Στο παρόν άρθρο παρουσιάζεται το τελευταίο βιβλίο του Γάλλου πολιτικού επιστήμονα και μελετητή του Ισλάμ Ολιβιέ Ρουά που φέρει τον τίτλο: H ισοπέδωση του κόσμου. Η κρίση της κουλτούρας και η επικράτεια των κανονιστικών προτύπων (Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ).
Ο συγγραφέας στο βιβλίο του ασχολείται με τέσσερα ζητήματα που αφορούν: α) Τον αποπολιτισμό, την κρίση της κουλτούρας δηλαδή και την σήψη των αξιών καθώς και την απουσία κοινά μετεχόμενου νοήματος β) Την επέκταση των κανονιστικών προτύπων ως προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κρίσης της κουλτούρας γ) Την αποπολιτικοποίηση των κοινωνικών αντιθέσεων με την εστίαση σε προβλήματα ταυτότητας (φυλής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού) και τον παραμερισμό των κοινωνικοοικονομικών ζητημάτων δ) Την κρίση του ουμανισμού.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, τον αποπολιτισμό και την κρίση της κουλτούρας, το βιβλίο αναφέρεται στην έκλειψη των ουτοπιών και των μεγάλων αφηγήσεων, στην εξαφάνιση του δημόσιου κοινόχρηστου χώρου με την γκετοποίηση των φτωχών και τις καλά φυλασσόμενες γειτονιές των πλουσίων, στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού που ιεραρχεί ως υπέρτερη την επιτυχία από την δημιουργική εργασία και ομογενοποιεί τους τρόπους ζωής μέσω της κατανάλωσης, στον κόσμο των κοινωνικών δικτύων που αντικαθιστούν τον ορθό λόγο με την επιθυμία και την διασκέδαση και τέλος στην ανάπτυξη ποικίλων μορφών υποκουλτούρας που αναμειγνύουν στοιχεία προερχόμενα από διάφορους πολιτισμούς.
Ως προς το δεύτερο θέμα, την επέκταση των κανονιστικών προτύπων, ο Ολιβιέ Ρουά τονίζει ότι σήμερα τα ρητά κανονιστικά πρότυπα αντικαθιστούν τις άρρητες και υπονοούμενες σημασίες των επιμέρους πολιτισμών, ως ρυθμιστές των κοινωνικών συμπεριφορών. Ένα παράδειγμα επέκτασης των κανονιστικών προτύπων, μεταξύ πολλών άλλων που αναφέρονται στο βιβλίο, είναι η θέσπιση αυστηρών ποινών για την κακοποίηση των γυναικών από τους συντρόφους τους. Οι παραβατικές συμπεριφορές αυτού του είδους συνδέονται με την ανάδυση μιας ανδροκρατίας νέου τύπου, κατά πολύ βαναυσότερης απ’ ό,τι στο παρελθόν, καθώς δεν περιορίζεται πλέον πολιτισμικά από χαλινούς όπως ο ιπποτισμός. Ο ιπποτισμός ήταν μεν ανισωτικός, αλλά αποτελούσε ταυτόχρονα εξημέρωση της ακατέργαστης ανδρικής σεξουαλικότικοτητας. Απόντων των πολιτισμικών φραγμών, ως μόνη διέξοδος στην βία των ανδρών προβάλλει η επιβολή αυστηρής νομοθεσίας.
Η βασική ιδέα της θέσπισης δρακόντειων νόμων είναι ότι τα άτομα με την δύναμη των τιμωριών και των παροτρύνσεων θα εσωτερικεύσουν τις νέες αξίες και έτσι θα παγιωθεί μια νέα κουλτούρα. Κατά τον συγγραφέα όμως, η καταστολή χάνει συστηματικά τον στόχο της επειδή δεν ξέρει πώς να απαντήσει στην ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει σε κάτι υπερατομικό.
Το επιχείρημα του Ολιβιέ Ρουά για την άμετρη επέκταση της κανονιστικότητας όταν το κοινά μετεχόμενο νόημα, η κουλτούρα δηλαδή, έχει αποσυντεθεί, είναι εντυπωσιακό και μοιάζει απολύτως πειστικό. Βασίζεται όμως σε μια άκαμπτη διχοτομία μεταξύ πολιτισμού και κανονιστικών προτύπων. Στην πραγματικότητα η κουλτούρα δεν ήταν ποτέ πλήρως αυτόνομη από τους νόμους. Η κουλτούρα, μεταξύ των άλλων, εσωτερικεύεται με την μορφή των αρετών. Η εγγενής όμως αστάθεια των αρετών (η αδυναμία τους να κρατηθούν στο μέσον μεταξύ έλλειψης και υπερβολής) και η δυσχέρεια εναρμόνισής των πυροδοτεί την προσφυγή στον καταναγκασμό εκ μέρους του όποιου εντολοδόχου της εξουσίας. Ο συγγραφέας τείνει να παραβλέπει την διασύνδεση μεταξύ νόμων, πολιτικής εξουσίας και κουλτούρας.
Ένα άλλο θέμα που σχετίζεται με την επέκταση των κανονιστικών προτύπων είναι η κωδίκευση. Τα κανονιστικά πρότυπα επικοινωνούνται μέσω της κωδίκευσης. Σκοπός της κωδίκευσης είναι να κατασκευάζονται σχέσεις θεμελιωμένες σε μια ρητή και μονοσήμαντη επικοινωνία, όπου δεν υπάρχουν νύξεις, αμφισημίες και αποχρώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κωδίκευσης είναι τα λεγόμενα Globish. Η απόσπαση των Αγγλικών από την κουλτούρα τους και η απλοποίησή τους προκειμένου να μετασχηματισθούν σε μια οικουμενική γλώσσα δεν παραπέμπει σε εξαμερικανισμό της επικοινωνίας, αλλά στην ανάδυση μιας νέας εσπεράντο αποσπασμένης από οποιαδήποτε κουλτούρα.
Το τρίτο ζήτημα που εξετάζει ο Ολιβιέ Ρουά είναι η αποπολιτικοποίηση των κοινωνιών. Αρκετές κοινωνίες σήμερα μοιάζουν να πολώνονται γύρω από ζητήματα ταυτότητας και όχι κοινωνικοοικονομικά (όπως την κατάσταση της εργατικής τάξης και την ταξική πάλη). Η συζήτηση και η διαπάλη αφορά την θυματοποίηση και την προσωπική ταλαιπωρία ολοένα και μικρότερων υποομάδων και υποσυνόλων της κοινωνίας (ξεκινώντας από τις γυναίκες και τις καταπιεσμένες φυλετικές μειονότητες και καταλήγοντας στο ρευστό και πολυάριθμο σύμπαν των σεξουαλικών μειονοτήτων). Η λεγόμενη διαθεματικότητα δεν αναφέρεται στην σύζευξη των αγώνων ανάμεσα σε καταπιεσμένες υποομάδες, αλλά στην παρουσία στο ίδιο πρόσωπο πολλαπλών κατηγορημάτων (π.χ. μαύρη και ταυτόχρονα ομοφυλόφιλη εργάτρια). Η επ’ αόριστον κατάτμηση της ταυτότητας συντρίβει οποιαδήποτε αλληλεγγύη που είναι επαρκούς εύρους για να ταρακουνήσει τα πράγματα και να έχει πολιτικό αποτύπωμα.
Το τέταρτο και τελευταίο θέμα που θίγει ο συγγραφέας είναι η κρίση του ουμανισμού. Σε αντίθεση με τον ουμανισμό του Διαφωτισμού που αντιμετώπιζε τους ανθρώπους ως έλλογα όντα, σήμερα υπάρχει η τάση να αίρεται η διαφορά μεταξύ ανθρώπου και ζώου. Έτσι η μεγάλη διάδοση της πορνογραφίας στις μέρες μας είναι αποτέλεσμα της αποσύνδεσης της σεξουαλικότητας από την κουλτούρα, της προσπάθειας απανθρωποποίησής της. Δείγμα κρίσης του ουμανισμού είναι επίσης η κρίση της διαβούλευσης. Η επικρατούσα τάση είναι η προσφυγή σε μια αυταρχική παιδαγωγική, μέσω της επιβολής κανονισμών, χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη για συζήτηση και μάθηση.
Συνολικά το βιβλίο αποτελεί μια προσπάθεια να οικοδομηθεί μια περιεκτική θεωρία των κοινωνικών και πολιτικών τάσεων της εποχής μας. Κινείται πέραν της νοσταλγίας ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος και ταυτόχρονα πέραν μιας άκριτης προοδευτικότητας. Αποτελεί το αποκορύφωμα της πνευματικής παραγωγής του Ολιβιέ Ρουά και θα ήταν καλό να διαβαστεί από όλους εκείνους που νοιάζονται για την κρίση της κουλτούρας και τις συνέπειές της.