«Ταξίαρχος των Επουρανίων Ασωμάτων Δυνάμεων, κατερχόμενος επί γης δια να ευαγγελίσει τη Θεοτόκο, έτεινε με το χέρι του προς το παρθενικό της Άγιο πρόσωπο ένα κρίνο με ζακχαρώδη λευκότητα. Η σκέψη μου απλώς μόνο τείνει στην εκδοχή ότι κρίνο κάλλιστα μπορεί να ’ταν το ίδιο το χέρι της Ασώματης δύναμης» (Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, Άγρα 2008, σ. 17).
Στο Συναξαριστή διαβάζουμε ότι η είσοδος της Θεοτόκου στο Ναό συνιστά το προοίμιο του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Η Άννα και ο Ιωακείμ σε προχωρημένη ηλικία, ζήτησαν από το Θεό ένα παιδί, με την προϋπόθεση να Του το αφιερώσουν. Γι’ αυτό, όταν έγινε τριών χρονών, την πήραν οι γονείς της και την πρόσφεραν στο ναό κατά την ημέρα που την γιορτάζουμε ως ημέρα των Εισοδίων, όπως είχαν υποσχεθεί.
Την παρέδωσαν στον αρχιερέα Ζαχαρία και αυτός την έβαλε στο πιο εσωτερικό μέρος του ναού, εκεί όπου εισερχόταν αυτός μόνος μια φορά τον χρόνο. Η Μαρία έμεινε εκεί μέσα δώδεκα χρόνια, τρεφόμενη από τον αρχάγγελο Γαβριήλ με ουράνια τροφή, λέει ο Συναξαριστής. Κι όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο καιρός δηλαδή του θείου Ευαγγελισμού, εξήλθε από τα άγια των Αγίων και παραδόθηκε στον μνήστορα Ιωσήφ για να ακολουθήσει η φυγή στην Αίγυπτο, η γέννηση του Σωτήρα και η επάνοδος στο Ισραήλ.
Ο Ν. Γ. Πεντζίκης (Σύναξη τ. 38 του 1991), μιλώντας για την Παναγία λέει ότι ο «Κύριος ήρθε και ενωθείς με τη μητέρα Του (γιατί ως έμβρυο ήρθε και ως έμβρυο έφυγε στην Ανάληψη) δια της Παναγίας επιτρέπει και σε μας να ενωθούμε μαζί Του». Και παρακάτω λέει πράγματα που οι περισσότεροι χριστιανοί είτε έχουμε λησμονήσει, είτε αγνοούμε, είτε δεν καταλαβαίνουμε. Λέει ότι «ο ρόλος της (Παναγίας) είναι όλη η γη. Η Παρθενία είναι νέκρωση και ο νεκρός είναι ολάκερη η γη. Από εκεί ξεκινάμε. Δια της Παναγίας καταλαβαίνουμε ότι η ζωή είναι αιώνια, γιατί η Παναγία είναι νεκρή. Δηλαδή είναι η ηγέτης μορφή, αφού αξιώνεται να γεννήσει το Χριστό, δηλαδή (τί να γεννήσει;) τη νέα ζωή». Και προσθέτει: «Πάντως η Παναγία και μάλιστα αυτό το γεγονός ότι είναι Βρεφοκρατούσα, πρέπει να είναι ‘ο άρτος ημών ο επιούσιος’. Γιατί όλος ο κόσμος χωρά μέσα στην Εκκλησία, αλλά κανένας δεν χωρά αν δεν υπάρχει η Παναγία».
Αυτά θα μπορούσαν να είναι προκαταρκτικά στα σχετικά με το δίστιχο από τον ‘Ακάθιστο ύμνο’ για το οποίο θα μιλήσουμε. Αλλά ας πούμε δυο λόγια για τον Ακάθιστο Ύμνο:
Αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους δηλαδή στροφές σε αλφαβητική ακροστιχίδα από το Α ως το Ω. Συνολικά πρόκειται για 144 ‘χαίρε’, κάπως σαν ποιητική προέκταση που περιλαμβάνει ωστόσο θεολογικά και δογματικά στοιχεία, του ‘Χαίρε κεχαριτωμένη’ που απηύθυνε ο Γαβριήλ στην Παρθένο.
Το 626 μ.Χ. ο Ηράκλειος ο αυτοκράτορας πολεμούσε τους Πέρσες και στην απουσία του οι Άβαροι πολιόρκησαν την Κωνστ/ πολη. Καθώς ετοιμάζονταν για την οριστική επίθεση ξέσπασε τρομερή τρικυμία και κατέστρεψε το στόλο τους. Έτσι λύθηκε η πολιορκία και η Πόλη σώθηκε. Αποδίδοντας τη σωτηρία σε παρέμβαση της Παναγίας ο λαός συγκεντρώθηκε στην Παναγία των Βλαχερνών και έψαλε τον ‘ακάθιστο ύμνο’ ως ευχαριστήρια ωδή.
Φυσικά δεν μπορούσε να έχει γραφτεί σε μια νύχτα. Λέγεται ότι ο ύμνος αυτός ψαλλόταν κάθε χρόνο τον δεκαπενταύγουστο. Η διαφορά εκείνη τη νύχτα ήταν ότι τον έψαλαν ‘ορθοστάδην’, όπως λέγεται, αντικαθιστώντας τον στίχο «το προσταχθέν μυστικώς λαβών γνώσει» με το «τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια». Συνθέτης φέρεται ο Ρωμανός αλλά υπάρχουν και πολλές αντιρρήσεις οπότε, ως άλλοι δημιουργοί του φέρονται ο Κοσμάς ο μελωδός ή ο πατριάρχης Γερμανός ο Α΄ που και οι δύο ήταν παρόντες στα γεγονότα.
Στίχος
Χαίρε βουλής απορρήτου μύστις.
Χαίρε σιγή δεομένων πίστις.
Μια πρώτη απόδοση του πρώτου στίχου θα ήταν:
Χαίρε Εσύ η μυημένη στα απόρρητα της θείας βουλής. Εσύ δηλαδή που σου αποκάλυψε το μυστήριο ο Γαβριήλ, μας εισάγεις στο μυστήριο της ζωής, όπως το θέλησε ο Θεός, ο Θεός Πατήρ στη σχέση του, την προαιώνια, με τον Υιό και το Πνεύμα, αφού η τριαδικότητα δεν αρχίζει μετά Χριστόν αλλά υπάρχει αιωνίως και μένει να αποκαλυφθεί. Αλλιώς ειπωμένο αυτό είναι η ρήση ότι στις θεοφάνειες της Π. Διαθήκης ήδη «ενδημεί ασάρκως ο Λόγος».
Να χαίρεις λοιπόν Εσύ που είσαι μυημένη στη μυστική και κρυφή βουλή ή βούληση του Θεού και βεβαίως να χαίρεις κ α ι γιατί υπηρετείς ένα μέγιστο μυστήριο, αυτό της Ενανθρώπησης ή Σάρκωσης του Λόγου-Υιού αλλά κ α ι γιατί ανοίγεται μέσα από Εσένα και την συμμετοχή σου στη προετοιμασία γέννησης του Χριστού η δυνατότητα για τους ανθρώπους κοινωνίας με την Τριάδα, ένωσης με τον Πατέρα δια του Υιού, υιοθεσία του ανθρώπου από τον Θεό.
Στην Ακολουθία του Ακαθίστου ύμνου ακούμε τη ρήση:
Βουλήν προαιώνιον αποκαλύπτων σοι κόρη, ο Γαβριήλ.
Και παρακάτω απαντώντας η Μαρία λέει στον Άγγελο ερωτηματικά, μήπως μου λες πράγματα που ξεπερνούν την ανθρώπινή μου φύση και ακόμη, πως μου λες ότι ο Θεός θα με κατοικήσει, οπότε ακούγεται η απόκριση του Αγγέλου:
Θεός όπου βούλεται, νικάται φύσεως τάξις.
Όταν και όπου θελήσει ο Θεός υπερβαίνεται η φυσική τάξη, ξεπερνιέται το φυσικό εμπόδιο, ή ο φυσικός περιορισμός και τα φυσικά όρια.
Ας δούμε και το δεύτερο στίχο που λέει:
Χαίρε σιγή δεομένων πίστις.
Τι μας λέει αυτός, πως θα τον αποδίδαμε νεοελληνικά;
Χαίρε, εσύ που είσαι η Πίστη αυτών που δέονται σιωπηρά. Να χαίρεσαι και να ευχαριστείσαι που πιστεύοντας σε Σένα δέονται σιωπηρά οι άνθρωποι.
Αυτοί που το κάνουν, το κάνουν επειδή πιστεύουν σε Σένα. Εσύ είσαι η Πίστη τους που τους οδηγεί μέσα σε σιωπή και κατάνυξη να μετάσχουν στο μυστήριο της ζωής που έγινε εκκλησιαστικό μυστήριο.
Αλλά και η άλλη εκδοχή της απόδοσης, δηλ. να σημαίνει Χαίρε εσύ που πίστεψες σε πράγματα μυστηριώδη, που έχουν ανάγκη σιγής, απερίγραπτα, μπορεί να ισχύει. Αδυνατίζει ωστόσο την αναφορά σε πρόσωπα και την άμεση αναφορά στην Παναγία από τα πρόσωπα αυτά.
Μένοντας στην πρώτη εκδοχή θα έλεγα ότι η Μαρία-Παναγία είναι ένα πρόσωπο που βιώνει τη σιωπή. Υπάρχει ένα μυστήριο σιωπής που την τυλίγει και μπορεί να πει κανείς ότι καλύπτει ολόκληρη την περίοδο όπου η Μαρία βρίσκεται στα Άγια των Αγίων. Η σιωπή αυτή διακόπτεται στον διάλογο με τον Άγγελο και στα λόγια που ανταλλάσσονται μεταξύ τους. Θα φτάναμε να πούμε ότι η προηγηθείσα σιγή γέννησε το ‘γένοιτο’ της Παναγίας, την κατάφασή της στην πρόταση του αγγέλου δηλ .στο κάλεσμα του Θεού.
Δεν είναι τυχαίο ότι μετά τη Γέννηση του Ιησού, δεν ακούγεται η Παναγία. Μα πώς να ακουστεί, τη στιγμή που αυτή γέννησε τον Λόγο-Υιό, σάρκωσε τον Λόγο, παρέδωσε στους ανθρώπους τον ΟΛΟ ΛΟΓΟ, τον περιέχοντα τα πάντα πλην της αμαρτίας. Τι να πει Πέρα από Αυτόν; Η ομιλία της ήταν ακριβώς η σάρκωση του μοναδικού Λόγου.
Τι υπονοούν όλα αυτά; Υπονοούν τη στάση της Μαρίας και τη συνέργειά της για να υπάρξει η Ενανθρώπηση. Το ‘γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου’ που εξέφερε απευθυνόμενη στον Άγγελο αλλά και στον ουράνιο Πατέρα και τον άσαρκο τότε Υιό και Λόγο και βεβαίως το Πνεύμα, είναι η μεγάλη φανέρωση του μεγέθους της υπακοής, της συναίσθησης της ευθύνης, της ταπείνωσης και της ένδον ελευθερίας που κατοικεί μια ανθρώπινη ύπαρξη, όταν έχει για χρόνια ετοιμαστεί μέσα στα Άγια των Αγίων. Και βέβαια δεν φανταζόταν η Μαρία ότι μπορεί να υπάρξει τέτοιο γεγονός: άσπορης σύλληψης. Την ίδια στιγμή όμως γνωρίζει, μετέχοντας στα μυστήρια, όπως τα βίωνε τότε, ότι ο άνθρωπος, άντρας και γυναίκα, τελούν υπό την αιγίδα του Θεού, όπως τον είχαν γνωρίσει ως τότε και μάλιστα μέσα από θεοφάνειες και προφητείες.
Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μυστικός θεολόγος του 14ου αιώνα, σύγχρονος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αν όχι και συνοδοιπόρος, έχει υπογραμμίσει τη σημασία της συνέργειας, δηλαδή τη συμμετοχή του ανθρώπου-Μαρίας στο γεγονός της Ενανθρώπησης. Χωρίς το Ν α ι της Παναγίας δεν θα είχαμε Ενανθρώπηση. Και ας πούμε εδώ ότι χάρη στην Παναγία ο κόσμος ολόκληρος μπορεί να ξεχωρίσει την διάσταση της μητρότητας ως ένα γεγονός που μας συνδέει με τον ίδιο τον Θεό και με τη σάρκωση του Υιού Του. Η ορθόδοξη Εκκλησία και Θεολογία τονίζει ιδιαίτερα το ζήτημα της ανθρώπινης συμμετοχής στην Ενανθρώπηση και μάλιστα χαίρεται να το τονίζει ως γεγονός μητρότητας, σε αντίθεση με τον Καθολικισμό- που τονίζει το αειπάρθενον της Παναγίας καταλήγοντας στο δόγμα της Άσπιλης Σύλληψης, ενώ ο Προτεσταντισμός αυτά τα θεωρεί ειδωλολατρία.
Δεν είναι τυχαίο ότι όπου εικονίζεται στην ανατολική παράδοση η Παναγία, εικονίζεται βρεφοκρατούσα. Δεν αντιλαμβανόμαστε στην αρχαιότερη παράδοση της Εκκλησίας, που είναι η ορθόδοξη, την Παναγία χωρίς το βρέφος. Το μυστήριο της Σάρκωσης είναι μυστήριο της Μητέρας και του παιδιού. Αυτό διώχνει πέρα τις αφαιρέσεις, τις αφηρημένες έννοιες και τους συμβολισμούς. Δεν έχουμε στην παράδοσή μας αφηρημένη θεολογία, έχουμε θεολογία η οποία εκπορεύεται από γεγονότα και μυστήρια. Όταν υπογραμμίζουμε την ανθρώπινη μετοχή στο μυστήριο, υπογραμμίζουμε τη σημασία του ανθρώπου με σάρκα και οστά, της συγκεκριμένης ανθρώπινης ύπαρξης και της σχέσης της με την Τριάδα, υπογραμμίζουμε τη θεϊκή διάσταση υλοποιημένη και σωματοποιημένη στο Χριστό, υπογραμμίζουμε και πιστεύουμε σε υπαρκτά ανθρώπινα όντα που μετείχαν ενός κοσμοϊστορικού γεγονότος: εννοώ την Παναγία και το Χριστό. Που σημαίνει συνακόλουθα ότι τώρα μέσα από αυτό το γεγονός και μέσα από αυτή τη γυναίκα, την Μαρία-Παναγία, έρχεται όντως στο προσκήνιο ο άνθρωπος, όπως δεν είχε συμβεί ως τότε, γιατί τώρα του δίνεται η δυνατότητα να ενωθεί με το θείο μυστήριο, να μετάσχει του μυστηρίου της Ζωής όπως το αποκαλύπτει σε πρώτη μορφή η Παναγία και σε δεύτερη, οριστική και πλήρη ο γεννηθείς από αυτήν δια Πνεύματος αγίου Ιησούς.
Ο Φλωρόφσκυ μας μεταφέρει ότι ο μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος, ένας άγιος άνθρωπος που αγαπούσε την βυζαντινή παράδοση, εκφώνησε κήρυγμα στην εορτή του Ευαγγελισμού (1782-1867) και ανάμεσα στα άλλα είπε:
«Κατά τις ημέρες της δημιουργίας του κόσμου, όταν ο Θεός είπε ‘τον ζώντα’ και παντοδύναμο λόγο του: Γεννηθήτω […] ο λόγος του Δημιουργού έφερε στην ύπαρξη τα δημιουργήματα. Αλλά κατά την ημέρα, τη μοναδική στην ιστορία του κόσμου, όταν η Παναγία Μαρία πρόφερε το ταπεινό και πειθαρχικό της ‘γένοιτο’, δύσκολα θα μπορούσα να πω τι έγινε τότε-ο λόγος του δημιουργήματος έγινε αιτία να κατέβει στον κόσμο ο Δημιουργός.[…] Ποιά μυστική δύναμη, λοιπόν, περιέχεται μέσα σ’ αυτούς τους απλούς λόγους: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»-που παράγει αυτό το τόσο εκπληκτικό αποτέλεσμα; Αυτή η θαυμαστή δύναμη είναι η αγνή και τέλεια αυτό-αφιέρωση της Μαρίας στο Θεό, μια αφιέρωση της θελήσεώς της, της σκέψεώς της, της ψυχής της, ολόκληρης της υπάρξεώς της, όλων των δυνάμεών της, όλων των ενεργειών της, όλων των ελπίδων και των προσδοκιών της» (Δες, Γ. Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και απολύτρωση, μετ. Παν. Πάλλη, Πουρναράς, 1983, σ.203).
Η στάση της Παναγίας ήταν ελευθερία υπακοής, αγάπης, λατρείας, ταπείνωσης, εμπιστοσύνης και ελεύθερης συνεργασίας.
Εάν τώρα ξαναγυρίσουμε στο δεύτερο στίχο:
Χαίρε, εσύ που είσαι η Πίστη αυτών που δέονται σιωπηρά. Να χαίρεσαι και να ευχαριστείσαι που πιστεύοντας σε Σένα δέονται σιωπηρά οι άνθρωποι. Η πίστη τους σε Σένα τους ανοίγει την καρδιά να δεηθούν, που σημαίνει να προσευχηθούν εν σιωπή, να συναντηθούν δηλαδή με το πρόσωπο του Λόγου, με την αλήθεια της Τριάδας, μέσα από Εσένα που αφιερώθηκες ολότελα στο Θεό και ανταποκρίθηκες σε ένα κάλεσμα αδύνατο για τα ανθρώπινα μέτρα. Γι’ αυτό εξάλλου σ’ ένα από τους χριστουγεννιάτικους ύμνους καθώς τίθεται το ερώτημα:
«Τι σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ότι ώφθης στη γη επί γης ως άνθρωπος δι’ ημάς;» και αφού απαριθμούνται τα ποικίλα δώρα που το σύμπαν προσφέρει στο Χριστό όπως «οι μάγοι τα δώρα, οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον αστέρα» καταλήγει «ημείς δε μητέρα Παρθένον»! Αυτό είναι το δώρο που δίνουν οι άνθρωποι, το ανθρώπινο γένος στο Χριστό: δεν έχουμε τίποτα καλύτερο.
Εξίσου όμως θα πρέπει να τονιστεί, ως μια από τις πιο ουσιαστικές πλευρές της Παναγίας, η Ελευθερία στην επιλογή της και στην κατάφασή της. Θα λέγαμε ότι στην περίπτωσή της, η υπακοή και η ταπείνωση και η παράδοση στο θείο θέλημα δεν προέρχονται από δουλικό φρόνημα ή μειονεξία, αλλά, αντίθετα, εκφράζουν μια κορύφωση ελευθερίας, μια πράξη ελεύθερης ενέργειας στη συνάντηση με την Αλήθεια αλλά και την υποδοχή της. Ένας μεγάλος θεολόγος γράφει ότι στο Πρόσωπο της Παναγίας «οι έννοιες της ‘εξαρτήσεως’ και της ‘ελευθερίας’ παύουν να είναι αντίθετες και να αποκλείουν η μία την άλλη». Δεν αρκεί να λέμε ότι η Μαρία ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του δημιουργού της ζωής, χρειάζεται να πούμε ότι ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της ακέραιης Ομορφιάς και της καθολικής Ύπαρξης, οπότε, όταν ένας άνθρωπος έχει αυτή τη στάση απέναντι σε μια απόλυτη Κλήση, αυτό που θα μπορούσε να αποτελεί εξάρτηση μετατρέπεται σε ελευθερία.
Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί ενεργώντας έτσι, κατακλύζεσαι από τον Άλλο. Χάνεσαι μέσα Του και με τον τρόπο αυτό βρίσκεις αυτό που είσαι Εσύ και ποιά σχέση έχεις με Εκείνον. Θυμίζει αυτό την ευαγγελική ρήση για την απώλεια και την εύρεση της ψυχής. Χάνεις για να βρεις. Αυτό το έχουμε λησμονήσει οι χριστιανοί. Νομίζουμε ότι βρήκαμε μια κι έξω και ότι δεν χρειάζεται τώρα πια καμιά απώλεια. Μα το ζήτημα είναι βρίσκοντας να μεταμορφωθείς, να ανακαινιστείς. Και αυτή η διάσταση κοντεύει να χαθεί εντελώς. Η διάσταση του «καινού» ανθρώπου που έρχεται στο προσκήνιο με την Παναγία και τον γιό Της.
Γιατί τελικά, είναι σαν να εκπληρώνεται σε σένα η ζωή, η χαρά, η γνώση, η κοινωνία. Φτάνεις σε μια κορύφωση της ίδιας σου της ύπαρξης αλλά και του νοήματός της. Και από εκεί και πέρα περιμένεις έτοιμος για όλα. Βρίσκεσαι σε μόνιμη στάση προσμονής (κανονικά και προσευχής) γιατί το μυστήριο της ζωής ολοκληρώνεται στα έσχατα αλλά η πορεία, η οδός, έχει αρχίσει από εδώ και η παρουσία της Παναγίας έχει ανοίξει το δρόμο.
Μπορούμε λοιπόν αδίσταχτα να πούμε ότι σίγουρα ο Ακάθιστος Ύμνος δεν συντέθηκε με αφορμή μονάχα τους Αβάρους και την σωτηρία της Πόλης αλλά για την σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου που δώρησε η Μαρία-Παναγία στο ανθρώπινο γένος, είτε αυτό το κατάλαβε είτε όχι.
Πάντως το μυστήριο παραμένει αναλλοίωτο, όπως και η Αγάπη του Θεού. Και τα δύο και το μυστήριο και την Αγάπη, καλό είναι να τα αναζητά κανείς μέσα στη σιωπή και στην ησυχία, να αφουγκράζεται το Λόγο που μας κατοικεί και που δεν είναι η λογική και το απλό συναίσθημα. Είναι ο σαρκωμένος Λόγος της Παναγίας που ακούγεται πεντακάθαρα όταν σωπάσουν οι λόγοι των ανθρώπων και μάλιστα οι άνευ σημασίες τέτοιοι λόγοι.
Εκτιμώ την ύπαρξη ενός αποφατισμού μέσα σε κάθε στίχο του Ακάθιστου Ύμνου. Δηλαδή κάτι που συλλαμβάνεται πέρα από την νοητική αντιληπτική ικανότητα. Έναν χώρο ασκητικής σιωπής-σιγής όπου λειτουργεί όχι η αντίληψη αλλά η κατάληψη από το μυστήριο. Έναν ιερό τόπο, μια είσοδο στα Άγια των Άγίων, όπου δεν έχει πια σημασία η ερμηνεία αλλά η μέθεξη. Η Παναγία, η εις τα Άγια ανατραφείσα, μεταγγίζει σε εμάς τον αγιασμό της αποφατικής σιγής ο οποίος αποτελεί το στέρεο θεμέλιο στην πίστη. Λίγο παρακάτω για τον λόγο αυτό ακούμε:
«Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν·
χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας».
Ο πατήρ Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος το αποδίδει ως :
«Χαίρε διότι εσύ είσαι η πίστη όλων εκείνων των θαυμαστών πραγμάτων που γίνονται δεκτά με τη σιγή» και συνδέει την απόδοση αυτή με τα λεγόμενα του προηγούμενου στίχου: «Χαίρε βουλής απορρήτου μύστις», εξηγώντας πως η λέξη «δεομένων» αναφέρεται στα δεόμενα απόρρητα και ακατάληπτα πράγματα τα οποία έχουν ανάγκη σιγής για να γίνουν καταληπτά.
Το ρήμα δέομαι δεν σημαίνει εδώ παρακαλώ αλλά είναι το δέομαι τινός που σημαίνει έχω ανάγκη από κάτι. Η γενική «σιγής» στον στίχο είναι λοιπόν αντικείμενο στη μετοχή ουδετέρου γένους «δεομένων» και σημαίνει όσα έχουν ανάγκη σιγής για να γίνουν καταληπτά. Οπότε η απόδοση του «Χαίρε σιγής δεομένων πίστις» μπορεί να πάρει τη μορφή: χαίρε η πίστις όσων έχουν ανάγκη σιγής ή χαίρε πίστη μεθεκτική σιγής.
Πολύ καλή η ανάλυση της θέσης της Παναγίας στην Εκκλησία μας (ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλεγε πως αυτή είναι “μεθόριον κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως … τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα”).
Έχει δίκιο όμως και η κ. Παπαδάκη. Το «Χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις» δηλώνει ότι στην Παναγία εμπιστεύθηκαν/αποκαλύφθηκαν κάποια μυστήρια που δεν είναι κοινοποιήσιμα στους πολλούς, κι Αυτή τα φύλαξε μέσα της. Οπότε, θα μπορούσε να μεταφραστεί ελεύθερα: “Χαίρε, θησαυροφυλάκιο ανείπωτων μυστηρίων”.