Εἰσαγωγή - Οἶκος 1
Ὁ ἀκάθιστος ὕμνος (ἐπί τό λαϊκότερον οἱ «χαιρετισμοί τῆς Παναγίας») εἶναι τό τελειότερο μνημεῖο ἐκκλησιαστικοῦ γραπτοῦ λόγου, ἀλλά καί ἀπό τά κορυφαῖα, ἔμμετρα καί μή, ἔργα πού γράφηκαν στήν ἑλληνική γλῶσσα ἀνά τούς αἰῶνες. Ἡ διαφορά του ἀπό τά ὑπόλοιπα μνημεῖα γραπτοῦ λόγου εἶναι, κατ’ ἐμέ, ὅτι ἡ βασική του ἀξία δέν εἶναι ἡ λογοτεχνική ἀλλά ἡ θεολογική, ἀφοῦ στίς 4 στάσεις καί τούς 24 "οἴκους" του, καθένας τῶν ὁποίων ἀρχίζει μέ ἕνα διαφορετικό γρᾶμμα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, ὁ ὕμνος περιλαμβάνει ὅλη τήν οὐσία τῆς χριστιανοσύνης. Κι ἡ οὐσία τῆς χριστιανοσύνης εἶναι ἡ Χαρά, ὡς γεγονός Φωτός. Δι' ὅ καί αὐτή (ἡ χαρά) ἐκλάμψει, ὅπως ἀναφέρεται στόν πρῶτο κιόλας στῖχο τοῦ ὕμνου.
Μέ ἱστορική βάση σκηνές ἀπό διηγήσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἰς τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ ὕμνου, διάφορα πρόσωπα ἀπευθύνουν τόν λόγο στήν Παναγία καλῶντας την ΝΑ ΧΑΡΕΙ γιά ὅλα αὐτά πού συνέβησαν καί θά συμβοῦν σ' αὐτήν, καί δι' αὐτῆς στόν κόσμο. Οὐσιαστικά ὁ ἄκάθιστος ὕμνος εἶναι ἕνα ἔμμετρο εὐαγγέλιο, γεμᾶτο ἀπό χαρμόσυνα καί ἄρα χαροποιά μηνύματα, πού ἡ Παναγία καί δι' αὐτῆς ὁ καθένας μας λαμβάνει ἀπό τόν Θεό.
Τό καλό-χαρμόσυνο μήνυμα-ἄγγελμα κομίζει (εὐαγγελίζεται) ἄγγελος, κι ὄχι ἕνας ἁπλός ἄγγελος, ἀλλ' ὁ πρωτοστάτης Γαβριήλ, κι εἶναι ἡ δική του "ἀσώματος φωνή" πού πρώτη προτρέπει εἰς χαράν, κραυγάζουσα:
"Χαῖρε, δι΄ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι΄ ἧς ἡ ἀρὰ (κατάρα) ἐκλείψει..."
Οἶκοι 2, 3 & 4
Ὁ Γαβριήλ, μᾶς λέει ὁ ὑμνογράφος τοῦ ἀκαθίστου ὕμνου, ὁρᾶ - βλέπει μυστικῶς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τον προαιώνιον Λόγον, σωματούμενον, λαμβάνοντα σάρκα καί ὀστᾶ. Ἀντιλαμβάνεται ὅτι μέ αὐτό πού ἐξελίσσεται ἀνακαινίζεται ἐντελῶς (νεουργεῖται) ἡ κτίση. Αὐτό γίνεται, παραδόξως, μέ τό νά λαμβάνει τή μορφή κτίσματος - βρέφους (νά βρεφουργεῖται) ὁ Κτίστης, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δι' οὗ τά πάντα ἐγένετο. Κι ἐξίσταται!
Ἡ Μαρία ἀπό τήν πλευρά της διατυπώνει μέ θάρρος τίς ἐπιφυλάξεις της. Τό ἄγγελμα τῆς ἐκ Πνεύματος συλλήψεως ἠχεῖ στ' αὐτιά καί τήν ψυχή της "δυσπαράδεκτον", δύσκολο νά τό ἀντιληφθεῖ καί νά τό ἀποδεχθεῖ. Γιά νά τό κατανοήσει θά πρέπει νά ἀποκτήσει γνῶσιν ἄγνωστον, νά γίνει "βουλῆς ἀπορρήτου μύστις". Νά βιώσει τό μυστήριον, νά συλλάβει καί νά γεννήσει τό Φῶς ἀρρήτως, χωρίς νά μπορεῖ νά τό ἐξηγήσει, χωρίς νά μπορεῖ νά διδάξει σέ κανένα τό πῶς αὐτό συνέβη!
Στόν 2ο οἶκο τῶν χαιρετισμῶν ὁ ἄγγελος βοᾶ ἐν φόβῳ. Εἶναι μονίμως δίπλα στόν Θεό ὁ Γαβριήλ, ἀλλά αὐτό πού συμβαίνει τήν συγκεκριμένη στιγμή εἶναι καί γι' αὐτόν πρωτοφανές. Καταλαμβάνεται λοιπόν ἀπό δέος, καθώς κατανοεῖ τήν δύναμιν τοῦ Ὑψίστου νά ἐπισκιάζει τήν "εὔφορον γῆν" τῆς ἀπειρογάμου (αὐτῆς πού δέν ἔχει πείραν γαμηλίου συναφείας) πρός σύλληψιν, βοᾶ δέ oὔτω:
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός
Χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν!
Οἶκοι 5 και 6
Ἡ ἑπόμενη εἰκόνα μᾶς ἔρχεται ἀπό τήν ἐπίσκεψη τῆς ἐγκυμονούσης Παναγίας στήν ἐπίσης ἐγκυμονοῦσα θεία της Ἐλισσάβετ, κάπου στήν ὀρεινή Ἰουδαία. Ἐδῶ ὁ ὑμνογράφος, μέ ἕνα ἐξαιρετικό ποιητικό εὕρημα, δέν βάζει τούς χαιρετισμούς στό στόμα τῆς Ἐλισσάβετ, ὅπως θά ἦταν τό ἀναμενόμενο. "Διερμηνεύει" ἤ καλύτερα ἀπονέμει λόγον στό -ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ ἀναφερόμενο- σκίρτημα τοῦ βρέφους τῆς Ἐλισσάβετ, δηλαδή τοῦ μή εἰσέτι γεννηθέντος Ἰωάννη, τοῦ μετέπειτα προδρόμου καί βαπτιστῆ, τρέποντάς το σέ χαιρετισμούς (σ.σ. κατά τό εὐαγγέλιον, τό βρέφος τῆς Ἐλισσάβετ σκίρτησε τήν στιγμή τοῦ ἀσπασμοῦ τῶν δύο γυναικῶν).
Μέ κινήσεις, μέ ἅλματα ὡς ἄσματα, γράφει ὁ ὑμνογράφος, ἦταν σάν νά φώναζε, ἀπό τήν κοιλίαν τῆς πεπληρωμένης Πνεύματος Ἁγίου μητρός του, τό ἀγέννητον βρέφος (Ἰωάννης) πρός τήν εὔφορη καί εὔκαρπη Μαρία, ὅτι βλασταἰνει, ὅτι ἑτοιμάζει τόν παράδεισο (τόν λειμῶνα - λιβάδι τῆς τρυφῆς) καί τό λιμάνι συνάμα τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Χαῖρε, ἄρουρα (γῆ) βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν (ἀφθονίαν) ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Τήν ὥρα περίπου πού αὐτά συμβαίνουν, ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ ἀποδεικνύεται σώφρων. Παρά τούς ἀμφιβόλους λογισμούς πού τόν κατατρύχουν λόγῳ τῆς αἰφνίδιας ἐγκυμοσύνης τῆς Μαριάμ, ἀποδέχεται τήν ὑπέρλογον ἀλήθειαν τῆς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου συλλήψεως τῆς μέλλουσας συζύγου του καί σιωπᾶ, ἤ μᾶλλον, κατά τόν ὑμνογράφο, λέγει ἁπλῶς τό «Ἀλληλούια», πού θά μποροῦσε νά διερμηνευθεῖ ὡς «γεννηθήτω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ!».
7ος οἶκος.
Οἱ ἁπλοί ποιμένες στά βοσκοτόπια τῆς Βηθλεέμ γίνονται οἱ πρῶτοι κοινωνοί τοῦ γεγονότος τῆς θείας γεννήσεως. Σ' αὐτούς, μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ψάλλει ὁ χορός τῶν ἀγγέλων τό "Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία". Θαμπωμένοι ἀπό τήν δόξα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ἀναζητοῦν τόν νεογέννητο Ποιμένα τῶν ἀνθρώπων καί ἀντ' αὐτοῦ βρίσκονται ἐνώπιον Ἀμνοῦ.
Οἱ χαιρετισμοί τῶν ποιμένων στήν Παναγία, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τήν ὀνοματίζουν μητέρα Ἀμνοῦ (λόγῳ τῆς μελλούσης θυσίας Του) καί, ταυτοχρόνως, Ποιμένος (τῶν λογικῶν προβάτων - ἀνθρώπων). Στήν ὀρθόδοξη θεολογία ἐκφραζόμαστε συχνά μέ ὅρους ἀντιφατικούς, ἐπιχειρῶντας νά συνταιριάξουμε τήν κοινή ἀνθρώπινη λογική μέ ἐκεῖνα τοῦ Θεοῦ τά πράγματα, πού μονίμως τήν ὑπερβαίνουν. Μπορεῖ τό ἀποτέλεσμα καί πάλι νά εἶναι ἀτελές, ἀλλά κάνουμε ὡς ἄνθρωποι ὅ,τι εἶναι ἐφικτό γιά νά δώσουμε λόγο στά ἄρρητα...
Ἔτσι κι ὁ ὑμνωδός. Ἀφήνει τόν νοῦ του ὀρθάνοιχτο στίς χειμαρρώδεις ἐπινεύσεις τοῦ Πνεύματος καί ἀπευθύνει λόγον ποιητικόν θαυμασμοῦ καί ἀμώμου ἔρωτος πρός αὐτήν, πού εἶναι ἡ ἐξ ἀνθρώπων αἰτία νά ἀγάλλονται καί νά χορεύουν μαζί γῆ καί οὐρανοί, αὐτήν πού ἀνοίγει σέ ὅλους ξανά τίς θῦρες τοῦ παραδείσου καί εἶναι τό ἀσάλευτο στήριγμα τῆς πίστης μας. Καταλήγει δέ στόν 7ο οἶκο ὡς ἑξῆς:
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,
χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Οἶκοι 8 -10
Οἱ τρεῖς μάγοι, οἱ παῖδες τῶν Χαλδαίων, ἦλθαν ἀπό τήν Βαβυλῶνα κομίζοντας δῶρα πολύτιμα καί συμβολικά. Ἦταν οἱ ὑπηρέτες τῆς παλιᾶς γνώσης, πού ἔλαβαν τό μήνυμα τῆς παλιγγενεσίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν τρόπο πού μόνο ἄνθρωποι σάν αὐτούς μποροῦσαν νά ἀντιληφθοῦν. Μέ τίς κινήσεις τῶν ἀστέρων.
Ἀναζήτησαν λοιπόν τόν Δεσπότη, τόν λαβόντα τήν μορφήν δούλου, γιά νά τοῦ καταθέσουν ὡς δῶρο καί θυσία τά πολύτιμα τοῦ παλαιοῦ κόσμου, λαμβάνοντας εἰς ἀντίδωρον τά ἀνεκτίμητα τῆς Ζωῆς. Οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ἐδιδάχθησαν ὑπό ἀστέρος γιά τό πῶς θά βροῦν αὐτό πού ἡ καρδιά τους ἀναζητοῦσε, πῶς θά πληρώσουν τό κενόν. Εἰς τήν θέαν δέ αὐτοῦ, τοῦ ἀδύτου Αστέρος τῆς σοφίας καί τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, αὔγασε διά τῆς Παναγίας, ὅπως οἱ μᾶγοι ἐβόησαν τῆ εὐλογημένῃ, νέα μυστική ἡμέρα.
Οἱ μύστες λοιπόν αὐτοί τῆς παλαιᾶς γνώσης ἐμυήθησαν καί στήν νέα. Κατέστησαν δέ καί θεοφόροι κήρυκές της, ἀφήνοντας "τόν Ἠρώδη ὡς ληρώδη", ἀνόητο καί ματαιοπονοῦντα, νά σχεδιάζει νά ἀποτρέψει τό ἀναπότρεπτον. Οἱ χαιρετισμοί πού ἀπευθύνουν πρός τήν Παναγία διαπνέονται ἀπό αὐτήν τήν ἀλλαγή μέσα τους. Ἡ Τριάδα σβήνει γι' αὐτούς τό καμίνι τῆς ἀπάτης καί τούς καταλάμπει μέ νέο Φῶς. Λυτρώνονται οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν βάρβαρη θρησκεία καί τόν βόρβορο τῶν ἔργων της, ἀπελευθερώνονται ἀπό τήν λατρεία τῆς φωτιᾶς καί ἀπό τήν φλόγα τῶν παθῶν. Καταλήγουν δέ οἱ χαιρετισμοί τῶν μάγων ὡς ἑξῆς:.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,
χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Οἶκοι 11 & 12
Οἰ βαβυλώνιοι μάγοι ἀνεζήτησαν τήν νέα γνώση, προσερχόμενοι καί προσκυνοῦντες τόν Χριστό. Τά εἴδωλα τῆς Αἰγύπτου ἔλαβαν μία πρώτη λάμψη τοῦ άδύτου Φωτός καθώς ὁ Ἰωσήφ μέ τήν Μαρία ἐκεῖ κατέφυγαν, γιά τήν προστασία τοῦ βρέφους τους ἀπό τήν μανία τοῦ Ἠρώδη. Ἡ σἀρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου εἰς Χριστόν Ἰησοῦν, καί ὅλα ὅσα ἀκολούθησαν, ἦταν ἕνα ἀποφασιστικό πλῆγμα πρός τήν εἰδωλολατρία, στήν ὁποία ἡ Αἴγυπτος κατεῖχε τά σκῆπτρα. Κι ὅπως κάποτε ὀ παλαιός Ἰσραήλ, με ὁδηγό τόν Μωυσῆ, διέφυγε ἀπό τήν Αἵγυπτο εἰς ἀναζήτησιν τῆς έλευθερίας του καί τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας (ἀποτελῶντας το γεγονός αὐτό προτύπωση τῆς ἐξόδου καί μεταβάσεως τοῦ κόσμου ἀπό τόν βίον τῆς ἁμαρτίας πρός τήν αἰώνιον ζωήν), ἔτσι καί ὁ νέος Ἰσραήλ, ὀ χριστιανικός κόσμος, ἀπαλλαγμένος ὁριστικά ἀπό τήν λατρεία των εἰδώλων, καί καθώς ἀναζητεῖ τήν πραγματική ελευθερία καί τήν δική του γῆν τῆς ἐπαγγελίας, ἀποδίδει τιμήν σ' αὐτήν ἐκ τῆς ὀποίας προέκυψε ἡ ἀνόρθωση τῶν ἀνθρώπων.
Χαῖρε ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,
Χαῖρε κατάπτωσις τῶν δαιμόνων,
Χαῖρε τῆς ἀπάτης τήν πλάνην πατήσασα,
Χαῖρε τῶν εἰδώλων τήν γλῶσσαν ἐλέγξασα.
Οἱ χριστιανοί χαιρετοῦν τήν Παναγία ἐννοῶντας την ὡς πλήρωση, ὡς τήν ὁλοκλήρωση τῶν προτυπωμένων στήν παλαιά διαθήκη γεγονότων... τήν ὑμνοῦν ὡς θάλασσα πού κατεπόντισε τόν νοητόν Φαραώ (τόν διάβολο), ὡς πέτρα ἀπό τήν ὁποία ἀνέβλυσε τό ὕδωρ τῆς ζωῆς (ὅπως κάποτε συνέβη μέ τό φυσικό ὕδωρ πού θαυματουργικά πήγασε στήν ἔρημο γιά τούς πλανώμενους ἰουδαίους), ὡς πύρινη στήλη φωτός πού ὁδηγεῖ τούς πνευματικῶς σκοτισμένους, καί ὡς παραγωγό ἀληθινῆς πνευματικῆς τροφῆς, διαδόχου τοῦ μάννα. Ἡ Παναγία εἶναι γιά τούς χριστιανούς ἡ ἀληθής γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἀπό τήν ὁποία ρέει μέλι καί γάλα, διότι συναίνεσε κι ἔτεκε τόν Θεόν!
Ὅσο δε γιά τον παρόντα αἰώνα, τόν ἀπατεώνα, αὐτός δέν ἀποτρέπει τόν γέροντα Συμεών, λίγο πρίν ἐγκαταλείψει τήν φθορά, νά κραυγάσει ἐπίσης "ἀλληλούια", σάν νά λέει "Ἰδού Αὐτός", τή στιγμή πού παίρνει στήν ἀγκαλιά του τόν σαρκωθέντα Λόγον ὡς βρέφος, καί ἀντιλαμβάνεται μυστικῶς τήν δύναμη καί τήν σοφία τῆς τελείας θεότητος!
Οἶκοι 13 & 14
Ἀπό τόν 13ο οἶκο καί μετά παύουν οἱ ἀναφορές σέ ἱστορικά περιστατικά τῆς γραφῆς. Ὁ ὕμνος γίνεται, θά λέγαμε, περισσότερο θεολογικός. Ἡ κτίση ἔχει ἀνακαινισθεῖ ἀποφασιστικά χάρις σέ δύο τομές, τήν ἄσπορο σύλληψη καί τήν ἄφθορο κύηση καί γέννηση, γεγονότα διά τῶν ὁποίων ἀνετράπησαν, ἐνικήθησαν τῆς φύσεως οἱ ὅροι. Οἱ χαιρετισμοί ἀπό δῶ καί στό ἑξῆς ἐκφέρονται ἀπό τό σῶμα τῶν πιστῶν καί περιλαμβάνουν, ποιητικῶ τῶ λόγῳ, τό ἀπόσταγμα τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας.
Κι ἡ αλήθεια αὐτή λέει ὅτι ἡ Παναγία εἶχε τήν πλέον ἀποφασιστική συνεισφορά στήν νέα κτίση. Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά δέν θά μποροῦσε νά γίνει χωρίς τήν δική της ἑκούσια συμμετοχή, ὅπως τίποτε δέν μπορεῖ νά γίνει γιά τήν πνευματική ἐξέλιξη τοῦ κάθε ἀνθρώπου, χωρίς τήν δική του συναίνεση καί συνέργεια. Ὄχι ἀδίκως λοιπόν ἐξαίρεται ἡ θεομήτωρ ποικιλοτρόπως ἀπό τόν λαόν, τήν ἀγάπη τοῦ ὁποίου διερμηνεύει ὁ ποιητής....
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις...
Καλεῖ ὅμως κι ἐμᾶς ὁ ποιητής νά γίνουμε ξένοι πρός τόν κόσμο καί νά μεταθέσουμε τόν νοῦ μας στούς οὐρανούς, τήν ἀληθινή μας πατρίδα, διότι αὐτό ἀκριβῶς ἦταν τό νόημα τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, αὐτός ἦταν ὁ σκοπός τῆς αὐτοταπεινώσεως τοῦ Ὑψηλοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά μᾶς ἑλκύσει πρός τά ὕψη Του...
Οἶκοι 15 ἕως 18
Οἱ χριστιανοί κατανοοῦμε τόν ἐκ τῆς παρθένου γεννηθέντα, ὅπως συνεχίζει ὁ ὑμνωδός, ὡς μία ὑπόσταση, ἕνα πρόσωπο, μέ δύο ἀσύγχυτες φύσεις. Ὁ Χριστός ὅμως, ὁ σαρκωθείς Λόγος, βρισκόταν στήν γῆ, τά τριάκοντα τρία ἔτη τῆς ἐδῶ παρουσίας Του, ὡς ὁλότης, ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος συνάμα, χωρίς ὅπως λέει ὁ θεολόγος-ποιητής νά ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν οὐρανό, χωρίς δηλαδή νά ἔχει ἀπωλέσει τήν θειότητα. Αὐτό πού συνέβη εἶναι θεϊκή συγκατάβαση χωρίς νά εἶναι τοπική μετάβαση, κι ἐπειδή αὐτά εἶναι καταστάσεις πού δέν μπορεῖ νά συλλάβει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Λόγος ὑμνεῖται ὡς ἀπερίγραπτος.
Δοξάζεται καί ὡς ἀχώρητος. Πρός ἐκείνην δέ πού χώρεσε μέσα της τόν ἀχώρητο, καί ὑπῆρξε ἡ θύρα τῆς εἰσόδου μας εἰς τό μυστήριον, πρός ἐκείνη πού ἕνωσε τά ἀντίθετα, κι ἔζωσε ἄρρηκτα τήν παρθενία μέ τήν λοχία, ὁμολογοῦμε συγχαίροντες…
Χαῖρε, δι’ ἧς ἐλύθη παράβασις, Χαῖρε, δι’ ἧς ἠνοίχθη παράδεισος, Χαῖρε, ἠ κλείς τῆς Χριστοῦ βασιλείας, Χαῖρε, ἐλπίς ἀγαθῶν αἰωνίων!
Καί δέν εἶναι μόνον οἱ ἄνθρωποι, πού ἵστανται ἔκπληκτοι ἀπέναντι στό Μέγα Μυστήριον. Ὄχι μόνον ὁ Γαβριήλ ἀλλά ὁλόκληρο τό ἀγγελικόν σύμπαν, ὡς σῶμα, κατεπλάγη, ὅπως ἀπαγγέλλουμε στόν 16ο οἶκο. Κατεπλάγη βλέποντας τόν ἀπρόσιτο Κύριο νά γίνεται προσιτός εἰς τούς πάντες καί νά συναναστρέφεται μέ τούς ἀνθρώπους, ἀκούοντας μόνον τό Ἀλληλούια, ἐκείνη τήν μυστική λέξη πού βάζουμε στή θέση τῆς σιωπῆς μας ἐμπρός στό ἀνέκφραστο!
Σιωποῦμε σάν τούς πάλαι ποτέ πολυφθόγγους (λαλίστατους) ρήτορες τῆς κοσμικῆς σοφίας, πού ἔμειναν ἄφωνοι ὡς ἰχθύες ενώπιον τοῦ θαυμαστοῦ μυστηρίου. Μπροστά στήν Παναγία μας οἱ φιλόσοφοι μοιάζουν πλέον ἄσοφοι κι οἱ τεχνῖτες τῶν λόγων ἄλογοι, οἱ δεινοί συζητητές μωροί κι οἱ ποιητές τῶν μύθων, μέ τούς ὁποίους ἀνατράφηκαν γενιές πεπλανημένων, ὡς μαραμένα ἄνθη. Ὁ τόκος τῆς παρθένου κατέλυσε τήν περίπλοκη σκέψη τῶν Ἀθηναίων, γεμίζοντας τά δίχτυα τῶν νέων Του ἁλιέων μέ ψυχές ἀνθρώπων, τίς ὁποῖες ἀνέσυρε ἀπό τόν βυθό τῆς ἀγνοίας καί φώτισε μέ τό δικό Του Φῶς, τό Ἄκτιστον. Κι ἡ Παναγία, ὡς ὀλκάς (πλοῖο) διασώζει αὐτούς (προσοχή ἐδῶ!) πού θέλουν νά σωθοῦν. Εἶναι τό λιμάνι στό ὁποῖο βρίσκουν καταφύγιο οἱ ἄνθρωποι, οἱ πλωτῆρες τοῦ βίου.
Κι ὅλα αὐτά συμβαίνουν ἐπειδή Ἐκεῖνος, πού δημιούργησε καί στόλισε τόν κόσμο, ἦλθε σ’ αὐτόν ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας (αὐτεπάγγελτος), γιά νά τόν σώσει. Κι ὄντας (ὁ καλός) Ποιμήν, ὡς Θεός, ἐπεφάνη εἰς τόν κόσμον ὡς ἄνθρωπος, ὡς Ἀμνός ἐπί θυσίαν, καλῶντας ἐμᾶς τούς ὁμοίους του πλέον, εἰς σωτηρίαν! Καλῶντας μας νά κληρονομήσουμε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Οἶκοι 19 & 20
Αὐτό πού ἀκολουθεῖ εἶναι μία πλημμύρα εἰκόνων - νοημάτων. Οἰ περιγραφικές εἰκόνες, οἱ παρομοιώσεις καί ἀναφορές, πού ὁ ὑμνωδός χρησιμοποιεῖ, ανάγουν, ὁδηγοῦν μέ φυσικό τρόπο στά ὑψηλότερα πνευματικά νοήματα, πού ἐπιθυμεῖ νά μεταδώσει. Καί τί εἶναι τά πνευματικά νοήματα; Δέν εἶναι φαντασιοπληξίες τοῦ μυαλοῦ, εἶναι ὁ τρόπος, τά δεδομένα ἀληθείας μέ τά ὁποῖα τό Πνεῦμα ἀναπλάθει καί ἀνυψώνει τόν ἀνθρώπινο νοῦ, τήν ἕδρα τῆς θειότητος στόν ἄνθρωπο, ὥστε νά προσεγγίσει τήν ὁμοίωση.
Ἡ Παναγία ἀναγορεύεται, δικαίως, σέ μνημεῖον παρθενίας καί πύλη σωτηρίας. Ἀποκαλεῖται ἀρχηγός τῆς ἀναπλάσεως τοῦ νοός, γιά τήν ὁποία μιλήσαμε, ἀλλά καί χορηγός τῆς θεϊκῆς ἀγαθότητος, διά τῆς ὁποίας ἡ ἀνάπλαση πραγματοποιεῖται. Μέ τόν τόκο τῆς παρθένου ἀναγεννᾶται ὁ κάθε ἄνθρωπος ἄνωθεν, κι ἀποκαθίσταται ὁ λεηλατημένος νοῦς του στήν κατά φύσιν λειτουργία του, διότι μέ τήν γέννηση τοῦ σπορέως τῆς ἀγνείας καταργεῖται ἡ φθοροποιός ἐπιρροή τοῦ φθορέως τῶν φρενῶν, τοὐτέστιν τοῦ διαβόλου. Ἡ Παναγία, ὡς νύμφη ἀνύμφευτος, χαιρετίζεται λοιπόν μέ ἀδιάλειπτο ἐνθουσιασμό...
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.
Μετά ἀπό τήν πλημμυρίδα αὐτή τῶν αἴνων κάνουμε μία παύση, κι ἀπευθυνόμενοι πρός τόν Βασιλέα Χριστόν, συνειδητοποιοῦμε ὅτι μπροστά στούς πολλούς οἰκτιρμούς Του (τό μέγα ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία Του), κάθε ὕμνος ἀποτελεῖ μία δική μας ἥττα. Νιώθουμε πώς ἀκόμη κι ἄν ἀμέτρητες σάν τούς κόκκους τῆς ἄμμου ὡδές Τοῦ ἀπευθύνουμε, ποτέ δέν θά μπορέσουμε νά Τοῦ προσφέρουμε κάτι ἄξιο ὅσων Αὑτός μᾶς χάρισε...
Οἶκοι 21 ἕως 24
Ἡ Παναγία μας εἶναι λοιπόν ἡ λαμπάδα πού δέχθηκε τό ἄϋλον, ἄδυτον Φῶς, καί τό μετέδωσε στούς ἀνθρώπους. Μέ αὐτό ὁ σκοτισμένος ἀπό τήν πτώση νοῦς μας καταυγάζεται καί ὁδηγεῖται στήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἔκπληκτοι ἀπό τήν θέα τῶν πραγμάτων ὑπό τό νέον Φῶς, κραυγάζουμε πρός τήν θεοτόκον…
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα…
Ὁ φωτισμός τῆς θείας γνώσης εἶναι περίλαμπρος, πολύφωτος, κι ὁ ποταμός της πολύρρυτος. Ὁ ἀνακαινιζόμενος ἄνθρωπος βαπτίζεται ἀπαλλασόμενος ἀπό τήν ρυπαρότητα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ παρομοιάζεται μέ λουτήρα, στόν ὁποῖο καθαρίζεται ἡ συνείδησή μας, καί ὡς κύπελλο, μέ τό ὁποῖο ὁ Θεός μᾶς κερνάει ἀγαλλίαση. Ἐξαίρεται καί ὡς ἄνθος, πού ἀναδίδει την εὐωδία τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς χαρίζει τήν μυστική εὐωχία τῆς ὄντως ζωῆς.
Εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, παρά τήν δική μας ἀποδημία ἀπό τόν οὐρανό, συγκατέβη κι ἐπεδήμησε πρός ἐμᾶς τούς πεπτωκότες στήν γῆ, ὄχι γιά νά μᾶς ζητήσει τόν λόγο τῆς ἀποδημίας, ὄχι γιά νά μᾶς ἐπιβάλει κάποια ἁρμόζουσα ποινή, ἀλλ΄ ἀντιθέτως γιά νά σχίσει τό «χειρόγραφον τοῦ χρέους» καί νά μᾶς δώσει, δωρεάν, τήν νέα ζωή, την νέα εὐκαιρία!
Ψάλλοντας «ἀλληλούια» πρός τόν Τόκον, ὁ ὁποῖος στά χέρια Του κρατάει καί συνέχει τά πάντα, ἀνυμνοῦμε καί τόν ἔμψυχον ναόν, εἰς τόν ὁποῖον ὁ Υἱός ἐνοίκησε, τόν ἀνυμνοῦμε ὅπως Αὐτός μᾶς δίδαξε να πράττουμε, ἁγιάζοντας καί δοξάζοντας τήν μητέρα Του: ὡς σκηνή τοῦ Θεοῦ καί Λόγου, καί ὡς μείζονα πάντων τῶν ἁγίων, ὡς τήν νέα κιβωτόν τῆς Ζωῆς, πού χρυσώθηκε μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτή εἶναι πλέον ὁ ἀδαπάνητος θησαυρός τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν, τό διάδημα κάθε εὐσεβοῦς χριστιανοῦ βασιλέως, τό καύχημα κάθε εὐλαβοῦς χριστιανοῦ ἱερέως, ὁ ἀσάλευτος πύργος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τό ἀπόρθητον τείχος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Μέ τῆς Παναγίας, τῆς ἀνυμφεύτου νύμφης, τήν βοήθεια καί ἀντίληψη, οἱ χριστιανοί κατακτοῦν πνευματικά τρόπαια καί νικοῦν ὅσους τούς ἐχθρεύονται, βρίσκουν τήν θεραπεία τοῦ σώματος καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς. Κι ὅλοι μαζί, ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δεχόμενοι αὐτές τίς μεγάλες εὐλογίες κραυγάζουν ἐν κατακλεῖδι:
Ὦ πανύμνητη μητέρα, πού ἔτεκες τόν ὑπέρ πάντα ἅγιον Ἁγιώτατον Λόγον, δέξου τήν προσφορά μας ἐτούτη, σῶσε μας ἀπό κάθε μελλοντική συμφορά, μά πιό πολύ λύτρωσε ὅλους ἐμᾶς, πού σοῦ ψάλλουμε τό ἀλληλούια, ἀπό τήν «αἰώνια κόλαση».
ΑΜΗΝ!