Σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή, ὄχι τόσο μακρινή, τὰ πρόσωπα μιλοῦσαν μὲ φειδὼ καὶ πολὺ συχνὰ σιωποῦσαν μπροστὰ στὴν τραγικότητα τοῦ πολύπαθου βίου τῶν ἀνθρώπων. Πίστευαν οἱ παλιοὶ πὼς τὰ «πολλὰ λόγια εἶναι φτωχὰ» κι ἀνήμπορα νὰ χωρέσουν τὴν ὀδύνη, τὴ συμφορὰ καὶ τὸ κρίμα.
Δὲν κατανοοῦμε σήμερα τούτη τὴ στάση. Συχνὰ τὴν ἑρμηνεύουμε ὡς παθητικὴ καὶ συνένοχη. Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς τελικά, δὲν διστάζουν νὰ καταγγείλουν μὲ φωνὴ σθεντόρια τὶς παλαιότερες γενιὲς ὡς ὑπαίτιες τῆς καλλιέργειας τῆς ἔμφυλης βίας, γιατὶ «ἡ σιωπὴ σημαίνει συγκάλυψη».
Κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι κάποτε, ἀπὸ τὶς σιωπές τους φτιάχναν λόγια ἀκριβά. Λόγια ποὺ θέλαν νὰ κατανοήσουν τὴν ἀνθρώπινη φύση, λόγια ποὺ ἐπιχειροῦσαν νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀνθρώπινη καρδιά, λόγια ποὺ γονάτιζαν γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἀνθρώπινο πόνο. Λόγια ποὺ δὲν εἶχαν τὴν ἔπαρση ὅτι εἶναι ἱκανὰ νὰ ἀλλάξουν τὸν κόσμο, ὅμως καλλιεργοῦσαν τὴν ἐλπίδα πὼς μπορεῖ τοῦτος ὁ κόσμος νὰ γίνει λίγο πιὸ φωτεινός. Ἔφτιαχναν, τότε, οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς σιωπές τους στίχους καὶ ποιήματα καὶ τραγούδια.
Ἕνα τέτοιο τραγούδι ἀκούστηκε τὸ 1975 ἀπὸ τὸν Μανώλη Μητσιά. Εἶχε γράψει τοὺς στίχους ὁ Νίκος Γκάτσος καὶ τὴ μουσικὴ ὁ Μάνος Χατζιδάκις. Τὸ τραγούδι φέρει τὸν τίτλο «Ὁ Γιάννης ὁ φονιάς».
«Ὁ Γιάννης ὁ φονιάς παιδὶ μιᾶς Πατρινιᾶς καὶ ἑνὸς Μεσολογγίτη».
Ἔτσι ξεκινᾶ τὸ τραγούδι, μὲ τοῦτα ἀκριβῶς τὰ λόγια. Ἔχει προηγηθεῖ μιὰ μικρὴ μουσικὴ εἰσαγωγὴ, στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ ἦχος τοῦ μπουζουκιοῦ. Τὸ λαϊκὸ αὐτὸ ὄργανο στὸ ρυθμὸ τοῦ χασάπικου μὲ ἔνταση ἀποκαλύπτει μυστικά, ὅλα ὅσα οἱ στίχοι δὲν ἀφηγοῦνται. Ὁ Γιάννης ἔχει σκοτώσει τὴ γυναίκα του, ἐκείνη ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο τὰ ἑπτὰ παιδιά τους, ἕξι ἀγόρια καὶ ἕνα μοναχὰ κορίτσι. Τὴν σκότωσε γιατὶ ἐκείνη τὸν ἀπάτησε μὲ τὸν καλύτερό του φίλο. Τὰ πρῶτα μουσικὰ μέτρα τοῦ τραγουδιοῦ ὑπονοοῦν τὴ βία, μιλοῦν γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἔχει συντελεστεῖ, ξεδιπλώνουν τὴν τραγωδία, ὄχι μὲ κάμερες καὶ αὐτόπτες μάρτυρες, ὄχι μὲ δημοσιογράφους καὶ εἰδήμονες, ἀλλὰ μὲ ἕναν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ ψυχὴ πληροφορεῖται γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ τὰ γεγονότα φέρουν καὶ ὄχι γιὰ τὰ ἐπιφαινόμενα. Ξέρει ὁ ποιητὴς πὼς οἱ λόγοι ἐνδέχεται νὰ προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ δράματος, νὰ ὑποκινήσουν τὴ φτηνὴ περιέργεια, νὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἄναρθες κραυγὲς χωρὶς νόημα· γι’ αὐτὸ παραχωρεῖ τὴ θέση τους στὸ μέλος.
Μὰ ὅταν τὰ λόγια τελικὰ προβάλλουν καὶ συναντοῦν τὴ μουσική, ἡ ἔνταση τοῦ μπουζουκιοῦ ὑποχωρεῖ, ὁ ἦχος γίνεται πιὸ λυρικός. Κι ὅμως, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἀκοῦμε μέσα σ’ αὐτὴ τὴ νέα μουσικὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἡ σκληρὴ ἀποκάλυψη πὼς ὁ Γιάννης εἶναι φονιάς. Ὁ Γκάτσος δὲν στρογγυλεύει τὰ πράγματα, δὲν κρύβεται, δὲν λέει μισόλογα: ὁ Γιάννης σκότωσε τὴ γυναίκα του καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι φονιάς. Μπορεῖ τὸ δικαστήριο νὰ τὸν ἀθώωσε, θεωρώντας πὼς ἡ δολοφονία ἔγινε «ἐν βρασμῷ ψυχῆς», μὰ τοῦτο δὲν ἀλλάζει τὰ πράγματα. Ὁ ποιητὴς δὲν καταγγέλλει τὸν Γιάννη, δὲν ἔρχεται νὰ τὸν δικάσει ἐκ νέου, ἁπλὰ περιγράφει τὴν πραγματικότητα. Μιλᾶ μονάχα γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ βλέπει. Ἡ πράξη τοῦ Γιάννη εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ἀμαυρώνουν τὴν ψυχή. Εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ σὲ ὁρίζουν, ποὺ σὲ μεταποιοῦν ἀπὸ κάτι ποὺ ἦσουν σὲ κάτι ποὺ ἔγινες. Ὁ Γιάννης, λοιπὸν, ἦταν σύζυγος καὶ ἔγινε φονιάς.
Ὁ Γκάτσος μιλᾶ γιὰ τὸν Γιάννη χωρὶς νὰ ξεχνᾶ πὼς κι ἐκεῖνος ἀνήκει στὸ ἀνθρώπινο εἶδος. Συνεχίζει νὰ τὸν λογίζει ὡς ἄνθρωπο. Ὁ Γιάννης παρὰ τὴ φρικτὴ πράξη του παραμένει παιδὶ μιᾶς γυναίκας ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ ἑνὸς ἄνδρα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Ἔχει μία γενεολογία κοντινὴ καὶ μία ποὺ ἐκτείνεται στὰ βάθη τῶν αἰώνων. Εἶναι ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Κάιν, τοῦ γιοῦ τῆς Εὔας καὶ τοῦ Ἀδάμ. Ἐκείνου τοῦ πρώτου φονιᾶ, ποὺ ἔχυσε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ του ἐπὶ τῆς γῆς. Εἶναι ὁ Γιάννης, τελικά, ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τῆ γενιὰ τοῦ θανάτου.
«Προχτὲς τὴν Κυριακὴ, μετὰ ἀπ’ τὴ φυλακή, ἐπέρασ’ ἀπ’ τὸ σπίτι.»
Αὐτὸς ὁ Γιάννης μιὰ Κυριακὴ ἐπέστρεψε στὸ χωριό του μετὰ ἀπὸ μιὰ σύντομη φυλάκιση, μετὰ ἀπὸ μιὰ δίκη ποὺ τὸν ἀθώωσε. Γυρίζει πίσω στὸν τόπο του, στὸ σπίτι του, στὴν οἰκογένειά του. Πολλοὶ συγχωριανοὶ εἶχαν στὸ πλευρό του σταθεῖ στὸ δικαστήριο. Ἔδωσαν μαρτυρία ὑπὲρ αὐτοῦ, γιατὶ ὁ Γιάννης ὑπερασπίστηκε τὴν τιμή του καὶ τὴν τιμή τους. Ὑποστήριξαν, δηλαδή, πὼς ὁ φόνος, τὸν ὁποῖο ὁ ἀπατημένος σύζυγος διέπραξε, ἦταν πράξη δικαιοσύνης.
Ὁ ποιητὴς συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα ἐπιλέγει ὡς ἡμέρα ἐπιστροφῆς τοῦ φονιᾶ στὸν τόπο του τὴν Κυριακή. Εἶναι ἡ μέρα ποὺ ὁ παπὰς τοῦ χωριοῦ διάβασε στὴν ἐκκλησιὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἴσως μάλιστα νὰ διάβασε ἐκεῖνο τὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διηγεῖται, πὼς ὅταν ὁ Ἰωσὴφ ὁ μνήστωρ ἀνακάλυψε πὼς ἡ Μαριὰμ κυοφοροῦσε ἕνα παιδί ποὺ δὲν ἦταν δικό του, ἐπειδὴ ἦταν δίκαιος, παράκουσε τὸν Νόμο τὸν Παλαιὸ καὶ δὲν θέλησε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν τιμή του, παραδίδοντας τὴν Παναγία στοὺς Ἰουδαίους γιὰ νὰ τὴν τιμωρήσουν μὲ θάνατο διὰ λιθοβολισμοῦ.
Ἢ μπορεῖ νὰ εἶχε ὁ παπὰς ἀναγνώσει ἐκείνη τὴν περικοπὴ στὴν ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἔσκυψε κάτω στὴ γῆ καὶ μὲ τὸ δάχτυλό του χάραξε λόγια (ποιοὺς στίχους ἄραγε νὰ ἔγραψε στὸ χῶμα ὁ τῶν πάντων ποιητής;) γιὰ μιὰ γυναίκα ποὺ οἱ Ἑβραῖοι συνέλαβαν ἐπ’ αὐτοφώρῳ νὰ μοιχεύει καὶ τὴν ἔστησαν στὴ μέση γιὰ νὰ τὴν λιθοβολήσουν. Κι ἐμπόδισε τὸ ἔργο τῶν γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων λέγοντάς τους: «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτήν».
Εἶναι Κυριακὴ ἡ μέρα ποὺ γύρισε στὸ χωριὸ ὁ Γιάννης, θυμίζοντας σὲ ὅλους, πὼς εἶναι ἄλλη ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλη ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι τὸ αἰσθάνονται κι ὅλοι τὸ ξέρουν. Τὸ δίκιο τοῦ Θεοῦ καλεῖ τὴν καρδιὰ νὰ κινηθεῖ στὴ συγχώρεση, δὲν ὁπλίζει τὸ χέρι. Ἡ Κυριακὴ τελικά, ἐλέγχει τὰ πρόσωπα καὶ τὴν κοινότητα γιὰ τὴ σκληροκαρδία τους, φανερώνει καὶ τὴ δική τους εὐθύνη.
«Τοῦ βγάλαμε γλυκό, τοῦ βγάλαμε καὶ μέντα, μὰ γιὰ τὸ φονικὸ δὲν εἴπαμε κουβέντα».
Αὐτὰ τὰ πρόσωπα ποὺ τὸν δικαίωσαν δέχονται τὸν Γιάννη στὴ μεγάλη κάμαρα τοῦ σπιτιοῦ, στὴ σάλα. Ὁ Γκάτσος στήνει μὲ τρόπο θεατρικὸ τὴ σκηνή. Στέκεται ὁ Γιάννης ἀνάμεσα στὴν οἰκογένειά του, ἀνάμεσα στὴν κοινότητά του, ἀνάμεσα σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ὑποστήριξαν, μὰ εἶναι φανερὸ πὼς ὅλοι τὸν κρατοῦν σὲ μιὰ ἀπόσταση. Ὑποβόσκει στὴ στάση τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν κάτι ἀντιφατικό. Τὸν δέχονται, μὰ δὲν τὸν καλωσορίζουν. Τὸν τοποθετοῦν ἀνάμεσά τους, μὰ δὲν τὸν ἐνσωματώνουν. Ἐπεδίωξαν τὴν ἀθώωσή του, μὰ δὲν τὸν δικαιώνουν.
Οἱ γυναῖκες τοῦ προσφέρουν τὰ τυπικὰ κεράσματα. Δέχεται ὁ Γιάννης τὸ γλυκό, βρέχει τὰ χείλη του μὲ τὸ λικὲρ τῆς μέντας, ὅπως ἐπιτάσσει ἡ παράδοση κατὰ τὴν ὑποδοχὴ ἑνὸς ἐπισκέπτη. Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ σπίτι του! Ἐκεῖ βρίσκονται τὰ παιδιά του, τὸ βιός του, ὅ,τι ἔχει καὶ δὲν ἔχει! Κι ὅμως ὁ Γιάννης εἶναι πλέον ξένος μέσα στὸ ἴδιο του τὸ σπίτι. Φέρει τὸ στίγμα τοῦ Κάιν. Λέει ἡ Γραφὴ πὼς ὁ Θεὸς στιγμάτισε αὐτὸν τὸν πρῶτο φονιὰ τῆς ἱστορίας τῶν ἀνθρώπων στὸ πρόσωπο, ὥστε νὰ ἀναγνωρίζεται ὡς καταραμένος ἀπ’ ὅλους. Ἔτσι κι ὁ Γιάννης φέρει μυστικὰ τὸ σημεῖο τοῦ φονιᾶ, τὸ σημάδι ποὺ τρομάζει. Γι’ αὐτὸ ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν στήριξαν φοβοῦνται κι εἶναι προσεκτικοὶ στοὺς λόγους τους. Δὲν ἐπιθυμοῦν μπλεξίματα, δὲν θέλουν νὰ διεγείρουν τὸν θυμὸ τοῦ Γιάννη, ποὺ σκότωσε τὴ γυναῖκα π’ ἀγαποῦσε. Γι’ αὐτὸ δὲν ἔχουν καμία κουβέντα νὰ μοιραστοῦν μαζί του, καμία συζήτηση νὰ ἀνοίξουν γιὰ τὸν «δίκαιο» τοῦτο φόνο.
«Μονάχα τὸ Φροσί, μὲ δάκρυ θαλασσί, στὰ μάτια τὰ μεγάλα
τοῦ φίλησε βουβὰ τὰ χέρια τ’ ἀκριβά, καὶ βγῆκε ἀπ’ τὴ σάλα.
Δὲν μπόρεσε κανεὶς τὸν πόνο της ν’ ἀντέξει
κι οὐτ’ ἕνας συγγενὴς νὰ πεῖ δὲν βρῆκε λέξη».
Τὴν ὥρα αὐτὴ τῆς ἀμηχανίας ὁ Γκάτσος ἐμφανίζει τὴν Εὐφροσύνη, τὴν μοναχοκόρη τοῦ Γιάννη. Τὴν διακρίνει κανεὶς ἀπὸ τὰ μεγάλα της μάτια. Ἴσως τὰ μάτια τῆς μητέρας της. Τὰ πονεμένα μάτια αὐτὰ ποὺ γέμισαν μὲ τὶς εἰκόνες τῆς φρίκης, ἐκεῖνα ποὺ γέμισαν μὲ τὸ θαλασσὶ δάκρυ τῆς ἀπελπισίας. Μονάχα αὐτὸ τὸ κορίτσι, τὸ Φροσί, τοποθετεῖται ἔναντι τοῦ ἄδικου, ἀψηφᾶ τὸν φόβο τῶν πολλῶν, τολμᾶ νὰ σπάσει βουβὰ τὴ σιωπή. Βηματίζει πρὸς τὸν πατέρα, πιάνει τὰ χέρια τοῦ φονιᾶ καὶ τὰ φιλᾶ. Εἶναι τὰ χέρια τοῦ δικοῦ της πατέρα, ποὺ τόσες φορὲς τῆς χάιδεψαν τὸ πρόσωπο τρυφερά. Εἶναι τὰ χέρια ποὺ φέρουν ἀκόμα τὸ αἶμα τῆς μητέρας της, γιατὶ τὸ αἶμα ποτὲ δὲν σβήνει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ φονιᾶ. Εἶναι τὰ χέρια τοῦτα τὰ ἀκριβὰ ποὺ ἀσπάζεται γιὰ τελευταία φορά. Τὸ Φροσί δὲν ἔχει μάνα πλέον, μὰ οὔτε πατέρα. Δὲν ἔχει οἰκογένεια. Δὲν ἔχει χωριό. Δὲν ἔχει ἀσφάλεια. Δὲν ἔχει τιμή. Δὲν ἔχει ἑαυτό. Γι’ αὐτὸ φεύγει ἀπὸ τὴ σάλα τῆς θλιβερῆς αὐτῆς σύναξης. Φεύγει ἀπὸ τὸ χωριό της. Φεύγει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Φεύγει ἑκούσια ἀπὸ τὴ ζωή. Τὸ Φροσὶ λίγο καιρὸ μετὰ θὰ χαθεῖ στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου κάπου στὴν Ἀθήνα. Ἡ μορφὴ αὐτοῦ τοῦ κοριτσιοῦ ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακριά, ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων. Δὲν εἶναι μιὰ ἀκτιβίστρια τῶν γυναικείων δικαιωμάτων ποὺ καταγγέλλει καὶ ἀπαιτεῖ τὴ δικαίωση τῆς μάνας της. Δὲν εἶναι ἕνα ἀκόμα θύμα ποὺ ὑποτάσσεται στὴ μαύρη του μοίρα. Εἶναι μιὰ ἡρωίδα κάποιας ἀρχαίας τραγωδίας ποὺ ἑκούσια κατέρχεται στὸν Ἅδη ὡς θυσία γιὰ νὰ παύσει ἡ ὕβρις τοῦ πατέρα καὶ τῆς κοινότητας.
«Κι ὁ Γιάννης ὁ φονιὰς στὴν ἄκρη τῆς γωνιᾶς
μὲ τοῦ καημοῦ τ’ ἀγκάθι
θυμήθηκε ξανὰ φεγγάρια μακρινὰ
καὶ τ’ ὄνειρο ποὺ ἐχάθη».
Ὁ Γιάννης εἶχε ἀγαπήσει τὴ γυναίκα του. Κλέφτηκαν στὰ μικρά τους χρόνια. Παντρεύτηκαν κι ἔκαναν παιδιά. Κι ἦταν μουσικὸς ὁ Γιάννης μὲ εὐαισθησία καὶ λεπτότητα. Ἔπαιζε λαοῦτο μὲ ψυχή, ὅπως ἔλεγαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν εἶχαν ἀκούσει. Στὶς χαρὲς τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἐκεῖ. Στὰ σπίτια τῶν φίλων καὶ στὸν καφενὲ τοῦ χωριοῦ, τραγουδοῦσε τὰ βράδια τὰ πάθια καὶ τοὺς καημοῦς τῶν ἄλλων. Πολλὰ φεγγάρια θὰ μποροῦσαν νὰ δώσουν μαρτυρία γι’ αὐτό.
Τώρα ὅμως ἡ ζωή του εἶναι ἀσέληνος. Τώρα δὲν ἔχει φωνὴ νὰ τραγουδήσει τὸ δικό του καημό, ἐκεῖνον ποὺ σὰν ἀγκάθι πληγώνει τὴν ψυχή του. Τώρα ὁ Γιάννης πλέον βρίσκεται στὴν ἄκρη, ἀδύναμος, τραγικός, κενός. Βρίσκεται στὴ γωνία τῆς κάμαρας ἐγκλωβισμένος, καταδικασμένος, καταραμένος. Σκότωσε τὴ γυναίκα του. Ὁδήγησε στὸ σκοτάδι τὴν κόρη του. Ὅ,τι θηλυκὸ εἶχε τὸ σπίτι του χάθηκε ὀριστικὰ ἀπ’ τὸ δικό του χέρι. Θανάτωσε τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ φῶς τῆς ζωῆς του. Τώρα τὸ ὄνειρο ἐχάθη. Τώρα, τὸ ξέρει κι ἴδιος, εἶναι ὁ Γιάννης ὁ φονιάς.
Δημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος (αρ. 370, Ιούλιος-Αύγουστος 2024) του περιοδικού "Πειραϊκή Εκκλησία", μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Η γυναίκα».
Η ζωγραφική παράσταση που συμπληρώνει τη σελίδα αποτελεί ιχνογράφημα θεατρικού σκηνικού, φιλοτεχνημένου από τον Γιάννη Τσαρούχη.
Ωραία η ατμόσφαιρα της συγχωρήσεως από την κοινότητα και τους δικαστές και κατανοητή η απόφασή τους όσον αφορά εκείνη την εποχή, καλή και η σιωπή για να μην ανοίξουυμε πληγές, αλλά ας μην εξιδανικεύουμε την ελληνική παραδοσιακή κοινωνία σε όλα!
Καλός ο κώδικας της τιμής που ίσχυε τότε, για να έχουν κάποιο φόβο (“ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου”) όσοι (μάλλον, όσες) σκέφτονταν να μοιχεύουν αλλά μονόπλευρος! Γιατί “εγκλήματα τιμής” έχουμε ακούσει κι ακούμε πολλά, αλλά μόνο από άνδρες! Όταν μοιχεύει η γυναίκα, το αίμα ξεπλένει την αμαρτία. Όταν ο άνδρας κάνει το ίδιο, δεν τρέχει τίποτα! Ε, αυτό παραπέμπει στο Ισλάμ και στους κώδικες που ισχύουν στα βάθη της Ανατολής, όχι στην Ορθοδοξία!
Έναν οδοντίατρο τον απατούσε εξακολουθητικά η γυναίκα του. Ο πνευματικός του, πολιός Αγιορείτης ηγούμενος, τον συμβούλευε να κάνει υπομονή. Κι αυτός αγωνιζόταν πνευματικά, δεχόταν τη χάρη του Θεού, και το έβλεπες στο αλλοιωμένο από την κατάνυξη πρόσωπό του. Κι ο Θεός του έστελνε ανθρώπους να τον στηρίζουν, όπως την κόρη ενός ιερέα που έχει φήμη αγίου κι έναν άστεγο που τον σταμάτησε στον δρόμο και τον συμβούλεψε πώς ν’ αντιμετωπίσει τον πόνο του, σαν να τα ήξερε όλα όσα περνούσε. Κι έχω την αίσθηση πως τον κατέταξε “μετὰ τῶν Ἁγίων” Του.
Κι ο Παπαδιαμαντης έγραψε για μια γυναίκα που όχι μόνο δεν αντέδρασε στον παράνομο δεύτερο γάμο του συζύγου της, γιατί αυτή δεν του έκανε παιδιά, και δεν του κράτησε κακία, αλλά και βοήθησε τη νέα του σύζυγο να τα αναθρέψει και την υπερασπιζόταν απέναντι στον θυμό του άντρα.
“Ἡ Σεραΐνα ἐπέζησε δέκα ἢ δώδεκα ἔτη, ὅσα ἤρκουν διὰ ν᾿ ἀναθρέψῃ τὰ τέκνα τοῦ Κουμπῆ. Ἀνεπαύθη κ᾿ ἐτάφη ἔξωθεν τοῦ ναΐσκου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, σιμὰ εἰς τὴν πελωρίαν κοκκινομορέαν καὶ παρακάτω ἀπὸ τὸν τεράστιον σχοῖνον, κυρτὸν ἐν εἴδει καλύβης καὶ ἀποστάζοντα δάκρυ λιβάνου, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὴν ὡραίαν καὶ τόσον ζωηρὰν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, τὴν ἐπὶ τοῦ ἀνωφλίου τοῦ ναοῦ.
Ὅταν ἐπῆγαν μετὰ τρία ἔτη νὰ σκάψουν διὰ τὴν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων της, λεπτὸν θεσπέσιον ἄρωμα ὡς βασιλικοῦ, μόσχου καὶ ρόδου ἅμα, ἀνῆλθεν εἰς τοὺς μυκτῆρας τοῦ ἱερέως, τοῦ σκάπτοντος ἐργάτου, τῆς Λελούδας καὶ δύο ἄλλων παρισταμένων γυναικῶν.
Τὰ κόκκαλά της εἶχον εὐωδιάσει” (Ο Γάμος του Καραχμέτη, επίλογος).
Αυτό είναι το Ορθόδοξο ήθος!
«[…] ας μην εξιδανικεύουμε την ελληνική παραδοσιακή κοινωνία σε όλα!»
Παραλαμβάνω ως “κεραυνό εν αιθρία” ετούτη την φράση. Διότι είναι προφανές ότι δεν συνάπτεται σε τίποτα προς το προκείμενο… κείμενο.
Φοβάμαι λοιπόν ότι κατατίθεται (και δη, εκ μέρους ενός ανώνυμου – εις βάρος ενός επώνυμου) μόνο και μόνο για να υποδηλώσει: Φύγε εσύ να έρθω εγώ!
…Για να ξαναπώ μάλιστα εκείνο – απλώς – που μας λένε αιωνίως οι εφημερίδες…
# Η πολυτιμότητα της συγκεκριμένης ανάρτησης, όμως, είναι ακριβώς ότι μας φέρνει “ένα βήμα μετά” από εκεί όπου μας διαφωτίζει η “εφημεριδογραφία” μας.
Αγαπητέ Γιώργο,
Ξέρεις ποιος είμαι και γιατί γράφω με χρηστώνυμο. Κι όταν οι κανόνες του παρόντος ιστολογίου επιτρέπουν τα σχόλια με χρηστώνυμα, το να επιτίθεσαι ad hominem σε κάποιον σχολιαστή γι’ αυτόν τον λόγο κι όχι σ’ αυτά καθ’ εαυτά τα επιχειρήματα ή την κριτική του, είναι παράλογο και ανέντιμο.
Συνεπώς, αυτό που γράφεις “κατατίθεται (και δη, εκ μέρους ενός ανώνυμου – εις βάρος ενός επώνυμου) μόνο και μόνο για να υποδηλώσει: Φύγε εσύ να έρθω εγώ!”, όταν ξέρεις την προϊστορία μου εδώ, είναι αισχρά υποκριτικό!
Με το άρθρο συμφωνώ εν μέρει. Έχω όμως την εντύπωση (κι εύχομαι να κάνω λάθος) πως υπογείως, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία του συντάκτη του, προωθεί μια κουλτούρα σεβαστή μεν, αλλ’ όχι ακριβώς Ορθόδοξη.
Και φυσικά δεν έχω καμιά διάθεση για προβολή ή παιχνίδια εξουσίας. Ό,τι γράφω το γράφω μόνο από σεβασμό στην Αλήθεια της πίστεως μας· για τίποτε άλλο.
Αγαπητέ Theo
νομίζω ότι ο σχολιασμός σου είναι αφετηριακά λανθασμένος.
Πουθενά μέσα στο κείμενο δεν φαίνεται ότι είναι “Καλός ο κώδικας της τιμής που ίσχυε τότε, για να έχουν κάποιο φόβο […]” και δεν νομίζω ότι γίνεται “εξιδανίκευση της Ελληνικής παραδοσιακής κοινωνίας σε όλα”.
Έτσι τουλάχιστον αντιλαμβάνομαι προσωπικά τις αναφορές στο ευαγγέλιο του Ιωσήφ του μνήστορος και στο «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτήν». Καταδεικνύει νομίζω το κείμενο ότι όπου δεν επικρατούν παραδείγματα σαν του οδοντιάτρου που ανέφερες αλλά αντίθετα “παίρνουμε το νόμο στα χέρια μας” καταλήγουμε τελικά σε “αγκάθια” που μας τρυπούν μια ζωή και σε “όνειρα που χάνονται”, καταλήγουμε τελικά στο πικρό βασανιστικό βίωμα του “Γιάννη του Φονιά”.
Το “πνεύμα” του κειμένου νομίζω συνοψίζεται στην πρώτη πρότασή του. “Σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή, ὄχι τόσο μακρινή, τὰ πρόσωπα μιλοῦσαν μὲ φειδὼ καὶ πολὺ συχνὰ σιωποῦσαν μπροστὰ στὴν τραγικότητα τοῦ πολύπαθου βίου τῶν ἀνθρώπων.”
Αυτό είναι κάτι που η σημερινή μας κοινωνία το έχει χάσει. Τα πάντα γίνονται reality και βορά “αναλύσεων”…
Ίσως η “κεκρυμένη ευχή” του κειμένου να είναι εμείς σαν πρόσωπα να ξαναβρούμε αυτήν την στάση της φειδούς στα λόγια, ειδικά μπροστά στην “τραγικότητα του πολύπαθου βίου” μας μπας και καταφέρουμε να αναπέμψουμε “λόγο” προς Εκείνον που μπορεί πράγματι να βοηθήσει και να θεραπεύσει…
Ταυτίζομαι μαζί σου στο “Ό,τι γράφω το γράφω μόνο από σεβασμό στην Αλήθεια της πίστεως μας· για τίποτε άλλο”.
Να είσαι καλά…
Αγαπητέ Γιώργο,
Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε ανθρώπινα και σεβόμενοι ο ένας την άποψη του άλλου. Αλλά όταν κανείς κάνει δίκες προθέσεων και δολοφονίες χαρακτήρων για να επικρατήσει η άποψή του, το μόνο που μπορεί να καταφέρει είναι να προκαλέσει εντάσεις, και είτε ο άλλος να του απαντήσει στον ίδιο τόνο, είτε να αποχωρήσει αηδιασμένος, αν σέβεται τον εαυτό του.
Όχι, για μένα δεν είναι προφανές ότι η κριτική μου δεν έχει βάση.
Αν διαβάσει κανείς τους στίχους του Γκάτσου, θα δει ότι ο π. Μιλτιάδης το προχώρησε πολύ, φτάνοντας από την απλή ιστορία του στιχουργού σ’ ένα σωρό προεκτάσεις, συμπληρώματα και υποθέσεις, με αφετηρία πάντοτε το παραδοσιακό ήθος των προηγούμενων γενεών.
Φυσικά, όταν το ποίημα φεύγει από τη γραφίδα του στιχουργού, μπορεί ο καθένας να το ερμηνεύσει όπως θέλει. Κι ένας άλλος θα μπορούσε να συμπληρώσει ερμηνευτικά τους στίχους του ποιητή διαφορετικά, ακόμα και αντίθετα με τον π. Μιλτιάδη. Η δε ερμηνεία του τελευταίου τείνει προς την εξιδανίκευση κάποιων συμπεριφορών, κατά την ταπεινή μου γνώμη.
Και εξηγούμαι: Με ενόχλησε το παρακάτω απόσπασμα:
“Πολλοὶ συγχωριανοὶ εἶχαν στὸ πλευρό του σταθεῖ στὸ δικαστήριο. Ἔδωσαν μαρτυρία ὑπὲρ αὐτοῦ, γιατὶ ὁ Γιάννης ὑπερασπίστηκε τὴν τιμή του καὶ τὴν τιμή τους. Ὑποστήριξαν, δηλαδή, πὼς ὁ φόνος, τὸν ὁποῖο ὁ ἀπατημένος σύζυγος διέπραξε, ἦταν πράξη δικαιοσύνης.”
Δεν είναι βέβαιο ότι ο συντάκτης του κειμένου συμμερίζεται αυτές τις μη Ορθόδοξες και μη φιλάνθρωπες (ως προς το θύμα) αντιλήψεις των χωρικών (κι αυτή αμάρτησε, αλλά δεν τη συγχώρεσαν και δικαιολόγησαν τον φόνο της· μέτρησε μέσα τους περισσότερο αυτός ο επάρατος κώδικας “τιμής” από τη ζωή ενός ανθρώπου).
Αλλά και το αντίθετο δεν είναι βέβαιο. Γι’ αυτό, θέλησα να δώσω κάποια άλλα παραδείγματα, από τη ζωή και την ποιμαντική φωτισμένων πνευματικών, να ισορροπήσει περισσότερο η πλάστιγγα για όσους αντιδρούν ή θα αντιδράσουν σαν και μένα στο παραπάνω απόσπασμα.
Έγραψα πως συμφωνώ εν μέρει με το άρθρο. Έχει μια ευαισθησία, μια προσπάθεια κατανόησης κάποιου που εγκληματεί “ἐν βρασμῷ ψυχῆς”, μια υπόδειξη για αποφυγή των φωνών και των εντάσεων. Όσο γι’ αυτά που γράφεις για την πρώτη πρότασή του, έγραψα κι εγώ στο πρώτο μου σχόλιο “καλή και η σιωπή για να μην ανοίξουμε πληγές” και φυσικά το εννοούσα.
Δηλαδή, δεν αντιπαρατέθηκα στον π. Μιλτιάδη, αλλά προσπάθησα να συμπληρώσω κάποια πράγματα, για να μην αιωρούνται παρεξηγήσεις.
Υγίαινε κατ’ ἀμφω!
Αγαπητέ Theo,
δεν νομίζω ότι το απόσπασμα που σε ενόχλησε έχει στοιχεία άποψης που μπορεί να τα συμμερίζεται κανείς ή όχι. Έχω την αίσθηση ότι, σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον, είναι μια καταγραφή γεγονότων της επικρατούσας (δεν είναι η μόνη) θεωρίας του ποιος ήταν ο Γιάννης ο Φονιάς στους στίχους του Γκάτσου και πως τελικά αθωώθηκε ενώ είχε κάνει φόνο.
Αλλά αυτό είναι πράγματι υποκειμενικό θέμα και πως το αντιλαμβάνεται ο καθένας.
Όπως και να είναι προσωπικά θεωρώ ότι στην όλη συζήτηση όμορφα στοιχεία έχουν ανακύψει. Μακάρι ο “Γιάννης ο Φονιάς” (και κάθε τέτοιος Γιάννης μας) να είχε τη στάση του οδοντιάτρου που αναφέρεις… Πόσο καλύτερα θα ήταν…
Καλή δύναμη!
Υ.Γ. Τι ωραία ευχή το “Υγίαινε κατ’ άμφω”.
Σ’ ευχαριστώ! Αμήν για όλους μας!
Αγαπητέ Γιώργο,
Χθες το βράδυ, διαβάζοντας βιαστικά το σχόλιό σου, νόμισα πως ήταν του Καστρινάκη κι απάντησα σαν να ήσουν εκείνος. Αν το πρόσεχα, δεν θα έγραφα κάποια λόγια.
Συγγνώμη, αλλά δεν πειράζει. Όσα έγραψα ισχύουν γενικότερα, έστω κι αν κάποια είχαν άλλον αποδέκτη.
Ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος έγραφαν με συνείδηση εξιστόρησης (μουσικής και στιχουργικής) Τραγικής.
Εξ ού και η αφαιρετικότητα: ξέρουμε πως το έγκλημα του Γιάννη είναι έγκλημα τιμής αλλά πουθενά δεν γίνεται λόγος για την ακριβή του φύση. Προσωπικά π.χ, ακούγοντας το από μικρός ο νους μου πήγαινε σε κάποιου είδους υπεράσπισης της τιμής ή της ζωής της Φρόσως από τον Γιάννη, σενάριο τελικά ιστορικά λανθασμένο.
Όμως, το να κρίνουμε με όρους ορθόδοξης πνευματικότητας ένα γεγονός που εμπεριέχει στοιχεία και διλήμματα αρχαίας τραγωδίας είναι κατά την γνώμη μου εξ αρχής αποπροσανατολιστικό.
Δεν ενδιαφέρει εάν είναι άγιος η όχι ο Γιάννης ούτε εάν αυτός είναι ηθικό πρότυπο, αλλά κάτι άλλο: το πώς το βάρος μίας κοινότητας και των ισχυρών σχεδόν «θεϊκών» άγραφων νόμων της πέφτει στους ώμους των δύο πρωταγωνιστών και τους συντρίβει τελειωτικά. Από εκεί και πέρα, η κρίση ανήκει στον Θεό.
Η Τραγωδία αναδεικνύει το ανθρώπινο αδιέξοδο και το «φεγγάρι που εχάθει» .
Ο Μάνος και ο Γκάτσος σε αυτό είναι εξαιρετικά καίριοι!
Η Ορθόδοξη πνευματικότητα είναι η συνθήκη που ακριβώς αίρει το αδιέξοδο αυτό, με έναν τρόπο εντελώς παράδοξο και καθόλου εύκολο να ιστορηθεί που σηματοδοτούν οι συνθήκες της εισόδου του Θεού στην ιστορία, τον οποίο (τρόπο) καλώς η κακώς ο Γκάτσος* δεν έχει σκοπό να τον θίξει.
Αμφότερα, Τραγωδία και πνευματικότητα, αγαπούν πάντως την σιωπή.
(*) η θρησκευτικότητα του Γκάτσου παρεμπιπτόντως θα ήταν ένα φοβερά ενδιαφέρον θέμα ειδικής μελέτης.
Ναι, κι εγώ το προσέλαβα το τραγούδι σαν αρχαία τραγωδία.
Δεν είμαι σίγουρος αν αναφέρεται σε έγκλημα “τιμής” (πολύ πιθανόν) αλλά με ξένισαν οι προεκτάσεις του συντάκτη του παρόντος άρθρου πως ο φονιάς πήγε στην εκκλησία κι ίσως και ν’ άκουσε μια συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή και πως τάχα οι συγχωριανοί (και μετά ο δικαστής) τον αθώωσαν γιατί υπερασπίστηκε την “τιμή” ΤΟΥΣ (δε νομίζω να προκύπτει από κάπου ότι αυτό ήθελε να πει ο Γκάτσος). Όπως διαβάζω εγώ τους στίχους, το θεωρώ πιθανότερο να καταδικάστηκε, ν’ αποφυλακίστηκε μετά από χρόνια και τότε να επέστρεψε στο σπίτι που ίσως και να ‘ταν ο τόπος του εγκλήματος.
Εντάξει, επηρεασμένοι από τα βιώματα, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την καθημερινότητά μας, κλπ, μπορεί να οδηγηθούμε από κάποια κείμενα σε ποικίλες σκέψεις κι ιστορίες, αλλ’ ας είμαστε και λίγο φειδωλοί με τη φαντασία μας, όπως μας διδάσκει η ασκητική και νηπτική παράδοση της Εκκλησίας μας.
Φίλε Theo,
Μου δημιουργείται η εντύπωση ότι ίσως να έχεις διαβάσει το αρχικό κείμενο κάπως “διαγώνια”. Πουθενά δεν γράφει πως ο φονιάς πήγε στην εκκλησία αλλά ότι
“Ὁ ποιητὴς συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα ἐπιλέγει ὡς ἡμέρα ἐπιστροφῆς τοῦ φονιᾶ στὸν τόπο του τὴν Κυριακή”
και μάλιστα
“Εἶναι Κυριακὴ ἡ μέρα ποὺ γύρισε στὸ χωριὸ ὁ Γιάννης, θυμίζοντας σὲ ὅλους, πὼς εἶναι ἄλλη ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλη ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι τὸ αἰσθάνονται κι ὅλοι τὸ ξέρουν. Τὸ δίκιο τοῦ Θεοῦ καλεῖ τὴν καρδιὰ νὰ κινηθεῖ στὴ συγχώρεση, δὲν ὁπλίζει τὸ χέρι. Ἡ Κυριακὴ τελικά, ἐλέγχει τὰ πρόσωπα καὶ τὴν κοινότητα γιὰ τὴ σκληροκαρδία τους, φανερώνει καὶ τὴ δική τους εὐθύνη.”
Επιπροσθέτως, γκουγκλάρωντας (τι μετοχή κι αυτή Θεέ μου!) “Ο Γιάννης ο Φονιάς” μπορείς να δεις τις επικρατούσες θεωρίες για το ποιος ήταν. Η επικρατέστερη είναι αυτή που αναπτύσσεται στο κείμενο ( π.χ. https://www.mixanitouxronou.gr/o-quot-giannis-o-fonias-quot-itan-alithino-prosopo-kai-syzygoktonos-i-tragiki-istoria-piso-apo-to-tragoydi-toy-mitsia/ )
_______________________________________
Φίλε Χαράλαμπε,
πράγματι η θρησκευτικότητα του Γκάτσου είναι ένα ενδιαφέρον θέμα.
Ψάχνοντας στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Ερευνών βρήκα ένα διδακτορικό του 2007 σχετικό με τον Γκάτσο (Σταύρος Καρτσωνάκης) που σε ένα κεφάλαιό του αναφέρεται στην παρουσία του Χριστού στο έργο του Γκάτσου και συγκεκριμένα (σελίδα 299):
” Ο Χριστός, λοιπόν, στα τραγούδια του ποιητή, μπορούμε να υποθέσουμε ότι,
αφού οδηγεί στο «όνειρο», αντιστοιχεί σε ότι αυτό αντιπροσωπεύει. Λύση, σωτηρία,
ελπίδα, γαλήνη, έρωτα, αγάπη και οπωσδήποτε δεκάδες άλλες έννοιες, πάντα όμως με
θετικότατες συνυποδηλώσεις. Πρόκειται για μορφή αγαπημένη, ποιητικά τουλάχιστο,
που ποτέ δε θα υποβιβαστεί, χλευαστεί ή υποτιμηθεί ”
____________________________________
Καλή δύναμη σε όλους μας!
Ευχαριστώ για τη διόρθωση.
Ναι, το διάβασα βιαστικά το κείμενο, όχι όμως διαγώνια.
Τη θεωρία που υποστηρίζει η “Μηχανή του Χρόνου” την έχω δει, αλλά δε νομίζω πως είναι η επικρατέστερη, ούτε ο εν λόγω ιστότοπος είναι ο σοβαρότερος.
Περισσότερες θεωρίες στον ιστότοπο “Φιλολογικά”, ως βοήθημα για τα παιδιά της Γ΄ Λυκείου που διδάσκονται το τραγούδι, όπως φαίνεται: https://filologika.gr/lykio/g-lykiou/genikis-pedias/neoelliniki-logotechnia/o-giannis-o-fonias-analysi-periexomenou/
Και θεωρώ πως όλες έχουν κάποιο ψήγμα αλήθειας, δηλαδή πως κάπου ο Γκάτσος θ’ άκουσε μια ιστορία για ένα έγκλημα “τιμής” κι έπλασε τους στίχους του βάσει αυτού, όχι όμως αντιγράφοντας ακριβώς τα ιστορικά γεγονότα. Κι άλλαξε και τ’ όνομα του φονιά και την καταγωγή των γονιών του, έτσι που να ταιριάξουν στη μουσική που του έδωσε ο Χατζιδάκις. (βλ. παρακάτω) :
“Ο Νίκος αναρωτιόταν τι να κάνει τον Γιάννη τον φονιά, Κεφαλλονίτη ή Μεσολογγίτη, γράφοντας πάνω στην υπάρχουσα μουσική του Μάνου.
«Μην το κάνεις Κεφαλλονίτη» του έλεγα εγώ που προερχόμουν από το Μεσολόγγι, «δεν θα ‘χει αξία το φονικό, θα ‘χει γίνει από έναν τρελο-Κεφαλλονίτη». Αποφάσισε να τον κάνει «Μεσολογγίτη», λοιπόν, που θα έκρυβε κι έναν ηρωισμό η πράξη του. Με πείραζε πολύ μ’ αυτό.” (https://www.lifo.gr/culture/vivlio/o-agnostos-nikos-gkatsos-mesa-apo-tis-afigiseis-tis-agathis-dimitroyka)
Αγαπητέ Theo
Ακριβώς, και τολμώ να κάνω τον προβληματισμό μου κάπως ευρύτερο. Κατά πόσον δλδ «δικαιούμαστε» ως Χριστιανοί να εισάγουμε την πνευματική μας παράδοση ως άλλον από μηχανής θεό σε εύκολες ρομαντικές λύσεις δραμάτων-χωρίς να υπονοώ πως ο συγγραφέας κάνει κάτι τέτοιο.
Καθώς φαίνεται, τα δράματα τα αδιέξοδα και η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης που εδώ εκφράζεται π.χ. από την αδυναμία υπέρβασης του σκληρού κανόνα της «τιμής» της παραδοσιακή ελληνικής κοινότητας είναι τα «πάθια που δεν έχουν τελειωμό» και αυτό νομίζω πως ιστορεί ο Γκάτσος.
Από εκεί και έπειτα, το έλεος του Θεού, η υπέρβαση του αγίου, η Θεία δικαιοσύνη που στέκεται π.χ. στο τέλος της Φραγκογιαννούς, σαφέστατα υπάρχουν ως λύτρα της λύπης. Αλλά δεν την αναιρούν εύκολα ειδικά εάν ο πρωταγωνιστής δεν μπει εκουσίως στην συνθήκη αυτή όπως π.χ όντως πράττει ο Ιωσήφ ή ο οδοντίατρος που αναφέρατε.
Αγαπητέ Γιώργε Καμαριώτη
Η θρησκευτικότητα του Γκάτσου είναι κάτι αξιοσημείωτο καθώς ναι μεν απο συνεργάτες του κλπ φαίνεται να ακολουθεί το συνηθισμένο σε καλλιτέχνες μοτίβο «με τον Χριστό αλλά όχι με την Εκκλησία/ δεσποτάδες κλπ» αλλά ταυτόχρονα διαποτίζει πολλά τραγούδια και ποιήματα τολμώ να πώ με τρόπο βαθύτερο και από εκείνο του Ελύτη ο οποίος είχε μάλλον πολιτισμικό ενδιαφέρον επί του θέματος.
Αφήνω εδώ αυτό το καταπληκτικό που δείχνει βαθιά γνωση της υμονολογίας από τον ποιητή. Αξίζει σε περίπτωση που δεν το ξέρει κάποιος. Μουσική τσιαμούλη, ερμηνεία αλκίνοου
https://www.youtube.com/watch?v=xULp0X5E1tM
Συμφωνώ με το πρώτο σκέλος του σχολίου σας.
Ως προς το δεύτερο, οι άνθρωποι είμαστε αντιφατικοί, και δύσκολα κάποιος να καταλάβει τι κρύβει ο άλλος μέσα του. Πολλές φορές, όταν ο ποιητής ή ο πεζογράφος δονείται από κάτι εσωτερικά, αυτό φαίνεται σε κάποια κείμενά του, αν και νομίζω πως είναι παρακινδυνευμένο να κατατάξουμε κάπου ένα συγγραφέα, εν προκειμένω, να εκτιμήσουμε πόσο χριστιανός είναι. Κάποτε όλοι θα στηθούμε γυμνοί μπροστά στον Θεό, τότε “άποκαλυφθήσσονται πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί”, τότε θα τα δούμε όλα. Εν τω μεταξύ, ας δρέπουμε ό,τι καλό από τη θύραθεν γραμματεία, σαν τις μέλισσες, όπως μας διδάσκει ο Μ. Βασίλειος.
Φίλε Theo τις έχω δει αυτές τις πληροφορίες. Έτσι καταγράφονται πράγματι (ειδικά το βοήθημα για τα παιδιά της Γ’ Λυκείου μου είχε κάνει πολύ εντύπωση).
Φίλε Χαράλαμπε σ’ ευχαριστώ όσο δεν φαντάζεσαι! Όχι δεν το ήξερα! Ούτε το συγκεκριμένο ούτε τον δίσκο που το περιέχει (https://www.discogs.com/release/11200263-Χρίστος-Τσιαμούλης-Δωδεκάορτο)
Στα αρχαία χρόνια ο Θεός δικαιολογούσε τον λιθοβολισμό των μοιχών
Στα νέα χρόνια δικαιολογεί τη λύση του γάμου ώστε το θύμα να μπορέσει να ανακάμψει κ να μη βολοδέρνει ωσάν ναυάγιο σε μια σχέση που μόνο εξευτελισμό έχει να δώσει ίσως κ μια θέση σε κάνα ψυχιατρείο για το θύμα ή κ για τα τέκνα εφοσον υπαρχουν ..
Σήμερα εξαιτίας κάποιων “αγιοποιημένων” λογοτεχνών ή κάποιων πολιών ηγουμένων έχουμε τις πλέον εξευτελιστικες καταστάσεις όπου το θύμα κάνει δήθεν υπομονή στις ορέξεις του μοιχού ή της μοιχαλίδας!
Οποίος εξευτελισμός….
Λάσκαρης Πέτρος,
καθηγητής πληροφορικής
Κε Λάσκαρη
Μακάρι τα Ψυχιατρικά ιδρύματα να γέμιζαν από “καταπιεσμένα θύματα και τα τέκνα” εκείνων που αναφέρετε: Αν μή τι άλλο, στα “νέα μας χρόνια”, οπού οι λύσεις γάμου πλειοψηφούν, θα είχαν ξεμείνει από δουλειά οι ειδικοί του χώρου…
Αλλά εγώ βλέπω υπερωρίες και δεν νομίζω πως ο Παπαδιαμάντης και ο Ηγούμενος είναι η αιτία..
Καλό θα ήταν να μένατε στο εξευτελιστικό ίσως κ απάνθρωπο της συμβίωσης με μοιχό/αλίδα και να μη παραδίνεστε τόσο εύκολα στις φαντασιώσεις περί χαριτωμένων θυμάτων που γεννά το μυαλό “αγιοποιημένων” λογοτεχνών ή “πολιών” ηγουμένων που μπορεί να φτάσουν εύκολα ακόμη κ σε αγιοκατάταξη των θυμάτων! Οι αγιοκατατάξεις στις μέρες μας δεν είναι δα και κάτι σπάνιο!
Κε Λάσκαρη,
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, ξέρει βαθύτερα τον άνθρωπο από την τρέχουσα ψυχολογία η κοινωνιολογία. Κι ο Θεός ανταμείβει εσωτερικά όσους κάνουν υπομονή, κάτι που κάποιοι το βλέπουν και κάποιοι άλλοι (όσοι πορεύονται νοησιαρχικά στην καθημερινότητα και στις σχέσεις τους με τους άλλους) όχι. Κι όσα έγραψα για τον γνωστό μου οδοντίατρο δεν είναι φαντασίωση, επιτρέψτε να το ξέρω καλύτερα από σας. Άλλο, αν δεν βολεύει κάποιους ιδεοληπτικούς.