Στο παρόν άρθρο θα ήθελα να παρουσιάσω τα πορίσματα μιας εργασίας του π. Callinic Berger “Does the Eucharist makes the Church?” (St Vladimir’s Theological Quarterly 51:1 (2007) 23–70), που αναφέρεται στην συγκριτική εξέταση των δύο εκκλησιολογιών, αυτής του π. Δημητρίου Στανιλοάε και του Μακαριστού Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, η οποία γνωρίζει μεγάλη διάδοση και κυριαρχεί στις μέρες μας. Θεωρώ εν μέρει δεδομένη τη γνώση της Ευχαριστιακής θεολογίας του Μητρ. Περγάμου (κυκλοφορούν τα βιβλία «το Είναι ως Κοινωνία», Εκδ. Ινδικτος, Αθήνα 2023 και προπαντός το «Εκκλησιολογικά Μελετήματα», Εκδ. Δόμος, Αθήνα 2016), για αυτό και δεν θα προβώ σε κάποια παρουσίασή της. Κεντρική θέση της είναι ότι η ευχαριστία δημιουργεί την Εκκλησία, ενώ επίσης εξαίρεται ο ρόλος του Επισκόπου στην τέλεση του Μυστηρίου. Ο Μητρ. Περγάμου άντλησε από διάφορες πηγές, τον π. Αφανάσιεφ και τον Βλάντιμιρ Λόσκι, ωστόσο ο ίδιος εμπλούτισε το έργο των προγενεστέρων θεολόγων. Δεν έφτασε όμως ποτέ σε μία στέρεη σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας, που θα τον βοηθούσε στο εκκλησιολογικό έργο του.
Ο π. Δημήτριος Στανιλοάε, αντιθέτως -πράγμα που δεν γνώριζε ο Μητρ. Ζηζιούλας, εφόσον το έργο του πρώτου παρέμενε αμετάφραστο σε κάποια διεθνή γλώσσα-, πέτυχε μια τέτοια σύνθεση, και ανέπτυξε, βασιζόμενος πάντα στις πατερικές πηγές, μια πλούσια Τριαδολογία, που αναφέρεται μάλιστα και στην εσωτερική ζωή της Αγίας Τριάδος. Αντιθέτως, ο Μητρ. Περγάμου μίλησε μόνο για την ad extra οικονομία των Προσώπων της Θεότητας, τον ρόλο τους δηλαδή στην προς τα έξω προβολή τους. (Ο Έλληνας αναγνώστης, όσον αφορά τον Στανιλοάε, μπορεί να σχηματίσει μια ιδέα για την Τριαδολογία του τελευταίου, μελετώντας το βιβλίο του «Θεολογία και Εκκλησία», Εκδ. Τήνος, Αθήνα 1989.)
Ο π. Μπέργκερ, του οποίου παρουσιάζουμε την εργασία, αναφέρεται στο ότι, όπως είπαμε, οι θεολόγοι μας είχαν υπόψη τους το έργο του Βλάντιμιρ Λόσκι, ο οποίος, στο εξαίρετο βιβλίο του «Δοκίμιο για την Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας», μίλησε για το αδιαχώριστο μεν του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, έκανε ωστόσο λόγο για δύο Οικονομίες, μία του Υιού, που στηρίζει το θεσμικό στοιχείο της Εκκλησίας, και μία του Αγίου Πνεύματος, που αναφέρεται στο χαρισματικό στοιχείο αυτής. Ο π. Στανιλοάε επέκρινε την διάκριση αυτή των δύο Οικονομιών. Για τον Λόσκι, ο Υιός εκπροσωπεί τη «φύση», ενώ το Άγιο Πνεύμα το «πρόσωπο». Ο Ζηζιούλας κάνει μια παρόμοια διάκριση όταν λέγει ότι ο Υιός δημιουργεί την Ιστορία, ενώ το Άγιο Πνεύμα απελευθερώνει από αυτήν. Η συμβολή του Αγίου Πνεύματος είναι ακριβώς ο ερχομός του «εσχάτου» και της «κοινωνίας» στην Εκκλησία, όροι που παίζουν τεράστιο ρόλο στην θεολογία του Ζηζιούλα. Αυτό μάλιστα αφορά και τον ίδιο τον Χριστό. Πράττοντας έτσι, το Άγιο Πνεύμα μετατρέπει τον Χριστό σε μια «corporate personality» (συλλογική προσωπικότητα), τον «Έναν» που περιλαμβάνει τους πολλούς, το πρόσωπο, και όχι πια το άτομο. Ο Ζηζιούλας λέγει ότι είναι το πρόσωπο, και όχι το άτομο, που μετέχει στην Εκκλησία. Επιχειρηματολογώντας έτσι, ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία «is in-stituting by Christ, but con-stituted by the Spirit» (=θεσμοποιείται από τον Χριστό, αλλά το βασικό συστατικό της στοιχείο είναι το Πνεύμα). Το πρώτο, η θεσμοποίηση από τον Χριστό, δεσμεύει τρόπον τινά την ελευθερία μας, ενώ το δεύτερο, το έργο του Πνεύματος, είναι κάτι που αποδεχόμαστε ελεύθερα, λαμβάνοντας μέρος στην «επιφάνειά» του. Ανευρίσκει λοιπόν μία ένταση ανάμεσα στο έργο του Χριστού και αυτό του Αγίου Πνεύματος.
Όπως είπαμε, παρατηρεί κανείς εύκολα την επίδραση του Λόσκι. Το Άγιο Πνεύμα έχει ως ρόλο να μεταδίδει το στοιχείο της ελευθερίας, το προσωπικό στοιχείο. Ο Ζηζιούλας γράφει ότι το Πνεύμα «προσωποποιεί τον ίδιο τον Χριστό»!
Κατά τη γνώμη του Ζηζιούλα αυτά τα δύο στοιχεία, το έσχατο και η κοινωνία, και όχι η πνευματικότητα και η αγιοποίηση, έχουν καθορίσει την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Τα δύο τελευταία περνούν σε δεύτερη μοίρα. Η κύρια μέριμνα του Ζηζιούλα είναι να δείξει ότι καμιά χειροτονία, αξίωμα ή δομή στην Εκκλησία δεν μπορεί να νοηθεί ως αυτάρκης ή έξω ή πάνω από το Κοινό Σώμα- αυτό είναι σωστό. Λέγει όμως ότι όλα τα αξιώματα και οι θεσμικές πλευρές της Εκκλησίας βρίσκουν την αληθινή τους έκφραση μόνο στην ευχαριστιακή σύναξη, όπου το «έσχατον» και η «κοινωνία» συναντώνται. Αλλά, πράγμα ενδιαφέρον, αυτή η διχοτομία μεταξύ Πνευματολογίας και Χριστολογίας, δεν υπερβαίνεται στη σύνθεση του Ζηζιούλα από μία μελέτη πρωτίστως της σχέσεως του Υιού και του Πνεύματος στην ενδοτριαδική ζωή, ούτε στη σχέση τους «ad extra» στο έργο της θείας Οικονομίας, αλλά στην Θεία Λειτουργία. Η έλλειψη σύνθεσης Χριστολογίας και Πνευματολογίας έφερε αυτό το αποτέλεσμα στη σκέψη του.
Ο Στανιλοάε αντιμετωπίζει την εκκλησιολογία, όπως είπαμε, διαφορετικά από ό,τι ο Ζηζιούλας. Επεξεργάζεται, επαναλαμβάνουμε, μια υψηλά ανεπτυγμένη σύνθεση μεταξύ Πνευματολογίας και Χριστολογίας και έτσι διαφοροποιείται από την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία». Πρέπει να δώσουμε μια συνοπτική περιγραφή αυτής της σύνθεσης στον π. Στανιλοάε. Συνοπτικά, ο θεολόγος μας κατανοεί την σχετική πατερική διδασκαλία και ερμηνεύει την φράση «δι’ Υιού» («Το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός δι’ Υιού») ως αναφερόμενη όχι σε μια αιτιώδη ενδοτριαδική πράξη, όπως η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, αλλά σε κάτι άλλο: στην «εκδήλωση» ή «φανέρωση» του Πνεύματος διά του Υιού. Στην ερμηνεία του Στανιλοάε αυτή η «φανέρωση» είναι η έκφραση της αιώνιας σχέσης μεταξύ Πνεύματος και Υιού. Έτσι στόχος του θεολόγου είναι να δείξει ότι ο Υιός και το Πνεύμα έχουν μια μοναδική αιώνια σχέση μεταξύ Τους, όπως και με τον Πατέρα. Αυτή η αιώνια σχέση αποκαλύπτεται στην εν χρόνω οικονομία της Σωτηρίας, όπου είναι προφανές ότι ο Υιός και το Πνεύμα ποτέ δεν διαχωρίζονται μεταξύ Τους. Το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μεν εκ μόνου του Πατρός αλλά «αναπαύεται» εν τω Υιώ, πράγμα που είναι και ο στόχος Του. Δεν προχωρεί πουθενά πέραν του Υιού, γιατί εκεί βρίσκει την πλήρωσή Του. Το Άγιο Πνεύμα «φανερώνεται» ή «εκλάμπει» διά του Υιού, ειδικά προς τον Πατέρα. Αυτή η φανέρωση είναι ένα προσωπικό χαρακτηριστικό του Αγίου Πνεύματος. Και σε αυτό το έργο ο Υιός δεν έχει έναν παθητικό ρόλο. Περαιτέρω, το Άγιο Πνεύμα μεταφέρει την αγάπη του Πατρός προς τον Υιό, που είναι ο στόχος της εκπόρευσής Του. Το Άγιο Πνεύμα με τη σειρά του στέλνει την αγάπη του Υιού προς τον Πατέρα, πράγμα που σημαίνει ότι το Πνεύμα είναι ένας υποστατικός «δεσμός» των θείων Υποστάσεων, η προσωπική αρχή της ενότητας στην Αγία Τριάδα. Το Πνεύμα εμποδίζει έτσι μια εγωιστική, αποκλειστική αγάπη στην Τριάδα (πράγμα που κατά τους Πατέρες θα συνέβαινε αν τα θεία Πρόσωπα ήταν δύο) . Δημιουργώντας την υπεράπειρη μη εγωιστική αγάπη, διατηρεί τα πρόσωπα στην ενότητά Τους. Αλλά παράλληλα, έστω κι αν δημιουργεί «υποστατική ενότητα», διατηρεί το «υποστατικό» γνώρισμα του κάθε Αγίου Προσώπου, χωρίς να το αλλοιώνει- το Πνεύμα έτσι είναι το θεμέλιο της Τριαδικής «περιχώρησης», αλληλοδιείσδυσης. Το Πνεύμα αποκαλύπτει τον Υιό και ο Υιός αποκαλύπτεται εν τω Πνεύματι. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Στανιλοάε είναι προσεκτικός στο να μην αποπροσωποποιήσει κανένα Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος μέσα σε αυτό το «μοντέλο», που είναι εξολοκλήρου δανεισμένο από τους Πατέρες. Για να μιλήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, η αγάπη του Πατέρα, που έρχεται να αναπαυθεί στον Υιό, και τότε «εκλάμπει» η «φανερώνεται» από τον Υιό προς τον Πατέρα, είναι το πρόσωπο του αγίου Πνεύματος. Ο Υιός που αγαπά και αγαπάται με την σειρά Του, δεν έχει, επαναλαμβάνουμε, έναν παθητικό ρόλο.
Και έτσι φθάνουμε στο τελικό σημείο. Στον Στανιλοάε η ενότητα της Αγίας Τριάδος βασίζεται, όπως και κατά την πατερική διδασκαλία, στην κοινή θεία Ουσία ή μάλλον «Υπερουσία» και στην αμοιβαία ενοίκηση του ενός προσώπου στο άλλο. Αντιθέτως στον Ζηζιούλα, η ενότητα της Άγιας Τριάδος δεν βασίζεται στην κοινή θεία Ουσία, γιατί για αυτόν η «Ουσία» είναι συνώνυμο της «ανάγκης». Ο Ζηζιούλας υποτιμά πλήρως την Θεία Ουσία. Στο έργο του η ενότητα της Τριάδος βασίζεται στην ηθελημένη απόφαση του Πατέρα να υπάρξει «κοινωνία» των Υποστάσεων, στο γεγονός ότι μεταδίδει στα άλλα πρόσωπα το υποστατικό τους χάρισμα. Η Ουσία είναι συνώνυμη της ανάγκης, η Υπόσταση της ελευθερίας, κατά την θεολογία του. Ο Στανιλοάε απορρίπτει όλα αυτά: την εξίσωση της υπόστασης με την ελευθερία και της φύσεως με την ανάγκη. Και την άποψη επίσης ότι η Φύση είναι αποτέλεσμα του ρόλου του Υιού, ενώ η Ελευθερία ή το Πρόσωπο είναι αποτέλεσμα του ρόλου του Αγίου Πνεύματος.
***************
Όπως είπαμε ήδη, ο Στανιλοάε αναπτύσσει την εκκλησιολογία του από την παραπάνω περιγραφείσα τριαδολογική σύνθεση και δεν δημιουργεί «ευχαριστιακή εκκλησιολογία», με την έννοια του Ζηζιούλα. Κατά συνέπεια, έχει μια ευρύτερη άποψη για την Εκκλησία από ό,τι ο Έλληνας θεολόγος και μιλά διαφορετικά για την Ευχαριστία. Κατά την θεολογία του, το να ορίσει κανείς την Εκκλησία ως την «ευχαριστιακή κοινότητα» ή ως μια δομή που περιβάλλει τον Επίσκοπο είναι πολύ στενή στη σύλληψή της θέση. Η Εκκλησία είναι κάτι ευρύτερο της Ευχαριστίας. Ο Στανιλοάε τονίζει την διαρκή ενοίκηση του Πνεύματος στην Εκκλησία και τα μέλη της, των οποίων διαποτίζει κάθε πτυχή της ζωής τους. Όλη η ζωή της Εκκλησίας είναι αγιοπνευματική. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος είναι διαρκής και σταθερή στην εκκλησία και τα μέλη της λόγω του αγίου Βαπτίσματος και του Χρίσματος, μυστήρια κατά τα οποία η Θεότητα έρχεται να κατοικήσει στην ανθρώπινη καρδιά. Από την άλλη, η Εκκλησία, που δεν ταυτίζεται με τον Χριστό, αναζητεί διαρκώς την ανανέωση, την πρόοδό της δια μέσου της προσευχής, της Ευχαριστίας κ.λπ. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της εκκλησιολογίας του Στανιλοάε θα πρέπει να τονιστεί σε αυτό το σημείο: το αδιαχώριστο του Αγίου Πνεύματος και του Χριστού στην εκκλησία και την δομή της, η συνέργεια Πνεύματος και Χριστού στην οικοδόμηση της εκκλησίας. Όπως ήδη σημειώσαμε, η γέννηση του Υιού και η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος συμβαίνουν ταυτόχρονα και εντός η μία της άλλης. Ποτέ ο Χριστός ή το Πνεύμα δεν δρουν χωριστά, ουσιωδώς ή υποστατικώς. Επομένως ο Στανιλοάε δεν βλέπει την δομή της Εκκλησιάς, την ιεραρχική αυτή δομή, ως αποκλειστικά χριστολογική, ούτε τα χαρίσματα της Εκκλησίας ως αποκλειστικά πνευματολογικά. Αφού το Πνεύμα είναι αδιαχώριστο από τον Υιό, δεν μπορεί να γίνει λόγος για μια προϋπάρχουσα ενότητα ή δομή στο σώμα του Χριστού που εξασφαλίζει το Πνεύμα. Το Πνεύμα δημιουργεί και τα δύο, και την δομή και την ενότητα, εν Χριστώ. Η πνευματικότητα και ο θεσμός είναι και τα δύο εκφράσεις της συντονισμένης ενέργειας των δώρων του Αγίου Πνεύματος εν Χριστώ, μια ποικιλία χαρισμάτων και υπουργημάτων που εκφράζουν τον πνευματικό πλούτο της Εκκλησίας. Την ιδία στιγμή, όπως είπαμε, ο Χριστός δεν διαχωρίζεται από τον ρόλο του στην διαφοροποίηση των χαρισμάτων εντός της Εκκλησίας. Είναι ο ένας Λόγος των πολλών «λόγων», και ως τέτοιος, δεν επιφέρει μια μονότονη ενότητα, αλλά αυτήν του πλήθους των νοημάτων, των προσώπων και των χαρισμάτων. Ο Στανιλοάε υποστηρίζει λοιπόν ότι η προσωποποίηση και η κοινωνία δεν αποδίδεται αποκλειστικά στο Πνεύμα, στην Πνευματολογία. Άλλωστε ο Χριστός είναι πλήρως Πρόσωπο, του οποίου το «Εγώ» ενώνεται αλλά ποτέ δεν συγχέεται με τους άλλους. Ο Χριστός συσχετίζει τα μέλη της εκκλησίας σε μια προσωπική σχέση μαζί Του, εν Αγίω Πνεύματι. Περαιτέρω, για τον Στανιλοάε, είναι το Άγιο Πνεύμα αυτό που επιφέρει την ενότητα της Εκκλησίας, όπως άλλωστε διαφάνηκε την ημέρα της Πεντηκοστής. Το Πνεύμα δημιουργεί ενότητα και δεσμό ανάμεσα στους ανθρώπους και ο ρόλος του αυτός στην Οικονομία είναι αντανάκλαση του ενδοτριαδικού ρόλου του στην ένωση Πατρός και Υιού. Μέσω του Αγίου Πνεύματος η Εκκλησία γίνεται επίσης ένα «όλον». Το άγιο Πνεύμα είναι ο «τόπος» όπου η Εκκλησία συνάζεται, η «ατμόσφαιρα» μέσα στην οποία η Εκκλησία ζει και κινείται και ζει εν κοινωνία.
Από την άλλη, ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας. Η τάξη της Εκκλησίας, που συγκροτεί το Πνεύμα, δεν καταργεί την ιεραρχία, αλλά την αυτάρκεια και την κυριαρχία ή υποταγή, λες και κάποιο μέλος της Εκκλησίας να ήταν ανεξάρτητο ή εξωτερικό ή ανώτερο προς τα άλλα μέρη του Σώματος. Στην σκέψη του Στανιλοάε υπάρχει μία οντολογική διάκριση μεταξύ του Χριστού και των μελών της Εκκλησίας, παρά την ενότητά τους. Ο Χριστός είναι επάνω από την Εκκλησία, η θεία της Κεφαλή- διαβάζοντας Ζηζιούλα σου δίνεται η εντύπωση ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο, καθώς παραθεωρεί το Μυστήριο της Θείας Υπερουσίας. Μόνο αυτός δέχεται το Άγιο Πνεύμα στην ολότητα της θείας Του Υπόστασης, ενώ τα μέλη της Εκκλησίας συμμετέχουν στην άκτιστη χάρη του Αγίου Πνεύματος όπως το καθένα είναι ικανό. Ο Χριστός έχει μια μόνιμη, οντολογική σχέση με το Άγιο Πνεύμα, ενώ εμείς είμαστε υιοί Θεού κατά χάριν, διά της υιοθεσίας. Και αυτή ακόμη η αλήθεια υποβαθμίζεται στο έργο του Ζηζιούλα.
Η διάκριση, λοιπόν, του Χριστού από την Εκκλησία, κατά τον Στανιλοάε, έχει κάποιες συνέπειες. Καταρχήν, η αυθεντία της Εκκλησίας είναι περιορισμένη. Η Εκκλησία δεν μπορεί να διδάξει κάτι αντίθετο από αυτό που είπε ο Χριστός. Διδάσκεται η ίδια από τον Χριστό, που την συμβουλεύει, εντέλλεται, παρηγορεί κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν είναι η έσχατη πηγή της αυθεντίας, όπως στον Ζηζιούλα, με την έννοια ότι δεν είναι μια περιοχή απόλυτης κυριαρχίας ή αυτάρκειας. Η Εκκλησία έχει έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό περιορισμό: είναι συνειδητά ταπεινή και υπεύθυνη ενώπιον του Θεού και Κυρίου, ενώ υποχρεούται να διατηρεί ζωντανή την θεία Αποκάλυψη, που δόθηκε εν Χριστώ και εδραιώνεται στην Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι η Εκκλησία είναι πάντοτε δεμένη προς την Αποκάλυψη που δόθηκε κάποτε και συνεπάγεται την μόνιμη παρουσία του αγίου Πνεύματος εντός της και όχι μόνο την στιγμή της Ευχαριστίας. Διά του Αγίου Πνεύματος η Εκκλησία διατηρεί την Αποκάλυψη αναλλοίωτη, εφόσον ζει και βιώνει επίσης αναλλοίωτα την ζωή του Χριστού. Η Εκκλησία βέβαια διασφαλίζει την αυθεντία της στην άπειρη ζωή εν Θεώ- αλλά είναι κάτω από τον Χριστό. Ο περιορισμός της Εκκλησίας στην διδασκαλική αυθεντία της σημαίνει ότι ο Χριστός παραμένει πάντα ο οδηγός της. Ο Χριστός, επαναλαμβάνουμε, είναι πάνω από την Εκκλησία και ενεργός εντός αυτής.
Ο Στανιλοάε προτιμά να ονομάζει «μυστήριο» την όλη εκκλησία, στο σύνολό της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα επιμέρους μυστήρια παραμένουν ενεργά και ανανεώνουν την ζωή της Εκκλησίας διαρκώς. Η Εκκλησία δεν είναι το αποτέλεσμα των μυστηρίων, όπως στον Ζηζιούλα, αλλά η προϋπόθεσή τους. Μπορεί να ειπωθεί ότι τα μυστήρια είναι η συνεχής αναπνοή της Εκκλησίας. Όπως το Πνεύμα αναπαύεται στον Υιό, έτσι αναπαύεται βεβαίως διαρκώς και στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, ενωμένο όμως με τον Χριστό και ενώνοντας τους πάντες με τον Χριστό. Άλλα η Εκκλησία, διαφορετικά από τον Χριστό, δεν περιλαμβάνει το Πνεύμα στην ολότητα της Υποστάσεώς Του. Το Πνεύμα ενοικεί στην Εκκλησία, αλλά επίσης υπερβαίνει την Εκκλησία. Η Εκκλησία χρειάζεται διαρκώς ανανέωση από Αυτό.
Ο Στανιλοάε έτσι βλέπει την Εκκλησία όχι ως αποτέλεσμα των μυστηρίων, αλλά του Πνεύματος, όπως συνέβη στην Πεντηκοστή. Το Πνεύμα, παραμένοντας διαρκώς στην Εκκλησία, την στηρίζει ως ένα μυστήριο στην ολότητά της. Αλλά την ίδια στιγμή η Εκκλησία ανανεώνεται διά των Μυστηρίων, εφόσον δι’ αυτών ακριβώς δέχεται το Πνεύμα, πλουτίζεται και καινουργείται. Η Εκκλησία επικαλείται διαρκώς το Πνεύμα, όχι μόνο γιατί υπάρχουν αμαρτωλοί στους κόλπους της, αλλά γιατί δεν είναι η ίδια η πηγή της θείας ζωής. Πρόκειται για μια αλήθεια που υποβαθμίζεται επίσης στο έργο του Μητρ. Περγάμου.
****************
Στην συνέχεια της εργασίας του π. Καλλίνικου Μπέργκερ αναφέρονται ορισμένα πράγματα που ο Στανιλοάε γράφει ειδικά για το Βάπτισμα και το Χρίσμα, μυστήρια τα οποία η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» υποβαθμίζει. Δεν μπορούμε εδώ να αναφερθούμε στην βαπτισματική θεολογία του π. Στανιλοάε, λόγω έλλειψης χώρου. Το βάπτισμα πάντως μας καθιστά ναό του αγίου Πνεύματος, ναό του Προσώπου αγίου Πνεύματος. Αυτό σημαίνει, άλλη μια φορά, ότι η Εκκλησία διά των μελών της φέρει τον Χριστό και το Πνεύμα διαρκώς στην ύπαρξή της και όχι μόνο στην ευχαριστιακή σύναξη. Ο Υιός και το Πνεύμα πρωτίστως ενοικούν στην Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος. Το βάπτισμα, για τον Στανιλοάε, γίνεται η θεμελιώδης αρχή όχι μόνο της Εκκλησιολογίας, αλλά της όλης πνευματικής ζωής της Εκκλησίας. Και η Εκκλησία είναι παγκόσμια, καθολική, γιατί όταν βαπτίζεται κανείς ενώνεται μυστηριακά με όλους όσους έχουν την βαπτισματική χάρη. Και το άγιο Πνεύμα εξασφαλίζει την ενότητα της πίστεως: η πίστη δεν είναι απλά μια θεωρητική διακήρυξη, αλλά κάτι το οποίο είναι αδιαχώριστο με την ενοίκηση του Πνεύματος στις καρδιές των πιστών και την τέλεση των μυστηρίων και συνεπώς την ζωή της Εκκλησίας. Αν η πίστη διαχωριστεί από τα μυστήρια καταντά θεωρία δίχως δύναμη και αντιστρόφως, τα μυστήρια γίνονται πράξεις χωρίς περιεχόμενο. Η αγιότητα είναι αδιαχώριστη από την εννόηση και διατήρηση της αλήθειας. Η ομολογία της πίστεως είναι ένα δώρο του Πνεύματος και ως τέτοιο είναι το θεμέλιο της ενότητας που εκδηλώνεται στον βάπτισμα και την Ευχαριστία. Τα μυστήρια αποτελούν ένα μέρος της εκδήλωσης της αλήθειας της Εκκλησίας.
***********************
Μπορούμε να συγκρίνουμε τώρα καλύτερα την θεολογία του π. Στανιλοάε με την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» του Ζηζιούλα. Δίνοντας έμφαση στην «κοινωνία» και το «έσχατο», ο Μητροπολίτης κάνει μερικές πολύτιμες παρατηρήσεις, όπως η εσχατολογική φύση της Εκκλησίας και οι συνέπειες που αυτή έχει στα υπουργήματα της Εκκλησίας. Ωστόσο, ο θεολόγος μιλά ξανά για το αποκλειστικό «πρωτείο» της Ευχαριστίας, αντί για αυτό του Υιού και του Πνεύματος – του λείπει, όπως είπαμε, η σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας, για την οποία γράφει ρητά ότι είναι ένα «ζητούμενο». Η σύνθεση του ιστορικού και του εσχατολογικού αποδίδονται αποκλειστικά, κατά τον Ζηζιούλα, στην ευχαριστία. Από την μια γράφει ότι η σύνθεση ιστορικού και εσχατολογικού πρέπει να λάμπει στην Εκκλησία διαρκώς, αλλά αυτό δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί εκτός του πλαισίου της λατρείας. Η Εκκλησία, λέγει, είναι ένα «γεγονός» (event), που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Αυτό σημαίνει ότι η ευχαριστιακή κοινότητα συνιστά ένα σημείο οπού το έσχατο μπορεί να διαπεράσει την ιστορία αλλά ποτέ να ενοικήσει εντός της. Για αυτό και ο Ζηζιούλας αναφέρεται στον εσχατολογικό χαρακτήρα της Εκκλησίας ως «στιγμιαίο», μια χάρη που δίνεται «για να χαθεί ξανά». Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο θεολόγος δεν εξηγεί την παρουσία του Πνεύματος εκτός της ευχαριστιακής σύναξης, εσαεί. Αυτή η θεωρία οδηγεί και τείνει προς έναν διαχωρισμό της πνευματικότητας της Εκκλησίας από την λατρευτική ζωή, κατά την οποία θα ήταν δύσκολο να βρούμε αξία στις ατομικές προσευχές, τα αγαθά έργα ή τους ασκητικούς κόπους των πιστών εκτός της Ευχαριστίας. Ο μοναχισμός υποβιβάζεται. Ο Ζηζιούλας δυστυχώς δεν βλέπει την πνευματικότητα και την αγιοποίηση ως ουσιώδη συστατικά της Εκκλησιολογίας. Μοιάζει να θεωρεί ότι η ατομική προσευχή, τα αγαθά έργα και οι ασκητικοί μόχθοι οδηγούν στον ατομικισμό. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Ο Στανιλοάε τονίζει ότι ο σκοπός του μοναχισμού, και γενικότερα του ασκητισμού, δεν είναι απλώς να νικήσουμε τα πάθη, αλλά τον εγωισμό, που καταστρέφει την λατρεία – η αγάπη γεννά την Κοινή Σύναξη. Από τον εγωισμό προέρχονται όλα τα πάθη, αυτός καταστρέφει το εκκλησιαστικό πνεύμα. Η αφαίρεση του εγωισμού είναι αυτή που μας διανοίγει προς τον Θεό και τον πλησίον και μας προετοιμάζει για την διαπροσωπική κοινωνία. Η αγιότητα και ο ασκητισμός καθιστούν δυνατή την διαπροσωπική ευχαριστιακή κοινωνία. Και μόνο επειδή η ενοίκηση του Πνεύματος στην Εκκλησία είναι διαρκής μπορούν τα διάφορα υπουργήματα στην Εκκλησία να έχουν εσχατολογικό χαρακτήρα. Επιπλέον, η Εκκλησία δεν μπορεί να χάσει την χάρη τόσο σύντομα όσο την δέχεται- όπως είναι η προσέγγιση του Ζηζιούλα, ο οποίος «πολώνει» την ζωή της Εκκλησίας μεταξύ της Ιστορίας και του Εσχάτου- επειδή το Πνεύμα αναπαύεται στην Εκκλησία, κατά τον Στανιλοάε, όπως και στον Υιό.
Περαιτέρω, στον Ζηζιούλα, λόγω της υποβαθμισμένης τριαδολογικής σύνθεσής του, εμφανίζεται μια υπερταύτιση του Χριστού με την Εκκλησία. Στην Ευχαριστιακή εκκλησιολογία το σχήμα Χριστός/Χριστολογία/ Ευχαριστία παρέχουν την βάση της ενότητας της Εκκλησίας. Στον Ζηζιούλα η ενότητα είναι μια χριστολογική πραγματικότητα, ενώ παραθεωρείται η Πνευματολογία. Αυτό είναι μια σημαντική διαφορά. Ο Ζηζιούλας υπερταυτίζει τον Χριστό με την Εκκλησία. Περαιτέρω, στην Πνευματολογία του Ζηζιούλα, οι πιστοί ενώνονται με τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι, αλλά το Άγιο Πνεύμα δεν παίζει ένα ρόλο στο να ενώνει τον Χριστό με τον Πατέρα. Εντεύθεν, όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε το πώς η Ευχαριστία οδηγεί στην ένωση με τον Πατέρα, ο Ζηζιούλας αναγκάζεται να κάνει μια πλήρη ταύτιση του Χριστού και του Πνεύματός του. Ο Στανιλοάε μπορεί να διατηρεί μια διάκριση του Χριστού και της Εκκλησίας ακόμη και στην «ευχαριστιακή επίκληση», επειδή ακριβώς δεν βλέπει την μεταμόρφωση των Δώρων και του πιστού σε σώμα και αίμα Χριστού ως απλώς μια στιγμιαία μετουσίωση στην Λειτουργία. Η Ευχαριστία στον Στανιλοάε είναι της Εκκλησίας, ανήκει στην Εκκλησία και στον Χριστό βεβαίως διά του Πνεύματος, το οποίο επικαλείται η Εκκλησία. Και το επικαλείται γιατί το Πνεύμα, επαναλαμβάνουμε άλλη μια φορά, είναι πάνω από την Εκκλησία. Και ο Χριστός είναι αδιαχώριστος από το σώμα του , την Εκκλησία, αλλά προσωπικά δεν ταυτίζεται μαζί της.
****************
Θα σταματήσουμε εδώ την παρουσίαση. Δεν είμαι θεολόγος και ζητώ συγγνώμη για τις θεολογικές αστοχίες, αλλά προέβην σε αυτή την παρουσίαση γιατί οι όροι όπως πρόσωπο, κοινωνία, υπόσταση κ.λπ. έχουν φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Είναι έργο των θεολόγων να προχωρήσουν σε παραπέρα διασαφηνίσεις και διευκρινίσεις.
Δημιοσιεύθηκε στον εφημερίδα "Ορθόδοξος Τύπος" τον 12 Ιουλίου 2024.
Εικόνα: Η Αγία Τριάδα. Του Αντρέι Ρουμπλιώφ (1411).
Εξαιρετική παρουσίαση. Θέλουμε κι άλλες τέτοια άρθρα.
Ναι, άριστη παρουσίαση!
Ο άγιος Δημήτριος Στανιλοάε (τον αγιοκατάταξε το πατραρχείο της Ρουμανίας προ διμήνου) δεν ήταν μόνο διανοητής αλλά και ασκητής εν τω κόσμω. Είχε ένα βίωμα πίσω από τη θεολογία του, γι’ αυτό και έκανε μια σύνθεση που δεν μπατάρει.
Τις ευχές του να ‘χουμε.
Σκεψεις:
1. Ο συγγραφεας (που βρισκω πολυ ενδιαφερον το εργο του, ιδιαιερα οταν εξεταζει και την ανθρωπολογια της εκκλησιας, που ειναι επισης ενδιαφερουσα για τη θεμελιωση ανθρωπιστικων και κοινωνικων επιστημων απο τη σκοπια των Ορθοδοξων) εφοσον δηλωνει οτι δεν ειναι θεολογος, πώς μπορει να δηλωνει τοσο απολυτα:
“[ Ο π Ιωαννης] Δεν έφτασε όμως ποτέ σε μία στέρεη σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας, που θα τον βοηθούσε στο εκκλησιολογικό έργο του…..Ο π. Δημήτριος Στανιλοάε, αντιθέτως …. πέτυχε μια τέτοια σύνθεση, και ανέπτυξε, βασιζόμενος πάντα στις πατερικές πηγές, μια πλούσια Τριαδολογία, που αναφέρεται μάλιστα και στην εσωτερική ζωή της Αγίας Τριάδος. ” ;
2. Καταλαβαινω οτι εδω γινεται παρουσιαση ενος συγκεκριμενου αρθρου αλλα αναρωτιεμαι (ισως η ερωτηση αναφερεται σε καθαυτο θεολογους) αν υπαρχει συγκλιση της θεολογιας του π Δημητρίου με αυτη του π Νικολαου Λουδοβικου (πχ “Η Αποφατικη Εκκλησιολογια του Ομοουσιου”) ο οποίος στρέκεται επισης κριτικα απεναντι στις θεολογικες προτασεις του π. Ιωαννη.
3. Ειναι πολυ ενδιαφεροντα τα οσα λεγονται περι Ιστοριας (αρα και Ιστοριογραφιας). Αναρωτιεμαι ποιος θα ηταν ο σχολιασμος ενος επαγγελματια Ιστορικου που ειναι και Ορθοδοξος (πχ ο Αντωνης Σμυρναιος που γραφει στο Αντίφωνο). Ο θεολογικος προβληματισμος εδω διευκολυνει ενα Ορθοδοξο Ιστορικο να “ιστοριογραφησει” Ορθοδοξω τω τροπω; (υπαρχει τετοιος τροπος και ο αποικισμος του νου μας απο τη δυτικη διανοηση μας δυσκολευει να τον διακρινουμε ή αναφερομαι σε κατι ανυπαρκτο; ). Εγω θα περιμενα οτι τοσο ο διαλογος περι εκλησιολογιας οσο και περι ανθρωπολογιας στο πλαισιο της Ορθοδοξης θεολογιας θα πρεπει να εχουν συνεπειες για το πώς ενας Ιστορικος με Ορθοδοξο εαυτο κανει ιστοριογραφια (ομοια να εχει συνεπειες για το πώς διαβαζει ιστοριογραφια και τι περιμενει απο αυτην μια Ορθοδοξη αναγνωστρια).
4. “Το Πνεύμα δημιουργεί ενότητα και δεσμό ανάμεσα στους ανθρώπους και ο ρόλος του αυτός στην Οικονομία είναι αντανάκλαση του ενδοτριαδικού ρόλου του στην ένωση Πατρός και Υιού. Μέσω του Αγίου Πνεύματος η Εκκλησία γίνεται επίσης ένα «όλον».”
Καθως διαβαζω μια τετοια εκφραση νοιωθω τον κινδυνο, για ανθρωπους εκπαιδευμενους στις Φυσικες Επιστημες οπως εγω, να δημιουργησουμε ενα “μοντελο”, μια εικονικη αναπαρασταση της Αγιας Τριαδας ή της Εκκλησιας, οπως πχ αναπαριστα κανεις τις φασεις μιας χημικης αντιδρασης. Πιθανοτατα ο συγγραφεας το βιωνει αλλοιως. Εγω επισημαινω κατι που μου φαινεται κινδυνος και λαθος, για ανθρωπους μιας συγκεκριμενης κατηγοριας (στην οποια ανοικω)
5. ” Μόνο αυτός δέχεται το Άγιο Πνεύμα στην ολότητα της θείας Του Υπόστασης, ενώ τα μέλη της Εκκλησίας συμμετέχουν στην άκτιστη χάρη του Αγίου Πνεύματος όπως το καθένα είναι ικανό.” Υπαρχει καποια σχεση εδω με τις ακτιστες ενεργειες του Θεου οσο αφορά στους ανθρωπους; Ειναι αλλη ορολογια για την ιδια πραγματικοτητα;
Τελευταιες σκεψεις:
α) η επεξεργασμενη θεολογια του Αγιου Πνευματος παρουσιαζεται πρωτη φορα με το πονημα του Μ Βασιλειου, ετσι δεν ειναι; Αρα ειναι ενδιαφερον να συνδεθουν οι θεσεις εκει με την αντιπαραθεση θεσεων εδω.
β) τωρα που ο π Ιωαννης κοιμηθηκε, σε ποιανών συγχρονων θεολογων τα εργα βλεπουμε τη συνεχεια της δικης του θεολογικης προσεγγισης (ποιοι θα μπορουσαν να απαντησουν στις παραπανω θεσεις);
γ) νοιωθω σαν να λειπει απο τη συζητηση η Ιστορια με σαρκα και οστα. Η συγκεκριμενη Ιστορια της Εκκλησιας μας (οχι μια Ιστορια με γενικους ορους). Αλλα αυτο ειναι απλως μια διαισθηση
Καλη χρονια.
Κυριε Κόλλια, ευχαριστώ που προσέξατε το άρθρο μου. Προσωπικά έχω διαβάσει πολυ Ζηζιουλα και πουθενά όντως δεν επεξεργάζεται σύνθεση χριστολογιας και πνευματολογιας. Το ομολογεί και ο ίδιος. Το άρθρο είναι θεολογικό, αλλά εμπλέκει, όπως παρατηρησατε μεγάλο φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Όταν ο Ζηζιουλας λέγει ότι κατεξοχήν Θεός είναι ο Πατήρ, αυτομάτως οι έννοιες του ομοουσιου και της αλληλοπεριχωρησης κινδυνευουν. Όταν λέγει ότι ο Πατήρ χορηγεί μονοτροπως στα άλλα δυο προσωπα τα υποστατικα τους ιδιώματα, τίθεται αυτομάτως το φιλοσοφικό θέμα της ετεροτητας. Θα προσπαθήσω να πω σε άλλο κείμενο από φιλοσοφική άποψη κάτι για αυτήν. Όσον αφορά τον π. Λουδοβίκο, έχει ασκήσει δριμεία κριτική στον Ζηζιουλα στο έργο του και έχει πάρει θέση για την τριαδολογια του. ” Ο μόχθος της μετοχής και τα βάσανα του έρωτα ” είναι ένα από τα σχετικά του κείμενα. Δεν προχωρησε, από όσο ξέρω, ακόμη στην συγγραφή μιας δογματικης, όπου και θα είχε θέση μια τέτοια σύνθεση, διάσπαρτα ωστόσο βρίσκουμε σχετικά σχόλια στο έργο του. Η φράση που αναφέρατε ότι βρίσκετε παράξενη είναι στην πραγματικότητα πατερικη. Η ανάγκη για πυκνωση αδίκησε ίσως την παρουσίαση του Αγίου πλεον Δημητρίου Στανιλοαε, του οποίου πλεον τα έργα, ως ανακηρυχθεντος Αγίου, πρέπει πια να διαβάζονται ως πατερικες πηγές. Όσον αφορά τους θεολογικους διαδόχους του Ζηζιουλα, υπάρχει ένα κάποιο παρασκηνιο, που δεν μας ενδιαφέρει εδώ. Θα πω πάντως ότι οι όποιοι διάδοχοι του Ζηζιουλα δυσκολεύονται στο έργο τους, γιατί εκτός των άλλων ο μακαριστός Μητροπολίτης ήταν στην ουσία και αντιησυχαστης. Στο διαδίκτυο υπάρχει μια κάποια προσπαθεια διαλόγου του Ζηζιουλα με τον π. Ιερόθεο Βλάχο, που δεν ευδοκίμησε, άφησε ωστόσο πίσω της ένα εξαίρετο τριαδολογικο κείμενο του Βλάχου. Τέλος, ο π. Γ. Αναγνωστόπουλος έχει ανακοινώσει ότι εκδίδει σε λίγο σχετικό βιβλίο. Ευχαριστώ για τον διάλογο.
Εγω ευχαριστω. Και νομιζω οτι αξιζει να προσεχθει η δουλεια σας (και ανθρωπων οπως εσεις) απο Ορθοδοξους που δουλευουν σε επιμερους τομεις ερευνας.
πχ καποιος που γραφει Ιστορια (ή ακομα και κανει ερευνα στην εκπαιδευση), χρειάζεται να κανει παραδοχες για “πως ειναι οντως οι ανθρωποι;” “πώς ειναι οι ανθρωποι βαθυτερα;”. Με βαση τετοιες (συνειδητες ή ασυνειδητες) παραδοχες θα ερμηνευσει τα δεδομενα που εχει ή συγκροτει. Η θεολογια μιλαει για την πραγματικοτητα και αρα (πρεπει να) κατευθυνει τους Ορθοδοξους ερευνητες σε ερωτηματα και μεθοδους. Η πραγματικοτητα “μιλαει”με παρα πολλους τροπους.
Αν δεν προσπαθησει συνειδητα τοτε ασυνειδητα θα ακολουθει παραδοχες που εχουν συσταθει στο πλαισιο αλλων προσεγγισεων για τον ανθρωπο και στη βαση αυτων θα φτιαξει ερμηνειες. Τουλαχιστον ετσι καταλαβαινω εγω.
Νομιζω ομως οτι επειδη η θεολογια εχει μια μεγαλη ιστορια εννοιων και διαλογων πισω της ειναι ευκολο να μετατραπει σε ενα κλειστο κοσμο σκεψεων όπου ο κοσμος της εμπειριας διαγραφεται με ενα ευκολο ταμπελιασμα: “κοσμικη γνωση”. Εγω θα περιμενα οτι και τα μικρα σκουλικάκια, και τα μικροβια και οι ιοι και το μικροβιωμα και ακομα και οι νομικοι θεσμοι που εχουν σταθει, οι εννοιες των κοινωνικων επιστημων, οι εννοιες των ανθρωπιστικων επιστημων, οσες αντεχουν και επιζουν στην ερευνα, με τον τροπο τους, επισης “ευαγγελιζονται”. Αλλα τι λενε;
Η παρουσίαση της μελέτης του του π. Callinic Berger “Does the Eucharist makes the Church?” (2007) από τον κ. Δ. Ιωάννου συνεισφέρει σημαντικά στην κατανόηση της εκκλησιολογίας του Μητρ. Ιωάννη Ζηζιούλα (ΜΠΙΖ) και του αγίου Δημητρίου Στανιλοάε καθώς στις μεταξύ τους διαφορές.
Ιδιαιτέρως χαρακτηριστική και ενδεικτική για την θεολογία του ΜΠΙΖ είναι η επισήμανση για την “προσέγγιση του Ζηζιούλα, ο οποίος «πολώνει» την ζωή της Εκκλησίας μεταξύ της Ιστορίας και του Εσχάτου”. Η διατύπωση αυτή υποκρύπτει πολλές ακρως προβληματικές εκφάνσεις της θεολογίας του Μητροπολίτη.
Ενδεικτικά, ο ΜΠΙΖ ισχυρίζεται στο άρθρο του “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού” στην ΣΥΝΑΞΗ (τ, 49, 1994, σ. 12) καθώς και σε άλλα σχετικά άρθρα του για την σχέση Θ. Ευχαριστίας και Εσχάτων, ότι ο άγιος Μάξιμος γράφει για την Θ. Ευχαριστία ότι “σύμβολα ταύτα και ο υ κ α λ ή θ ε ι α”…!
Ως γνωστόν, παρουσίαση, ανάλυση και κριτικές για την σκέψη των δύο θεολόγων καταγράφονται αρκετές μέχρι σήμερα. Κυρίως γι’ αυτή του Μητροπολίτου. Ωστόσο, όπως έχω επισημάνει και σε προηγούμενα σημειώματα, η περίπτωση του ΜΠΙΖ είναι οριακή. Διότι δεν έχουμε να κάνουμε με μερικές θεολογούμενες θέσεις. Για ένα δύο΄- τρία θέματα στα οποία ο ΜΠΙΖ δίνει περισσότερη ή μικρότερη έμφαση από ό,τι οι Πατέρες, όπως υπαινίσσεται και ο κ. Ιωάννου στο απαντητικο του σχόλιο.
Στην θεολογία του ΜΠΙΖ τίθενται θέματα που άπτονται αυτής της ίδιας της χριστιανικότητας της διδασκαλίας του. Για παράδειγμα, τίθενται ερωτήματα για τα ουσιώδη της Χριστιανικής πίστεως, και όχι μόνο της Ορθοδόξου!. Μερικά από αυτά τα ερωτήματα, είναι: Τι είναι η Αγία Τριάδα, για τον ΜΠΙΖ (βλ. προηγούμενο άρθρο μου: https://antifono.gr/metaneoteriko-prosopo-anev-fylou/) Τι είναι ο ιστορικός και ο εσχατολογικός Χριστός, του ΜΠΙΖ; Ποια είναι η φύση της εκκλησίας; Ποια η σχέση Εκείνου που είπε “λάβετε φάγετε τούτο μου εστί το σωμα μου…” με την Ευχαριστία (σπανίως αναφερόμενη ως Θ ε ί α Ευχαριστία υπό του ΜΠΙΖ); Τι είναι η Βασιλεία του Θεού και ποια η θέση του Χριστού στην Βασιλεία κατά τον ΜΠΙΖ; Ποια η σχέση του Υιού με τον Θεό Πατέρα στα έσχατα; (Έχω γράψει ήδη κάτι στα παραπάνω θέματα και, Θεού θέλοντος, θα συνεχίσω, όπως ευγενως υπενθυμίζει ο κ. Ιωαννου).
Τα μείζονα αυτά θέματα χρήζουν ευρείας και λεπτομερούς έρευνας, διότι, φοβούμαι, ότι πιστοι, και ιδιαίτερα οι θεολόγοι και οι κλήρικοι θα κρίθουμε από τους Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, της οποίας την 1700η επέτειο ετοιμαζόμαστε να εορτάσουμε το 2025. Διερωτώμαι: εορτασμός της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ΜΕ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ Η ΧΩΡΙΣ, δεδομένου ότι έχει διακηρυχθεί και μένει εκκλησιαστικώς αιωρούμενη η διδασκαλία του ΜΠΙΖ, επίσημου εκπροσώπου της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας σε διαλόγους, ότι «ο Ένας Θεός είναι ο Πατήρ»….!?