Στο ποίημα του Σαχτούρη «Η παρουσία»[1], που το χρονολογεί στις 15 Αυγούστου 1981 ‒ «της Παναγίας», όπως σημειώνει‒ παρουσιάζεται ο αγαπημένος ποιητής του, το «αδελφικό του φάσμα»[2], ο Ντύλαν Τόμας, στην αρχή στο παράθυρο και μετά «μέσα από τα ψηλά χορτάρια του θανάτου του», μισός στο φως και μισός «στο σκοτάδι κάτω απ᾿ το φως». Είναι φανερό πως ο Σαχτούρης ζητά βοήθεια από ένα νεκρό ομότεχνό του, που όμως βρίσκεται στο μεταίχμιο φωτός και σκότους και μάλλον αδυνατεί να τον βοηθήσει. Και την επισήμανση «της Παναγίας» τη νιώθω σαν μια έμμεση ικεσία του στη Θεομήτορα, χωρίς να έχει την παρρησία να το πει ευθέως, σαν ένα παιδί που πλαγίως ζητά κάτι από τη μητέρα του, μετά από μια αταξία.
Ο Μίλτος Σαχτούρης είναι βαθύς και μεγάλος ποιητής, γιατί είναι αληθινός και πονεμένος. Και τον πόνο του τον κάνει ποίηση. Ανοίγει τη βαλβίδα του ασυνειδήτου του και βγαίνουν χρώματα και εικόνες, συνήθως άγριες κι εφιαλτικές, αλλά βγαίνει κι η αλήθεια του, η ομολογία του πόνου και των εσωτερικών του συγκρούσεων, όπως κι ο πόθος του για τον ουρανό[3], τη λύτρωση και το επέκεινα. Είναι σαν μια δημόσια εξομολόγηση στο αναγνωστικό κοινό του. Όπως λέει ο Τάσος Λιγνάδης, «Ο ποιητής Σαχτούρης και ο άνθρωπος Σαχτούρης είναι ένα υποκείμενο και το αυτό, κι αυτό είναι κάτι πολύ σπάνιο»[4]. Λίγοι εξομολογούνται τόσο απροκάλυπτα και ειλικρινά τα εσώψυχά τους[5]. Ο Σαχτούρης το κάνει γιατί έχει μια παιδικότητα, όπως πάλι λέει ο Λιγνάδης: «Ο Σαχτούρης είναι σαν ένα παιδί που δε μεγάλωσε και παίζει με την κόλαση με παραδείσια χέρια, παίζει με μια συγκινητική αθωότητα.»[6]
Κι αυτή η απροκάλυπτη εξομολόγηση τον κάνει δύσκολο, μη δημοφιλή και μη αποδεκτό απο το ευρύ κοινό. Όπως λέει ο ίδιος για τον Κάφκα, που τον «αγάπησε πολύ, τον ένιωσε βαθύτατα»: «ο λόγος που δεν τον δέχονταν και οι φασίστες και οι κομμουνιστές ήταν αυτός. Ότι ήταν πολύ αληθινός. Ότι δεν κρυβόταν και έδειχνε τα ελαττώματά του ποια είναι.»[7] Κι ο ίδιος, όταν τον ρωτούν ποιος είναι ο ρόλος του ποιητή στους δύσκολους καιρούς, απαντά: «Ο ρόλος του ποιητή είναι ένας, και στους εύκολους και στους δύσκολους καιρούς: να είναι ο εαυτός του και να γράφει αυτά που λέει η καρδιά του και το μυαλό του.»[8] Είναι πάντα ειλικρινής και δεν παρεκκλίνει ποτέ από τον στόχο του. Και για την ποίηση του φίλου του Ελύτη λέει: «Τότε μου άρεσε πάρα πολύ. Τώρα δεν έχω την ίδια γνώμη. Η εποχή μας είναι τόσο σκληρή, που δε φτάνει η θάλασσα και το Αιγαίο...»[9]
Η ποίησή του είναι μεταφυσική («δεν υπάρχει ποίηση δίχως μεταφυσική. Δίχως να έχω εκ των προτέρων την πρόθεση, αυτά τα ίδια τα ποιήματα έχουν τη μεταφυσική τους και την ανακαλύπτει ο καθένας όπως του πάει», δηλώνει ο ίδιος[10]), ίσως γιατί είναι μια «αιματηρή υπόθεση», «μια ποίηση που ο ποιητής έχει δώσει όλες τις δυναμεις του, όλη τη ζωή του γι᾿ αυτήν»[11],όπως επεξηγεί. Ο πόνος και τα βάσανα, οι «κατραπακιές» της ζωής από τα δεκαεννιά του χρόνια (ο θάνατος του πατέρα, η ψυχασθένεια της μητέρας, η βαριά φυματίωση του ίδιου, η στρατιωτική θητεία) [12], του έχουν δώσει μιαν ωριμότητα, μια γενναιοδωρία, μιαν αγάπη[13], έτσι που να μη νοιάζεται για το χρήμα, ν᾿ αδιαφορεί για την κοινωνική καταξίωση και τις τιμές, να τα πετά όλα για να μείνει μόνος, να μείνει πιστός στην αλήθεια του, στη δύσκολη μοίρα του ποιητή. Και το θέλησε αυτό, γιατί «ουσιαστικά ο ερημίτης είναι ο δημιουργός... Ο ερημίτης, ο Παπαδιαμάντης... Αυτός είναι ο δημιουργός! Τα μεγάλα έργα είναι αποτέλεσμα της μεγάλης μοναξιάς!»[14]. Και θυσιάστηκε γι᾿ αυτό: «Ο ποιητής θυσιάζεται. Είναι όπως κάτι άρρωστα παιδιά, που τα τάζει η μάνα τους στην Παναγία. Ο ποιητής είναι ταμένος και πρέπει να ξεχάσει τις άλλες, τις μικρές χαρές της ζωής. Αλλά είναι η μοίρα του αυτή»[15], λέει.
Κι αν δεν είναι δημοφιλής στους πολλούς, τον νιώθουν οι ευαίσθητοι γιατί μιλά από την καρδιά του· γιατί είναι ειλικρινής. Όπως λέει ο ίδιος: «Η ποίηση δεν είναι η λογική, είναι η καρδιά. Είναι μια ειλικρίνεια ψυχής. Βγαίνει μια αλήθεια, ενώ στον ψεύτικο ποιητή είναι φτιαχτά, βγαίνουνε και δε λένε τίποτα». «Εσείς στα ποιήματά σας έχετε πει πάντα την αλήθεια;», τον ρωτούν. Και απαντά: «Όταν αμφιβάλλω ότι ένα ποίημά μου δεν είναι τόσο αληθινό, το σκίζω.»[16]. Επιμένει στην ποιητική του κλήση, χωρίς αυταπάτες για «πνευματική» ηγεσία: «Είναι βέβαια μια ανάγκη του ποιητή να εκφραστεί, και σ᾿ όσους αρέσει. Και επειδή πολλοί άνθρωποι υποφέρουν όπως υποφέρει κι αυτός, δημιουργείται μια οικειότητα κι απλώνεται ο κύκλος. Όμως η αληθινή ποίηση θα είναι πάντα για λίγους.»[17]
Μιλούν αρκετά ποιήματά του που είναι ωραία, όχι γιατί έχουν ωραίες φράσεις και λέξεις αλλά γιατί επιβάλλονται με τη γυμνή αλήθειά τους. Όπως λέει ο ίδιος, «Ένα ωραίο ποίημα, ένα καλό ποίημα μιλάει αμέσως. Δηλώνει την παρουσία του.»[18] Και συγκλονίζει, θα πρόσθετα.
Ενώ απαντά αρνητικά στην ερώτηση αν αναρωτήθηκε ποτέ αν υπάρχει Θεός, όμως προσθέτει: «η απάντηση σ᾿ αυτά τα ερωτήματα είναι ζήτημα ψυχής! Η πίστη είναι προδιάθεση της ψυχής»[19]. Κι όπως φαίνεται στα ποιήματά του, ποθεί την αγιότητα. Σε μια συνέντευξή του λέει: «Στην πολιτική δεν υπάρχουν άγιοι. [...] Στην ποίηση είναι όλοι άγιοι. Γιατί πληρώνουν πολύ ακριβά. Ειδικώς τώρα που η εποχή είναι πολύ σκληρή.»[20] Το αντίτιμο του να μιλά ειλικρινά κι αληθινά είναι πολύ ακριβό, φέρνει πόνο, κάτι που τον καθαίρει εσωτερικά.
Παλεύουν πολλά μέσα του. Ζητά από τον Θεό έναν ειρηνικό θάνατο[21]. Επικαλείται την Παναγία, επικαλείται τους Αγίους, αν και πολλές φορές τους βλέπει με ζοφερά χρώματα[22], γιατί έχει θολώσει το οπτικό της ψυχής του, ποθεί κάποιες παρουσίες που θα τον λυτρώσουν από τη δύσκολη κατάστασή του κι είναι σαν να κραυγάζει για βοήθεια στους ευαίσθητους που μπορούν και τον συναισθάνονται, τον νιώθουν ως αδελφό που αγωνίζεται για το φως, μέσα στα σκοτάδια του.
Ἐγραψα λίγα για τον ποιητή, χρησιμοποιώντας κυρίως τα ίδια του τα λόγια, γιατί συμφωνώ μαζί του στα πλείστα περί ποιητικής τέχνης. Και τον νιώθω κοντινό μου, γιατί ποθούσε το επέκεινα. Τον θεωρώ δε ως τον πιο δυνατό Έλληνα ποιητή του 20ου αιώνα, μαζί με τον Καβάφη, γιατί οι στίχοι του εκφράζουν καθαρά και άμεσα το εσωτερικό του δράμα, χωρίς υπεκφυγές και ωραιοποιήσεις.
Εύχομαι ο Θεός, που προσμετρά στον καθένα και την προέλευση και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, να του χαρίσει τη γαλήνη που ζητούσε και να μετρήσει ως αντίλυτρα των πταισμάτων του τα βάσανα[23], τον πόνο, τις δημόσιες εξομολογήσεις και την αγάπη του για την αλήθεια ως στάση ζωής. Και γράφω αυτές τις γραμμές ως ένα μνημόσυνο για τον ποιητή και άνθρωπο Μιλτιάδη, δηλαδή μια προτροπή προς τους αναγνώστες να ενώσουμε τις προσευχές μας υπέρ αναπαύσεώς του.
1 Μίλτου Σαχτούρη, Εκτοπλάσματα, Αθήνα 1986, σσ. 10-11.
2 βλ. το ποίημα «Στον Ντύλαν Τόμας», στο Μίλτου Σαχτούρη ποιήματα (1945-1971), Αθήνα 41984, σ. 243.
3 Είναι χαρακτηριστική η χρήση της λέξης «ουρανός» κυρίως στις πρώτες δεκαετίες της ποίησης του Σαχτούρη. Στη συλλογή «παραλογαίς» (1948), στο ποίημα «Τα δώρα» γράφει: «είναι όλοι τους δακρυσμένοι/όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες/και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια/στον ουρανό»· στο ποίημα «Το θαύμα» διαβάζουμε: «Κλαίγαν και λέγαν/πως κανένα θαύμα/τώρα πια δε γίνεται/στον ουρανό». Στη συλλογή «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958), στο ποίημα «Το αεροπλάνο» ο στίχος «πάντα θα ᾿χουμε ανάγκη από ουρανό» επαναλαμβάνεται τρεις φορές σαν ρεφρέν· στο ποίημα «Ο ελεγκτής» υπάρχουν οι στίχοι: «Ένας μπαξές γεμάτος αίμα/ειν᾿ ο ουρανός»· το ποίημα «Το ψωμί» τελειώνει: «όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος/κι αυτή μ᾿ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε/κομάτια γνήσιο ο υ ρ α ν ό/κι όλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,/όλοι τρέχανε στον μικρό άγγελο που μοίραζε ουρανό!/Ας μην το κρύβουμε./Διψάμε για ουρανό» (οι αραιώσεις, του ποιητή). Στη συλλογή «Ο περίπατος» (1960) στο ποίημα: «Στα νησιά» γράφει: «Τα ωραία νησιά δ ε ν έ χ ο υ ν ο υ ρ α ν ό/[...]το στόμα της γριάς έ χ ε ι ο υ ρ α ν ό» (οι αραιώσεις, του ποιητή)· στο ποίημα «Τοπίο» ο στίχος «εγώ ανεβαίνω σ᾿ έναν άσπρο ουρανό» επαναλαμβάνεται δυο φορές. Στη συλλογή «Το σκεύος» (1971) στο ποίημα «Το αμάξι» διαβάζουμε: «Δώσε μου λίγο κρεβάτι Ουρανέ/πήρε φωτιά το σπίτι μου»· με το ποίημα «Ουράνια απάντηση» απαντά στον Γκαγκάριν που δήλωσε πως δεν βρήκε τον Θεό στο διάστημα: «Όταν ταξίδεψα στον Ουρανό/ποτέ μου δε συνάντησα τον αστροναύτη/συνάντησα όμως το Θεό/με τους χρωματιστούς αγγέλους./Τον αστροναύτη πάντα τον πληρώνουν/ποτέ τους δεν πληρώνουν το Θεό/ούτε τους χρωματιστούς αγγέλους/κι όταν κι εγώ στέλνω τον πανούργο/ειπράκτορά μου/πάντα γυρίζει άπρακτος.»· στο ποίημα «Τα χελιδόνια μου» λέει στα συμπαθή πουλιά: «μονάχα ο ουρανός σας έχει απομείνει/μα να ᾿ναι για σας τώρα Ουρανός;». Στη συλλογή «Χρωμοτραύματα» (1980), στο ποίημα «Ασάη» ομολογεί: «και λίγο έλειψε να τσακιστούμε/εγώ τραβώντας για τον Ουρανό/εγώ πέφτοντας κατακόρυφα». Στη συλλογή «Εκτοπλάσματα» (1986), στο ποίημα «Ο Σκλάβος» γράφει για τον φίλο του γλύπτη Γεράσιμο Σκλάβο: «στο τέλος ντυμένος στα χρυσά κι αυτός/πέταξε/στον ουρανό.».
4 Ποιος είναι ο τρελός λαγός, Αθήνα 2000, σ. 98.
5 «Είναι αιματηρό να είσαι ποιητής. Βγάζεις τα έντερά σου και τα συκώτια σου», λέει ο Σαχτούρης (ό.π., σ. 72).
6 ό.π., σ. 96.7 ό.π., σ. 38.8 ό.π., σ. 146.9 ό.π.10 ό.π., σ. 39.11 ό.π., σσ. 88-89.
12 βλ. ό.π., σ. 109.
13 Όταν τον ρωτούν «Οι αρετές του χαρακτήρα που σας κερδίζουν, που εκτιμάτε, ποιες είναι;», απαντά: «Να! Αυτή η γενναιοδωρία που λέγαμε, το να είσαι ανοιχτός άνθρωπος, να αγαπάς. Κυρίως να αγαπάς, με την πλατιά έννοια, όχι μόνο την ερωτική. Σ᾿ αυτή τη βασανιστική εποχή οι άνθρωποι γίνονται φοβερά εγωστρεφείς και κοιτάζουν μόνο πώς θα περάσουν αυτοί καλά.» (ο.π., σ. 78)
14 ο.π., σσ.121-122.
15 ό.π., σσ. 133-134.
16 ό.π., σ. 135.
17 ό.π., σ. 83.
18 ό.π., σ. 70.
19 ό.π., σ. 123.
20 ό.π., σ. 85.
21 Με τα λόγια «Θεέ μου, δώσε μας ένα θάνατο ειρηνικό», τελειώνει το ποίημά του «Πόρος 1985» της συλλογής «Εκτοπλάσματα».
22 Στο ποίημα «Έρημοι» της συλλογής «Τα στίγματα» (1982) γράφει: «Έρημοι άνθρωποι μέσα στο κρύο/μιλούν στην Παναγία» και «απ᾿ την πολλή βροχή/οι άγιοι βρεθήκανε/να τρέχουνε στους δρόμους». Στο ποίημα «Ασβέστης» της ίδιας συλλογής φαντάζεται: «μια Παναγία/μαύρη και τυφλή/με παραστέκει». Στο ποίημα «Το ποντίκι» της συλλογής «Το σκεύος» (1971) περιγράφει τη μοναξιά του: «Ο ένας να μιλάει για ένα Μάρτυρα/κι ο άλλος ν' απαντάει για έναν ποντικό/Ο ένας να μιλάει για έναν Άγιο/κι ο άλλος ν' απαντάει για ένα σκύλο/και είναι τότε που μέσα στη μαυρίλα/είδα τον Ποιητή ολομόναχο/και γύρω του να λάμπει/το κενό». Στο ποίημα «Το σπίτι μου» της τελευταίας συλλογής του «Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια» (1998) οραματίζεται τον Κύριο: «Καθώς προχώρησα προς τη μεγάλη/πόρτα του σαλονιού, είδα τον Χ ρ ι σ τ ό ,/μ έ σ α σ ε λ ά μ ψ η, με τα χέρια απλωμένα/στα πλάγια να με κοιτάζει αυστηρά./Ανατρίχιασα, κοπήκαν τα πόδια μου,/έγειρα και έπεσα κάτω λιπόθυμος» (οι αραιώσεις, του ποιητή).
23 Ενώ ομολογούσε ότι όλα τον βασάνιζαν, προσπαθούσε να τα δέχεται αγόγγυστα: «Η ζωή με όλα της τα βάσανα και πάλι γλυκιά είναι», λέει (Ποιος είναι ο τρελός λαγός, σ. 127).
Σημειώσεις
[1] Μίλτου Σαχτούρη, Εκτοπλάσματα, Αθήνα 1986, σσ. 10-11.
[2] βλ. το ποίημα «Στον Ντύλαν Τόμας», στο Μίλτου Σαχτούρη ποιήματα (1945-1971), Αθήνα (4η έκδοση)1984, σ. 243.
[3] Είναι χαρακτηριστική η χρήση της λέξης «ουρανός» κυρίως στις πρώτες δεκαετίες της ποίησης του Σαχτούρη. Στη συλλογή «παραλογαίς» (1948), στο ποίημα «Τα δώρα» γράφει: «είναι όλοι τους δακρυσμένοι/όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες/και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια/στον ουρανό»· στο ποίημα «Το θαύμα» διαβάζουμε: «Κλαίγαν και λέγαν/πως κανένα θαύμα/τώρα πια δε γίνεται/στον ουρανό». Στη συλλογή «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958), στο ποίημα «Το αεροπλάνο» ο στίχος «πάντα θα ᾿χουμε ανάγκη από ουρανό» επαναλαμβάνεται τρεις φορές σαν ρεφρέν· στο ποίημα «Ο ελεγκτής» υπάρχουν οι στίχοι: «Ένας μπαξές γεμάτος αίμα/ειν᾿ ο ουρανός»· το ποίημα «Το ψωμί» τελειώνει: «όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος/κι αυτή μ᾿ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε/κομάτια γνήσιο ο υ ρ α ν ό/κι όλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,/όλοι τρέχανε στον μικρό άγγελο που μοίραζε ουρανό!/Ας μην το κρύβουμε./Διψάμε για ουρανό» (οι αραιώσεις, του ποιητή). Στη συλλογή «Ο περίπατος» (1960) στο ποίημα: «Στα νησιά» γράφει: «Τα ωραία νησιά δ ε ν έ χ ο υ ν ο υ ρ α ν ό/[...]το στόμα της γριάς έ χ ε ι ο υ ρ α ν ό» (οι αραιώσεις, του ποιητή)· στο ποίημα «Τοπίο» ο στίχος «εγώ ανεβαίνω σ᾿ έναν άσπρο ουρανό» επαναλαμβάνεται δυο φορές. Στη συλλογή «Το σκεύος» (1971) στο ποίημα «Το αμάξι» διαβάζουμε: «Δώσε μου λίγο κρεβάτι Ουρανέ/πήρε φωτιά το σπίτι μου»· με το ποίημα «Ουράνια απάντηση» απαντά στον Γκαγκάριν που δήλωσε πως δεν βρήκε τον Θεό στο διάστημα: «Όταν ταξίδεψα στον Ουρανό/ποτέ μου δε συνάντησα τον αστροναύτη/συνάντησα όμως το Θεό/με τους χρωματιστούς αγγέλους./Τον αστροναύτη πάντα τον πληρώνουν/ποτέ τους δεν πληρώνουν το Θεό/ούτε τους χρωματιστούς αγγέλους/κι όταν κι εγώ στέλνω τον πανούργο/ειπράκτορά μου/πάντα γυρίζει άπρακτος.»· στο ποίημα «Τα χελιδόνια μου» λέει στα συμπαθή πουλιά: «μονάχα ο ουρανός σας έχει απομείνει/μα να ᾿ναι για σας τώρα Ουρανός;». Στη συλλογή «Χρωμοτραύματα» (1980), στο ποίημα «Ασάη» ομολογεί: «και λίγο έλειψε να τσακιστούμε/εγώ τραβώντας για τον Ουρανό/εγώ πέφτοντας κατακόρυφα». Στη συλλογή «Εκτοπλάσματα» (1986), στο ποίημα «Ο Σκλάβος» γράφει για τον φίλο του γλύπτη Γεράσιμο Σκλάβο: «στο τέλος ντυμένος στα χρυσά κι αυτός/πέταξε/στον ουρανό.».
[4] Ποιος είναι ο τρελός λαγός, Αθήνα 2000, σ. 98.
[5] «Είναι αιματηρό να είσαι ποιητής. Βγάζεις τα έντερά σου και τα συκώτια σου», λέει ο Σαχτούρης (ό.π., σ. 72).
[6] ό.π., σ. 96.
[7] ό.π., σ. 38.
[8] ό.π., σ. 146.
[9] ό.π.
[10] ό.π., σ. 39.
[11] ό.π., σσ. 88-89.
[12] βλ. ό.π., σ. 109.
[13] Όταν τον ρωτούν «Οι αρετές του χαρακτήρα που σας κερδίζουν, που εκτιμάτε, ποιες είναι;», απαντά: «Να! Αυτή η γενναιοδωρία που λέγαμε, το να είσαι ανοιχτός άνθρωπος, να αγαπάς. Κυρίως να αγαπάς, με την πλατιά έννοια, όχι μόνο την ερωτική. Σ᾿ αυτή τη βασανιστική εποχή οι άνθρωποι γίνονται φοβερά εγωστρεφείς και κοιτάζουν μόνο πώς θα περάσουν αυτοί καλά.» (ο.π., σ. 78)
[14] ο.π., σσ.121-122.
[15] ό.π., σσ. 133-134.
[16] ό.π., σ. 135.
[17] ό.π., σ. 83.
[18] ό.π., σ. 70.
[19] ό.π., σ. 123.
[20] ό.π., σ. 85.
[21] Με τα λόγια «Θεέ μου, δώσε μας ένα θάνατο ειρηνικό», τελειώνει το ποίημά του «Πόρος 1985» της συλλογής «Εκτοπλάσματα».
[22] Στο ποίημα «Έρημοι» της συλλογής «Τα στίγματα» (1982) γράφει: «Έρημοι άνθρωποι μέσα στο κρύο/μιλούν στην Παναγία» και «απ᾿ την πολλή βροχή/οι άγιοι βρεθήκανε/να τρέχουνε στους δρόμους». Στο ποίημα «Ασβέστης» της ίδιας συλλογής φαντάζεται: «μια Παναγία/μαύρη και τυφλή/με παραστέκει». Στο ποίημα «Το ποντίκι» της συλλογής «Το σκεύος» (1971) περιγράφει τη μοναξιά του: «Ο ένας να μιλάει για ένα Μάρτυρα/κι ο άλλος ν' απαντάει για έναν ποντικό/Ο ένας να μιλάει για έναν Άγιο/κι ο άλλος ν' απαντάει για ένα σκύλο/και είναι τότε που μέσα στη μαυρίλα/είδα τον Ποιητή ολομόναχο/και γύρω του να λάμπει/το κενό». Στο ποίημα «Το σπίτι μου» της τελευταίας συλλογής του «Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια» (1998) οραματίζεται τον Κύριο: «Καθώς προχώρησα προς τη μεγάλη/πόρτα του σαλονιού, είδα τον Χ ρ ι σ τ ό ,/μ έ σ α σ ε λ ά μ ψ η, με τα χέρια απλωμένα/στα πλάγια να με κοιτάζει αυστηρά./Ανατρίχιασα, κοπήκαν τα πόδια μου,/έγειρα και έπεσα κάτω λιπόθυμος» (οι αραιώσεις, του ποιητή).
[23] Ενώ ομολογούσε ότι όλα τον βασάνιζαν, προσπαθούσε να τα δέχεται αγόγγυστα: «Η ζωή με όλα της τα βάσανα και πάλι γλυκιά είναι», λέει (Ποιος είναι ο τρελός λαγός, σ. 127).
πηγή: Aντίφωνο
Φίλε Τέο,
Κρατώ την έκφραση σου”ο πόθος( του Σαχτούρη) για τον ουρανό” και την συνδέω αντιθετικά με αυτό που έγραψε ο Αζάϊα Μπερλίν για τον ορθό λόγο “η γνώση που μας προσφέρει ο Λόγος λειτουργεί απελευθερωτικά όχι επειδή διευρύνει το φάσμα των δυνατοτήτων από τις οποίες μπορούμε να επιλέξουμε, αλλά επειδή μας προφυλάσσει από την απογοήτευση που θα δοκιμάσουμε αν επιχειρήσουμε το αδύνατο”.
Ενω όλοι θαυμάζουμε τον απογειωτικό Σαχτούρη προσγειωνόμαστε για να μην δοκιμάσουμε την υποθετική απογοήτευση της προσγείωσης.Η παράδοση στην οποία ανήκουμε και οι δύο ομως τον άνθρωπο τον θέλει με φτερά και αγωνιζόμενο για να ξεπεράσει το φράγμα του Αδάμ μέχρις ότου η Χάρις αρχίσει να τον απογειώνει ακόμα και μέσα στα όρια της υπαρξης.
Εξαιρετικά ποιητικό το κειμενό σου!
Ναι, Γιώργο, η Παράδοσή μας, όσον αφορά την πνευματική ζωή του ανθρώπου και τη σχέση του με τον Θεό, βάζει τον ορθό λόγο σε δεύτερη μοίρα (θεολόγοι είναι οι “[i]πάσχοντες οἷον τὴν ἀφαίρεσιν ἀλλ᾿ οὐ διανοούμενοι[/i]”, γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς -Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 2, 3, 27) αλλά μαζί με την απογείωση (θείο έρωτα) μάς συνιστά και την προσγείωση (ταπεινοφροσύνη).