«Ὁ κόσμος ἔχει νόμους καὶ εἶναι βαρετός. Οἱ νόμοι αὐτοὶ δυστυχῶς δὲν παραβιάζονται. […] Νιώθεις τὴν τρομερὴ πλήξη; Ὁ μεσαίωνας θά ’ταν ἐνδιαφέρων. Σπίτι καὶ φάντασμα, ἐκκλησία καὶ Θεός. […] Ἂν ὁ Θεὸς εἶναι τρίγωνο, δὲν ξέρω τὶ νὰ σκεφτῶ». «Ὁ ἄνθρωπος πάντα ἀμυνόταν ἀπέναντι στοὺς ἄλλους καὶ τὴ φύση. Κακοποίησε τὴ φύση, βασίστηκε στὴ βία, στὸ φόβο, στὴν ἐξάρτηση. Ἡ τεχνικὴ πρόοδος μᾶς ἔδωσε μόνο ἄνεση καὶ ὄργανα βίας γιὰ ἐξουσία. Εἴμαστε ἄγριοι. Κάναμε τὸ μικροσκόπιο ρόπαλο. Ὄχι, οἱ ἄγριοι εἶναι πιὸ πολιτισμένοι». Αὐτὰ ποὺ μόλις ἀνέφερα εἶναι τὰ λόγια δύο ἡρώων δύο διαφορετικῶν ταινιῶν τοῦ μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη Ἀντρέι Ταρκόφσκι. Ἐκφράζουν τὴν ἀπώλεια τοῦ νοήματος σ’ ὅλη της τὴν τραγικὴ διάσταση. Ὁ πρῶτος βιώνει τέτοια ὑπαρξιακὴ ξηρότητα ποὺ προτιμᾶ τὸν μεσαίωνα καὶ ὁ δεύτερος ἑρμηνεύει τὶς ἀποκρουστικὲς συνέπειες τῆς συλλογικῆς πνευματικῆς στειρότητας.
Νομίζω ὅτι ὁ Ταρκόφσκι ἐκφράζει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ζητᾶμε νὰ ψηλαφήσουμε στὴ σημερινή μας συνάντηση. Δὲν ἀποτελεῖ ὑποκειμενικὴ αἴσθηση ὅτι ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς δομεῖται ὁλοένα καὶ περισσότερο στὴν ἀπώλεια τοῦ νοήματος. Αὐτὸ ποὺ φαίνεται νὰ ἐνδιαφέρει δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀποτελεσματικότητα καὶ ἡ ἀτομική της χρήση. Πάνω δὲ σὲ αὐτὴ τὴν καταθλιπτικὴ βάση θεμελιώνεται τὸ θυσιαστήριο τῆς μετανεωτερικῆς μας θεότητας: ἡ ἰσχύς, ἡ δύναμη. Ἀγαπημένη θεραπαινίδα τῆς σύγχρονης εἰδωλολατρίας εἶναι ἡ γνώση. Ἡ ἐξουσιαστικὴ ὅμως χρήση τῆς γνώσης ἀπομυζᾶ τὴ γῆ, θέτει τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων στὸ νάρθηκα τῆς κατοχῆς – οἱ ἄνθρωποι πιὰ δὲν μετέχουν ἀλλὰ κατέχουν τὸν κόσμο, τὴ φύση, τὴν πολιτεία, τὸν διπλανὸ καὶ τελικὰ τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς. Ὅλα αὐτὰ συντελοῦνται διότι συνέβη μιὰ καθοριστικὴ ἀλλαγὴ στὶς προτεραιότητες τῆς ζωῆς: Ἡ ἀναζήτηση τοῦ νοήματος ἀντικαταστάθηκε ἐν πολλοῖς ἀπὸ τὴ βεβαιότητα τῆς ἀντικειμενικότητας. Εἶναι σπουδαῖο φυσικὰ τὸ γεγονὸς ὅτι καταφέραμε νὰ ἐλαχιστοποιήσουμε τὴν παιδικὴ θνησιμότητα. Τὶ ἀξία δίνουμε ὅμως στὸ ἐπίτευγμα αὐτὸ ὅταν συγχρόνως ἐλαχιστοποιοῦμε τὴν ἀναζήτηση αἰτίας καὶ σκοποῦ στὴ μακροημέρευση; Γιὰ παράδειγμα ἐπίσης, μία πολυκατοικία ἀπὸ μπετὸν προορίζεται νὰ καλύψει τὶς στεγαστικὲς ἀνάγκες κάποιων ἀνθρώπων, ὅπως καὶ τὸ ταπεινότερο χωριάτικο σπίτι πρὶν ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες. Ὅμως ἡ πρώτη ἐπιλογὴ μὲ τὴν ἀδιαφοροποίητη τυποποίηση ὑπηρετεῖ ἀνάγκη, εἶναι ἀπολύτως προσανατολισμένη σὲ ἕνα συγκεκριμένο χρήσιμο ἀποτέλεσμα καὶ μέχρι ἐκεῖ. Τὸ πέτρινο σπίτι ἴσως νὰ κάλυπτε λιγότερες καὶ ταπεινότερες ἀνάγκες ἀλλὰ ἀνέδυε τὸ ἄρωμα τῆς περιβαλλοντικῆς ἰδιαιτερότητας, τὴ χάρη τῶν μαστόρων του, τὸ κάλλος τοῦ σεβασμοῦ στὸ ὑλικὸ καὶ τὸ σμίξιμό του μὲ τὸν φυσικό του χῶρο. Στὴν πρώτη περίπτωση ἡ γνώση ἐνδιαφέρεται νὰ κατακτήσει πρακτικὸ ὄφελος. Στὴ δεύτερη περίπτωση ἡ γνώση πρωτίστως μετέχει στὴν ἁρμονία μιᾶς κοινότητας περιβάλλοντος καὶ ἀνθρώπων.
Στὰ λόγια τῶν πρωταγωνιστῶν τοῦ Ταρκόφσκι ἀντικατοπτρίζεται πλήρως ἡ σημερινὴ ἐποχή, ἡ ὁποία καυχᾶται γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχει ἐξοβελίσει τὸν μύθο ἀπὸ τὸ προσκήνιο. Αὐτὸ ὅμως διαθέτει μιὰ διπλὴ τραγικότητα: Ἀπὸ τὴ μιὰ στὸ ὄνομα προνεωτερικῶν μύθων σήμερα λαμβάνουν χώρα μιὰ σειρὰ ἀπὸ τὰ πλέον ἀπάνθρωπα ἐγκλήματα ποὺ συγκλονίζουν τὴν οἰκουμένη, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ ὑποτιθέμενο καθαρτήριο πῦρ τοῦ μύθου -ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία- ἔχουν μυθοποιήσει τὸν ἑαυτό τους μὲ τρόπο τόσο ἀλαζονικό, ποὺ ἀγγίζει πιὰ χαρακτηριστικὰ γνωσιολογικοῦ καὶ συνεπῶς πολιτισμικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ. Μᾶλλον πρέπει νὰ ξαναθυμηθοῦμε τὴ λειτουργικότητα τοῦ μύθου, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχαῖο ἱστορικὸ τῆς φιλοσοφίας Διογένη Λαέρτιο, εἶναι «λόγος ψευδὴς εἰκονίζων ἀλήθεια».
Δὲν ἦταν ὅμως πάντοτε τὰ πράγματα ἔτσι, κι αὐτὸ διατυπώνεται φυσικὰ χωρὶς καμία διάθεση ἐξιδανίκευσης τοῦ παρελθόντος. Στὴ μακρὰ περιπέτεια τῆς ἀνθρώπινης ἀναζήτησης ἡ προσωκρατικὴ σκέψη ἐπέχει θέση μητρικῆς τροφοῦ. Αὐτὴ σηματοδοτεῖ τὴν πρώτη ἀπόπειρα ορθολογικῆς ἑρμηνείας τοῦ κόσμου. Τὴν χαρακτηρίζει ἡ προσπάθεια νὰ ἐντοπιστεῖ ἡ κοινὴ ὀντολογικὴ ἀρχὴ τῶν ὄντων. Καὶ αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸν πρόδρομο τῆς ἑνοποιημένης φυσικῆς θεωρίας, ποὺ σήμερα, ἂν δὲν κάνω λάθος, εἶναι ζητούμενο. Τὸ ἄπειρο τοῦ Ἀναξίμανδρου, ὁ ἀποφατικὸς μονοθεϊσμὸς τοῦ Ξενοφάνη, ἡ ἀριθμολογικὴ ἁρμονία τοῦ Πυθαγόρα, ὁ κρυμμένος ὑπέρτατος λόγος τοῦ Ἡράκλειτου, τὸ συμπαγὲς καὶ σταθερὸ ὄν τοῦ Παρμενίδη, τὸ νεῖκος καὶ ἡ φιλότητα τοῦ Ἐμπεδοκλῆ, ἡ ἀτομικὴ θεωρία τοῦ Δημόκριτου ἰχνηλατοῦν μὲ διαφορετικὸ τρόπο τὸ νόημα τοῦ εἶναι στὴ βάση τῆς μετοχῆς. Στὴν κοινὴ πεποίθηση δηλαδὴ ὅτι ἡ γνώση δὲν ἐξαντλεῖται στὴν ἀτομικὴ διανοητικὴ κατάληψη κάποιου ἀντικειμένου ἀλλὰ στὸν συντονισμὸ ὅλης τῆς ὕπαρξης μὲ τὴν κοινὴ ἐμπειρία. Εἶναι ἄλλο νὰ βρίσκω τὴν ἀλήθεια διατυπωμένη σὲ κάποιον ὁρισμὸ καὶ ἄλλο νὰ τὴ γεύομαι ὡς γεγονὸς ζωῆς. Ἀργότερα ὁ Σωκράτης θὰ τονίσει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ στραφοῦμε στὴ γνώση τῶν ὄντων πρὶν γνωρίσουμε τὸν ἄνθρωπο πλατύνοντας ἔτσι τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀρχαιοελληνικῆς σκέψης στὴ δυνατότητα νὰ συνδεθεῖ τὸ ὅλον εἶναι μὲ τὴν συγκεκριμένη ὕπαρξη. Ὁ Πλάτωνας θὰ συγκεφαλαιώσει τὴν ἑλληνικὴ ὀντολογία καὶ γνωσιοθεωρία στὴ θέα-ὅραση καὶ μέθεξη τῶν αἰσθητῶν στὰ αἰώνια πρωτότυπά τους, ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης ποὺ ἀνακάλυψε τὴ λογική, θὰ πεῖ πὼς οἱ ἄνθρωποι ἐπιζήτησαν τὴν ἐπιστήμη χάριν τῆς ἀλήθειας καὶ ὄχι χάριν τῆς χρησιμότητας, διότι ἡ ἀναζήτηση τοῦ χρήσιμου δὲν ἁρμόζει στοὺς μεγαλόψυχους καὶ τοὺς ἐλεύθερους. Συνοψίζοντας λοιπὸν θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ ἀρχαιοελληνικὸ φιλοσοφικὸ κατόρθωμα στὶς ποικίλες ἐκδοχές του προσεγγίζει τὴ γνώση ὡς ἕνα γεγονὸς καθολικότερο τοῦ ὀφέλους, τῆς χρησιμότητας καὶ τῆς ἀποτελεσματικότητας. Καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ ὀπτικὴ τῶν πραγμάτων ποὺ ἐπιτρέπει τὴν ἀνάδυση νοήματος, καθὼς ἡ γνώση εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε εἴδους ἀναγκαιότητες. Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας θέλει νὰ γνωρίζει ὄχι ἐπιμέρους πράγματα ἀλλὰ τὸ ὅλον· καὶ θέλει νὰ γνωρίζει ὄχι γιὰ νὰ κατανοήσει ἐξωτερικὰ ἀλλὰ γιὰ νὰ μετάσχει κατὰ τὸ δυνατὸν σὲ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει ἀληθινά. Ὅταν μετέχει στοὺς ἀμεσοδημοκρατικοὺς θεσμοὺς τῆς πόλης, δὲν τὸ κάνει γιὰ νὰ διευθετήσει ἁπλῶς πρακτικὰ ζητήματα ἀλλὰ πρωτίστως γιὰ νὰ μιμηθεῖ, νὰ μετάσχει καὶ νὰ ἐνσαρκώσει κατὰ τὸ δυνατὸ τὸ κοσμικὸ κάλλος ποὺ τοῦ προκαλεῖ θαυμασμὸ καὶ ἀπορία. Τὸ παράδειγμα τῆς κλασικῆς τέχνης ἐπίσης εἶναι ἀφοπλιστικό. Οἱ παραγγελίες τῶν θαυμαστῶν κτιρίων δὲν καθορίζονται ἀπὸ ἀτομικὲς ἐμπνεύσεις ἀλλὰ ἀπὸ συνελεύσεις καὶ συμβούλια. Τὰ ἔργα τέχνης ἔχουν σκοπὸ νὰ ἐκφράσουν τὸν συλλογικὸ πόθο νὰ μιμηθεῖ ἡ κοινότητα τὸ ἀγαθό, τὸν λόγο τῆς κοσμικῆς ἁρμονίας. Ἡ ρυθμικὴ κίνησή τους ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα κάθε στοιχείου. Σκαλοπάτια, ἀετώματα, στέγες, κίονες εἶναι ὅλα διαφορετικὰ μεταξύ τους, ὥστε νὰ μὴν δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι κατακτᾶται καὶ ριζώνει ἐδῶ, στὸ ἐνθάδε, τὸ νόημα ἀλλὰ ότι αὐτὸ εἶναι ζητούμενο. Οἱ κούροι καὶ οἱ κόρες δὲν ἐκφράζουν ἀτομικὰ χαρακτηριστικὰ ἀλλὰ τὸ ἰδανικὸ τῆς ὁμοίωσης πρὸς τὸ ἀγαθό. Σκοπὸς τῆς τέχνης ἀλλὰ καὶ τῆς δημοκρατικῆς πόλης εἶναι ἡ διατήρηση πέρα ἀπὸ τὴ φθορά, ἡ διάσωση ἀπὸ τὴ λήθη αὐτοῦ ποὺ ὑπάρχει ὄντως, ἡ ἀ-λήθεια, ἡ μὴ λήθη.
Αὐτὴ ἡ θέαση τοῦ κόσμου ἀγκαλιάστηκε καὶ προωθήθηκε περαιτέρω ἀπὸ τὴν πατερικὴ ἐκκλησιαστικὴ θεολογία. Ἡ γνώση κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ὕπαρξης εἶναι γεγονὸς ποὺ συντελεῖται ὅσο ὁ καθένας ἀνοίγεται ἐρωτικὰ στὸν δίπλα. Ὅσο καλλιεργεῖται νὰ συν-χωρᾶ μέσα του ἀπροϋπόθετα τοὺς πάντες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴ σχέση ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ σχέση ἀπαιτεῖ ἄσκηση. Ἀσκοῦμαι στὴν ἐλευθερία νὰ ἀγαπῶ, νὰ ἀναγνωρίζω δηλαδὴ τὸν ἑαυτό μου στὸν ἄλλο καὶ ὄχι ὁ ἑαυτός μου νὰ εἶναι ἕνα προκαθορισμένο δεδομένο γιὰ τὸν ἄλλον. Κι ἐπειδὴ ἡ σχέση εἶναι ἀδύνατο νὰ περατωθεῖ ποτὲ καθὼς εἶναι ἕνα συνεχὲς ἐνεργούμενο, γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ ἀλήθεια δὲν προσλαμβάνεται ποτὲ ὁλοκληρωτικά, ὅπως κάθε πρόσωπο παραμένει πάντοτε στὴ δυναμικὴ τῆς σχέσης ἕνας ἄγνωστος. Σὲ αὐτὸ μᾶλλον παραπέμπει καὶ τὸ σχόλιο τοῦ νομπελίστα φυσικοῦ Max Planck ὅτι «ἐπιστήμη δὲν σημαίνει ποσῶς θεώρηση ἀναπαυτικὴ μὲ τὴν κατοχὴ τῆς γνώσης ποὺ ἀποκτήσαμε, σημαίνει ἀντίθετα δουλειὰ ποὺ δὲν ἀποτελειώνουμε ποτὲ καὶ ἀσταμάτητο προχώρημα».
Ἡ ἀλήθεια σὲ μιὰ τέτοια προοπτικὴ λειτουργεῖ σὰν εἰκόνα. Δὲν ἐξαντλεῖται-παραπέμπει, δὲν περατώνεται-ἀναφέρεται. Γιὰ παράδειγμα: οἱ ἀντικειμενικὲς πληροφορίες ποὺ μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε ἀπὸ ἕνα ἔγκυρο καὶ πλῆρες βιογραφικὸ τοῦ Μότσαρτ, σὲ καμία περίπτωση δὲν μποροῦν νὰ ὑποκαταστήσουν τὴ γνώση γιὰ τὸν μεγάλο δημιουργὸ ποὺ προσλαμβάνει κάποιος ἀκροατὴς τοῦ ἔργου του. Ἡ γνώση αὐτὴ βρίσκεται πέραν κάθε ἔννοιας κατοχῆς. Ὁ ἀκροατὴς μετέχει στὸν τρόπο ποὺ κάνει τὸν Μότσαρτ νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ γνωρίζουμε. Ὅμως αὐτὴ ἡ γνώση δὲν ἐξαντλεῖ σὲ ἁπτὲς βεβαιότητες τὸ πρόσωπο τοῦ δημιουργοῦ. Ἀφήνει πάντοτε χῶρο γιὰ διαρκῆ ἀναζήτηση καὶ διαρκέστερη ἔκπληξη.
Ἡ ἀσκητική-κοινωνικὴ λειτουργία τῆς γνώσης ἀνατρέπεται ἄρδην μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ δυτικοῦ μηχανιστικοῦ κοσμοειδώλου. Οἱ ρίζες του φθάνουν στὴν αὐτονόμηση τῆς λογικῆς ἀπὸ τὸν σχολαστικισμό, γιὰ νὰ καρποφορήσουν στὴν ἀποθέωσή της ἀπὸ τὸν διαφωτισμό. Ὁ ὀρθολογισμός, ὁ ἐμπειρισμός, ὁ θετικισμὸς ἀποτελοῦν θαυμαστὲς νοητικὲς κατασκευὲς στοὺς ἀντίποδες ὅμως τῶν ὅσων περιγράφησαν γιὰ τὴ λειτουργία τῆς γνώσης στὰ ὅρια τόσο τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ παραδείγματος, ὅσο καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος. Ἡ ἀλήθεια ταυτίζεται πιὰ μὲ τὴν ἀποτελεσματικότητα εἴτε τῆς ἀτομικῆς διάνοιας εἴτε τῆς ἀτομικῆς αἴσθησης. Ἡ αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ μετατροπὴ τῆς γνώσης ἀπὸ γεγονὸς πρὸς μετοχὴ σὲ ἀντικείμενο πρὸς κατοχὴ ἀπαντοῦν πολὺ χαρακτηριστικὰ στὴ διατύπωση τοῦ Φράνσις Μπέηκον ὅτι «πρέπει νὰ ὑποχρεώσουμε τὴ φύση νὰ μᾶς ὑπηρετήσει ὡς σκλάβα» ἢ στὴν παρότρυνση τοῦ Ντεκὰρτ ὅτι «ἡ ἐπιστήμη πρέπει νὰ μᾶς κάνει ἀφέντες τῆς φύσης». Περισσότερο ἀπὸ τρεῖς αἰῶνες τὸ νεωτερικὸ αὐτὸ πρότυπο δουλαγωγεῖ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνικὴ ἐγκαινιάζοντας καὶ συντηρώντας τὸ τεχνητὸ χάσμα μεταξὺ τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς θεολογίας. Αὐτὸ ὅμως μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἴδια ἡ πρόοδος καὶ ἐξέλιξη τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν ἀμφισβητοῦν τὸν ἐπιστημονικὸ καὶ τεχνικὸ μεσσιανισμό, ποὺ ἐπιφυλάσσει γιὰ τὸν ἑαυτό του, σὰν ἄλλο παπικὸ ἀλάθητο τὴν ἀντικειμενικὴ ὁλοκληρωτικὴ ἑρμηνεία τῶν πάντων. Γιὰ νὰ ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα, σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ μοντέλο γνώσης, οἱ ἐρωτευμένοι ἀρκοῦνται νὰ βεβαιώνουν τὸν ἔρωτά τους ἀπὸ τὴν ἀνίχνευση στὸ αἷμα τους τῆς ὠκυτοκίνης, τῆς ὁρμόνης ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης.
Ὑπάρχουν σήμερα ἐδῶ ἁρμοδιότεροι ἐμοῦ, ὅμως νομίζω πὼς δὲν θὰ διαφωνήσουν μὲ τὴν ἄποψη ὅτι ἡ θεωρία τῆς θερμοδυναμικῆς, ἡ κβαντομηχανική, ἡ θεωρία τῆς σχετικότητας κάνουν τὴν ἐπιστημονικὴ αὐτάρκεια νὰ τρίζει, γιὰ νὰ μὴν πῶ νὰ καταρρέει. Ἴσως δὲν θὰ ἦταν παρακινδυνευμένο νὰ διατυπώσουμε ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση μὲ τὰ δικά της σύγχρονα ὑλικὰ καὶ ἐργαλεῖα, καὶ ὄχι φυσικὰ παρακινημένη ἀπὸ ἐξωγενεῖς φιλοσοφικοὺς ἢ θεολογικοὺς παράγοντες, δὲν ἐξαντλεῖ τὴ γνώση στὸ γνωριζόμενο ἀντικείμενο ἀλλὰ τὴν προσεγγίζει μὲ δεδομένη πιὰ τὴ σχέση μεταξὺ γνωρίζοντος ὑποκειμένου καὶ γνωριζόμενου ἀντικειμένου. Ἐλπίζω ὅτι δὲν σφάλλω ἂν πῶ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴ κβαντικὴ θεωρία, ἕνα ἡλεκτρόνιο ὑπάρχει δυνάμει παντοῦ καὶ ὅτι «ὑλοποιεῖται» κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς παρατήρησής του. Ἂν τὸ μετέφερα σωστὰ μιλᾶμε πιὰ γιὰ κατάρρευση κάθε ἔννοιας ἀντικειμενικότητας. Ζητῶ καὶ πάλι τὴν ἀνοχὴ τῶν εἰδημόνων γιὰ νὰ μεταφράσω σὲ θεολογικότερη γλῶσσα τὸ παραπάνω: Οἱ σύγχρονες φυσικὲς θεωρίες δὲν προσανατολίζονται στὸ ἀντικειμενικὸ εἶναι τῶν ὄντων, στὴν οὐσία τους ἀλλὰ στὴν ἐνέργειά τους. Μὲ ἄλλα λόγια, ἂν τὰ ὄντα δὲν εἶναι κάτι ἀτράνταχτα δεδομένο ἀλλὰ γίνονται συνεχῶς καὶ δὲν γνωρίζονται καθ’ ἑαυτὰ ὡς ἀντι-κείμενα ἀλλὰ γνωρίζονται ὡς πρὸς κάποιον ἢ κάτι, τότε ὁ διάλογος μεταξὺ φυσικῶν ἐπιστημῶν καὶ θεολογίας δὲν ἀποτελεῖ πιὰ ζητούμενο ἀλλὰ αὐτονόητη ὑποχρέωση ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ δεδομένο πρὸς συνεχῆ ἀνατροφοδότηση καὶ πρόοδο.
Ἂν ἐπίσης λάβουμε στὰ σοβαρὰ τὴν ἐπισήμανση τοῦ βραβευμένου μὲ ΝόμπελHeisenberg ὅτι «κάθε φυσικὴ θεωρία ἀντιστοιχεῖ στὴ γνώση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὰ πράγματα καὶ ὄχι κατευθείαν σὲ αὐτά», ὅπως καὶ τοῦ Ainstein ὅτι «στόχος τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναζήτησης εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ὀμορφιὰ καὶ ὄχι ἡ ὑλικὴ ἀπόλαυση ἢ τὸ κέρδος», τότε γίνεται κατανοητὴ καὶ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ἐπανεύρεσης τοῦ νοήματος ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀντιεπιστημονικὸ νὰ μονοπωλεῖται ἀπὸ τὸ πολυπρόσωπο θηρίο τοῦ δογματισμοῦ. Ἄλλωστε ἡ ἐπιστημολογία τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ἔχει ἤδη ἐξεγερθεῖ ἐνάντια στὴν κυριαρχία τοῦ ἐργαλειακοῦ ὀρθολογισμοῦ, ποὺ «θρησκειοποίησε» τὴν ἐπιστήμη.
Γιὰ νὰ ἀναζωογονήσουμε τὸ περιβάλλον τοῦ διαλόγου μεταξὺ θεολογίας καὶ φυσικῶν ἐπιστημῶν καλὸ εἶναι νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος διακήρυσσε τὸν τέταρτο αἰώνα ὅτι ὁ Δημιουργὸς δὲν μᾶς τὰ ἀποκάλυψε ὅλα γιὰ νὰ γυμνάσουμε μὲ τὴν ἐπιστήμη τὸ νοῦ μας! Ἐνῶ ἕνας ἄλλος μεγάλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μ. Βασιλείου, ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, θὰ γράψει ὅτι τὰ πάντα στὴ δημιουργία τέθηκαν σὲ σπερματικὲς καταβολές· συνεπῶς ὁ κόσμος εἶναι προϊὸν μιᾶς μακρᾶς ἐξελικτικῆς πορείας, ὅπως ἄλλωστε σαφέστατα ὑποστηρίζει καὶ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο τῆς Γενέσεως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Μετὰ τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ, κατὰ τὸν δέκατο τέταρτο αἰώνα, ὅταν δηλαδὴ εἶχαν ἤδη τεθεῖ οἱ βάσεις γιὰ τὴ σύγκρουση θεολογίας καὶ ἐπιστήμης στὴ Δύση, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀνανεώνει τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση μὲ τὴ θεολογία τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὸ εἶναι δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἐνεργειακὸ πλέγμα τῆς μετοχῆς τῆς δημιουργίας στὶς ἐνέργειες τοῦ Δημιουργοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια τὰ πάντα εἶναι γινόμενα καὶ συμβαίνοντα καὶ αὐτὸ συνιστᾶ μία θέση πού, ἂν μὴ τὶ ἄλλο, δημιουργεῖ ἐξαιρετικὲς συνθῆκες γιὰ τὸν διάλογο τῆς θεολογίας μὲ τὴ σύγχρονη φυσική.
Ἡ ἱστορία τῆς σκέψης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ διῆλθε ἀπὸ πολλὰ στάδια. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐφηβικὴ εὐφορία ἀλλὰ καὶ ἀλαζονία τῆς ἐπιστήμης, εἶναι καιρὸς οἱ τεχνηέντως ἀντιτιθέμενοι νὰ ἀποστεγανοποιηθοῦν καὶ νὰ αὐτοπεριοριστοῦν ὡς πρὸς τὶς εἰδικές τους ἀναζητήσεις. Γιατὶ ἀπὸ τὸν ἰὸ τῆς θρησκειοποίησης κινδυνεύουν τόσο ἡ ἐπιστήμη ὅσο καὶ ἡ θεολογία. Ἡ δὲ θρησκεία, θεϊστικὴ ἢ ἀθεϊστική, μὴ γελιόμαστε, πάσχει ἀπὸ τὴ θανατηφόρο ἀσθένεια τῆς ἰδεολογίας. Κάθε δὲ ἰδεολογία τρέφεται ἀπὸ κατασκευασμένους προκαθορισμούς, οἱ ὁποῖοι ὡς ἄλλος Προκρούστης ζητοῦν νὰ φέρουν τὴν ἀλήθεια στὰ μέτρα τους. Ὁ εἰσηγητὴς τοῦ μεθοδολογικοῦ ἀναρχισμοῦ Feyeraband, τῆς θεωρίας δηλαδὴ ποὺ καταγγέλλει μὲ σφοδρότητα τὴν ἱεροποίηση τῆς ἐπιστήμης, γράφει ὅτι «ἡ ἐπιστήμη εἶναι μιὰ πνευματικὴ περιπέτεια ποὺ δὲν ἔχει ὅρια καὶ δὲν ἀναγνωρίζει κανόνες, οὔτε κὰν τοὺς κανόνες τῆς λογικῆς. […] Χωρὶς συχνὴ ἀπόρριψη τῆς λογικῆς δὲν ὑπάρχει πρόοδος», γιὰ νὰ καταλήξει ἀλλοῦ ὅτι «τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐπιστήμης δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελοῦν κριτήριο ὑπεροχῆς». Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὑπαρκτικὴ πρόταση ἀντιμετωπίζει τὴν ὑπεροχὴ καὶ τὰ ὁλοκληρωτικὰ συμπαρομαρτοῦντα της ὡς τὸν κινδυνωδέστερο ἐχθρὸ τῆς ἀλήθειας. Εἰσηγούμενη τὴν ταπείνωση δὲν προτείνει καμία ἐνοχικὴ μιζέρια ἀλλὰ τὴ ζωντάνια νὰ μὴν ἀντλεῖται τὸ γεγονὸς τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς γνώσης ἀπὸ τὴ ναρκισσικὴ αὐτάρκεια, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν πρωτογονισμὸ τοῦ ἐγωισμοῦ ποὺ διψᾶ γιὰ κατοχὴ καὶ ἰσχύ.
Ὁ τρόπος ποὺ γνωρίζουμε εἶναι ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε. Δὲν εἶναι τυχαῖο λοιπὸν ὅτι ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου ξεκινᾶ ἐνώπιον τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως, κατὰ τὴν εἰκονολογικὴ ἀφήγηση τῆς Γενέσεως, τὴν τόσο παρεξηγημένη ἀλλὰ καὶ τόσο ἀνεξερεύνητη τελικά. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸν περιεκτικὸ καὶ σοφότατο γνωστὸ μύθο τῆς πτώσεως, εἰσήγαγε αὐτοβούλως ἕναν ἄλλο τρόπο ὑπάρξεως μὲ ἀφορμὴ τὸ γεγονὸς τῆς γνώσεως. Στεκόταν ἐνώπιον δύο ἐπιλογῶν: νὰ γνωρίζει μετέχοντας σὲ μία σχέση ἤ, πρᾶγμα ποὺ ἐπέλεξε τελικά, νὰ γνωρίζει στρέφοντας τὴ δυνατότητα τῆς σχέσης στὸν ἑαυτό του ἀποδεχόμενος ἔτσι τὴ ροπὴ τῆς κατάκτησης καὶ τῆς ἰσχύος. Ἡ εὐόδωση κάθε σχέσης ὅμως ἀπαιτεῖ οἱ σχετιζόμενοι νὰ παραιτοῦνται ἀσκητικὰ ἀπὸ τὸ ἐξουσιαστικό τους φρόνημα. Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ θεμελιώνουν τὴν ἄρνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης στὸν ὑποτιθέμενο ἀνορθολογισμὸ στὸν ὁποῖο εἰσάγει, ὁ ὁποῖος ἀγκυλώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν φυσικὴ ὄρεξή του νὰ ποθεῖ τὴ γνώση. Ὅμως κάτι τέτοιο μόνο παραφθορὰ συνιστᾶ καὶ στρέβλωση. Γιατὶ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ὡς ὕπαρξη διαλεγόμενη. Δηλαδὴ ὑπάρχει τόσο ἀληθινά, ὅσο ὁ λόγος τῆς ὕπαρξής του κοινωνεῖ μὲ τὸν λόγο κάθε κτίσματος στὴ δημιουργία. Κάτι τέτοιο ἐξυπακούεται ὅτι δὲν εἶναι δεδομένο. Προϋποθέτει τὴ γυμνασία τοῦ νοῦ καὶ τῶν αἰσθήσεων μὲ τρόπο ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ σταυρώνει τὴν κατακτητική του ὁρμὴ πρὸς τὰ πράγματα. Μόνο ἔτσι τὰ πράγματα ἀναπνέουν, ἀνθίζουν καὶ τοῦ χαρίζουν τὸ ἄρωμα τῆς ἀλήθειας. Αὐτὴ ἡ ὑπαρξιακὴ φορὰ ἱδρύει τὴν ἀλήθεια, τὴ μὴ λήθη· νὰ μὴν λησμονήσω δηλαδὴ ὅτι ὅλα διαθέτουν τὴν ἰδιαιτερότητά τους ποὺ ἀσφυκτιᾶ στὴ διάθεσή μου νὰ κυριαρχήσω. Πρόκειται γιὰ τὴ γνώση ποὺ δὲν οἰκοδομεῖ μονὴστὰ πράγματα, δηλαδὴ δὲν τὰ δεσμεύει καὶ δὲν τὰ ἀπομυζᾶ σὰν ἄλλο παράσιτο ἀλλὰ γιὰ τὴ γνώση ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὴν προσμονή· δηλαδὴ ἀπὸ τὴ συνεχῆ ἀγωνία καὶ τὸν διαρκῆ ἀγώνα κάποιος νὰ γνωρίζει ἀναζητώντας καὶ ἀναμένοντας τὴν καινούργια ἔκπληξη, τὴ νέα ἀπορία. Ἐδῶ πιὰ ἡ ἐκκλησιαστικὴ πίστη συγγενεύει σαρκικὰ μὲ τὴ γνήσια ἐπιστημονικὴ ἀναζήτηση, τὴν τίμια ποὺ ἔχει ἐξοβελίσει κάθε ἰδεολογικὸ μανδύα ἀπὸ πάνω της. Ὁ μεγάλος ποιητὴς Νίκος Καροῦζος σὲ δύο μόλις στίχους συνόψισε ἀπαράμιλλα ὅσα προσπαθοῦμε νὰ διατυπώσουμε. Γράφει λοιπὸν ὁ ποιητής:
Ὅταν ἀποστηθίζουμε τὰ πράγματα λέμε ὕλη·
ὅταν ἐρωτευόμαστε τὰ πράγματα λέμε μυστήριο.
Χρησιμοποίησα ἤδη τὸ παράδειγμα ὅτι γνωρίζουμε τὸν Μότσαρτ ὄχι ἀπὸ τὶς ἀντικειμενικὲς πληροφορίες ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντλήσει κάποιος ἀπὸ τὸ βιογραφικό του ἀλλὰ ἀπὸ τὴ μετοχὴ στὸ ἔργο του. Ἀνέφερα ἐπίσης τὸ παράδειγμα τοῦ ἔρωτα ποὺ φυσικὰ δὲν ἐπαληθεύεται στὸ βιοχημικὸ ἐργαστήριο. Θὰ προσκομίσω ἕνα ἀκόμη: σίγουρα μπορῶ νὰ ἱκανοποιήσω τὴν ἀνάγκη τῆς ἐπιβίωσης τρώγωντας τὸ ψωμὶ στὴν πλαστικὴ συσκευασία ἑνὸς πολυκαταστήματος. Τρώγωντας ὅμως τὸ ζυμωμένο μὲ τὰ χέρια ψωμὶ δὲν ἐπιβιώνω ἁπλῶς ἀλλὰ ζῶ. Μετέχω κατὰ κάποιο τρόπο στὸ κοσμικὸ γίγνεσθαι, ἀφοῦ ἡ δημιουργικότητά μου πλάθει, μεταπλάθει, συμμετέχει, ἱδρώνει, ἐμπλέκεται στὰ πράγματα καὶ χαίρεται τὴ χειροπιαστὴ ἀνταλλαγὴ ἐνέργειας μεταξὺ τοῦ ποιητῆ καὶ τοῦ ποιήματος. Εἶναι τρεῖς εἰκόνες ποὺ φυσικὰ δὲν ἔχουν σκοπὸ νὰ δαιμονοποιήσουν οὔτε τὴν ἐπιστημονικὴ πρόσβαση στὴν πραγματικότητα, οὔτε τὴν τεχνολογικὴ ἀνακούφιση ἀπὸ ἐμπόδια τοῦ παρελθόντος. Εἰκονίζουν ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γνώση ἐπιτρέπει στὸ νόημα νὰ ἀναδύεται μόνον ὅταν ορίζεται καὶ πραγματώνεται ὡς ἡ τέχνη (Μότσαρτ) νὰ ζεῖς (ψωμὶ) ἐρωτικά (ἐρωτευμένοι). Καὶ στὸν ἔρωτα ποτὲ δὲν μένεις παθητικὰ ἀλλὰ μόνο προσ-μένεις μὲ λαχτάρα.
Ἀφοῦ σᾶς εὐχαριστήσω γιὰ τὴν ὑπομονή σας, θέλω νὰ καλωσορίσω καὶ νὰ ἐκφράσω τὶς θερμὲς εὐχαριστίες μου γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς πρόσκλησης στὸν κ. Τσεσμελῆ, στὸν κ. Παναγιωτόπουλο ἂν καὶ ἀπόντα, στὸν κ. Σαββίδη καὶ φυσικὰ στὸν κ. Παναγιώτη Χαρίτο, ποὺ ὑπῆρξε πολύτιμος βοηθὸς στὴν ὀργάνωση τῆς σημερινῆς ἐκδήλωσης. Εὐχαριστίες ὀφείλω ἀκόμη στὴν ΕΛΜΕ Καστοριᾶς καὶ στὸν Πανελλήνιο Θεολογικὸ Σύνδεσμο «Καιρὸς» ποὺ ἀγκάλιασαν τὴν ἐκδήλωση μὲ ἰδιαίτερη θέρμη.
Θέλω ὅμως νὰ κλείσω τὴν παρέμβασή μου παραπέμποντας γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ στὸν μεγάλο Νίκο Καροῦζο. Ἂν ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἡ μετάφραση τῆς πραγματικότητας, ὅπως ἔλεγε κάποιος σπουδαῖος τῶν γραμμάτων μας, ἡ ποίηση εἶναι ἡ ἀποκάλυψή της κι ἐγὼ θὰ πρόσθετα ἐπίσης ὅτι ἡ ποίηση εἶναι ἡ δίδυμη ἀδελφὴ τῆς πίστης. Ὁλοκληρώνω λοιπὸν ἀφιερώνοντας τοὺς στίχους σ’ ἕναν ἀγαπημένο φίλο χωρὶς τὴν ἔμπνευση, τὴν παρότρυνση καὶ τὴν πολυποίκιλη βοήθεια τοῦ ὁποίου δὲν θὰ βρισκόμασταν σήμερα ἐδῶ.
Λέει λοιπὸν ὁ ἀνυπέρβλητος Καροῦζος:
χαίρετε οἱ ταπεινὲς
παρουσίες ἀπ’ τὰ ἔγκατα τοῦ πράγματος
ἄσπρη ἐλευθερία τῶν φοβουμένων ἀληθῶς.
Καὶ ἀλλοῦ:
Πῶς νὰ τὴν πεῖς τὴν ὡραιότητα τοῦ ἕαρος…
Τὴν ἀφήνω στὴ φύση νὰ ξαναγίνει.
Ἂς ἀφεθοῦμε νὰ γινόμαστε λοιπόν. Καλὴ προσμονή!
*Εισήγηση του εκλεκτού συναδέλφου Ανδρέα Βιτούλα στην εκδήλωση με θέμα: «Στα χνάρια του νοήματος, ο διάλογος των φυσικών επιστημών με τη θεολογία και τη φιλοσοφία«. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 21 του Μαρτίου 2015 στο Άργος Ορεστικό.