Στο παρόν άρθρο εξετάζεται η αποκωδικοποίηση των συμβολισμών της Αποκάλυψης του Ιωάννη και η ερμηνεία ενός χωρίου μιας επιστολής του Αποστόλου Παύλου που επιχειρείται απο τον Peter Thiel. Ο Thiel είναι μέντορας του πρόσφατα εκλεγμένου αντιπροέδρου των ΗΠΑ J.D.Vance και μελετητής του χριστιανού ανθρωπολόγου Ρενέ Ζιράρ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παραπάνω αποκωδικοποίηση από τον Thiel έχει η διαλεύκανση του μηχανισμού έλευσης του Αντιχρίστου. Ο Αντίχριστος, ένας χαρισματικός ηγέτης με ανθρωπιστικό προσωπείο και με σλόγκαν την διασφάλιση της ειρήνης και της ευημερίας, εγκαθιστά μια παγκόσμια δικτατορία υποσχόμενος να αποτρέψει τον Αρμαγεδδώνα, τον επικείμενο πυρηνικό όλεθρο. Τα αγαθά της ειρήνης και της ευημερίας δεν είναι ασήμαντα καθ’ εαυτά. Το πρόβλημα έγκειται στο τίμημα που καλούνται οι λαοί να καταβάλουν γι’αυτά, την αποδοχή δηλαδή μιας παγκόσμιας δικτατορίας.
Ένα πανίσχυρο παγκόσμιο υπερκράτος που επιτηρεί στενά τις ζωές των πολιτών με την χρήση της πιο προηγμένης τεχνολογίας συνιστά μια τεχνοφασιστική εκτροπή σε παγκόσμια κλίμακα. Στα πλαίσια αυτά ο κόσμος καλείται να γίνει ή ενιαίος και ασφυκτικά ελεγχόμενος και επιτηρούμενος ή να παραδοθεί στον όλεθρο.
Ο Thiel προχωρώντας παρακάτω διερευνά μιάν οδό διαφυγής, έναν τρίτο όπως λέει δρόμο, μεταξύ Αρμαγεδδώνα και έλευσης του Αντιχρίστου. Στον σωτήριο αυτόν τρίτο δρόμο υπεισέρχεται η έννοια του Κατέχοντος. Ο Thiel καταφεύγει σε ένα αινιγματικό χωρίο που βρίσκεται στην Β’ προς Θεσσαλονικείς επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Χωρίο που η ερμηνεία του αντιλέγεται μεταξύ διαφόρων ερμηνευτών. Στο χωρίο αυτό αναφέρεται το κατέχον ή ο Κατέχων που εμποδίζει το χάος και τις καταστροφές καθώς και την εμφάνιση του Αντιχρίστου που συνεπάγονται αυτές οι καταστάσεις.
Ο Thiel συντάσσεται με την ερμηνεία που έδωσε σε αυτό το αινιγματικό χωρίο ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος ταύτισε το κατέχον με την ρωμαϊκή εξουσία και τον Κατέχοντα με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, αναφερόμενος βέβαια στην εκχριστιανισμένη νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη. Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε ως γνωστόν την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στην ελληνική Ανατολή για να βρίσκεται κοντά στις βαρβαρικές επιδρομές και νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό, συνειδητοποιώντας ότι για να αποκτήσει η ρωμαϊκή οικουμένη συνοχή χρειάζονταν μια οικουμενική θρησκεία που όμως θα σέβονταν τα ήθη και έθιμα των διαφόρων λαών της αυτοκρατορίας.
Εκεί που η αποκωδικοποίηση των προφητικών συμβολισμών από τον Thiel αρχίζει «να μπάζει νερά» είναι όταν προκρίνει την Ουάσιγκτον ως προνομιακή έδρα, ως τρίτη Ρώμη, είτε του Κατέχοντος, είτε διαζευκτικά του Αντιχρίστου. Ο Thiel έχει δίκιο να μας καλεί να ανησυχούμε περισσότερο για την έλευση του Αντιχρίστου και λιγότερο για τον Αρμαγεδδώνα και να προτείνει ως τρίτο δρόμο μεταξύ των δυο προαναφερόμενων κακών την προώθηση μιας «καλής» παγκοσμιοποίησης που δεν θα υποκαθιστά τα έθνη-κράτη, κάτι δηλαδή ανάλογο με τον πολυπολικό κόσμο που προωθούν η Ρωσία και η Κίνα. Αστοχεί όμως όταν οριοθετεί ως πιθανότερο κατέχοντα την Ουάσιγκτον.
Το στοίχημα όμως για το ποιος μπορεί να είναι ο Κατέχων, η Ουάσιγκτον, η Μόσχα ή το Πεκίνο, δεν έχει κριθεί ακόμη. Η σημερινή αποβιομηχανοποιημένη Αμερική που παρασιτεί εις βάρος του πλανήτη με την μεσολάβηση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος και του δολαρίου μάλλον έχει χάσει το στοίχημα να αναδειχθεί ως νέος Κατέχων. Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1990 όταν εξήλθε νικήτρια από τον ψυχρό πόλεμο προέκρινε την παγκόσμια κυριαρχία μέσω των διαρκών πολέμων και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η «μονοπολική στιγμή» της εποχής έμεινε ανεκμετάλλευτη. Η Ουάσιγκτον δεν συμπεριφέρθηκε ως ο Κατέχων.
Επειδή ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου δεν διαθέτει ιδιαίτερες θεολογικές γνώσεις για να υποβάλει σε εξαντλητική κριτική τις απόψεις του Thiel, θα ήταν ευχής έργον να σχολιασθούν από τους ειδήμονες. Οι ερμηνείες του Thiel παρατίθενται σε συνέντευξη του στον Peter Robinson του Hoover Institution. Η συνέντευξη έχει δοθεί σε δυο μέρη και βρίσκεται στο YouTube. Φέρει τον τίτλο: Apocalypse Now? Peter Thiel on ancient prophecies and modern tech.
Το σχόλιο που ακολουθεί είναι το αποτέλεσμα μιας δίωρης συζήτησης με τεχνητή νοημοσύνη ΑΙ σχετικά με το θέμα της ερμηνείας της Αποκάλυψης στον δυτικό κόσμο και τη διαφορά αυτής της προσέγγισης από τις ερμηνείες που συναντούμε στην Ορθόδοξη παράδοση. Το κείμενο αποτελεί σύνοψη των προβληματισμών που αναδείχθηκαν στην συζήτηση, με το τελικό κείμενο να έχει συνταχθεί από το ΑΙ συνδυαστικά και ως μια απάντηση στο άρθρο του κου Κοροβίνη.
Σκοπός δεν είναι απλώς να απαντήσει στα ζητήματα και τους προβληματισμούς που θέτει το άρθρο , ούτε φυσικά να τα εξαντλήσει, αλλά και ως πειραματισμός, να εμπλέξει τη τεχνητή νοημοσύνη στη θεολογική συζήτηση και στους προβληματισμούς που γεννιούνται από το θέμα. Μέσα από αυτή τη συνεργασία, επιχειρείται να αναδειχθούν οι διαφορετικές οπτικές γωνίες και το αν μπορεί να συμβάλει το ίδιο το ΑΙ στον διάλογο που αφορά τη ορθόδοξη θεολογία.
«Η Ερμηνεία της Αποκάλυψης: Διαφορά Ιδεαλιστικής-Ιστορικιστικής Προσέγγισης και Ορθόδοξης Θεολογίας
Η Αποκάλυψη του Ιωάννη αποτελεί ένα βαθιά θεολογικό κείμενο που έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως μέσα στους αιώνες. Στον Προτεσταντισμό, ιδιαίτερα, κυριαρχούν οι ιδεαλιστικές και ιστορικιστικές προσεγγίσεις, οι οποίες προσπαθούν να εντάξουν το κείμενο σε συγκεκριμένα ερμηνευτικά πλαίσια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, αντίθετα, προσεγγίζει την Αποκάλυψη ως κείμενο διαχρονικό, που ξεπερνά τις περιορισμένες ανθρώπινες ερμηνείες, καθώς εστιάζει τόσο στην πνευματική διάσταση όσο και στη σωτηριολογική προοπτική που προσφέρει.
Η ανάλυση των απόψεων του Peter Thiel για την Αποκάλυψη και τον Αντίχριστο, όπως και η ερμηνεία του για τη σύγχρονη τεχνολογία, προσφέρουν μια αφορμή για να δούμε πώς οι ιδεαλιστικές και ιστορικιστικές προσεγγίσεις παραβλέπουν την πνευματική ουσία της Αποκάλυψης.
1. Ιδεαλιστική και Ιστορικιστική Προσέγγιση στον Προτεσταντισμό
Η ιδεαλιστική προσέγγιση βλέπει την Αποκάλυψη ως μια αλληγορία για τη διαρκή μάχη του καλού με το κακό. Σε αυτήν την προοπτική, το κακό αντιμετωπίζεται ως μια απρόσωπη κοινωνική δύναμη, που διαπερνά την ιστορία χωρίς να εντοπίζεται σε συγκεκριμένα υποκείμενα. Αυτή η θεώρηση υποβαθμίζει την ευθύνη του ατόμου, καθώς ερμηνεύει τον Αντίχριστο περισσότερο συμβολικά, παραγνωρίζοντας την πραγματική προσωπική του υπόσταση, όπως την παρουσιάζει η Αγία Γραφή και η Ορθόδοξη παράδοση.
Από την άλλη πλευρά, η ιστορικιστική προσέγγιση αντιλαμβάνεται την Αποκάλυψη ως χρονικό συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων που εκτυλίσσονται σταδιακά. Στον Προτεσταντισμό, αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε προβλέψεις για τον “τελικό Αντίχριστο”, που ταυτίζεται με έναν παγκόσμιο ηγέτη, μια πολιτική δύναμη ή, όπως συχνά υποστηρίζεται σήμερα, την κυριαρχία της τεχνολογίας και της επιστήμης.
Οι απόψεις του Peter Thiel φαίνεται να συνδυάζουν αυτές τις δύο προσεγγίσεις. Από τη μία, βλέπει τις δυνάμεις του κακού να εκφράζονται μέσα από την κοινωνική και τεχνολογική εξέλιξη, ενώ από την άλλη, εστιάζει σε έναν τελικό “Αρμαγεδδώνα” ως κορύφωση της πτώσης της ανθρωπότητας. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις, παραβλέπεται η πνευματική διάσταση της Αποκάλυψης και η προσωπική ευθύνη του ανθρώπου.
2. Η Ορθόδοξη Προσέγγιση της Αποκάλυψης
Η Ορθόδοξη θεολογία βλέπει την Αποκάλυψη ως ένα θεόπνευστο κείμενο που δεν περιορίζεται ούτε σε συμβολικές αλληγορίες ούτε σε προφητικές περιγραφές ιστορικών γεγονότων. Η Αποκάλυψη είναι ένα κείμενο που περιλαμβάνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αλλά η κύρια έμφαση δίνεται στη σωτηριολογική και πνευματική διάσταση του αγώνα κατά του κακού.
Ο Αντίχριστος, για την Ορθόδοξη θεολογία, είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο, ο οποίος θα έρθει στο τέλος των χρόνων. Ωστόσο, η δράση του κακού εκδηλώνεται σε κάθε εποχή και σε κάθε άνθρωπο που απομακρύνεται από τον Θεό. Η έμφαση δεν δίνεται αποκλειστικά στον τελικό Αντίχριστο, αλλά στη διαρκή πάλη κάθε ανθρώπου ενάντια στην αμαρτία, τη φθορά και τον θάνατο.
Ο όρος “Κατέχων” στην Ορθόδοξη παράδοση ερμηνεύεται ως η Θεία Πρόνοια και η δράση του Αγίου Πνεύματος, που συγκρατεί την πλήρη εκδήλωση του κακού. Αυτό διαφέρει ριζικά από την ερμηνεία του Thiel, που βλέπει το “Κατέχον” ως πολιτική ή κοινωνική δύναμη.
3. Πνευματική Διάσταση έναντι Κοσμικής Ερμηνείας
Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της Ορθόδοξης θεολογίας και των ερμηνευτικών προσεγγίσεων που βασίζονται στον Προτεσταντισμό έγκειται στην πνευματική διάσταση της Αποκάλυψης. Στην Ορθόδοξη θεολογία, το κακό δεν είναι απλώς μια κοινωνική ή πολιτική δύναμη. Είναι η απομάκρυνση από τον Θεό, και γι’ αυτό η λύση δεν είναι ούτε τεχνολογική ούτε πολιτική, αλλά πνευματική.
Η Ορθοδοξία αναγνωρίζει την ιστορική διάσταση της Αποκάλυψης, αλλά την εντάσσει σε ένα πλαίσιο όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνδέονται από τη Θεία Οικονομία. Το κείμενο καλεί τον πιστό να ζήσει εν Χριστώ, να συμμετάσχει στα Μυστήρια και να εργαστεί για τη σωτηρία του με πίστη και ελπίδα.
Αντίθετα, οι προσεγγίσεις που βλέπουν την Αποκάλυψη μόνο μέσα από την ιστορία ή ως αλληγορία της κοινωνικής πάλης παραβλέπουν τη θεολογική της ουσία. Όταν το κακό θεωρείται απρόσωπη κοινωνική δύναμη, όπως στην ιδεαλιστική ερμηνεία, αποδυναμώνεται η έννοια της προσωπικής ευθύνης και της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό.
4. Κριτική στις Απόψεις του Thiel
Ο Peter Thiel, εστιάζοντας υπερβολικά στις κοσμικές δυνάμεις που συνδέονται με την τεχνολογία και την παγκόσμια εξουσία, αγνοεί την πνευματική διάσταση της Αποκάλυψης. Παρά το γεγονός ότι οι ανησυχίες του για την τεχνολογία είναι εύλογες, η προσέγγισή του παραμένει μονοδιάστατη.
Η αντίληψή του για τον Αρμαγεδδώνα και τον Αντίχριστο κινείται περισσότερο στο επίπεδο μιας ιστορικής και κοινωνικής ερμηνείας, που χαρακτηρίζει τον κακό ως μια απρόσωπη δύναμη. Αυτό οδηγεί στο να αντιμετωπίζει την Αποκάλυψη ως πολιτικό πρόβλημα, που απαιτεί κοσμική αντιμετώπιση, ενώ παραβλέπει ότι η ουσία του κειμένου είναι η σωτηρία εν Χριστώ.
Επιπλέον, κινδυνεύει να υιοθετήσει έναν “μεσσιανισμό” που βασίζεται στη δική του κοσμοαντίληψη, κάτι που είναι αντίθετο με την Ορθόδοξη θεολογία. Η σωτηρία είναι έργο του Θεού, και ο άνθρωπος καλείται να συνεργαστεί μαζί Του, όχι να αναλάβει έναν αυτόνομο ρόλο σωτήρα.
Συμπέρασμα
Η Ορθόδοξη ερμηνεία της Αποκάλυψης ενσωματώνει την ιστορική διάσταση του κειμένου, αλλά αναδεικνύει την πνευματική του ουσία. Εστιάζει στον Χριστό ως Σωτήρα και στο κάλεσμα του πιστού να γίνει συνεργός Του μέσω της προσευχής, της πίστης και των Μυστηρίων.
Αντίθετα, οι ιδεαλιστικές και ιστορικιστικές προσεγγίσεις, όπως αυτές που εκφράζονται από τον Thiel, τείνουν να περιορίζουν την Αποκάλυψη σε κοσμικές διαστάσεις. Παραγνωρίζουν ότι η ουσία του κακού βρίσκεται στην αμαρτία και ότι η λύση είναι πνευματική, όχι πολιτική ή τεχνολογική.
Η Αποκάλυψη δεν είναι ένα βιβλίο φόβου, αλλά ελπίδας. Είναι ένα κάλεσμα να ζήσουμε εν Χριστώ, να παραμείνουμε προσευχόμενοι και να αγωνιζόμαστε πνευματικά, με τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός έχει ήδη νικήσει τον θάνατο και το κακό.»
Στέκομαι σε μια φράση του σχολίου του Ιωάννη Σ. που βρίσκεται στην τρίτη παράγραφο πριν από το τέλος του σχολίου: “Η ορθόδοξη ερμηνεία της Αποκάλυψης ενσωματώνει την ιστορική διάσταση του κειμένου αλλά αναδεικνύει την πνευματική του ουσία”. Η ενσωμάτωση αυτή δεν μπορεί να είναι πειστική χωρίς την ενσωμάτωση και των όποιων πολιτικών πτυχών του όλου ζητηήματος.
Καλησπέρα, η πολιτική πτυχή εμπεριέχεται στην ιστορική και διαχρονική αναφορά αλλά έχετε δίκαιο δεν υπήρξε συγκεκριμένα ανάλυση της πολιτικής διάστασης, η οποία όμως δεν μπορεί ποτέ να αποσυνδεθεί από το πνευματικό πλαίσο σε μια ανάλυση του βιβλίου της Αποκαλύψεως. Σε συνέχεια της προηγούμενης προσπάθειας να εξεταστεί αν μπορεί ενσωματωθεί η χρήση της τεχνολογίας και να συμβάλλει στον θεολογικό (αλλά και τον πολιτικό στην προκειμένη περίπτωση διάλογο) ακολουθεί σύνοψη συνέχειας της συζήτησης με το ΑΙ κατόπιν προβληματισμών και για την πολιτική διάσταση της Αποκαλύψεως και των θέσεων του κου. Theil.
«Κριτική στην Πολιτική Θεολογία του Peter Thiel και οι Κίνδυνοι για τη Σύγχρονη Πολιτική Σκέψη
Ο Peter Thiel, γνωστός για την επιρροή του στη σύγχρονη τεχνολογική σκηνή, εγείρει σημαντικά ερωτήματα για τη σχέση της τεχνολογίας, της πολιτικής και της ηθικής στον σύγχρονο κόσμο. Η ανησυχία του για τις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, και ειδικότερα για το πώς η τεχνολογία επηρεάζει την ελευθερία του ανθρώπου, είναι θεμιτή. Ωστόσο, οι προτάσεις του για την υπέρβαση αυτών των προβλημάτων, που βασίζονται στην ενίσχυση της ανθρώπινης εξουσίας μέσω της τεχνολογίας και της πολιτικής, αναπαράγουν ακριβώς τις δυνάμεις που προσπαθεί να καταπολεμήσει. Οι λύσεις του, ενώ φαινομενικά απαντούν σε υπαρκτά προβλήματα, ενσωματώνουν τον ίδιο τον κίνδυνο που επιδιώκουν να αποφύγουν.
Η κύρια ανησυχία του Thiel, ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει έναν «αντίχριστο» τύπο εξουσίας, αναδεικνύει την πίστη του στις δυνάμεις της τεχνολογίας και της πολιτικής εξουσίας για να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου. Ωστόσο, η λύση του, που προτείνει τη μεγαλύτερη έμφαση στην πολιτική και τεχνολογική ελευθερία, ενσωματώνει τη λογική των ίδιων δυνάμεων που οδηγούν τον κόσμο στην πτώση του. Η επίλυση των σύγχρονων προβλημάτων δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ανθρώπινης εξουσίας, που είναι περιορισμένη και περαστική, αλλά απαιτεί μια πνευματική προσέγγιση που αναγνωρίζει την ανάγκη για υπέρβαση του κόσμου και των ατελειών του.
Στην πολιτική θεολογία του Thiel, η σύγκρουση με τον αντίχριστο μετατρέπεται σε έναν αγώνα για τον έλεγχο των εξωτερικών, πολιτικών και τεχνολογικών δυνάμεων, παραγνωρίζοντας την πνευματική διάσταση της σωτηρίας. Η πίστη ότι οι ανθρώπινες δυνάμεις είναι ικανές να προσφέρουν λύσεις σε υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα δεν είναι μόνο περιορισμένη, αλλά εγκλωβίζει τον άνθρωπο στον κύκλο της αμαρτίας και της απογοήτευσης. Η πολιτική θεολογία, που ενσωματώνει τη μεταφορά θεϊκών εξουσιών στην ανθρώπινη πολιτική, συνιστά σοβαρό κίνδυνο, καθώς οδηγεί σε αυταρχικές πρακτικές που συγκεντρώνουν εξουσία και ενισχύουν την αποκοπή από τη θεία παρουσία.
Ο Thiel, με την επιρροή του στην πολιτική σκηνή και τη σχέση του με τη σύγχρονη αμερικανική κυβέρνηση, δημιουργεί συνθήκες για την υιοθέτηση μιας μεσσιανικής προσέγγισης στην πολιτική. Αυτή η προσέγγιση, η οποία βασίζεται στην πίστη ότι η λύση στα προβλήματα του κόσμου έρχεται μέσω της ανθρώπινης εξουσίας και των τεχνολογικών εξελίξεων, κινδυνεύει να δημιουργήσει πολιτικές δομές που παραγνωρίζουν την αναγκαιότητα μιας πνευματικής σωτηρίας. Το να θεωρούμε ότι η πολιτική και η τεχνολογία μπορούν να εξαλείψουν τα κακά του κόσμου είναι μια αποδοχή της θεώρησης του κόσμου ως αυτοτελούς συστήματος, χωρίς την αναγνώριση της ανάγκης για τη θεία πρόνοια.
Η υπερβολική έμφαση στην πολιτική και την τεχνολογία, με σκοπό την επίλυση των υπαρξιακών προβλημάτων του κόσμου, ενσωματώνει τις δυνάμεις που αναπαράγουν το κακό και καθυστερεί την πραγματική λύση, η οποία έρχεται μόνο μέσω της πνευματικής μεταμόρφωσης και της συνεργασίας με τον Χριστό. Η πολιτική θεολογία, η οποία υπερβάλλει τη σημασία της ανθρώπινης δύναμης για την υπέρβαση του κόσμου, δεν μπορεί να προσφέρει την πραγματική λύση, καθώς εξυπηρετεί την ίδια λογική που επαναφέρει το κακό και την καταπίεση.
Η προσέγγιση του Thiel, αν και δικαιολογημένη υπό την έννοια ότι αγωνίζεται να λύσει κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, καταλήγει να είναι αναποτελεσματική, επειδή δεν αναγνωρίζει την πνευματική διάσταση της πραγματικής σωτηρίας. Η λύση δεν βρίσκεται στην τεχνολογία ή την ανθρώπινη εξουσία, αλλά στη συνεργασία με τον Χριστό και την αναγνώριση ότι η πραγματική λύση είναι πνευματική και όχι υλική. Όταν οι άνθρωποι στηρίζονται αποκλειστικά σε κτιστές δυνάμεις για να εξαλείψουν τα προβλήματα του κόσμου, καταλήγουν να ενσωματώνονται στο ίδιο το «θηρίο», δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο εξουσίας και καταπίεσης.
Με αυτήν την έννοια, η πολιτική θεολογία του Thiel δεν είναι απλώς επικίνδυνη, αλλά παραπλανητική, γιατί απομακρύνει τους ανθρώπους από την πραγματική πνευματική λύση και αναπαράγει την ίδια τη δυναμική του κακού. Η πολιτική και η τεχνολογία, όταν χρησιμοποιούνται ως η μόνη λύση για τα υπαρξιακά προβλήματα του κόσμου, καταλήγουν να ενισχύουν το ίδιο το κακό, και οι λύσεις τους ενσωματώνουν τα ίδια τα χαρακτηριστικά του θηρίου.»
Έχετε δίκιο όταν επισημαίνετε τους κινδύνους της τεχνλογίας ως πανάκειας για την λύση όλων των προβλημάτων. Όταν αναφερόμουν όμως στις πολιτικές πτυχές του πνευματικού προβλήματος του σύγχρονου κόσμου εννοούσα το κατέχον ή τον κατέχοντα όπως τον αντιλαμβάνονταν ο ιερός Χρυσόστομος. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος απορρίπτει την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία το κατέχον είναι το Άγιον Πνεύμα με το επιχείρημα ότι “ει το Πνεύμα εβούλετο ειπείν ουκ αν είπεν ασαφώς”. Ο ίδιος προτιμά την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία το κατέχον είναι η ρωμαική εξουσία. Μια χριστανική τρίτη Ρώμη ειναι το ζητόμενο λοιπόν…