γιά τόν Χριστό καί τόν σκοπό τῆς ἐπί γῆς δράσεώς Του, ὑπῆρξε τό νά ἀντιληφθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν θά ἦταν καλό νά τραπεῖ ἡ ἀσθένεια αὐτή, δηλαδή ἡ κλίση πρός τό φιλικό μέ τήν ἁμαρτία θέλημα, σέ κακότητα, διότι τότε εἶναι πού κινδυνεύει νά χαθεῖ ἡ ὑπόθεση τῆς σωτηρίας, κάτι πού συμβαίνει ὅταν ἡ κακότητα μείνει ἀμετανόητη.
Δέκα περίπου χρόνια λοιπόν πρίν ἐπιχειρήσω νά μεταφράσω τόν ἅγιο Μάξιμο, μέ τήν λαχτάρα γιά μάθηση πού ἔχει κάθε νεοφώτιστος, βομβάρδιζα, εὐκαιρίας δοθείσης, τόν γέροντά μου μέ ἐρωτήσεις ἐπί παντός -πνευματικοῦ καί μή- ἐπιστητοῦ. Τό συγκεκριμένο θέμα συζητήθηκε, θυμᾶμαι, λίγες δεκάδες μέτρα ἔξω ἀπό τήν κεντρική εἴσοδο - πόρτα τῆς μονῆς Ἰβήρων (τό ἀρχικό «στέκι» δηλαδή τῆς θαυματουργῆς «Παναγιᾶς τῆς πορταΐτισσας»). Λίγα μέτρα μακριά ἀπό τό σημεῖο αὐτό δεσπόζει, σήμερα, ὁ ἀποκληθείς ἀπό τήν συντροφιά μας καί «τόπος τῆς ἀπωλείας», δηλαδή τό πέτρινο κιόσκι πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἐπισκέπτες γιά κάπνισμα καί …πνευματικές παρασυνάξεις, καί συχνά μετατρέπεται σέ Hyde Park Corner (σ.σ. γωνιά τοῦ περίφημου λονδρέζικου πάρκου, ὅπου συγκεντρώνονται διάφοροι γραφικοί τύποι καί βγάζουν λόγους στούς περαστικούς.)
Μία ἀπό τίς ἀνεξίτηλα καταγεγραμμένες στό μυαλό μου ἀπαντήσεις του ἦταν καί αὐτή: ὅτι καλό εἶναι νά διακρίνω τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ἀσθένεια. Ἡ ἁμαρτία, ὡς ἐκδήλωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀποτρεπτική τῆς σωτηρίας, καί ὡς συγκεκριμένη ἐν τόπῳ καί χρόνῳ ἁμαρτωλή πράξη, περιέχει τό στοιχεῖον τῆς «βουληφόρου κακότητος» (αὐτό μᾶλλον θυμίζει Αἰμιλιανό Σιμωνοπετρίτη), καί καλόν εἶναι νά διακρίνεται ἀπό τήν ἀσθένεια, τήν ἔλλειψη σθένους, τήν φυσική πλέον ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπάρξει ὅπως καί γιά τόν σκοπό πού πλάσθηκε καί νά ἐνεργεῖ ἀναλόγως, καί ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ἐπίσης τούς ἀνθρώπους σέ ἐκτροπές ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Σάν νά μοὔλεγε, ὅταν ἀκόμη δέν ἤξερα κἄν ποιός εἶναι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, ὅτι ὅλος ὁ ἀγώνας, στήν ἀρχή τοὐλάχιστον, εἶναι νά μήν ἀποκτήσει ἡ δεδομένη φιλική μας τάση πρός τήν ἁμαρτία, ὡς φυσική ἀσθενής καί πτωτική συνθήκη, τό ἐπιπρόσθετο καί ἰδιαίτερα κρίσιμο στοιχεῖο τῆς κακότητος, τῆς δολίας προαιρέσεως, τῆς προθέσεως νά βλάψουμε μέ τίς ἐνέργειές μας τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἤ τόν κόσμο γενικότερα.
Ἕνα ἀπό τά πιό συναρπαστικά πράγματα στήν βιωματική θεολογία τῶν πρώτων κυρίως χρόνων, πού κάποιος διάγει ἀκολουθῶντας ἕναν πνευματικό δρόμο, ἤ γιά νά ἀκριβολογῶ τόν μόνο πραγματικό πνευματικό δρόμο πού ὁδηγεῖ εἰς τόν Πατέρα Θεόν, τήν ὀρθοδοξία, εἶναι τό πῶς ἐμπειρία κι ἀναγνώσματα καί προφορική διδασκαλία δένουν κάποια στιγμή ἁρμονικά καί εἰρηνεύουν λίγο-λίγο τήν καρδιά σου. Αὐτό συνέβη καί σέ μένα. Ὁπότε δέν εἶναι καθόλου παράδοξο πώς, ὅταν μετά φόβου παρέδωσα τοῦ γέροντα τό πρῶτο μέρος ἀπό τήν μετάφρασή μου στόν ἅγιο Μάξιμο καί μέ ρώτησε ποιό σημεῖο ἀπό τίς δεκάδες σελῖδες μοῦ ἔκανε περισσότερη ἐντύπωση, τοῦ ἐπισήμανα αὐτό τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα τοῦ προηγουμένου κεφαλαίου, κι ἔσπευσε νά συμφωνήσει ὅτι εἶναι τό οὐσιωδέστερον. Τέτοια λόγια, τέτοιες διδαχές, λειτουργοῦν λυτρωτικά κι ἀπελευθερωτικά. Διότι θέτουν τά πράγματα σέ ἄλλη βάση, διότι ἀποφορτίζουν δραματικά κάθε συνείδηση, πού κατατρύχεται ἀπό τόν διαρκῆ φόβο τῆς ἁμαρτίας, ὡς δαμόκλειας τιμωρητικῆς σπάθης. Κι ἄν κάτι θά ἔχει ἀξία σ’ αὐτό τό μικρό ἀνάγνωσμα, θἆναι ἴσως τό νά καταστεῖ δυνατόν νά μεταδοθεῖ ἡ αἴσθηση αὐτή στόν ἀναγνώστη, ὄχι γιά νά νοιώσει ὅτι ἡ φυσική του ἀδυναμία γιά πνευματική ζωή καί ἡ φιλική του τάση πρός τήν συνεχῆ ἱκανοποίηση ἐπιθυμιῶν δικαιολογεῖ τίς συχνές ἐκτροπές στίς ὁποῖες εἶναι ἐπιρρεπής, ἀλλά γιά νά αἰσθανθεῖ τόν Θεό ὡς σωτῆρα καί φίλο κι ὄχι ὡς σαδιστή τιμωρό, κι ἔτσι νά ἐπιλέξει νά πορευτεῖ τοῦ λοιποῦ παρέα μ’ Αὐτόν. Ὁ τρόπος πού θά συμβεῖ αὐτό μαθαίνεται, ἄν κανείς θέλει νά μάθει, κι ἡ συναναστροφή τούτη σταδιακά περιορίζει ἤ καί ἐξαφανίζει τίς ἐκτροπές, τίς κακόβουλες τοὐλάχιστον, καί πραγματικά σώζει. Ἡ ρήση «δεῖξε μου τόν φίλο σου, νά σοῦ πῶ ποιός εἶσαι» ταιριάζει ἐδῶ γάντι. Κάνοντας φίλο τόν Θεό, ὅσο ἀδύναμος καί νἆσαι, ἀρχίζεις σέ κάποια πράγματα λιγάκι καί Τοῦ μοιάζεις. Ἀρχίζεις νά ἀλλοιώνεσαι μέ τήν χάρη Του. Κι ἐπειδή αὐτό εἶναι τό ζητούμενο, ἀποφάσισα τελικά, ὅπως ἀργότερα θά δεῖτε, νά μήν περιορίσω τό ἀντικείμενο τῆς ἐργασίας αὐτῆς στά τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά νά ἐπεκταθῶ στήν ὑπερπερισσή χάρη τῆς σωτηρίας.
ΙΙΙ. Ἀγαπῶντας τους ἀνθρώπους εἰς τέλος
Θά ἤθελα ἐδῶ νά κάνω μίαν ἀκόμη παρένθεση, γιά κάτι πού δέν μπορεῖ, καί θά ἦταν κρῖμα, νά ἀγνοηθεῖ. Διότι, μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ὑπάρχει κάτι ἀκόμη πιό σημαντικό, συγκλονιστικό θά ἔλεγα, πού προκύπτει ἀπό τό ἴδιο κείμενο τοῦ ἁγίου Μαξίμου καί τήν ἑρμηνευτική του ἐπεξεργασία. Τό πῶς ὁ Χριστός, ὄντας ἤδη παντογνώστης ὡς Θεός, εἶχε παρ’ ὅλα αὐτά τήν «ἀνάγκη» νά βιώσει ἐμπειρικῶς τά ἀνθρώπινα πάθη (ἤ παθήματα), γιά νά γνωρίσει καί νά καταλάβει εἰς τό ἀκέραιον τόν ἄνθρωπο, αὐτόν πού ἦλθε νά σώσει. Καί δέν θά μποροῦσε νά καταλάβει τελείως τόν ἄνθρωπο, ἄν δέν τόν ἔνοιωθε μέχρι τό ἔσχατον σημεῖον τῆς πονεμένης του ὑπάρξεως, τό σημεῖον τῆς ὀδύνης τοῦ θανάτου, καί μάλιστα τοῦ πιό ἀνυπόφορου καί ἀτιμωτικοῦ, πού ὑπῆρχε τήν ἐποχή ἐκείνη! Εἴπαμε καί πιό πρίν ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά γνωρίσει κάποιον πραγματικά ἄν δέν τόν ἀγαπήσει, κι αὐτό πάει νά πεῖ, ἄν δέν μπεῖ στή θέση του καί δέν κατανοήσει κι ἀντιληφθεῖ τά πράγματα μέ τόν δικό του τρόπο, ἄν δέν μοιραστεῖ πλήρως τόν πόνο του. Ἄρα δέν μπορεῖ νά τόν γνωρίσει ὁλοκληρωτικά, ἕως ἐσχάτου βάθους τῆς ὑπάρξεώς του, ἄν δέν τόν ἀγαπήσει τελειωτικά, κι αὐτό σημαίνει ἄν δέν σηκώσει τό βάρος τῆς πιό φρικτῆς καί ὀδυνηρῆς στιγμῆς του, τόν φόβο καί τήν ἐρημιά τοῦ ἐσχάτου ἐχθροῦ του, τοῦ θανάτου.
Συνηθίζουμε νά ἀποδεχόμαστε χωρίς συζήτηση, κατά τό ρηθέν ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν εὐαγγελιστή, ὅτι «ὁ Θεός εἶναι Ἀγάπη». Ἄρα, καί ἐξ ὁρισμοῦ, δέν μπορεῖ ὡς Θεός νά μήν ἀγαπάει τούς πάντες καί τά πάντα. Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος πού ἡ ἐνέργειά Του ἐκδηλώνεται. Ἡ Ἀγάπη αὐτή τοῦ Θεοῦ ὅμως, -πού στήν πιό ἔξοχη κι ἄναρχη καί ἀπρόσιτη μορφή της θεωροῦμε ὅτι ἀναπτύσσεται ἀλληλοπεριχωρητικῶς μεταξύ τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος, κι αὐτό συμβαίνει ἀϊδίως καί πρό πάντων τῶν αἰώνων, ἐπεκτείνεται δέ ἀκολούθως καί στήν δημιουργία-, ἔχει ἕνα χαρακτῆρα, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ φράση, ἀπαθοῦς μακαριότητος, διότι λέγεται πώς ἐν τῷ Θεῷ «οὐκ ἔστι πόνος, λύπη ἤ στεναγμός». Ὁ Θεός ἀγαποῦσε κατ’ αὐτόν τόν «ἀπαθῆ» τρόπο τόν ἄνθρωπο καί πρό τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ Του. Θά τολμήσω νά πῶ ὅμως ὅτι μετά τήν πτώση, κι ὅσο τό ρῆγμα διευρυνόταν καί τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ ὑψωνόταν, δέν μποροῦσε πλέον νά τόν καταλάβει, δέν μποροῦσε νά ἀντιληφθεῖ τί συνέβαινε κι αὐτός ἔμοιαζε ὅλο καί λιγότερο μέ τό πλᾶσμα, εἰς τό ὁποῖο «ἐνεφύσησεν πνοήν ζωῆς». Τόν ἔβλεπε χαμένο κι αὐτοκαταστροφικό στόν φαῦλο κύκλο τῆς ὀδύνης καί τῆς ἡδονῆς, νά βυθίζεται ὅλο καί περισσότερο στά σκοτάδια τῆς ἀγνωσίας, καί νά μένει πεισματικά μακριά Του! Κι ἴσως τότε νά ἀντελήφθη ὅτι γιά νά τόν καταλάβει, νά τόν γνωρίσει, ἔπρεπε νά δεῖ τά πράγματα ἀπό τήν δική του σκοπιά, κι ὄχι ἀφ’ ὑψηλοῦ. Χρειαζόταν νά ἀναπροσαρμόσει τό σχέδιον σωτηρίας, πού εἶχε προαιωνίως ἐκπονήσει, καί νά τόν ἀγαπήσει ὡς ἄνθρωπος. Τί γεύση ἔχει ἄραγε ἡ ἀγάπη γιά ἕναν ἄνθρωπο; Αὐτό πλέον χρειαζόταν νά διερευνήσει ὁ Χριστός, ὡς κορύφωση τοῦ ἔργου Του, νά ζήσει δηλαδή, νά γνωρίσει καί νά ἀγαπήσει τελειωτικά τούς ἀνθρώπους, καί ὡς ἄνθρωπος.
Μᾶς διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Πρό δέ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, εἰδώς ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα… ἀγαπήσας τούς ἰδίους τούς ἐν τῷ κόσμῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς…» (Ἰωάν. ΙΓ΄ - 1). Ὅποιος, ὅπως κι ἐγώ, διερωτήθηκε κάποτε, πῶς ἀγαπᾶ κανείς «εἰς τέλος» τούς ἀνθρώπους, δηλαδή μέ τρόπο τέλειο ἤ τελειωτικό, βρίσκει μίαν ἀρχήν ἀπαντήσεως ἐδῶ. Τό πράττει ζῶντας ἑκουσίως τό δρᾶμα τους, γιά νά βρεῖ τήν λύση σ’ αὐτό. Πίνει τό πικρό ποτῆρι τους ἕως τήν τελευταία σταγόνα. Γιά νά καταλάβει, ζῶντας τήν ἐμπειρία μέχρις ἐσχάτων, καί μάλιστα καθ’ ὑπακοήν πρός τό θέλημα τοῦ Πατρός, σέ τί κατάσταση τούς ὁδήγησε πραγματικά ἡ προπατορική «ἀνυπακοή» κι ἡ ἔκτοτε συνεχής τους πτώση, κι ἔτσι νά μπορέσει νά ἀνατρέψει τόν ροῦν πρός τόν πνευματικό χαμό τους, νά καταλύσει τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς, πού οἱ ἴδιοι ἐπέβαλαν στόν ἑαυτό τους. Κι ἔτσι, συμπονῶντας τους, πρωτίστως νά τούς ἐλευθερώσει ἀπό παντοίων κινδύνων, νά τούς σώσει ἀπό τήν ἴδια τήν «κακή τους μοῖρα», αὐτήν πού κάποτε οἱ ἴδιοι, διά τῶν προπατόρων τους καί ἐκ πλάνης, ἐπέλεξαν, κι ἀπό τήν ὁποίαν ἀδυνατοῦσαν καί ἀδυνατοῦν νά ξεφύγουν μέ τίς δυνάμεις τους. Καί ἀφοῦ ἔπαθε κι ἔμαθε ὡς ἄνθρωπος, αὐτό ἔκτοτε πράττει ὁ ἀναστάς Χριστός, ὁ καθεζόμενος ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός, ὡς τέλειος Θεός καί Ἄνθρωπος. Συγχωρεῖ τήν ἀσθένεια τῆς φύσεως τῶν ἀνθρώπων, βοηθῶντας νά μήν τραπεῖ αὐτή σέ κακότητα. Ἀλλά ἀκόμη καί στήν ἀπευκταία αὐτή περίπτωση, πού ἡ κακότητα προσωρινά θά ἐπικρατήσει, μπορεῖ νά ἐξαλείψει ἀκόμη καί αὐτήν, σέ περίπτωση πραγματικῆς μετανοίας. Γιά νά μποροῦν νά συμβαίνουν ὅλα αὐτά χρειάστηκε ἡ κατά τά ἀνθρώπινα μέτρα τέλεια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός τό πλᾶσμα Του, ἡ καθόλου ἀπαθής. Χρειάστηκε ἡ καθ΄ ὑπακοήν θυσιαστική αὐτοπαράδοσή Του ἀκόμη καί στό θάνατο, πού ὁδήγησε τόν Θεό - Πατέρα, νά χαρίσει στόν θυσιασθέντα Υἱόν, ὡς ἄνθρωπον, κι ὅλους ὅσους τόν ἀκολουθήσουν στόν ἴδιο δρόμο, τήν ὑπεσχημένη ἀνάσταση. Ἔκτοτε, μέ τόν βιολογικό θάνατο κάθε ἀνθρώπου, «…σπείρεται (σ.σ. στήν γῆ πού δέχεται τόν νεκρό) σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται δέ σῶμα πνευματικόν» - 1η Κορ., ΙΕ΄- 44, σῶμα δόξης σύμμορφον τοῦ Χριστοῦ.
Εἶχα σχεδόν τελειώσει τήν συγγραφή τοῦ βιβλίου, ὅταν θυμήθηκα ὅτι κάποτε, πρίν χρόνια, εἶχα μεταφράσει ἕνα μικρό ἀπόσπασμα ἀπό τό περίφημο ἔργο τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα «Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» (Λόγος 7ος, κεφ. 11 καί 12). Νομίζω ὅτι ταιριάζει μέ ὅσα ἀναφέρθηκαν σ’ αὐτήν τήν παράγραφο καί τό παραθέτω αὐτούσιο σέ ὅλη του τήν ἐξαίσια ποιητική μεγαλοπρέπεια: «11. Οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ὑπερέχουν κατά πλῆθος καί μέγεθος, καί ἡ ἀγαπητική διάθεσή Του, πού ὁδηγεῖ σ’ αὐτές, ξεπερνάει ὁ,τιδήποτε μπορεῖ νά γίνει ἀντιληπτό διά τῶν ἀνθρωπίνων λογισμῶν. Ὅπως λοιπόν ἡ ἀγαπητική διάθεση ὁδηγεῖ σέ ἔκσταση, στούς ἀνθρώπινους ἔρωτες, μέ ἀποτέλεσμα αὐτά πού ὁ ἐραστής δίνει, νά ὑπερέχουν αὐτῶν πού λαμβάνει, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὁ ἔρωτας τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους ὁδήγησε στήν «κένωση» τῆς ἐνανθρωπήσεως. Διότι δέν καλεῖ (σ.σ. ὁ Θεός) τόν δοῦλο πού ἀγάπησε νά προσέλθει στήν θεία χώρα, ἀλλά ζητάει νά κατέλθει αὐτός στόν τόπο τοῦ ἀγαπημένου, κι ἔτσι φθάνει ὁ πάμπλουτος στό καταγώγιον τοῦ φτωχοῦ, καί ἐλθών κάνει γνωστό τόν πόθο Του (σ.σ. γιά τόν ἀγαπημένο), καί τοῦ ζητάει κι ἐκεῖνος νά Τόν ἀγαπήσει, κι ὅταν ἐκεῖνος ἀπαξιοῖ, δέν ἀπομακρύνεται, καί, παρά τήν ὕβρη πού δέχεται, δέν δυσανασχετεῖ, καί ἐνῶ (σ.σ. οἱ ἄνθρωποι) τόν καταδιώκουν, αὐτός μένει ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ ἐρωμένου, καί γιά νά τοῦ ἀποδείξει τόν ἔρωτά του κάνει τά πάντα, καί ὑποφέρει κάθε ὀδύνη καί τελικά πεθαίνει. 12. Διότι δύο εἶναι αὐτά πού φανερώνουν θριαμβεύοντα τόν ἐραστή (σ.σ. τόν σαρκωθέντα Θεόν), ἀφ’ ἑνός μέν τό ὅτι πράττει πᾶν τό δυνατόν πρός εὐεργεσίαν τοῦ ἀγαπημένου, ἀφ’ ἑτέρου δέ τό ὅτι ἐπιλέγει ἀκόμη καί νά ὑποφέρει καί νά πονέσει γιά χάρη του, ἐξ αὐτῶν δέ σαφῶς καί ἀποτελεῖ, τό δεύτερο, δεῖγμα ἀγάπης πολύ μεγαλύτερης. Γιά τόν Θεό ὅμως, πού εἶναι ἀπαθής ἔναντι τοῦ κακοῦ, ἡ φιλανθρωπία Του, δηλαδή ἡ σκοπούμενη εὐεργεσία τοῦ ἀνθρώπου, δέν θά μποροῦσε οὔτε κατά προσέγγιση νά γίνει μέ τό νά δεχθεῖ Αὐτός πλήγματα γιά χάρη τοῦ ἀγαπημένου. Διότι ἡ ἀγαπητική του διάθεση εἶναι ὑπερφυής (σ.σ. ἐκτός τοῦ κόσμου τούτου) καί δέν θά ὑπῆρχε τρόπος νά καταστεῖ ἐμφανής (σ.σ. αἰσθητή). Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως δεν θά ἔπρεπε νά διαφύγει τῆς προσοχῆς τῶν ἀνθρώπων ἡ σφοδρή αὐτή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτούς, ἀλλ’ ἀντίθετα ἦταν ἀπαραίτητο νά μᾶς δώσει ὁ θεῖος ἐραστής τήν ἐμπειρία τῆς πιό μεγάλης ἀγάπης, καί νά μᾶς δείξει τόν τέλειο ἔρωτά Του. Γι’ αὐτό καί μηχανεύθηκε τήν κένωση τῆς ἐνανθρωπήσεως, τήν προετοίμασε καί τήν πραγματοποίησε, ὥστε νά μπορέσει Αὐτός νά γίνει ἱκανός νά πάθει καί νά νιώσει τήν ὀδύνη, κι ἔτσι, μέ ὅλα αὐτά πού θά ἀνεχόταν νά Τοῦ συμβοῦν, να μᾶς πείσει ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ κατά τρόπο πού ὑπερβαίνει τά συνήθη μέτρα, μ’ ἄλλα λόγια νά πείσει αὐτόν πού διέφυγε τοῦ Ἀγαθοῦ, πεπεισμένος ὅτι Ἐκεῖνος τόν μισεῖ, νά ἐπανέλθει στήν ἀγκαλιά Του…».
Ἀπόσπασμα ἀπό το βιβλίο «Περί τῆς ἑαυτοῦ διζήσεως» τοῦ Κωνσταντίνου Ταούλα - σελ. 67-74.
Στην εικαστική πλαισίωση του κειμένου, σελίδα από το “Χειρόγραφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου” (14ος αι).
Όμορφο κείμενο. Απλά θέλω να εκφράσω μια σκέψη μου, η επιστήμη μας λέει ότι η γη μας έχει ζωή εδώ και 14 δισεκατομμύρια χρόνια, ο άνθρωπος δεν θυμάμαι πόσα. Δεν σας φαίνεται και σας, ότι ο Θεός ενανθρωπησε στο παρά πέντε της ιστορίας; Ότι μας έσωσε στο τελευταίο λεπτό; Έχετε άραγε αναρωτηθεί γιατί;
Μόνο τον άνθρωπο αφορά αυτή η μετατροπή τής ἀσθένειας τῆς φύσεως σέ ὑλικό κακότητος, ή μήπως όλη η Κτίση έχει υποστεί την Πτώση; Διότι η γενιά θεολόγων του 60 ισχυρίζεται ότι η υπόλοιπη Κτίση, πλήν του ανθρώπου, όπως την βλέπουμε σήμερα ήταν πάντα δημιουργημένη από τον Θεό, και όλο το ζήτημα της Πτώσης αφορά μόνο τον Ανθρωπο. Δέν έχει μεταβληθεί η Κτιστή φύση σε υλικό κακότητας;