«Καλλιτέχνης χωρίς πίστη είναι σαν ζωγράφος τυφλός εκ γενετής»
Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, σ. 60-61.
Όταν έγραφα την Κρίση του πολιτισμού είχα ήδη σημειώσει στην εισαγωγή ότι τρία πρόσωπα, ο Μαρξ, ο Νίτσε και ο Φρόυντ έστρωσαν το δρόμο στον σύγχρονο αποχριστιανισμό των κοινωνιών. Τους αφιέρωσα χωριστές ενότητες αλλά όσον αφορά τον Νίτσε δεν ασχολήθηκα εκεί παρά με τα θετικά του. Εννοώ τον τρόπο που αντιμετώπιζε το ζήτημα της παιδείας ειδικά μέσα από τα Μαθήματα για την παιδεία** που είχαν στο μεταξύ εκδοθεί και στα ελληνικά. Σήμερα μελετώντας την πρόσφατη έκδοση του Αντίχριστου ξανακοίταξα και άλλα βιβλία του και αποφάσισα να μιλήσω εκτενέστερα για την περίπτωση του σε καιρούς μάλιστα που η συμβολή του στον αποχριστιανισμό του κόσμου φαίνεται πολύ πιο καθοριστική και απαιτεί ξαναδιάβασμα του όλου έργου.
Παρενθετικά σημειώνω, για όσους δεν ξέρουν, ότι το τρίπτυχο Μαρξ-Νίτσε-Φρόυντ θριάμβευε τη δεκαετία του εξήντα και εβδομήντα στη Γαλλία (το μαρτυρούν αν μη τι άλλο τα γεγονότα του Μάη του ’68) και πώς το έργο διανοητών σαν τον Deleuze, τον Lyotard και άλλους που φιγουράρουν σε σημερινές βιβλιογραφίες των νεωτέρων θεολόγων μας, στο βάθος αποτελεί απόπειρα σύνθεσης (επί το επαναστατικότερον) του έργου εκείνων.
Αλλιώς γράφει κανείς για βιβλίο γραμμένο στην εποχή μας και εκδομένο στις μέρες μας και αλλιώς για βιβλίο του 1888 με τον ηχηρό τίτλο Ο Αντίχριστος όταν μάλιστα συγγραφέας του είναι ο Νίτσε. Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το πνεύμα του Νίτσε- με αρκετή εκλαίκευση βέβαια αλλά και αρκετές παρανοήσεις- έχει διαποτίσει στις μέρες μας το ευρωπαϊκό αν όχι και το ελληνικό στερέωμα. Πόσοι και ποιοί τον έχουν μελετήσει στην Ελλάδα είναι άλλο ζήτημα, θα βρεθούν πάντως αρκετοί πρόθυμοι να υπερθεματίσουν εν ονόματί του. Ο ίδιος ο Νίτσε, μιλώντας στον πρόλογό του για τον Αντίχριστο, λέει ότι «ανήκει στους πολύ λίγους» από τους οποίους «ίσως δεν ζει κανείς τους ακόμα»!
Όσοι έχουν έστω και λίγο ασχοληθεί μαζί του θα ξέρουν ότι κατέχεται από έναν αριστοκρατισμό που υποτίθεται ότι προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, αριστοκρατισμό που δεν μπορεί επ΄ουδενί να δεχτεί το ευαγγελικό κήρυγμα και μάλιστα την παύλεια ρήση «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ ¨Ελλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ¨ πάντες δε υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού.» (Γαλ.3,27). Βασικό θέμα που τον ενδιαφέρει κυρίως στη Γενεαλογία της ηθικής αλλά και στον Αντίχριστο είναι η ‘υψηλοφροσύνη’, η επιδίωξη της κυριαρχίας ενός ανώτερου ανθρώπινου όντος, ‘δυνατού’, ‘υπερβόρειου’, εκτός ‘νεωτερικότητας’, έξω από την ‘ευτυχία των αδυνάτων’, έξω από την ‘αδυναμία’, την ειρήνη, την συμπόνια. Με δυο λόγια ο ανώτερος τύπος που ζητάει ο Νίτσε είναι «ο εκ διαμέτρου αντίθετος» στο «κατοικίδιο ζώο, το αγελαίο, το άρρωστο ζώο άνθρωπος», «τον χριστιανό…»(σ.37).
Φοβάμαι ότι η προσέγγιση του Νίτσε στο χριστιανισμό αφορά ένα κομμάτι του και μάλιστα το πιο λειψό, κολοβωμένο, στερημένο αληθινού πνεύματος. Άλλωστε, τί πάει να πει ‘προσέγγιση του χριστιανισμού’, παρά προσέγγιση μιας ιδεολογίας ή μιας θεωρίας; Εάν δεν είσαι μ έ σ α, όχι στον χριστιανισμό αλλά στην Εκκλησία, ως πνευματικό γεγονός και μυστήριο, για ποιό πράγμα θα μιλήσεις και σε ποιά Αλήθεια θα εναντιωθείς; Δεν υπάρχει μια αθεράπευτη αντίφαση να εφαρμόζεις μια ανελέητη ρασιοναλιστική αν όχι και θετικιστική ανάγνωση στα Ευαγγέλια κι από την άλλη να ‘επενδύεις’ στην πρωτογενή κατάσταση την ‘πέραν του καλού και του κακού’, δηλαδή πέραν της συνείδησης; Και μόνο το γεγονός ότι θεωρεί τον Χριστό «άγιο αναρχικό που ξεσήκωσε τον κατώτερο λαό, τους απόβλητους και τους αμαρτωλούς, τους εντός του Ιουδαισμού ενάντια στην άρχουσα τάξη» (σ.73), παραγνωρίζοντας παντελώς ακόμη και τη μαρτυρία των Ευαγγελίων για τη στάση του ρωμαίου διοικητή Ποντίου Πιλάτου απέναντί του και φυσικά τη ρήση του ίδιου του Χριστού «η βασιλεία η εμοί ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου», δείχνει το μέγεθος της π α ρ α ν ά γ ν ω σ η ς που επιχειρεί. Είναι τέτοια η προσκόλλησή του στη σημασία που έχει η διατήρηση του αριστοκρατικού καθεστώτος και ιδεώδους ή, αν θέλετε, η εμμονή του στην ταξική διαφορά και στην πάση θυσία συντήρηση των εξαθλιωμένων μαζών στο ίδιο σταθερό σημείο, που δεν μπορεί να δει ούτε καν τη διάκριση που κάνει ο Παύλος μεταξύ ‘κυρίου’ και ‘δούλου’. Για τον Χριστό, όπως και για τον Παύλο, προέχει η ‘απελευθέρωση’ του ανθρώπου από τον πνευματικό θάνατο και την υποδούλωση στα πάθη: δεν προέχει η εξίσωση κυρίων και δούλων. Αυτό, είτε αρέσει στους σημερινούς χριστιανούς, είτε δεν αρέσει, δεν αποτελούσε στην ουσία για την Εκκλησία άμεση προτεραιότητα. Η ποιότητα της ζωής εξαρτάται κατά το Ευαγγέλιο από τη σχέση με το Πρόσωπο του Λόγου που ενανθρώπησε, όχι από τη σχέση κυρίων-δούλων, που στάθηκε για τον Νίτσε η μεγαλύτερη ίσως αφορμή απόρριψης της χριστιανικής παράδοσης.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να παραθέσω απόσπασμα του γερμανού φιλόσοφου Μαξ Σέλλερ. Είναι από το βιβλίο του Ο μνησίκακος άνθρωπος (μετ. Κωστή Παπαγιώργη, Ίνδικτος, 2002), πρωτογραμμένο το 1912 με εξαιρετικές παρατηρήσεις πάνω στη διαφορά αρχαιοελληνικού έρωτα και χριστιανικής αγάπης αλλά και βαθιά κριτική των αντίχριστων θέσεων του Νίτσε. Γράφει:
«…είναι μεγάλη πλάνη να εννοούμε το χριστιανισμό με βάση λίγο πολύ απόμακρες αναλογίες με ορισμένα σημερινά δημοκρατικά κινήματα, και να μετατρέπουμε τον Ιησού, …σε ένα είδος ‘λαϊκού δικαστή’, σε ένα είδος ‘κοινωνικού πολιτικού’, σε έναν άνθρωπο που ξέρει τι πρέπει να προσφέρουμε στους ενδεείς και στους απογυμνωμένους, σε έναν ‘Αντι-Μαμμωνά’ που εχθρεύεται κάθε οικονομικό σύστημα. Αυτή η εικόνα του Ιησού, ευρύτατα διαδεδομένη την εποχή του Νίτσε, έπαιξε μεγάλο ρόλο στην εκπόνηση της άποψής του και εξηγεί γιατί πίστεψε, πλήττοντας τον νεωτερικό σοσιαλισμό και κομμουνισμό, ότι πλήττει ταυτόχρονα τη χριστιανική ηθική και το πνεύμα της. Έτσι, είτε εξαίρουμε είτε υποβιβάζουμε τον Ιησού και τη χριστιανική αρχή, επειδή προεικόνιζαν τις σοσιαλιστικές ή δημοκρατικές τάσεις της νεωτερικής ιεραρχίας αξιών, πέφτουμε σε πλάνη, γι’ αυτό άλλωστε το αξίωμα στο οποίο βασίζεται ο Νίτσε και οι ‘σοσιαλιστές’ είναι άκυρο. Παρόμοια, ο χριστιανισμός δεν υποστήριξε ποτέ την ‘ισότητα των ψυχών ενώπιον του Θεού’ όπου ο Νίτσε εντόπισε τη ρίζα κάθε δημοκρατίας, αν με αυτή εννοούμε τη δράση του Θεού ο οποίος αποκαθαίρει την π ρ α γ μ α τ ι κ ή αξία του ανθρώπου από ψευδο-αξίες που γεννήθηκαν από τις περιστάσεις, τις μικρότητες, τις αποτυφλώσεις και τα επιμέρους συμφέροντα»( ο.π.σ. 98-99).
Τα παραπάνω σημαίνουν συνακόλουθα ότι η επίθεσή του κατά της ‘χριστιανικής ηθικής’ ισχύει για τον συμβατικό-κοινωνικό χριστιανισμό και προπαντός της εποχής του, πάντως ούτε με το Χριστό έχει σχέση, ούτε με τον Παύλο, ούτε με τους Πατέρες, τουλάχιστον της ορθόδοξης Εκκλησίας. Η διατύπωσή του: «Ο ‘πρώτος Χριστιανός’-πολύ φοβάμαι κι ο ‘τελευταίος Χριστιανός’ επίσης, τον οποίο μπορεί πιθανώς και να προλάβω-, είναι (από πλευράς ενστίκτου) επαναστάτης κατά παντός προνομιούχου: η ζωή του, ένας αγώνας για ‘ίσα δικαιώματα’» (σ.107), αποτελεί πυροτέχνημα ψεύδους ή λάθους. Ωστόσο, αποτελεί μέγα παράδοξο στο βιβλίο, το περιεχόμενο των σελίδων 74-85, όπου ο Νίτσε δηλώνοντας στην αρχή «Εκείνο που ενδιαφέρει εμένα είναι ο ψυχολογικός τύπος του Λυτρωτή» (σ.74) από τη μία αναγγέλλει την προσήλωσή του σε μια ψυχολογική ερμηνεία του Χριστού και της πραγματικότητας που τον αφορά άμεσα, με όλα όσα μπορεί να συνεπάγεται μια τέτοια ερμηνεία, και από την άλλη καταφέρνει όντως-μοναδική φορά στο βιβλίο αν όχι σε όλα τα βιβλία του- να αγγίξει ορισμένες βαθιές χριστιανικές αλήθειες. Λόγου χάρη: «Τι σημαίνει ‘χαρμόσυνο άγγελμα’; Η αληθινή ζωή, η αιώνια ζωή ευρέθη- δεν είναι υπόσχεση, είναι παρούσα, είναι ε ν τ ό ς υ μ ώ ν: ως ζωή αγάπης, της αγάπης που δεν αφαιρεί, δεν αποκλείει, δεν αποστασιοποιεί.» (σ.75). Τα παιχνίδια της φυσιολογίας τα οποία παίζει παρακάτω και τα περί ‘αφής’ και ‘επαφής’ απ’ όπου ανάγεται σε «ένστικτο μίσος κατά πάσης απτής πραγματικότητας, ως μια φυγή προς το ‘ακατάληπτο’, το ‘ασύλληπτο’,… ως μια ζωή εξασκημένη σε έναν κόσμο που καμιά πραγματικότητα πια δεν τον αγγίζει» (σ.75-76), που εννοείται αφορούν τον Χριστό, δεν μπορεί να ισχύουν. Θα αρκούσε να αναλογιστούμε την τόσο συχνή επαφή του με τους πάσχοντες που θεράπευε, το συγχρωτισμό του με τον όχλο-που περιφρονεί ο Νίτσε- για να μην αναφέρω το λαμπρό παράδειγμα ‘αφής’ όταν τον πλησιάζει η αιμορροούσα του Ευαγγελίου και θεραπεύεται αγγίζοντας το χιτώνα του, ενώ εκείνος μέσα στο συνωστισμό ρωτά «τις μου ήψατο των ιματίων;» προκαλώντας την έκπληξη των μαθητών. Το ‘ακατάληπτο’ και το ‘ασύλληπτο’ στην περίπτωση του Χριστού συνδυάζεται με απέραντη ευαισθησία, με απέραντη ‘αφή’.
Ωστόσο, επανερχόμενος στην σημασία των σελίδων που ξεχώρισα πριν, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι στο βιβλίο υπάρχουν δύο κύρια επίπεδα: αυτό που αφορά το Πρόσωπο Χριστός και που ο Νίτσε –τι σημαίνει άραγε αυτό;- αποφεύγει να τον αποκαλέσει έτσι χρησιμοποιώντας συνήθως τη λέξη « Λυτρωτής», και υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο που αφορά την παραμόρφωση της διδασκαλίας ή μάλλον της πρότασης ζωής που έκανε. Παραμόρφωση που αρχικά, κατά τον Νίτσε, οφείλεται στο οχλοπρεπές περιβάλλον του και αργότερα σε άλλους παράγοντες. Ωστόσο, είναι τέτοιο το μένος του γενικά κατά του Χριστιανισμού, που αυτές οι ξεχωριστές σελίδες που φανερώνουν όντως Αλήθειες του Χριστού, πνίγονται μέσα σ’ ένα κυκεώνα καταγγελιών και κατηγοριών αλλά και οικοδόμησης επιχειρημάτων και αποδείξεων, ώστε να συντριβεί ο υπεύθυνος για όλα τα κακά του κόσμου και προπαντός για την συμπόνοια, την δηλητηρίαση με την ηθική των δούλων, με την ηθική της παρακμής, με την απατηλή γλώσσα του ιερέα κλπ.
Σε όλο σχεδόν το βιβλίο έρχεται και ξανάρχεται ο όρος decadence, γραμμένος γαλλιστί που μεταφράζεται παρακμή, και την οποία ο Νίτσε «διάβαζε» στην ευρωπαϊκή ιστορία (αν μπορούμε να το πούμε) από τον καιρό του Σωκράτη. Κάπου ο Χριστός χαρακτηρίζεται «ο πιο ενδιαφέρων από όλους τους «decadents», «decadent» ωστόσο. Αυτή η λέξη με τις παραδηλώσεις που έχει ειδικά σήμερα, τις οποίες παρέλαβε μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα, συναπτόμενη με το πρόσωπο του Χριστού ή γενικότερα με την χριστιανική παράδοση, μάλλον γελοία ακούγεται, όχι μόνο σε αυτιά χριστιανών. Θα πρόσθετα εδώ ότι παρά τον αρχαιοελληνισμό του ο Νίτσε παρουσιάζει τεράστια κενά στις αναφορές του σε ελληνοχριστιανικό διάλογο ή συσχέτιση, εννοιολογικού και γλωσσικού επιπέδου. Έχει «δέσει» απόλυτα τον ιουδαϊσμό με τον χριστιανισμό και δεν αφήνει συνάμα να εισέλθει μέσαθέ τους τίποτα ελληνικό. Περιττό να πω ότι αυτό οφείλεται σε άγνοια, όχι μόνο ιστορικής τάξης αλλά και πατερικής θεολογίας. Ο Ν. αγνοεί παντελώς τους Πατέρες της Εκκλησίας και δή τους κατόχους αρχαιομάθειας (Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο, Χρυσόστομο κλπ). Αλλά ένας άνθρωπος, με τέτοια γνωστικά κενά (ας αφήσουμε έξω την πίστη), για ποιό χριστιανισμό θα μιλήσει, παρά για ένα κολοβωμένο και παραμορφωμένο χριστιανισμό, ίσως ούτε καν τον χριστιανισμό του Λούθηρου; Και ποιά είναι η κολοσσιαία εκείνη αυταπάτη που τον έχρισε κάτι σαν κεφαλή του αντιχριστιανισμού;
Στην Εισαγωγή του στον Αντίχριστο ο Κ. Δεληκωσταντής γράφει: «είναι αυτονόητο ότι η κριτική της χριστιανικής και της νεωτερικής ηθικής από τον Nietzsche πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τη γενικότερη φιλοσοφική του τοποθέτηση. Πίσω απ’ αυτή βρίσκεται η αρχή ότι ‘ο Θεός είναι νεκρός᾿. Αυτό φυσικά δεν σήμαινε μόνον τον θάνατο του Θεού των χριστιανών, αλλά και το τέλος της μεταφυσικής και των αξιών της, το τέλος του διχασμού και της διάσπασης της πραγματικότητας σε φυσική και υπερφυσική και των μηδενιστικών συνεπειών της. Στον χριστιανισμό ο Nietzsche πολεμά την ανθρωπολογική σύγχυση, την εχθρική προς τη ζωή στάση, το ήθος των δούλων, τη μετατροπή του ήθους από έκφραση δύναμης σε έκφραση αδυναμίας και σε ιδεολογική επικάλυψη αυτής της αδυναμίας. Αυτές τις μηδενιστικές τάσεις καταπολεμά και στη νεωτερική ηθική, την οποία θεωρεί συνέχεια του χριστιανισμού.»(σ.13)
Θα πρέπει να ειπωθεί εδώ ότι πριν από τον Νίτσε ένας άλλος ετοίμασε το δρόμο κι αυτός ήταν ο Λούθηρος. Κατά τον Σέλλερ- «αρνούμενος στην αγάπη έναν πρωταρχικό και υπερφυσικό χαρακτήρα, παράπλευρα προς την πίστη, και θεωρώντας την εσωτερική πράξη της αγάπης ως άχρηστη για τη σωτηρία, πρόδωσε τη χριστιανική ιδέα της αγάπης βαθύτερα και από το θεσμό που καταπολεμούσε, οπότε συνεισέφερε περισσότερο από τον πάπα στη διαμόρφωση του νεωτερικού ανθρωπισμού, για τον οποίο η αγάπη είναι μόνο μια υποκειμενική, ανθρώπινη δύναμη που αποδίδεται στο σώμα και τις αισθήσεις.[…] Αφαιρώντας από την οδό της σωτηρίας τον θεμελιώδη παράγοντα της χριστιανικής ηθικής, την αγαπητική πράξη (αγάπη του πλησίον και του εαυτού μας), ο Λούθηρος καθιέρωσε τη ρήξη ανάμεσα στη θρησκεία και στην ηθική-υποβιβάζει την αγάπη σε αμιγώς ανθρώπινη δύναμη, βασισμένη στη φυσική συμπάθεια και έτσι έμμεσα αλλά τελεσφόρα, αναδεικνύεται σε πρόδρομο των μοντέρνων και θετικών ιδεών της ανθρωπότητας και του φιλανθρωπισμού» (ο.π. σ. 124 και 126).
Έτσι επέρχεται σιγά-σιγά η παραμόρφωση της χριστιανικής αγάπης, εδραιώνεται ο νεωτερικός φιλανθρωπισμός, (ακόμη και ο Καντ χαρακτηρίζει την αγάπη ‘μια αισθησιακή συγκίνηση παθολογικής τάξεως’), φτάνοντας σε μια άχρωμη και γλυκερή αγάπη εναντίον της οποίας ξεσηκώνεται ο Νίτσε, χωρίς να μπορέσει η να θελήσει να διακρίνει την αυθεντική χριστιανική αγάπη από τις παραμορφώσεις της και την έκπτωσή της σε στείρα ηθική.
Εγείρονται βέβαια τεράστια ζητήματα τα οποία δεν τελειώνουν με τη δική μου σύνοψη μιας πραγματικότητας που αντιστοιχεί σε ιστορία αιώνων και μάλιστα εκεί στη Δύση. Και προκύπτουν ερωτήματα όπως:
Πόσο εδώ στην Ελλάδα είμαστε ενήμεροι αυτών των ζητημάτων και μπορούμε να διαφοροποιηθούμε πάνω στη βάση μιας άλλης ιστορικής συνέχειας που είναι η ελληνική και ορθόδοξη-χριστιανική, περασμένη από τη βυζαντινή περίοδο και τα βιώματα των λαών της χιλιετούς αυτοκρατορίας, για την οποία οι περισσότεροι θεολόγοι της εποχής του Νίτσε και όχι μόνο αυτής (ενν. και φιλόσοφοι και ποιητές και επιστήμονες) είτε δεν έχουν ιδέα, είτε έχουν ελάχιστη;
Γενικεύοντας θα έλεγα ότι ο Νίτσε πολεμά τον ίδιο τον Χριστό και όχι έναν παρακμασμένο και αλλοιωμένο χριστιανισμό. Όσο για το «θάνατο του Θεού των χριστιανών», «το τέλος της μεταφυσικής και των αξιών της» κλπ., επειδή σε σημαντικούς διανοητές έλληνες (Χρ. Μαλεβίτση, Χρ. Γιανναρά αν όχι και Στ. Ράμφο) πέρασε όντως η ίδια αντίληψη ότι στον Νίτσε αυτά είναι πιο πολύ δ ι α π ί σ τ ω σ η για την κατάσταση της εποχής του αν όχι και προφητεία, ίσως ήρθε ο καιρός να ειπωθεί ρητά ότι μια τέτοια αντίληψη μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα όσον αφορά την περίπτωση του αν δεν τα εξωραϊζει. Δεν χρειάζεται παρά μια ανάγνωση του Αντίχριστου για να καταλάβουμε ότι ο Νίτσε όχι μονάχα διαπιστώνει τον «θάνατο του Θεού» και το «τέλος της μεταφυσικής» αλλά θεωρεί ότι η παρακμή -μεταφυσική ή άλλη- άρχισε με τον Σωκράτη, συνεχίστηκε με τον Ιουδαϊσμό και κορυφώθηκε με το Χριστιανισμό. Όλο το «ressentiment» (μνησικακία) για το οποίο καταγγέλλει τους χριστιανούς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον κατοικεί και τον ωθεί στην δική του επίθεση. Είναι ποτισμένος με το δηλητήριο που όντως πρόσβαλε τους χριστιανούς της Ιεράς Εξέτασης και όσους άλλους μετέτρεψαν την Εκκλησία της Αγάπης σε σφαγείο (περιλαμβανομένων και των σταυροφόρων). Είναι άραγε τυχαίο ότι ποτέ δεν αναφέρει λέξη για τέτοια πράγματα;
Θα μπορούσα να ισχυριστώ, χωρίς να θέλω τώρα να το αναπτύξω, ότι ο Νίτσε είναι η προσωποποίηση της μνησικακίας κι ας λέει ότι θέλει για τα «ελεύθερα πνεύματα» στα οποία ανήκει και για τον «υπεράνθρωπο» που πρεσβεύει. Ούτε είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα γραπτά του έδωσαν αφορμή για να προωθηθεί η θεωρία της «αρίας φυλής» και ο εξολοθρεμός των Εβραίων χάρη στον Χίτλερ που εφάρμοσε κατά γράμμα ορισμένες υποδείξεις του Νίτσε, ακόμη κι αν τους έδωσε μια κτηνώδη και ωμή διάσταση που δεν υπήρχε σ’ εκείνον. Όλο το ζήτημα του Νίτσε είναι η «βούληση για δύναμη», μια μανιακή επιδίωξη υπέρβασης κάθε ορίου που εν τέλει τον οδηγεί στην εξουθένωση και αποδείχνει σαφέστατα τη ματαιοπονία της προσπάθειας. Αυτή ήταν «η απελευθέρωση της δημιουργικής όψης του» και η πραγμάτωση του αληθινού του «είναι». Ποιο ήταν το αληθινό του είναι; Το βύθισμα μέσα στην άνοια; Αυτή ήταν η δύναμη του «υπερανθρώπου»; Και τί είναι πάλι αυτή η διατύπωση η δύναμη του «υπερανθρώπου»; Ή εκείνη ή άλλη διατύπωση (του Νίτσε) «Το ουσιώδες είναι η ίδια η πραγματικότητα»; Ποια είναι αυτή η περιβόητη πραγματικότητα, στην οποία πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι, να της υποταχτούμε, να προσαρμοστούμε απόλυτα μαζί της; Ό,τι υπάρχει στο ρεύμα της ζωής, από το άγριο κύμα ως την καταιγίδα, μπορεί να αποτελέσει κριτήριο ζωής και ανάπτυξη του ανθρώπου σε υψηλό επίπεδο ή αποτελεί κάτι σαν εγκλωβισμό στην «άγρια φύση» και προσπάθεια να την συναγωνιστούμε και να γίνουμε χειρότεροι από αυτήν, πιο δυνατοί –υποτίθεται- «υπεράνθρωποι»;
Παρ’ όλα αυτά θα μπορούσε κανείς να υπερασπιστεί τον αριστοκρατισμό του όχι στην αρνητική του όψη αλλά στη θετική: την ανάγκη δηλαδή κριτηρίων (προερχόμενων από παιδεία, καλλιέργεια, φυσικό χάρισμα, γενναιοψυχία κλπ.), την ανάγκη ‘ψυχικής φτιαξιάς’, όπως γράφει κάπου ο Ταρκόφσκι, που να μπορεί να αντισταθεί στην ισοπέδωση των αξιών. Ισοπέδωση που συνέβη με την είσοδο των μαζών στην ιστορία και του γενικευμένου εκδημοκρατισμού που απαιτεί ‘ισότητα’ στο γράμμα, πράγμα ολότελα στείρο, πολτοποιεί τον άνθρωπο και τον στερεί την πνευματική του ανάπτυξη και πραγμάτωση. Το λάθος του Νίτσε είναι ότι φόρτωσε το Χριστιανισμό μ’ αυτή την ‘ισότητα’, ενώ είναι προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης. Η Επανάσταση αυτή μπορεί να απελευθέρωσε τις μάζες από τον ζυγό άλλων τάξεων, αλλά καλλιέργησε την απάτη ότι αυτή είναι όλη κι όλη η ‘ἀπελευθέρωση’: κοινωνική και ατομική. Ο άνθρωπος ως ελεύθερο κοινωνικό όν, και ως ελεύθερο άτομο-πολίτης. Τίποτε άλλο. Με κομμένο το όραμα του ουρανού, βουτηγμένος σε απόλυτο μεταφυσικό κενό, απαιτεί λυσσαλέα τα δικαιώματά του, μόνο μέσα σε αυτά τα πλαίσια: πνευματικά νεκρός.
Να τι δεν φαίνεται να συνέλαβε ο Νίτσε: ότι με το πέρασμα του χρόνου, η αλλοίωση και η παραμόρφωση της χριστιανικής Αλήθειας και Παράδοσης και η εκλογίκευσή της παρέδωσε τον άνθρωπο στις φαντασιώσεις της λογικής του, που θέλει πάση θυσία να ερμηνεύσει τα πάντα μόνο ρασιοναλιστικά, μεγεθύνοντας στο έπακρο την ανθρώπινη διάνοια, καταργώντας κάθε μυστηριακή διάσταση και κάθε σάρκωση του Λόγου. Μηδενίζοντας το γεγονός του σαρκωμένου Θεού, ο άνθρωπος ξαναγυρνά σε ένα γιγαντισμό του Λόγου, θεοποιεί το Λόγο χωρίς Θεό αυτή τη φορά, θεοποιώντας συνάμα τον εαυτό του. Αυτό που ο Νίτσε φτάνει να ζητήσει ως ‘μεταστοιχείωση των αξιών’ βρίσκεται μέσα στην…Εκκλησία! Ο Χριστός ‘ποιεί καινά τα πάντα’, μεταστοιχειώνει και ανακαινίζει ακριβώς τις ανθρώπινες φθαρμένες αξίες. Ο Νίτσε δέσμιος του αρχαιοπρεπούς αριστοκρατισμού του και περιφρονητής ο,τιδήποτε εβραϊκού και χριστιανικού (το τελευταίο παρέλαβε και ο ίδιος κολοβωμένο, καλβινοποιημένο και ευσεβιστικό), έχοντας πλήρη άγνοια της βυζαντινής χιλιετίας αλλά και της αδιαίρετης Εκκλησίας, φαντάστηκε τη ‘μεταστοιχείωση’ να γίνεται στο μέλλον, φαντάστηκε ότι δεν έχει γίνει. Ότι η ‘ανακαίνιση’ της ζωής που καλεί και φέρνει ο Χριστός σβήστηκε από τους αστοιχείωτους όχλους (τα ‘τσάνταλα’ των Ινδών, όπως τα αποκαλεί) της εποχής εκείνης και τους κληρονόμους τους, οπότε μόνος και έρημος, περιπλανώμενος στα όρη και στα άγρια βουνά, αυτοχρίεται προφήτης μιας πραγματικότητας που ήρθε στη Γη και αυτός δεν πήρε είδηση τις διαστάσεις Της! Αντί να τα βάλει με τους παραμορφωτές της αυθεντικής διδασκαλίας και Εκκλησίας, ταύτισε Εκκλησία, Εβραίους, Χριστό, αποστόλους και παραμορφωτές, με μια λέξη Θεό και ανθρώπους και τους πέταξε στον αρχαιοελληνικό του καιάδα, ανασύροντας μέσα από την παιδεία του ξανά την αρχαία γνώση, εξ ου και η εμμονή του στην Αναγέννηση και η στροφή του σε αυτήν. Είναι δυνατόν τόσα χρόνια από τότε που μεσουράνησε να μη βλέπει κανείς ότι ο ‘υπεράνθρωπός’ του είναι μια ‘πρωτότυπη’ (λόγω ‘Ζαρατούστρα’) επιστροφή στην ευρωπαϊκή αναγέννηση; Τί λογής ‘μεταστοιχείωση αξιών’ είναι αυτή που μας γυρνά πίσω σε ορισμένη ιστορική περίοδο και δοσμένο κοσμοείδωλο και που συνοδεύεται μάλιστα από εκθειασμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που κατ’ αυτόν μεγάλυνε τον άνθρωπο; Δεν είχε ακούσει ποτέ για ρωμαϊκή θηριωδία και για στρατοκράτισσα Ρώμη;
Αφήνοντας για άλλη φορά την κριτική του Νίτσε για φιλοσόφους τύπου Καρτέσιου, αλλά και την έξοχη κριτική του στην ιδέα του Κράτους, σταματώ εδώ, αφού παραθέσω την ακόλουθη μονοκοντυλιά από ένα σπουδαίο βιβλίο που εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα:
«Αυτό που οι νεώτεροι φιλόσοφοι ονομάζουν ηθική (λέξη που δε χρησιμοποιώ σχεδόν ποτέ) και στην οποία αφιερώνουν μάλιστα ιδιαίτερο κεφάλαιο στη φιλοσοφία τους, δεν έχει καμιά σχέση με το Χριστιανισμό. Θαυμαστά και επιγραμματικά την αλήθεια αυτήν τη διατυπώνει ο Μπλέηκ: ‘If Morality was Christianity, Socrates was the Saviour’ (Μπορεί αυτός να είναι ένας από τους λόγους που ο Νίτσε δεν κατάλαβε γρυ και από το Χριστιανισμό και από το Σωκράτη).» Ζήσιμου Λορεντζάτου, Collectanea, C 494, σ. 250, Δόμος 2009).
*εισαγωγή Κ. Δεληκωσταντής, Μετ.-Προλ.-Σημ.-Γλωσσάριο Βαγγ. Δουβαλέρης, Φιλ. Θεώρηση Δημ. Πολυχρονάκης, γεν. επιμέλεια-Επίμετρο Κ. Μπελέζος, εκδ. ‘Ιδεόγραμμα’, Αθήνα 2007.
**Βλ. Σ. Γουνελά, Η κρίση του Πολιτισμού, 4η ενότητα, ‘Φ. Νίτσε: Οι διαλέξεις για την παιδεία και η σημασία τους για μας τους σημερινούς Έλληνες και τους Ευρωπαίους’, εκδ. Αρμός 1997, σσ.113-138. Το βιβλίο περί του οποίου γίνεται λόγος στην ελληνική έκδοση είναι: Φρήντριχ Νίτσε, Μαθήματα για την παιδεία, Μετ.-Προλ.- Σημ. Ν. Σκουτερόπουλος, εκδ. Ροές , 1988.
πηγή: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στη Σύναξη τχ 118, σελ. 96-103
“προέχει η ‘απελευθέρωση’ του ανθρώπου από τον πνευματικό θάνατο και την υποδούλωση στα πάθη”
Η εκκλησία ως “πνευματικό” γεγονός;
Φοβούμαι ότι ο αξιότιμος και εξαιρετικός κ. Γουνελάς, στην κατά τα άλλα τεκμηριωμένη προσπάθειά του να ανατρέψει τον Νίτσε, αποκλείνει ουσιαστικά από τον δρόμο του πίστευε και μή ερεύνα!
στον αποχριστιανισμό συνέβαλαν ενδεχομένως και: α) οι μπίζνες της εκκλησίας (βλ. επαφές αρχιεπισκόπου με τον Λαυρεντιάδη) β) η εμμονή των παππάδων στην ύλη (μυθικές περιουσίες, αυτοκίνητα, επαύλεις, αυθαίρετα κτίσματα σε δημόσια περιουσία, οικοπεδοποιήσεις δασών) γ) η απλοϊκή τους σκέψη βουλιαγμένη σε μια στείρα ηθικοδιδασκαλία δ) η ενοχοποίηση των ανθρώπων ότι είναι αμαρτωλοί βρώμικοι κλπ ε) η χυδαία εκμετάλλευση του φόβου των ανθρώπων στ) η ηδονή που βλέπουμε στα μάτια τους όταν κατέχουν εξουσία ζ) η τραγική τους αγκίστρωση στα γήινα και όχι στα πνευματικά η) οι γελοιότητες περί κολάσεως και παραδείσου.
άλλωστε ένας φιλόσοφος που μιλάει συνέχεια για το Θεό δεν είναι άθεος, διαφορετικά δεν θα ασχολιόταν καθόλου. Προφανώς είχε κι ο Νίτσε τις δικές του αγκυλώσεις (βλ. πατέρα καθολικό παπά) όμως αυτό είναι άλλο θέμα
Δυστυχώς οι λίγες φωτεινές εξαιρέσεις ιερέων επαληθεύουν τον κανόνα.
Το λάθος του Nietsche είναι ότι μπέρδεψε το “βούληση για δύναμη” με το “δύναμη για βούληση”.
Γιατί όταν πλέον φτάσει ο “Υπεράνρωπος” στο τέρμα του δρόμου (η working hypothesis είναι ότι υπάρχει το “τέρμα του δρόμου”, το “nature’s greatest invension” που έλεγε και ο μακαρίτης ο Steve Jobs), θα καταλάβει ότι το ζητούμενο δεν ήταν τελικά το πρώτο, αλλά το δεύτερο. Και τότε ή 1) θα αυτοσκοτωθεί ή 2) θα γίνει Χριστιανός.
Εντελώς τετριμμένο..
Αν μιλήσουμε για κάτι πιο δύσκολο όπως π.χ. για την σημερινή οικονομική κρίση..
Νομίζουμε – στις ανάστροφες ώρες μας – ότι μιλάμε για τους άλλους… Ενώ δεν έχουμε, ίσως, μιλήσει παρά μόνο για τον εαυτό μας!
Μιλάμε τότε, ας πούμε, για την «ηδονή που βλέπουμε στα μάτια τους» (τών… εκείνων ασφαλώς) «όταν κατέχουν εξουσία».
Για την ηδονή, να ρωτήσω, που βλέπουμε ανάμεσα στις λέξεις τών περισσότερων διανοουμένων (δηλαδή, της κ υ ρ ί ω ς [b]εξουσίας[/b]) την ώρα που [b]καταγγέλλουν[/b] – τους πάντες, τα πάντα, μα πρωτίστως τους αθωότερους ανάμεσά μας – κάποια «αυτοκριτική» υποψία μήπως;
Για την προσπάθεια να μας κάνουν, όλους, να συμμεριστούμε τη [i]σκοτεινότητα[/i] τού [i]βλέμματός[/i] τους κάποιος αναστοχασμός μας, έστω;
κ. Γουνελά, αν ξέρατε πόσο με βοηθήσατε…!
Σας ευχαριστώ
γ.κ.
Μονή Μεγίστης Λαύρας = 500 εκ ευρώ για ανεμ/τριες στη Σκύρο. Μονή Πεντέλης μπίζνα real estate στα βουνά της Αττικής. Για να μη πω για Χρυσοπηγή και κοκκινίσει η γραμματοσειρά. Η Αγία Ζώνη κάνει το γύρο του κόσμου σε πολιτικάντηδες. Ο Νίτσε σας έφταιξε κ. Γουνελά;
Ένα μήνυμα, εδώ, που θαρρεί ότι [i]δικαιώνει[/i] τον Νίτσε τη στιγμή, ακριβώς, που τον [i]ανατρέπει[/i]:
Οι χριστιανοί είναι επιλήψιμοι επειδή [b]παραβαίνουν[/b] το ευαγγέλιο – μας λέει.
Ο κυρίως καημός, ωστόσο, της αντιχριστιανικότητας είναι ο ακριβώς αντίθετος: Οι χριστιανοί είναι επιλήψιμοι όταν το [b]τηρούν[/b] – πασχίζει, εκείνη, να ισχυριστεί.
Ο «Σωκράτης» μας θέλω να πω – με τα όρια τής γλώσσας του να επαληθεύονται, κατά τα άλλα, ως όρια τού κόσμου του – δεν φαίνεται να εννοεί ούτε ό,τι διαβάζει ούτε (καν) ό,τι ο ίδιος γράφει…
Αν τυχόν βρισκόσασταν σε θέση, αγαπητέ Berlin, να αποδομήσετε τον λόγο του Σωτήρη Γουνελά (όπως φιλοδοξείτε) τότε, υποθέτω, δεν θα είχατε ανάγκη να αποδομήσετε – και μάλιστα επαναληπτικά / επιδεικτικά – την αναφορά στ’ όνομά του.
Διορθώσεις:
1. i]παρά ότι σας ενδιαφέρει [/i] αντί του “παρά ότι δεν σας ενδιαφέρει”.
2. [i]απέναντι στο λόγο κειμένων [/i] αντί του “ότι ο λόγος κειμένων”
Αν μου επιτρέπετε, το θέμα κ. Berlin-3 είναι ότι φαίνεται ξεκάθαρα πως έχετε [i]ανάγκη,[/i] όπως και ο κ. Σωκράτης, [i]να ρίξετε τη συζήτηση σε επίπεδο καφενείου των ΚΤΕΛ[/i] όχι μόνο σε ό,τι αφορά το ύφος αλλά και τα (μη)επιχειρήματα.
Που σημαίνει, ότι μάλλον θέλετε να εκτονώσετε κάποια συναισθήματα παρά ότι σας ενδιαφέρει μια συζήτηση επί των όσων έγραψε επί του συγκεκριμένου θέματος ο κ. Γουνελάς – και θα μπορούσαν τόσα να ειπωθούν [i]για τον Νίτσε[/i] και τη φιλοσοφία του.
Βρίσκω πάντως πραγματικά ενδιαφέρον το γεγονός, που πολύ συχνά έχω παρατηρήσει, ότι απέναντι στο [i]λόγο[/i] κειμένων που υποστηρίζουν νηφάλια και τεκμηριωμένα τη χριστιανική αντίληψη των πραγμάτων, ο αντίλογος εμφανίζεται συνήθως υπό τη μορφή μιας σειράς από τετριμένες [i]ατάκες[/i] και [i]σοφιστείες.[/i]
Διευκρινίζω ότι οι δύο διορθώσεις έγιναν / πέρασαν στο κείμενο, με από πλευράς μου χειρισμό. Αυτό έχει ως έμμεση συνέπεια να εμφανίζεται το “ip” του δικού μου υπολογιστή πάνω απ’ το αρχικό σχόλιο του «Γ».
Αγαπητέ Berlin-3, είναι τόση η μάνητα των ορθοδόξων εναντίων όλων των υπολοίπων, (κατά κανόνα), ώστε_να_ορίστε, όλη η κριτική στα σχόλιά σας να εξαντλείται στην αναφορά σας στο όνομα του Κυρίου Γουνελά, (ασχέτως του σεβασμού σας προς αυτόν, όπως αναφέρετε στην πρώτη κιόλας γραμμή του 2ου σχολίου σας).
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι τέτοια “μεγέθη” ΔΕΝ πρέπει να τα πιάνουμε στο στόμα μας, και, προς ΘΕΟΎ! ποιός είστε εσείς επιτέλους που τολμάτε να αρθρώσετε λόγο, σκέψη, γνώμη ή τέλος πάντων λογικές αμφιβολίες βρε αδερφέ, ( χωρίς συγχρόνως να κατηγορηθείτε πως φιλοδοξείτε να ανατρέψετε μία “political_correct” θρησκευτική στασιμότητα, εάν αυτή υπάρχει; ).
Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι: αλήθεια προ τι όλος αυτός ο κόπος να γράφονται τέτοια κείμενα από τους ορθόδοξους, αφού δεν ενδιαφέρονται στην πραγματικότητα για κανενός είδους διάλογο, παρά μόνο ψάχνουν γιά “αυτιά” ώστε να τα γεμίσουν “αλογόμυγες”;
Αγαπητέ Berlin_3 είναι σαφές ότι είστε a_priori αποδομημένος από οποιονδήποτε διάλογο θα μπορούσε να γίνει μεταξύ εσάς και της ορθοδοξίας, ακριβώς γιά τούτο το γεγονός ότι δεν είστε ορθόδοξος δηλαδή μέλος τους. Παρατηρείστε γιά παράδειγμα πόσο όμορφα, γλύκά, απαλά, χριστιανικά, σας αποδόμησε από την κουβέντα ο Κος Γ. λέγοντάς σας γιά κουβέντες καφενείου, τετριμένες ατάκες και σοφιστείες, ενώ συγχρόνως προσπαθεί να σας επαναφέρει στην “τάξη” λέγοντάς σας ότι θα έπρεπε να ειπωθούν άλλα γιά την φιλοσοφία του Νίτσε και όχι αυτά (sic). Ως φαίνεται οι απορίες σας, (και συγχρόνως η επιθυμία σας να ανοίξετε έναν διάλογο πάνω στην Νιτσεική φιλοσοφία), έχουν απαντηθεί από καιρό, (μέσα από την οπτική της ορθοδοξίας βέβαια), οπότε ποιό το νόημα αλήθεια της αναζήτησης συνομιλητή πάνω σε τέτοια θέματα από τον χώρο του κλειστά οργανωμένου Δόγματος;
Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω το δόγμα, (όπως πολλοί μπορεί να εννοήσουν), αυτό που λέω είναι το αυτονόητο: δεν έχει ΚΑΜΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ η οποιαδήποτε σκέψη η οποία κινείται έξω από τα όρια της (οποιουδήποτε δόγματος), “αλήθειας”. Οπότε θέτω το ερώτημα: ΤΙ ΣΗΜΑΣΊΑ ΈΧΕΙ ΑΥΤΌ ΓΙΆ OΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΥΠΌΛΟΙΠΟΥΣ;
Χαιρετώ.
«η επιθυμία σας να ανοίξετε έναν διάλογο πάνω στην Νιτσεική φιλοσοφία […]»
Μια ακόμα συμμαρτυρία εδώ – με την υπογραφή του odinmac, αυτή τη φορά – πως, όταν ο χώρος τής πεπεισμένης αντιχριστιανικότητας προφέρει τη λέξη «διάλογος», εννοεί / επιφυλάσσει πρωτίστως μιαν απόπειρα [b]εμπαιγμού[/b], η οποία, μάλιστα δεν αυτοσυγκρατείται (εν ονόματι, μαθαίνουμε, κάποιας… αντι-“political correct” συνειδητότητας) από το να εκδηλώνεται ακόμα και σε επίπεδο… [b]προσφώνησης[/b] τού «αντιφρονούντος».
Την πιάνει, μάλιστα, το… παράπονο όταν οι λέξεις της (απλώς) υπογραμμίζονται!
Αν θελήσει κανείς να υπερασπιστεί π.χ. μια ελλιπή άποψη, χρειάζεται να καταδείξει ότι οι ελλείψεις των [i]επιχειρημάτων της [/i]δεν είναι ίσως τόσο σημαντικές όσο θεωρούν εκείνοι που της ασκούν κριτική.
Εάν θελήσει πάλι να υπερασπιστεί μια εσφαλμένη άποψη, τότε θα χρειαστεί να καταδείξει την ορθότητα των [i]επιχειρημάτων της.[/i]
Αν όμως θελήσει κανείς, όπως ο κ. Odinmac εν προκειμένω, να υπερασπιστεί [i]ατάκες[/i] και [i]σοφιστείες,[/i] τότε χρειάζεται να κάνει ένα άλμα επί τα χείρω:
Καθώς δεν έχει να υπερασπιστεί [i]επιχειρήματα[/i] – εφόσον τέτοια δεν διατυπώθηκαν! -, αναγκάζεται εκ των πραγμάτων
να [i][b]δραματοποιήσει[/b] [/i]το όλο θέμα, λέγοντας π.χ.
– πως ο ατακοσοφιστής [i][b]δήθεν[/b][/i] υπέστη κάποιου είδους διωγμό,
– ότι [i][b]δήθεν[/b][/i] του απαγορεύτηκε να ασκήσει κριτική σε ένα πρόσωπο,
– ότι [i][b]δήθεν[/b] [/i]υποδείχτηκε πως “άλλα έπρεπε να ειπωθούν για τη φιλοσοφία του Νίτσε” και
– ότι εκείνος που αποκάλυψε τον ατακοσοφιστή ως τέτοιο, το έκανε [i][b]δήθε[/b]ν[/i] επειδή δεν ενδιαφέρεται για … διάλογο!
Καλό!
Κύριε Γουνελά, θα ήταν νομίζω πιο γόνιμο, για σας και για τους αναγνώστες, να επικεντρωθείτε σε άλλα σημεία της νιτσεϊκής φιλοσοφίας. Δηλαδή, αντί να πάτε στην τελευταία φάση της φιλοσοφίας του, που είναι και η πιο πεπεισμένη και ηχηρή, να ανατρέξετε και να αναλύσετε π.χ. την “Χαρούμενη Γνώση”, που κατα τον ίδιο τον Νίτσε είναι και το πιο προσωπικό του βιβλίο. Ή θα μπορούσατε να μας φωτίσετε πάνω στα σημειωματάριά του, που εκδόθηκαν μετα το θάνατό του με τον γενικό τίτλο “Θέληση για Δύναμη”, και στα οποία, αν δεν κάνω λάθος, αποκαλύπτονται βαθύτερες πτυχές της φιλοσοφίας του και της κοσμοθεωρίας του.
Εκεί θα μπορούσε να βρεθεί και να μας απασχολήσει ένας άλλος Νίτσε, με εντελώς διαφορετικές προθέσεις και συντεταγμένες απο αυτές που διαγνώσατε και εντοπίσατε. Η ηχηρότητα του τίτλου του νιτσεικού κειμένου “Αντίχριστος”, με το οποίο διαλέξατε να ασχολειθείτε, υποδηλώνει και την ηχηρότητα της απάντησης-επίκρισής σας εκ μέρος του Χριστιανισμού που πρεσβεύετε. Έτσι δυστυχώς αποδεικνύεται ότι οι προθέσεις σας δεν ξεπερνούν πολύ μια ομιλία προχωρημένου κατηχητικού…
Παρ’ όλα αυτά, η αναφορά σας στον Ταρκόφσκυ με ξένισε και με εξέπληξε ευχάριστα. Είμαι της άποψης ότι το έργο του Ταρκόφσκυ είναι απο τα βαθύτερα και ουσιαστικότερα καλλιτεχνικά δημιουργήματα στο χώρο του κινηματογράφου, και όχι μόνο. Ξεχνάτε όμως μάλλον την τελευταία ταινία του, τη “Θυσία”… Εκεί γίνονται κάποιες αναφορές στον Νίτσε και στον Ζαρατούστρα, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα υπέροχο πεδίο συγκριτικής θεώρησης της κοσμοθεωρίας του Νίτσε και του Ταρκόφσκυ. Ξέρετε, ο Νίτσε δεν είναι ο τυπικός άπιστος – άθεος και αντιχριστιανός, ούτε ο Ταρκόφσκυ είναι ο τυπικός πιστός χριστιανός… Και αυτό θα έπρεπε να το έχετε επισημάνει τουλάχιστον.
Τέλος, μέσα στην τεράστια δυνατότητα των ερμηνειών της νιτσεϊκής φιλοσοφίας/ποίησης, θα ήθελα να αναφέρω και το έργο “Νίτσε: Φιλόσοφος της Πολλαπλότητας και της Μάσκας”, του Δημήτρη Λαμπρέλλη, ως μια πολύ σημαντική όσο και δύσβατη, εμβριθής και διεξοδική μελέτη πάνω στον Νίτσε, που έχω την αίσθηση πως συγκλίνει με τον Νίτσε της “Θυσίας” του Ταρκόφσκυ…
Κύριε Ράπτη, επιτρέψτε μου να παρατηρήσω ότι – κατ’ ουσίαν – επικρίνετε τον κ. Γουνελά για το ότι, αρθρογραφώντας εκείνος σε ένα ορθόδοξο θεολογικό περιοδικό (με αφιέρωμα στη φιλοσοφία του Νίτσε, στο συγκεκριμένο τεύχος) επέλεξε, ως αντικείμενο της δικής του συμμετοχής, τη ματιά του επισκοπούμενου φιλοσόφου προς τη χριστιανική πίστη.
Τον επικρίνετε, λέω, επί τη βάσει μόνο τής εμφατικής – εκ μέρους σας – γνωστοποίησης ότι ο ίδιος, εσείς, θα είχατε επιλέξει ένα άλλο θέμα.
Κάνετε λάθος κύριε Καστρινάκη. Τον κ. Γουνελά δεν τον επέκρινα για την επιλογή του θέματος και του αντικειμένου, αλλά για την ίδια την διαπραγμάτευση του αντικειμένου – θέματος που επέλεξε…
Πουθενά δεν είπα -και μάλιστα εμφατικά- ότι θα είχα επιλέξει άλλο θέμα. Σίγουρα όμως θα είχα κάνει διαφορετική προσέγγιση ως προς το ίδιο θέμα…
Γιατί είδα μια προχειρότητα και μια ευκολία στην διαπραγμάτευση του θέματος και στην επικριτική διάθεση. Καμμία πρωτοτυπία και καμμία εμβάθυνση (αφού μάλιστα επελέγησαν ορισμένα αποσπάσματα απο το συγκεκριμένο έργο του φιλοσόφου). Το motto “Ορθοδοξία uber alles” δεν ταιριάζει παντού…
Αποσπάσματα από τις καταληκτικές παραγράφους του ECCE HOMO (1888), του τελευταίου [i]αυθεντικού [/i]βιβλίου που έγραψε ο ίδιος ο Νίτσε πριν πέσει στην τρέλα, και στο οποίο [i]συνοψίζει και εξηγεί [b]ο ίδιος [/b]τη φιλοσοφία του και τη συμβολή του στην ανθρωπότητα [/i]– [b][i]δικαιώνοντας πλήρως το άρθρο του κ. Γουνελά,[/i][/b] και εν γένει και στην ειδική του επισήμανση, ότι “η προσέγγιση του Νίτσε στο χριστιανισμό αφορά ένα κομμάτι του και μάλιστα το πιο λειψό, κολοβωμένο, στερημένο αληθινού πνεύματος.”
Ιδού:
[i]Παράγραφος 7.[/i] Με καταλάβαν άραγε; – Αυτό που καθορίζει τα όριά μου, αυτό που με κάνει να ξεχωρίζω από όλους τους άλλους ανθρώπους, είναι το ότι [i]ξεσκέπασα την χριστιανική ηθική.[/i] […] Το γεγονός ότι η ανθρωπότητα δεν άνοιξε μέχρι τώρα τα μάτια της για να τη δει, είναι για μένα η μεγαλύτερη κηλίδα που λερώνει την συνείδησή της. Σε αυτό βλέπω μία εθελούσια τύφλωση, η οποία έφτασε πια να γίνει δεύτερη φύση των ανθρώπων, μια συστηματική εμμονή που θέλει να αγνοεί κάθε αλήθεια, κάθε αίτιο και κάθε πραγματικότητα, μία απατεωνιά που στον ψυχολογικό τομέα αγγίζει το κακούργημα. [i]Η εθελούσια τύφλωση μπροστά στον Χριστιανισμό είναι το ανώτατο έγκλημα, το έγκλημα ενάντια στην ίδια την ζωή. [/i][…] Ο χριστιανός θεωρείται έως και σήμερα σαν το κατ’ εξοχήν «ηθικό ον», σαν κάτι το μοναδικό, την ώρα που ως «ηθικό ον» υπήρξε ο πιο παράλογος, ο πιο ψεύτης, ο πιο ματαιόδοξος και ο πιο επιπόλαιος τύπος ανθρώπου, ο οποίος μάλιστα έγινε επιζήμιος, όσο ούτε καν μπορεί να φανταστεί, απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος περιφρονητής των ανθρώπων. [i]Η χριστιανική ηθική είναι η χειρότερη μορφή εθισμού στην ψευτιά. Είναι η Κίρκη της ανθρωπότητας, ο διαφθορέας της. [/i]Δεν είναι τόσο η πλάνη καθεαυτή που με τρομάζει, δεν είναι η εδώ και αιώνες πλήρης εξαφάνιση της «καλής προαίρεσης», ούτε και είναι η έλλειψη αρετής, αξιοπρέπειας και γενναιότητας στα πνευματικά πράγματα που προδίδονται από τον θρίαμβο αυτής της ηθικής, όσο είναι η ανυπαρξία φυσικότητας, η τερατωδία αυτής της ηθικής, η οποία βαπτίζει ηθικό το αντι-φυσικό και του αποδίδει μάλιστα τις υπέρτατες τιμές, και το κρεμάει ψηλά, πάνω από την ανθρωπότητα σαν νόμο της, σαν κατηγορηματική προσταγή της!
Πώς είναι δυνατόν να έχει παραβλεφθεί αυτό, όχι από ένα μόνον άνθρωπο, ούτε καν από ένα συγκεκριμένο λαό, αλλά από ολόκληρη η ανθρωπότητα; Μας δίδαξαν να περιφρονούμε όλα τα βασικά ένστικτα της ζωής. Μας φόρτωσαν τη φαντασία με τη δήθεν ύπαρξη «ψυχής» και «πνεύματος» ώστε να εξοντώσουν το σώμα. […] Η ηθική της αυταπάρνησης είναι η κατεξοχήν ηθική της παρακμής. […] Μία μόνο είναι η διαπίστωση: δεν είναι στην πραγματικότητα η ανθρωπότητα αυτή που βρίσκεται σε βαθύτατη παρακμή, αλλά μόνο αυτή η παρασιτική ράτσα ανθρώπων, το παπαδαριό, η οποία με τα ψέματά της ανυψώθηκε στην θέση του αιώνιου διαιτητή των αξιών και χρησιμοποίησε ως εργαλείο της την χριστιανική ηθική για να αποκτήσει εξουσία. […]
[i]Παράγραφος 8. [/i][i]Η ανακάλυψη της χριστιανικής ηθικής είναι ένα μοναδικό συμβάν, μια αληθινή καταστροφή, και εκείνος που την ξεσκεπάζει, είναι μια τεράστια δύναμη: [/i]σπάει την ανθρώπινη ιστορία στα δυο, την ιστορία πριν από αυτόν και την ιστορία μετά από αυτόν […] [i]Όλα όσα μέχρι σήμερα ονόμασαν [οι χριστιανοί] «αλήθεια», ξεσκεπάζονται ως η πιο επιζήμια, πονηρότερη και υπόγεια μορφή του ψεύδους. [/i]Η ιερή πρόφαση της δήθεν βελτίωσης της ανθρωπότητας είναι μια απάτη, που μοναδικό σκοπό έχει να ρουφήξει το αίμα της ζωής κάνοντάς την αναιμική. Η ηθική ως βαμπιρισμός… Αυτός, που αφαιρεί τη μάσκα από το πραγματικό πρόσωπο της ηθικής […] [i]δεν βλέπει πια τίποτε άξιο για σεβασμό, ούτε ακόμα και τους λατρευόμενους ως πιο αξιοσέβαστους ανθρώπινους τύπους, εκείνους που θεωρήθηκαν άγιοι. Απεναντίας, βλέπει σε αυτούς το πιο απαίσιο και ολέθριο είδος εκτρωμάτων, ακριβώς επειδή αυτό το είδος εξακολουθεί να σαγηνεύει…[/i] Η έννοια «Θε¬ός» εφευρέθηκε σαν αντιθετική στην έννοια ζωή συνοψίζ¬οντας όλους τους θανάσιμους εχθρούς της ζωής, ό,τι πιο βλαβερό, δηλητηριώδες και συκοφαντικό υπάρχει σε μια απαίσια ενότητα. Οι έννοιες «υπερπέραν», «αληθινός κό¬σμος» εφευρέθηκαν για να απαξιώσουν το μοναδικό κό¬σμο που υπάρχει – για να μη μείνει κανένας σκοπός, καμιά λογική, κανένα καθήκον στη γήινη πραγματικότητα μας. Οι έννοιες «ψυχή», «πνεύμα» και τέλος η έννοια «αθά¬νατη ψυχή», εφευρέθηκαν για την ταπείνωση του σώματος, για να το αρρωστήσουν – να το «αγιάσουν» -, ώστε όλα τα σοβαρά ζητήματα της ζωής (το ζήτημα της τροφής, της κατοικίας, της διανοητικής αρχής, της φροντίδας για τους ασθενείς, την καθαριότητα, τη θερμοκρασία) να αντιμετωπιστούν με ανατριχιαστική ελαφρότητα. Αντικατέστησαν την φυσική υγεία με τη «σωτηρία της ψυχής», η οποία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία κυκλική παραφροσύνη, κινούμενη αενάως από τους σπασμούς της μετάνοιας, την υστερία της λύτρωσης. Η έννοια της «αμαρτίας» επινοήθηκε – ταυτόχρονα με το απαραίτητο γι’ αυτήν όρ¬γανο μαρτυρίου, την «ελεύθερη βούληση» – για να μπερδέψει τα ένστικτα, για να μετατρέψει τη δυσπιστία προς τα ένστικτα σε δεύτερη φύση. Το αληθινό έμβλημα της παρακμής είναι οι [χριστιανικές] έννοιες της «ανιδιοτέλειας» και της «αυταπάρνη¬σης». Η σαγήνη που ασκεί στον άνθρωπο οτιδήποτε είναι βλαβερό, η ανικανότητά του να βρει αυτό που του είναι ωφέλιμο και η αυτοκαταστροφικότητα, έγιναν αρετές υπό το όνομα «καθήκον», «αγιότητα», «θεότητα» μέσα στον άνθρωπο! Τέλος – το φοβερότερο όλων –, αγνοώντας και ανατρέποντας το νόμο της φυσικής επιλογής, με την έννοια του καλού ανθρώ¬που παίρνουν το μέρος όλων των αδυνάμων, των άρρωστων, αποτυχημένων στοιχείων, όλων όσων πρέπει να εξαλειφθούν.
…
Νομίζω πως η άποψη του ίδιου του φιλόσοφου για τις ιδέες και το έργο του είναι ιδιαιτέρως βαρύνουσα και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται.
«Η ηχηρότητα του τίτλου του νιτσεικού κειμένου “Αντίχριστος”, με το οποίο διαλέξατε να ασχολειθείτε, υποδηλώνει και την ηχηρότητα της απάντησης-επίκρισής σας εκ μέρος του Χριστιανισμού που πρεσβεύετε. Έτσι δυστυχώς αποδεικνύεται ότι οι προθέσεις σας δεν ξεπερνούν πολύ μια ομιλία προχωρημένου κατηχητικού…»
Λυπάμαι, κ. Ράπτη, αλλά τα “γραπτά” που “μένουν” δεν δείχνουν να σας δικαιώνουν: Η αρχική σας επίκριση είχε να κάνει με, αυτό καθ’ αυτό, το [b]θέμα[/b] που προέκρινε να επισημάνει ο κ. Γουνελάς.
Δεν παραβλέψατε, κατά τα άλλα, τη δυνατότητα να μας εισηγηθείτε την προσχώρηση σε έναν Χριστιανισμό… άλλον απ’ αυτόν που βλέπετε τον κ. Γουνελά να πρεσβεύει. Δεν αφήσατε, επιπλέον, ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να προσδιορίσετε ως κατήχηση τον καταφατικό λόγο του συγγραφέα – όχι, όμως, και τον απορριπτικό λόγο του φιλοσόφου• ούτε καν τις δικές σας συναινετικές νουθεσίες… Θεωρήσατε, τέλος, την αφορμή επαρκή για να μας αποτρέψετε από ένα εικαζόμενο «Ορθοδοξία uber alles».
Επιτρέψτε, από πλευράς μου, μου να σημειώσω ότι αυτήν ακριβώς τη σημασιοδότηση, που σχετικοποιεί (με συνέπεια, εν τέλει, να μηδενίζει) όλες τις σημασίες, οι διανοούμενοι της νεωτερικότητας τήν υιοθέτησαν ενθουσιωδώς κατά τις τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες. Δεν νομίζω όμως ότι είναι πρόσφορη η στιγμή για να το υπερηφανεύονται – ούτε για να μην αναστοχάζονται τη σύνδεση [i]αιτιατών[/i] με [i]αιτίες[/i].
Καθώς
– και με την κατατεθείσα παραπάνω συνηγορία [i]του ίδιου του αυτο-παρουσιαζόμενου Νίτσε [/i]υπέρ της άποψης του κ. Γουνελά –
ο κύκλος “ατάκα-σοφιστεία” αποδείχτηκε ανεπαρκής για τον επιδιωκόμενο εξευτελισμό του διαλόγου,
αναμενόμενο ήταν ο ατακοσοφιστής να επανέλθει με [i]εκτραχηλισμένη[/i] πλέον τη σοφιστική του (“Ποιόν Χριστιανισμό; Αυτόν που αντιλαμβανόμασταν μέχρι και ένα δευτερόλεπτο πριν, αυτόν που προσπαθούμε να κατανοήσουμε τώρα ή αυτόν που μπορεί να υπάρξει λίγο αργότερα;”!!!)
και, φυσικά,
με [i]σπασμένα τα φρένα της χύδην ατάκας,[/i] υποδεικνύοντας ως [i][b]δήθεν[/b][/i] “θαυμαστές” (!) του κ. Γουνελά κάποιους, που απλώς – και με τεκμήρια επιτέλους! – υποστήριξαν το δίκαιο της άποψής του στο συγκεκριμένο άρθρο και παρεμπόδισαν την επιδιωκώμενη κατάπτωση της συζήτησης στο προσφιλές στους ατακοσοφιστές επίπεδο των καφενείων.
Κακόηχη μεν, συγχορδία δε με την [i]ανάλογης χυδαιότητας[/i] απόπειρα να συνταυτιστεί η διατύπωση και – με τεκμήρια επιτέλους! – υποστήριξη μιας άποψης με τη ναζιστική νοοτροπία “über alles”.
“Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο”…
«Φιλιά», λοιπόν, «και πάλι!»
Ώστε και τούτο το μήνυμα να… ολοκληρώνεται στον [i]εμπαιγμό[/i]. Κι ώστε να επιμαρτυρείται, σε κάθε πρόλογο και σε κάθε επίλογο, ποιο είναι το μ ο ν α δ ι κ ό “μήκος κύματος” επικοινωνίας επί του οποίου –από θέσεως κατηγόρου– αισθάνεται να… πλεονεκτεί –των κατηγορουμένων της– η (φιλοσοφημένη ή μη!) αντιχριστιανικότητα.
Νομίζω ότι δεν καταλαβαίνετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε οποιαδήποτε άποψη ξεπερνά τα όρια των πεποιθήσεών σας.
Όπως είπε ο Μαρξ, ότι δεν είναι μαρξιστής, όπως είπε ο Φρόυντ, ότι δεν είναι φροϋδικός, έτσι θα έλεγε και ο Χριστός, αν ξανακατέβαινε στη γη, ότι δεν είναι χριστιανός…
Το Ιησού τον κατηγορούσαν ως αιρετικό και “του διαβόλου” οι παπάδες της εποχής του, και εν τέλει τον σταύρωσαν. Επίσης, ο Χριστός δεν έγραψε τίποτα και δεν ίδρυσε καμία εκκλησία και καμία μορφή εξουσίας, παρά μόνο έστησε τον σταυρό του και σταυρώθηκε. Και δεν σταυρώθηκε για τις αμαρτίες και για την υποκρισία των μετέπειτα χριστιανών, αλλά για να καταγγείλει την υποκρισία και τη διαφθορά των παπάδων της εποχής του και για να σώσει τον εαυτό του απο αυτούς τους πνευματικούς βούρκους.
Καλύτερα θα ήταν επίσης να αφήνατε τον όρο Χριστιανισμός, που παραπέμπει στον ίδιο τον Ιησού Χριστό, και να μιλάγατε για Παυλισμό, αφού ακολουθείτε (στην ουσία) ακόμη την προπαγάνδα του Παύλου, αλλά όχι την πηγή της έμπνευσής της, δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό.
Αν δεν μπορέσετε κάποτε να δεχθείτε και να ενσωματώσετε στην ιδεολογία σας και στο δόγμα σας, δηλαδή στην εκκλησία σας, καθαρές, μαρτυρικές και βαθύτατα χριστιανικές μορφές όπως ο Νίτσε π. χ., ή, για να πάμε στα καθ’ ημάς, ο Καζαντζάκης και ο Λιαντίνης, είστε κατα τη γνώμη μου, σαν ιδεολογικό σύστημα και εξουσία, καταδικασμένοι στον αφανισμό…
Δεν ξέρετε και δεν μπορείτε να ανανεωθείτε κύριοι “χριστιανοί”. Η αμετακίνητη πίστη σας στους τύπους και στο δόγμα είναι που σκότωσε τον Θεό του Νίτσε. Η ανανέωση για σας είναι μόνο η ανανέωση του μίσους και της μνησικακίας σας, που λειτουργεί πάντοτε εναντίον των πολιτικά κρατούντων. Και το ιδεώδες πολίτευμα για σας, δεν είναι άλλο παρα η προ Διαφωτισμού και Αναγέννησης Θεοκρατία…
Είναι θαυμαστή η προθυμία σας, αγαπητέ κ. Ράπτη, να θεολογήσετε… αντι-θεολογώντας.
Είναι θαυμαστή η βεβαιότητά σας ότι, ο ίδιος, εμφανίζεστε διαθέσιμος να «καταλάβετε οποιαδήποτε άποψη ξεπερνά τα όρια των πεποιθήσεών σας».
Είναι θαυμαστή η βιασύνη σας να καταλογίσετε «μόνο ανανέωση μίσους και μνησικακίας» σε βάρος όσως δεν προσχωρούν στις – ανανεωτικές, λοιπόν – από πλευράς σας κανοναρχήσεις.
Όπως είναι θαυμαστή, βέβαια, και η απόφανσή σας ότι [b]επίγονοι[/b], σήμερα, των Γραμματέων και των Φαρισαίων είναι οι (προπηλακιζόμενοι) [i]ιερείς[/i] – και όχι οι (κατεξουσιάζοντες) [i]διανοούμενοι[/i].
[b]Διατυπώνοντας όλα ετούτα, μάλιστα, αποκτάτε την πεποίθηση ότι δ ι α ψ ε ύ σ α τ ε κιόλας τήν – ως προς τις γραφές του πατέρα, ας πούμε, της αντιχριστιανικότητας – α ν ά γ ν ω σ η από πλευράς Γουνελά![/b]
Σας ευχαριστούμε, κ. Ράπτη, που μας ανοίγετε τα μάτια, στους χριστιανούς.
Τόσες δεκαετίες ασχολούμαστε με τον χριστιανισμό και δεν ξέραμε τι είναι στην πραγματικότητα! Να ‘στε καλά.
Στα σοβαρά τώρα:
Μέσα από την Εκκλησία, που δεν είναι ιδεολογία ούτε σύστημα εξουσίας, αλλά ο τόπος όπου αποκαλύπτεται ο Χριστός, Τον έχουμε συναντήσει “γνωστώς και ευαισθήτως” και ξέρουμε ποιος είναι.
Στο μόνο που συμφωνούμε είναι πως Αυτός δεν θα αναγνώριζε σήμερα πολλούς “χριστιανούς”, όσους μένουν στους τύπους και το βόλεμα και δεν προχωρούν βαθύτερα, στο δόσιμο, στη μετάνοια, στην ταπείνωση.
Ο Βαγγέης Μ. γράφει: “οι γελοιότητες περί κολάσεως και παραδείσου”.
Ερωτώ, μήπως έχεις αποδείξει Βαγγέλη, ότι δεν υπάρχει κόλαση και παράδεισος;
Ο Γ.- ECCE HOMO γράφει: “Μας φόρτωσαν τη φαντασία με τη δήθεν ύπαρξη «ψυχής» και «πνεύματος» ώστε να εξοντώσουν το σώμα”.
Καλά σοβαρά γράφεις; Άν δεν υπάρχει ψυχή τι ρόλο παίζουν οι ψυχίατροι;
Ή μήπως έχεις αποδείξει ότι δεν υπάρχει ψυχή και πνεύμα.
Κύριε Theo, τον Ιησού, κατα τη γνώμη μου, δεν τον [i]μαθαίνει[/i] κανείς με αγιαστούρες, ψαλμωδίες και χειροφιλήματα. [b]Αυτά είναι ο διάκοσμος…[/b] [b]Τον Ιησού τον μαθαίνει κανείς αν διαβάσει, απο το πρωτότυπο κείμενο και με ανοιχτό μυαλό, τα ευαγγέλια.[/b] Βέβαια, προϋποτίθεται να υπάρχει μια [b]ποιητική ευαισθησία, χωρίς προκαταλήψεις,[/b] στον αναγνώστη…
Αυτά, και συγγνώμη αν σας σκανδάλισα.
The rest is silence, που λέει και ο Άμλετ…
Βασίλη, φοβάμαι πως βιάστηκες και δεν πρόσεξες ότι η φράση “Μας φόρτωσαν τη φαντασία με τη δήθεν ύπαρξη «ψυχής» και «πνεύματος» ώστε να εξοντώσουν το σώμα”, για την οποία ελέγχεις εμένα (!), [b]είναι του Νίτσε[/b] από το βιβλίο του ECCE HOMO – αποσπάσματα του οποίου παράθεσα για να καταδείξω ότι ο κ. Γουνελάς έχει δίκιο. Για ξαναδιάβασε το συγκεκριμένο σχόλιο…
Δηλαδή, κ. Ράπτη, φαντάζεστε ότι τόσες δεκαετίες δεν έχουμε διαβάσει τα Ευαγγέλια; Ἠ ότι δεν έχουμε ανοιχτό μυαλό και μόνο εσείς το διαθέτετε; Ή ότι η Εκκλησία είναι μόνο “[i]αγιαστούρες, ψαλμωδίες και χειροφιλήματα[/i]”, και μέσω αυτών συναντάμε τον Χριστό;
Μη στενοχωριέστε, ουδόλως σκανδαλίστηκα. Απλώς, διασκέδασα με τη φωταδιστική αφέλειά σας. Μου θύμισε κάποιους μαρξιστές νεοσσούς της νιότης μου.
Και βέβαια η σιωπή είναι προτιμότερη από λόγια του αέρα.
Κύριε Theo έχετε δίκιο και συγγνώμη για την αφέλειά μου και για τον διδακτισμό μου…
Είμαι φωταδιστικά αφελής και δασκαλίστικος… Ήρθα τώρα εγώ να σας νουθετήσω ως προς τη χριστιανοσύνη σας… Ακούς εκεί!
Χαίρομαι όμως που παραδέχεστε τον σκοταδισμό σας.
Να τον χαίρεστε.
😀
Έχεις δίκιο, ξεκαρδίστηκα στα γέλια με το λάθος μου,
“Τον Ιησού τον μαθαίνει κανείς αν διαβάσει, απο το πρωτότυπο κείμενο και με ανοιχτό μυαλό, τα ευαγγέλια”
και εάν είναι αγράμματος;
[quote name=”Νίκος Ράπτης”]
Χαίρομαι όμως που παραδέχεστε τον σκοταδισμό σας. Να τον χαίρεστε.
[/quote]
Παραδεχόμαστε «σκοταδισμό» όταν σας αναγνωρίζουμε ως «διαφωτιστή», λοιπόν, κ. Ράπτη – δηλαδή, με το προσωνύμιο που η φιλοσοφία σας μάς συστήνεται!
Ήγουν: Αρκεί να ’χει [b]δηλώσει[/b] κάποιος ό,τι θα… ήθελε να ’ταν, ώστε να [b]είναι[/b] κιόλας. Μια [i]δικαίωση[/i], ωστόσο, που κρίνεται στο πεδίο των ονομάτων, τι περισσότερο θα ήταν ποτέ από απλή [i]αυτοδικαίωση[/i];
Γενικώτερα: Η [b]ταυτολογική συλλογιστική[/b] των διαφωτιστών μας εκτείνεται (αν την παρατηρήσουμε) απ’ άκρου σ’ άκρο τής επικράτειας τών επιχειρημάτων τους. Οι απλοϊκότεροι, πάντως, ανάμεσά τους περηφανεύονται κιόλας που την έχουν… κατοχυρωμένη, ήδη, πριν ξεκινήσουν – καν – να συνδιαλέγονται.
http://en.wikipedia.org/wiki/File:EnthanasiePropaganda.jpg
είναι ο κύριος με την άσπρη στολή – αν δεν τον γνωρίσατε. Ο άρρωστος κύριος είναι ένας αδιόρθωτος σκοταδιστής που πάσχει από την κληρονομική νόσο του Παυλικιανισμού και πιστεύει στον Θεό, στην μετά θάνατον ζωή, στη ελεύθερη βούληση, στην τιθάσευση των ζωωδών ενστίκτων, στην νηστεία και την προσευχή και την ταπείνωση ως μέσα πνευματικής ανάτασης. Ένας τέτοιος decadent άνθρωπος (αν έχει το δικαίωμα να ονομάζετε έτσι), δεν μπορεί να είναι fit για να δουλέψει και να παράγει. Ίσως μάλιστα μια καλή ιδέα θα ήταν να τους κλείναμε σε ένα μέρος όπου θα τους υπενθυμίζαμε ότι arbeit macht frei, μπας και τους φωτίσουμε απ΄ό την πλάνη τους ότι μόνο η αλήθεια ελευθερώνει..
Έχει μάλιστα υπολογιστεί ότι ένας σκοταδιστής κοστίζει περίπου 30.000/ευρώ Ευρώ στο Ελληνικό Δημόσιο και γιαυτό θα πρέπει να κάνουμε neutralize γύρω στους 100.000 από δαύτους. Έτσι θα εξοικονομήσουμε γύρω στα 3 δίς ετησίως! (Αν βέβαια τους δίνουμε μια σύνταξη 10.000 Ευρώ/χρόνο τότε εξοικονομούμε γύρω στα 2 δίς, και ταυτόχρονα δείχνουμε το σοσιαλιστικό μας πρόσωπο..)
Εύγε cretan? Αυτή ακριβώς είναι η ενδεδειγμένη απάντηση.
Αγαπητέ Berlin-3, δεν ήταν απαραίτητος – εκτός από τον [i]πρόλογο[/i] – κι ένας ίσως [i]επίλογος[/i] (των, σ’ αυτή τη σελίδα, παρεμβάσεών σου) γεμάτος – τι άλλο; – ειρωνείες:
Το είχαμε, ήδη, εμπεδώσει ότι αυτός ακριβώς είναι ο μόνος ορίζοντας τού λόγου σου.
Κύριε Ράπτη, δεν μου είναι ασφαλώς ευχάριστο ότι τελικά βιώσατε την επίσκεψή σας σε τούτο τον χώρο διαλόγου εν είδει [i]προστριβής[/i].
Σας παρακαλώ όμως να αναρωτηθείτε μήπως αυτή η εξελιξη δεν ήταν παρά η εύλογη έκβαση μιας “αυτεκπληρούμενης”, εκ μέρους σας, “προφητείας”.
Πήρατε τον λόγο (ιστορώ, από πλευράς μου) με τόσο αποκρυσταλλωμένη ήδη βεβαιότητα για το πόσο απορριπτέοι άνθρωποι είναι οι χριστιανοί, ώστε να θεωρείτε δίκαιη πάσα από πλευράς σας [i]εριστικότητα[/i] – με την πεποίθηση, μάλιστα, ότι κι η απλή έστω [i]διαμαρτυρία[/i] τους τότε θα ισοδυναμούσε με πιστοποίηση, απλά, εκείνου το οποίο, εξ αρχής, “έδει δείξαι”…
Σας παρακαλώ – ειδικότερα – να διερωτηθείτε αν, υπό το πρίσμα τής εισήγησής σας ότι η μόνη ά ξ ι α_ π ο ρ ε ί α_ ενός χριστιανού είναι να… [b]πάψει να είναι χριστιανός[/b] (διότι αυτό, κατ’ ουσίαν, μας είπατε) αν ξεκινώντας – λέω – έτσι, θα μπορούσατε να οδηγηθείτε σε ο,τιδήποτε άλλο παρά στην… ανατίναξη όλων των γεφυρών οποιασδήποτε (επιζητούμενης ή μη) επικοινωνίας.
Κι αν, εν τέλει, παραμένει αυτονόητο να φταίνε – και τότε – οι άλλοι.
[quote name=”Νίκος Ράπτης”]
Κύριε Theo …
Χαίρομαι όμως που παραδέχεστε τον σκοταδισμό σας.
😀 [/quote]
Είστε καλά;
Πού τον παραδέχομαι;
@Berlin-3
εύστοχες οι προσθήκες σου.
Ο Λούμπεν είχε θέσει παρόμοιο ερώτημα, με αφορμή το άρθρο μου “Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και η πνευματική κληρονομιά του”, εδώ, στο “Αντίφωνο”, στις 21-07-2011, όπου του απάντησα.
Όσο για τις ερωτήσεις του berlin-3 “.[i]..και αν είναι Βουδιστής; ..Και αν είναι τυφλός; …Και αν έχει γεννηθεί π.Χ.;[/i]”, έχουν γίνει σχετικές συζητήσεις στο “Αντίφωνο”. Πρόχειρη έχω τη συζήτηση για το άρθρο “Οι “Έλληνες” ξανάρχονται”, όπου απαντώ σχετικά στις 20 και 21-2-11 και στις 15-11-11.
Κύριε Καστρινάκη, υπήρξαν και υπάρχουν προστριβές αλλά ελπίζω να είναι γόνιμες για όλους μας.
Μιλήσαμε και μιλάμε, θέλω να πιστεύω, για θέματα άκρας πνευματικότητας, οπότε οι μετουσιώσεις των συναισθημάτων μας είναι γόνιμες εκ των πραγμάτων και καίριες, αρκεί να υπάρχει διάλογος.
Το θέμα του άρθρου του κυρίου Γουνελά ήταν πολύ σημαντικό και ενδιαφέρον για μένα, οπότε θέλησα να παρέμβω με τον τρόπο μου.
Οι υπερασπίσεις του άρθρου και του κυρίου Γουνελά όμως, καλό θα ήταν να είναι τεκμηριωμένες και συγκροτημένες, και όχι να γίνονται σε προσωπικό επίπεδο και επιθετικά. Αν εστιάζουμε συνεχώς στο προσωπικό επίπεδο δεν βγαίνει τίποτα.
Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τον ιστοχώρο αυτό, που τον βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρων, έστω και αν διαφωνώ σε πολλά.
Κ. Theo, θα ήθελα να εστιάσετε την κριτική σας στο πρώτο μου σχόλιο πάνω στο άρθρο του κ. Γουνελά, αν θέλετε, και να μου πείτε τη γνώμη σας. Πώς σας φάνηκε δηλαδή το άρθρο του κ. Γουνελά και τί έχετε να πείτε για την κριτική μου και το σχόλιό μου πάνω στο άρθρο.
Οι ειρωνείες και τα καπελώματα δεν προάγουν τη συζήτηση… Έτσι δεν είναι;
Δυστηχώς φίλτατε, όπως και τότε, δεν επικεντρώνεσαι στα ουσιώδη και αναλίσκεσαι σε προτεσταντισμούς προσπαθώντας να πείσεις για την Πίστη σου. Αλλά τα έχουμε ξαναπεί. Ούτε κείμενα, ούτε εικόνες δεν μπορούνε να σε πείσουνε για το αντίθετο από αυτό το οποίο πιστεύεις, ούτε όμως είναι η αποστολή των αυτή.
Αντί λοιπόν να προσπαθείς να πείσεις περί του αληθούς, θα ήτανε καλύτερο και συνεπέστερο να επιχειρείς να πείσεις περί του ψευδούς μιας πεποίθησης.
Διότι η Αλήθεια την οποία πραγματεύεσαι και πρσβεύεις είναι τόσο απόλυτη, ώστε με τα λόγια μόνο το άτοπο του αντιθέτου της αποδεικνύεται, ποτέ όμως αυτή η ίδια!
Ναι, αγαπητέ μου, συνήθως [i]οι ειρωνείες και τα καπελώματα δεν προάγουν τη συζήτηση[/i]. Κάποιες φορές όμως δεν υπάρχει άλλος προσφορότερος τρόπος από την ειρωνεία για ν’ απαντήσει κανείς σ’ ένα τόσο επιθετικό και δογματικό σχόλιο σαν το δικό σας στο οποίο αρχικά απήντησα, ένα σχόλιο που εκ προοιμίου απορρίπτει τον διάλογο. Και μετά τις ειρωνείες και τα καπελώματα, φαίνετε πως δέχεστε διάλογο, έχετε δηλαδή τη διάθεση ν’ ακούσετε και να σεβαστείτε τους συνομιλητές σας. Άρα, σε κάτι βοήθησαν κι αυτά 😀
(Πάντως, και από τα σοβαρά που έγραψα, δεν φάνηκε να καταλάβατε τίποτα.)
Ξαναδιάβασα λοιπόν και το άρθρο του Γουνελά και το πρώτο σχόλιό σας.
Από Νίτσε έχω διαβάσει τη “Γένεση της τραγωδίας”, ένα πρώιμο αλλά και τόσο ώριμο έργο του, και κάποια σκόρπια. Οπωσδήποτε, άλλος είναι ο Νίτσε της νιότης κι άλλος αυτός της μέσης ηλικίας του. Η “Γένεση της τραγωδίας” δείχνει μεγάλη μόρφωση, συγκροτημένη σκέψη και κριτική οξύνοια. Τα τελευταία του, από τα λίγα που γνωρίζω, δεν φαίνονται έργα ισορροπημένου ανθρώπου· μαρτυρούν μια “μανία”, με την αρχαιοελληνική έννοια, ένα δαιμονισμό, κατά τη δική μας Παράδοση.
Νομίζω όμως πως οι οπαδοί του Νίτσε στηρίζονται στα τελευταία του έργα. Άρα, μάλλον εύλογα ο Γουνελάς ανατέμνει ένα απ’ αυτά. (Τον γνωρίζω προσωπικά εδώ και δεκαετίες, τον εκτιμώ και κατά κανόνα οι απόψεις μας συμπίπτουν σε ποικίλα θέματα. Αν σε κάτι διαφωνώ, έχω όλο το θάρρος να του το επισημάνω. Επειδή όμως δεν έχω διαβάσει τον “Αντίχριστο”, δεν μπορώ να κρίνω την επ’ αυτού κριτική του. Απλώς, τον εμπιστεύομαι.) Επειδή ανατέμνει το βιβλίο του Νίτσε και κριτικάρει τα καίρια λάθη του, ως βαθύς γνώστης (και εμπειρικά) του χριστιανισμού, δεν νομίζω πως αυτό δικαιολογεί τον δικό σας χαρακτηρισμό του άρθρου του σαν “ομιλία προχωρημένου κατηχητικού”.
Τον Ταρκόφσκι όμως τον γνωρίζω πολύ καλά, και ιδιαίτερα τη “Θυσία”. Κι εδώ διαφωνώ καίρια με το πώς τη βλέπετε και την ερμηνεύετε. Ναι, υπάρχει, μια αναφορά στον Ταρκόφσκι στην πρώτη σκηνή στον Νίτσε και στον Ζαρατούστρα, αλλἀ η κοσμοθεωρία του σκηνοθέτη είναι πολύ κοντά σ’ αυτήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Στην ίδια σκηνή αναφέρεται ένα χωρίο της Αποκαλύψεως, ένα του κατά Ιωάννην και μια ιστορία του “Γεροντικού”. Κι η τελευταία σκηνή επικεντρώνεται στο χωρίο από το κατά Ιωάννην. Όπως γράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, οι σκηνές-κλειδιά της ταινίας είναι αυτές οι δύο και αναφέρονται στην πίστη. Συμπληρώνει: “[i]Η πνευματική ερήμωση … θα μπορούσε ίσως ν’ αντιμετωπιστεί εάν ο κάθε άνθρωπος καταλάβαινε ότι δεν είναι δυνατό να κάνει πάντοτε του κεφαλιού του, αλλ’ ότι πρέπει να υπακούει περισσότερο στο Δημιουργό και να υποτάσσεται στη θέλησή Του[/i]”.
Ναι, ο Ταρκόφσκι δεν είναι “ο τυπικός πιστός χριστιανός”, όπως γράφετε. Νομίζω όμως πως είναι βαθιά Ορθόδοξος, κι η κοσμοθεωρία του πολύ αντίθετη αυτής του Νίτσε και του Ζαρατούστρα. (Σκεφτόμουν να παραθέσω τα σχόλιά του στη “Θυσία” που επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωσή μου, αλλ’ είναι τόσα πολλά, που επιφυλάσσομαι για ένα σχετικό άρθρο προσεχώς.)
υπάρχει μια αναφορά [b]του [/b]Ταρκόφσκι
Ναι, αγαπητέ, το ουσιώδες δεν γράφεται, ούτε η Αλήθεια εξαντλείται στη διατύπωσή της. Με τα λόγια μόνο να δείξει κανείς τον δρόμο προς αυτά μπορεί. Απλώς, τα λόγια των Αγίων συνεκφέρουν και τεμάχια σαρκός, που γράφει ο Πεντζίκης, και οι εικόνες τους προς αυτούς, ως υπάρξεις, παραπέμπουν. Αν τα δικά μου λόγια δεν πείθουν, μάλλον κάτι σαρκωμένο θα λείπει.
Να ‘σαι καλά.
Θα συμφωνήσω απόλυτα με τα σχόλια του Νίκου Ράπτη, ένα πολιτικό μυαλό που το παρακολουθώ χρόνια και το σέβομαι ιδιαίτερα
Εκτός βέβαια και προτιμάμε ως πολιτική σκέψη της παιδαριωδίες αλά Αλέκα Παπαρήγα και Διονύση Σαββόπουλο
Δηλαδή επειδή σέβεσται κάποιον για τις πολιτικές του τοποθετήσεις, υιοθετείται παράλληλα και τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις;
Απέναντι στις προσπάθειες εκτροπής της συζήτησης, υπενθυμίζω πως το θέμα του συζητούμενου άρθρου είναι [i]ο αντιχριστιανισμός του Νίτσε και της φιλοσοφίας του, [/i]και η εκ τούτου συμβολή της στον αποχριστιανισμό της Ευρώπης. Μέχρι στιγμής, [b][i]κανείς από τους πολέμιους του άρθρου δεν κατόρθωσε να αποδείξει πως η παραπάνω άποψη είναι έστω και κατ’ ελάχιστον εσφαλμένη.[/i][/b] Εκείνο που αποδείχτηκε, απεναντίας, είναι ότι μάλλον δεν έχουν μελετήσει τον Νίτσε.
Σε προηγούμενο σχόλιό μου παρέθεσα δυο εκτεταμένα αποσπάσματα από βιβλίο που είχε γράψει ο ίδιος ο Νίτσε (ECCE HOMO, 1888), στα οποία εξηγούσε συνοπτικά αλλά ευκρινέστατα τη θέση του για τον χριστιανισμό − ξεκινώντας μάλιστα με το ερώτημα «Με κατανόησαν;» −, δικαιώνοντας πλήρως το άρθρο του κ. Γουνελά. Επ’ αυτών ακολούθησε πλήρης, αλλά εύγλωττη, σιωπή εκ μέρους των πολεμίων του άρθρου.
Επανέρχομαι λοιπόν με λίγα ακόμα αποσπάσματα, σχετικά με το συζητούμενο θέμα, από ένα άλλο βιβλίο που συνέθεσε ο ίδιος ο Νίτσε και τα οποία δικαιώνουν και πάλι απολύτως το άρθρο. Είναι από το ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ (1886), που μάλιστε έφερε τον υπότιτλο [i]Προοίμιο μιας φιλοσοφίας του μέλλοντος.[/i]
Ιδού τα αποσπάσματα:
#45. Η χριστιανική πίστη είναι ουσιαστικά μια θυσία: θυσία κάθε ελευθερίας, υψηλοφροσύνης, εμπιστοσύνης του πνεύματος στον εαυτό του, και ταυτόχρονα [i]υποδούλωση, απαξίωση και ευνουχισμός του ανθρώπου.[/i] […] Ποτέ και πουθενά η ανθρωπότητα δεν είχε δει ένα τόσο εκπληκτικό αναποδογύρισμα όλων των αρχαίων αξιών. Η Ανατολή η βαθιά Ανατολή, δηλαδή η ανατολίτικη σκλαβιά, εκδικήθηκε με αυτό τον τρόπο τη Ρώμη και την αριστοκρατική κι επιπόλαιη ανοχή της. […]
#52. […] Ο σύγχρονος άνθρωπος προτιμάει την Καινή Διαθήκη, τη βίβλο της Χάριτος, γιατί είναι πιο κοντά στη δική του καρδιά καθώς σε πολλά μέρη του βασιλεύει μια γλυκερή και βαριά οσμή από προσευχούλες και ψυχούλες. Το ότι κόλλησε στην Παλαιά Διαθήκη την Καινή Διαθήκη, αυτό το από κάθε άποψη μνημείο γούστου ροκοκό, και τις ένωσε σε ένα βιβλίο, τη Βίβλο, το κατεξοχήν Βιβλίο, αυτή ήταν [i]η μεγαλύτερη μάλλον αισχρότητα, το μεγαλύτερο «έγκλημα κατά του πνεύματος», που βαραίνει την ευρωπαϊκή λογοτεχνία.[/i]
#62. Μέσα στο ανθρώπινο είδος, όπως και σε όλα τα άλλα είδη ζώων, συναντάμε ένα [b][i]υπερβολικό [/i][/b]αριθμό ατόμων, που είναι αποτυχημένα, άρρωστα, εκφυλισμένα, ανάπηρα […] Πώς αυτές οι δυο θρησκείες που προανέφερα [ο χριστιανισμός και ο βουδισμός], αυτές οι δυο μεγαλύτερες θρησκείες στον κόσμο, συμπεριφέρονται απέναντι σε αυτές τις υπεράριθμες αποτυχίες; Προσπαθούν να περισώσουν, να βαστήξουν στη ζωή ό,τι από αυτές μπορεί να σωθεί. Κι ακόμα περισσότερο: παίρνουν ριζικά[b][i] το μέρος [/i][/b]αυτών των πλασμάτων, γιατί είναι θρησκείες [b][i]υπέρ των εκείνων που υποφέρουν.[/i][/b] […] Έτσι, ο συνολικός απολογισμός λέει, πως αυτές οι θρησκείες είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό [b][i]υπεύθυνες για τη συντήρηση ενός κατώτερου τύπου «ανθρώπου», [/i][/b]γιατί αγωνίστηκαν για την επιβίωση πάρα πολλών ανθρώπων που [i][b]έπρεπε [/b][/i][i]να χαθούν από τη ζωή. [/i][…] Τι κατάφεραν να πετύχουν οι Χριστιανοί πασχίζοντας να παρηγορήσουν τους πονεμένους, να ανακουφίσουν τους κατατρεγμένους και τους απελπισμένους, να στηρίξουν τους ηλίθιους, να δώσουν στέγη και άσυλο στους ψυχοπαθείς και τους μανιακούς, τι πέτυχαν πασχίζοντας με βάση τις αρχές τους και με ήσυχη συνείδηση να βαστήξουν στη ζωή όλα αυτά τα άρρωστα και πονεμένα πλάσματα; [i][b]Πέτυχαν την αλλοίωση της ευρωπαϊκής φυλής! Και αναποδογύρισαν όλες τις αξίες![/b][/i] Να τι κατάφεραν. […]
—
Η ευγονιστική αφίσα του Ναζιστικού κόμματος, στην οποία μας παρέπεμψε προσφυώς ο κ. Cretan?, αποτελεί λοιπόν την [i]αναμενόμενη συνέπεια [/i]του αντιχριστιανικού νιτσεϊκού πνεύματος.
Κύριε Ζιαμπάρα, μάλλον με μπερδεύετε με τον κύριο Νίκο Ράπτη που είναι μέλος των Οικολόγων-Πρασίνων. Απλά υπάρχει συνωνυμία. Εγώ προσωπικά δεν ασχολούμαι ενεργά με την πολιτική. Ασχολούμαι με την τέχνη (κυρίως με τη λογοτεχνία) και την φιλοσοφία.
Το άρθρο αυτό του κ. Γουνελά δείχνει πόσο δύσκολη πραγματικά είναι η πρόσβαση στη σκέψη μεγάλων πνευμάτων (όπως του Νίτσε) πόση προσοχή, επίγνωση των ορίων του και σοφή εγκράτεια οφείλει να έχει ο σχολιαστής όταν αποπειράται να κάνει τέτοιου είδους αποτιμήσεις.
Όσον αφορά την αριστοκρατία του Νίτσε, που θίγει ο αρθρογράφος, είναι κάτι που προφανώς αληθεύει στην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά εγγράφεται και στις πεποιθήσεις πάμπολλων διανοητών (και χριστιανών). Αναφερομαι στην αριστοκρατία της γνώσης και στην ιεραρχία των χαρισμάτων. Αναρωτιέται κανείς αν αυτό είναι ζήτημα για το οποίο θα πρέπει να επιχειρηματολογήσει κάποιος. Αλλά ας είναι.
Τη διαφορά στον χριστιανισμό θα πρέπει να την αναζητήσουμε μόνο ως προς τον τρόπο που αυτός νοεί την αριστοκρατία. Ας θυμηθούμε τους λόγους του ίδιου του Κυρίου: Πολλοί οι κλητοί, ολίγοι οι εκλεκτοί. Σαφώς υπάρχει απόλυτη ισότητα και δημοκρατία ως προς τις δυνατότητες (όπως άλλωστε το θέλει και η ‘σύγχρονη πολιτική προοδευτική αντίληψη’) αλλά η ανταπόκριση του ανθρώπου στη κλήση του είναι που ‘κάνει τη διαφορά’. Και στη χριστιανική πίστη μια σημαντική διαφορά βρίσκεται ότι η εν προκειμένω γνώση είναι γνώση του Θεού, είναι η καθολική ανταπόκριση του ανθρώπου στη δική του θεϊκή ταπεινή και θυσιαστική αγάπη. Η διαφοροποίηση και η ιεραρχία των χαρισμάτων φυσικά υφίσταται, αλλά αυτό που είναι καθοριστικό είναι η απόκριση της ανθρώπινης ελευθερίας (που προσπαθεί να κάνει τρόπο της ζωής της τις εντολές του Χριστού). Γι αυτό και ο λόγος του Χριστού ότι αυτά που κρύφτηκαν από τους σοφούς αυτού του κόσμου φανερώθηκαν στα ‘παιδιά’ και στους ταπεινούς. Το δικό του κριτήριο είναι η αγνότητα της καρδιάς. Και η δική του αντιμετώπιση απέναντι στον ‘όχλο’ είναι η ευσπλαχνία. Γνωρίζει όμως ότι τον ψάχνουν ‘όχι γιατί είδαν θαύματα, αλλά γιατί τους έδωσε να φάνε’ (μετά τον πολλαπλασιασμό των άρτων στο Όρος των Ελαιών). Κάτι που θα χρησιμοποιήσει αριστουργηματικά και θα περιγράψει αναπτύσσοντάς το αργότερα ο (χριστιανός) Ντοστογιέφσκι με το στόμα του ‘Ιεροξεταστή’ στους ‘Αδερφούς Καραμαζώφ’.
Ένα δεύτερο ζήτημα (πολύ σημαντικό) έχει να κάνει με την μνησικακία που καταλογίζει ο Νίτσε στους αδυνάτους που ιδεολογικοποιούν την αδυναμία τους ώστε να καταφέρουν μια νίκη επί του δυνατού με αυτό τον έμμεσο τρόπο. Πραγματικά από τον Φρόυντ κι έπειτα η ψυχολογία διαπίστωσε και ερεύνησε εξονυχιστικά την ψυχολογία ατόμων με τέτοια χαρακτηριστικά. Έτσι για να το πούμε απλά: ‘ό,τι δε φτάνει η αλεπού’ όχι μόνο ‘τα κάνει κρεμαστάρια’ αλλά και ‘κακά’ και ‘απαγορευμένα ηθικά κρεμαστάρια’.
Οποιοσδήποτε οξυδερκής νους είναι δυνατόν αυτό να το διαπιστώσει στις συναναστροφές του και δε δυσκολεύεται να αντιληφτεί ότι αυτή η ψυχολογία παίρνει χαρακτήρα επιδημίας στις κοινωνικές μάζες μέσα στην ιστορία και αλλοτριώνει όχι μόνο με την χαμέρπεια των κινήτρων αλλά με την στενομυαλιά της οποιαδήποτε αρχικά υγιή διατυπωμένη (λόγω και βίω) αντίληψη ζωής. Αυτό το πνεύμα, που η μνησικακία της αδυναμίας είναι μόνο μια πτυχή του (και που δε πρόκειται φυσικά παρά για το πνεύμα του Εωσφόρου, ως πατέρα του ψεύδους) θα διατελέσει τη διαβρωτική του λειτουργία σε οποιοδήποτε πνευματικό αγαθό και θα επιγράψει τη δική του βαρβαρότητα κάτω από το όνομά του.
Ναι ο Νίτσε πολύ σωστά σαν ένα πνεύμα έντιμο και οξύ όπως είναι αντιλαμβάνεται τα παιγνίδια αυτά και τα ξεσκεπάζει επιτελώντας μέσα απ’ την ‘αθεϊα’ του το ‘άγιο έργο’ της κάθαρσης των θρησκευτικών αντιλήψεων και της αποκαθήλωση των ειδώλων που ορθώνονται και προσκυνούνται αντί του Θεού στις χριστιανικές κοινωνίες, όπως σωστά επισημαίνεται από πάμπολλους διανοητές (θεολόγους, φιλοσόφους κ.α )
Μια μόνο φράση ο αρθρογράφος βρίσκει για την ‘εντός ημων βασιλεία’ όπου δήθεν ο Νίτσε προσεγγίζει το αληθινό νόημα του χριστιανισμού, εγώ νομίζω πως αντίθετα πως αυτό το ‘εντός’ ως τόπος φανέρωσης της ‘βασιλείας’ ή τη αλήθειας χαρακτηρίζει το πνεύμα του Νίτσε σε όλο το έργο του. Σίγουρα μπορεί να βρει κανείς πολλά τρωτά στο έργο του Νίτσε. Για παράδειγμα η έννοια της δύναμης που διατρέχει όλο το έργο του, αναφέρεται τόσο στις πιο βάρβαρες όπως και τις πιο εκλεπτυσμένες εκδοχές της. Και από τη μια αποκαλύπτει με εξαιρετική οξύνοια το ψέμα της περιρρέουσας κοινωνικής πραγματικότητας και ηθικής που έγινε καθεστώς, από την άλλη δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει (ή δεν έχει συναντήσει) τις αληθινές μορφές που παίρνει η χριστιανική πίστη και αγάπη στην ανθρώπινη ζωή. Κάνει επίσης λάθη στην ανάγνωση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας που αν δεν ήταν ευρέως διαδεδομένα θα φαινόταν πόσο ‘παιδικά’ είναι, όπως το να θεωρεί ορθολογιστική τη φιλοσοφία του Σωκράτη και κατ’ επέκταση του Πλάτωνα (αυτό όμως είναι ένα άλλο ζήτημα, για το πώς δηλαδή εμείς οι σύγχρονοι διαβάζουμε τους αρχαίους προβάλλοντας τους λειψούς εαυτούς μας). Μένει νομίζω να γίνει μια ψύχραιμη και βαθιά, συγκροτημένη μελέτη του Νιτσεϊκού έργου (και από όσο ξέρω δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, εκτός από συμβολές όπως η αναφερθείσα στο άρθρο, του Σέλλερ ) από τη χριστιανική (την πραγματικά χριστιανική αυτή τη φορά) άποψη, για να καταδειχτεί και η αλήθεια που φέρνει στο φως αλλά και οι περιορισμοί του.
[quote name=”ιωάννης αναστασίου”]Ένα δεύτερο ζήτημα (πολύ σημαντικό) έχει να κάνει με την μνησικακία που καταλογίζει ο Νίτσε στους αδυνάτους που ιδεολογικοποιούν την αδυναμία τους ώστε να καταφέρουν μια νίκη επί του δυνατού με αυτό τον έμμεσο τρόπο. Πραγματικά από τον Φρόυντ κι έπειτα η ψυχολογία διαπίστωσε και ερεύνησε εξονυχιστικά την ψυχολογία ατόμων με τέτοια χαρακτηριστικά. Έτσι για να το πούμε απλά: ‘ό,τι δε φτάνει η αλεπού’ όχι μόνο ‘τα κάνει κρεμαστάρια’ αλλά και ‘κακά’ και ‘απαγορευμένα ηθικά κρεμαστάρια’. [/quote]
Κατ’ αυτό τον ορισμό, η Ιστορία δεν είναι παρά η Συνωμοσία των (πλειοψηφούντων) αδυνάτων εναντίον των (μειοψηφούντων) δυνατών.
Το κοινωνιολογικό ερώτημα που προκύπτει είναι πώς, στο καλό, οι φορείς της απόλυτης Δύναμης δεν σκέφτηκαν να συναλλαγούν με τους φορείς μιας Ισχύος σχετικά μετριότερης, στην κλίμακα ακριβώς που θα επέτρεπε στη συμμαχία τους να επικρατήσει. Ή μήπως α κ ρ ι β ώ ς_ α υ τ ό_ είναι που [b]συμβαίνει στις μέρες μας[/b];
Σς λεπτότερα… αδιανόητα: Η Επιστήμη της Ψυχολογίας ως τι περισσότερο θα μπορούσε να εκδιπλωθεί, άραγε, παρά ως η Ανθρωπολογία της κρατούσης Φιλοσοφίας; Με απλούστερες λέξεις: Τι άλλο, τάχα, θα ανέθετε ποτέ στον εαυτό της η φιλολογία του Φρόυντ, παρά την δικαίωση της φιλολογίας του Νίτσε;
Αν τέλος όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει… απαγορευμένα, και ως αλεπού ορίζεται η προ-νεωτερική του κόσμου συνείδηση, η ριζική λύση δεν μπορεί παρά να είναι η πλήρης παραγραφή κάθε μορφής απαγόρευσης. Κάθε, όπως λέμε, ορίου. Μα μαζί και κάθε νοήματος.
ΥΓ: Από μνήμης: [i]«Το απλώς λεγόμενον κακόν, ου πάντως κακόν, αλλά προς τι μεν κακόν, προς τι δε ου κακόν.»[/i] Αν δεν κάνω λάθος, Μάξιμος ο Ομολογητής.
Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι μπορούν και στον Νίτσε ακόμα να απομονωθούν θετικά ιδιώματα. Μα, με την ίδια (συν χωρέστε και κρίντε με) έννοια κατά την οποία θα μπορούσαν να εντοπισθούνε – πιο πρόσφατα – στον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς, για παράδειγμα, ή στον Αδόλφο…
Ασφαλώς η μελέτη του έργου κάθε μεγάλου διανοητή, όπως ο Νίτσε, αποκαλύπτει σε αυτό πληθώρα εντυπωσιακών αληθειών και διαπιστώσεων υψηλού πνευματικού περιεχομένου.
Το ζήτημα όμως που θέτει μια τέτοια μελέτη − και από την ανάδειξη ή μη του οποίου εξαρτάται η ποιότητά της − είναι η «διαφοροδιαγνωστική» ανάδειξη, όχι μόνο των επιμέρους στοχασμών του φιλοσόφου όσο, κυρίως, του ιδιαιτέρου [i][b]πνευματικού νήματος που συνδέει και χαρακτηρίζει το όλο έργο του[/b][/i].
Τούτη η ανάδειξη ακριβώς διακρίνει την ανάγνωση ενός φιλοσόφου από την παρανάγνωσή του και, εξ άλλου, από αυτή την ανάδειξη και μόνο μπορεί κανείς να απαντήσει θετικά στην αγωνιώδη ερώτηση του ίδιου του φιλοσόφου: [i][b]«Με κατανόησαν;». [/b][/i]
Αναφορές π.χ. σε «εκλεκτούς» μπορεί να συναντήσει κανείς σε πλήθος φιλοσόφων, διδασκάλων και στοχαστών. Αυτό όμως δεν αρκεί για να υποστηριχθεί, ότι όλοι αυτοί εμπνέονται από «αριστοκρατισμό»! Αλοίμονο! Ο [i][b]τρόπος αναφοράς [/b][/i]στους «εκλεκτούς», και [i][b]η ενσωμάτωσή του στο όλων των προτάσεών του,[/b][/i] μπορεί πράγματι να διαφέρει από φιλόσοφο σε φιλόσοφο τόσο πολύ και τόσο ζωτικά, που πραγματικά η διαφορά αυτή να αποτελεί το [b]κρίσιμο[/b] σημείο, όχι μόνο για μια πλήρη αποσύνδεση του ενός από τον άλλο αλλά και για την σε βάθος κατανόηση ενός εκάστου.
Πώς μπορεί πράγματι να «ομοιάζει» φιλοσοφικά εκείνος, για τον οποίον ο «εκλεκτός» διακρίνεται ως «ταπεινών εαυτόν, έσχατος και διάκονος πάντων», εμπνεόμενος από την αυτοθυσιαστική αγάπη προς τον πλησίον − καθόσον: [i]«πώς είναι δυνατό να λέει κανείς ότι αγαπά τον Θεό, που δεν τον βλέπει, και να μην αγαπά τον πλησίον του που τον βλέπει;»[/i] −, με εκείνον για τον οποίον ο «εκλεκτός» διακρίνεται ως υψών εαυτόν υπέρ πάντων, θεωρώντας την ταπείνωση και την αυτοθυσιαστική αγάπη ως χαρακτηριστικά «κατώτερων και εκφυλισμένων πλασμάτων»;
Σε συνάρτηση με αυτό, και πηγαίνοντας λίγο βαθύτερα, όποιος έχει μελετήσει τον Νίτσε και τον Χριστό, δεν δυσκολεύεται να διαπιστώσει την κεντρικότητα της [i][b]θυσίας [/b][/i]και στους δυο. Παρολαυτά, τούτο ακριβώς όχι μόνο δεν τους φέρνει ούτε κατ’ ελάχιστον κοντά, αλλά απεναντίας [i][b]τους διαφοροποιεί ριζικά και στον πιο απόλυτο βαθμό! [/b][/i]
Διότι, ενώ για τον Χριστό η θυσία προτείνεται ουσιωδώς ως [i][b]αυτοθυσία χάριν του πλησίον[/b][/i], στον Νίτσε η θυσία αναδεικνύεται διαρκώς και ανηλεώς ως [i][b]θυσία των άλλων [/b][/i]… έως και φυσική εξόντωσή τους, εάν αυτοί οι άλλοι τυχαίνουν να είναι «υπεράριθμες αποτυχίες», δηλαδή ανάπηροι, ψυχασθενείς και αδύναμοι.
Αμφιβάλλει μήπως κανείς; Ας αφήσω λοιπόν να μιλήσει, για άλλη μια φορά, ο ίδιος ο Νίτσε: «Το μέγεθος μιας ‘προόδου’ μπορεί ακόμη να υπολογιστεί από τον αριθμό των θυσιών που απαιτήθηκαν για την επίτευξή της. [i][b]Η ανθρωπότητα θυσιαζόμενη μαζικά για την ευημερία ενός και μόνο είδους δυνατότερων ανθρώπων – αυτό θα ήταν όντως ‘πρόοδος’[/b][/i]» ([i]Η γενεαλογία τής ηθικής,[/i]1887).
Σαφέστατος ο φιλόσοφος, για πολλοστή φορά. Ο έχων ώτα, ας τον ακούσει. Κι αν δεν έχει, ή αν θέλει να ακούει ό,τι του αρέσει του ιδίου κι ας τον διαψεύδει ο φιλόσοφος, τουλάχιστον ας μην πασχίζει να κουφάνει και τους άλλους.
Χρειάζεται άραγε να προσθέσω, ότι η νιστεϊκή αντίληψη για τους «εκλεκτούς» και για τη «θυσία» − και οι παρεπόμενες αντιλήψεις του για τη μνησικακία και την ίδια την έννοια και τη δημιουργία των αξιών − εδράζεται στη [i][b]ριζικά αντίχριστη και αντιχριστιανική [/b][/i]αντίληψή του για τη Δύναμη, η οποία αποτελεί το νήμα που διατρέχει και συνδέει το όλον του έργου του; Νομίζω πως θα ήταν περιττό.
Η απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα του ίδιου του Νίτσε, «Με κατανόησαν;», δεν μπορεί, κοντολογίς, να προκύψει παρά μόνο εάν κανείς αναγνωρίσει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του όλου έργου του, το οποίο εξ άλλου και [i][b]ο ίδιος ζητεί να του αναγνωριστεί[/b][/i]: τον [i][b]ριζικό αντιχριστιανισμό του.[/b][/i]
Κάθε προσπάθεια να υποβαθμιστεί, ή ακόμα χειρότερα να παραμεληθεί, αυτό το ειδοποιό χαρακτηριστικό της νιτσεϊκής φιλοσοφίας προέρχεται από και οδηγεί σε ουσιαστική έλλειψη κατανόησής της − επομένως, και σε ουσιαστική παραγνώριση του ρόλου της στον αποχριστιανισμό της Ευρώπης.
ουδόλως εννοούσα την επιδημία της ιδεολογικοποίησης της αδυναμίας ως συνομωσία (αν και ο Νίτσε αφήνει να εννοηθεί οτι πρόκειται για κάτι τέτοιο όταν κατ’ αυτόν ο Ιουδαϊσμός δημιουργεί τον Χριστιανισμό για να κατακτήσει και να διαβρώσει μέσω αυτού τον κόσμο- δε μιλω φυσικά για αυτό). Αντίθετα το βλέπω πολύ συχνά αυτό γύρω μου, βλέπω δηλαδή το να μετατρέπεται σε ηθική καταγγελία προς τον πλησίον κάτι που ο εν προκειμένω ‘ηθικός’ αυτός άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει ο ίδιος (ενώ θα ήθελε) . Σ’ αυτά τα πράγματα μας άνοιξε τα μάτια η ψυχολογία, που κακώς καταγγέλεται συνεχώς από ημέτερους πλειοδοτούντες φερόμενους τάχατες από υπέρμετρο πνευματικό ‘ζηλο’ , αλλά μη μπορώντας να αντιληφθούν τις ψυχολογίκές πραγματικότες που με ενάργεια περιγράφει, αν και συνήθως περιγράφει πολύ καλά τις συμπεριφορές τους! Ο Φρόυντ φέρει την τιμή εκείνου που έθεσε τις βάσεις της, ως ιδιοφυής πρωτοπόρος, όχι ως αξεπέραστη αυθεντίας.
Όσον αφορά τη μετατόπιση που κάνατε σε κοινωνιολογική βάση της ηθικής της αδυναμίας τότε μπορούμε να πούμε ότι μια τέτοια ηιθική εξυπηρετεί κάλλιστα τα σχέδια ‘δυνατών’, των κακών δυνατών. Ας θυμηθούμε ότι κάποιοι εκ του κλήρου έλεγαν κάποτε στους υπόδουλους Έλληνες ότι ο γογγυσμός κατά του Τούρκου δυνάστη είναι ‘γογγυσμός κατά του Θεού’ γιατί κάτι τέτοιο ήταν ‘θέλημα Θεού’. Επειδή κ. Καστρινάκη είμαστε και οι δυο χριστιανοί, θα σας αναφέρω το λόγο του Απ.Παύλου περί ‘πνεύμα δυνάμεως’ που λέει πως χάρισε ο Χριστός στους πιστούς. Και θα σας θυμίσω ότι τα μαρτύρια των αγίων συνοδευόταν από θαύματα ‘σημεία’ αυτης της ‘δυνάμεως’. Επίσης ότι η θυσία του Χριστού είχε αξία γιατί ήταν εκούσια γιατί παραδόθηκε στο Σταυρό ενώ είχε την δύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να μη το κάνει.
Προφανώς δεν εννοώ ως αλεπού την ‘προνεωτερική συνείδηση’ αλλά την ‘ψευδή συνείδηση’ που διατρέχει όλη την ιστορία . Και βέβαια δεν εννοώ ως λύση το καταγκρέμνισμα των αξιών, αυτό είναι διαφορετικό τελείως πράγμα. Φοβάμαι πως θα είναι δύσκολο να συννενοηθούμε γιατί δίνεται άλλη σημασία στα λόγια μου. Φοβάμαι πως το ίδιο κάνετε και κατά την ανάγνωση του Νίτσε (εφόσον τον συγκρίνετε με τον Στάλιν και τον Χίτλερ). Είναι το συνηθισμένο παράδοξο να αντιμάχονται στο χριστιανικό χώρο αντίθετες απόψεις με συνεχείς παραπομπές στους πατέρες. Αλλά ας μη ξεχνάμε ότι κι ο Διάβολος με λόγια της Βίβλου πείραξε τον Χριστό (για να καταδειχτεί μ’ αυτό η σημασία της ύψιστης κατά τους αγίους αρετής της διάκρισης).
Παρόλα αυτά δεν με ικανοποιεί η απάντηση που σας έδωσα στο κοινωνιολογικό τομέα, γιατί εκεί πραγματικά επικρατεί η πιο αναίσχυντη μορφή δύναμης (από καταβολής κόσμου). Θα επανέλθω επ’ αυτού. Πάντως κατά τον Νίτσε είναι ο χαμένος που επινοεί την ψευδοηθική της αδυναμίας (και την παραφθορά των χριστιανικών αρετών της συγχώρεσης, της ταπείνωσης κ.ο.κ, τονίζω ότι πρόκειται για παραφθορά, κακέκτυπο, καρικατούρα, ας μη διαβάζουμε στις λέξεις αυτές όπως χρησιμοποιούνται απ’ τον Νίτσε, τις αντίστοιχες αρετές των αγίων!).
Σωστά λέτε ότι η ανάγνωση ενός φιλοσόφου έχει να κάνει με το σύνολο πνεύμα του έργου του (αλλά και της ζωής του). Πριν απ’ αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στν αριστοκρατισμό (σχετικά με το πνεύμα πάντα) που λέτε. Καταρχήν εφόσον υφίσταται ιεραρχία χαρισμάτων και γνώσης υφίσταται αριστοκρατία. Το εαν την προσωπική αυτή δύναμη (που κατ’ αρχήν του εδωρήθη και στη συνέχεια την καλλιέργησε) επιλέξει κάποιος να την χρησιμοπόιήσει προς όφελος του πλησίον ή αντίθετα για την καταδυνάστευσή του είναι άλλο ζήτημα. Το εξήγησα αυτό στο σχόλιό μου με την αντίστοιχη αναφορά στον ευαγγελικο λόγο, και τη διαφορετική στάση απέναντι στον ‘όχλο’ από τον Χριστό.
‘Με κατενόησαν;’ Φοβάμαι κ.Γ πως δεν κατανόησατε καθόλου τα λόγια (τα τόσο ‘σαφή’ όπως λέτε) του φιλοσόφου. Υπάρχει η αντίληψη στην πατερική γραμματεία ότι ό κόσμος υπάρχει για να βγάζει αγίους! (Τι λέτε; Μόνο αριστοκρατισμός; )Μη με παραπέμψετε στη διαφορετικότητα του διακυβεύματος μιας και ο Νίτσε (κατ’ αντισοιχία φυσικά, δεν υπάρχει ταύτιση) εννοεί την δύναμη ως πνευματική κατάσταση, ως εσωτερικό πλούτο ζωής, και που γιαυτό ο άνθρωπος (ο παρών εκπεσμένος άνΘρωπος) δεν είναι παρά ένα πέρασμα που οδηγεί στον ‘υπεράνθρωπο’ (όχι βέβαια τον αμερικάνο ‘σούπερμαν’ ούτε τον γερμανό ναζί κατακτητή), τον πιο εξελιγμένα εσωτερικά άνθρωπο. Εγώ έτσι αγαπητοί μου διαβάζω τον Νίτσε (νομίζω πως έτσι αξίζει να διαβαστεί). Αν βάβαια θέλετε διαβάστε τον όπως οι ναζί, το μόνο κοινό που διακρίνω είναι η φαιδρότητα του ανθρώπινου πνεύματος που δεν μπορεί να διακρίνει τον ολωσδιόλου διαφορετικό χαρακτήρα που μπορούν να προσλάβουν τα νοήματα πίσω από τις ίδιες λέξεις.
Να διευκρινίσω (και πάλι, γιατί είναι βέβαιο πως θα κατηγορηθώ γι αυτό) ότι δεν προσυπογράφω την Νιτσεική φιλοσοφία, αντιλάμβάνομαι τα προβλήματά της, αλλά προσπαθώ να αντιληφθώ το νόημα (το βαθύ συνήθως νόημα) που βρίσκεται μέσα της. Ένας άνθρωπος που με τέτοια αγωνία ζει τη ζωή και την ύπαρξη, που προσπαθεί να είναι έντιμος, που αναμετριέται ακόμη και μες από μεγάλο πόνο με τα μείζονα υπαρξιακά ζητήματα μες τον ίδιο του το βίο, γινόμενος ο ίδιος η φιλοσοφία του και προσφέροντάς μας έτσι κι ένα μέτρο γία το τι μπορεί να ‘εννοεί’ με αυτή, αξίζει κατ’ αρχήν το σεβασμό μας. Και καθόλου δεν οδηγεί στην ‘άνοια’ όπως λέτε όλη η αυτή η αναζήτηση, παρά μόνο ως ατύχημα κι όχι ως οργανική της συνέπεια (η πιο πιθανή εξήγηση της παραφροσύνης του έχει να κλανει με βιολογικά αίτια-τον ιο της σίφυλης, αθεράπευτο εκείνη την εποχή- και φυσικά δεν ‘τρελλάθηκε απ’ τη πολλή σκέψη’ όπως διαδίδεται από την κείνους που θα θέλαν κάτι τέτοιο(μια ακόμη εκδήλωση ‘μνησικακίας του αδυνάτου’ και που δίκαια ο Νίτσε το αντιληπτικό τους επίπεδο -όπως και τις προθέσεις του-περιφρονούσε ) .
Ο ριζικός ‘αντιχριστιανικός’ χαρακτήρας (όπως λέτε) του έργου του δεν είναι παρά μια κριτική του εκφυλισμένου χριστιανισμού (το ‘χουν πει αυτό αξιότεροι από μένα) και δεν νομίζω ότι ό όποιος αντιχριστιανισμός των νεώτερων χρόνων στις Δυτικές κοινωνίες οφείλεται στον Νίτσε αλλά στον ίδιο τον ‘χριστιανισμό’ (αναφέρω επιγραμματικά μόνο το λόγο του γέροντος Σοφρωνίου: ότι ποτέ δεν υπήρξαν στην ιστορία χριστιανικές κοινωνίες, με την πραγματική σημασία της λέξης ‘χριστιανικός’- η όποια γνώση έχω κι εγώ του θέματος συνηγορεί σε αυτό)
Είναι πολύ δύσκολο το ξαναλέω να χωριστεί η ‘ήρα από το στάχυ’ ΄σ’ ένα τόσο βαθύ στοχαστή. Για να βρούμε που ο Νίτσε παρεκκλίνει από την αλήθεια και που απλά καταγγέλει την μεταμφίεση του ψέμματος σε αλήθεια δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Αν χρειάζεται πολλές φορές να τονίζω την θετική σημασία της προσφοράς του, το κάνω (εκτός από προσωπική αγάπη) γιατί συχνά δέχεται αδίκως τα πυρά ημών. Δεν προσυπογράφω φυσικά ναζιστικές αντιλήψεις περί εξόντωσης οποιουδήποτε (και πολύ περισσότερο των αδυνάτων) αλλά νομίζω πως και αυτή όλη η ιστορία δεν είναι παρά ένας ακόμη εκχυδαϊσμός και εκμετάλλευση ενός τελείως ‘άλλου’ ζητήματος, όπως τίθεται από τον φιλόσοφο.
Καταρχάς κ. Αναστασίου, δεν είμαι ο κ. Γουνελάς. Ας προχωρήσω τώρα σε ζωτικές διευκρινήσεις. Η χρήση όρων και εννοιών, ειδικά στην προσέγγιση μιας φιλοσοφίας και στη συγκριτική αποτίμησή της έναντι άλλων, έχει νόημα εφόσον αυτοί διευκρινίζουν τα πράγματα αντί να τα συγχέουν.
Η χρήση λοιπόν των όρων “αριστοκρατισμός” και “αριστοκρατία” για να περιγράψετε το χριστιανισμό – και, έτσι, να τον [i]μπερδέψετε[/i] με τη νιτσεϊκή φιλοσοφία -, συνδράμει μάλλον στη σύγχιση παρά στη διευκρίνηση και φοβάμαι ότι έχετε μπερδέψει το χριστιανισμό με κάποιου είδους γνωστικισμό, κοντινό προς την αίρεση των “Καθαρών”. Διότι στον χριστιανισμό ουδόλως υφίσταται “ιεραρχία χαρισμάτων και γνώσης”, όπως λανθασμένα νομίζετε, εφόσον σε αυτόν το [i][b]ιδανικό, [/b][/i] αυτό που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως “τέλειον”, δεν είναι ως γνωστόν (βλ. Καινή Διαθήκη) ούτε τα χαρίσματα, ούτε η γνώση, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό, δηλαδή η [i][b]αγιότητα[/b][/i] – η οποία έχει δωρηθεί σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους [b][i]ως δυνατότητα [/i][/b] (κατ’ εικόνα), ακόμη και σε αυτούς που ο Νίτσε αποκαλεί “υπεράριθμες αποτυχίες” προς εξόντωση, χωρίς κανείς να γνωρίζει εάν και ποιος την πετυχαίνει (καθ’ ομοίωση γενόμενος) ενόσω ζει.
Μόνον άκρα σύγχυση των όρων, επομένως, θα μπορούσε να θεωρήσει το ιδανικό της αγιότητας ως έκφραση αριστοκρατισμού και τους αγίους ως αριστοκράτες. [i][b]Σύγχυση, τελοσπάντων, στην οποία ο ίδιος ο Νίτσε δεν έπεσε,[/b][/i] για τούτο και, τον αριστοκρατισμό υπερασπιζόμενος [i][b]εναντίον[/b][/i] του χριστιανισμού (και των, κατ’ αυτόν, τέκνων του: της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού), βάλλει ακατάπαυστα και με μένος κατά των αγίων και της ίδιας της αγιοσύνης.
Τα κείμενά του υπάρχουν, επιτέλους, ακούστε τι σας λένε [i][b]αυτά[/b][/i] και όχι τι θα θέλατε να δείτε εσείς.
Τα κείμενα λοιπόν, λένε και κάτι ακόμη. Ότι ο Νίτσε δεν έβαλλε απλώς και μόνο κατά κάποιων εκφυλισμένων ή διαστρεβλωμένων μορφών του χριστιανισμού της εποχής του. Έβαλλε εναντίον και του χριστιανισμού των πρώτων αιώνων αλλά και κατά της ίδιας της Καινής Διαθήκης.
Ήδη έχω παραθέσει ένα απόσπασμα από το ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ, όπου φαίνεται σαφώς η επίθεσή του κατά της ίδιας της Κ.Δ. (“ένα βιβλίο που σε πολλά μέρη του υπάρχει γλυκερή και βαριά οσμή από προσευχούλες και ψυχούλες”, “μνημείο γούστου ροκοκό”, “η μεγαλύτερη αισχρότητα και το μεγαλύτερο έγκλημα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας το ότι έφτιαξε τη Βίβλο με τη Κ.Δ.”). Ας παραθέσω κι ένα απόσπασμά του, από το ίδιο βιβλίο, για τον χριστιανισμό των πρώτων αιώνων:
#46. [i]Η πίστη την οποία υποστήριζε ο χριστιανισμός των [b]πρώτων αιώνων,[/b] και την οποία απέκτησε μέσα σ’ ένα σκεπτικιστικό κόσμο ελεύθερων πνευμάτων του Νότου, που είχαν ξοπίσω τους και μέσα τους την μακρόχρονη εγκόσμια διαμάχη των φιλοσοφικών διδασκαλιών και την ανεκτικότητα που διακήρυττε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία […] συγγενεύει πάρα πολύ με την πίστη του Πασκάλ, η οποία μοιάζει τρομακτικά με μια [b][i]διαρκή αυτοχειρία του λογικού, [/i][/b]ενός λογικού που ζητάει με πάθος να επιβιώσει κι είναι αδύνατο να το σκοτώσει κανείς μ’ ένα χτύπημα.[/i]
Τα κεφάλαια που ακολούθούν αμέσως, όπως εξηγεί και γιατί οι Βόρειοι – εκτός των Κελτών, “που [i][b]μόλυναν [/b][/i]το Βορρά με το χριστιανισμό”, λέει – είναι υγιέστεροι επειδή “δεν είναι από τη φύση τους καμωμένοι για τη θρησκεία”, δεν αφήνουν περιθώρια για παρερμηνεία του τρόπου με τον οποίον ο Νίτσε αποτιμούσε [i][b]και τον αρχέγονο Χριστιανισμό.[/b][/i]
Δυστυχώς λοιπόν κ. Αναστασίου, ο ίδιος ο Νίτσε διαψεύδει πολλαπλά την ανάγνωσή σας και την φανερώνει μάλλον ως παρανάγνωση. Δεν είναι, κοντολογίς, διόλου δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς το ριζικό αντιχριστιανισμό της φιλοσοφίας του.
Άλλωστε σε τούτο συμφωνεί απολύτως και ένας από τους βαθύτερους Έλληνες μελετητές του, ο κ. [i][b]Ζήσης Σαρίκας, [/b][/i]εξαίρετος μεταφραστής όλων σχεδόν των έργων του Νίτσε στη γλώσσα μας και συγγραφέας του πάρα πολύ κατατοπιστικού βιβλίο ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ/ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ “ΕΤΣΙ ΜΙΛΗΣΕ Ο ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ, το οποίο και σας συμβουλεύω θερμά να μελετήσετε (μαζί και με το υπόλοιπο έργο του φιλοσόφου). Θα δείτε σε αυτό, ότι ο Νίτσε εμπνεύστηκε τη φιλοσοφία του ακριβώς [i][b] ως αντίθεση όχι μόνο προς στο χριστιανισμό – της εποχής του και όλων των εποχών – αλλά και προς στον ίδιο το Χριστό.[/b][/i]
Ευχόμενός σας καλή ανάγνωση, θα κλείσω διευκρινίζοντας ότι το μόνο θέμα που υπάρχει είναι της [i][b]κατανόησης και αποσαφήνισης [/b][/i]του αντιχριστιανισμού της νιτσεϊκής φιλοσοφίας και πως δεν υπάρχει κανένα θέμα “κατηγορίας” ούτε προς τον Νίτσε, ούτε προς όποιον ασπάζεται τη φιλοσοφία του, αλλά μόνο προς εκείνους που θέλησαν, με ατάκες, σοφιστείες και δραματοποιήσεις, να εκτρέψουν τη συζήτηση προς το επίπεδο του καφενείου – και ασφαλώς σεις δεν είστε ένας από αυτούς.
Επιτρέψτε μου να προτείνω κι εγώ το κεφάλαιο για τον Νίτσε από το βιβλίο του Ρενέ Ζιράρ “Εθεώρουν τον Σατανά…” (εκδ. Εξάντας) Αναφέρεται ακριβώς στον αντιχριστιανισμό του Νίτσε και σε μια “ειδική” στάση απέναντί του επιβεβλημένη από τον Χάϊντεγγερ…
Κοιτάξτε, με λίγα λόγια, απλώς θα επαναλάβω που βρίσκεται η διαφορά μας. Δεν ξέρω αν η λέξη ‘αριστοκρατία’ έχει πάρει για σας μια συγκεκριμένη απόχρωση (κακώς χρησιμοποίησα τη λέξη ‘αριστοκρατισμό’, με παρασύρατε), πάντως ο Μπερντιάεφ τη χρησιμοποιεί με αυτόν τον τρόπο που τη χρησιμοποίησα κι εγώ. Όπως και νά ‘χει η αντίρρησή μου εστιάζεται στην ισοπεδωτική αντίληψη της εποχή μας και μια κακώς εννοούμενη ‘δημοκρατία’. Όπως λέει κάπου ο Σεστώβ (νομίζω) η εξαίρεση (το υψηλότερο) είναι αυτό που κρίνει τα πράγματα και όχι ο μέσος όρος. Χρησιμοποίησα επίσης τον όρο αριστοκρατία όπως χρησιμοποιήθηκε στη φιλοσοφία της αρχαίας Ελλάδας. Οι άριστοι, (ή ο σοφός στην Πολιτεία του Πλατωνα) κυβερνά θέτοντας εαυτον στην υπηρεσία της πόλης (ή ‘διακονώντας’ αν θέλετε προς το χριστιανικότερον την πόλη και τους πολίτες-στη θεωρία φυσικά). Η αριστοκρατία στον χριστιανισμό επίσης υπάρχει με ιδιαίτερη σημασία (που και εσεις επισημάνατε και εγώ). Δεν αντιλαμβάνομαι που υφίσταται η παρανόηση (στο ότι χρησιμοποιήσαμε διαφορετικές λέξεις;)
Οποιοσδήποτε χριστιανός νομίζω γνωρίζει πως δεν μπορεί κανεις να καταλάβει το πνευμα της πίστης εκτός της (τουλάχιστον η εμπειρία τόσο η δική μου όσο και εκείνων που γνωρίζω αυτό μαρτυρά). Δεν το καταλαβαίνει αυτο το πνεύμα ούτε ο Νίτσε. Αυτό όμως που καταλαβαίνει γιατί το βλέπει γύρρω του είναι οι γλυκερές προσευχουλες κ.λ.π και τις οποίες στη συνέχεια καθορίζουν την δική του ‘ανάγνωση’ της Κ.Διαθήκης. Είπα σε προηγούμενο σχόλιο μου ότι δεν αντιλαμβάνεται ούτε καν ότι ο Πλάτωνας ή ο Σωκράτης δεν είναι ορθολογιστές. Ο σεβασμός μου προς το πρόσωπό του δεν οφείλεται σε ό,τι δεν καταλαβαίνει βέβαια, αλλά σε ό,τι καταλαβαίνει, και που τόσα χρόνια που τον διαβάζω μόνο ωριμάζοντας μπορώ να αντιληφθώ. Δεν ήθελα να κάνω παραπομπές σε μεγάλους στοχαστές όπως ο Μπερντιάεφ για να στηρίξω την άποψή μου (όπου προφανώς λέει ότι ο Νίτσε μιλά για ένα παραφθαρμένο χριστινιασμό των αστων της εποχής του). Προτιμώ να ‘διαβάζω’ από ‘πρώτο χέρι’ τα κείμενα (ακόμη κι αν κατηγορηθώ για ‘παρανάγνωση’ ή υποπέσω όντως σε ένα τέτοιο ολίσθημα).
Παρόλα αυτά με την πρώτη ευκαιρία θα προστρέξω και στους μελέτητές που αναφέρθηκαν΄από σας και τον κ.Ζιάκα. Δε νομίζω ότι υπάρχει τη στιγμή αυτή κοινό πεδίο όσον αφορά την αντίληψη του νιτσεϊκου έργου για να συζητήσουμε καθότι δίνουμε άλλο νόημα στις αναφορές που κάνει (δηλαδή σχετικά με τον χριστιανισμό). Σκεφθείτε ότι ενώ δε διαφωνώ σε όσα λέτε για την αγίότητα, την πίστη μας κ.τ.λ πιό πάνω στο τελευταίο σας σχόλιια, τα αναφέρατε όμως όλα αυτά ως αντίθεση στα δικά μου λεγόμενα! Ο διάλογος είναι κάτι πολύ απαιτητικό και δεν μπορεί να εξαντληθει καθόλου σε διαδυκτιακούς χώρους (λόγω περιορισμών του διαδικτύου). Σας ευχαριστώ παρόλα αυτά για την ενδιαφέρουσα συνομιλία
Απ’ όσο έχω καταλάβει, ο Μπερντιάεφ είδε στον “Υπερ-άνθρωπο” του Νίτσε – βασικά από το βιβλίο [i]Τάδε έφη Ζαρατούστρα[/i] – ένα σύμμαχο στην απόπειρά του για μια χριστιανική ανθρωπολογία, η οποία θα έδινε περισσότερη έμφαση στη δράση του ίδιου του ανθρώπου σε σχέση με την δράση της Χάριτος, αναφορικά πάντοτε με τη σωτηρία. Νόμισε δηλαδή, πως ο νιτσεϊκός “Υπερ-άνθρωπος” μπορεί να εμπνεύσει μια ενεργητικότητα, έναντι της παθητικότητας που ο ίδιος (ο Μπ.) θεωρούσε ότι εμπνέει η ιδέα της δια της μόνης Χάριτος σωτηρία.
Δεν είχε όμως δίκιο. Ο ίδιος ο Νίτσε διαψεύδει διαρκώς μια τέτοια προσέγγιση.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό – και αυτό φάνηκε κι από την εδώ συζήτηση -, ότι για να σταθεί κάπως η απόπειρα να “εκχριστιανιστεί” ο Νίτσε, να θεωρηθεί δηλαδή ότι “κατά βάθος” το κήρυγμά του δεν είναι διόλου αντιχριστιανικό, ότι απευθύνεται [b][i]δήθεν[/i][/b] όπως και το κήρυγμα του Χριστού σε ό,τι υψηλότερο, γνήσιο και ευγενέστερο διαθέτει ο άνθρωπος, … για να σταθεί λοιπόν αυτή η απόπειρα χρειάζεται [b][i]πολλούς τόνους “καλής θέλησης”, κακής μετάφρασης συν την υπόθεση πως ο έξοχος αυτός Γερμανός φιλόσοφος της Βούλησης και της Ισχύος ήταν, παρολαυτά, ολοκληρωτικά παρασυρμένος και τυφλωμένος από τις πιο εκφυλισμένες μορφές χριστιανισμού της εποχής του, και πλήρως ανίκανος να καταλάβει τι γράφει η Καινή Διαθήκη!!![/i][/b]
Δεν είναι, αυτό, σχεδόν ειρωνικό και ουσιαστικά άδικο για τον Νίτσε; Και δεν είναι δικαιότερο να θεωρήσουμε, πως ήξερε πολύ καλά τι καταλάβαινε, διάβαζε και έγραφε;
Ευχαριστώ κι εγώ για την συζήτηση.
Όσον αφορά το πρώτα σημείο που αναφέρετε σχετικά με τον Μπερντιάεφ μπορώ να σας πω άνετα από μνήμης ότι θεωρεί την έμπνευση του ‘υπεράνθρωπου’ υψηλοφροσύνη (προσωπικά δε συμφωνώ). Τώρα αυτό που λέω ότι η κριτική του Νίτσε αφορά έναν αλλοτριωμένο μικροαστικό χριστιανισμό το λένε αρκετοί μελετητές (όχι μόνο ο Μπερντιάεφ). Αυτόν τον ‘Χριστιανισμό’ τον βλέπει κανείς και σήμερα γύρω του. Η ψυχολογία έχει περιγράψει συστηματικά τέτοια φαινόμενα μνησικακίας με παρόμοιο τρόπο με αυτό που τα παρουσιάζει ο Νίτσε, αν και λιγότερα ποιητικά (όπως είπα και πιο πάνω: ‘όσα δε φτάνει η αλεπού…”), τουλάχιστον σε ατομικές περιπτώσεις. Και δυστυχώς κ. Γ δεν παρανοεί μόνο ο Νίτσε τον χριστιανισμό (που στο κάτω κάτω είναι και φυσικό αφού δεν είναι Χριστιανός και άρα δεν έχει ένα αντίστοιχο προσωπικό βίωμα που να στηρίζει τις κρίσεις του) τον παρανοούν (τον παρανοούμε αν θέλετε) οι περιισότεροι χριστιανοί. Πιστεύουμε ακόμη ότι πρόκειται για ‘ηθική’ και κανόνες καλής συμπεριφοράς ή λάβαρο αυτοδικαίωσης.
Μεγάλα όμως ζητήματα που δε μπορούμε παρα ακροθιγώς να σχολιάσουμε σε αυτό το χώρο. Ευχαριστώ πολύ και πάλι
[quote name=”Γ”] η απόπειρα να “εκχριστιανιστεί” ο Νίτσε […] χρειάζεται […] την υπόθεση πως ο έξοχος αυτός Γερμανός φιλόσοφος της Βούλησης και της Ισχύος ήταν, παρολαυτά, ολοκληρωτικά παρασυρμένος και τυφλωμένος από τις πιο εκφυλισμένες μορφές χριστιανισμού της εποχής του, και πλήρως ανίκανος να καταλάβει τι γράφει η Καινή Διαθήκη!!!
Δεν είναι, αυτό, σχεδόν ειρωνικό και ουσιαστικά άδικο για τον Νίτσε; Και δεν είναι δικαιότερο να θεωρήσουμε, πως ήξερε πολύ καλά τι καταλάβαινε, διάβαζε και έγραφε; [/quote]
Μια συνόψιση, εδώ, που πληρώνει – πιστεύω – με τον προσφυέστερο τρόπο την, όλη, περί Νίτσε διερώτηση.
Να με συμπαθήσετε, παρακαλώ, που η δική μου παρέμβαση πιθανόν να μην είναι αντάξια των αριστοκρατικών πνευματικών αναστημάτων που με δέος διάβαζα τις εξαίρετες διατυπώσεις τους στον παρόντα διάλογο. Η δική μου απλοϊκή λογική παρόλα αυτά ζητάει κάποιες απαντήσεις και παρακαλώ όποιον έχει τη διάθεση να με φωτίσει:
α) Μήπως θα πρέπει να δοθεί περισσότερη σημασία και να αναλυθούν περαιτέρω οι όροι «δυνατοί» και «αδύνατοι», «κατώτερα ανθρώπινα όντα» και όλα αυτά που καταλογίζει ο Νίτσε διατυπώνοντας μέσω της κριτικής του στον χριστιανισμό, τη θεωρία του περί κοινωνικής φυσικής επιλογής;
β) Πώς είναι δυνατόν να παραβλέπεται η «δύναμη» αυτών των κατσαρίδων της Ιστορίας να επιβιώνουν από την εμφάνισή τους και τους πρώτους διωγμούς τους έναντι όχι μόνο των προσπαθειών βιολογικής τους εξόντωσης, αλλά και της ίδιας της ιδεολογικής τους ρίζας με κριτικές όπως αυτή του Νίτσε και άλλων πολύ πιο ακραίων;
γ) Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης είναι αυτοί που είναι, αλλά κανείς τους δεν έγινε ποτέ μπροστάρης σε κοινωνικές ανατροπές του μεγέθους που κατορθώθηκε από έναν απλοϊκό χωρικό της πιο φτωχικής γωνιάς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πόσο κράτησε άραγε η δυναστεία άλλων νεώτερων φιλοσόφων και κοινωνικών ηγετών, όπως ο Μαρξ, ο Σοπενχάουερ, ο Μάο Τσε Τουγκ από όσο κράτησε και κρατεί η «δυναστεία» αυτού που με τόση αφέλεια αποκλήθηκε από κάποιον συζητητή ως «προπαγανδιστή;» Αυτός ο ταλαίπωρος και αρρωστιάτης ρωμαιοεβραίος Παύλος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι «η δύναμίς του ἐν ασθενείᾳ τελειούται;» Και τέλος
δ) Γιατί, σε κάθε δύσκολη στιγμή της η ανθρωπότητα προστρέχει σ’ αυτούς και μόνο σ’ αυτούς τους «φουκαράδες» για την επιβίωσή της, αγνοώντας όλους τους φωνακλάδες ρασιοναλιστές που πιστεύουν ακόμα ότι η λογική τους «γη» είναι τετράγωνη και επίπεδη και πως ό,τι δεν υπερβαίνει αυτή τη λογική δεν υπάρχει, όπως κάποτε δεν υπήρχε ηλιοκεντρικό σύστημα για τους ρασιοναλιστές παλαιότερων εποχών;
Κοντολογίς: Μετά από όλη τη δισχιλιετή πορεία της ανθρωπότητας με τόσους και τόσους «φουκαράδες» που θυσιάστηκαν κάθε φορά χάριν των άλλων και με πρότυπό τους τον πρώτο Εσταυρωμένο,… και ενώ η ανθρωπότητα σήμερα ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τη δεύτερη μέσα σε έναν αιώνα ανατροπή των «παράδεισων« που επαγγέλθηκαν οι σύγχρονοι σωτήρες της…. «για Νίτσε θα ομιλοῦμεν τώρα;»
κ. Καστρινάκη απάντησα σε αυτό το χωρίο που αναφέρατε από το σχόλιο του κ.Γ στο προγουμενό μου σχόλιο (δε βλέπω να ανταπαντάτε). Εκτός αυτού εγω δεν είπα ποτέ ότι ο Νίτσε είναι χριστιανός. Δεν τον εκχριστιανίζω, προσπαθώ να τον καταλαβω πέρα από στερεότυπα και να δω τι εννοεί πίσω από λέξεις που μπορεί να σημαίνουν μια αρετή αλλά μπορεί να σημαίνουν και το παραφθαρμένο κακέχτυπό της.
κ.Γς αν ομιλείτε ως χριστιανός δε θα με βρείτε αντίθετο σε αυτά που λέτε. Η πρώτη σας ένσταση για τη χρεία διευκρίνησης της σημασίας της ‘δύναμης’ πράγματι έιναι σωστή, συμβολή σ’ ένα διάλογο που σίγουρα δεν είναι εύκολο να γίνει εδώ. Τώρα όσον αφορά τη χρεία του διαλόγου υποθέτω ότι καθείς από τους συνομιλητές έχει τους λόγους του. Δε θα θελα να ακουστεί σκανδαλιστικό αλλά προσωπκά δε δίνω και μεγάλη σημασία σε όλα αυτά (πέρα από το όποιο ενδιαφέρον μπορεί να έχουν για μένα). Αυτά που θεωρώ σημαντικά στη ζωή μου προφανώς δεν έχουν να κάνουν με συζητήσεις (ακόμη και τις καλύτερες) ούτε και με την διαδικτυακή παρουσία μου (αν και αυτό ισχύει ανεξαρτήτου της κρίσεως).
Η Θέληση για δύναμη είναι ένα οντολογικό αξίωμα που [b]ενσυνείδητα[/b] και [b]πειραματικά[/b] το θέτει ο Nietzsche ως ακρογωνιαίο λίθο στο φιλοσοφικό πρόγραμμα-πρόταγμα που οραματίστηκε (αυτό της μεταστοιχείωσης των αξιών).
[b]Το σημαντικό είναι όμως, πως[/b] αυτό που [b]διέγνωσε[/b] ο Νietzsche είναι ο Μηδενισμός που ενυπάρχει στον Χριστιανισμό, δηλαδή η [b]άρνηση της εγκοσμιότητας και της ζωτικότητας για χάρη μιας άλλης ζωής και ενός άλλου κόσμου.[/b] Αυτή η ριζική [b]”μετατόπιση του βάρους”[/b] που ενυπάρχει στον Χριστιανισμό (ξεκινώντας απο τον Πλάτωνα) είναι που κατα τον Νίτσε καθιστά τον Χριστιανισμό μηδενιστικό και προωθεί τον Ευρωπαϊκό Μηδενισμό.
Αν θέλουμε δηλαδή να είμαστε σοβαροί στο ζήτημα Νietzsche-Χριστιανισμός θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας [b]το ζήτημα του Ευρωπαϊκού Μηδενισμού[/b] που έθεσε ο φιλόσοφος. Το ζήτημα δηλαδή της αυτοκατάργησης των αξιών πάνω στις οποίες βασίζεται ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός. Το ζήτημα του [b]Μηδενισμού-Άρνησης απέναντι στον κόσμο και στην πραγματικότητα.[/b]
Χαρακτηριστικά, λέει κάπου ο Νietzsche πως [b]αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι η αιώνια ζωή αλλά η αιώνια ζωτικότητα. Δηλαδή η αιώνια κατάφαση στη ζωή.[/b] Και εδώ κάπου υπεισέρχεται και η Αιώνια Επιστροφή…
Είναι ένα μεγάλο θέμα λοιπόν αυτό, που ο κύριος Γουνελάς το κονιορτοποίησε [b]παραγνωρίζοντας όλες τις ενδιαφέρουσες και λεπτές πτυχές του και εμμένοντας σε μια απλοϊκή αντι-πολεμική.[/b] Με τα [b]συνθήματα[/b] που διατυπώθηκαν στα σχόλια όσον αφορά τη σχέση του Νίτσε με την ναζιστική ιδεολογία, όπως και για τον Χριστιανισμό της εποχής του Νίτσε (τον Προτεσταντισμό και την πουριτανική ηθική), φαίνεται ότι ολίγιστα έχουμε καταλάβει απο την κριτική του Νίτσε στον Χριστιανισμό και, εν γένει, απο τη φιλοσοφία του.
Μα [b][i]ακριβώς [/i][/b], κ. Ράπτη, ριζικά αντίχριστο και αντιχριστιανικό – ριζικά απάνθρωπο ήδη! – είναι, το ότι η θέση υπέρ της εγκοσμιότητας , της ζωτικότητας και της κατάφασης της ζωής δεν γίνεται με οντολογικό αξίωμα την Αγάπη – [i]όπως συμβαίνει με τον Χριστό[/i] -, αλλά [i][b]με οντολογικό αξίωμα την αντιδιαμετρικώς αντίθετη της αγάπης θέληση για Δύναμη![/b][/i]
Όπου, πέρα από κάθε λεπτολογική ανάδειξη κάποιων όψεων (το [i]νόημα[/i] των οποίων, όμως, μπορεί να εντοπιστεί μόνον όταν συναρτηθούν με το σύνολο της νιτσεϊκής οντολογίας της Ισχύος), η θέληση για Δύναμη νοείται ρητώς ως θέληση για [i][b]σκληρή[/b][/i] – η σκληρότητα ούσα, [i]κατά τον ίδιο τον Νίτσε,[/i] κύρια αρετή του “Υπερ-ανθρώπου” του – [i][b]επιβολή των ισχυρών επί των αδυνάμων … [/b][/i]
… τη διαμαρτυρία των οποίων (αδυνάμων) απέναντι σε τούτη τη σκληρότητα λοιδωρεί ο Νίτσε ως “μνησικακία”, και την εξέγερση των οποίων (αδυνάμων) καταλογίζει ως υπεύθυνη για την “αντιστροφή των αξιών”, από την οποία προήλθε ο “ευρωπαϊκός μηδενισμός”.
Ιδού επ’ αυτού ακόμα ένα απόσπασμα από το ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ, προσφιλές ασφαλώς σε κάθε Ναζιστή:
#195. Οι Εβραίοι – λαός “γεννημένος να είναι σκλάβος”, όπως λέει ο Τάκιτος και μαζί του όλη η Αρχαιότητα` λαός “εκλεκτός μεταξύ των εθνών”, όπως λένε οι ίδιοι [i]και νομίζουν [/i]για τον εαυτό τους -, οι Εβραίοι κατάφεραν αυτή την καταπληκτική αντιστροφή των αξιών, η οποία έδωσε για κάμποσες χιλιετίες μια κανούργια κι επικίνδυνη όψη στην εγκόσμια ζωή: οι προφήτες τους ανάμειξαν στην ίδια έννοια τις λέξεις “πλούσιος”, “ασεβής”, “κακός”, “βίαιος”, “ηδυπαθής” και για πρώτη φορά έδωσαν μια συκοφαντική έννοια στη λέξη “κόσμος”. Σε αυτή την αντιστροφή αξιών (που λέει επίσης ότι η λέξη “φτωχός” είναι συνώνυμη των λέξεων “άγιος” και “φίλος”) βρίσκεται όλη η σημσία του εβραϊκού λαού: με αυτόν, αρχίζει [i][b]η εξέγερση των σκλάβων μέσα στην ηθική τάξη.[/b][/i] (1886)
Συνεπώς μόνον εάν βλέπει κανείς “κατάφαση της αιώνιας ζωτικότητας” [i]στην κατάφαση της αιώνιας σκληρότητας,[/i] “κατάφαση της ζωής” [i]στην κατάφαση της επιβολής [/i] και “κατάφαση της εγκοσμιότητας” [i]στην κατάφαση της περιφρόνησης και ποδοπάτησης των αδυνάμων[/i], μόνον τότε μπορεί να θεωρήσει σαν “απλοϊκή αντι-πολεμική” και “συνθήματα” τα όσα, τεκμηριωμένα και με εκτενή αποσπάσματα από το έργο του, ειπώθηκαν για τον αντιχριστιανικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Νίτσε.
Ειδάλλως, ο.έ.δ.
Πριν περάσει και πολύ ώρα από το λεχθέν ήρθε και ο κ. Ράπτης να καταδείξει του λόγου το αληθές, αυτό δηλαδή που υποστήριξα ότι ο Νίτσε μιλά για ένα χριστιανισμο κακέκτυπο. Εκείνο τον χριστινιασμό που δεν υπάρχει εδώ, παρά μόνο για να απονεκρώσει κάθετί ζωντανό με ανταμοιβή …την ‘αιώνια ζωή’, τον ‘παράδεισο’ που θα ρθει κάποτε. Εμένα και σε άλλους γιατί αυτό είναι ολοφάνερο; Λες κι αυτό είναι κάτι το οποίο δεν έχουμε ήδη συναντήσιε στη ζωή μας. Κι έρχεται ο κ. Ράπτης να επικρότήσει αυτήν την (εν πολλοίς δικαιολογημένη) παρεξήγηση.
Και σεις κ. Γ μιλάτε για αγάπη. Αν αυτή αγάπη, ο εσωτερικός πλούτος, η δύναμη του πνεύματος, η προγευθείσα ιλαρότητα του παραδείσου, ό,τι τελοσπάντων συνιστά την εν Χριστώ ζωή έλαμπε στα πρόσωπα και στις ζωές ημων (των χριστιανών) θα χρειαζόταν τούτος ο διάλογος; (Θα αρκούσε μάλλον αυτό, μέχρι τώρα κανένας δε είπε γιατί δε ‘μετακινούμε βουνά’, ζητάνε πολύ λιγότερα από τον ευαγγελλικό λόγο, αλλά…)
Λέτε κ. Αναστασίου, ότι ο κ. Ράπτης [i][b]κατέδειξε [/b][/i] “του λόγου το αληθές, αυτό δηλαδή που υποστήριξα ότι ο Νίτσε μιλά για ένα χριστιανισμο κακέκτυπο”.
Νομίζω ότι συγχέετε τις έννοιες. Διαβάζοντας το σχόλιο του κ. Ράπτη στο οποίο αναφέρεστε, το μόνο που βλέπει κανείς είναι ότι εκεί [i][b]ισχυρίστηκε[/b][/i] αυτό που λέτε, όμως σε καμιά στιγμή δεν το [i][b]κατέδειξε, [/b][/i]δηλαδή σε καμιά δεν έδειξε με τη βοήθεια των απαραίτητων τεκμηρίων (όπως έχω κάνει πολλές φορές έως ώρας) πού αυτό που ισχυρίστηκε υπάρχει όντως μέσα στο έργο του Νίτσε.
Αλλά θα έλεγα να προσέξετε και κάτι ακόμα: ο κ. Ράπτης ισχυρίστηκε κάτι αρκετά διαφορετικό και από αυτό που λέτε (ότι ο Νίτσε μιλά για ένα κακέκτυπο χριστιανισμό). Δείτε τι λέει:
[i]”Το σημαντικό είναι όμως, πως αυτό που διέγνωσε ο Νietzsche είναι ο Μηδενισμός που [b]ενυπάρχει στον Χριστιανισμό,[/b] δηλαδή η άρνηση της εγκοσμιότητας και της ζωτικότητας για χάρη μιας άλλης ζωής και ενός άλλου κόσμου. Αυτή η ριζική “μετατόπιση του βάρους” που [b]ενυπάρχει στον Χριστιανισμό [/b](ξεκινώντας απο τον Πλάτωνα) είναι που κατα τον Νίτσε καθιστά τον Χριστιανισμό μηδενιστικό και προωθεί τον Ευρωπαϊκό Μηδενισμό.”[/i] (κ. Ράπτης).
Ο κ. Ράπτης δεν μιλάει [i][b]καθόλου[/b][/i] για “ένα χριστιανισμό κακέκτυπο”, όπως νομίσατε. Απεπαντίας, αυτό που εσείς αποδίδετε στον “κακέκτυπο χριστιανισμό”, κατά το κ. Ράπτη “ενυπάρχει στον Χριστιανισμό” (ξεκινώντας μάλιστα “από τον Πλάτωνα”…), δηλαδή είναι στοιχείο ουσιώδες [b]του ίδιου [/b]του Χριστιανισμού και όχι χαρακτηριστικό μόνο των “κακεκτύπων” του.
Είστε λοιπόν ακόμα ότι ο κ. Ράπτης “κατέδειξε” – για την αλήθεια: ισχυρίστηκε – αυτό που λέτε κι εσείς για τη νιτσεϊκή φιλοσοφία;
Τέλος, αναφορικά με το διάλογο: [b][i]Η ύπαρξη της αγάπης δεν καταργεί το διάλογο. [/i][/b]Απλώς διαφοροποιεί το διάλογο που γίνεται με φροντίδα κατανόησης και υποδοχής της θέσης του άλλου από το διάλογο που γίνεται με βούληση για δύναμη και διάθεση επιβολής πάνω στον άλλον.
[quote name=”Νίκος Ράπτης”]
[b]Το σημαντικό είναι όμως, πως[/b] αυτό που [b]διέγνωσε[/b] ο Νietzsche είναι ο Μηδενισμός που ενυπάρχει στον Χριστιανισμό, δηλαδή η [b]άρνηση της εγκοσμιότητας και της ζωτικότητας για χάρη μιας άλλης ζωής και ενός άλλου κόσμου.[/b] Αυτή η ριζική [b]"μετατόπιση του βάρους"[/b] που ενυπάρχει στον Χριστιανισμό (ξεκινώντας απο τον Πλάτωνα) είναι που κατα τον Νίτσε καθιστά τον Χριστιανισμό μηδενιστικό και προωθεί τον Ευρωπαϊκό Μηδενισμό.
[/quote]
Μια μεγάλη πλάνη σχετικά με τον χριστιανισμό, και του Νίτσε και δική σας, κ. Ράπτη!
Ο χριστιανισμός δεν αρνείται την εγκοσμιότητα. Τη βλέπει υπό το πρίσμα της αιώνιας ζωής ή “βασιλείας” ή χάριτος του Χριστού. Κι αυτή η βασιλεία κι αιωνιότητα αρχίζει εδώ και τώρα, (“ἐντὸς ὑμῶν ἐστι”, λέει ο Χριστός (Λκ. 17, 21). Κι ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος γράφει ότι δεν είναι άλλο ο Χριστός κι άλλο η ημέρα της Κρίσεως, αλλ’ όποιος είδε τον Χριστό σ’ αυτή τη ζωή έχει περάσει ήδη την ημέρα της Κρίσεως. Ο χριστιανός που μετέχει του Χριστού ζει την αιωνιότητα στην εγκοσμιότητα.
Και δεν έχει καμιά σχέση ο χριστιανισμός με τον Πλάτωνα και τον κόσμο των ιδεών του, αλλ’ ο νεοπλατωνισμός που καταδικάστηκε πολλές φορές από τους Πατέρες και τις Συνόδους της Εκκλησίας.
Λοιπόν, όπως ἐγραψαν και άλλοι συνομιλητές, ο Νίτσε και σεις δεν μιλάτε για τον χριστιανισμό αλλά για κακέκτυπό του.
Φομάμαι ότι όλα είναι ζήτημα ερμηνείας και πρωτογενούς κατανόησης. Λέγοντας ‘κατέδειξε’ εννοούσα όπως γράφω πιο κάτω ότι είναι εύκολο να γίνει κατανοητό ότι ο ‘μηδενισμός’ που βλέπει ο Νίτσε (και ο κ.Ράπτης ) στον χριστιανισμό τον δικαιολογεί (για έναν οξυδερκή παρατηρητή) η κοινωνική πραγματικότητα που συναντάμε ακόμη και σήμερα. Πως είναι δυνατόν να τεκμηριωθεί κάτι τέτοιο; Δεν πρόκειται για μαθηματικά Ή το βλέπει κανείς ή δεν το βλέπει. Πάντως πρέπέι να αποχωρήσω από το διάλογο, αλλά θα θελα να ξέρετε ότι πάντα κρατάω από κάθε συζήτηση ό,τι έχουν πει αξιόλογοι συνομιλητές και το δουλεύω για καιρό στο μυαλό μου. Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω (παρακάμπτοντας τους τύπους ευγενείας) είναι ότι το παρόν άρθρο αποτελεί μια απογοήτευση για μένα, μιας και εκτιμώ τον αρθρογράφο του (από προηγούμενα διαβάσματα). Όχι μόνο σε σχέση με τις θέσεις που παίρνει (απογοητεύτηκα), αλλά και με την ίδια τη δομή του. Οι συνδέσεις που κάνει στα διάφορα θέματα είναι μάλλον επιφανειακές και είναι μια ακόμη φορά από κείνες που αναρρωτιέμαι γιατί κάποιος πρέπει να χει γνώμη για τα πάντα, να οικοδομεί δηλαδή ένα σύστημα που να προσπαθεί να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις (συνήθως βέβαια εντελώς πρωτόλεια).
Ας συνοψίσω λοιπόν. Για να κατανοήσετε, κ. Αναστασίου, το μέγεθος της διαστρέβλωσης και του αναποδογυρίσματος των αξιών, που επεχείρησε ο Νίτσε, θα σας παρακαλέσω να προσέξετε το εξής:
[i][b]Μηδενισμό συστήνει επακριβώς η οντολογία της Δύναμης[/b][/i] – και όχι βέβαια η οντολογία της Αγάπης! Συμβουλευτείτε, επ’ αυτού, και τον κατεξοχήν σύγχρονο οντολόγο της Ισχύος, Παναγιώτη Κονδύλη.
Ο Νίτσε έκανε το μέγα σφάλμα να νομίζει, ότι η Δύναμη είναι παραγωγός αξιών. Και [i][b]γι’ αυτό [/b][/i]κατηγόρησε την οντολογία της Αγάπης, δηλαδή το Χριστιανισμό – που αντιτάσσεται στην οντολογία της Δύναμης -, ότι είναι υπεύθυνος για τον ευρωπαϊκό Μηδενισμό.
[b]Όπως είναι, επομένως, πολύ εύκολο να αντιληφθεί ο έχων ώτα, η ριζική εναντίωση του Νίτσε δεν έχει ως αντικείμενο απλώς κάποιον “κακέκτυπο Χριστιανισμό” αλλά [i]την ίδια την οντολογία του Χριστιανισμού,[/i] δηλαδή τον ίδιο το Χριστιανισμό κατά μήκος, πλάτος και βάθος! [/b]
Γι’ αυτό – και όχι επειδή ήταν,[i][b] δήθεν,[/b][/i] “τυφλωμένος και παρασυρμένος από τον κακέκτυπο χριστιανισμό της εποχής του” – και απορρίπτει μετά βδελυγμίας και ειρωνίας την Καινή Διαθήκη: επειδή η δική οντολογία είναι ριζικά αντίθετη στην οντολογία της.
Καμιά “λεπτολογία” και κανένας “ερμηνευτικός σχετικισμός” δεν είναι δυνατόν να συγκαλύψουν αυτό το ισχυρό γεγονός – που μετά μεγίστης χαράς [i][b]αποδέχεται ο ίδιος ο Νίτσε επιτέλους![/b][/i]
Θα κάνω και γώ μια τελευταία απόπειρα να συνοψίσω: Δεν διαφωνώ σ’αυτό που λέτε σχετικά με την διαφορά αγάπης και ισχύος. Εξαρτάται με ποια έννοια χρησιμοποιούμε τη λέξη ‘δύναμη’. Για να αγαπάς πρέπει να σαι δυνατός. Για να έχει αξία η θυσία πρέπει να είναι εκούσια (επιλογή από άλλες δυνατότητες). Η ταπείνωση για νά χει αξία πρέπει να χει κανείς ένα ισχυρό εγώ το οποίο αναστέλλει ένεκεν της αγάπης του άλλου. Αλλιώς ‘την χρεία ποιώ ευαρέσκεια’ και ‘κάνω ανήθικο αυτό που δε μπορώ έτσι κι αλλιώς να κάνω’. Αυτό τουλάχιστον εννοεί ο Νίτσε όπως το καταλαβαίνω γώ με την ‘μνησικακία της αδυναμίας’. Το κατά πόσο ισχύει αυτό στην πραγματικότητα των κοινωνιών των χριστιανικών (με ή χωρίς εισαγωγικά) ας το κρίνει ο καθένας μόνος του. Απ’ την άλλη πλευρά υπάρχει πρόβλημα στη θεώρηση του Νίτσε όταν επιβραβεύει την επιβολή (ακόμη και υπό την πιο βάρβαρη εκφανσή της) απέναντι στους άλλους. Μόνο που σαν πνεύμα είναι πολύ πλούσιο και βαθύ και θα πρέπει να βλέπουμε και πίσω από τις λέξεις κατά την γνώμη μου. Ίσως και η ίδια η ζωή του θα μπορούσε να αποτλέσει και ένα μέτρο του τι ακριβώς εννοεί. Προσωπικά δεν έχω εξαντλήσει ακόμη το διάβασμά του. Σας ευχαριστώ για τον ωραίο διάλογο.
«Για να έχει αξία η θυσία πρέπει να είναι εκούσια (επιλογή από άλλες δυνατότητες). Η ταπείνωση για νά χει αξία πρέπει να χει κανείς ένα ισχυρό εγώ το οποίο αναστέλλει ένεκεν της αγάπης του άλλου. Αλλιώς ‘την χρεία ποιώ ευαρέσκεια’ και ‘κάνω ανήθικο αυτό που δε μπορώ έτσι κι αλλιώς να κάνω’. Αυτό τουλάχιστον εννοεί ο Νίτσε όπως το καταλαβαίνω γώ με την ‘μνησικακία της αδυναμίας’. [b]Το κατά πόσο ισχύει αυτό στην πραγματικότητα των κοινωνιών των χριστιανικών (με ή χωρίς εισαγωγικά) ας το κρίνει ο καθένας μόνος του[/b].» (Επίταση των γραμμάτων: Γ.Κ.)
Η διατύπωση τούτη υποδηλώνει προφανώς ότι «αυτό», λοιπόν, «ισχύει»: Οι χριστιανικές κοινωνίας – ακόμα και οι χωρίς εισαγωγικά – «κάνουν ανήθικο αυτό που δε μπορούν έτσι κι αλλιώς να κάνουν».
Οι χριστιανικές κοινωνίες (είτε με εισαγωγικά, είτε όχι – αδιαφοροποίητα) είναι, δηλαδή, [b]κοινωνίες “εξ ιδιοσυστασίας” ανάπηρες[/b]…
Υποθέτω, ωστόσο, ότι δεν το εννοεί έτσι ο κ. Αναστασίου – κι ότι, στο αμέσως επόμενο σχόλιό του, θα με επιτιμήσει επί «παρερμηνεία» του.
«Όλα είναι ζήτημα ερμηνείας και πρωτογενούς κατανόησης.» μας είχε λίγο πριν πει ο ίδιος σχολιογράφος. Θα συμφωνήσουμε.
Εδώ ωστόσο στοιχειοθετείται ότι πριν διαπιστωθεί αν, εκείνος, κατανοεί τον λόγο τού άλλου (επί παραδείγματι, του Νίτσε ή, λίγα σχόλια παραπάνω, του κ. Ράπτη) πολύ πρωτογενέστερα αστοχεί να κατανοήσει – ακόμα και – ό,τι ο ίδιος διατυπώνει.
Δεν αντιλαμβάνομαι ούτε την επιθετικότητά σας ούτε τηνδική σας ανικανότητα να με κατανοήσετε κ,Καστρινάκη. Δεν τα αντιλαμβάνομαι γιατί το επίπεδο του λόγου σας (σε ό,τι έχω παρακολουθήσι ως τώρα), άσχετα με το αν συμφωνώ, είναι πολύ υψηλό. Σε πιο πάνω σχόλιο αναφέρω (επί τροχάδην)την ρήση του γέροντος Σοφρωνίου ότι ‘ποτέ δεν υπήρξαν χριστιανικές κοινωνίες’ και (συμπληρώνω τώρα) ‘το νέφος των αγίων στο οποίο συχνά αναφερόμαστε είναι πολύ μικρό σε σχέση με τα δισσεκατομμύρια των ανθρώπων που πέρασαν απ’ αυτή τη γη’. Άλλωστε μια μικρή γνώση ιστορίας αρκεί για να το αντιληφθεί κανείς αυτό. Φυσικά μπορείτε να τα αμφισβητήσετε και τα δύο! Δεν μιλάμε φυσικά κατά απόλυτα μεγέθη (πιστεύω ότι δε χρειάζεται να εξηγούμ τα αυτονόητα). Καταλάβατε λάθος επίσης ότι άφησα το θέμα στην κρίση του καθενός υπονοώντας ότι η απάντηση είναι μία, αυτή που πιστεύω εγώ (δεν είμαι ο πάπας κ.Καστρινάκη, ενδέχεται να κάνω λάθος και το ξέρω αυτό!). Επικεντρωνόμενη τελικά η κουβέντα στο τι καταδικάζει ο Νίτσε στις χριστιανικές κοινωνίες ως ‘μνησικακία της αδυναμίας’ είπα ότι αυτό είναι κάτι που ισχύει, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υφίσταται παραγματική αγάπη ή αληθινή καλοσύνη (μάλιστα αναφέρθηκα σ αυτό σε σχόλιό μου πιο πάνω λέγοντας ότι είναι άξιον απορίας αν δεν συνάντησε κάτι τέτοιο ό φιλόσοφος ή αν δεν μπόρεσε απλά να το αναγνωρίσει. Δεν είμαι ούτε Ολυμπιακός ούτε Παναθηναϊκός κ.Καστρινάκη κι ούτε μ’ αρέσει να ‘ευλογάω τα γένια μου’. Στίς κρίσεις που κάνω δεν εξαιρώ καθόλου τον εαυτό μου (αν αυτό νομίζετε). Ο Θεός δεν χρειάζεται την υπεράσπισή μας, και το ευαγγέλιο θέτει πολύ ψηλά τον πήχυ για να ‘μαστε ευχαριστημένοι με τους εαυτούς μας.
Θα ΄θλα να συμπληρώσω ότι το ‘όλα είναι ζήτημα ερμηνείας και πρωτογενούς κατανόησης’ δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει αλήθεια (μάλλον ότί είναι δύσκολο να δειχτεί, πολύ περισσότρο βέβαια να αποδειχτεί- αν υφίστεται καν αυτή η έννοια σε τέτοιου είδους ζητήματα).
Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν χριστιανικές κοινωνίες όπως το θέτει ο π. Σωφρόνιος ή ότι οι Άγιοι στην Ιστορία είναι σημαντικά λιγότεροι από τους λοιπούς ανθρώπους δεν σημαίνει ότι δικαιολογούνται οι επιθέσεις του Νίτσε και άλλων εναντίον του χριστιανισμού, ως εάν αυτός να έφταιγε για την κατάσταση των συγχρόνων τους χριστιανικών (με ή χωρίς εισαγωγικά) κοινωνιών. Φυσικά, ο Χριστός δεν μας υποσχέθηκε καμιά τέλεια κοινωνία στη γη. Και, όπως μας διδάσκει η Αποκάλυψις, η πόλη που θ’ αποτελεί τη “σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων”, όπου δεν θα υπάρχει θάνατος ή κραυγή ή πόνος ή πένθος ή δάκρυ, θα πραγματωθεί μετά τη μέλλουσα κρίση.
Αν θέλουν λοιπόν να κρίνουν τον χριστιανισμό, ας τον κρίνουν από τη διδασκαλία του και από το πώς αυτή σαρκώνεται στα πρόσωπα των Αγίων. Γι’ αυτό οφείλει να δώσει λόγο ο χριστιανισμός. Όχι για όσους απειθούν στη διδασκαλία του και διαμορφώνουν μια κοινωνία με τα ελαττώματα που γνωρίζουμε.
Κι αν θέλουν να είναι αντικειμενικοί, ας συγκρίνουν τις χριστιανικές (με ή χωρίς εισαγωγικά) κοινωνίες με τις προγενέστερές τους ή τις κοινωνίες στις οποίες δεν πλειοψηφούν οι χριστιανοί, όχι με μια ιδεατή κοινωνία· ή με τις προσπάθειες των οπαδών του Νίτσε, του Μαρξ, κλπ. να φτιάξουν κοινωνίες με βάση τη διδασκαλία τους. Οπωσδήποτε, οι τελευταίες δεν αντέχουν στη σύγκριση με τις χριστιανικές (με ή χωρίς εισαγωγικά), όσες ατέλειες κι αν έχουν οι τελευταίες.
Να συμπληρώσω πως το ίδιο ισχύει και με την “ηθική” του χριστιανισμού, την αγάπη, τη μνησικακία, κλπ. Δεν φταίει ο Χριστός και η εκκλησία Του (που δεν είναι κάποιο σύστημα, αλλά το σώμα Του και περιλαμβάνει και τους Αγίους και τους πιστούς) για τη διαστρέβλωση της διδασκαλίας τους. Αν θέλουμε να δούμε τι σημαίνει αγάπη, ας μελετήσουμε τα σχετικά κείμενα της Εκκλησίας και τη ζωή των Αγίων που την εσάρκωσαν. Αν θέλουμε να γνωρίσουμε τον χριστιανισμό, ας δούμε τη φυσιολογία του, κι ας μη σκοτίζουν τη θεώρησή μας κάποια παθολογικά φαινόμενα.
Η συζήτηση δείχνει να ολοκληρώνεται, με εξουθενωμένους – λόγω έκτασής της – σχολιαστές και αναγνώστες, χωρίς ίσως να έχει (προλάβει να) εστιάσει στο ουσιώδες:
Η νιτσεϊκή συγγραφή αναγνωρίστηκε ως θεωρία ορόσημη επειδή έκρινε “επί τέλους” μαινετό τον καιρό, προκειμένου αποκαλύψει την μ ε τ ω π ι κ ή [b]αντιχριστιανικότητα[/b] ως κεκρυμμένο “πυρήνα” της σύμπασας νεωτερικής φιλοσόφησης.
Ήταν η στιγμή που η καταγγελία της εκκλησιαστικότητας εκδιπλώθηκε, για πρώτη φορά, χωρίς πρόφαση: Καταγγέλλεται όχι για αυτό που [b]κάνει[/b] αλλά για αυτό που [b]είναι[/b].
Έχει περάσει ένας, ολόκληρος, πικρός αιώνας από τότε. Η ίδια η Ιστορία έχει απορρίψει αυτή την… απόρριψη. Είναι ο καιρός που η (αυτεπαινούμενη ως) διαφωτιστική κοσμοθέαση αναδιπλώνεται στη διγλωσσία της:
Οι χριστιανοί εγκαλλούνται – ξανά απ’ την αρχή – όχι, ακόμα, για αυτό που ε ί ν α ι αλλά για αυτό που κ ά ν ο υ ν,
(Ακριβολογώντας: Εγκαλλούνται επί τη βάσει της περιγραφής / εικόνας την οποία ο κυρίαρχος, στα ΜΜΕ, λόγος / τρόπος σκηνοθετεί κατά βάρος τους.)
[b]Είναι η στιγμή (ανήμερα Χριστουγέννων) που ο ηγούμενος Εφραίμ – η προσωποποίηση, κατά τα πρόσφατα χρόνια, της φιλανθρωπικής αυτοανάλωσης – εντέλλεται να περιοριστεί στην ανελευθερία.[/b]
«Το μέγεθος μιας ‘προόδου’ μπορεί ακόμη να υπολογιστεί από τον αριθμό των θυσιών που απαιτήθηκαν για την επίτευξή της. Η ανθρωπότητα θυσιαζόμενη μαζικά για την ευημερία ενός και μόνο είδους δυνατότερων ανθρώπων – αυτό θα ήταν όντως ‘πρόοδος’» (Η γενεαλογία τής ηθικής,1887).
Φίλε Γιώργο το ουσιώδες που ζητάς (και περίεργο προσθέτω), βρίσκεται στην εξής διαπίστωση:
Ότι υπάρχουν άνθρωποι , να υποστηρίζουν αυτόν που έγραψε τα παραπάνω.
Για τον Γιώργο που κατανοεί αυτά που γράφει αλλά δε θέλει να κατανοήσει τα υπόλοιπα…
Δημοσιεύτηκε σήμερα: Ο Πάφου Γεώργιος ανέφερε ότι όσοι επέλεξαν να ακολουθήσουν το μοναχικό βίο «δεν πρέπει να ασχολούνται με δραστηριότητες, οι οποίες τους αποπροσανατολίζουν από το στόχο τους και σκανδαλίζουν τον κόσμο». Αποπροσανατολίζουν και σκανδαλίζουν επίσης, είπε, «άμεσες δοσοληψίες, οικονομικές, εμπορικές και κτηματικές, όπως και η περιφορά ιερών κειμηλίων ανά τον κόσμο με έμμεσο στόχο το κέρδος».
[i]«Η απόφαση για τον Εφραίμ, είναι έμφορτος ημεδαπών και αλλοδαπών σκοπιμοτήτων. Η δικαιοσύνη πρέπει να πείθει τον κόσμο. Είναι μεν ανεξάρτητη, αδέσμευτη και ανεπηρέαστη. Όμως, πρέπει να αντιληφθούν όλοι ότι ορισμένες αποφάσεις αλληλοσυγκρούονται» δήλωσε ο πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ., Γιώργος Καρατζαφέρης.
«Πρεμούρα για να μπει παραμονή των Χριστουγέννων φυλακή ο Εφραίμ, ελεύθεροι πολλοί από αυτούς που έχουν διασπαθίσει το χρήμα του ελληνικού λαού. Κάποια πράγματα πρέπει να ορθοτομούν τον λόγο και την πράξη» πρόσθεσε.
Παράλληλα, με εντολή του κ. Καρατζαφέρη, στην Μονή έχει μεταβεί ο βουλευτής Θεσσαλονίκης του κόμματος, Κυριάκος Βελόπουλος.
Οι κληρικοί και οι μοναχοί πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί και οφείλουν να παραμένουν στα εκκλησιαστικά και μοναχικά πλαίσια, «όπου οι επιχειρηματικές δοσοληψίες δεν έχουν θέση», δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Χρυσόστομος.
Απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων για την υπόθεση του ηγουμένου Εφραίμ ο κ. Χρυσόστομος είπε επίσης ότι «δεν πρέπει να γίνεται κοντραμπάντο», κατά την έκφραση του, με τους πολιτικούς.[/i]
Βλέπω ότι συμφωνείτε με την προσέγγιση του κ. Καρατζαφέρη, γνωστού για τις ακροδεξιές καταβολές του…
Για την μετριοπαθή και δίκαιη τοποθέτηση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου τί έχετε να πείτε;
Ο Εφραίμ, που μετέτρεψε τον μοναχισμό σε μπίζνες με τις σκανδαλώδεις ανταλλαγές/μεταβιβάσεις μεγάλων εκτάσεων γης απο το ελληνικό δημόσιο στην περιουσία της Μονής Βατοπεδίου, που μετέτρεψε την ευλάβεια και την πνευματική χρεία σε χυδαίο κομπογιαννιτισμό με τις περιοδείες της “Αγίας Ζώνης” σε πολιτικούς αρχηγούς και άλλους μεγαλόσχημους είναι η προσωποποίηση της “φιλανθρωπικής αυτοανάλωσης”; Αυτές τις νοοτροπίες υπερασπίζεστε και υιοθετείτε; Λυπάμαι πολύ κύριε Καστρινάκη…
Θα πρότεινα να μην εκτρέπουμε την περί Νίτσε συζήτηση προς το θέμα του γνωστού σκανδάλου και να περιμένουμε την απόφαση της δικαιοσύνης, μετά τη δίκη που εκκρεμεί. Χαρακτηριστική είναι η σιγή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο οποίο υπάγεται πνευματικά και η μονή και το Άγιο Όρος.
“«Το μέγεθος μιας ‘προόδου’ μπορεί ακόμη να υπολογιστεί από τον αριθμό των θυσιών που απαιτήθηκαν για την επίτευξή της. Η ανθρωπότητα θυσιαζόμενη μαζικά για την ευημερία ενός και μόνο είδους δυνατότερων ανθρώπων – αυτό θα ήταν όντως ‘πρόοδος’» (Η γενεαλογία τής ηθικής,1887).
Φίλε Γιώργο το ουσιώδες που ζητάς (και περίεργο προσθέτω), βρίσκεται στην εξής διαπίστωση:
Ότι υπάρχουν άνθρωποι , να υποστηρίζουν αυτόν που έγραψε τα παραπάνω.”
Φίλε Βασίλη, επειδή ‘εμμέσως ‘ με ‘εγκαλείς στην τάξη’ θα ξεκόψω και γω μια φράση-πεποίθηση των πατέρων της εκκλησίας (που υπάρχει σε ποικίλες διατυπώσεις): ΄’Ο κόσμος υπάρχει για την δημιουργία αγίων’. Ξεκομμένες από το συνολικό πνεύμα των κειμένων όπου αναφέρονται και παρερμηνευόμενες, και οι δύο αυτές φράσεις δεν αναφέρονται απλά σε ‘αριστοκρατισμό’ αλλά σε κάτι περισσότερο…( ο νοών νοείτω). Φυσικά δεν είναι έτσι. ‘Γράμματα’ όμως δε θα μάθω σε κανέναν. Αυτή είναι η τελευταία μου προσθήκη σχολίου και εγχείρημα συννενόησης σε τούτο το διάλογο (εν πολλοίς μεταξύ΄κουφών’)
Φίλε Ιωάννη, όμως, θα είμασταν πραγματικά ευτυχισμένοι αν ο στόχος μας ήταν η αγιότητα.
Είπαν πως
γεννήθηκα για να ρωτώ λανθασμένες ερωτήσεις.
Μα κατάλαβα πως
βάλθηκα να ταξινομώ ανόητες απαντήσεις.
Σ’ άχρονο χώρο κι άχωρο χρόνο γέννησα
τόπο και χρόνο
να σταθώ εκεί κριτής απέναντι στο χάος.
Τόλμησα
κι από τότε το πληρώνω.
Δεν ησυχάζω πια με μικρές παρηγοριές,
μ’ εφήμερες αγάπες, απατηλές.
Είπαν πως
γεννήθηκα για να ρωτώ, να ταξιδεύω, να ψηλαφώ.
Μα κατάλαβα πως
ακόμη περιμένω στο λιμάνι
κι ό,τι στον ορίζοντα αγγίζω ξεμακραίνει.
Είδα το είδωλό μου και το λάτρεψα.
Το ‘στησα στο βωμό μπροστά
του Σιωπηλού Σύμπαντος.
Φθόγγοι, φωνήεντα, κραυγές,
λέξεις, ονόματα και σύμβολα
νοήματα βαριά
σ’ αδύναμες πλάτες φορτωμένα.
Μα ευτυχώς,
ψυχή σαγηνεμένη απ’ τον έρωτα του Φωτός.
Είπαν πως
γεννήθηκα να πλάθω εικόνες και μουσικές.
Μα κατάλαβα πως
έστησα θέατρο με τ’ αστέρια θεατές.
Σαν άστρο έλαμψα λίγο μετά
την Μεγάλη Λάμψη,
σαν άστρο θα σβήσω λίγο πριν
τον στερνό λυγμό του Σύμπαντος.
Στην χαοτική ομορφιά απέναντι
οικοδομώ την αρμονία των νόμων,
που τους συνέχει η νοσταλγία της ενότητας του Όλου.
Φλύαρος ή σιωπηλός, τραγουδάω, πάω μοναχός.
Γεννήθηκα γυμνός,
αποχωρώ στολισμένος περιπέτειες φωτός.
Έλαβα το Φως, εξέπεμψα την Αγάπη.
Νίκος Νημάς
καλοκαίρι 2006 – καλοκαίρι 2008
Το έγραψα όταν μέσα μου γαλήνεψαν οι άνεμοι της υπεροψίας, του “σκεπτόμενου ανθρώπου”, όταν αναγνώρισα την Υπερέχουσα Δύναμη της Αγάπης και τη θέση που αρμόζει δίπλα στον θρόνο της να έχει το φως των γνώσεων. Το φως φωτίζει αλλά η Αγάπη Ζωογοννεί. Έχουμε ανάγκη και από τα δύο αλλά δεν έχουν την ίδια θέση. Μήπως κάπου γύρω από αυτό το ζήτημα αναπαράγεται – και την αναπαράγετε όλοι σας – όλη αυτή η σύγκρουση (από τα έσω βγαίνει στα έξω) και γίνεται άκαρπη και ατέρμονη και στο τέλος διάλογος κουφών; Όποιος πολεμάει με πάθος τον άλλον είμαι σίγουρος ότι δεν έχει γαλήνη και ειρήνη μέσα του (ο χριστιανός τον αντίχριστο ή άθεο και ο άθεος ή αντίχριστος τον χριστιανό). Όποιος λέει ότι είναι χριστιανός ας αφήσει χώρο ελπίδας και μετά-νοιας στον “άλλον” – ας τον δει επιτέλους σαν τον “πλησίον” που του δόθηκε για να δοκιμαστεί η πίστη του. Όποιος λέει ότι είναι ανθρωπιστής και όχι χριστιανός ας κατεβάσει τα όπλα και ας δώσει χώρο στη δημοκρατία και τον ειλικρινή διάλογο. Με τα λογικά επιχειρήματα και μόνον δεν φτιάχνονται ούτε φιλοσοφίες, ούτε ιδεολογίες, ούτε κοσμοθεωρίες, ούτε θρησκευτική πίστη, ούτε ιεραποστολική διαδρομή. Μόνον κρατώντας το χέρι και κοιτώντας στα μάτια μπορούμε να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον και να πορευτούμε.
“Όποιος πολεμάει με πάθος τον άλλον”.
Νίκο διαπίστωσες κάποια εμπάθεια στα μηνύματά μου; Αν ναί πληροφόρησέ με.
” Όποιος λέει ότι είναι χριστιανός ας αφήσει χώρο ελπίδας και μετά-νοιας στον “άλλον” – ας τον δει επιτέλους σαν τον “πλησίον”.
Όπως είδες , τον “άλλον” προσφωνώ με τη λέξη “φίλος”. Οπότε πετυχαίνω αυτό που θέλεις και εσύ, να νιώθω τον “άλλον” “πλησίον” μου, οποιεσδήποτε απόψεις και αν έχει.
“Είπαν πως
γεννήθηκα για να ρωτώ λανθασμένες ερωτήσεις.
Μα κατάλαβα πως
βάλθηκα να ταξινομώ ανόητες απαντήσεις.”
Παραδέχομαι ότι κάνω λάθη. Μα σίγουρα περιμένω επιείκεια από το φίλο μου που γράφει: “Έλαβα το Φως, εξέπεμψα την Αγάπη.”
“Με τα λογικά επιχειρήματα και μόνον δεν φτιάχνονται ούτε φιλοσοφίες, ούτε ιδεολογίες, ούτε κοσμοθεωρίες”.
Δεν θα διαφωνήσεις όμως, ότι με τα λογικά επιχειρήματα βγάζουμε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τις διατυπωμένες απόψεις διαφόρων ανθρώπων όπως:
«Το μέγεθος μιας ‘προόδου’ μπορεί ακόμη να υπολογιστεί από τον αριθμό των θυσιών που απαιτήθηκαν για την επίτευξή της. Η ανθρωπότητα θυσιαζόμενη μαζικά για την ευημερία ενός και μόνο είδους δυνατότερων ανθρώπων – αυτό θα ήταν όντως ‘πρόοδος’» (Η γενεαλογία τής ηθικής,1887).
Τώρα, όποιος θεωρεί ότι αδικούμε αυτόν που έγραψε τα παραπάνω, ξεκόβοντάς τα από το κείμενό του, ας μας παραθέσει – προσθέντοντας – όσο κείμενο θέλει, να δούμε αν μπορεί να αμβλυθεί η κάκιστη εικόνα του που συμπεραίνεται από αυτά.
Θεωρώ ότι ο διάλογος ήταν πολιτισμένος αλλά σε κάποια σημεία υπερείχε το συναίσθημα.
Δεν στόχευσα κανέναν, Βασίλη και απευθύνθηκα προς όλους.
Κατάφερα πριν 10 χρόνια (στα 45 μου) να ανακαλύψω και να διατηρήσω το μέτρο επιείκειας και αυστηρότητας προς τον εαυτό μου, που τον είχα τυρανήσει με σκληρή αυστηρότητα. Αυτό με απελευθέρωσε να μπορώ να είμαι επιεικής με τον οποιονδήποτε.
Όχι δεν πιστεύω στα ασφαλή συμπεράσματα αυτού που αποκαλούμε λογική. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι την χειρίζεται με ασφάλεια; Χρήσιμη στα πρακτικά και καθημερινά, χρήσιμη να διαλεγόμαστε αλλά φτωχή για να πορευόμαστε. Χρειάζεται και η καρδιά δίπλα στο νου, σε ερωτική αρμονία μαζί του.
Θέλω να είμαι άξιος και ακάματος αθλητής της ζωής και χαίρομαι όταν άλλοι με βραβεύουν αλλά δεν επιδιώκω να είμαι πρωταθλητής, οπότε αν και προκρίνω την αξιοκρατία εντούτοις ακούω με φρίκη τα περί αριστοκρατίας. “O πρώτος οφείλει να είναι έσχατος, να υπηρετεί”.
Στέκομαι με δέος μπροστά σε κάθε φρικαλέα θυσία που την προκαλεί η υπεροψία του θύτη. Πιστεύω ότι το ποίημα που καταχώρησα δίνει καλά αυτό το στίγμα της τραγικότητας του ανθρώπου που θαυμάζει κι εμπιστεύεται τη διάνοιά του μέχρι να καταλάβει κάποτε (ώρα ιερή γι αυτόν) ότι η Αγάπη είναι ο φυσικός και Θεϊκός νόμος για τους ανθρώπους.
Αδελφέ Νίκο χαίρε.
Οι εξηγήσεις σου είναι επαρκείς.
Κρατώ ορισμένα, από αυτά που έγραψες τα οποία με εντυπωσίασαν, διότι εκπέμπουν την εξαίσια ευωδία του Ευαγγελίου.
“Χρειάζεται και η καρδιά δίπλα στο νου, σε ερωτική αρμονία μαζί του.”
“O πρώτος οφείλει να είναι έσχατος, να υπηρετεί”
” η Αγάπη είναι ο φυσικός και Θεϊκός νόμος για τους ανθρώπους.”
Σε ευχαριστώ για την επικοινωνία.