Εγώ ξεκρέμασα τη ζωή μου
από κάθε προοπτική
πέταξα τα μανταλάκια απ’ το σύρμα
(Ν. Καρούζος, Φωτογραφία)
Ο φίλος μου ο Κωστής σκανδαλίζεται (αλλοίμονο - μόνο ο Θεός και οι αδιάφοροι δε σκανδαλίζονται). Σου λέει: δεν μπορεί να υπάρχει τόσο φως και να χει τόσο μικρή απήχηση και στήριξη∙ δεν μπορεί να μη θες να βγεις από την εν σκότος «διαδρομολογία» σου και να περπατήσεις και λιγάκι, να δουλέψεις και λίγο «εξωσχολικά κι εξωεπαγγελματικά», να μη σπαταλήσεις λίγο τον εαυτό σου μες στο αγαθό, να μη πιστέψεις ότι «ο ένας τον άλλον χαίρεται», κι όποιος δεν φροντίζει - να χαίρεται και να χαροποιεί - δε χαίρεται ποτέ (όπως και να σου πλασάρεται). Κι αν δε χαίρεσαι, τί είσαι άνθρωπέ μου; Μετά, πώς χαίρεται κανείς;
Ο φίλος μου ο Κωστής νιώθει, σαν το φίλο μου τον Καμύ¹, τη μαθηματική σκοπιά των γεγονότων, που, πέρα από τους όγκους και τις μορφές, συμφωνιοποιεί μια φρίκη, μία αρνητική μεγάλη εικόνα, μία καφρίλα ως κορμικό αίσθημα μιας φυλλωσιάς κριμάτων.
Ο κώδικας είναι πάντα θηριώδης, ο σπάστης πάντα μικρός για να τον «κάνει καλά». Ο άνθρωπος αδικεί ενώ αδικείται αδιάκοπα. Κι άντε πείσε τον πως πρέπει να ασχοληθεί μόνο με το πρώτο ζήτημα∙ άντε φτάστον στο ότι, αν θέλεις το καλό, νικᾶται φύσεως τάξις², με τη χάρη του Θεού. Κι είναι σπαστικό, ένας τέτοιος σπάστης, με τέτοια προοπτική (αποφατικά: να παραιτηθεί των σπαστικών του, να πετάξει τα όπλα της επαναστατικότητας και συντηρητικότητας, που η μία φέρνει την άλλη αιωνίως) να θέλει, π.χ., μια βίλα στο φεγγάρι (να κάνει κι εκεί τα σπαστικά του). Αυτό δείχνει άλλη μία τρανή φυγή της καρδιάς κάποιου (κράτα την αυτή), η οποία δεν ζει σε ένα κόσμο φωτός «δεδομένο», αλλά στην κοσμάρα των δεδομένων εκ της ανθρωπίνης διαδοχής και παροχής∙ στη φρίκη, κατά τα παραπάνω.
Είμαστε τυφλοί, προικισμένοι με φυσική όραση. Παρατήρησέ μας στο δρόμο - σοβαροφανείς, στη δίνη της σημαντικότητας των υποθέσεών μας - και σκέψου το παραπάνω. Είμαστε σίγουροι για όλα, εκτός απʼ το τί είναι αυτός που είναι σίγουρος για όλα και ποια αυθεντία εκ του κόσμου τούτου είναι αρκετή να τον παιδαγωγήσει, να του δώσει όραμα ζωής, να του δώσει την αντιβίωση της φρίκης, την αίσθηση ότι η πραγματικότητα του ανθρώπου είναι μία μεγάλη ευλογία από μόνη της, πολύ μεγαλύτερη από τη ζωή αυτή, που είναι ουσιαστικά, κατά κόσμον και μόνο σκεπτόμενοι, μία διαχείριση της μοναξιάς και της ανεπάρκειάς μας, ντυμένη με συνθήματα ελπίδας, λογικότητας και συλλογικότητας, αξιοεπικρότητης αναβάθμισης.
*
Είναι ό,τι πιο ατομικιστικό και αλτρουιστικό (κι άλλες έξυπνες λέξεις, για να πούμε απλά «το μόνο αληθινό και έντιμο») να δεις και να ζεις με ένα και μόνο δεδομένο-οδηγό: οτιδήποτε συμβαίνει και γίνεται, συμβαίνει και γίνεται στην καρδιά ενός προσώπου - στο σώμα του, στο νου του, στις αισθήσεις του, στην προοπτική του εις αιωνιότητα, ενωμένα. Απόλυτα κι ασυζητητί: πουθενά αλλού, δε συνέβη ποτέ και τίποτα. Η συνείδηση του φυσικού αυτού δεδομένου είναι μία περιεκτική ειδωλοκλαστική σπουδή που μας ανθρωπεύει, μας ουσιαστικοποιεί πρακτικά. Το μεγάλο γεγονός: ο άνθρωπος (σκέτο). Και ιεροπρέπεια είναι που του πρέπει, όχι «υγεία πάνω απʼ όλα», «καλή διασκέδαση», κατάρτιση, αξιοποίηση, πελατοποίηση, ανάδειξη μες στα φτωχά μας σχέδια, μες στους ορίζοντες που δεν ορίζονται από πουθενά.
Ναι, ξεπεράσαμε τον Νεάντερταλ, που ήταν ο πρώτος που προσέφερε στους νεκρούς ταφή, τροφή και άνθη³, αλλά ξεπεράσαμε και τους νεκρούς αυτούς, ζώντας στο σώμα της ανθρωπότητας ως θειοειδή ενότητα οικογενειακή, χωρίς την ψευδαίσθηση της απόστασης (επικράνθη…).
Ό,τι αληθινά σκέπει τον άνθρωπο κοινωνείται, υπάρχει «ωσαύτως» (σκέποντας) και παντοτινά. Κανείς δεν απουσιάζει «σήμερον», τουλάχιστον σʼ αυτή την υπέρ ασόφων φιλοσόφων και αλόγων τεχνολόγων⁴ στενότητα και αδειοσύνη, τη μόνη ανοιχτότητα και πληρότητα. Κανείς, στα «ιδανικά του», δεν είναι ένας υγιής, υπερδραστήριος, δισεκατομμυριούχος ποντικός. Παρόλα αυτά, κατά τα άλλα, κανένας ποντικός δεν το πιστεύει αυτό. Κι έτσι, είτε Σίλικον Βάλεϊ είτε χαρτοκούτα-Πατησίων, θρησκεύει, μες στο κλουβί, τη ρόδα που γυρίζει για να γυρίζει (και θέλει κι ένα κλουβί στον Άρη!). Αλλά το κλουβί εντός υμών εστί, είτε το παρκάρεις στο ρεστοράν είτε στη γραμμή της μεθαδόνης.
Ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει στην καρδιά των πραγμάτων. Άνευ καρδίας προσωποποιημένης, ουδαμού κι ουδέν θα ήταν άξιο ονομασίας, μνημόνευσης και ευχαριστίας. Όταν κάποιος μου λέει ότι «δε ξέρω τί φρούτα ανθρώπων θα προκύψουν απʼ το project μου», ξέρω, εξαρχής, ότι το τελευταίο δεν είναι φυσικό αλλά παραφυσικό κατασκεύασμα, ότι έχει εκ θεμελίων γραμμένη την ανθρώπινη υπόσταση (πρωτίστως τη δική του). Θέλεις εξέλιξη, θέλεις ανθρώπινα δικαιώματα; Ζήσε σα να χεις μόνο υποχρεώσεις κι όλοι θα αποκτήσουν τα δικά τους, λέει η Weil5. Θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο; Ναι, κι ο Μαρξ που «μπόρεσε να περιγράψει το είδος της κοινωνίας που θα ‘θελε να δει∙ αυτό είναι όλο»6. Ότι, εντέλει, η επανάσταση είναι το όπιο του λαού7, κι όποιος αμφιβάλλει, «χτενίζεται»… Ότι τα δικαιώματα, η αλλαγή και ο αγώνας αφορά μόνο και μόνο σε μία καρδία, που έχει να καταστεί καιομένη υπέρ του αγαθού, που σταυρώνεται υπέρ πάντων (αγαθών και μη).
Είναι ένα το γεγονός και το παραδεδομένο χάρισμα εν τη σωματικότητά μας: ένα δώρο απροσωπολήπτως, απροϋποθέτως κι απροειδοποιήτως δοσμένο, που ξεπερνά τους χώρους, τους χρόνους, τα ένστικτα και τους νόες, που αγαπά ακόμα και το τίποτα, και γιʼ αυτό, Αυτό, κι αυτά που είμαστε, κι αυτά που αγαπάμε, είναι κάτι, είναι το γεγονός. Άλλο να το ζεις κι άλλο να αυτοαναλύεσαι επιμερώς, να κατακτάς μία σειρά από ψόφιες λέξεις (κατάκτηση - αν και εννοεί την γεωγραφική: το υποκατάστατο του μεγαλείου, κατά Weil8 πάλι).
*
Παρατηρείς έναν ασύλληπτα ταλαντούχο σκηνοθέτη, να τραβάει «το θαύμα». Κι ενοχλήσαι με όλο αυτό το μανικό που έχουμε (όλοι λίγο-πολύ, αλλά μερικοί «στρατηγικά») και πεταγόμαστε μες στο πλάνο και το χαλάμε. Ο καθένας τα δικά του. Αλλά, τον φίλο μου τον Κωστή, απʼ ό,τι κατάλαβα, τον ενοχλούν ειδικά εκείνοι που δήθεν δουλεύουν για τον Μέγα Σκηνοθέτη, που πετάγονται στο πλάνο, έτσι, για να «βοηθήσουνε» το θαύμα να γίνει θαυμαστότερο, και το στολίζουνε γιρλάντες, από κακογουστιά και ιδεολογία. Είσαι μες στον ήλιο κι ο ανθρωπάκος λυσσάει να σου πουλήσει «την τελευταία λέξη» των γλόμπων, δηλαδή. Είναι η αυτοδοξία, πάντα: το πιο ισχυρό παυσίπονο στον πόνο της ανυπαρξίας μας, η πιο στάνταρ μας υποτροπή.
Βλέπεις λοιπόν πως καταλαβαινόμαστε, όταν σεβόμαστε την καρδιά του καθενός, όταν τον ξέρουμε πριν τον μάθουμε, εφόσον αγωνιζόμαστε να «γίνουμε ο εαυτός μας» (να τον ξεμπλέξουμε από τους κοινωνικούς πανευτελείς προσδιορισμούς), εφόσον πειραζόμαστε τον πειρασμό του κι ευχόμαστε τις ευχούλες του∙ εν ζούμε, εν θέλουμε, εν εσμέν.
*
Η καλλιέργεια της ομορφιάς - στις εικόνες, τους λόγους, τα λόγια, τους ήχους, τα παιχνίδια, τα πένθη, τις γιορτές κι αλλού - είναι ολόκληρη εντός φωτός. Γιατί; Γιατί συμβαίνει και «γίνεται» μέσα και από (και προς) μία καρδιά. Ένα καρδιακό υποκείμενο προσεύχεται με όλα αυτά - δεν ξεχνιέται, πωρωμένο στην απόσπαση. Αυτός είναι ο υπερεθνικός λαός του Θεού, ο λαός της καρδιάς, οι άνθρωποι της συνοχής, που ο κόσμος τούτος ατιμάζει και περιφρονεί, ανυποψίαστος κι ευεργετούμενος ευεργεσίες που δε θʼ άξιζε αν ο Θεός δεν ήτανε Θεός.
Προσεύχεσαι πάνω από τα πράγματα, μες στα πράγματα, με τα πράγματα, για όλα τα πράγματα, για το πραγματικό ως έχει. Τί πιο φυσικό∙ η ζωή να είναι μία αδιάκοπη ευχαριστία εντός και δια πραγμάτων, εντός και δια Φωτός∙ τί πιο υπερφυσικό∙ η ζωή όλων να είναι ένα πράγμα: μία συγκεκριμένη υπερ-πραγματικότητα εις αιωνιότητα. Αν πεθάνεις, θα τη λάβεις - όχι «όταν», αλλά σε κάθε «σήμερον… επί ξύλου».
Ίσως η μεγαλύτερη κι ευρύτερη παρεξήγηση, υπό την οποία πάσχουμε πολλοί ως μελετητές της ιστορίας των προσώπων, είναι πως ο Χριστός είναι πολύπλοκος, βαρύς, δύσχρηστος, πάντοτε ανέγκαιρος. Ίσως. Αν τυχόν δεν είναι έτσι, ουαί κι αλλοίμονο στην κενοσπουδία μας: ότι ούτε αρκετά υλιστές, ούτε αρκετά ιδεαλιστές, ούτε αρκετά μηδενιστές, ούτε αρκετά ανθρωπιστές κι επαναστάτες είμαστε τελικά. Δηλαδή ούτε να αμαρτήσουμε δε καταφέραμε, οι ταλαίπωροι.
*
Τα πράγματα γκρινιάζουνε υστερικά. Χτυπιούνται για κάποια ανεξήγητη, αυτιστική αυτοαύξηση, μέσα στην αυτή κοτσονάτη απροσδιοριστία της (σκότος). Υπάρχει αυτό αλλά υπάρχουν κι άλλα. Στην καρδιά των πραγμάτων μας ενδιαφέρει το τί γίνεται. Ότι τα πράγματα κατοικούν και σε καρδιές που «τα προσεύχονται» (Ν. Γ. Πεντζίκης). Εμείς κολλάμε - άρα και ομοιωνόμαστε αναπόφευκτα - με θρυμματισμένες, άμορφες και άμουσες καρδιακές υποστάσεις και παραγωγές. Κι αν το ον ζει μόνο με την προσευχή αυτή - ό,τι κάνει είναι τέτοια (ευχαριστία δια κοινωνίας της ομορφιάς) - τότε, το να ζει στο φεγγάρι ή στη γη, δεν κάνει περισσότερο ή λιγότερο θεαματικό το γεγονός, το ένα, ου εστί χρεία, ου εστί αυτό που φωτιεί τη νύχτα του και λαμπρύνει την ημέρα του, που φωτίζει και φωτίζεται στα πράγματα. Αυτή είναι η επιτυχία κι ευτυχία, και δεν είμαστε οι αίτιοι, αλλά αχάριστοι (και πρώτος ειμί εγώ) κληρονόμοι: μια κλίνη στο αντικαρκινικό είναι διδακτικότερη από κάθε cockpit. Δεν υπάρχουν άλλοι κώδικες, δεν πληρώνουν καμία καρδιά, κανενός, ποτέ, πουθενά, οι φιλόσοφες παγαποντιές μας. Όλοι κι όλα στον αέρα βρίσκονται, γιʼ αυτό τόσος μόχθος να στερεώσουμε τη σοβαρότητά μας, να ευθυγραμμίσουμε τις αντιφάσεις μας. Αλλά υπάρχουν και τα μωρά του κόσμου, που τινάζουν στον αέρα όλα όσα είναι στον αέρα9.
Είναι πολλά τα «θαύματα έξω από το φως, οι καλοσύνες έξω απʼ το καλό» - ακόλουθα την καρδιά και θα τα εντοπίσεις χωρίς μεγάλες αναλύσεις. Είναι μεγάλος ο περιοδικός πίνακας των στοιχείων του σκότους, αλλά είναι μία η αφετηρία των σκοτεινών κινήσεων, η οποία δεν εντοπίζεται και μεταμορφώνεται δια παρατηρήσεως, αναλύσεως, συμμορφώσεως, καταρτίσεως, τεχνολογικής αναβαθμίσεως. Άστο, δε θα βρω ατάκα γιʼ αντιπρόταση και τέλος. «Ο καθένας είναι νοικοκύρης»10, κι ας κάνει την προσευχή του ή τη μελέτη του ή το κόμμα του ή την τεχνητή νοημοσύνη του. Οι δε αστέρες έλαμψαν εν ταις φυλακαίς αυτών κι ευφράνθησαν11.
- Αλ. Καμύ, Ο Μύθος του Σίσυφου
- Όρθρος των Χριστουγέννων
- Ισ. Ασίμωφ, Το Χρονικό των Επιστημονικών Ανακαλύψεων
- Χαιρετισμοί
- Σ. Βέιλ, Ανάγκη για Ρίζες
- Λ. Βίτγκενσταϊν, Αφορισμοί κι Εξομολογήσεις
7-8. Σ. Βέιλ, ό.π.
- Ζ. Λορεντζάτος, Δύο Κείμενα
- Ιω. Μακρυγιάννης, Οράματα και Θάματα
- Βαρ. 3.34
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει ("Φως εκ φωτός", 1975) τη σελίδα είναι έργο της Μαρίας Θεοδωράκη.