Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶναι ἡ ἀνώτατη αὐθεντία καί τό ἀλάθητο στόμα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀποφάνσείς της − ὅροι δογμάτων καί ἱεροί κανόνες – εἶναι δεσμευτικές ὄχι μόνο γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά θεωροῦνταν νόμοι τοῦ Ρωμαϊκοῦ/Βυζαντινοῦ Κράτους καί ἦσαν δεσμευτικές γιά τό σύνολο τῶν πολιτῶν τῆς Ρωμαϊκῆς/Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ καθηγητής Βασίλειος Γιαννόπουλος δίδει τόν ἑξῆς ὁρισμό τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τήν Οἰκουμενική Σύνοδο θά μπορούσαμε νά ὁρίσουμε ὡς ἕνα ἔκτακτο χαρισματικό γεγονός, κατά τό ὁποῖο οἱ ἐξουσιοδοτημένοι ἐκπρόσωποι τῶν “κατά πᾶσαν τήν οἰκουμένην”τοπικῶν Ἐκκλησιῶν συνερχόμενοι “ἐπί τό αὐτό” ἐπιβεβαιώνουν καί διατυπώνουν τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ (κλήρου καί λαοῦ) πού ἐκπροσωποῦν, ὅσον ἀφορᾶ τό ἀπασχολοῦν τήν Καθολική Ἐκκλησία μεῖζον θεολογικό πρόβλημα».[1]
Ἐπίσης ὁ μακαριστός Παναγιώτης Τρεμπέλας γράφει γιά τήν ἔννοια τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Οὐδείς λοιπόν ἐπί μέρους ἐπίσκοπος δύναται νά εἶναι ἀποκλειστικῶς φορεύς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας καί νά προβάλλῃ ἑαυτόν ὡς τήν ἀνωτάτην ἀρχήν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ἀνωτέρα ἀρχή ἐν πάσῃ κατά τόπους Ἐκκλησίᾳ εἶναι ἡ ὑπό τοῦ συνόλου τῶν ἐπισκόπων αὐτῆς συγκροτουμένη σύνοδος. Ἀνωτάτη δ᾿ ἀρχή τῆς καθόλου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἥτις ὡς ὄργανον διατυπώσεως καί ἀποσαφήσεως τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας ἀποφαίνεται μέν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί ἀλαθήτως, δέν εἰσάγει ὅμως νέα στοιχεῖα εἰς τήν ὑπό τῶν Ἀποστόλων παραδεδομένην παρακαταθήκην τῆς θείας Ἀποκαλύψεως ἀλλά μόνον ἑρμηνεύει καί καθορίζει ταύτην ἀσφαλῶς καί ἀπλανήτως».[2]
Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος συγκαλεῖται ἀπό τούς αὐτοκράτορες τῆς Ρωμαϊκῆς/Βυζαντινῆς αὐτόκρατορίας, κατόπιν αἰτήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, πρός ἐπίλυση θεολογικῶν προβλημάτων καί δή πρός ἀντιμετώπιση μιᾶς αἱρετικῆς δοξασίας, ἡ ὁποία λυμαίνεται τήν εἰρήνη καί ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποφαίνεται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί δέν εἰσάγει καινοφανεῖς δοξασίες, ἀλλά διασαφηνίζει τήν ἐνυπάρχουσα καί βιουμένη ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀλήθειαν. Κατά τόν Βικέντιον Λειρίνου ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος «ὅ,τι πρότερον ἁπλούστερον ἐπιστεύετο, τοῦτ᾿ αὐτό καί ὕστερον (δογματίζει) νά πιστεύηται εὐκρινέστερον» καί προσδίδει στήν ἤδη ὑπάρχουσα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἀλήθειαν «σαφήνειαν, ἀποδεικτικότητα καί ἀκρίβειαν». [3]
Τά δόγματα καί οἱ ἱεροί κανόνες πού θεσπίζει ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος θεωροῦνται θεόπνευστα καί ὡς ἐκ τούτου ἔχουν ἀπόλυτη ἰσχύ, ἀκόμη δέ καί ἰσχύ νόμου στό Ρωμαϊκό/Βυζαντινό κράτος.Μία Οἰκουμενική Σύνοδος δέν μπορεῖ νά καταργήσει ἤ νά ἀναιρέσει μία προηγούμενη Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά μόνο νά διασαφηνίσει, ἐπεξηγήσει περαιτέρω καί συμπληρώσει τίς προγενέστερες.
Ἐπειδή τό δόγμα κατέχει κεντρική θέση στήν πνευματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι πού τό θεσπίζουν καί ἐπικυρώνουν ὡσαύτως κατέχουν κεφαλαιώδη θέση στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφει χαρακτηριστικά γιά τό δόγμα: «Τρία πράγματα δέν μπορῶ νά κατανοήσω: 1) πίστη χωρίς δόγμα, 2) χριστιανισμό ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, 3) χριστιανισμό χωρίς ἄσκηση. Καί τά τρία αὐτά, Ἐκκλησία, δόγμα καί ἀσκητική, δηλαδή χριστιανική ἄσκηση, συνιστοῦν γιά μένα ἐνιαία ζωή».[4] Ὑπάρχει στενή καί ἄρρηκτη σχέση δόγματος καί ἤθους. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων γράφει γιά τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητα ἤθους καί δόγματος: «Ὁ τῆς θεοσεβείας τρόπος ἐκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων εὐσεβῶν καί πράξεων ἀγαθῶν. Καί οὔτε τά δόγματα χωρίς ἔργων ἀγαθῶν εὐπρόσδεκτα τῷ Θεῷ οὔτε τά μή μετ᾿ εὐσεβῶν δογμάτων ἔργα τελούμενα προσδέχεται ὁ Θεός».[5] Εἶναι σαφής ἡ διδασκαλίου τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων ὅτι ἡ σωτηρία δέν ἐπιτυγχάνεται, δέν ἐξασφαλίζεται οὔτε μέ ὀρθά δόγματα χωρίς ἀγαθά ἔργα, οὔτε μέ ἀγαθά ἔργα δίχως ὀρθά δόγματα. Ὁ καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης γράφει χαρακτηριστικά γιά τήν σχέση δόγματος καί ἤθους: «τό δόγμα ἐκφράζει τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, συγχρόνως δέ ἀποτελεῖ καί τήν προϋπόθεσιν ἤ τόν ὅρον τῆς διαμορφώσεως τοῦ ἤθους ἐντός αὐτῆς».[6] Ἐπίσης ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης γράφει τά ἑξῆς ἄκρως ἐνδιαφέροντα γιά τήν συμβολή τοῦ δόγματος στήν πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ: «Καί πιστότης στήν παράδοση καί τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι μόνο τό νά μήν ἀλλοιωθοῦν οἱ ὀρθές διατυπώσεις τῶν ὅρων, ἀλλά τό νά ἀλλοιωθῆ, νά ἀνακαινισθῆ ἡ ζωή μας ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν ἀναγεννητική δύναμη πού κρύβουν. Τότε ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος αἰσθήσεις καί μπορεῖ νά βλέπη: συνειδητοποιεῖ τή βαθύτερη σημασία καί ἀξία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ὡς δυνάμεως ζωῆς».[7] Ἐξ ὅλων τούτων κατανοεῖται ἡ κεντρική σημασία πού κατέχουν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι στή ζωή καί πνευματικότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ ἀλάθητη φωνή αὐτῆς σέ θέματα δογματικά καί ὁριοθετήσεως τῆς ὑγιοῦς πίστεως ἀπό τήν πεπλανημένη.
Ἡ ἐγκυρότητα μιᾶς Οἰκουνικῆς Συνόδου συναρτᾶται πρός τήν θεοπνευστία της καί τήν ἀποδοχή της ἀπό τό σῶμα (κλῆρο καί λαό) τῆς Ἐκκλησίας. Βέβαια τοῦτο τό τελευταῖο δέν εἶναι ἀπόλυτο, διότι στήν Ἐκκλησιαστική ἱστορία, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας, ἔχουμε τό φαινόμενο ἡ Α´, ἡ Δ´ καί ἡ Ζ´ Οἰκουμενικές Σύνοδοι νά μή γίνουν ἀμέσως ἀποδεκτές καί ἄνευ ἀντιρρήσεως καί ἀμφισβητήσεων σφοδρῶν ἀπό τό σύνολο τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.[8] Μάλιστα ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπέφερε ὡς τίς μέρες μας διάσπαση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, καθότι προεκλήθη συνεπείᾳ αὐτῆς τό σχίσμα τῶν Ἀντιχαλκηδονίων. Βέβαια πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι τό σχίσμα καί ἡ αἵρεση τῶν Ἀντιχαλκηδονίων προκλήθη ὄχι ὑπαιτιότητι τῆς Δ´Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά λόγῳ τοῦ ὅτι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι δέν ἀπεδέχθησαν τήν ἀλάθητη φωνή τῆς Ἐκκλησίας περί μιᾶς ὑποστάσεως/ ἑνός προσώπου καί δύο φύσεων στό Χριστό καί ἐπέμεναν στήν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.
Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ὡς ἡ ἀνωτάτη ἀρχή καί ὁ ἀλάθητος θεσμός τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει στήν ἐσωτέρα οὐσία της τό πνεῦμα τῆς συνοδικότητος πού δεσπόζει στήν ἐν γένει ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί ἕνας μεμονωμένος ἐπίσκοπος, ὅπως εἴδαμε νά τονίζει στό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα τῆς Δογματικῆς του ὁ Παν. Τρεμπέλας, δέν νομιμοποιεῖται νά εἶναι ἡ ἀνωτάτη ἀρχή, αὐθεντία καί φορέας τῆς ἀνωτάτης ἐξουσίας στήν Ἐκκλησία. Μόνον τό σύνολον τῶν ἀνά τήν οἰκουμένην ἐπισκόπων (καί ἐπειδή τοῦτο εἶναι πρακτικά ἀδύνατον ἤ ἔστω δύσκολο, πρέπει νά ὑπάρχει ἱκανή ἀντιπροσώπευση τούτων) συνερχόμενον ἐπί τό αὐτό νομιμοποιεῖται γιά τήν θεσμοθέτηση τῆς ἀλάθητης ἀλήθειας στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μακαριστός Ἰωάννης Καρμίρης γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Παρατηρητέον δέ ἐνταῦθα ὅτι τό πλήρωμα τοῦτο ἤ τό ὅλον ἤ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπερ συναποτελοῦσιν ἅπαντες οἱ ὀρθοδόξως πιστεύοντες κληρικοί καί λαϊκοί, λογίζεται ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ ὡς φορεύς τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ὡς φωνή τῆς Ἐκκλησίας καί ὄργανον ἐκφράσεως τοῦ ἀλαθήτου αὐτῆς εἶναι ἡ ἀνωτάτη διοικητική ἀρχή αὐτῆς, ἤτοι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἀντιπροσωπεύεται τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν ἐπισκόπων του, οἱ ὁποῖοι δογματίζουσι τῇ ἐπανεργείᾳ καί ἐπιπνοίᾳ καί ἐπιστασίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν δύναται λοιπόν τό ἐκκλησιαστικόν πλήρωμα, ἤ τά δύο μεγάλα τμήματα αὐτοῦ, τῶν κληρικῶν ἤ τῶν λαϊκῶν κεχωρισμένως, ἤ πολλῷ ἧττον ἄτομον τι ἤ ἐπίσκοπός τις ἤ πατριάρχης ἤ πάπας νά δογματίζῃ ἐγκύρως καί αὐθεντικῶς, διότι τοῦτο εἶναι ἀποκλειστικόν δικαίωμα καί ἔργον μόνον τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν μετεχόντων αὐτῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀντιπροσωπεύουσι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζουσι τήν πίστιν αὐτοῦ. Τοιουτοτρόπως αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι διατυποῦσιν εἰς δογματικούς ὅρους τήν ἀρχαιοπαράδοτον ὀρθόδοξον πίστιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ὅπερ ἀποδεχόμενον τά δεδογμένα, ὡς σύμφωνα πρός τήν κοινήν συνείδησιν καί πίστιν αὐτοῦ, ἀναγνωρίζει τήν οἰκουμενικότητα αὐτῶν, ἥτις οὕτως ἐξαρτᾶται καί ἐκ τῆς συμφωνίας καί τῆς ἐν ὁμοφωνίᾳ καί ἀγάπῃ ἑνότητος τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἐκ τῆς consesus Ecclesiae ὅλων τῶν χρόνων».[9]
Κατόπιν τούτων κατανοοῦμε γιατί ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἀντέδρασε ἐντόνως καί σφοδρῶς στήν περί ἀλαθήτου τοῦ Πάπα διδασκαλία τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δοξασία αὐτή ἐπιφέρει πλήρη θεολογική, πνευματική,δογματική ἐξάρθρωση καί ἐκκλησιολογική παραλυσία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Συναφῶς ὁ Γέροντας Βασίλειος Γοντικάκης γράφει: «Ἄν ὑποθέσωμε ὅτι ἔχομε ἕνα κέντρο πού δέν σφάλλει, τά πράγματα ἀλλάζουν ριζικά μέσα στήν Ἐκκλησία∙ ὑποβιβάζονται στό κοσμικῶς ὑπάρχειν. Κινοῦνται μηχανικά, ρυθμιζόμενα ἀπό ἔξω. Ἐπιστρέφομε στήν κατάρα τοῦ νόμου. Παραμορφώνεται ὅλη ἡ ἀρχιτεκτονική τῆς Ἐκκλησίας (οἱ ἀπόστολοι εἶναι οἱ “δειμάμενοι τήν Ἐκκλησίαν τῇ ἀρχιτεκτονίᾳ τοῦ Πνεύματος”−Παρακλητική). Μειώνεται ἤ ἐκμηδενίζεται ἡ εὐθύνη τοῦ λαοῦ. Ἡ θεολογία ἀπό “μυστήριο” πού τρανῶς παρεδόθη τῇ Ἐκκλησία (πρβλ. Δοξαστικό αἴνων Πατέρων Α´ Οἰκουμ Συνόδου) γίνεται ἀτομική, διανοητική ἀπασχόληση. Οὔτε τό δόγμα ὑπάρχει σάν ὁδηγός ζωῆς. Οὔτε ἡ ζωή ὁδηγεῖ στήν ἀνεωγμένη θύρα τῆς Ἀλήθειας πού ἐλευθερώνει».[10] Ἐπίσης: «Δέν μπορεῖ νά δεχθῆ ἡ Ὀρθοδοξία τό δόγμα τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἀλαθήτου, ἐκτός ἄν ἀρνηθῆ τόν ἑαυτό της. Δέν μπορεῖ νά τό δεχτῆ καί νά μήν τό ζῆ (ὅλα τά δόγματα ἔχουν ἐνσωματωθῆ στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν διαμορφώσει καί σφραγίσει τή ζωή της). Ἐάν ὑποτεθῆ ὅτι τό δέχεται καί τό ζῆ μέ συνέπεια, ὅπως ὅλα τά ἄλλα, τότε παύει νά ὑπάρχη. Παύει νά ζῆ αὐτή ἡ ἴδια. Αὐτό τό δόγμα τό κατασκεύασε ἡ δυτική Ἐκκλησία μέ τό δικό της τρόπο. Καί τό ζῆ μέ τό δικό της τρόπο. Αὐτό τό δόγμα δέν μπορεῖ νά βιωθῆ ἀπό καμμιά Ἐκκλησία ὀρθοδόξως: Ἐπιφέρει τήν ὁλόσωμη ἐκκλησιολογική παραλυσία».[11] Τό δόγμα τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου ἀκυρώνει τή συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τίς Οἰκουμενικές Συνόδους ὡς τήν ὑψίστη ἀρχή καί τό ἀλάθητο στόμα τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι (φυσικά καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες−καί εἰδικώτερα ἡ “συμφωνία”, τό “consensus” αὐτῶν) εἶναι ἡ καθολική καί ἀλάθητη φωνή τῆς Ἐκκλησίας καί κανείς θεσμός ἤ πρόσωπο, ὅσο ὑψηλά καί ἄν βρίσκεται τήν Ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, δέν μπορεῖ νά διεκδικήσει αὐτό τό προνόμιο.
Εἶναι τόσο μεγάλη γιά τούς πιστούς καί ἐν γένει γιά τήν Ἐκκλησία ἡ σημασία τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὥστε ὀφείλει ὁ πιστός νά στοιχεῖ ἐπακριβῶς πρός τά θεσπίσματα αὐτῶν, νά μή παρεκκλίνει οὐδ᾿ ἐπ᾿ ἐλάχιστον ἀπό αὐτά καί ἐπιπλέον νά τά ὑπερασπίζεται σθεναρῶς, ὁσάκις ἀμφισβητοῦνται. Ὁ Ρουμάνος Γέροντας Ἰουστῖνος Πίρβου λέγει συναφῶς: «Ὀφείλουμε νά ὑπερασπιστοῦμε, ἀκόμη καί μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς μας, τίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν συνόδων. Γιά μᾶς εἶναι ἱερή παρακαταθήκη ἡ μαρτυρία Πίστεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ ὁποία ὁρίστηκε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐάν ἐμεῖς ἀποκηρύξουμε αὐτές τίς ἀποφάσεις, ἀποκηρύσσουμε καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Στό θέμα τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῆς δογματικῆς ἀλήθειας δέν χωράει ἀμφιβολία. Οἱ ἱεράρχες μας, ὅταν ἐκλέγονται στήν Ἐπισκοπή τους, δεσμεύονται μέ τήν ὑποχρέωση νά σεβαστοῦν διά βίου τήν ὀρθή Πίστη καί τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἐάν καταπατοῦν τόν ὅρκο τους, τότε δέν εἶναι πλέον ἐπίσκοποι, ἀφοῦ δέν ὑπακούουν στούς ἀνωτέρους τους, δηλαδή στούς ἁγίους Πατέρες».[12]
Λέγοντας τά ἀνωτέρω περί Οἰκουμενικῶν Συνόδων πρέπει νά διευκρινίσουμε ἔτι περαιτέρω τό κριτήριον τῆς ἀληθείας, καθότι αὐτή δέν ταυτίζεται μέ τό κριτήριον τῆς πλειονοψηφίας τῶν συμμετεχόντων σ᾿ αὐτές Ἐπισκόπων. Σ᾿ αὐτό θά μᾶς βοηθήσουν αὐτά πού ἀναφέρει ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος ὁ καθηγητής τῆς Δογματικῆς Δημήτριος Τσελεγγίδης: «Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού − ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ὅλες τίς ἐξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων − ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογματικά θέματα ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια, καθεαυτήν, εἶναι πλειοψηφική. Δηλαδή καί ἕνας ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ, ἔναντι τῶν ἑκατομμυρίων καί δισεκατομμυρίων ἄλλων ψήφων, πού εἶναι ἀντίθετες. Γιατί ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι ἄποψη. Εἶναι Ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό, καί ὅσοι διαφωνοῦν μέ αὐτήν, ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται, κατά περίπτωση.Ἡ ἀλήθεια εἶναι τό Ἴδιο τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό Ὁποῖο λειτουργεῖ καί ἐκφράζεται καί μέ μεμονωμένα ἅγια πρόσωπα. Λόγου χάρη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μέ τήν ἁγιότητά του καί τίς θεολογικότατες Ὁμιλίες του στήν ἀρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος αὐτός ἀνέτρεψε κυριολετικά τό αἱρετικό κλίμα τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας καί προετοίμασε πνευματικῶς τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά, αὐτό τό πρᾶγμα τό ἔδειξε χαρακτηριστικά ἡ Ἱστορία καί στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος – σημειωτέον − εἶχε μαζί του καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη τότε Δυτική Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξο Πάπα. Τ ό ἔδειξε ὅμως καί στή δεύτερη χιλιετία, στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, στήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Οἱ ἅγιοι ἤτανε μονάδες, ἔναντι τῆς κυριαρχίας τῆς πλειοψηφίας.Ἀποδεικνύεται ἐδῶ, πώς ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος ἔδωσε τήν ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν δικαίωσε ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία σέ σχέση μέ ὅλους τούς ἄλλους, τόν Αὐτοκράτορα, τόν Πατριάρχη καί ὅλους ὅσοι συμμετεῖχαν, καί οἱ ὁποῖοι δέν ἐξέθεσαν τήν ἀλήθεια. Ἄρα, δέν εἶναι θέμα ἀριθμοῦ, ἀλλά θέμα Ἀληθείας ἤ μή Ἀληθείας. Αὐτό τό πρᾶγμα δέν πρέπει νά τό ξεχνοῦμε, γιατί εἶναι ἡ ποιοτική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας, στήν πράξη. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τά πράγματα δέν λειτουργοῦν παπικά. Δέν εἶναι ὁ «Πρῶτος» ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως στόν Παπισμό, οὔτε φυσικά ὑπάρχει κάποιος ἐπιμέρους Προκαθήμενος ὡς πάπας, πού νά τοποθετηθεῖ πάνω ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας.Ἄρα, κριτήριο στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι, ὅτι συνῆλθε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά μποροῦσε νά εἶναι θεωρητικά καί ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καί ἕνας, δύο, τρεῖς ἤ ἐλάχιστοι ἀπό αὐτούς νά λέγανε κάτι τό ἀντίθετο. Δέν σημαίνει, ὅτι ἐκεῖνο, πού θά πεῖ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων, ἀποτελεῖ ἐχέγγυο τῆς Ἀληθείας, καί ὅτι θά πρέπει ὁπωσδήποτε αὐτό νά τό ἀποδεχτεῖ τό πλήρωμα. Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα στήν Ἐκκλησία. Κριτήριο τῆς Ἀληθείας εἶναι, ἐάν τά λεγόμενα στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶναι «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι». (Ἡ Συνοδικότητα, ὡς ἁγιοπνευματικός τρόπος ὁριοθετήσεως τῆς Πίστεως καί τῆς Ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Θεολογικές προϋποθέσεις της.−Ἀντιαιρετικό Σεμινάριο Ἱ.Μ. Γλυφάδας, 17-10-2016). Ἄρα σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω τό κριτήριον τῆς ἀληθείας δέν εἶναι ποσοτικό, ἀλλά ποιοτικό: τήν Ἀλήθεια δέν ἐκφέρει ἡ ἀθροιστική ποσότης τῶν συμμετεχόντων σέ μία Οἰκουμενική Σύνοδο Ἐπισκόπων, ἀλλά ἐκφέρουν αὐτός/αὐτοί Ἐπίσκοποι ἤ μοναχοί πού τήν κατέχουν καί τήν βιώνουν ἐμπειρικά ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἔστω καί ἄν εἶναι ἀριθμητικά μία μικρή μειοψηφία.
Ἄς δοῦμε καί τά ὅσα ἐνδιαφέροντα γιά τήν καθολική ἐκκλησιαστική συνείδηση ἑνός ἤ περισσοτέρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γράφει ὁ μακαριστός π. Ἠλίας Μαστρογιαννόπουλος: «Τώρα, ἐκεῖνα τά μέλη τῆς ἐκκλησίας, τά ὁποῖα, ἕνεκα τῆς ταπεινοφροσύνης των ἐνώπιον τῆς ἀληθείας, ἕνεκα τῆς εὐρύτητος τῆς ἀγάπης των, ἕνεκα τῆς ζωηρότητος καί γνησιότητος τῆς πίστεώς των, δέχονται τό δῶρον τῆς θείας χάριτος, ὄχι μόνον νά ἀφομοιώσουν, ἀλλά καί νά ἐκφράσουν πιστῶς τήν καθολικήν συνείδησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, αὐτά τά μέλη ὀνομάζονται ἐκκλησιαστικοί Πατέρες καί διδάσκαλοιˑ διότι ἐκεῖνο πού ἐκφράζουν δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀτομική σκέψις των ἤ αἱ προσωπικαί ἰδέαι καί πεποιθήσεις των, ἀλλά ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν ἀπό τά βάθη τοῦ καθολικοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ θεολογία των κινεῖται καί ἀναπτύσσεται ἐπί τοῦ ἐπιπέδου τῆς καθολικότητοςˑ ἔχει τάς ρίζας καί τά θεμέλιά της εἰς τήν κοινωνίαν τῶν πάντων. Καί αὐτό εἶναι τό κυριώτερον στοιχεῖον πού καθιστᾷ ἕνα ἐκκλησιαστικόν ἄνδρα ἤ διδάσκαλον Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Διά τῆς ἀσκήσεως, τῆς προσευχῆς, τῆς νήψεως, τῆς κοινωνίας εἰς τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια καί τήν ἐν γένει ἐκκλησιαστικήν ζωήν ὁ ἐκκλησιαστικός αὐτός ἀνήρ ἤ διδάσκαλος ἔχει διευρύνει τόσον πολύ τήν καρδίαν, τόν νοῦν καί τήν ψυχήν του, ὥστε ἔχει ἐπιτύχει νά αἰσθάνεται καί νά σκέπτεται μαθ᾿ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. “Ἡ καρδία του ἔχει γίνει τόσον εὐρεῖα, ὥστε νά περιλαμβάνῃ καί νά περικλείῃ ἐν αὐτῇ ὅλην τήν Ἐκκλησίαν”».[13] Ἀκριβῶς λόγῳ αὐτῆς τῆς διευρυμένης καθολικῆς συνειδήσεως μπορεῖ νά ἐκφράζει ἀλαθήτως τήν Ἐκκλησιαστική ἀλήθεια ἔστω καί ἕνας ἀκόμη Πατέρας ἠ ἐν γένει ἐκκλησιαστικός θεολόγος.
Οἱ ἑπτά Οκουμενικές Σύνοδοι εἶναι οἱ κάτωθι:
Ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος πραγματοποιήθηκε τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο. Συμετέσχον 318 ἐπίσκοποι. Ἀναίρεσε τήν βλασφημία τοῦ Ἀρείου ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, εἶναι κτίσμα καί ὄχι ὁμοούσιος τοῦ Πατρός. Ὅρισε καί τήν ἡμερομηνία τοῦ ἑορτασμού τοῦ Πάσχα. Ἐπίσης ὅρισε και τά πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ἐξέδωσε εἴκοσι ἱερούς κανόνες συμπεριλαμβανομένου τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας (α’ μέρος τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως)
Ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος ἔγινε τό 381 μ.Χ. στή Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη ἀπό τόν Μέγα Θεοδόσιο. Ἔλαβαν μέρος 150 Ορθόδοξοι ἐπίσκοποι καί 36 Μακεδονιανοί. Προήδρευσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Κατεδίκασε καί πάλι τόν Ἄρειο, καί τίς αἱρετικες διδασκαλίες τοῦ Μακεδονίου, ὁ ὁποῖος δίδασκε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Συμπλήρωσε καί ὁλοκλήρωσε τό Σύμβολον τῆς Πίστεως.
Ἡ Γ´ Οἰκουμενική Συνόδος ἔλαβε χώρα τό 431 μ.Χ. στήν Ἔφεσο. Συνεκλήθη ἀπό τόν Θεοδόσιο τόν Β΄. Δογμάτισε κατά τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Συμμετεῖχαν 200 ἐπίσκοποι. Πρωταγωνιστικό ρόλο ἔπαιξε σέ σὐτή τήν Σύνοδο ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Κατεδίκασε τόν Νεστόριο ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και δογμάτισε τόν ὅρο «Θεοτόκος» γιά τήν Παναγία.
Ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος πραματοποιήθηκε τό 451 μ.Χ. στή Χαλκηδόνα τῆς Μ. Ασίας μέ 630 ἐπισκόπους. Συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μαρκιανό καί τήν αὐτοκράτειρα Πουλχερία. Ἡ Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τόν Μονοφυσιτισμό καί δογμάτισε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μία ὑπόσταση/πρόσωπο ἐν δυσί φύσεσι/οὐσίαις. Πρωταγωνιστικό ρόλο ἔπαιξε ὁ Τόμος τοῦ πάπα Ρώμης ἁγίου Λέοντος.
Ἡ Ε´ Οἰκουμενική Σύνοδοςἔλαβε χώρα ἀπό τίς 5 Μαΐου ὡς τίς 21 Ἰουνίου τοῦ 553 μ.Χ., μέ 165 πατέρες. Συγκλήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό καί τήν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατεδίκασε τον Ὠριγενισμό, τόν Νεστοριανισμό καί προσεπικύρωσε τήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ἡ ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδος ἔγινε τό 680 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Πωγωνάτο. Παραβρέθηκαν ἀπό 150 ἕως 289 ἐπίσκοποι. Κατεδίκασε τόν Μονοθελητισμό. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀκολουθοῦσα τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ διετύπωσε ὅτι ὁ Χριστός ἔχει καί θεία καί ἀνθρώπινη θέληση, ἡ ὁποία υποτάσσεται ἐλευθέρως καί ἑκουσίως στή θεία.
Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἔγινε τό 691 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη ἀπό τόν Ἰουστινιανό τόν Β΄ καί ἔλαβε χώρα «ἐν Τρούλλῳ τοῦ Παλατίου», ὅθεν ὀνομάσθηκε «Ἐν Τρούλλῳ». Δέν ἦταν ἀνεξάρτητη Σύνοδος, ἀλλά συστηματοποίησε καί ὁλοκλήρωσε τό ἔργο τῶν δύο προηγουμένων Συνόδων, τῆς Ε´ καί τῆς ΣΤ´, γι’ αὐτό μολονότι Οἰκουμενική ὀνομάσθηκε «Πενθέκτη», ὡς τμῆμα ἐκείνων τῶν Συνόδων, καί δέν ἀριθμήθηκε ὡς ξεχωριστή Οἰκουμενική Σύνοδος.
Ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος πραγματοποιήθηκε τό 787 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας. Συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ΣΤ´ καί τή μητέρα του Εἰρήνη τήν Ἀθηναία. Παρεβρέθηκαν 367 πατέρες. Ἀναθεμάτισε τήν εἰκονομαχία καί διεκήρυξε τήν καφαλαιώδη θέση τῶν Εἰκόνων στή ζωή καί λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀκολουθοῦσα πιστῶς τήν σχετική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Ὁρισμένοι Θεολόγοι θεωροῦν ὡς Η´ Οἰκουμενική Σύνοδο αὐτή πού συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Βασίλειο Α´ τόν Μακεδόνα τό 879-880 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία ἐπεκύρωσε τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατεδίκασε κάθε προσθήκη στό Σύμβολο Πίστεως Νικαίας-Κων/λεως καί ἐπίσης κατεδίκασε τίς Συνόδους τοῦ Καρλομάγνου στή Φραγκφούρτη (794) καί τό Ἄαχεν (809) πού ἐθέσπισαν τό Φιλιόκβε. Στή Σύνοδο αὐτή ἡγήθηκαν ὁ Ὀρθόδοξος τότε Πάπας τῆς Ρώμης Ἰωάννης Η΄ (872-882) καί ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως- Νέας Ρώμης Μέγας Φώτιος (858-867, 877-886).
Ἐπίσης θεωροῦν ὡς Θ´ Οἰκουμενική Σύνοδο αὐτή πού ἔγινε τό 1341μ.Χ. στήν Κων/λη καί ἐπεκύρωσε τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν ἀμέθεκτη ἄκτιστη Θεία Οὐσία καί τίς μεθεκτές ἄκτιστες Θεῖες Ἐνέργειες καί κατεδίκασε τόν ἀντιησυχαστή Βαρλαάμ τόν Καλαβρό.
Σημειώσεις
[1] Γιαννόπουλου Ν. Βασιλείου, Ἱστορία καί θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐκδ. Ἔννοια, Ἀθήνα 2011, σελ. 21
[2] Π.Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος Β´, ἔκδοσις Δευτέρα, ἐκδ. «ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1979, σελ. 401-402
[3] Π.Ν. Τρεμπέλα,ὅ.π., σελ. 402
[4]Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἀγώνας θεογνωσίας, Ἱερά Σταυροπηγιακή καί Πατριαρχική Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2004, σελ. 300
[5] Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις 4, 2, ΒΕΠΕΣ 39, 66-57
[6] Γεωργίου Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεοῦ, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 18
[7] Ἀρχιμ. Βασιλείου, Εἰσοδικόν, Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος 1987, σελ. 19
[8] Π.Ν. Τρεμπέλα, ὅ.π., σελ. 407
[9] ΘΗΕ, τόμος 9ος, λῆμμα Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, σελ. 688-689. Συντάκτης τοῦ ἐν λόγῳ λήμματος εἶναι ὁ Ἰωάννης Καρμίρης
[10] Ἀρχιμ. Βασιλείου, ὅ.π., σελ. 71-72
[11] Ἀρχιμ. Βασιλείου, ὅ.π., σελ. 75
[12] Ζωή Θυσιαζόμενης Ἀγάπης, Γέρων Ἰουστῖνος Πίρβου, μετάφραση- ἀπόδοση στήν ἑλληνική: Χαρά - Ἀνδριάνα Λιαναντωνάκη, ἐκδόσεις Ἄθως, Ἀθήνα 1922, σελ. 189-190
[13] Ἀρχ.Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου, Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ Ἄνθρωπος, ἐκδ. Ζωή, Ἀθῆναι 1979, σελ. 20-21