«Τὴν ἐμπόδισαν νὰ μπεῖ στὴν Ἐκκλησία γιατί ἦταν ἁμαρτωλή». Τούτη ἡ καταγγελία στὶς μέρες μας θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ μιὰ περίοπτη θέση ἀνάμεσα στὶς πολλὲς εἰδήσεις, ποὺ κατακλύζουν τὴν καθημερινότητά μας.
Ἡ Μαρία ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο θέλησε νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὴν προσπάθειά της ὅμως νὰ εἰσέλθει στὸν Ναό, μιὰ δύναμη τὴν ἐμπόδισε. Δοκιμάζει νὰ προσεγγίσει ἐκ νέου, μὰ σταθερὰ κάτι τὴν ἀπωθεῖ.
Γιατί ἐπιμένει; Γιατί θέλει νὰ μπεῖ κι ἐκείνη στὸν Ναό; Γιατί δὲν φεύγει ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀπόρριψης; Στοὺς Ἁγίους Τόπους δὲν ἦρθε ἀπὸ εὐλάβεια. Ὄχι, δὲν ἦταν μιὰ προσκυνήτρια. Ἀντιθέτως ἀκολούθησε τοὺς πολλοὺς γιὰ νὰ προκαλέσει καὶ νὰ διαφθείρει, γιὰ νὰ χλευάσει τὴν ἱερότητα κι ὅσους τὴν ἀναζητοῦσαν.
Ἦρθε γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει ἐπιθυμίες. Εἶχε μάθει πάντα νὰ κάνει ἐκεῖνο ποὺ ἤθελε. Καὶ τώρα θέλει νὰ μπεῖ στὸν Ναό.
Δικαίωμά της. Γιατί ὄχι; Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ στέκονται δίπλα της, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ καταφέρνουν νὰ εἰσέλθουν στὴν ἐκκλησία, εἶναι καλύτεροι ἀπ’ αὐτὴν; Ἐκεῖνοι δὲν ἔχουν ἀδυναμίες, ἁμαρτίες, πάθη;
Θέλει νὰ προσκυνήσει καὶ ἐκείνη τὸν Σταυρό. Θέλει νὰ εἰσέλθει, μὰ δὲν μπορεῖ. Κάτι τὴν ἐμποδίζει νὰ προχωρήσει σὲ ἐκεῖνο ποὺ θέλει. Μιὰ δύναμη τῆς στερεῖ ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμεῖ.
Τοῦτο τὸ ἐμπόδιο τὴν τοποθετεῖ ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ της. Μπροστά της προβάλλει ἕνα τεράστιο ἐρώτημα: «Τί πραγματικὰ θέλω ὡς ἄνθρωπος, τί ἀληθινὰ ἐπιθυμῶ ὡς γυναίκα; Θέλω πραγματικὰ τὴ ζωὴ ποὺ κάνω; Ἐπιθυμῶ ἀληθινὰ νὰ πουλῶ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μου στὸ τίποτα;» Καί τὸτε ἀποφασίζει νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀπωθοῦσε πεισματικὰ γιὰ χρόνια. Τότε συνειδητοποιεῖ πὼς μισεῖ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θέλει, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἐπιζητεῖ. Ἀντιλαμβάνεται πὼς ζεῖ ἔρημη σ’ ἕνα πλῆθος ἀγνώστων. Κατανοεῖ πὼς ἔχει ἀφανίσει τὸ σῶμα της, ἐγκαταλείποντάς το στὴν ἡδονή. Ἀναγνωρίζει πὼς εἶναι ἀνέραστη ἀνάμεσα σὲ τόσους ἐραστές.
Αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση ἀποκαλύπτει ἕνα βαθύτερο, καταπιεσμένο «θέλω», τὸ ὁποῖο ἔχει μείνει ἀνικανοποίητο καὶ ἀνεκπλήρωτο. Θέλει νὰ γνωρίσει καί νὰ κοινωνήσει μὲ τὴν Ἀγάπη τὴν ἀληθινή.
Καὶ τότε τὰ ἀλλάζει ὅλα. Ὅλα σὲ μιὰ στιγμὴ. Φεύγει στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ μὴν μείνει ποτὲ ξανὰ μόνη. Στερεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα της τὰ στοιχειώδη, γιὰ νὰ τὸ ἀποκαταστήσει στὸ ἀληθινὸ κάλλος. Ἀπευθύνεται ἀδιάλειπτα στὸν Ἀγαπημένο, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ ἔστω καί μιὰ φορὰ τῆς Κοινωνίας μαζί Του.
Τελικὰ τὰ ἐμπόδια μποροῦν νὰ εἶναι μιὰ εὐκαιρία νὰ δοῦμε τὴ ζωή μας ἀλλιῶς, νὰ ἀναμετρηθοῦμε μὲ τὶς βαθύτερες καὶ οὐσιαστικὲς ἐπιθυμίες μας, νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸν ἀληθινό μας ἑαυτό.
Γι’ αὐτό, ἄν αἰσθάνεσαι ὅτι κάτι σὲ κρατᾶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἕνας «αὐστηρὸς» παπάς, ἕνας «ὑποκριτὴς» ἐκκλησιαζόμενος, ἕνα «παρωχημένο» κήρυγμα, μὴ κρυφτεῖς πίσω ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀνάξιους, μὴ βιαστεῖς νὰ καταγγείλεις τὸ ἐμπόδιο, μὴν κάνεις τὸ λάθος νὰ προσπεράσεις τὴν κλειστὴ πόρτα, γιατὶ ἴσως αὐτὴ εἶναι ἡ δική σου εὐκαιρία νὰ συναντηθεῖς μὲ τὸν ἀληθινό σου ἑαυτό.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, τεύχος 323, Μάρτιος 2020, μέσα στα πλαίσια αφιερώματος με τον γενικό τίτλο «Κυριακές τῆς Σαρακοστῆς».