Νηφάλιοι μες την καταιγίδα

6
977

Το μέγεθος, και η επικινδυνότητα, της παρούσας κρίσης μπορούν να μετρηθούν στο βαθμό στον οποίο δοξολογούνται οι γυμνές βιολογικές ανάγκες καθώς και στην έκταση των πολιτικών δυνάμεων που διαλαλούν ότι, αυτές και όχι άλλες, μπορούν να εγγυηθούν την ικανοποίησή τους.

Όσο περισσότερες φωνές μπαίνουν σε τούτο το παιχνίδι τυφλής αναγωγής του ανθρώπινου στο βιολογικό, τόσο περισσότερο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως η κρίση προχωράει προς την καρδιά του υπάρχοντος πολιτισμού. Διότι αυτές οι φωνές πολλαπλασιάζονται όσο περισσότερο καταρρέουν όλες εκείνες οι ιδέες, οι θεσμοί και οι πρακτικές μέσα από τις οποίες ο κυρίαρχος πολιτισμός βεβαιώνει, πως η κοινωνική σχέση είναι ισχυρότερη της γυμνής ανάγκης − δηλαδή όλα όσα του επιτρέπουν να παρουσιάζεται πειστικά ως πολιτισμός.

Αρκετά μακριά από την έμφαση στον «υπερκαταναλωτισμό», που δίνεται από πολλές πλευρές ως εξήγηση αυτής της κρίσης, η αλήθεια είναι πως αυτή συνδέεται με τη σχεδόν 40ετή περίοδο μιας ξέφρενης χρησιμοποίησης του πιστωτικού χρήματος ως όπλου κυριαρχίας − αυτό που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» −, η οποία εμπνεύστηκε, στηρίχτηκε και ενισχύθηκε από μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος οργάνωσης, δηλαδή διοίκησης των πραγμάτων, στηριγμένη στην «πανοπτικότητα» που φαινόταν να εξασφαλίζει η πληροφορική επέλαση του Τεχνικού Συστήματος,
και οδήγησε σε μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος παραγωγής, δηλαδή εργασίας, μέσα από την οποία παραχωρήθηκε στους διευθυντικούς υπαλλήλους του κεφάλαιου μερίδιο στη μετοχική σύνθεσή του και επομένως η συμμετοχή τους στη χρηματιστηριακή-τζογαδόρικη αντίληψη του επιχειρείν∙
μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος κυκλοφορίας, δηλαδή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσα από την παραγωγή τζογαδόρικων πιστωτικών «προϊόντων» (subprimes, cds, κ.τ.λ) που αντιμετώπισαν το χρήμα ως εμπόρευμα, δηλαδή ως κάτι που δεν είναι και που, μάλιστα, απαγορεύεται αυστηρά να είναι αν θέλει να επιτελεί τον κεντρικό ρόλο του ως «δεσμός όλων των δεσμών»∙
και τέλος (μετά το 1990) μια
  • αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος διανομής, δηλαδή κατανάλωσης, με την πλασματική αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μικρομεσαίων και χαμηλών στρωμάτων μέσα από τον ανεξέλεγκτο δανεισμό (αντί μιας αύξησης των μισθών) και την, δι’ αυτού του τρόπου, υπαγωγή και «συμμετοχή» και αυτών (από τη θέση του καρπαζοεισπράκτορα) στη χρηματιστηριακή-τζογαδόρικη αντίληψη του ζην.
Το υποκείμενο αυτών των αναδιαρθρώσεων − τόσο από την πλευρά του πομπού όσο και από την πλευρά του δέκτη τους − δεν ήταν, ασφαλώς, άλλο από το αποχαλινωμένο άτομο της ύστερης νεωτερικότητας,δηλαδή το νεωτερικό άτομο που
  • έχει πλέον εφησυχασθεί ως προς την ικανότητα της Τεχνικής να συντηρεί την κοινωνία υπό τη μορφή Συστήματος και υποσυστημάτων («όπως ανοίγω τη βρύση και τρέχει νερό, έτσι απλά ξυπνώ το πρωΐ και βρίσκω τον πολιτισμό στη θέση του»)∙
  • αισθάνεται αποδεσμευμένο από την ευθύνη να αγωνίζεται το ίδιο για τη συντήρησή της∙ και επομένως
  • ελεύθερο να πραγματώσει το όνειρο της νεωτερικότητας, που είδε τον πολιτισμό σαν «πηγή δυσφορίας» και την κοινωνία σαν ένα απλό μέσο προς ανακούφισή της στην υπηρεσία των ατομικών βλέψεων (από όπου και όλες οι ιδέες περί «αόρατου χεριού», και τα παρόμοια, που τις ισορροπεί μαγικά). 
Έτσι, οι αναδιαρθρώσεις που περιέγραψα, στην ουσία σήμαναν μια αποδιάρθρωση: αποδιάρθρωση όχι μόνο των επιμέρους συστημάτων αλλά και του ίδιου του δεσμού τους, του «δεσμού όλων των δεσμών» και θεσμού όλων των θεσμών στον κυρίαρχο κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό, δηλαδή του χρήματος.
Πράγματι, εκείνο που γίνεται ολοένα και πιο έντονα, όσο και τραγικά, αντιληπτό − όχι μόνο στους κυριαρχούμενους αδύνατους αλλά και στους ίδιους τους κυρίαρχους δυνατούς − μέσα από την καταφανή πλέον προσπάθεια των Δυνατών να διασώσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα γκρεμίζοντας στην εξαθλίωση τους λαούς τους (υπάγοντας ακόμα και τις συντάξεις στο κερδοσκοπικό παιχνίδι με την προοδευτική παράδοσή τους στο χρηματιστήριο και τις ασφαλιστικές εταιρείες), είναι η απογείωση τηςεσωτερικής αντίφασης του χρήματος, δηλαδή της αντίφασης ανάμεσα
  • στην τεράστια μεταφυσική ισχύ που υπόσχεται ως ποιότητα («κατέχοντάς με μπορείς να αποκτήσεις όποιο αντικείμενο θέλεις και επιθυμείς εσύ, τον πλούτο όλου του κόσμου αν το θες»)∙
και
  • την τρομακτική μεταφυσική πενία που πραγματώνει ως ποσότητα («μπορείς ν’ αγοράσεις μόνον ό,τι αντέχει η τσέπη σου και ποτέ δεν μπορείς να εξισώσεις το περιεχόμενο του πορτοφολιού σου με τον πλούτο όλου του κόσμου»).
Όμως η αποδιάρθρωση του χρήματος είναι αποδιάρθρωση του «συμβόλου της πίστεως» τούτου εδώ του πολιτισμού! Δεν είναι τριγμός σε κάποιο υποσύστημά του, ούτε σε κάποια επιμέρους ιδεολογία του. Ούτε καν σε κάποιο κεντρικό «μέσον» του. Είναι τριγμός στη ραχοκοκκαλιά του. Κι ένας τέτοιος τριγμός δεν σταματά χωρίς να χυθούν δάκρυα, αίμα και ιδρώτας.
Ένας ολάκερος κόσμος λοιπόν, κι όχι μια χώρα μόνο, βρίσκεται υπό κατάρρευση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, ούτε ότι θα καταρρεύσει … αύριο, ούτε κι ότι από την κατάρρευσή του − εάν και όταν συντελεστεί − θα προκύψει οπωσδήποτε μια καλύτερη κοινωνία κι ένας πιο ανθρώπινος πολιτισμός. Η κηδεμόνευση μάλιστα του μεγαλύτερου μέρους των «αντιπολιτευτικών» στο σύστημα δυνάμεων από τις βασικές καταγωγικές ιδέες του (ωφελιμισμός, αναγκοκρατία, γραμμική ιστορικότητα, ιεροποίηση της βίας, κ.λπ.), την οποία έχουμε επισημάνει πολλές φορές εδώ, δεν επιτρέπει τέτοιου είδους υπεραισιοδοξίες. Τουλάχιστον όχι προς το παρόν.
Βρισκόμαστε ακόμα σε τροχιά πτώσης προς το πολιτισμικό μηδέν. Η ίδια η επικράτηση στην πολιτική και τη γενικότερη σκηνή των φωνών που μιζάρουν στις γυμνές βιολογικές ανάγκες και την αυτοσυντήρηση τους, καθώς και η αίσθηση ότι όποια φωνή δεν μπαίνει σε τούτο το παιχνίδι είναι απίθανο να εισακουστεί από ένα ευρύτερο ακροατήριο, σηματοδοτεί μια πτώση του Συμβολικού Λόγου και μια αιχμαλώτισή του από το πεδίο της Μαγείας, χαρακτηριστική σε εποχές διάλυσης.
Δυο είναι οι κίνδυνοι, τώρα, για όποιους θέλουν ακόμη να μιλούν, αντέχουν να μιλούν, και δεν μπορούν να κάνουν χωρίς να μιλούν. Η απελπισία, ότι ένας λόγος που δεν υποκύπτει στη «μαγεία» δεν βρίσκει ακροατές∙ και ο πειρασμός να υποκύψει σε αυτήν προκειμένου να εισακουστεί. Απέναντί τους, αυτό που μπορεί να μας βαστήξει όρθιους είναι η πίστη − αυτή η υπέρτατη ένταση ανάμεσα στη βεβαιότητα και την αμφιβολία για κάτι που «γνωρίζουμε» αλλά μας διαφεύγει διαρκώς −, πως μόνο μέσα από την αντίσταση και σ’ αυτή την απελπισία και σ’ αυτό τον πειρασμό θα μπορέσει να αρθρωθεί ο Συμβολικός Λόγος, δηλαδή το «σύμβολο πίστεως» κι η ραχοκοκκαλιά μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας… όχι μόνο μιας «αυριανής» πιο ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά και μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας εδώ και σήμερα, μ’ εκείνους που γνωρίζουμε άμεσα κι εκείνους που συναντάμε θελημένα ή αθέλητα στην πορεία μας
Νηφαλιότητα, άλλωστε, πάει να πει επαγρύπνηση.
 
 

6 Σχόλια

  1. Ένα κείμενο για την κρίση το οποίο δεν σπαταλά ούτε μία λέξη σε κενολογίες περί [i]«πολιτικού συστήματος»[/i] αποτελεί – και μόνο γι’ αυτό – μια ένδειξη ότι ο διάλογος έχει αρχίσει να στρέφεται στα ουσιώδη. Πολύ περισσότερο, όταν:

    «Βρισκόμαστε ακόμα σε τροχιά πτώσης προς το πολιτισμικό μηδέν. Η ίδια η επικράτηση στην πολιτική και τη γενικότερη σκηνή των φωνών που μιζάρουν στις γυμνές βιολογικές ανάγκες και την αυτοσυντήρηση τους, καθώς και η αίσθηση ότι όποια φωνή δεν μπαίνει σε τούτο το παιχνίδι είναι απίθανο να εισακουστεί από ένα ευρύτερο ακροατήριο, σηματοδοτεί μια [i]πτώση του Συμβολικού Λόγου και μια αιχμαλώτισή του από το πεδίο της Μαγείας[/i], χαρακτηριστική σε εποχές διάλυσης.»
    ενώ
    «[…] καταρρέουν όλες εκείνες οι ιδέες, οι θεσμοί και οι πρακτικές μέσα από τις οποίες ο κυρίαρχος πολιτισμός βεβαιώνει, πως η κοινωνική σχέση είναι ισχυρότερη της γυμνής ανάγκης − δηλαδή όλα όσα του επιτρέπουν να παρουσιάζεται πειστικά ως [i]πολιτισμός[/i].»

    Μ’ ενδιαφέρει αυτή η αναφορά στο «συμβολικό» πεδίο – εφ’ όσον, φυσικά, συμφωνήσουμε ότι αυτό που ονομάζουμε έτσι δεν είναι άλλο από το πεδίο του [b]νοήματος[/b]. Μ’ ενδιαφέρει, λοιπόν, να παρατηρήσουμε ότι ο συγκεκριμένος Πολιτισμός – δηλαδή η Φιλοσοφία που τον κυοφόρησε – “φιλοδόξησε” ε υ θ ύ ς_ ε ξ_ α ρ χ ή ς_ να αφαιρέσει απ’ τον κόσμο το νόημα.

    Εφ’ ώ και καμμιά «κοινωνική σχέση» δεν κρινόταν ότι προτάσσεται της χρείας «κοινωνικού συμβολαίου».
    [b]Ο λόγος δεν θα μπορούσε – έκτοτε – παρά να προβαίνει άλογος, η κοινωνία ακοινώνητη, ο κόσμος άκοσμος.[/b]
    Η βιοτή εν τέλει θα έπαυε, καν, να διερμηνεύεται από τη φιλοσοφία… Η καθημερινότητα – ως εκ τούτων – θα γινόταν η πλέον α-Σήμαντη καθημερινότητα που οικειώθηκε, ποτέ, η Ιστορία!

    Ο [b]καπιταλισμός[/b], από κει και πέρα (ή, το “αγλάισμά” του, η χρηματιστηριακή παραγωγή χρήματος δ ι α μ έ σ ο υ_ του_ χ ρ ή μ α τ ο ς) δεν συγκροτεί, απλώς, ένα [b]σύστημα[/b] που “οφείλει” να διασωθεί. Απαρτίζει τη_ μ ό ν η Μορφή της Καθημερινότητας διά της οποίας θα μπορούσε να «συμβολισθεί» / «ολοκληρωθεί» εκείνη η – ιδρυτική – διαγραφή των συμβόλων.

  2. [quote]“φιλοδόξησε” ε υ θ ύ ς ε ξ α ρ χ ή ς να αφαιρέσει απ’ τον κόσμο το νόημα[/quote]

    Αναρωτιέμαι αν αυτό δεν ήταν μια άρνηση του νοήματος αλλά του ερωτήματος περί νοήματος.
    Δηλαδή αν διατυπώνεται άρνηση του νοήματος, αυτή η διατύπωση προϋποθέτει ένα ερώτημα: υπάρχει νόημα, ποιο είναι το νόημα των πραγμάτων; Το οποίο βέβαια θα ήταν γόνιμο.
    Ενώ θα έλεγα πως αυτό που συμβαίνει είναι η άρνηση, η αδιαφορία για το ίδιο το Ερώτημα.

    Και επειδή η γλώσσα μας είναι ωραία, μάλλον γίναμε ανέραστοι επειδή δεν ερωτάμε. (έχει πολύ ενδιαφέρον πόσο ηχητικά κοντά είναι αυτές οι δύο λέξεις, Έρωτας και Ερώτηση/-μα)

  3. Αγαπητέ Γιώργο, εκτιμώ ιδιαίτερα την υποδοχή σου αυτού του κειμένου και βέβαια συμφωνώ, ότι το πεδίο του συμβολικού λόγου είναι αυτό του νοήματος – το οποίο ο κυρίαρχος πολιτισμός προσπάθησε εξαρχής να εξαλείψει ακόμα και ως “θέμα” προς σκέψη και συζήτηση.

  4. Μόνο η πραγματική κατανόηση μπορεί να δώσει ένα τόσο πυκνό και σαφές κείμενο, που μπορεί και πρέπει να διαβαστεί πολλές φορές.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ