Η «βιοηθική», όρος που εισήγαγε στα 1971 o Van Rensselaer Potter, δημιουργήθηκε για να εισάγει ένα νέο αναπτυσσόμενο πεδίο ηθικής (μιλάμε για κοσμική, όχι για θρησκευτική ηθική), που επρόκειτο να είναι ανεξάρτητο από τα επαγγέλματα της υγείας, συμβάλλοντας έτσι στην από-επαγγελματικοποίηση της ιατρικής επιστήμης[1]. Τον Νοέμβριο του 2018, ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος, επικεφαλής στην Επιτροπή Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος, έδωσε μία ομιλία στο ξενοδοχείο Divani Caravel, για την παρουσίαση του βιβλίου ενός σημαντικού φιλοσόφου της Ορθόδοξης χριστιανικής βιοηθικής, χαρακτηρίζοντας τα δύο μεγάλα βιβλία του «απαραίτητα βοηθήματα κάθε Χριστιανού ερευνητή». Λίγους μήνες πριν, στις 22 Ιουνίου 2018, μία μόλις ημέρα μετά τον θάνατό του, εξαιτίας του καρκίνου, έγινε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών η κρίση της πρώτης, για τα ελληνικά δεδομένα, διδακτορικής διατριβής πάνω στο έργο του. Ο φιλόσοφος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Αμερικανό ιατρό και ακαδημαϊκό Herman Tristram Engelhardt Jr, έναν από τους σημαντικότερους Ορθοδόξους στοχαστές της εποχής μας. Ο Engelhardt καταγόταν από το Texas και αρχικά υπήρξε πιστό μέλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Έντονα απογοητευμένος, όμως, από τη Β’ Βατικανή Σύνοδο, για την οποία θεωρούσε ότι ανέτρεπε ορισμένες από τις θεμελιώδεις ιδιότητες της Ρωμαιοκαθολικισμού, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από τη Σύνοδο του Τρέντο, άρχισε ν’ αναζητά εναλλακτικές λύσεις. Στην αρχή, ο ίδιος με την οικογένειά του (τη σύζυγο και τις δύο του κόρες) κατέφευγαν σε ναούς που ακολουθούσαν ακόμη το παραδοσιακό λειτουργικό τυπικό, αργότερα όμως, αναζητώντας μια πιο γνήσια και παραδοσιακή χριστιανική ζωή, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η Ορθόδοξη είναι η μοναδική μορφή Χριστιανισμού που είναι συνεπής στα ιδανικά και στον τρόπο ζωής της πρώτης «Εκκλησίας» (συγκέντρωση) των Χριστιανών, που διατηρούσε πρακτικά ανέπαφα. Έτσι, ο Engelhardt άρχισε σταδιακά να έρχεται σ’ επαφή με την Ορθοδοξία στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε αρχικά πάει για να παραχωρήσει διάλεξη, μιας και ήταν ήδη ένας έγκριτος ειδικός στον χώρο της βιοηθικής. Έπειτα από τρία έτη εντατικής αναζήτησης και μελέτης, ο Engelhardt βαπτίσθηκε Ορθόδοξος, το Μεγάλο Σάββατο της 26ης Απριλίου 1991, εγκαταλείποντας οριστικά τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Όντας γιατρός, αλλά και διδάκτωρ τόσο της Φιλοσοφίας όσο και της Ιατρικής, ο Engelhardt ασχολήθηκε συστηματικά με τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν στη σύγχρονη βιοηθική, την οποία προσέγγιζε συνειδητά και απαρέγκλιτα υπό το πρίσμα της παραδοσιακής Ορθοδοξίας. Δίδαξε Φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο Rice, του Houston, υπήρξε εταίρος του βιοηθικού κέντρου Hastings και αρχισυντάκτης των ακαδημαϊκών περιοδικών The Journal of Medicine and Philosophy και Christian Bioethics. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το κύριο μέλημα του Engelhardt υπήρξε η αναζήτηση υπεύθυνων απαντήσεων απέναντι στις προκλήσεις της εκκοσμίκευσης, στο πλαίσιο της οποίας οι χριστιανικές αξίες δεν έχουν την καθοριστική σημασία που είχαν άλλοτε, αλλ’ αποτελούν απλώς μία από τις πιθανές πηγές νοήματος του ανθρώπινου βίου. Η εκκοσμίκευση είναι γεγονός και πλέον ούτε ο φυσικός κόσμος εξαιρείται απ’ αυτή. Ποιες είναι, λοιπόν, οι βασικές βιοηθικές απόψεις του Tristam Engelhardt; Για τον Engelhardt, οι άνθρωποι του εικοστού πρώτου αιώνα είμαστε όλοι κατά κάποιον τρόπο «παιδιά» του αρχαίου σοφιστή Πρωταγόρα, ο οποίος διακήρυττε ότι «πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος». Η όψη της ευρύτερης ηθικής κατάστασης στον αιώνα μας, δεν είναι άλλη από την ηθική του σχετικισμού. Ο Engelhardt παραπέμπει ρητά στον Σκώτο φιλόσοφο Alasdair Macintyre, ο οποίος διατείνεται ότι επειδή η Δύση έχει απολέσει το κοινό νοηματικό κέντρο ηθικής, που ο μεσαιωνικός Χριστιανισμός προέβαλε, όσο και αν μεταχειριζόμαστε ορθολογικά επιχειρήματα, η ουσιαστική συναίνεση παραμένει αδύνατη. Ο λόγος είναι ότι έκαστος εξ ημών ξεκινά υποστηρίζοντας διαφορετικές θεμελιώδεις αξίες από τους άλλους. Για τον λόγο αυτό, η φιλοσοφία από μόνη της αδυνατεί να δώσει λύσεις στα ηθικά διλήμματα των ημερών μας. Σύμφωνα με τον Engelhardt, για να λυθούν αυτά, πρέπει να έχει προηγουμένως τεθεί ως θεμέλιο μια αρχική πρώτη αλήθεια, η οποία όμως να μην έχει επινοηθεί με ορθολογικό τρόπο, αλλά να είναι βασικά βιωματική[2]. Πρόκειται για το άμεσο βίωμα του Θεού, που υπήρξε και το θεμέλιο της Ορθοδοξίας και τη συντηρεί μέχρι σήμερα.
Αντίθετα:
«Ο Χριστιανισμός που ανδρώθηκε κατά τον μέσο Μεσαίωνα οικοδομήθηκε γύρω από την αλαζονεία του υποδειγματικού διανοούμενου και περιείχε στοιχεία αίρεσης όσον αφορά τη φύση της θεολογίας. Θέλησε να βρει δια της σκέψης το δρόμο προς την αλήθεια αντί να στραφεί δια της προσευχής στην εμπειρία της αλήθεια. Και όταν η φιλοσοφία αποδείχθηκε ανίκανη να υπερβεί τις εκ των πραγμάτων πολλαπλές αφηγήσεις της ηθικής και της πραγματικότητας, ο άνθρωπος στράφηκε στον ηθικό και μεταφυσικό πολιτισμικό χώρου του ελληνορωμαϊκού κόσμου της εποχής του Χριστού. Το ριζοσπαστικό φιλοσοφικό τόλμημα του δυτικού Μεσαίωνα, που συνεχίστηκε με την Αναγέννηση και προχώρησε στο Διαφωτισμό, κατέρρεε. Η φιλοσοφία, και μαζί της η ηθική φιλοσοφία, δεν μπορούσε να τηρήσει τι υποσχέσεις της. Η υπερβολική επένδυση στη λογική οδήγησε σ’ ένα πνευματικό αδιέξοδο, στη μετανεωτερικότητα, που δε μας έβγαλε πουθενά».
Ας δούμε τώρα το πώς ορίζει ο Engelhardt τη χριστιανική βιοηθική. Όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, η αυθεντική Ορθόδοξη βιοηθική οφείλει, κατά κάποιον τρόπο, να είναι «φονταμενταλιστική», αντλώντας το νόημά της από τις πηγές και τα θεμέλια (<fundamentals: θεμέλια) του Χριστιανισμού, όπως αυτός εκφράστηκε κατά την πρώτη χιλιετία της ύπαρξής του, και η αλήθεια του διατηρείται αλώβητη από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ποια η θέση του Ορθόδοξου Χριστιανού στον αιώνα αυτόν; Ας δούμε πώς απαντάει ο Engelhardt:
«Μέσα σ’ αυτήν την νέο-ειδωλολατρική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η οι πιστοί θα επιζήσουν με τον ίδιο τρόπο που έμαθαν να επιζούν οι ορθόδοξοι Εβραίοι και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί εν καιρώ διωγμού: θα πρέπει να μεταμορφώνουν κάθε στιγμή της ζωής τους με την ιδιόμορφη αγάπη τους για τον Θεό και τους συνανθρώπους […] Πρόκειται για μια ζωή σύγκρουσης, για μια ζωή πειρασμού να εγκαταλείψει κανείς τη διαφορετικότητά του και να αφήσει να τον απορροφήσει το ήθος του περιγύρου. Εάν κανείς αντισταθεί σ’ αυτή την απορρόφηση, υπάρχει ο πειρασμός να αντιδράσει με εχθρότητα, ίσως και με βία αντί της υπομονής και της αγάπης. Ο τελευταίος αυτός πειρασμός είναι τόσο ισχυρός όσο και κακός».
Στο πλαίσιο αυτό, οι Εβραίοι μπορούν να μας διδάξουν πολλά:
«Έχουμε πολλά να διδαχθούμε από τους ορθόδοξους Εβραίους. Οι ορθόδοξοι Εβραίοι διατηρούν την ακεραιότητά τους στην Διασπορά μέσω της σοβαρότητας που επιδεικνύουν στο ότι είναι ορθόδοξοι Εβραίοι. Θα επιβιώσουμε μόνο εάν διδάξουμε τα παιδιά μας όπως διδάσκουν οι ορθόδοξοι Εβραίοι τα παιδιά τους. Διδάσκουν στα παιδιά τους ότι πρέπει να είναι ορθόδοξοι Εβραίοι εικοσιτέσσερις ώρες ημερησίως, επτά ημέρες εβδομαδιαίως. Πρέπει να διδάξουμε τα παιδιά μας να ζούν ως ξένοι προς τον «κόσμο». Εάν τα παιδιά μας τηρούν τις νηστείες και προσεύχονται πραγματικά, θα είναι διαφορετικά – θα είναι ξένοι σε μία ξένη γή. Πρέπει να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στον πολιτισμό που όλοι μοιραζόμαστε ως ορθόδοξοι».
Αυτή η δήλωση δεν μπορεί παρά να συνεπάγεται και πρακτικές επιλογές ως προς τη βιοηθική. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων, ο Engelhardt εξηγεί πως η μόνη δίοδος έκφρασής τους αποτελεί ο Ορθόδοξος γάμος, ο οποίος οφείλει να περιλαμβάνει την ικανοποίηση τόσο των σεξουαλικών επιθυμιών των δύο συζύγων, όσο και της συναισθηματικής συντροφικότητάς τους, με απώτερο σκοπό αμφότερων να είναι η από κοινού πορεία του ανδρογύνου προς την αιώνια πνευματική σωτηρία. Ο στόχος της πνευματικής σωτηρίας δεν φεύγει ποτέ από τα μάτια του Χριστιανού. Ορίστε ποιο είναι το κριτήριο που θεσπίζει ο φιλόσοφός μας: όσο περισσότερο απομακρύνεται κάτι από το πρότυπο-ιδανικό της πνευματικής σωτηρίας, τόσο πιο λανθασμένο και αποφευκτέο είναι, ως επιλογή. Για παράδειγμα, η τεχνητή γονιμοποίηση, μας εξηγεί, θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο υπό τον όρο να μην παρεμβαίνουν τρίτοι, ως δωρητές ή ως κυοφορούντες, και η ίδια η διαδικασία αυτή λαμβάνει χώρα με όσο το δυνατόν πιο «φυσικό» και λιγότερο «τεχνολογικό» τρόπο είναι ανθρωπίνως εφικτό. Αλλά σε πολλά άλλα θέματα, η αυστηρότητα που εκφράζεται είναι ακόμη μεγαλύτερη. Από τον Engelhardt απορρίπτονται συλλήβδην οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις[3], ο αυνανισμός, η κλωνοποίηση[4], η τεχνητή γονιμοποίηση με παρένθετη μητρότητα, η ευθανασία[5], όπως επίσης και η άμβλωση, η οποία χαρακτηρίζεται απερίφραστα «φόνος». Όσο για την αντισύλληψη, αυτή θεωρεί πως πρέπει να επιτρέπεται, με σκοπό να προστατευθούν κάποιοι άνθρωποι από πιθανές επικίνδυνες συνέπειες (π.χ. τη μετάδοση ενός αφροδίσιου νοσήματος), αλλά πάντοτε με την προϋπόθεση πως γνωστοποιείται στους συμμετέχοντες η σφαλερότητα και η επικινδυνότητα της πράξης αυτής. Ο Ορθόδοξος γιατρός που χορηγεί προφυλακτικά μοιάζει, έτσι, με κάποιον που προσφέρει κράνη σε όσους είναι έτοιμοι να χτυπηθούν μεταξύ τους. Τους προστατεύει μεν, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό ότι επικροτεί την πράξη τους. Αυτό που ο Engelhardt θεωρεί ότι πήρε άσχημη τροπή στη Δύση, είναι ότι η τελευταία, αρχής γενομένης με τον μεσαιωνικό Ρωμαιοκαθολικισμό, αποπειράθηκε να συλλάβει το θείο με έναν αυστηρά ορθολογικό τρόπο, παραμερίζοντας στο περιθώριο τη «μυστική» εμπειρία (αν και δεν έλειψαν και περιπτώσεις Χριστιανών μυστικιστών στη Δύση, όπως για παράδειγμα οι γερμανικής καταγωγής Jakob Boehme, Meister Eckhart και Angelus Silesius)[6]. Όπως μας εξηγεί ο Engelhardt, ο Kant όρισε ότι μπορούμε να επιλύσουμε τις διαφωνίες μας, βρίσκοντας κάποιες ορθολογικές κοινές αρχές[7]. Κατόπιν ήρθε ο Hegel, για ν’ αποτελέσει κατόπιν μια τόσο δυναμική όσο και ανέλπιδη αντίδραση σ’ αυτόν ο Kierkegaard, ο οποίος παρέμενε σ’ ένα καθαρά εγκόσμιο πλαίσιο, καταγγέλλοντάς το όμως αδιάκοπα στο όνομα μιας προσωπικής πίστης, μια συμπεριφορά που είναι τόσο κατανοητή όσο και τραγικά αδιέξοδη, όπως πιστεύει ο Engelhardt.
Τέλος, ο Αμερικανός φιλόσοφος είναι πεπεισμένος ότι η πορεία της Δύσης οδηγεί σε αδιέξοδο και ότι μόνη λύση στο αδιέξοδο αυτό είναι η αυθεντική επιστροφή μας στον Χριστιανισμό, όπως αυτός εκφραζόταν τα χίλια πρώτα χρόνια της Χριστιανοσύνης (ενν. μέχρι το οριστικό Σχίσμα, του 1054). Εδώ φαίνεται αισθητά η διαφορά του Engelhardt από τον Macintyre: ενώ ο Macintyre μας καλεί σε μια «εμπλουτισμένη» επαναφορά της χριστιανικής αρεταϊκής ηθικής, στα πρότυπα του Θωμά Ακινάτη, ο Engelhardt αναζητεί τη λύση στον Ησυχασμό: οι Άγιοι, πιστεύει, έχοντας βιωματική εμπειρία και όχι απλή θεωρητική γνώση του θείου, είναι οι μόνοι στους οποίους μπορούμε να προσβλέπουμε για την απόκτηση απαντήσεων στα όποια διλήμματά μας. Αντίθετα, Ο Ρωμαιοκαθολικισμός αποπειράθηκε να ερμηνεύσει το θείο θέλημα με αφηρημένες σχολαστικές συλλογιστικές, αποκοπτόμενος από την άμεση σχέση με τον Δημιουργό, και φέρνοντας έτσι τελικά την αντίδραση της Μεταρρύθμισης, με τα γνωστά, και ίσως αναπόφευκτα, λυπηρά της επακόλουθα. Το σφάλμα της Δύσης, κρίνει ο Engelhardt, ήταν ότι επιχείρησε να συλλάβει το θείο μ’ έναν αυτονομημένα ορθολογικό τρόπο, παραμερίζοντας στο περιθώριο το άμεσο βίωμα. Έτσι, ο Ρωμαιοκαθολικισμός σταδιακά άρχισε την εκλογίκευση και τις αυθαίρετες ηθικές διατάξεις, σωρεύοντας νέα ερωτήματα επί ερωτημάτων, χωρίς να διαφαίνεται στον ορίζοντας η λύση.
«Η Δύση κατέληξε σε μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία της θεολογίας, άρα και σε μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία της βιοηθικής και ιδιαιτέρως της χριστιανικής βιοηθικής. Κυρίως αναζήτησε ερμηνείες διά του ορθού λόγου και όχι διά του φωτισμού του νοός. Αυτή η διαφορά τονίστηκε, καθώς στην αναδυόμενη αυτοσυνειδησία και ταυτότητα της Δύσης κεντρική θέση πήρε μια νεωτεριστική θεολογία. Οι ιστορικές ρίζες αυτής της διαφοράς είναι πολλές».
Τέλος, το 2006, σε συνέντευξή του στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, ο Engelhardt δήλωσε τα εξής:
«Η ηθική και η βιοηθική μας είναι ευχαριστιακά προσανατολισμένες. Εάν το θυμόμαστε αυτό, τότε θυμόμαστε ότι προσπαθούμε να ενεργήσουμε σωστά, έτσι ώστε να μπορούμε να είμαστε σε κοινωνία με τον Χριστό. Πάλι θα το πούμε, δεν έχουμε μία εξωτερική ηθική, αλλά μάλλον εκτιμάμε αυτό που είναι σωστό ή λάθος από την σκοπιά, εάν τέτοιες ενέργειες θα μου επιτρέψουν να στοχεύσω σε Εκείνον, να προσέλθω στην Θεία Κοινωνία. Αυτός είναι ο πυρήνας της αληθινής ορθόδοξης βιοηθικής· είναι λειτουργικός, ασκητικός και ευχαριστιακός. Εάν σκεφτόμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο, και βοηθήσουμε τους νέους να σκεφτούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα γίνουν όπως οι χριστιανοί τον πρώτο αιώνα, ξένοι σε ξένη χώρα. Θα γνωρίζουν ότι είναι διαφορετικοί και ότι αυτό είναι καλό».
Σε όσα αναφέρθηκαν, υπάρχουν δύο κύριες αντιρρήσεις, που είναι στην πραγματικότητα αλληλένδετες. Αντίθετα απ’ ότι πιστεύει ο Engelhardt, ούτε η Ορθόδοξη παράδοση τείνει να παραγκωνίζει συλλήβδην τα λογικά επιχειρήματα, αλλά ούτε και ο Ρωμαιοκαθολικισμός εδράζεται απολύτως σε αυτά, περιθωριοποιώντας τάχα το μυστικό βίωμα. Απεναντίας, ήδη απ’ τους πρώτους αιώνες, ο Χριστιανισμός άρχισε να μεταχειρίζεται και να καλλιεργεί την κοσμική γνώση της εποχής του. Υπάρχει πλούσια σχετική βιβλιογραφία. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τον ιστορικό της επιστήμης, David C. Lindberg:
«Είναι βεβαίως αληθές ότι οι Πατέρες της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας δεν αντιλαμβάνονταν την υποστήριξη των κλασικών επιστημών ως μείζονα υποχρέωση. Οι επιστήμες αυτές δεν αποτελούσαν μεγάλη προτεραιότητα για τους Πατέρες της εκκλησίας, για τους οποίους οι μείζονες μέριμνες ήσαν (και ορθά γι' αυτούς) η καθιέρωση του χριστιανικού δόγματος, η υπεράσπιση της πίστης, και η διαπαιδαγώγηση των πιστών. Αλλά, 2°v , το μικρή ή μέτρια προτεραιότητα απείχε μακράν από το μηδενική προτεραιότητα [...] Κανένας θεσμός και καμία πολιτισμική δύναμη στην περίοδο των Πατέρων δεν πρόσφερε περισσότερη ενθάρρυνση για την έρευνα της φύσης από ό,τι η χριστιανική εκκλησία. Ο παγανιστικός πολιτισμός δεν έδειχνε μεγαλύτερο εύνοια προς την ανιδιοτελή εικοτολογία σχετικά με τον σύμπαντα κόσμο απ' όσο έδειχνε ο χριστιανικός πολιτισμός. Εξυπακούεται ότι η παρουσία της χριστιανικής εκκλησίας ενίσχυσε μάλλον, παρά ανέσχεσε την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών».
Και σήμερα, όμως, ορισμένοι από τους σημαντικότερους φιλοσόφους μεταχειρίζονται συστηματικά τα λογικά επιχειρήματα της φυσικής θεολογίας (δίχως, πάντως, ν’ αποκλείουν την υπερβατική). Σύμφωνα με τον επίσης Ορθόδοξο φιλόσοφο των ημερών μας, Richard Swinburne, μάλιστα, η απουσία επιχειρημάτων υπάρχει εντονότερη στον σύγχρονο Αγγλικανισμό:
«Η οκνηρή αδιαφορία της Εκκλησίας απέναντι στη σύγχρονη γνώση με τρόμαζε και έβλεπα ότι ακόμη κι αν, το 1954, το 20% τη πληθυσμού στην Αγγλία εξακολουθούσε να πηγαίνει στην Εκκλησία, αυτό δε θα συνεχιζόταν για πολύ, εκτός αν η Χριστιανοσύνη κατάφερνε να τα βρει με την άποψη της διανόησης. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι πίσω από αυτή την “οκνηρή αδιαφορία”, όπως την έβλεπα εγώ, υπήρχε μια θεολογική στάση. “Δικαιολογείται”, δηλαδή θεολογικά η μη συμμετοχή της λογικής στη θεμελίωση του χριστιανικού θεολογικού συστήματος. Οι σύγχρονοι συστηματικοί θεολόγοι με τη μεγαλύτερη επιρροή ήταν Γερμανοί και γνωστότερος όλων ο Karl Barthes. Αντλούσαν τη φιλοσοφία του από την ηπειρωτική φιλοσοφική παράδοση των τελευταίων διακοσίων χρόνων. Σε αυτήν ανήκουν φυσιογνωμίες όπως ο Hegel, ο Nietzsche, ο Heidegger και ο Sartre. Κατά τη γνώμη μου, αλλά και σύμφωνα με τους περισσότερους Αγγλο-Αμερικανούς φιλοσόφους, αυτό που τους χαρακτηρίζει όλους αυτούς είναι μια κάποια αδυναμία στην επιχειρηματολογία, μια τάση να σχεδιάζουν ογκώδεις, αόριστες, γενικές εικόνες του κόσμου, χωρίς να τις αρθρώνουν επακριβώς ή να τις δικαιολογούν πλήρως, μια μορφή φιλοσοφίας που τείνει μάλλον προς τη λογοτεχνία παρά προς την επιστήμη. Κι ο φιλόσοφος που επηρέασε περισσότερους τους θεολόγους ήταν ο Kierkegaard, ο οποίος θεωρούσε ότι η επιλογή μεταξύ κοσμοθεωριών ήταν κατ’ εξοχήν θέμα που δεν εμπίπτει στη λογική».
Μήπως ο ισχυρισμός ότι «η Δύση» (γενικά και αόριστα) συνελάμβανε το θείο με αμιγώς διανοητικά μέσα, αποτελεί κατάφωρη υπεραπλούστευση; Γνωρίζουμε σήμερα ένα μεγάλο πλήθος επιφανών μυστικιστών της Ευρώπης, από τον Φραγκίσκο της Ασίζης μέχρι την Teresa of Ávila και τη Madame Guyon, περιπτώσεις κατά κανέναν τρόπο περιθωριακές και δίχως επίδραση. Δεν είναι όλη η Ευρώπη ο Θωμάς Ακινάτης, αλλά ακόμη και εκείνος, ο οποίος όριζε τον Θεό σαν actus purus, στο τέλος της ζωής του είχε ένα ισχυρό θρησκευτικό βίωμα που τον ώθησε να σταματήσει τη συγγραφή φιλοσοφικών πραγματειών. Ο Χριστιανισμός είναι η πνευματικότητα της άμεσης αντίληψης του Απόλυτου, έγραφε κάποτε ο Αμερικανός ιστορικός Steven Fanning, παρουσιάζοντας έναν μεγάλο κατάλογο μυστικιστών του Ρωμαιοκαθολικού και του Προτεσταντικού χώρου, με αμφότερους να συνεχίζονται λίγο-πολύ αδιάκοπα και να μην παραγκωνίζονται από τη χρήση της φυσικής θεολογίας. Μήπως, λοιπόν, ο Engelhardt υπερτονίζει το «ανορθολογικό» και βιωματικό στοιχείο της Ορθοδοξίας, αδικώντας κάπως τον Ρωμαιοκαθολικισμό; Επιπλέον, ο Engelhardt ελάχιστα μας επεξηγεί τι εννοεί όταν κάνει λόγο για την «πατριαρχία» του Χριστιανισμού. Μία τέτοια δήλωση, όπως και η αντίστοιχη για «φονταμενταλισμό», θα μπορούσε να παρεξηγηθεί και να λειτουργήσει ενθαρρυντικά για ακραίες πράξεις βίας[8].
Σημειώσεις
[1] Ένας γνωστός ακαδημαϊκός είχε γράψει προ καιρού ότι, στον χώρο της φιλοσοφίας, ζητήματα όπως αυτό της άμβλωσης έχουν προ πολλού «κλείσει». Καθώς φαίνεται, τέτοιες δηλώσεις αποκαλύπτουν περισσότερα για τους ίδιους τους εκφορείς τους, παρά για το πεδίο της ηθικής φιλοσοφίας.
[2] Οποιοσδήποτε είναι έστω στοιχειωδώς εξοικειωμένος με την τυπική λογική, γνωρίζει ότι κάθε επιχείρημα στηρίζεται σε ορισμένες αρχικές και αναπόδεικτες προτάσεις, που γίνονται δεκτές αξιωματικά. Η συλλογιστική μας μπορεί να μην έχει κενά και να τεκμηριώνει τις θέσεις μας, για να υπάρξει όμως εξαρχής στο πεδίο της ηθικής, προϋποτίθενται αρχικές ηθικές παραδοχές. Αν οι άνθρωποι διαφωνούν στις βασικές παραδοχές που έχουν εξαρχής επιλέξει, η συμφιλίωση δεν μπορεί να επέλθει, ανεξαρτήτως της κατά τα’ άλλα άψογης συλλογιστικής που ακολουθούν (και των όποιων τεκμηρίων παραθέτουν).
[3] Για την ομοφυλοφιλία, μπορεί κανείς να δει όσα λέγονται από τον Engelhardt, εδώ.
[4] Να σημειωθεί εδώ ότι, για τον Engelhardt, η ανθρώπινη κλωνοποίηση δεν αντιβαίνει στο έμψυχο:
«δεν βλέπω κανέναν λόγο για τον οποίο ένας κλωνοποιημένος άνθρωπος δεν θα είχε μία ψυχή. Ο Θεός επιτρέπει σε μας να συλλάβουμε παιδιά ενάντια στο νόμο του, παράνομα, έξω από τον γάμο. Τα «παράνομα» παιδιά έχουν ψυχή. Ο Θεός επιτρέπει σε μας να αμαρτήσουμε και να ζήσουμε με τις συνέπειες. Πολλοί στην κοσμική κοινωνία προσπαθούν να παρουσιάσουν την κλωνοποίηση ως ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, αγνοώντας γιατί στα αλήθεια είναι πρόβλημα: διότι όλη η σεξουαλικότητα και η αναπαραγωγή πρέπει να λαμβάνουν χώρα μεταξύ του ανδρογύνου».
[5] «Η ευθανασία είναι ευθανασία μόνο εάν ενεργούμε ή παραλείπουμε να ενεργήσουμε με την πρόθεση να αφαιρέσουμε την ζωή. Εάν ενεργούμε για να ελέγξουμε τον πόνο επειδή οι άνθρωποι μπορούν να απελπιστούν και να αμαρτήσουν υπό την επήρεια του μεγάλου πόνου, ακόμα κι αν αυτό αυξάνει κάπως τον κίνδυνο θανάτου, ή εάν σταματάμε την θεραπεία επειδή η θεραπεία μπορεί να διαστρέψει την πνευματική ζωή ενός ασθενούς, τότε ενεργούμε από την υποχρέωση να παρέχουμε μία ηθική (πνευματική) προστασία (στον ασθενή)».
[6] Για να πάρουμε μια γεύση από την ορθολογική σκέψη των μεσαιωνικών Σχολαστικών φιλοσόφων, ας δούμε συνοπτικά το πώς αντιλαμβανόταν τον Θεό ο κορυφαίος εκπρόσωπός τους, ο δομινικανός μοναχός και άγιος του Ρωμαιοκαθολικισμού, Θωμάς Ακινάτης. Αξιοποιώντας τις δύο μεγάλες φιλοσοφικές παραδόσεις του νεοπλατωνισμού και του αριστοτελισμού, ο Ακινάτης αποπειράθηκε να τεκμηριώσει την καταγωγή όλων των επιμέρους όντων από το Πρώτο Κινούν (Θεός). Ο Θεός είναι το αίτιο της κίνησης των όντων αλλά και του ίδιου του Είναι τους, δηλαδή της ύπαρξής τους. Ο Ακινάτης μας λέει ότι όλα τα επιμέρους όντα-υποστάσεις διαιρούνται σε «απλές» και «σύνθετες». Όσο εγγύτερα είναι ένα ον στην Πρώτη αιτία, τόσο «ευγενέστερο» Είναι αυτό διαθέτει. Ο Ακινάτης συλλαμβάνει έναν οντολογικά ιεραρχημένο κόσμο, που ξεκινά από το Πρώτο Κινούν, περνάει από τα αμιγώς πνευματικά όντα, για να καταλήξει στον άνθρωπο αλλά και στα ζώα, τα φυτά και, γενικά, τα υλικά πράγματα. Όλα τα όντα δέχονται το Είναι τους από το Θεό (Πρώτη Αιτία), την ίδια στιγμή όμως όσο περισσότερο απέχει ένα ον από Εκείνον, τόσο «ατελέστερο» Είναι διαθέτει. Οι σύνθετες υποστάσεις διαθέτουν «ουσιώδεις» διαφορές και «κατά συμβεβηκός» διαφορές. Καθότι όμως εκτός από μορφή διαθέτουν και ύλη, μπορούμε να λάβουμε γνώση των κατά συμβεβηκός διαφορών τους, αδυνατούμε όμως να εντοπίσουμε τις διαφορές ουσίας τους. Στον Ακινάτη, το κάθε ον διαθέτει μια δική του, ιδιαίτερη ενέργεια του υπάρχειν, από τον Θεό, ο οποίος είναι το καθαρό, απόλυτο και, συνεπώς, μοναδικό Esse, μέχρι την κατώτερη των υποστάσεων.
[7] Σύμφωνα με τον Kant, ηθική δεν μπορεί παρά να είναι στηριγμένη αποκλειστικά στο λογικό του ανθρώπου. Για τον Kant, ως έλλογο ον, ο άνθρωπος αποτελεί αυτοσκοπό και κατά συνέπεια κανείς, ούτε καν ο Θεός, δεν έχει το ηθικό δικαίωμα να τον μεταχειρισθεί σαν να ήταν αποκλειστικά και μόνον ένα μέσο. Η ανθρωπότητα, μας λέει ο φιλόσοφος, πρέπει να είναι για εμάς ιερή καθαυτή, ακριβώς επειδή διαθέτει εντός της τον ηθικό νόμο. Η καντιανή ηθική τοποθετεί την ελευθερία μας στη δυνατότητά μας να «νομοθετούμε» για τον εαυτό μας. Όταν κάποιος επιλέγει κάτι, απλώς θέτει έναν γνώμονα με βάση τον οποίο ύστερα πράττει. Εφόσον ελέγξουμε τον γνώμονά μας με τη λογική, είναι βέβαιο πως θα οδηγηθούμε σε συναίνεση για το ποια είναι η ορθή δράση. Η λογική είναι η ελευθερία μας, και αυτή με τη σειρά της είναι η ηθική αξιοπρέπειά μας. Η ηθική, για τον Kant, πρέπει οπωσδήποτε ν’ αποτελείται από σταθερούς γνώμονες, οι οποίοι θα μας καθοδηγούν προς συγκεκριμένες πράξεις. Όλη η καντιανή ηθική στηρίζεται, λοιπόν, στην καθολικότητα. Αποκορύφωμα της ηθικής του Kant είναι ό,τι ο ίδιος ονομάζει «κατηγορική προσταγή», η οποία αποτελεί τον κύριο γνώμονα με τον οποίο οφείλει κανείς να δρα. Στην ηθική, ο καθαρός Λόγος είναι από μόνος του πρακτικός και δίνει στον άνθρωπο έναν καθολικό νόμο. Πρόκειται για αυτό που ο φιλόσοφός μας ονομάζει «ηθικό νόμο». Η αυτονομία της θέλησης είναι η μόνη αρχή του ηθικού νόμου. Το ουσιώδες όλης της ηθικής αξίας των πράξεων έγκειται στο ότι ο ηθικός νόμος καθορίζει αμέσως τη θέληση. Ο γνώμονας της φιλαυτίας απλώς συμβουλεύει, όμως ο νόμος της ηθικότητας επιτάσσει. Ακόμη και τα συναισθήματα θεωρούνται αναξιόπιστοι γνώμονες. το μόνο συναίσθημα που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει και ηθικό ελατήριο, είναι ο σεβασμός για τον ηθικό νόμο. Ο ηθικός νόμος είναι το καθήκον μας.
[8] Η ρήση του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού είναι κάτι παραπάνω από επαρκής: «Όταν έκαμεν ο Θεός τον άνδρα, έλαβεν ο πανάγαθος μίαν πλευράν απ’ αυτόν και έκαμε την γυναίκα, και του την έδωκε δια σύντροφον. Ίσια την έκαμε ο Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέρα […] Πρέπει και συ, ω άνδρα, να μη μεταχειρίζεσαι την γυναίκα σου ωσάν σκλάβα, διότι πλάσμα του Θεού είναι και εκείνη καθώς και συ. Τόσον εσταυρώθηκεν ο Θεός δι’ εσέ, όσον και δι’ εκείνην. Πατέρα λέγεις εσύ τον Θεόν, πατέρα τον λέγει και εκείνη. Έχτε μίαν πίστιν, ένα βάπτισμα, δεν την έχει ο Θεός κατωτέραν. Δια τούτο την έκαμεν από την μέσην του ανδρός, δια να είναι ο άνδρας ωσάν την κεφαλήν και η γυναίκα το σώμα. Δια τούτο δεν την έκαμεν από το κεφάλι, δια να μη καταφρονή τον άνδρα. Ομοίως πάλι δεν την έκαμε από τα ποδάρια, δια να μη καταφρονή ο άνδρας την γυναίκα».
Στη φωτογραφία ο Tristram-Herman Engelhardt.
Συγχαρητήρια, κύριε Ζαχαράκη για το ωραίο άρθρο σας. Έχω διαβάσει τα βιβλία του T. H. Engelhardt και τα βρίσκω υπέροχα. Τα συστήνω σε κάθε ορθόδοξο πιστό. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι η “ορθοπραξία”, όπως λέγει, εξαρτάται κατά βάσιν από το τι έκαναν οι Άγιοι σε ανάλογες περιπτώσεις. Οπότε πρέπει να διαβάζουμε και τα συναξάρια των νέων Αγίων, γιατί εκεί θα βρούμε απαντήσεις σε πολλά θέματα που προέκυψαν στις μέρες μας. Σας ευχαριστούμε.