Γνώση καί ἔκλειψη τοῦ ἀντικειμένου στόν ἅγ. Συμεών τόν Νέο Θεολόγο  

12
692

Ἡ περὶ γνώσεως διδασκαλία τοῦ ἁγ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅπως καὶ κάθε ἰδιαίτερη πτυχή της, δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἰδιαίτερο καὶ συγκροτημένο γνωσιοθεωρητικὸ σύστημα. Ὁ καταιονισμὸς τῆς χάριτος ἀπὸ τὴν ὀπώδη γῆ τῆς καρδίας του καθιστᾶ ἀνυπότακτο σὲ κάθε συστηματοποίηση ὁτιδήποτε ὀρύσσεται ἐξ αὐτῆς, καθὼς ἡ ἐμπειρία, ὅπως ἀργότερα θὰ καταθέσει ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, εἶναι φύσει βεβαιοτέρα τῆς ἀπόδειξης.[1] Κατὰ τὴ γνωσιοθεωρητική της ἔκφανση τὸ δυσάλωτο ἀπὸ ἀντικειμενοποιήσεις περιεχόμενο τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς βεβαιώνει τὴν ἀνυπαρξία τοῦ ἀντικειμένου της.

Δεδομένου ὅτι τὸ ὑποκείμενο τῆς γνώσης εἶναι ὁ ἐμπόνως δεξιούμενος τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, θὰ μποροῦσε στὸ τὶ τῆς γνώσεως νὰ δοθεῖ ἡ ἀπάντηση «Θεός». Ἐφόσον ἡ ὄντως γνώση φιλοκαλεῖται στὴν κατ’ ἐνέργειαν σχέση ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, Αὐτὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι συνιστᾶ καὶ τὸ ἀντικείμενό της. Ἡ κοινὴ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία ὅμως, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀρδεύει καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοφόρου Συμεών, μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο ἀποφαίνεται γιὰ τὴν παντελῆ ἀδυναμία περιχαράκωσης τοῦ Θεοῦ σὲ γνωστικὰ ἀντικείμενα.[2] Τὸ δισεπίτευκτο αὐτῆς τῆς λογικῆς διεργασίας ἀφορᾶ ἀποκλειστικὰ στὸν ἄνθρωπο καὶ στὰ ὅρια τῆς κτιστότητάς του. Ὅμως, ὅπως θὰ διαφανεῖ παρακάτω, τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ζήτημα φυσικῶν περιορισμῶν, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τοῦ ἰδιαίτερου χαρακτήρα τῆς ἀλήθειας καθ’ ἑαυτῆς, ποὺ διαφυλάσσει τελικὰ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν τροχοπέδη ψευδώνυμων βεβαιοτήτων.

Ἡ θεμελιωδέστερη αἰτία γιὰ τὴν «ἰδιοτροπία» τῆς ὄντως γνώσεως νὰ στερεῖται ἀντικειμένου εἶναι ἡ ἑτερότητα Θεοῦ καὶ κτίσης. Στὸν δεύτερο Θεολογικό, ποὺ κατεξοχὴν ἀπευθύνεται στοὺς προπετεῖς ἐκείνους ποὺ ἀντικειμενοποιοῦν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἢ ἀλλιῶς ἐπιχειροῦν νὰ θεολογήσουν ἄνευ Πνεύματος, ἀναφέρεται τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικό: «οὐ γὰρ δύναται ποτὲ τὸ μηδὲν ὂν ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἐννοίας ἐννοηθῆναι καὶ ἐνσημανθῆναι ὀνόματι».[3] Σύμφωνα μὲ τὴ συνάφεια τοῦ χωρίου, ποὺ ἀναφέρεται στὸν ἀπρόσιτο Θεό, ἡ φράση «μηδὲν ὂν» ἀποτελεῖ ἕναν ἄλλο τρόπο διατύπωσης τῆς ἀλήθειας ὅτι ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀκατανόητη καὶ ἄφραστη. Ἡ «ταυτότητα» αὐτὴ λοιπὸν Θεοῦ καὶ μηδενὸς ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἀνυπέρβλητη φυσικὴ ἀνομοιότητα Θεότητος καὶ κτίσης. Ἡ βασικὴ αὐτὴ διάκριση συναντᾶται καὶ στὸν ἑπόμενο Θεολογικὸ Λόγο, στὸν ὁποῖο ἐξαίρεται ἡ φυσικὴ ὁμοτιμία τῶν διακεκριμένων Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.[4]

Ἀνάλογη ἀναφορὰ βρίσκεται στὸν πρῶτο Θεολογικὸ Λόγο, ἡ ὁποία εἶναι ἄξια ἀναφορᾶς λόγῳ τῶν σημαντικῶν διευκρινήσεων ποὺ εἰσάγει. Πιὸ συγκεκριμένα, πέρα ἀπὸ τὴν ὅμοια μὲ τὶς προηγούμενες διατυπώσεις, ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν Θεὸ ὡς «μηδέν», εἰσάγεται ἡ ἔννοια τῆς κτιστότητας ὡς ἐμπόδιο φυσικῆς τάξεως στὴν ἀχαλιναγώγητη γνώση. Εἶναι ἀδύνατο στὴν πεπερασμένη, κτιστὴ ἀνθρωπότητα νὰ προσπελάσει νοητικὰ τὸ μυστήριο τοῦ ἄκτιστου Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ὅλη διαδικασία δυσχεραίνεται ἀκόμη περισσότερο λόγῳ τῆς στέρησης τοῦ ἀναγκαιότατου φωτισμοῦ. Στὴν ἀναφορὰ αὐτὴ διευκρινίζεται ὅτι τὰ ἀόρατα στοιχεῖα δὲν ἔχουν καμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν κατηγορία τοῦ ἀκτίστου, γιὰ τὴν ἀποφυγὴ παρεξηγήσεων ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξαντλήσουν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ στὴν τάξη τῶν ἀοράτων.[5] Τὸ ἄκτιστο λοιπὸν ὑπέρκειται καὶ αὐτῆς τῆς παραδοσιακῆς φιλοσοφικῆς διάκρισης μεταξὺ αἰσθητῶν-νοητῶν.[6]

Ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ πὼς οἱ πιστὲς στὴν παράδοση Ἁγιοτριαδικὲς ἀναφορὲς τοῦ Νέου Θεολόγου ἀποδεικνύουν περίτρανα τὴν ἀφοσίωσή του στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅ,τι τοῦ καταμαρτυροῦσε ἡ νοησιαρχία τῆς ἐποχῆς του.[7] Ἔτσι, στὸν ἴδιο Λόγο, στὸ σημεῖο ποὺ ἀνασκευάζεται μὲ μεγάλη ἀκρίβεια ἡ δογματικὴ παραχάραξη κατὰ τὴν ὁποία στὸν Πατέρα ἀποδίδεται βλασφήμως ὑπαρκτικὴ προτεραιότητα, οἱ ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις χαρακτηρίζονται ὡς «ἀνύπαρκτος ὕπαρξις», «ὑπερούσιος οὐσίωση».[8] Στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἐμφανὴς ὁ εἰκονισμὸς τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἀντικειμενικὴ ταύτιση ἔννοιας καὶ νοουμένου.[9] Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ σπουδαιότερο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀποφατικοῦ τρόπου προσέγγισης τῆς γνώσεως, ποὺ προφυλάσσει ἀπὸ τὶς γνωστικὲς ἀστοχίες τοῦ νοησιαρχικοῦ λήρου. Μιὰ διαυγέστατη θέση τοῦ Ἁγίου Συμεών, ποὺ ἐπικυρώνει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν ἀποφατικὴ γνωστικὴ ἐπιλογή του βρίσκεται στὸν δεύτερο Θεολογικό. Ἐκεῖ συγκεκριμένα τονίζεται ὅτι ἡ ἀΐδιος ὕπαρξη τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ οὐσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι μόνο στὴν ἀνθρώπινη διάνοια ἀκατάληπτη ἀλλὰ καὶ στὶς οὐράνιες δυνάμεις.[10] Ἡ πρόσληψη τῆς γνώσης πρέπει νὰ ἀρκεῖται στὴν προσκύνηση τῶν τριῶν Θείων ὁμοούσιων Ὑποστάσεων, κατὰ τὴ συνάφεια τοῦ ἀναφερθέντος χωρίου.

Γίνεται ἔτσι σαφέστερος ὁ λόγος περὶ ἀνυπαρξίας ἀντικειμένου στὴν ὄντως γνώση. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς γιὰ τὴν κατηγορία τοῦ κτιστοῦ εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτος, ἀφοῦ ἀπουσιάζει ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τὴ φύση Του. Ὁ ἄνθρωπος κατ’ οὐσίαν δὲν μπορεῖ νὰ μάθει γιὰ τὸν Θεὸ ἀπολύτως τίποτα, καθὼς τὸ φυσικὸ χάσμα ἀνάμεσά τους ὑφίσταται ἀπροσπέλαστο. Ἡ συνειδητοποίηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας δὲν ἀποτελεῖ μιὰ εὐσεβιστικὴ γνωσιοθεωρητικὴ ἐπινόηση, ἀλλὰ τὴ ῥεαλιστικὴ πρόσληψή της, διότι εἶναι συμβατὴ μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση τῶν πραγμάτων καὶ πιὸ συγκεκριμένα μὲ τὴν ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία τοῦ κτιστοῦ. Μὲ τὴ θεώρηση αὐτὴ ὁ ἀθλητὴς τῆς γνώσεως διασφαλίζεται ἐντὸς τῶν τεταγμένων του ὁρίων, μένοντας μακρυὰ ἀπὸ νοησιαρχικὲς παρεκκλίσεις καὶ συναφεῖς εἰδωλοποιήσεις,[11] ἀπὸ τὶς ὁποῖες κατεξοχὴν ἔπασχαν οἱ ἀποδέκτες τοῦ δεύτερου Θεολογικοῦ Λόγου, στὸν ὁποῖο βρίσκεται καὶ τὸ σχετικὸ χωρίο: «ὁ γὰρ πιστεύων ὅτι ὁ Θεὸς πάντων ἐστὶ ποιητὴς καὶ ὅτι τὰ πάντα ἐξ οὐκ ὄντων παρήγαγε, τὰ τε ἐν οὐρανῷ, τὰ τε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τὰ ἐν τοῖς καταχθονίοις, ὑπὸ Θεοῦ κτισθείς, μένει τῶν ἰδίων ὅρων ἐντός, τὸν πεποιηκότα γινώσκων».[12]

Ἀπὸ τὸ παραπάνω συνάγεται ὅτι ἡ «ἀπουσία» τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ κτιστὸ δὲν σημαίνει καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀδυναμία προσέγγισής Του. Ἡ ἐπισήμανση τῶν περιορισμῶν στὴ γνώση Του γίνεται γιὰ τὴν προάσπιση τοῦ ἀνθρώπου τελικὰ καὶ ὄχι γιὰ τὴ διακήρυξη ἑνὸς ἀμέτοχου καὶ ἀκοινώνητου Θεοῦ. Ἑρμηνεύοντας ὁ Ἅγιος Συμεὼν τὸ Γραφικὸ «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω. 1, 1), τονίζει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀπομακρύνθηκε τοπικῶς ἀπὸ τὴ δημιουργία ἀλλὰ κατὰ τὴ φύση τῆς Θεότητος.[13] Ἄρα ἡ ἀνύπαρκτη ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀναφὴς οὐσία Του δὲν καθιστᾶ καὶ τὴ γνώση Του ἀνέφικτη· ἁπλῶς τὴν ἐπιδαψιλεύει μὲ χαρακτηριστικὰ ποὺ μποροῦν νὰ διακονήσουν μόνο τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι μιὰ πλανεμένη γνωστικὴ κενοδοξία, ἄσχετη μὲ τοὺς ἀνυπέρβλητους φυσικοὺς προκαθορισμοὺς τοῦ γνωρίζοντος. Γι’ αὐτὸ ἀρκετὰ ἐπιτυχημένα ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἡ ἀποφατικὴ γνωστικὴ ὁδός, ποὺ δὲν ἐρείδεται στὶς ἐννοιολογικὲς σχηματοποιήσεις, προκειμένου περὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ὡς «γνωσιοθεωρητικὸς ῥεαλισμός».[14] Τὸ σκότος λοιπὸν τὸ ὁποῖο φαίνεται ἀδιαπέραστο κατὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς ὄντως γνώσεως ἐτέθη ἀπὸ τοῦ Θεοῦ φιλανθρώπως, «ἵνα μὴ ἄρδην ἀπολώμεθα […] καλύπτον οὐκ ἐκεῖνον ἀλλ’ ἡμᾶς».[15]

Ἐφόσον, ὅπως γίνεται ἐμφανὲς ἀπὸ τοὺς Θεολογικοὺς καὶ Ἠθικοὺς Λόγους τοῦ ἁγίου Συμεών, κατ’ οὐσίαν ἀπέναντι στὸν γνωρίζοντα δὲν ἀντί-κειται τίποτα πρὸς γνώση, μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ὑφίσταται κάτι πρὸς νοητικὴ ἅλωση καὶ κτήση του, ἡ γνωστικὴ διαδικασία δὲν μένει μετέωρη. Διέπεται ἀπὸ λογικὴ ἑτερότροπη. Στὸ σημεῖο ὅπου ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀπαντᾶ σὲ ἐκείνους ποὺ διατείνονταν ὅτι στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν δὲν θὰ ὑπάρχει κοινωνία μεταξὺ τῶν Ἁγίων ἀλλὰ μόνο μὲ τὸν Θεό, κατατίθεται ἡ ἑξῆς ἐρώτηση: «τὰς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματός μου τοῦ ἁγίου αὐτῇ τῇ πείρᾳ ἐμάθετε ἢ οὐ;»[16] Τὸ ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἡ ἐρώτηση δὲν ἀπευθύνεται μόνο σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίζονται μεταξύ τους οἱ Ἅγιοι ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ διαφωνοῦν, ποὺ ὑποστηρίζουν δηλαδὴ τὴν ὀρθὴ θέση. Καὶ στὶς δύο ἀποφάνσεις, ἐσφαλμένη καὶ ὀρθή (!), καταλογίζεται μανία καὶ σκότωσις, γιατὶ αὐτὲς δὲν ἀποτελοῦν προϊὸν τῆς ἀσκητικῆς χειραφέτησης ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοῦ καταυγασμοῦ τοῦ νοὸς στὸ φῶς τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ νοητικὰ κατασκευάσματα ἀφυδατωμένα λόγῳ τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πείρα λοιπὸν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος εἶναι ἀπότοκος αὐτῆς τῆς ἐνεργειακῆς σχέσης Θεοῦ καὶ κόσμου καὶ ὄχι μιὰ ψυχολογικὴ ἐνόρμηση ἢ ἔνας ἄλογος μυστικισμός. Ἡ ἄκτιστη μεθεκτὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐμποιεῖ τὴ γνώση γεφυρώνοντας τὴν ἀπροσμέτρητη φυσικὴ ἀπόσταση τῆς ἀπερινόητης καὶ ἀνερμήνευτης οὐσίας Του μὲ τὴν κτίση. Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ μεταξὺ τῆς ἀποφατικῆς ὁδοῦ καὶ τοῦ ἀγνωστικισμοῦ γίνεται ἀρκετὰ δυσδιάκριτη.[17]

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ἀποκλείει καὶ τὴ νοησιαρχικὴ παραχάραξη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πρὸς ἐναργέστερη προάσπιση τῆς ἀλήθειας ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο ἀπὸ τὶς ἄκτιστες φυσικὲς ἐνέργειες. Ἔτσι, τονίζεται ὅτι ἡ Γραφὴ ἀναφέρει μόνο τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει, χωρὶς καμία περαιτέρω νύξη γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι κατ’ οὐσίαν ὁ Θεός,[18] μὴ παραλείποντας νὰ ὑπενθυμίσει ὅτι ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση τῆς ὑγιοῦς, διὰ τῶν ἐνεργειῶν, γνώσης ἡ πρόσληψη εἶναι καὶ πάλι μηδαμινὴ σὲ σχέση μὲ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὡς ὅριο γνωστικῆς ἀναζήτησης καὶ μάλιστα ὡς τομὴ ποὺ διακρίνει τὴν θεοπρεπῆ τρυφὴ ἀπὸ τὴν ἀνώφελη πολυπραγμοσύνη, ἀναδεικνύεται καὶ στὸν τρίτο Θεολογικό. Ἐκεῖ, μετὰ τὴν διὰ τῆς Γραφῆς διακήρυξη τοῦ ὁμουσίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, γίνεται ἡ παραίνεση στοὺς παρεκκλίνοντες τῆς ὀρθῆς διδασκαλίας νὰ μὴ ζητήσουν τίποτα παραπάνω ἀπὸ τὰ ἀποκαλυπτόμενα σὲ αὐτή.[19]

Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν περὶ τοῦ οἱονεὶ ἀντικειμένου τῆς ὄντως γνώσεως, ἀφοῦ ἀποκλείστηκε ὁλοτελῶς ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, θὰ μποροῦσαν ἀπάντηση νὰ ἀποτελοῦν οἱ μεθεκτὲς οὐσιώδεις ἐνέργειες. Στὸν πρῶτο Θεολογικὸ Λόγο τίθεται τὸ ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὸ πῶς τῆς γνώσεως Του. Καὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι τὴ γνώση «διὰ ποικίλων καὶ πολυτρόπων σημείων λαμβάνουσιν οἱ πιστοί, δι’ αἰνιγμάτων, δι’ ἐσόπτρων, διὰ μυστικῶν καὶ ἀνεκφράστων ἐνεργειῶν, διὰ θείων ἀποκαλύψεων, διὰ ἐλλάμψεων ἀμυδρῶν, διὰ θεωρίας τῶν λόγων τῆς κτίσεως, καὶ ἑτέρων πολλῶν».[20] Συνεπῶς, οὔτε καὶ οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ἐπακριβῶς ἀντικείμενο τῆς πραγματικῆς γνώσης, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι προσμένουν τὴ λογικὴ κτήση καὶ νοητικὴ ἑρμηνεία τους ἀπὸ αὐτὸν ποὺ γνωρίζει.[21] Ἀλλὰ διὰ αὐτῶν προσπορίζεται ἡ γνώση, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος[22] καὶ μάλιστα, σύμφωνα μὲ τὸ παρατιθέμενο χωρίο, ἡ γνώση αὐτὴ λαμβάνεται, δηλαδὴ χαρίζεται καὶ δὲν κατακτᾶται. Καὶ τοῦτο ἰσχύει ἀνεξαρτήτως τῆς ἀναφορᾶς περὶ αἰνιγμάτων καὶ ἐσόπτρων, ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ δὲν ἀφήνει πολλὰ περιθώρια γιὰ πλήρη καὶ λογικοκρατικὴ κατοχὴ ἀντικειμένου.

Στὸν ἕκτο Ἠθικό, ἀναφέρεται ὅτι ἡ διὰ τῶν ἐνεργειῶν ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή, ἀπεργάζεται τὴν ἀχώριστη κοινωνία μεταξύ τους.[23] Ἔτσι, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ ἀντικειμενικὴ θεώρηση καὶ λογικὴ πρόσκτηση τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν ἀλλὰ μόνο γιὰ μετοχὴ σὲ σχέση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἐπὶ τοῦτου θὰ ἀποφανθεῖ ὅτι: «Ἡ τε γὰρ πρόνοια σχέσις ἐστὶ τοῦ θεοῦ πρὸς τὰ τῆς παρ’ αὐτοῦ προμηθείας ἀπολαύοντα καὶ ἡ θεατικὴ δύναμις πρὸς πρὸς τὰ ὁρώμενα καὶ ἡ λαμπρότης πρὸς τὰ θείως λαμπρυνόμενα· ἡ δὲ θεία φύσις σχέσις οὐκ ἔστι, πάντῃ πάντων ἀπολελυμένη τε καὶ ὑπερανιδρυμένη».[24] Στὴν πραγματικότητα αὐτῆς τῆς κοινωνίας ὁ ἄνθρωπος μεταλαμβάνει τὴ γνώση καὶ δὲν ἐκπορθεῖ πρὸς ἰδιοποίηση γνωστικὴ κανένα ἀντικείμενο.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ παρὰ τὴν κατ’ ἐνέργεια συντελούμενη γνωστικὴ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ γράψει «τὰ μὴ δυνάμενα ῥηθῆναι, ἄφραστα ὄντα καὶ ἄρρητα πάντῃ».[25] Ἡ ἀδυναμία ἔκφρασης καὶ περιγραφῆς τῆς σχέσης δὲν ὀφείλεται στὴν ἔκπληξη μιᾶς νέας γνωριμίας ἀλλὰ στὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καθεαυτή. Αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ὑποδηλώνουν καὶ ἐκφράσεις ὅπως «κατανοῶν ἀκατανοήτως», «κρατοῦσιν ἀνεπάφως», «βαστάζει τοῦτον ὥσπερ θησαυρὸν ἄφραστον, ἀνεκλάλητον»,[26] ἀπὸ τὶς ὁποῖες γέμουν οἱ Λόγοι τοῦ Ἁγίου Συμεὼν καὶ περιγράφουν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει γευθεῖ κατὰ τὸ δυνατὸ τὴ γνώση. Ὁ ἅγιος Συμεὼν χαρακτηρίζει τὸν τρόπο αὐτῆς τῆς σχέσης ὡς «ὑπὲρ νοῦν ὄντα καὶ ὑπὲρ ἅπασαν ἔννοιαν»[27] καθιστώντας σαφὲς καὶ πάλι ὄτι καμία κατοχὴ ἀντικειμένου δὲν μπορεῖ νὰ ὑφίσταται στὴν ὄντως γνώση, παρὰ ἡ ἐμπειρία μιᾶς ζωντανῆς σχέσης ἀχώρητης στοὺς νάρθηκες τῶν νοητικῶν ταξινομήσεων καὶ τῶν ἐννοιολογικῶν σχημάτων.

Τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θὰ γράψει πρὸς τὸν Βαρλαὰμ ὅτι «οὐδ’ ἐφεῖται ζητεῖν ὅλως τὶ ἐστι Θεός»,[28] συντασσόμενος καὶ αὐτὸς μὲ τὴν προγενέστερη τοῦ Νέου Θεολόγου παράδοση, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἀντικειμενοποίηση τοῦ θείου σὲ εἰδωλικὲς σχηματοποιήσεις ὀφείλεται σὲ δύο λόγους: κατὰ πρῶτον στὰ πάθη, ποὺ ἀποτελοῦν ἄλλωστε τὴν πρώτη ἀντικειμενοποίηση, καθὼς παγιώνουν τὴν ὑπαρκτικὴ ἀστοχία σὲ χειραγωγοῦσα τὸν ἑαυτὸ ἕξη. Ἡ πρόσμιξη τῆς διάνοιας μὲ τὰ πάθη εἶναι ἱκανή, κατά Μ. Ἀθανάσιο, νὰ πλάθει θεὸ ἀνάλογο τῆς ἀλογίας τους.[29] Κατὰ δεύτερον, ἡ ἀντικειμενοποίηση τοῦ θείου προκύπτει, σύμφωνα μὲ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, κατὰ τὸν κάματο τοῦ νοῦ στὴν προσπάθειά του νὰ ἀπεγκλωβισθεῖ ἀπὸ τὴν προφάνεια τῶν ὁρατῶν, προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσει τὴ φυσικὴ λαχτάρα κάθε λογικοῦ πλάσματος γιὰ τὸν Θεό. Αποκαμωμένος λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἑκουσίως ἀτελέσφορη προσπάθειά του, ἐπαναπαύεται σὲ εἰδωλικὲς κατασκευές,[30] τὸ ἄμεσο καὶ καταληπτὸ τῆς παρουσίας τῶν ὁποίων κατασιγάζει τὸν φυσικὸ πόθο τῆς ἀναζήτησης στὴν ἄμοχθη βεβαιότητα μιᾶς ἀναντίρρητης προδηλότητας.

Ἡ ἀλήθεια λοιπὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας στερεῖται ἀντικειμένου. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν θεμελιωδέστερη ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ζήτημα συλλογιστικῆς συνέπειας. Εἶναι μιὰ διαρκὴς πρόσκληση ἀποδέσμευσης ἀπὸ κάθε αὐτοβεβαιωτικὴ ἔκπτυξη τῆς ἀρτιότερης διανοητικῆς διεργασίας. Ὄχι γιατὶ ὑποτιμᾶται ὁ στοχασμός, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι εὐεπίφορος στὴν κτιστὴ ρηχότητα καὶ τὴν ὑπαρκτικὴ ἐπανάπαυση. Οὔτε γιατὶ ἱκανοποιεῖται ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀπροσιτότητα τῆς φύσης Του,[31] ἀλλὰ διότι ἡ ἀλήθεια εἶναι Πρόσωπο, δηλαδὴ ζωὴ καὶ ὡς τέτοια πρωτίστως εἶναι ἄληκτος καὶ ἀνεπίδεκτη ὁριστικῶν προσπελάσεων, ποὺ ἀπομυζοῦν καταναλωτικὰ καὶ στειρώνουν τὴν αναστάσιμη καινότητα τῶν πάντων. Αὐτὴ τὴ διάνοιξη στὸν σκοπὸ τῆς δημιουργίας τοῦ κτιστοῦ, δηλαδὴ τὴν ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὴν ψευδαίσθηση τῆς αὐτοτέλειάς του, σημαίνουν τὰ λόγια τοῦ σαρκωθέντος Λόγου: «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ἡμᾶς» (Ἰω. 8, 32), τὰ ὁποῖα ἡ πατερικὴ ἐμπειρία αἰώνων ὑπομνημάτισε μὲ βαθύνοια κεχαριτωμένη καὶ γι’ αὐτὸ ἀνεξάντλητη.

Σημειώσεις

[1] Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἐπιστολὴ Β´ πρὸς Βαρλαάμ, ἐπιμ. Π. Χρήστου, ἐκδ. Οἶκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2010, 14, 8-9, σ. 268. Ἡ ἀποδεικτικὴ μέθοδος στὸν Παλαμᾶ ἀντιτίθεται στὴ διαλεκτική, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀποδεικτικὴ μέθοδος εἶναι ἄμοιρη συλλογιστικῆς διαδικασίας.

[2] Βλ. ἐνδεικτικά, Βλαδ. Λόσκι, Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ, μτφρ. Μ. Γ. Μιχαηλίδη, Θεσσαλονίκη 1974, 5. Ἐπίσης βλ. ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθὼς ἐστί, Ἔσσεξ 1996, 343, καὶ Ἀντ. Παπαδόπουλου, Θεολογικὴ γνωσιολογία κατὰ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρας, περ. Κληρονομία, τ. 2 Α (1976), σ. 331.

[3] Θεολ., 2, 256.

[4] ὅ.π., 3, 110: ὑπέρκειται καὶ πάσης διανοίας κατάληψιν ὑπερεκπίπτει, μηδὲν ὤν.

[5] ὅ.π., 1, 249-253: τὸ γὰρ μὴ ὂν τῶν γεγενημένων ἁπάντων μηδέν, μήτε τῶν ὁρωμένων, μήτε τῶν ἀοράτων, πῶς εἰδέναι δυνάμεθα, ἡμεῖς οἱ ὁρατοὶ καὶ κτιστοί, οἱ φθαρτοί, οἱ αἰσθητοί, οἱ τυφλοὶ καὶ ἀφώτιστοι;

[6] Βλ. Βλ. Λόσκι, Ὀρθόδοξη θεολογία, μιὰ εἰσαγωγή, Λευκωσία 2002, 25.

[7] Βλ. ἀρχιεπ. Βασιλείου Κριβοσέιν, Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, μτφρ. Π. Σκουτέρη, Θεσσαλονίκη 1983, 357.

[8] Θεολ., 1, 66: αἴτιον γὰρ τοῦ γεννωμένου υἱοῦ τὸν πατέρα εἶναι ἐπὶ τῆς σωματικῆς γεννήσεως λέγομεν· ἐπεὶ δὲ τῆς θείας καὶ ἀνυπάρκτου ὑπάρξεως καὶ ἀγεννήτου γεννήσεως καὶ ἀνυποστάτου ὑποστάσεως καὶ ὑπερουσίου οὐσιώσεως, ἢ τὶ ἕτερον εἴπω οὐκ οἶδα, ὁ πρῶτον λέγων ἀνάγκη καὶ δεύτερον ὀνομάσαι καὶ τρίτον, ὅπερ ἐν τῇ παναγίᾳ Τριάδι ἔμφασιν ὅλως οὐκ ἔχει λέγεσθαι.

[9] Βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Ἡ ἀπολογητικὴ στὴν Ὀρθοδοξία, ἔκδ. β´, Ἀθήνα 1989, 33-35.

[10] Ἠθ., 2, 242: ὁποία δέ ἐστι τῇ οὐσίᾳ, ἢ ποδαπὴ τῇ ἰδέα, ἢ ποῦ, ἢ πόση τῷ μεγέθει, ἢ πῶς τῇ συνουσίᾳ, ἢ τῇ ἑνώσει, οὐ μόνον οὐκ ἀνθρώποις ἐννοῆσαι γέγονέ ποτε, ἀλλ’ οὐδὲ ταῖς ἄνω δυνάμεσι καταληπτὸν ἐξεγένετο τὸ τῆς ὑπερουσίου φύσεως ἀκατάληπτον.

[11] Βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Ἡ ἀπολογητική…, ὅ.π., 35: ἡ (θετικιστικὴ) κατοχύρωση ὑποδουλώνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐγωκεντρικὴ αὐτάρκεια τῆς νοητικῆς βεβαιότητας.

[12] Ἠθ., 2, 219. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ πλήρης ταύτιση ὅρων μὲ ἀνάλογο χωρίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου περὶ τῶν πρωτοπλάστων στὸ Λόγος ΛΗ´, εἰς τὰ Θεοφάνεια, ια´, PG 36, 321: νοῦς μὲν οὖν ἤδη καὶ αἴσθησις, οὕτως ἀπ’ ἀλλήλων διακριθέντα, τῶν ἰδίων ὅρων ἐντὸς εἰστήκεισαν, (ἡ ὑπογράμμιση δική μας) καὶ τὸ τοῦ δημιουργοῦ Λόγου μεγαλεῖον ἐν ἑαυτοῖς ἔφερον.

[13] Ἠθ., 10, 396.

[14] Βλ. Χρ. Τερέζη, Ἡ θεολογικὴ γνωσιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, Ἀθήνα 1993, 71.

[15]Ἠθ., 1, 132.

[16]  ὅ.π., 12, 252.

[17] Βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Χάιντεγγερ καὶ Ἀρεοπαγίτης, β´ ἔκδ. Ἀθήνα 1988, 98.

[18] Θεολ., 2, 257.

[19] ὅ.π., 3, 128.

[20] ὅ.π., 1, 194.

[21] Βλ. πρωτοπρ. Ἰωάννου Ῥωμανίδου, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, δ´ ἔκδ. τ. Α´, Θεσσαλονίκη 1999, 101.

[22] Βλ. Γεωργ. Μαρτζέλου, Οὐσία καὶ ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον, Θεσσαλονίκη 1984, 131.

[23] Ἠθ., 6, 149: ἀλλὰ πρόσεχε. Θεοῦ κατὰ τὰς ἀψευδεῖς ἐπαγγελίας ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν τοῖς γνησίοις δούλοις αὐτοῦ καὶ διὰ τῶν ἐνεργειῶν καὶ ἐλλάμψεων τοῦ παναγίου Πνεύματος ἐμπεριπατοῦντος ἐν ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς, ἀχωρίστους εἶναι τοῦ Θεοῦ τὰς ἀξίας τῶν τοιούτων ψυχὰς ὁμολογουμένως πιστεύομεν.

[24] Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἐπιστολὴ Γ´ πρὸς Ἀκίνδυνον, ὅ.π., 5, 9-13, σ. 299.

[25] ὅ.π., 1, 431.

[26] ἐνδεικτικά: Ἠθ, 11, 233 · 174 καὶ Ἠθ., 4, 856.

[27] Ἠθ., 1, 6, 59.

[28] Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἐπιστολὴ Β´ πρὸς Βαρλαάμ…, ὅ.π., 22-23, σ. 280.

[29] Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ εἰδώλων, PG 25, 40A.

[30] Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΚΗ´, PG 36, 44AB.

[31] Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ εἰδώλων, ὅ.π., 69BC.

12 Σχόλια

  1. Όταν ο Ίδιος ο Θεός αυτοπροσδιοριζεται ως “Ο Ων” κάθε αναφορά περί θεού ως “μηδέν ον” καταντά επικίνδυνα τολμηρή, περιττή ίσως κ αυθάδης!
    Άγιοι άνθρωποι και εκφράζονται έτσι;; Απίστευτο!
    Φιλολογίες περί Θεού μηδέν κι άλλα τέτοια ταιριάζουν στους Πυθαγορειους…

    Λάσκαρης Πέτρος

    • Μάλλον δεν έχετε ακούσει για την αποφατική θεολογία.
      Ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, στη “Μυσταγωγία” του:
      “[Ο Θεός] με κανένα τρόπο δεν είναι και δεν γίνεται τίποτα απ’ όσα αναφέρονται σε κάποιο απ’ αυτά, που είναι και γίνονται, αφού δεν είναι καθόλου κατά τη φύση της ίδιας τάξης με κανένα από τα όντα. Για τούτο, δέχεται πιο πολύ ν’ αποδίδεται σ’ εκείνον, σαν συγγενικότερο προς τη φύση του, το μη είναι, επειδή υπερβαίνει το είναι” (μετ. Ιγν. Σακαλή).

      Τα ίδια πρεσβεύουν κι ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης κι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

      Αν καταλαβαίναμε τον λόγο του ότι είναι ο Ων με τις δικές μας προσλαμβάνουσες και βιώματα, θα πέφταμε πολύ έξω. Οι Άγιοι που γνωρίζουν εμπειρικά τον άκτιστο Θεό αδυνατούν να τον περιγράψουν, γιατί καταλαβαίνουν ότι με τίποτα δεν θα μπορέσουν να αποδώσουν αυτό που βίωσαν. Γι’ αυτό και πολλοί τους μιλούν αποφατικά, αποδίδοντας το μη είναι σ’ αυτόν, για να μην τον περιορίσουν στα όρια της κτιστής γλώσσας, έκφρασης και αντίληψης. Κι είναι κάπως βλάσφημο, την έκφραση της εμπειρίας των θεοπτών να τη χαρακτηρίζουμε “φιλολογίες”.

  2. Πολυ ωραίο κείμενο για τον Άγιο Συμεών, ιδιαίτερα προσεκτικό στις εκφράσεις του. Όσον αφορά την ένσταση του κυρίου Λάσκαρη, εδώ το “ουδέ ον” δεν σημαίνει ότι ο Θεός δεν υπάρχει, αλλά ότι η υπαρξη Του υπερβαίνει και το ίδιο το Είναι. Υπάρχει με έναν τρόπο που αδυνατεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Έτσι λέγει κάπου ο π. Φλοροφσκι και έτσι πρέπει να ερμηνευθεί και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Αυτό είναι το νόημα του ορθόδοξου αποφατισμου.

  3. 1. “Στὸν ἕκτο Ἠθικό, ἀναφέρεται ὅτι ἡ διὰ τῶν ἐνεργειῶν ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή, ἀπεργάζεται τὴν ἀχώριστη κοινωνία μεταξύ τους.[23] Ἔτσι, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ ἀντικειμενικὴ θεώρηση καὶ λογικὴ πρόσκτηση τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν ἀλλὰ μόνο γιὰ μετοχὴ σὲ σχέση. ”

    “Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν.
    λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα;”

    Μου ερχεται στο νου το πώς με την πληρη σωματικη μετοχη, με τον εντονο σωματικο κοπο συχνα, ο παραδοσιακος ανθρωπος γινοταν κραμα με το φυσικο περιβαλλον, ετσι ωστε να μπορει να συντονιστει μαζι του (να νοιωθει συχνα τον καιρο, χωρις να εχει μοντελα του, να αντιλαμβανεται τα ρευματα στην περιοχη που ψάρευε, να παρακολουθει την πορεια των καλλιεργιων και των ζωων του/της).

    “Στὴν πραγματικότητα αὐτῆς τῆς κοινωνίας ὁ ἄνθρωπος μεταλαμβάνει τὴ γνώση καὶ δὲν ἐκπορθεῖ πρὸς ἰδιοποίηση γνωστικὴ κανένα ἀντικείμενο.”

    Στο νου μου ερχεται και η χαρα απο την ανακαλυψη νεων οψεων, νεων δυνατοτητων σε ενα αγαπωμενο προσωπο, κατι που δεν μας προκαλει φοβο αλλα χαρα, οταν νοιωθουμε εμπιστοσυνη.
    Σκεφτομαι όμως τη συναντηση της ιστοριας και του λογου της με οσα λεγονται εδώ. Αν και δεν νομιζω ότι εχουμε αυτή τη στιγμη μια ανεπτυγμενη Ορθοδοξη φιλοσοφια της Ιστοριας για να στηριξει μια Ορθοδοξη Ιστοριογραφια, ολοι μας καταλαβαινουμε την ενταση, τις συγκρουσεις που χαρακτηριζουν την Ιστορια γενικως και την Ιστορια της Εκκλησιας ειδικοτερα (αλλωστε υπονοειται αυτή η κατασταση από τον συγγραφεα).
    Επιπλεον ολοι, στην προσωπικη μας βιογραφια, περνουμε από πορειες μαθησης. Η εικονα που σκιαγραφειται εδώ είναι μια εικονα από το ματι του κυκλωνα. Ποσα τετοια ματια αραγε υπαρχουν που αποπνεουν «σιγουρια» και «ασφαλεια» σε οσους τα ακουνε; Η ζωη μας στην κοινωνια μας επιβαλλει συναντησεις και ετσι οι περισσοτεροι αλλοτε παταμε στο ματι του κυκλωνα και αλλοτε στην περιφερεια.
    Είναι θεμα επιστοσυνης ( το πολύ ενδιαφερον βιβλιο «Ιστορουμεν δι εμπιστοσυνης» του Αντωνη Σμυρναιου της πλεκει το εγκώμιο) ; Ποια η σχεση εμπιστοσυνης και γνωστικων διαδικασιων; Ποια η σχεση εμπιστοσυνης και διαλογου; Η εμπιστοσυνη μας μπορει να γινει το σφυρι για να βαρεσουμε τους αντιπαλους; Για να θεωρησουμε κάθε διαλογο χωρις νοημα -αφου οι αλλοι δεν εχουν την μοναδικη προσβαση που εγω βιωνω να εχω-;
    Μηπως το τελειο είναι εχθρος του καλου; ( αν το «τελειο» είναι αυτό που περιγραφει ο Αγιος Συμεων, αραγε ο δρομος προς αυτό είναι κατά το δυνατο μιμηση ή μπορει να εχει μια πολύ πιο τεθλασμενη φυσιολογικη πορεια; )

    2. “Κατὰ τὴ γνωσιοθεωρητική της ἔκφανση τὸ δυσάλωτο ἀπὸ ἀντικειμενοποιήσεις περιεχόμενο τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς βεβαιώνει τὴν ἀνυπαρξία τοῦ ἀντικειμένου της.”
    “Ἡ κοινὴ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία ὅμως, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀρδεύει καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοφόρου Συμεών, μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο ἀποφαίνεται γιὰ τὴν παντελῆ ἀδυναμία περιχαράκωσης τοῦ Θεοῦ σὲ γνωστικὰ ἀντικείμενα”
    «οὐ γὰρ δύναται ποτὲ τὸ μηδὲν ὂν ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἐννοίας ἐννοηθῆναι καὶ ἐνσημανθῆναι ὀνόματι» —- “Κυριε Ιησου Χριστε ελέησον με”
    Δυο πραγματα μου ερχονται στο νου.
    Α) το κατά τη γνωμη μου σπουδαιο εργο του Latour (https://www.hup.harvard.edu/books/9780674984028) που είναι σημαντικη βοηθεια να ξεφυγουμε από την ανθρωπολογια και την κοσμολογια των μοντερνων (αυτή που μαλλον ολοι/ες χρησιμοποιουμε στην καθημερινοτητα μας) χωρις να την διαγραψουμε. Εκει αναμεσα στις άλλες «χορδες» που συνθετουν την υπαρξη είναι και η θρησκευτικη. Διαβαζοντας το ειχα σοκαριστει από εκφρασεις που μου εμοιαζαν προφασεις για δημιουργια θρησκειας κατά βουληση. Εκπλήσσομαι ευχαριστα βλεποντας την ομοιοτητα με τα παραπανω.
    Από την άλλη πλευρα, για ολους εμας που ασχολουμαστε με τις ποικιλες επιστημες, τις ανθρωπιστικες, τις κοινωνικες, τις φυσικες, και αρα ειμαστε «υδραυλικοι εννοιων», «μαστορες εννοιων», το κειμενο στο Αντιφωνο νοιωθω να μας θετει το εξης ερωτημα: Μηπως πολλοι/ες από εμας εχουμε μια απλοικη κατανοηση του τι είναι οι εννοιες και του τι μπορουμε να περιμενουμε από τον χειρισμο τους; Είναι δυνατο ο Θεος να είναι τοσο ξενος προς τον συνηθη τροπο με τον οποιο περιμενουμε οι εννοιες (ενταγμενες στις θεωριες μας) να συμβαλουν στην γνωση αλλα παρολα αυτά εμεις να περιμενουμε τοσο πολλα από τον τροπο αυτό; Είναι απλως ζητημα του να χωρισουμε την «υψηλη θεολογια» από την καθημερινη «μουντζουρα» των επιστημων;

    • Η Ορθόδοξη θεολογία είναι ξεκάθαρη: Άλλη είναι η μέθοδος των επιστημών, και άλλη της κοινωνίας και γνώσεως του Θεού. Άλλος είναι κι ο σκοπός τους: οι πρώτες αφορούν τις καθημερινές μας ανάγκες, τη ζωή μας σ’ αυτόν τον κόσμο, οι δεύτερες την επιστροφή (και την υπέρβαση του) στο κατ’ εἰκόνα και στο καθ’ ὁμοίωσιν, στον εξ αρχής προορισμό μας. Οπότε, αυτό που μας οδηγεί στον Θεό δεν είν’ οι έννοιες, αλλ’ η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη (“μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴν καρδίαν, ὅτι αυτοί τον Θεὸν ὅψονται”) κι ο επακόλουθος φωτισμός του νου. Η ενασχόληση με τις ανθρωπιστικές επιστήμες το μόνο που μπορεί να μας βοηθήσει στην κοινωνία με τον Θεό είναι στη διασάφηση της θεολογικής ορολογίας, όπως μας διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
      Αντιστρέφοντας το προτελευταίο ερώτημά σας, ρωτώ κι εγώ: Είναι δυνατό ο Θεός που δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν να είναι τόσο μικρός που να μπορεί να τον συλλάβει το πεπερασμένο μυαλουδάκι μας;
      Και, ως προς το τελευταίο, στη γνώση του Θεού κι αυτή η ακαδημαϊκή θεολογία λίγο ωφελεί (“δαιμόνων ἐστὶ θεολογία ἡ δίχα πράξεως γνῶσις”, μας διδάσκει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής). Ο Θεός προσεγγίζεται και γνωρίζεται με μια “έκτη αίσθηση”, τον “νου” κατά την πατερική ορολογία, όταν αυτός καθαρθεί και φωτιστεί. Τότε και ο αγράμματος άνθρωπος (βλ. οσίους Πορφύριο και Παΐσιο) γίνεται πηγή θεολογίας που απορρέει από τα βιώματά του.

  4. Ειναι δυσκολο η παραδοσιακη Ορθοδοξη θεολογια να μιλαει για τις επιστημες γιατι οι επιστημες, οπως τις γνωριζουμε σημερα, ειναι γεννηματα της νεοτερικοτητας (οχι μονο οι φυσικές επιστημες αλλα και το πληθος των αλλων επιστημων). Πιθανως να μιλαει γι αυτες οι νεοτερη Ορθοδοξη θεολογια (απο τον 20ο αιωνα και μετα για εμας, ισως νωριτερα για τους Ρωσσους). Δεν μπορει να μιλα η θεολογια για κατι που δεν γνωριζει.

    Η κοινωνια και η γνωση του Θεου δεν πραγματοποιειται καθε φορα στις συγκεκριμενες συνθηκες και με τη δομη συνειδησης που εχει καθενας, αναλογα με το που και πως μεγαλωνει; Ο δε προορισμος μας ειναι συναρτηση και του τι μας δόθηκε. Γι αυτο ζητουνται πολλά απο οσους δόθηκαν πολλά.
    Εγω σκεφτομαι οτι ζουμε σε μια εκκλησια ως μελη με διαφορετικα χαρισματα και διαφορετικες ευκαιριες και ειναι σημαντικο το να συντιθενται τα επι μερους στο ολο. Ειναι η γνωση των επιστημων απλως ενα τυχαιο συμβαν που τελικα “καθαριζεται” απο πανω μας, “ξεφλουδιζεται”, στον δρομο για την καθαροτητα της καρδιας; Μηπως δεν ζητειται απο εμας να αγαπησουμε τον Θεο και εξ ολης της διανοιας μας; Αναλογα λοιπον με το τι δοθηκε σε καθενα, σκέφτομαι πως, αλλάζει και το πώς θα λειτουργησει στην πορεια αυτη ως μελος της εκκλησιας (αν νταραβεριζεται με εννοιες ειναι δικο του/της ζητημα να λογαριασει τι σημαινει να το κανει/ζει αυτο Ορθοδοξα).
    Η ενασχοληση με τις ανθρωπιστικες και τις κοινωνικες επιστημες μπορει να κανει πολυ μεγαλη διαφορα στο πως καταλαβαινει (και την αντιστοιχη ευθυνη που εχει επομενως κανεις) ζητηματα οπως η πεινα, οι ανισοτητες εξουσιας, η καταπιεση. Υπάρχουν πραγματα που βλεπει ο εκπαιδευμενος που δεν βλεπει ο μη εκπαιδευμενος σε αυτα. Οπως υπαρχουν πραγματα που καταλαβαινει κανεις λογω εμπειριων (πχ αν εχει πραγματικα πεινάσει, αν εχει πραγματικα φτασει σε απογνωση) που δεν μπορει να καταλαβει κανεις απλως μεσα απο τη μελετη. Ειναι σημαντικο ανθρωποι απο διαφορες εμπειριες της ζωης και με διαφορετικη μορφωση, βαδιζοντας τον Δρομο, να μπορουν να συναντηθουν στην εκκλησια και εμπειρικα νομιζω οτι αυτο βλεπουμε πως ειναι δυνατο και χαρμοσυνο και , οσο καταλαβαινω, θεμελιακη εμπειρια της δημοκρατικοτητας της εκκλησιας.

    Στο ερωτημα σας εχω την ιδια θεση με εσας.

    Σχετικά δε με τους αγραμματους αγιους, οι συγκεκριμενοι προφανως και εγραφαν και διαβαζαν (λειτουργικα κειμενα, Πατερες της Εκκλησιας) και μεσα απο το δικτυο της μοναχικης ζωης θα ειχαν ασφαλως σε αρκετες περιπτωσεις μιλησει με αλλους μοναχους για λεπτα θεματα και εμπειριες ή λαικους, ωφελουντες και ωφελουμενοι. Δεν ξερω κατα ποσο μπορουν να θεωρηθουν αγραμματοι. Εμενα μου φαινεται οτι μεγαλωσαν μεσα σε ενα αλλο συστημα εκπαιδευσης και δεν μπορουν να θεωρηθουν αγραμματοι.

    • Δε νομίζω πως είναι εύκολο να συνεννοηθούμε.
      Οι θεόπτες, εκτός από τη γνώση του Θεού, φτάνουν και στη γνώση των λόγων των όντων, μυούμενοι από το Άγιο Πνεύμα στη βαθύτερη αιτία κάθε ύπαρξης. Αυτοί εκφράζουν αυθεντικά τη θεολογία της Εκκλησίας. Ερχόμενοι σε επαφή με τον άχρονο Θεό, ζουν στην αιωνιότητα εδώ και τώρα και βιώνουν και το παρελθόν και το μέλλον, εκτός από το παρόν. Οπότε, δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ παραδοσιακής και νεότερης Ορθόδοξης θεολογίας, αλλά μεταξύ εμπειρικής και νοησιαρχικής. Η Ορθοδοξία πορεύεται “κατὰ τὰς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τῆς ἐκκλησίας τὸ εὐσεβὲς φρόνημα” (Συνοδικόν της Ορθοδοξίας). Αυτό ούτε προϋποθέτει ούτε περικλείει κάτι νοησιαρχικό.
      Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρεται στη μέθοδο της απόκτησης της κτιστής γνώσεως, διαχωρίζοντάς την από την άκτιστη. Η πρώτη είναι η ίδια κατά βάσιν και στο παρελθόν και στη νεοτερικότητα. Αν ζούσε τώρα δεν θα ‘λεγε κάτι διαφορετικό. Μόνο άλλους όρους και “γλώσσα” θα χρησιμοποιούσε.

      Φυσικά και στην Εκκλησία συντίθενται τα επί μέρους στο όλον (όλοι είμαστε σώμα Χριστού, κι αυτό αποτελείται από μέλη με διαφορετικά χαρίσματα που όλα τους κατευθύνονται από την κεφαλή τους, τον Χριστό, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος).

      Οι επιστήμες, όπως έγραψα στο προηγούμενο σχόλιο, αφορούν αυτήν τη ζωή. Είναι χρήσιμες για ν’ αντιμετωπίσουν τα κοινωνικά προβλήματα, τα θέματα της καθημερινότητας, το οικολογικό πρόβλημα, αλλά μας βοηθούν ελάχιστα έως καθόλου στο να επιτελέσουμε τον προορισμό μας, την ένωση με τον Θεό, τη μετάβαση στα υπέρ φύσιν και αίσθησιν…

      Αν διαβάσετε τα κείμενα του αγίου Πορφυρίου και κάποια κείμενα του αγίου Παϊσίου (πχ, τους “Μακαρισμούς” του στις Επιστολές του), θα δείτε πόσο πρωτότυποι είναι. Μπορεί να άκουσαν και να διάβασαν κάποια πράγματα αλλά είναι προφανές ότι τα εν λόγω τα έγραψαν γιατί είχαν φτάσει στην εμπειρική άκτιστη γνώση, βιώνοντας τα ίδια με τους πολύ πεπαιδευμένους Άγιους του παρελθόντος. Τους ενέπνευσε και τους φώτισε το ίδιο Πνεύμα.

  5. «Οὐκέτι ἐκ τοῦ εἰκότως γινώσκομεν τὸν Θεόν• τοιαύτη γὰρ ἡ ἀπὸ τῶν κτισμάτων γνῶσις τοῦ Θεοῦ• νῦν δὲ “ἡ ζωὴ ἐφανερώθη”». Νομίζω ὅτι αὐτὴ ἡ κατάθεση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ ἀποτελεῖ τὴ σύνοψη ὅσων τὸ ἄρθρο προσπάθησε νὰ ἀρθρώσει. Ἡ γνώση ἐκ τῶν κτισμάτων -ἐπιστήμη- ἔχει ἀντικείμενο καὶ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται. Ἡ ζωὴ ὄχι.

  6. Επειδη τα αρχαια δεν ειναι το δυνατο μου σημειο ζητησα απο το Gemini να μου κανει μεταφραση. Να λοιπον το Gemini ερμηνευον
    Εξήγηση:

    “Οὐκέτι ἐκ τοῦ εἰκότως γινώσκομεν τὸν Θεόν”: Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε πλέον να γνωρίσουμε τον Θεό με βάση τις δικές μας ανθρώπινες προσδοκίες ή λογικές.

    “τοιαύτη γὰρ ἡ ἀπὸ τῶν κτισμάτων γνῶσις τοῦ Θεοῦ”: Δηλαδή, η γνώση που αποκτούμε για τον Θεό μελετώντας τα δημιουργήματά Του (τη φύση, το σύμπαν) είναι περιορισμένη και δεν μας δίνει μια πλήρη εικόνα Του.

    “νῦν δὲ “ἡ ζωὴ ἐφανερώθη””: Αυτό είναι ένα απόσπασμα από την Α΄ Ιωάννου Επιστολή και υπονοεί ότι τώρα, μέσω του Ιησού Χριστού, η αιώνια ζωή έχει φανερωθεί στους ανθρώπους, προσφέροντας μια πιο άμεση και βαθύτερη σχέση με τον Θεό.

    Συνοπτικά: Η φράση αυτή υπογραμμίζει την περιορισμένη γνώση που αποκτούμε για τον Θεό μέσω της φύσης και τονίζει τη σημασία της αποκάλυψης του Θεού στον Ιησού Χριστό για μια πλήρη κατανόηση της θείας φύσης.

    Οσο για εμενα, θα τα σκεφτω και θα σας πω

  7. “Δε νομίζω πως είναι εύκολο να συνεννοηθούμε.”
    Η δυσκολια επικοινωνιας είναι καλο σημαδι. Συνηθως επικοινωνουμε πολύ ευκολα όταν ακολουθουμε την πεπατημενη. Όταν συναντουμε τον άλλο, τον διαφορετικο, εκει εμφανιζεται ο κοπος της επικοινωνιας.

    Κατ αρχας σε σχεση με αυτους που λετε «θεοπτες» υποθετω ότι μιλατε για τους αγιους. Αν οι αγιοι και οι αγιες ειχαν τετοιοι ειδους απολυτη γνωση δεν θα ειχαμε τις περιπτωσεις συγκρουσεων μεταξυ αγιων τοσο σε εμας οσο και στη Ρωσσια (μιλω γι αυτά που γνωριζω. Δεν ξερω αν υπαρχουν αντιστοιχες περιπτωσεις σε Σερβους, Βουλγαρους κλπ). Νομιζω ότι περιγραφετε τα πραγματα καπως ιδανικα.

    Μιλατε για εμπειρικη θεολογια. Υπάρχει εμπειρικη θεολογια ερημην εννοιων; Οι αγιοι και οι αγιες δεν μεγαλωσαν σε καποια κοινοτητα, δεν εμαθαν καποια γλωσσα, δεν ειχαν στην διαθεση τους συγκεκριμενες αναλογιες για να περιγραψουν τις εμπειριες τους; Δεν ξερω τι ακριβως εννοειτε με τον ορο νοησιαρχια αλλα μου φαινεται δυσκολο να εχουμε εκφραση ερημην εννοιων.

    «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρεται στη μέθοδο της απόκτησης της κτιστής γνώσεως, διαχωρίζοντάς την από την άκτιστη.»
    Ο αγιος Γρηγοριος Παλαμας μιλαει στη βαση των δικων του εμπειριων μαθησης (στα σχολεια που πηγε) και «επιστημης»/ «κτιστης γνωσεως» (ο,τι αυτό σημαινε στην εποχη του).
    Από τη νεοτερικοτητα όμως εχει υπαρξει εκρηξη όχι μονο γνωσης αλλα και αναστοχασμου πανω στη γνωση και πανω στην ιστορια. Η αναπτυξη του ανθρωπου, η γεννηση της συνειδησης εχει παρακολουθηθει με εμπειρικες μεθοδους (δηλαδη συνδιασμο εμπειριας και θεωριας) με τροπο τελειως αγνωστο στην εποχη του Γρηγοριου Παλαμα. Και είναι πολλες οι μεθολογιες και οι προσεγγισεις των επιστημων. Το «κατακτω και ελεγχω μεσω της γνωσης» ή το «μπορει μεν να πεθανω αλλα πριν πεθανω θα γνωριζω» είναι μια μονο προσεγγιση την οποια μαλιστα κατηγορουν με δριμύτητα οι φεμινιστικες προσεγγισεις στις επιστημες.

    Συμφωνω ότι η δουλεια αυτή στις επιστημες δεν εχει γινει απρουποθετα και συχνα οι προυποθεσεις (η ανθρωπολογια, η κοσμολογια) μοιαζουν πολύ ξενες προς την δικη μας θεολογια. Ισως πρεπει να σκεφτει κανεις το θεμα κατ αναλογια προς τους «Σατανικους στοιχους» του Ρουσντι αλλα συμφωνω ότι κατι τετοιο είναι δυσκολο.

    «Οι επιστήμες, όπως έγραψα στο προηγούμενο σχόλιο, αφορούν αυτήν τη ζωή. Είναι χρήσιμες για ν’ αντιμετωπίσουν τα κοινωνικά προβλήματα, τα θέματα της καθημερινότητας, το οικολογικό πρόβλημα, αλλά μας βοηθούν ελάχιστα έως καθόλου στο να επιτελέσουμε τον προορισμό μας, την ένωση με τον Θεό, τη μετάβαση στα υπέρ φύσιν και αίσθησιν…»

    Μα είναι τοσο διαφορετικα αυτά τα δυο; Ο προορισμος μας δεν επιτελειται και στην καθημερινοτητα μας, όταν δεν αδιαφορουμε για τα κοινωνικά προβληματα (και ποιος μας δινει «ματια» να δουμε τα δομικα τους κομματια, τις κρυφες τους αιτιες αν όχι οι επιστημες; ), όταν συντονιζομαστε με τον φυσικο κοσμο, όταν κολυμπαμε στις σχεσεις της καθημερινοτητας; Και δεν είναι η καθημερινοτητα μας και ο εμπειρικος κοσμος γεματος από μυστηρια που μιλουν για τον Θεο και την κατασταση μας; Δεν είναι η γλωσσα μας, η επικοινωνια μας μυστηριο (όπως φαινεται στο εξαιρετικο βιβλιο The Edge of Words του Rowan Williams); Δεν είναι η συνειδηση μας ένα μυστηριο ( εδώ σκεφτομαι το βιβλιο του Κωστα Ζαχου «Η παρουσια της Ψυχης»); Δεν είναι η μαθηση και η αναπτυξη μας μυστηριο; Δεν είναι οι εννοιες των επιστημων που μας επιτρεπουν να «ζωγραφισουμε» τα μυστηρια αυτά;

    Η δικη μου εκτιμηση είναι ότι αγιοι όπως ο Αγιος Γρηγοριος Παλαμας, ο Αγιος Μαξιμος ο Ομολογητης, ο Αγιος Γρηγοριος Νυσσης, χωρις να χανουν την επαφη τους με τη θεολογια που ανεπτυξαν θα εξεταζαν τις επιστημες μας με πολύ μεγαλυτερο ενδιαφερον από οσο λετε (αναγνωριζοντας ότι ερχονται με ένα δηλητηριασμενο φορτιο. Αλλα μηπως ομοια δεν είναι και η εθνικη μας ιστορια; )

    “νῦν δὲ “ἡ ζωὴ ἐφανερώθη” Ναι αλλα εχει σημασια το οτι εχουν περασει 2000 χρονια απο τοτε και 600 απο την εποχη του Αγιου Γρηγοριου; Εχει καμια σημασια η ιστορια με σαρκα και οστα ή ειναι σαν τις ταινιες που δειχνουν σε μια αιθουσα αναμονης;

  8. Νομίζω πως έχω ήδη απαντήσει στα περισσότερα ερωτήματά σας, εμμέσως αν όχι ευθέως.

    Οι θεόπτες, οι Άγιοι δηλαδή, δεν είχαν την απόλυτη γνώση για όλα, αλλά για όσα ρωτούσαν τον Θεό (υπάρχει μια απάντηση του αγίου Βαρσανουφίου σε κάποιον που τον ρώτησε γιατί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης δεν κατάλαβε πως η θεωρία του Ωριγένη περί αποκαταστάσεως των πάντων ήταν πλάνη· του απάντησε ο άγιος ότι άγιος Γρηγόριος δεν ζήτησε πληροφορία από τον Θεό, γι’ αυτό και δέχτηκε τη θεωρία του Ωριγένη επειδή τον εκτιμούσε ως διδάσκαλο της Εκκλησίας) και για όσα αυτός τους αποκάλυπτε χωρίς να τον ρωτήσουν. Και οι Άγιοι κάνουν λάθη. Αυτό που προέχει, είναι η συμφωνία τους και η επικύρωση από το φρόνημα του πληρώματος της Εκκλησίας, κατά το παράθεμα από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας στο προηγούμενο σχόλιό μου. Και στο θέμα της κτιστής και άκτιστης γνώσεως και αυτής των λόγων των όντων οι Πατέρες συμφωνούν.

    Η εμπειρική θεολογία πηγάζει από την εμπειρία της κοινωνίας με τον Θεό που είχαν οι Άγιοι. Φυσικά τη διατυπώνουν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, ανάλογα με την προϊστορία, την παιδεία, τον χαρακτήρα τους… Όμως, αυτό που προέχει δεν είναι οι έννοιες αλλά η εμπειρία που τις προϋποθέτει. Όσοι θεολογούν εμπειρικά κι όσοι τους ακολουθούν θεολογούν Ορθοδόξως.
    Η νοησιαρχική θεολογία βασίζεται σε κάποια αγιογραφικά ή αγιοπατερικά κείμενα, τα επεξεργάζεται φιλοσοφικά, ορθολογικά κλπ. και καταλήγει σε απόψεις συζητήσιμες (“θεολογούμενα”) ή πλανεμένες. Για να καταλάβει κανείς σε βάθος αυτά τα κείμενα, τα συνταγμένα από θεόπτες, πρέπει να έχει ανάλογες εμπειρίες. Αλλιώς, μένει στη επιφάνεια και ριψοκινδυνεύει. Δηλαδή, η βάση δεν είναι οι έννοιες, αλλά μια πορεία μεθέξεως της χάριτος του Χριστού που αρχίζει από την τήρηση των εντολών του και συνεχίζεται με τον φωτισμό και τη θέωση (ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει στο “Εις τον βίον Μωυσέως” ότι η πορεία προς τον Θεό είναι η θέα του Θεού).

    Νομίζω πως τα παραπάνω εξηγούν γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία ακολουθεί τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά περί γνώσεως, άσχετα με την πρόοδο των επιστημών, τη νεοτερικότητα, κλπ.

    Ο προορισμός μας είναι ένας και μοναδικός: Η αποκατάσταση του κατ’ εικόνα κι η ομοίωση με τον Θεό. Για να το επιτύχουμε αυτό, αρχίζουμε την προσπάθεια τηρήσεως των εντολών του Χριστού, μείζων των οποίων είναι η αγάπη. Κι αυτή μας ωθεί να ασχολούμαστε και με τα κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα. Δεν είναι αυτά τα πρώτα, αλλά τα επακόλουθα του αγώνα μας να επιτελέσουμε τα πρώτα. “«Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν”, μας δίδαξε ο Χριστός.

    Ναι, πολλοί Πατέρες ασχολούνταν με τις επιστήμες και περιέγραφαν κάποια πράγματα με βάση την επιστημονική γνώση της εποχής τους. Αλλ’ αυτό δεν αλλάζει τίποτα ως προς την ουσία της διδασκαλίας τους.
    Βλ. τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη που έλεγε:
    “Η σύγκρουση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης, που έγινε στον Μεσαίωνα, ήταν αποτέλεσμα της άγνοιας ότι οι θεούμενοι-θεόπτες Προφήτες, Απόστολοι, Πατέρες δεν κάνουν επιστήμη, αλλά την αποκαλυπτική τους εμπειρία την εκφράζουν μέσα από τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους.” (https://antifono.gr/%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%AC%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7-%CE%B4/)

    Η ζωή φανερώνεται πάντα σε όσους καθαίρονται δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού και οδεύουν προς τον φωτισμό και τη θέα του προσώπου του.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ