Ορθοδοξία και αίρεση

0
848

Αν θες να καταλάβεις τι πάει να πει ‘ακολουθώ έναν κανόνα’, θα πρέπει ήδη να είσαι σε θέση να ακολουθήσεις έναν κανόνα
Ο κανόνας, ως κανόνας, είναι αποκομμένος. Στέκεται κει δα σαν απόλυτος μονάρχης· ενώ εκείνο που του δίνει σπουδαιότητα είναι τα γεγονότα της καθημερινής εμπειρίας
Αν ένας κανόνας δεν σε αναγκάζει, τότε δεν ακολουθείς έναν κανόνα
[Βιττγκενστάϊν, Στοχασμοί]
Βρισκόμαστε σε μία μεταιχμιακή εποχή. Στα όρια αποφάσεων. Σήμερα, πιο πολύ από ποτέ. Η συζήτηση γύρω από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας (2016), η επιστολική διαμάχη του Μητροπολίτη Πειραιώς με τον Αργολίδος, οι εκφρασθείσες κρίσεις του Μητροπολίτη Πειραιώς για σημαντικά ζητήματα, έχουν διεγείρει τα θεολογικά πνεύματα.
Το αποκορύφωμα φαίνεται να είναι η αποστροφή του Πειραιώς ότι ο Άγιος και Τριαδικός Θεός χρησιμοποιεί το αλλόθρησκο Ισλάμ ως έσχατο παιδαγωγικό μέσο τιμωρίας, εξαιτίας της αποστασίας από την Ορθόδοξη πίστη, και ως αφύπνιση για τον εγκεντρισμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία Του [1]. Δεν νομίζω ότι ο Μητροπολίτης Πειραιώς θεωρεί εαυτόν Προφήτη, όμως θυμίζουμε ότι στον λεγόμενο Δευτεροησαϊα (Ησαΐας, 45,1-7), ο Πέρσης κατακτητής Κύρος, ο βασιλιάς μίας ξένης χώρας, εγκωμιάζεται και η νικηφόρα προέλασή του θεωρείται ως μεσσιανική αποστολή για να δοξασθεί ο Κύριος [2].
Θα πει κανείς ότι αυτά όλα είναι «φανατισμοί». Ας είμαστε όμως λίγο πιο προσεκτικοί στις κρίσεις μας. Θα αναφέρω δύο παραδείγματα. Το πρώτο είναι ο περίφημος αφορισμός του Πωλ Βαλερύ: «ένας μοντέρνος άνθρωπος, και ως προς αυτό είναι μοντέρνος, ζει εξοικειωμένος με πλήθος αντιθέτων εγκατεστημένων στο ημίφως της σκέψης του και που έρχονται το καθένα με την σειρά του στο προσκήνιο. Δεν είναι μόνο αυτό:  αυτές οι εσωτερικές αντιφάσεις ή αυτές οι ανταγωνιστικές συνυπάρξεις στον χώρο μας δεν γίνονται γενικά αισθητές και σπάνια μόνο σκεπτόμαστε ότι δεν υπήρχαν ανέκαθεν. Θα ήταν ωστόσο αρκετό να θυμηθούμε ότι η ανεκτικότητα, η ελευθερία της εξομολόγησης και της γνώμης είναι πάντοτε πράγμα πολύ όψιμο· δεν μπορεί να νοηθεί και να διεισδύσει στους νόμους και στα ήθη παρά σε μια προχωρημένη εποχή, όταν τα πνεύματα έχουν πλουτίσει και αποδυναμωθεί προοδευτικά από την ανταλλαγή των διαφορών τους. Ο φανατισμός, αντίθετα, θα ήταν μία τρομακτική αρετή των καθαρών καιρών…» [3].
 Το δεύτερο είναι ένα εκκλησιαστικό γεγονός: το 1949 κυκλοφορεί η μελέτη του καθηγητή του Κανονικού Δικαίου Αμίλκα Αλιβιζάτου μερί της «εκκλησιαστικής οικονομίας» ως μίας παράδοσης που υπάρχει και εφαρμόζεται από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, κανείς δεν προέβλεπε τότε ότι πολύ σύντομα- στις 7 Ιουλίου του 1949- η Δ.Ι.Σ. θα απονείμει στον Χρύσανθο (πρώην Τραπεζούντος) τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών) εφαρμόζοντας την εκκλησιαστική οικονομία. Ο τίτλος απονεμήθηκε διότι ο εν λόγω άσκησε τα καθήκοντα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος στο χρονικό διάστημα από τις 18 Δεκεμβρίου 1938 μέχρι και τις 5 Ιουλίου 1941. Η Δ.Ι.Σ. δεν αναγνώρισε στον Χρύσανθο ότι υπήρξε Αρχιεπίσκοπος, αλλά ότι απλώς άσκησε τα καθήκοντα του προκαθημένου της Εκκλησίας και γι’ αυτό επιστρατεύτηκε η «εκκλησιαστική οικονομία» για να τον προσαγορεύσουν «Πρώην Αθηνών». Απλά να θυμίσουμε ότι ο Χρύσανθος είχε κατηγορηθεί ότι η εκλογή του το 1938 οφείλεται στην πολιτειακή παρέμβαση της τότε κυβέρνησης Ι. Μεταξά που συνεπέφερε και τον παραγκωνισμό του ανθυποψηφίου Δαμασκηνού, ενώ με την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου το 1941 πραγματοποιήθηκε μέσα από μία Μείζονα Ιερά Σύνοδο η αποκατάσταση του Δαμασκηνού και η συνακόλουθη αποπομπή από τον αρχιερατικό θρόνο του Χρύσανθου [4].
Με αυτά θέλω να πω ότι καμία εφαρμογή κανόνος ή επιείκειας (στα εκκλησιαστικά πράγματα, της «οικονομίας») δεν είναι απροϋπόθετες. Επίσης, θέλω να πω ότι είναι φυσικό σε εποχές κρίσης και σχετικισμού, σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα (οιονεί η πραγματικά), να αποδυναμώνονται οι θέσεις και να επιδιώκεται ένας «διάλογος», που εμφανίζεται να είναι το αντίθετο του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Αναγνωρίζω την ιστορική αναγκαιότητα, όμως διατηρώ τις επιφυλάξεις μου.
Προς τι όλα αυτά; Αφορμή το τελευταίο τεύχος του περιοδικού της Σύναξης, με αφιέρωμα στο θέμα «Ετεροδοξία και αίρεση» [5]. Το εν λόγω τεύχος, θεωρώ ότι είναι από τα πιο ενδιαφέροντα της μακρόχρονης παρουσίας της έκδοσης. Το ζήτημα της σχέσης μας με τους ετερόδοξους και της διασάφησης της έννοιας της αίρεσης, είναι κεντρικά ζητήματα στη σύγχρονη θεολογία.
Σταχυολογώ: «στις ενωτικές ψευδοσυνόδους της Λυώνος (1274) και της Φερράρας/ Φλωρεντίας (1438/39) οι συνοδικοί δεν έλαβαν μέρος οι μεν ως αιρετικοί, οι δε ως ορθόδοξοι, ως κατηγορούμενοι και κατήγοροι, αλλ’ ως ισότιμα μέλη της Εκκλησίας Ανατολής και Δύσεως για την λύση των κοινών προβλημάτων. Δυστυχώς απέτυχαν» [6]· την ίδια στιγμή που ανιχνεύεται εύστοχα η αντίφαση του Παν. Τεμπέλα σχετικά με τα μυστήρια των ετεροδόξων, προσάγεται η επισήμανση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου ότι «η ουσία της Εκκλησίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί από την σκοπιά της ορθόδοξης πίστης. Η Εκκλησία αποτελεί πραγματικότητα που προσεγγίζει κανείς πνευματικά και εμπειρικά» [7]· εάν «η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο διά του συνοδικού συστήματος» [8]- για το οποίο συμφωνώ απόλυτα- τότε αυτό είναι ένα επιχείρημα μόνο κατά των ατόμων ή ομάδων που δήθεν προασπίζουν την γνήσια Ορθοδοξία (είναι σαφές ποιοι εννοούνται) ή και κατά του οιουδήποτε που έχει τη» δική του», «προσωπική» Ορθοδοξία;
Δεν θα ήθελα να αδικήσω το έργο των συγγραφέων, από τα άρθρα των οποίων «απομόνωσα» κάποια ενδεικτικά, για εμένα, αποσπάσματα. Εξακολουθώ όμως να τα θεωρώ ενδεικτικά μίας «εργαλειακής» χρήσης δεδομένων της Πατερικής, συνοδικής και βιβλικής ιστορίας, με σκοπό την «επίθεση» ή την «αποδόμηση» αυτών που θεωρούνται ως φανατικοί.
Η συζήτηση θα έπρεπε να είναι σε άλλο επίπεδο. Η «οικονομία» για τους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν στενά συνδεδεμένη με τη διαχείριση της μετάνοιας από την Εκκλησία. Οι επίσκοποι ως «οικονόμοι ψυχών» ασκούν το ποιμαντικό τους έργο, ακριβώς παρέχοντας πλήρη ή εν μέρει μετάνοια. Δεν καταδικάζεις ως ποιμένας ψυχών ούτε τον ετερόδοξο, ακόμα και ούτε τον αιρετικό, διότι δεν υποκαθιστάς την Θεία φιλανθρωπία, όμως απ’ αυτό το σημείο μέχρι το σημείο να «εμπλέκεσαι» σε διαλόγους με τις άλλες εκκλησίες, δεν είμαι σίγουρος ότι έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Το αποδέχομαι ως ιστορική- συγκυριακή απαίτηση. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Μεγαλύτερη σημασία έχει το ακόλουθο απόσπασμα: «ο άγιος Ιουστίνος κατηγορεί, λ.χ., τον Πάπα ότι υπήρξε ο πρώτος Προτεστάντης. Ο Προτεσταντισμός κατ’ αυτόν είναι ένας γενικά εφαρμοσμένος παπισμός, καθώς μετέφερε τη θεμελίωση του Χριστιανισμού από τον Θεάνθρωπο όχι στον αλάθητο Πάπα, αλλά στο κάθε ανθρώπινο άτομο. Ο Προτεσταντισμός είναι, με άλλα λόγια, ένα ‘εκλαϊκευμένος’ παπισμός, στερημένος από τον μυστικισμό, την αυθεντία και την εξουσία του τελευταίου» [9]. Πρέπει να αναδεικνύονται οι διαφορές για να καταπολεμούνται. Η ένταση και η αντιπαράθεση είναι προϋποθέσεις μίας συνάντησης. Στο σημείο αυτό ίσως θα μπορούσε να υπάρξει ένας κοινός τόπος ανάμεσα στις δύο τάσεις- και εννοώ τις απόψεις της τάσης του Πειραιώς και αυτές της Σύναξης. Αναφέρω τα περί συμφιλίωσης του Ν. Νησιώτη: «Η συμφιλίωση δεν αποτελεί απλώς ένα ειρηνικό, παμπεριεκτικό μήνυμα το οποίο καλεί τους ανθρώπους σε παθητικότητα ενώπιον της αδικίας. Βεβαίως αποτελεί μήνυμα ειρήνης και αγάπης σε κάθε περίσταση, όμως η αγάπη εμπεριέχει και την αντίθεση στο κακό και την αμοιβαία διόρθωση μέσω της κριτικής και της πράξης. Η βιβλική συμφιλίωση περιλαμβάνει την ένταση και την αντιπαράθεση, κατά περίπτωση» [10]
Σημειώσεις
[1] Επιστολή προς τον Κόπτη Πατριάρχη Θεόδωρο τον Β’, 9.1.2017, https://imp.gr/2012-03-27-20-22-23/1127-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%82-%CF%84%CF%8C%CE%BD-%CE%BA%CF%8C%CF%80%CF%84%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B7-%CE%B8%CE%B5%CF%8C%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%BF-%CF%84%CF%8C%CE%BD-%CE%B2.html
[2] Klaus Koch, Οι προφήτες, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2009, 459-460.
[3] Πωλ Βαλερύ, Επιλογή από το έργο του, μετ. Χαρά Μπανάκου- Καραγκούνη, Σοχασμοί, στιγμή, 2007, 34.
[4] Γρ. Ψαλίδας, Συνεργασία και Ανυπακοή. Η πολιτική της ηγεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Κατοχή (1941-1944), εκδόσεις της Εστίας, Αθήνα 2016.
[5] Σύναξη, τεύχος 143, Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2017.
[6] Γρ. Λαρεντζάκης, «Αίρεση και σχίσμα σήμερα», Σύναξη, 143/2017, 12.
[7] Κύριλλος (Κατερέλος), επίσκοπος Αβύδου, «Ορθοδοξία και αίρεση στον 21ο αιώνα», Σύναξη, 143/2017, 23.
[8] Στ. Τσομπανίδης, «Ορθοδοξία εντός τόπου και χρόνου. Από την στατική ‘αιρεσιολογία’ στη δυναμική εκκλησιολογία», Σύναξη, 143/2017, 43.
[9] Βλ. Τσβέτκοβιτς, «Ο άγιος Ιουστίνος ο Νέος (Πόποβιτς) για τον οικουμενισμό», Σύναξη, 143/2017, 71.
[10] Θαν. Παπαθανασίου, «Νίκος Νησιώτης και θεολογίες της συνάφειας», Σύναξη, 143/2017, 88.
Η συμφιλίωση των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Φορητή εικόνα (τέλη 15ου αι.) από τη Μονή του Ευαγγελιστού Ιωάννου στην Πάτμο.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ