Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν κοινωνικῶν καὶ ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν κυριαρχεῖται σήμερα ἀπὸ τὴν σχετικιστικὴ κουλτούρα τοῦ μεταμοντερνισμοῦ, ἡ ὁποία προωθεῖται τόσο ἀπὸ τὸ φιλελεύθερο κομμάτι τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ κόσμου ὅσο κι ἀπὸ τὸ κομμάτι κάποιων μεταλλαγμένων ἀριστερῶν. Ἕνα ἄλλο μέρος κατέχουν οἱ ἐκφραστὲς τοῦ ἄκριτου προστατευτισμοῦ τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης παράδοσης, ἐνῶ οἱ ἀριστεροὶ διανοούμενοι, ποὺ ἑρμηνεύουν τὰ κοινωνικὰ πράγματα μὲ βάση τὴ μαρξιστικὴ θεωρία τῆς ταξικῆς πάλης, εἶναι πιὰ ἐλάχιστοι.
Ἀπέναντι σὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρξει μία διακριτὴ φωνὴ ἀμφισβήτησης. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ, μόνο ἂν γίνει ξεκάθαρο ποιοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἐξέφρασαν στὸ παρελθόν. Πῶς ὅμως νὰ συμβεῖ αὐτό, ὅταν ὁ κὰτ’ ἐξοχὴν ἐκπρόσωπος τῆς ἀμμφισβήτησης, ὁ Φρειδερίκος Νίτσε, εἶναι κρυμμένος ἢ θαμμένος κάτω ἀπὸ πλῆθος ἀριστερῶν, φιλελεύθερων καὶ ἀκροδεξιῶν παρερμηνειῶν; Ἡ παρούσα σύντομη σημείωση προσπαθεῖ νὰ κινηθεῖ πέρα ἀπ' αὐτές.
Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος, τότε ποὺ οἱ μεγαλέμποροι στὴ Γαλλία πῆραν τὸ πάνω χέρι, τὰ κηρύγματα περὶ ἰσότητας ἔχουν εὐρεία διάδοση. Ὡστόσο, παρὰ τὴ διάδοσή τους, δὲν μπορεῖ νὰ συγκαλυφθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κηρύγματα αὐτὰ ἀποτελοῦν μία μορφὴ ρητορείας, μὲ τὴν ὁποία διαιωνίζεται τὸ παιχνίδι τῆς κυριαρχίας. Τὸ παιχνίδι αὐτὸ λειτουργεῖ ὡς μήτρα ποικίλων μορφῶν ἀνισότητας καὶ κυρίαρχοι σὲ αὐτὸ εἶναι ἐκείνοι ποὺ ἔχουν χρῆμα καὶ ταυτόχρονα τὴν ἱκανότητα ἀνὰ περίσταση νὰ ἐκφοβίσουν, νὰ γοητεύσουν ἢ νὰ χειραγωγήσουν. Πάντως, ὅλοι μιλοῦν γιὰ ἰσότητα.
Ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς ὁ Νίτσε υἱοθετεῖ μιὰ ἱεραρχικὴ διάκριση ἀνάμεσά σὲ δυνατὴ καὶ ἀδύναμη θέληση. Πῶς κατανοεῖ αὐτὲς τὶς ἔννοιες; Συνήθως ἡ δύναμη εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν κυριαρχία καὶ ἡ ἀδυναμία μὲ τὴν ἔλλειψή της. Στὸν Νίτσε ἔχουμε τὴν ἀνατροπὴ αὐτῆς τῆς κατανόησης. Ἡ ἀδύναμη θέληση εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀποβλέπει στὴν κυριαρχία. Ἂν εἶναι ἔτσι, τότε γιατί εἶναι ἀδύναμη; Διότι ἀδυνατεῖ νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀντιθέτως, ἡ δυνατὴ θέληση εἶναι ἐκείνη ποὺ μπορεῖ καὶ νιώθει πληρότητα μέσα στὴν ἔλλειψη καὶ χαρὰ ἀκόμη καὶ πάνω στὴν πυρά. Δὲν θέλει νὰ ἐπιβληθεῖ μὲ ἀποδείξεις, ἀποστρέφεται νὰ γοητεύσει, νιώθει ἀπρόθυμη νὰ μπλεχτεῖ σὲ ἀντιλογίες. Ἡ δύναμη τῆς θέλησης, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται στὸ μεγάλο στύλ, εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἐκστατικῆς ἀπόσπασης ἀπὸ τὴ φαντασίωση τῆς κυριαρχίας. Εἶναι ἡ συμφιλίωση ὡς ἀγάπη τῆς μοίρας (amor fati).
Ὁ πραγματικὰ δυνατὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ καὶ γελᾶ ἀπέναντι στὰ θέλγητρα τῆς κυριαρχίας, ἐνῶ ὁ ἀδύναμος εἶναι ἐξαρτημένος ἀπὸ αὐτὰ τὰ θέλγητρα, τὰ ὁποῖα κρύβονται μέσα στὸ χρῆμα, τὰ ἀξιώματα ἢ στὸν ἐνθουσιασμὸ τῶν αἰσθήσεων. Ὡστόσο, τὰ θέλγητρα αὐτὰ δὲν περιορίζονται σὲ ὑλικές μόνο μορφές, ἀλλὰ προσλαμβάνουν καὶ διανοητικὲς, καθὼς κρύβονται μέσα στὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα φτιάχνει τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο στὰ μέτρα τῆς λογικῆς τῆς κυριαρχίας καὶ τῆς ὠφέλειάς του.
Στὴ σκάλα τῆς πραγματικῆς ἀπελευθέρωσης, λέει ὁ Νίτσε, τὸ πρῶτο σκαλοπάτι καταλαμβάνει ἡ ἀπάρνηση τῆς ἀνηθικότητας, ποὺ συνδέεται μὲ τὶς ὑλικὲς μορφὲς κυριαρχίας. Ὡστόσο, στὸ τελευταῖο βρίσκεται ἡ ἀπάρνηση τῆς ἠθικότητας, καθὼς εἶναι ὑπόδουλη στὸ θέλγητρο μιᾶς κυρίαρχης εἰκόνας τοῦ ἑαυτοῦ.
Ἡ κριτικὴ αὐτὴ εἶναι φανερὸ ὅτι δημιουργεῖ μία ἱεραρχικὴ κλίμακα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Χαμηλὰ βρίσκονται ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀδύναμη θέληση, τοὺς ὁποίους ὁ Νίτσε θεωρεῖ ἄρρωστους καὶ τοὺς ὀνομάζει δούλους: «στρώματα δούλων τὰ ὁποῖα ἀποβλέπουν στὴν κυριαρχία - ποὺ τὴν ὀνομάζουν ἐλευθερία». Στὴν κορυφὴ βρίσκονται ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν δυνατὴ θέληση καὶ ὁ Νίτσε τοὺς ὀνομάζει εὐγενὴ ἢ ἐλεύθερα πνεύματα. Αὐτὰ βρίσκουν τὴν ἀνώτερη ἔκφρασή τους στὸ πρόσωπο τοῦ Ζαρατούστρα, ὅπως τὸν ἔχει μυθοπλαστικὰ περιγράψει ὁ Νίτσε: «ὅ,τι μέχρι τώρα θεωροῦνταν μεγάλο στὸν ἄνθρωπο, βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν Ζαρατούστρα, σὲ ἄπειρη ἀπόσταση».
Ἂν φέρουμε στὸ μυαλὸ μας τοὺς ἀριστοκράτες μὲ τὴ συνηθισμένη ἔννοια, τότε δὲν ἔχουμε καταλάβει τίποτα γιὰ τὸ εὐγενὲς ἢ ἐλεύθερο πνεῦμα τοῦ Ζαρατούστρα. Ἡ χρήση τῆς ἔννοιας τοῦ εὐγενοῦς στὸν Νίτσε δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἐξύμνηση τῆς παραδοσιακῆς ἀριστοκρατίας. Δὲν ἀναφέρεται σὲ κάποια δύναμη ἐξουσίας ἢ σωματικὴ δύναμη, ἀλλὰ σὲ δύναμη τῆς ψυχῆς.
Ἐπίσης, δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τοὺς κυρίαρχους στὸν κόσμο τοῦ χρήματος. Κινεῖται στὸ φάσμα τῆς φαιδρότητας ἡ ἄποψη ὅτι οἱ ἀστοὶ σήμερα, κάνοντας μιὰ χαρὰ τὴ δουλειά τους, ἀκολουθοῦν τὴν προσέγγιση τῶν «κυρίων» τοῦ Νίτσε.
Ἡ δυνατὴ θέληση στὸν Νίτσε δὲν εἶναι οὔτε ἡ θέληση τῆς ἀπόλυτης ἀπάρνησης τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν συναισθημάτων, ὅπως στὸν Βουδισμὸ ἢ τὸν Στωικισμό. Ὁ ἀσκητισμὸς εἶναι ἀπαραίτητος, λέει ὁ Νίτσε, γιατί μπορεῖ νὰ ἐκπαιδεύσει τὴ θέληση. Ὡστόσο, ἡ ἐκπαίδευση αὐτὴ δὲν ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν ἐξαφάνιση ἢ τὸ ξερίζωμα τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν συναισθημάτων, ἀλλὰ τὴ χαλιναγώγησή τους.
Τέλος, ἡ δυνατὴ θέληση στὸν Νίτσε δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν φασισμό. Ἡ παρερμηνεία τοῦ νιτσεϊκοῦ αἰσθήματος τῆς δύναμης ἔδωσε τὴ δυνατότητα σὲ πολλοὺς ἐκφραστὲς τοῦ φασισμοῦ καὶ τοῦ δεξιοῦ λαϊκισμοῦ νὰ ἐπιχειρήσουν ἕνα εἶδος οἰκειοποίησής του. Σὲ αὐτοὺς ἦρθαν νὰ προστεθοῦν καὶ ἀρκετοὶ ἀριστεροὶ καὶ φιλελεύθεροι στοχαστές, ποὺ τοὺς βόλευε νὰ μείνει ἡ ταμπέλα τοῦ φασισμοῦ στὸν Νίτσε, ὥστε νὰ ἀπαλλαγοῦν εὔκολα ἀπὸ τὴν κριτική του. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γίνεται κατανοητὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Νίτσε μιλάει γιὰ τὴ δύναμη τῆς θέλησης, γίνεται ταυτόχρονα φανερὸ ὅτι ἡ φιλοσοφία του δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἰδεολογία τοῦ φασισμοῦ.
Ἀποκαλώντας δούλους μὲ ἀδύναμη θέληση τοὺς ποικίλους ὑπηρέτες τοῦ παιχνιδιοῦ τῆς κυριαρχίας, ὁ Νίτσε ξέρει πολὺ καλὰ ὅτι ἀνοίγει πόλεμο μαζί τους. Τὸ ξέρει ἀπὸ τότε ποὺ ἔγραψε τὴ Γέννηση τῆς Τραγωδίας. Ἔκτοτε, λέει, μοιάζει τὸ σύμπαν νὰ τὸν ἔχει καταδικάσει ὁμόφωνα σὲ θάνατο καὶ ἡ ὑπεράσπισή του νὰ ἀποτελεῖ «θαῦμα τῆς τόλμης». Ὅση στοργὴ δείχνει ὁ κόσμος σ' ἐκεῖνον ποὺ συμπορεύτεται μαζί του, ἄλλο τόσο εἶναι ἕτοιμος νὰ καταδικάσει ἐκεῖνον ποὺ δείχνει τὴν ἀπόστασή του. Καὶ ἡ ἀπόσταση τοῦ Νίτσε εἶναι μεγάλη καὶ σκληρή. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀπόσταση μιᾶς προοπτικῆς ἀπὸ μιὰ ἄλλη, ὅπως θέλει νὰ παρουσιάσει τὸ ζήτημα ὁ Ἀλέξανδρος Νεχαμᾶς. Εἶναι ἡ ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὶς ποικίλες προοπτικές τῆς κυριαρχίας ἀπὸ τὴ διέλευσή τους.
*Δρ Κοινωνικῆς Ἀνθρωπολογίας καὶ Ἱστορίας
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα είναι έργο του, γερμανού, August Macke.