Ισλάμ, τζιχάντ και Ουελμπέκ

0
714

«Είχα μείνει κατάπληκτος από την παρουσία Αράβων· έρχονταν κι αυτοί για τους ίδιους ακριβώς λόγους με τους Δυτικούς, ρίχνονταν μάλιστα στις ακολασίες με ακόμη μεγαλύτερο ενθουσιασμό» (Ουελμπέκ, Πλατφόρμα, 288)
Λέγεται ότι η τρομοκρατία πάντα προηγείται του κράτους, εγώ θα πρόσθετα ότι η λογοτεχνία πάντα προηγείται της τρομοκρατίας ή του εγκλήματος γενικότερα. Ο Γάλλος Houellebecq, για τον οποίον η πιο «ηλίθια» θρησκεία του κόσμου είναι το ισλάμ[1], φημίζεται για τις προβοκατόρικες ιδέες του. Και όχι μόνο. Μέγας κυνικός αναλυτής της καθημερινότητας του δυτικού ανθρώπου, με διαβάσματα σε Σοπενχάουερ και Νίτσε, ζει στο «πετσί» του τον μηδενισμό του 21ου αιώνα.

Το 2001 στο βιβλίο του Πλατφόρμα[2] χρησιμοποιεί το ισλάμ και την τρομοκρατία του σαν καταλύτη για την ακύρωση- μέσω του θανάτου- της προσπάθειας του δυτικού ανθρώπου να διαφύγει από την παρακμή της κοινωνίας που ο ίδιος έχει φτιάξει. Ο κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι η βιομηχανία του σεξουαλικού τουρισμού. Μία κερδοφόρα βιομηχανία, η οποία όπως και το χρηματιστηριακό κεφάλαιο ομογενοποιεί τον πλανητικό πληθυσμό: «από τη μία έχεις πολλές εκατοντάδες χιλιάδες Δυτικούς που έχουν ό,τι θέλουν, εκτός από σεξουαλική ικανοποίηση: ψάχνουν, ψάχνουν αδιάκοπα, αλλά δεν βρίσκουν τίποτε, και η δυστυχία τους έχει φτάσει ως το μεδούλι. Από την άλλη, έχεις εκατομμύρια ανθρώπους που δεν έχουν τίποτε, που ψοφάνε της πείνας, που πεθαίνουν νέοι, που ζουν σε απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής, και που δεν έχουν πια τίποτε να πουλήσουν εκτός από το κορμί τους και, συνολικά, τη σεξουαλικότητά τους. Είναι απλό, πραγματικά απλό στην ουσία του: πρόκειται για μία ιδανική συνθήκη ανταλλαγής» (Πλατφόρμα, 228)
Αυτή η ελπιδοφόρα βιομηχανία δύσκολα εφαρμόζεται, λέει ο συγγραφέας, στις μουσουλμανικές χώρες. Στις μουσουλμανικές χώρες, βέβαια. Όμως, οι εξαγριωμένοι των παρισινών προαστίων- οι περισσότεροι μουσουλμάνοι-, καταναλώνουν τις μάρκες του καπιταλισμού, καταστρέφοντας: «οι νεαροί αυτοί, μέσα από το ημιάγριο ένστικτό τους, προαισθάνονταν δίχως καμία αμφιβολία την παρουσία της ομορφιάς· η επιθυμία τους ήταν θεμιτή, και απολύτως σύμφωνη με τις κοινωνικές νόρμες. Έπρεπε απλώς ν’ αναμορφωθεί ο ανεπαρκής τρόπος έκφρασης της»[3] (Πλατφόρμα, 254).
Το 2001 ο Ουελμπέκ εντοπίζει το πρόβλημα των μουσουλμάνων στο γεγονός της επίγειας, εδώ και τώρα- αλλά χωρίς αυτούς- παρουσίας του παραδείσου. Ο παράδεισος της υλικής ευδαιμονίας είναι στο ενθάδε, και όχι στο επέκεινα. Τα μαγαζιά με κορίτσια, τα στέκια με ηδονικά ναρκωτικά, τα λουσάτα ρούχα και αυτοκίνητα είναι εδώ, δίπλα μας. «Για να μπεις δεν χρειαζόταν να εκπληρώνεις ούτε τα επτά καθήκοντα του μουσουλμάνου ούτε να είσαι ταγμένος στον ιερό πόλεμο» (Πλατφόρμα, 324), οπότε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι «το μουσουλμανικό σύστημα είναι καταδικασμένο: ο καπιταλισμός θα νικούσε. Ήδη οι νέοι Άραβες, το μόνο που σκέφτονται είναι η κατανάλωση και το σεξ» (Πλατφόρμα, 325).
Μνησικακία, φθόνος και ζήλεια. Αγωνία συμμετοχής στα όργια της εποχής μας. Το καταπραϋντικό των αγρίων που μας απειλούν είναι αυτό που μισούν και που ποθούνε ταυτόχρονα. Αυτά το 2001. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Ο Ουελμπέκ σήμερα επεκτείνει το πεδίο της σκέψης του. Τότε οι εμμονές του είχαν να κάνουν με την αχαλίνωτη σεξουαλικότητα, την ανάγκη του δυτικού ανθρώπου να βρει την ευτυχία μέσα σε έναν κόσμο χωρίς Θεό, καταφεύγοντας στο σεξ. Τώρα φαίνεται ότι οι εμμονές του έχουν να κάνουν με την ανάγκη για υποταγή του δυτικού ανθρώπου, καθώς ανακαλύπτει ότι ο κόσμος που έχει δημιουργήσει είναι μία αστείρευτη πηγή άγχους. Κατά συνέπεια, το ισλάμ αποκτά μία άλλη διάσταση.
Στο πρόσφατο έργο του Υποταγή[4] ο Γάλλος συγγραφέας προσφέρει στον δυτικό άνθρωπο το αντίδοτο στη μιζέρια του. Αυτό το αντίδοτο είναι το ισλάμ. Έχει συνειδητοποιήσει ότι η περιβόητη δυτική ελευθερία (από αρχές, από τον σκοταδισμό, από τις δεσμεύσεις, από το κράτος) είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την καταστροφή[5]. Βλέπει τριγύρω του μία γερασμένη κοινωνία που αδυνατεί ν’ αναπαραχθεί. Εσωστρεφής και εθισμένη στα «δικαιώματά» της: «Για παράδειγμα, να δεχθούμε ότι έχεις δίκιο για την πατριαρχία, ότι είναι η μόνη βιώσιμη συνταγή. Όμως εγώ έχω σπουδάσει, έχω συνηθίσει να θεωρώ τον εαυτό μου αυτόνομο άτομο, προικισμένο με ικανότητες συλλογισμού και λήψης αποφάσεων ισάξιες μ’ εκείνες του άντρα, τι θα γίνει με μένα τότε; Θα είμαι για πέταμα;» (Υποταγή, 45).
Πρόκειται για μία αξιακή αντιστροφή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ο Νίτσε κρυφογελάει από πίσω. Αλλά και ολόκληρη η παράδοση του γαλλικού συντηρητισμού. Δεν τον νοιάζει. Όπως δεν τον νοιάζουν οι γονείς του, που παρέδωσαν μία κοινωνία άφατου εγωισμού: «οι δύο baby boomers ανέκαθεν επεδείκνυαν απαράμιλλο εγωισμό» (Υποταγή, 76), όπως με τρόπο κυνικό δεν τον νοιάζουν οι δυτικές γυναίκες «που είναι κομψές και σέξι κατά τη διάρκεια της μέρας, τότε που διακυβεύεται η κοινωνική τους θέση, και παθαίνουν καθίζηση το βράδυ, επιστρέφοντας στο σπίτι» (Υποταγή, 95), όπως δεν τον νοιάζει «η συντριπτική πλειονότητα των Γάλλων» που «συνέχιζαν να είναι παραιτημένοι και απαθείς» (Υποταγή, 120).
Η εννοιολογική γραμμή της Πλατφόρμας δεν χάνεται. Το ισλάμ ηττάται από τον καπιταλισμό και τον δυτικό πολιτισμό, ενσωματώνεται όμως και προικίζει την ετοιμοθάνατη Ευρώπη με ένα αίσθημα ενότητας και ζωτικότητας. Ο μυθιστορηματικός ήρωας, ένας ακόμη διανοούμενος «καταραμένος», πριν μεταστραφεί στο ισλάμ- θέμα απόλυτης επικαιρότητας για τα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας, και κακώς συνδέονται απόλυτα με την Συρία και το Ιράκ-, επιχειρεί να προσεγγίσει την καθολική, μεσαιωνική του παράδοση. Αναζητά την ταυτότητά του στο προσκύνημα του Ροκαμαντούρ, πάει να ζήσει σε μοναστήρι, όμως αποτυγχάνει: «Η Παρθένος περίμενε στη σκιά, ήρεμη και αειθαλής. Είχε την αρχοντιά, είχε τη δύναμη, σιγά- σιγά όμως ένιωθα ότι έχανα την επαφή, ότι απομακρυνόταν στον χώρο και στους αιώνες» (Υποταγή, 175). Η μοναστική ζωή απαιτεί κανόνες και πειθαρχία που το ισλάμ δεν προϋποθέτει. Ο χριστιανισμός θέλει κάποια στιγμή να σε βγάλει από τα επίγεια, από τον ενδοκόσμιο Παράδεισο, το σύγχρονο ανθρώπινο υποκείμενο δεν το επιθυμεί. Η αυστηρή θεοκρατία των τζιχαντιστών είναι μία επίφαση που κρύβει επιμελώς το γεγονός ότι το ισλάμ είναι απολύτως ενδοκοσμικό, καθώς ο Θεός είναι απόλυτα μακρινός- έχει μεταμορφωθεί σε Θεότητα. Η απόσταση είναι τεράστια. Ο πιστός είναι μόνος του στη ζωή. Η μοναξιά καμουφλάρεται με κανόνες, ενίοτε με βία.
Η μοναξιά μίας Ευρώπης «που ήταν το απόγειο του ανθρώπινου πολιτισμού» και «έχει αυτοκτονήσει σε διάστημα λίγων δεκαετιών» (Υποταγή, 265) είναι η μοναξιά της αλαζονείας ενός άθεου ανθρωπισμού. Σε αυτή τη μοναξιά και τη μιζέρια το ισλάμ προσφέρει την υποταγή: «η ανατρεπτική και απλή ιδέα, που ως τότε δεν είχε ποτέ εκφραστεί με τόση δύναμη, ότι το απόγειο της ανθρώπινης ευτυχίας έγκειται στην απόλυτη υποταγή» (Υποταγή, 268). Παρωχημένες αντιλήψεις; Όχι και τόσο: «όμως για μένα υπάρχει μια σχέση μεταξύ της απόλυτης υποταγής της γυναίκας στον άντρα, όπως την περιγράφει η Ιστορία της Ο, και της υποταγής του ανθρώπου στον Θεό, όπως τη θεωρεί το ισλάμ. Βλέπετε, συνέχισε, το ισλάμ δέχεται τον κόσμο στην ολότητά του, δέχεται τον κόσμο ως έχει, για να μιλήσουμε σαν τον Νίτσε» (Υποταγή, 269).
Το ευδαιμονιστικό, λάγνο δυτικό ανθρώπινο υποκείμενο, φορτωμένο με δικαιώματα, αυτονομία και δείκτες ανταγωνιστικότητας, ανακαλύπτει μία νέα θρησκεία που δεν του αμφισβητεί την κατανάλωση του- το πλαίσιο του ενθάδε Παραδείσου παραμένει, αφού ο κόσμος είναι το τέλειο δημιούργημα του Θεού και ο σατανάς περιθωριακός-, παρέχοντας του συνάμα κανόνες και δεσμεύσεις.
Για τον Ουελμπέκ αυτή η «φάρσα» του πολιτικού ισλάμ, μην ξεχνάμε ότι το βασικό πλαίσιο του τελευταίου του βιβλίου είναι η ανάδειξη ως Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας ενός εκπροσώπου της γαλλικής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, με την υποστήριξη σοσιαλιστών και κεντροδεξιών, είναι περισσότερο ενδεικτική από τις δεκάδες δολοφονίες του γαλλικού ISIS. Εάν οι τζιχαντιστές της Γαλλίας σκοτώνουν τους ήδη «πεθαμένους», οι δεκάδες χιλιάδες μεταστροφές χριστιανών της Δύσης προς το ισλάμ επαληθεύουν τη λογοτεχνική ουτοπία (ή δυστοπία;) του Ουελμπέκ.
[1] Hubert Prolongeau, «La bombe Houellebecq», Magazine Littéraire, n. 551/ Janvier 2015, 8
[2] Μισέλ Ουελμπέκ, Πλατφόρμα, μετ. Κ. Κατσουλάρης, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2002.
[3] Τα πλάγια γράμματα δικά μου
[4] Μισέλ Ουελμπέκ, Υποταγή, μετ. Λ. Σιπητάνου, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2015.
[5] Mark Lilla, «Slouching toward Mecca», The New York Review of Books, http://www.nybooks.com/articles/archives/2015/apr/02/slouching-toward-mecca/
Η ζωγραφική παράσταση που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο ανώνυμου.
πηγή κειμένου: antifono.gr

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ