Η πρόσληψη του αγιοπατερικού λόγου σήμερα

27
673

Αγιότητα και πνευματική πατρότητα

«Ἐρωτῶντός ποτε του ἀββᾶ Ἀρσενίου τινὰ γέροντα Αἰγύπτιον περὶ ἰδίων λογισμῶν, ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν εἶπεν· ἀββᾶ Ἀρσένιε, πῶς τοσαύτην παίδευσιν ῥωμαϊκὴν καὶ ἑλληνικὴν ἐπιστάμενος, τοῦτον τὸν ἀγροῖκον περὶ τῶν σῶν λογισμῶν ἐρωτᾶς; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· τὴν μὲν ῥωμαϊκὴν καὶ ἑλληνικὴν ἐπίσταμαι παίδευσιν, τὸν δὲ ἀλφάβητον τοῦ ἀγροίκου τούτου, οὔπω μεμάθηκα.»[1]

Από το παραπάνω απόφθεγμα του Γεροντικού διδασκόμαστε τι σημαίνει Άγιος και Πατήρ στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο άγιος Αρσένιος ο μέγας, που είχε χρηματίσει δάσκαλος των γιών του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του μεγάλου και διακρινόταν για την παιδεία του ανάμεσα στους συνασκητές του, παραδέχεται την κατωτερότητά του απέναντι σ᾿ έναν αγράμματο ασκητή όσον ἀφορά την κατά Θεόν σοφία και τη γνώση της ανθρώπινης φύσεως. Όταν ο Αρσένιος συμβουλεύεται τον «αγροίκο» Αιγύπτιο, ακόμα αγωνίζεται κατά των εμπαθών λογισμών του. Δεν έχει φτάσει στην αγιότητα, στη θεωρία του Θεού, στην κατάσταση δηλαδή που, όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τα πάθη παύουν να ενεργούν δια των λογισμών: «Οὐκ ἔνι δὲ τελείως ἐξ ἡμῶν αὐτὰ [ενν. τὰ πάθη] φυγεῖν, μὴ ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖν λογιστικῶς, ἂν μὴ ἐν θεωρίᾳ Θεοῦ γενώμεθα».[2] Είχε όμως τη φωτισμένη διάκριση να καταλάβει σε ποιον έπρεπε ν᾿ απευθυνθεί για το θέμα του. Ο Αιγύπτιος γέροντας φαίνεται πως είχε φτάσει στη θεωρία. Γι᾿ αυτό, και αναδεικνύεται Πατήρ του Αρσενίου, με το να του δείχνει τον δρόμο προς την πνευματική αναγέννηση, τη φανέρωση του νέου εν Χριστώ ανθρώπου· αλλά και Πατήρ όσων τον συμβουλεύτηκαν.

Για την Εκκλησία μας, Άγιος και Πατήρ είναι το ίδιο. Δεν μας άφησαν όλοι οι Άγιοι δικά τους συγγράμματα ή λόγους τους που καταγράφηκαν από άλλους. Όλοι όμως μνημονεύονται λειτουργικά ως «ἐν Ἁγίοις Πατέρες [ή Μητέρες] ἡμῶν». Ο «αγροίκος» Αιγύπτιος ασκητής δεν μας είναι γνωστός ούτε με τ᾿ όνομά του. Ο άγιος Αρσένιος μας άφησε λιγότερα από μια εκατοντάδα αποφθεγμάτων που κατέγραψαν οι μαθητές του. Κι όμως και οι δύο είναι Πατέρες της Εκκλησίας, γιατί αναγέννησαν πνευματικά μαθητές τους· πολλούς ή λίγους, δεν έχει σημασία.

Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε Πατέρες της Εκκλησίας όσους άφησαν τόμους συγγραμμάτων και συνήθως αποτιμούμε τη μεγαλοσύνη τους με την ποσότητα. Ο μέγας Αρσένιος όμως μας διδάσκει πως η αγιοσύνη δεν είναι θέμα κοσμικής παιδεύσεως ούτε όγκου συγγραφής αλλά εμπειρίας και γνώσεως Θεού. Και για να φτάσει κανείς στη γνώση του Θεού, χρειάζεται άσκηση: αγώνα υπακοής στο θέλημα του Θεού, με την καθοδήγηση έμπειρου πνευματικού πατέρα, για την κάθαρση από τα πάθη, με εγκράτεια, μετάνοια, ταπεινοφροσύνη και αγάπη, ώστε να δείξει κανείς εμπράκτως στον Θεό ότι θέλει να ενοικήσει μέσα του και να έλθει η χάρη Του ν᾿ αγιάσει την ψυχή και το σώμα του, να τον καθαρίσει, μεταμορφώσει και φωτίσει· να τον κάνει θεό κατά χάριν. Αυτή είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας μας, όπως φαίνεται στην Αγία Γραφή και στους Πατέρες. Όπως διδάσκει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, «όλοι οι θεολόγοι της Εκκλησίας είναι ησυχαστές. Όλοι οι χριστιανοί στην αρχαία Εκκλησία, όπως φαίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων και τις Επιστολές των Αποστόλων, ήταν ησυχαστές. Ακόμη, ησυχαστές ήταν και οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και οι Απόστολοι και οι Πατέρες στην ζωή της Εκκλησίας... Η ασκητική παράδοση είναι η ουσία της Αγίας Γραφής».[3]

Αυτό που μετρά για την Εκκλησία μας και τη θεολογία της είναι η εσωτερική καθαρότητα («Εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς. Καὶ εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ», γράφει ο Ευάγριος[4]) κι η κοινότητα της εν Χριστώ εμπειρίας. Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι Απόστολοι της Καινής, οι Πατέρες και Άγιοι από τότε μέχρι σήμερα έχουν ταυτόσημες θείες εμπειρίες. Γι᾿ αυτό και η Εκκλησία τους τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο· γι᾿ αυτό και οι Πατέρες είναι οι μόνοι αυθεντικοί ερμηνευτές της Αγίας Γραφής· είναι η «γέφυρα που ενώνει την αποστολική εποχή με κάθε εκκλησιαστική εποχή ... Η πατερική εποχή είναι η αποστολική εποχή, που σχετίζεται με την αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία. Ουσιαστικά, αποστολική και πατερική εποχή είναι η εκκλησιαστική ζωή», όπως παρατηρεί ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης.[5] Διότι όσοι έχουν γευθεί τις θείες εμπειρίες των συγγραφέων τους μπορούν να διακρίνουν, και κάτω από το γράμμα και μέσα από τις γραμμές των ιερών κειμένων, νοήματα που περνούν απαρατήρητα από τους αμύητους.

Αναγνώσεις των Πατέρων σήμερα

Η εμπειρία των Αγίων, όσον αφορά την καθοδήγηση και πνευματική αναγέννηση των τέκνων τους (αυτός είναι ο σκοπός της πατερικής διδασκαλίας) δεν έχει σημασία σε ποια γλώσσα, ποια εποχή και με τι συμφραζόμενα εκφράζεται, αν διατυπώνεται γραπτά ή προφορικά, κλπ. Γι᾿ αυτό και θεωρώ ατυχή μια προσπάθεια σαν του αγαπητού π. Βασιλείου Θερμού (βλ. το άρθρο «Η θεολογία της γραφής και οι επιβιώσεις προφορικότητας στην ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία») να υποτιμηθεί η προφορική παράδοση της Εκκλησίας μας και να θεωρηθεί η θεολογία σαν μια στοχαστική ενασχόληση, μια διανοητική παραγωγή, μια νοησιαρχική επεξεργασία, ανώτερη από την «προφορικότητα»... Εδώ θυμάται κανείς τους ισχυρισμούς των παπικών θεολόγων ότι τάχα η μεταφυσική σχολαστική θεολογία τους είναι ανώτερη της εμπειρικής θεολογίας των Πατέρων ή τις θεωρίες των Ρώσων θεολόγων των τελευταίων αιώνων πως η πατερική θεολογία τελειώνει με τον Μ. Φώτιο ή τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, κι αυτοί είναι οι συνεχιστές της!

Το να εξετάζει κανείς την έννοια διαφόρων όρων την εποχή των Πατέρων και να μελετά τις συνθήκες της εποχής και τις αφορμές συντάξεως των λόγων τους είναι θεμιτό. Αλλά να χρησιμοποιεί την ιστορική και φιλολογική έρευνα για ν᾿ αμφισβητήσει κάποιες βασικές διδασκαλίες της θεολογίας, της εκκλησιολογίας, της κοσμολογίας και της ανθρωπολογίας τους που είναι και θέσεις της Εκκλησίας μας είναι αθεολόγητο, γιατί άλλα είναι το υπόβαθρο και τα κριτήρια της Ορθόδοξης θεολογίας κι άλλα των εν λόγω επιστημών.

Μια άλλη τάση της ακαδημαϊκής θεολογίας σήμερα είναι να θεωρούνται οι Πατέρες ως διανοητές κι οι απόψεις τους, αποκομμένες από τη ζωή και τα βιώματά τους, να παραβάλλονται και να αντιμετρώνται με αυτές των φιλοσόφων. Κι όμως, η αφετηρία τους είναι ριζικά διαφορετική. Πολλοί Πατέρες είχαν σπουδάσει φιλοσοφία και κάποιες φορές η ορολογία τους μοιάζει με αυτήν των φιλοσόφων. Όμως, το υπόβαθρο και το νόημά τους είναι συνήθως αντίθετα. Κι είναι χαρακτηριστικό πως οι περισσότερο σπουδαγμένοι Πατέρες πολεμούν σφοδρώς τη φιλοσοφία και δη τη μεταφυσική. Πολλές φορές χρησιμοποιούν φιλοσοφικούς όρους για να εκφράσουν αλήθειες που έχουν εμπειρικά γνωρίσει, αλλά με τελείως διαφορετικό νόημα απ᾿ ό,τι οι φιλόσοφοι. Γράφει σχετικά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Κἄν τις τῶν Πατέρων τὰ αὐτὰ τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῶν ῥημάτων μόνον· ἐπὶ δὲ τῶν νοημάτων, πολὺ τὸ μεταξύ· νοῦν γὰρ οὗτοι, κατὰ Παῦλον, ἔχουσι Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέ, εἰ μή τι καὶ χεῖρον, ἐξ ἀνθρωπίνης διανοίας φθέγγονται».[6]

Σ᾿ αυτούς δε που θέλγονται από την «αποφατική θεολογία», από την άρνηση κάποιων Πατέρων να περιγράψουν τον Θεό με κτιστούς όρους και με βάση τις δικές μας ανθρώπινες παραστάσεις, και τη θεωρούν ως μια φιλοσοφική, στοχαστική μέθοδο, απαντά ο π. Ρωμανίδης: «Η αποφατική παράδοση αποδόσεως ονομάτων στον Θεό, από πατερικής απόψεως, δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με φιλοσοφικό στοχασμό ή οποιοδήποτε τρόπο στοχασμού. Καμία  σχέση. Είναι καθαρά βασισμένα όλα που λένε οι Πατέρες, ξεκινάνε από εμπειρία της θεώσεως, την παρατήρηση δηλαδή, και έχουν σκοπό αυτά πάλι να δημιουργήσουν στον καθένα την ίδια εμπειρία της θεώσεως.»[7]

Νομίζω, λοιπόν, πως δεν είναι δυνατόν να παραβάλλει κανείς ανόμοια πράγματα, θεωρώντας τα πατερικά κείμενα προϊόντα στοχασμού και σπουδής στη φιλοσοφία κι αγνοώντας το ασκητικό, βιωματικό και αγιοπνευματικό υπόβαθρό τους. Ούτε να χρησιμοποιεί επιχειρήματα και πορίσματα ανθρωπολογικών και κοινωνικών επιστημών, για να κατοχυρώσει κάποιες «θεολογικές» θέσεις του. Διότι, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος: «Θεὸν ... φράσαι μὲν ἀδύνατον, ὡς ὁ ἐμὸς λόγος, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον»[8]· ή, όπως γράφει ο Ευαγγελιστής: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς Υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο»[9]. Τα του Θεού και της θεολογίας δεν κατανοούνται στοχαστικά με το ατελές κτιστό μυαλό μας αλλ᾿ αποκαλύπτονται από τον Θεό στην καρδιά των αξίων όταν Αυτός θέλει.

Μια τρίτη τάση κάποιων ακαδημαϊκών θεολόγων είναι να παραθέτουν σωρηδόν πατερικά χωρία, αποκομμένα από τη συνάφειά τους, για να συρράψουν ένα άρθρο, αναζητώντας συνήθως κάποιες λέξεις στον ηλεκτρονικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας (TLG), άσχετα αν τα συγκεκριμένα χωρία έχουν διαφορετικό νόημα αν μελετηθούν στη συνάφειά τους ή αν οι συγκεκριμένες λέξεις είχαν άλλη σημασία στην εποχή των Πατέρων.

Επίσης, συνήθως πολλές θεολογικές διατριβές είναι του τύπου «το α και το β κατά τον άγιο γ» και δίνουν μιαν αίσθηση στειρότητας. Συνήθως, τα αποδελτιωμένα πατερικά χωρία, οδηγούν σε μια σχολαστική συστηματοποίηση της θεολογίας του εξεταζομένου Αγίου. Και για να είναι «αντικειμενικοί», οι συγγραφείς παραθέτουν και πορίσματα ετεροδόξων ερευνητών, άγευστων της πνευματικής δύναμης και του βιωματικού βάθους του πατερικού λόγου, και καταλήγουν σ᾿ ένα δύσληπτο κείμενο, χωρίς ζωντάνια και προσωπική μέθεξη. Βέβαια δεν λείπουν οι διατριβές που αποπνέουν μια ζείδωρη πνοή, φανερώνουν προσωπική κοινωνία με τον Άγιο και μεταδίδουν κάτι από τη χάρη του, αλλά δεν είναι ο κανόνας.

Κι εδώ νομίζω πως το θέμα δεν είναι να παραθέτουμε κάποια «τσιτάτα» αλλά να προσπαθούμε να γνωρίσουμε βιωματικά τους Πατέρες και να «χωνέψουμε» το έργο τους. Να μελετήσουμε τον βίο τους, να αναγινώσκουμε τα κείμενά τους προσευχόμενοι να μας φωτίζει ο Κύριος δια πρεσβειών τους, όχι για να επιδείξουμε τις γνώσεις μας ή να προσθέσουμε άρθρα στην εργογραφία μας· για να οδηγηθούμε προς την κάθαρση, τον Θεό και την Αλήθεια, όχι να καταντήσουμε θηρευτές λέξεων· γιατί αυτός είναι ο λόγος που έγραψαν όσα έγραψαν.

Μια άλλη λάθος πρόσληψη του πατερικού λόγου είναι η κατά γράμμα ερμηνεία του. Οφείλουμε να μη λησμονούμε πως κανείς άνθρωπος, ούτε ο Άγιος, είναι αλάθητος, παρά μόνον η Εκκλησία όταν μιλά για τη σωτηρία μας, την κοινωνία με τον Χριστό. Οι Πατέρες είναι απλανείς οδηγοί προς αυτήν, όταν συμφωνούν μεταξύ τους. Η Εκκλησία αποφαίνεται συνοδικά, κι η Σύνοδος είναι αλάθητη επειδή σ’ αυτή συμμετέχουν Άγιοι, δηλαδή θεόπνευστοι άνδρες που καταλήγουν σε μια κοινή ορολογία. Δεν είναι διδάσκαλοι επιστημονικών θεωριών. Όπως γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης: «Από ορθοδόξου απόψεως, όταν μιλάμε για το αλάθητο της Εκκλησίας αναφερόμαστε μόνο στη διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος, περί Θεού, περί θείας Χάριτος, περί διαγνώσεως των αρρωστημάτων της ανθρωπίνης προσωπικότητος, περί θεραπείας της ανθρωπίνης προσωπικότητος, περί τελειότητος της ανθρωπίνης προσωπικότητος, περί κολάσεως και παραδείσου, περί ενσαρκώσεως, περί Αγίων, περὶ Θεοτόκου και ό,τι έχει σχέση με την εμπειρία της θεώσεως. Στα άλλα θέματα δεν υπάρχει αλάθητο και δεν μπορεί να υπάρχει αλάθητο, διότι εκεί πλέον ευρισκόμαστε στην σφαίρα των θετικών επιστημών.»[10]

Ας μην «κολλάμε» λοιπόν σε κάποιες φράσεις, αλλ᾿ ας προσπαθούμε να γνωρίσουμε τους Πατέρες βιωματικά, μελετώντας τους βίους και τα έργα τους συνολικά και προσπαθώντας να εγκεντρισθούμε στο πνεύμα τους, ένα πνεύμα μετανοίας, ασκήσεως, καθάρσεως από τα πάθη και θείου φωτισμού.

Το έργο του «θεολόγου»

Οι Πατέρες κατανοούνται σε βάθος μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κάθε άλλη προσέγγιση είναι κατά κανόνα επιδερμική. Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφει: «Μέσα από την Εκκλησία, σύμφωνα πάντα με το μέτρο των δυνατοτήτων μου, γίνομαι κληρονόμος της πιο μεγαλειώδους παραδόσεως που υπάρχει στην ιστορία της ανθρωπότητος. Δια μέσου της Εκκλησίας και μέσα στην Εκκλησία ζω συνεχώς την πιο ζωντανή σχέση με τον Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Παύλο και τους Αποστόλους, με τον Αθανάσιο, τον Βασίλειο και τους άλλους Πατέρες, με τον Αντώνιο και τον Σισώη, με τον Μακάριο και τον Ισαάκ, με τον Μάξιμο και τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, με τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Σεραφείμ του Σάρωφ. Αυτοί είναι οι οικείοι μου, οι συγγενείς μου. Τους παρέλαβα όμως στην εκκλησιαστική τάξη. Έξω από την Εκκλησία ο σύνδεσμος μαζί τους εξασθενεί. Έστω και σε μικρότερο μέτρο, ζω όμως την ίδια ζωή με αυτούς.»[11]

Και οι θεολογούντες σήμερα οφείλουν να θεολογούν μέσα στην Εκκλησία. Να αγωνίζονται να ζουν μέσα της, να μελετούν τα κείμενα των Πατέρων με διάθεση μαθητείας κι όχι νομίζοντας πως μπορούν όλα να τα καταλάβουν και να τα εξηγήσουν, αφήνοντας ένα «παράθυρο» ανοιχτό στον θείο φωτισμό. Να τον επικαλούνται όταν προβληματίζονται και δυσκολεύονται. Να συμβουλεύονται και τ᾿ άλλα μέλη της Εκκλησίας και να σέβονται τους Αγίους όλων των εποχών, κι αυτούς της εποχής μας· διότι αυτοί, βρίσκονται εγγύτερα προς τους Πατέρες, άσχετα αν έχουν μικρή ή μεγάλη παιδεία. Και με βάση αυτό το πνεύμα να προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις σε σημερινά θέματα και προβλήματα.

Θυμάμαι τον μακαρίτη Παναγιώτη Νέλλα. Μελετώντας τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και παίρνοντας αφορμή από ένα χωρίο του, σκεφτόταν να γράψει ένα κείμενο για τη θεωρία της εξελίξεως. Είχε πάντα τη σοφία, πριν να γράψει ή δημοσιεύσει κάτι, να ρωτά πολλούς. Μαζί με άλλους, ρώτησε και μένα κι ένα σχετικά νεαρό τότε ιερομόναχο, που σήμερα είναι από τους γνωστότερους θεολόγους στη χώρα μας. Συμφωνήσαμε με την άποψή του. Μετά επισκέφθηκε τον π. Παΐσιο και του έθεσε το θέμα. Ο γέροντας διαφώνησε με την άποψη του Νέλλα, κι αυτός, ο έγκριτος πατερικός θεολόγος, είχε τη διάκριση να ζυγίσει περισσότερο μέσα του τη συμβουλή του απόφοιτου του Δημοτικού αλλά φωτισμένου από το Άγιο Πνεύμα ασκητή από τις γνώμες τόσων γνωστών και μορφωμένων «θεολόγων» και στοχαστών και να μην προχωρήσει στη σύνταξη του άρθρου του, για το καλό και την ειρήνη της Εκκλησίας. Ήταν σαν να μας έλεγε: «Τὴν μὲν ῥωμαϊκὴν καὶ ἑλληνικὴν ἐπίσταμαι παίδευσιν, τὸν δὲ ἀλφάβητον τοῦ ἀγροίκου τούτου, οὔπω μεμάθηκα.»

Σημειώσεις

1 Το Γεροντικόν, Του Αββά Αρσενίου, Ϛ΄, Αθήνα 1981, σ. 5.

2 Ομιλία ια΄, Εις τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν, 7, στο Γρηγ. Παλαμά έργα, τομ. 9, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 290.

3 Ιεροθέου, μητρ. Ναυπάκτου, Εμπειρική δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, Λεβαδειά 2010, τόμ. Α΄, σσ. 236-237.

4 Λόγος περί προσευχής, ξα΄, Φιλοκαλία (υπό το όνομα Νείλου του ασκητού), Αθήνα 1974, τομ. α΄, σ. 182.

5 ό.π., σ. 234.

6 Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 1,1,11, στο Γρηγ. Παλαμᾶ ἔργα, τομ. 2, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 86.

7 ό.π., σ. 246.

8 Λόγος θεολογικός δεύτερος, 4.

9 Ιω. 1, 18.

10 ό.π., σ. 243. Βλ. και το κείμενό του «Η διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης για τη δημιουργία και οι θετικές επιστήμες».

11 Αγώνας θεογνωσίας, Έσσεξ Αγγλίας 2004, σ. 293.

27 Σχόλια

  1. αγαπητέ Theo,
    σε ευχαριστούμε για το κείμενό σου. Δεν είμαι σε θέση να διακρίνω κάτι καινούριο σε σχέση με τη στάση που προτείνεται από πολλές πλευρές της εκκλησιαστικής και θεολογικής κοινότητας αναφορικά με το ποιος είναι ο όντως θεολόγος και με ποιο τρόπο πρέπει να μελετώνται τα πατερικά κείμενα.

    Προσωπικά νομίζω ότι υπάρχει ένα πρόβλημα σε σχέση με το οποίο αυτή η στάση και διάθεση εθελοτυφλεί ή τουλάχιστον αδυνατεί να το δει. Ερωτώ λοιπόν το εξής: Υπάρχει επιστήμη του Θεού; Υπάρχει δηλαδή εννοιολογική προσέγγιση του τριαδολογικού δόγματος; Ας υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει. Ότι δηλαδή το τριαδικό δόγμα, ένας Θεός τρεις υποστάσεις κλπ. δεν νοείται, δεν υπάρχουν δηλαδή έννοιες που αντιστοιχούν σε αυτό, και ότι μόνο ο δια του αγίου βίου του αξιωθείς την θεωρία “κατανοεί” τα περί Θεού. Τί σημασία μπορούν να έχουν τότε όλοι εκείνοι οι όροι που χρησιμοποίησε η εκκλησιαστική μας παράδοση περί Θεού;

    Ο πιστός που την Κυριακή ακούει στην Εκκλησία ότι ο Θεός είναι μια υπερούσιος ουσία και τρία πρόσωπα ή υποστάσεις πρέπει ή δεν πρέπει να αποδίδει κάποια σημασία σε αυτά τα λόγια; Και αφού γι΄αυτόν είναι αυτά εκ προοιμίου ακατανόητα, και ο ίδιος δεν έχει θεωρία για να τα επιβεβαιώσει, γιατί να μην τα θεωρήσει ανοησίες και να καταφύγει σε άποψη περί Θεού, όπως αυτή των μουσουλμάνων, που εκ πρώτης όψεως μοιάζει πιο λογική;

    Περαιτέρω, όταν κανείς αποκτά θεωρία, τότε αποκτά και έννοιες, τις οποίες δεν μπορεί να εκφέρει ή κάποιου άλλους είδους γνώση, μη εννοιολογική για εμάς τους αμαρτωλούς ακατανόητη; Και αν είναι μεν έννοιες, γιατί δεν μπορεί αν τις εκφέρει και σε εμάς, ενώ αν δεν είναι έννοιες, τί είναι τέλος πάντων οι δια της θεωρίας γνώσεις και τί μας ενδιαφέρουν;

  2. Αγαπητέ κ. Κλιματσάκη,
    Φυσικά δεν έγραψα κάτι καινούργιο. Απλώς, διαβάζοντας στο “Αντίφωνο” αρκετές θεολογικές διατριβές που φαίνεται να αγνοούν ή να λησμονούν εκ προθέσεως τα κριτήρια του αγιάζεσθαι, σώζεσθαι και θεολογείν μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, θέλησα να τα υπενθυμίσω.

    Και φυσικά υπάρχει επιστήμη του Θεού. Μόνο που κανείς δεν μετέχει αυτής δια της κτιστής γνώσεως και αισθήσεως αλλά με μια έκτη αίσθηση, τον νου, το “οπτικόν” της ψυχής του ανθρὠπου, που, όταν καθαρθεί, μπορεί να δει τον Θεό.
    Αν το εννοείτε με όρους ανθρώπινης γνωσιολογίας, δεν υπάρχει τέτοια επιστήμη. Ο Θεός είναι αναφής και απρόσιτος. Ο άνθρωπος, ό,τι και να κάνει, δεν μπορεί να Τον γνωρίσει, αν Αυτός δεν του αποκαλυφθεί. Όπως ο τυφλός δεν μπορεί να γνωρίσει το φως αν δεν ανοίξουν τα μάτια του.
    Οι θεόπτες μπορούν να περιγράψουν τον Θεό που εμπειρικά γνωρίζουν και να δώσουν μια κάποια εικόνα Του στους πιστοὐς, όπως ένας που βλέπει μπορεί να περιγράψει το φως και τα χρὠματα σ’ έναν αόμματο.
    Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός διδάσκει τους πιστούς: «[i]Νὰ σᾶς πῶ τί εἶναι ἡ ῾Αγία Τριάδα. Σᾶς φέρω μιὰ εἰκόνα, ὅτι εἶναι ὁ ἥλιος ὁ Θεὸς Πατέρας· καὶ οἱ ἀκτῖνες ποὺ ἔρχονται, εἶναι σὰν κλωστές, εἶναι ὁ Υἱός· καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ φῶς, τὸ ὁποῖο ἁπλώνεται γύρω. ᾿Αλλά, λέει, ἂν θέλετε νὰ καταλάβετε καλύτερα τί εἶναι ἡ ῾Αγία Τριάδα, νὰ πᾶτε νὰ ἐξομολογηθῆτε σ᾿ ἕναν πνευματικὸ παστρικά, νὰ ζήσετε ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, καὶ τότε θὰ καταλάβετε τί εἶναι ἡ ῾Αγία Τριάδα[/i]».
    Η Εκκλησία, λοιπόν, δίνει στον πιστό μιαν ιδέα του τι είναι ο Τριαδικός Θεός αλλά και τη μέθοδο να τον γνωρίσει καθαρότερα.
    Αν από αυτό θεωρείτε “λογικότερες” τις χοντροκομμένες περί Θεού θεωρίες του Ισλάμ ή των Δυτικών, δεν έχω να προσθέσω κάτι.

    Φυσικά και ο θεούμενος δεν αποκτά και έννοιες περί Θεού (πολλά έχει γράψει γι’ αυτό το θέμα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στους Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων λόγους του) αλλά τον γνωρίζει υπέρ έννοιαν και, μ’ αυτή την εμπειρία του, μπορεί να δείξει στους μαθητές του τον δρόμο προς τη θέωση. Αυτό δεν θα μας ενδιέφερε αν δεν είχαμε ψυχή αλλά μόνο τη διανοητική ενέργειά της· αν η ύπαρξή μας δεν είχε πλαστεί από τον Θεό για να ζει μαζί Του και σ’ Αυτόν ποθεί να επιστρέψει.

  3. αγαπητέ Theo,

    συγχωρέστε με, αλλά θα είμαι λίγο επιθετικός. Και αυτό γιατί επιθυμώ ο διάλογος να είναι παραγωγικός. Οι ορθόδοξοι μοιάζουμε να μη θέλουμε να κουνηθούμε από τη θέση μας. Έχουμε πέσει σε μια παραδοσιοκρατία του χειρίστου είδους. Δεν επιθυμούμε να γνωρίσουμε τίποτε καινούριο, διότι θεωρούμε ότι μόνο εμείς έχουμε την αλήθεια, όλη την αλήθεια, και όλοι οι άλλοι βρίσκονται απλώς σε πλάνη. Εγώ θεωρώ ότι η ορθοδοξία είναι όντως η πλήρως αποκεκαλυμμένη αλήθεια περί Θεού, και ότι οι άλλες θρησκείες είναι ελλείπεις αντιλήψεις περί Θεού, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι απλώς βλακείες η αφέλειες.

    Λέτε ότι η επιστήμη του Θεού λαμβάνει χώρα δια μίας “έκτης αισθήσεως”, την οποία ονομάζετε “οπτικό της ψυχής”, και ότι δεν υπάρχει άλλη επιστήμη περί Θεού, όπως, ας πούμε, αυτή που εγώ ονομάζω φιλοσοφική ή καλύτερα λογική. Είμαι αναγκασμένος να σας ρωτήσω, από πού απορρέει αυτή η βεβαιότητά σας. Διότι κινούμαστε σε φαύλο κύκλο. Τα γνωρίζετε αυτά δια της προσωπικής σας θεώσεως; (παρακαλώ μη δυσανασχετείτε, πρέπει να αντιμετωπίσουμε το θέμα με ειλικρίνεια) Αν όχι, τότε γιατί εμπιστεύεστε τα λεγόμενα των Πατέρων; Δεν υπάρχει κάτι μέσα σε αυτά που σας κάνει να τα θεωρείτε λογικά; Αν όχι, τότε γιατί τους παίρνετε στα σοβαρά; Αν δεν έχετε λογικό κριτήριο, τότε πρέπει να έχετε κάποιου είδους αποκάλυψη. Αλλά και αυτή δεν μπορεί να την εκλαμβάνετε ως κάτι απολύτως πέραν της λογικής, διότι τότε δεν θα μπορούσατε να αρθρώσετε κανενός είδους λόγου περί αυτής και του περιεχομένου της.

    Λέτε ότι ο Θεός γνωρίζεται μέσω του νου, του “οπτικού της ψυχής”. Συγνώμη, αλλά πρέπει να εξηγήσετε για ποιο πράγμα μιλάτε. Αφού θεωρείτε ότι υπάρχει αυτή η γνωστική δύναμη, εξηγείστε μας τη φύση της. Και επιμένω, διότι και εγώ θεωρώ ότι ο άνθρωπος έχει περαιτέρω γνωσιολογικές δυνατότητες από αυτές που μας φανερώνει η μεταπτωτική μας φύση, αλλά εγώ το θεωρώ αυτό διότι παράγω την έννοιά τους μέσα από σχετική διάκριση που μας εκθέτει ο Δαμασκηνός. Η ψυχή, δηλαδή, πέραν, των γνωστικών δυνάμεων που γνωρίζουμε αριστοτελικά, πέραν του νου ως του απλώς λογικού στοιχείου της, περιέχει και το νοερό μέρος, δια του οποίου ο άνθρωπος γνωρίζει τις νοερές ουσίες, αλλά και το πνευματικό μέρος, δια του οποίου κοινωνεί με το Πνεύμα του Θεού. Αυτές τις δυνατότητες μάς τις φανέρωσαν βέβαια οι Πατέρες δια της θεοπτείας τους, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αυτές δεν είναι νοητές ή υπέρ πάσαν λογικήν. Απλώς δεν προσεγγίζονται με τη τυπική λεγόμενη λογική, η οποία δεν μπορεί α κατανοήσει την ενότητα στη διαφορά.

  4. Νομίζετε, κ. Κλιματσάκη, πως θα τα έγραφα αυτά αν δεν είχα εσωτερική βεβαιότητα; (“Πληροφορίαν τῆς πίστεως”, την ονομάζει η Γραφή· κι αυτό φυσικά είναι κάτι βιωματικό, και δεν αναλύεται.) Αν δεν είχα γνωρίσει Αγίους στην Εκκλησία μας με υπερφυσικές ιδιότητες, που, έστω και για λίγες ώρες, σε κάνουν να αισθανθείς διαφορετικά, σου ανοίγουν άλλους δρόμους και κόσμους; Κι αν μετά απ᾿ αυτά δεν είχα γνωρίσει δυτικούς μοναχούς, με ειλικρινή αναζήτηση, ή ινδουιστές τσαρλατάνους που στη δίψα της ψυχής μου δεν είχαν να προσφέρουν τίποτ᾿ άλλο από ξερές γνώσεις και καλή συμπεριφορά οι μεν, και συγκεχυμένες υποσχέσεις και θεωρίες και ψεύτικη γαλήνη που μύριζε πλάνη από χιλιόμετρα οι δε;
    Δεν μου αρέσουν οι περισσότερες αναλύσεις (όπως τι είναι το “οπτικόν της ψυχής”). Δεν θέλω να καταντήσω σχολαστικός.

    Το αν τα παραπάνω είναι συναισθηματικά ή παράλογα, κλπ., καθένας, αν είναι τίμιος με τον εαυτό του κι έχει λίγο μυαλό, μπορεί να το απαντήσει μόνος του.
    Ο μόνος δρόμος να επαληθεύσει κανείς κάποια θεωρία σχετικά με την εύρεση και κοινωνία με τον Θεό είναι να δοκιμάσει ν᾿ ακολουθήσει τις οδηγίες όσων ισχυρίζονται πως Τον γνώρισαν, Τον γνωρίζουν. Κι αν βρει κάτι συνεχίζει. Αν δεν βρει, ψάχνει αλλού. Δεν σώζεται κανείς εξαντλώντας τη λογική του και μόνο. Γιατί αν ο Θεός βρισκόταν έτσι, θα ήταν μίζερος, όπως μίζερο είναι το ήθος και η ζωή όσων Τον υποτάσσουν στα όρια του κτιστού μυαλού μας.
    “Ἔρχου καὶ ἴδε”.

  5. Αγαπητέ Theo,
    χαίρομαι που έχετε θετικές εμπειρίες από συναναστροφές με Αγίους μας. Έχω και εγώ καλές εμπειρίες. Αλλά δεν είναι περί αυτού ο λόγος. Σας παρακαλώ να προσέξετε λίγο που πέφτει το βάρος, εάν σας ενδιαφέρει.

    Εφόσον δεν είμαστε θεόπτες, κατ’ ανάγκην κινούμεθα στο επίπεδο της ανθρώπινης γνωστικής ικανότητας, όπως αυτή προέκυψε στην μεταπτωτική κατάσταση. Βεβαίως, μακάρι να μας αξιώσει ο Θεός να δούμε τη χάρη Του. Δεν αναφέρομαι όμως σε αυτό το ζήτημα. Αναφέρομαι στο κατά πόσον είναι δυνατή μια επιστήμη του Θεού σε επίπεδο έννοιας. Ούτε σας κατηγορώ ότι αυτά που λέτε είναι συναισθηματικά ή παράλογα ή ότι η οδός που οδηγεί στο Θεό δεν είναι αυτή που ορίζουν οι Πατέρες. Σας λέω ότι αυτό δεν είναι το πρόβλημα, αλλά ότι είναι εσφαλμένο να θεωρούμε ότι ο Θεός δεν γνωρίζεται δια της εννοίας (της διαλεκτικής), διότι αυτό έχει τη διπλή (καταστροφική) συνέπεια α) να αφήνει το πεδίο του κόσμου και της ιστορίας βορά στην αθεϊα κάθε είδους, η οποία τότε διεκδικεί για τον εαυτό της την αρμοδιότητα του Λόγου (διαφωτισμός-μηδενισμός) και β) δεν μάς επιτρέπει ούτε πραγματική γνώση του κτιστού όντος, αφού αυτή δεν είναι δυνατή παρά μόνο δια του ακτίστου.

  6. Εκτός από τη θεοπτία που είναι η κορυφή, υπάρχουν κι άλλες κατώτερες βαθμίδες εμπειρικής γνώσης του Θεού, γεύσης της χάριτός Του, και πολλοί πιστοί έχουν γευτεί κάτι απ᾿ αυτήν, που αφενός τους προϊδεάζει για τα ανώτερα (“Ο Χριστός σου έδωσε μια καραμέλα. Σκέψου τι θα ‘ναι ένα ταψί γλυκό”, έλεγε ο π. Παΐσιος) και αφετέρου αυξάνει την πίστη τους (“Πίστις ἐστιν ἄλογος γνῶσις. Επεί ἄλογος, οὐκ ἐκ μαθημάτων, ἐπεὶ δὲ γνῶσις, ἄρα σχέσις”, γράφει ο άγιος Μάξιμος) γιατί βλέπουν ότι ακολουθώντας την Οδό γεύονται μερικώς και πλησιάζουν προς τα υποσχόμενα. Βέβαια οι περισσότεροι όσων βρίσκονται σ᾿ αυτήν την κατάσταση των καθαιρομένων χρησιμοποιούν και τη λογική λειτουργία τους για να “ταξινομήσουν” τις εμπειρίες τους. Κάποιοι άλλοι απλώς τις δέχονται.
    Άρα, δεν κινούμεθα μόνο στο επίπεδο της ανθρώπινης γνωστικής ικανότητας, όπως ισχυρίζεστε.

    Επιμένω πως η λύση δεν βρίσκεται σε διανοητικό αλλά σε υπαρξιακό επίπεδο, κι ο Θεός υπαρξιακά γνωρίζεται. Κι αυτό που πείθει όποιον αναζητεί την Αλήθεια δεν είναι οι θεωρίες αλλά η συνέπεια ζωής και διδασκαλίας στον χριστιανισμό ή σε οποιαδήποτε θρησκεία, δηλαδή, καθ᾿ ημάς, η αγιότητα του βίου. Ο κόσμος (με την εξαίρεση ίσως κάποιων διανοουμένων) πέφτει στην αθεΐα όταν απογοητεύεται από τη ζωή και τις πράξεις των “εκπροσώπων” του Θεού, όταν λείπει η αγιότητα σαρκωμένη έστω και σε πέντε “δικαίους” (βλ. Σόδομα και Γόμορρα). Πάντως, κι αν ακόμα αυτή δεν υπάρχει, ο Θεός βρίσκει τρόπους να προσεγγίσει τον άνθρωπο που ειλικρινά Τον αναζητεί.

    Δεν ισχυρίστηκα πως δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει τον κτιστό κόσμο και με τη διάνοια. Απλώς, νομίζω πως πάντα η γνώση θα είναι ατελής και πεπερασμένη και (όπως σας έγραψα κι αλλού) εμπιστεύομαι γι᾿ αυτή τη γνώση περισσότερο τις θετικές επιστήμες από τη διαλεκτική και τον στοχασμό. Δεν βλέπω κάποιο βάσιμο λόγο που αυτή η στάση να οδηγεί στην αθεΐα.

  7. Αγαπητέ Theo,
    επιμένω διότι νομίζω ότι “πάσχετε” από παραδοσιοκρατία και δεν αντιλαμβάνεστε ότι αυτή η στάση έχει οδηγήσει στον αποκλεισμό της ορθοδοξίας από το ιστορικό γίγνεσθαι, την Ελλάδα στην ηθική απαξίωση και τον κόσμο στις παγίδες του μηδενισμού.

    Πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι οι επιστήμες δεν μας γνωρίζουν την ουσία των όντων, αλλά στην πραγματικότητα την αποκρύπτουν, διότι αυτή μπορεί να νοηθεί μόνο ως μετοχή του ακτίστου στα κτιστά ως έργα του Θεού. Η σημερινή επιστήμη προκαλεί σχετικισμό και απομάκρυνση από την ανάγκη σχέσης με το Θεό.

    Αυτό σημαίνει ότι η αληθής επιστήμη βλέπει τον κόσμο ως έργο του Δημιουργού αλλά αυτό προϋποθέτει λογική γνώση του ακτίστου. Αυτή βέβαια για τον ατομικό άνθρωπο είναι υποδεέστερη οντολογικώς από την μετοχή στον Θεό, ως κοινωνία μαζί Του και θέωση, αλλά ιστορικά είναι σημαντική για την έξοδο της ανθρωπότητας από το μηδενισμό.

    Κατά την άποψή μου το ζήτημα είναι σοβαρό εάν μας ενδιαφέρει η ορθοδοξία να αποκτήσει κοινωνική και ιστορική βαρύτητα. Εάν θέλουμε να την βλέπουμε μόνο ως ησυχασμό και αποτράβηγμα από τον κόσμο, αναρωτιέμαι γιατί γράφουμε αυτές τις γραμμές.

    Όπως έχω ήδη πει και για να μη σας κουράζω ατελείωτα, θα προσπαθήσω να στείλω σύντομα ένα πιο οργανωμένο κείμενο.

  8. Μια κι αρχίσαμε τα “πρέπει” κι εγώ σας συνιστώ ν᾿ απεγκλωβιστείτε από τις σχηματοποιήσεις και τις ταμπέλες (“παραδοσιοκρατία”, “μηδενισμός”, κλπ.). Δεν οδηγούν πουθενά.

    Η Ορθοδοξία δεν είναι κάποιο σύστημα, πολιτικό, θρησκευτικό ή ο,τιδήποτε. Είναι μια κοινωνία, ένα σώμα κληρικών και λαϊκών, ζώντων και κεκοιμημένων, Αγίων και αμαρτανόντων, με κεφαλή τον Χριστό. Όσο τα επί της γης μέλη της μεταμορφώνονται εν Χριστώ, τόσο και επηρεάζουν το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Όσο δεν το κάνουν, τόσο ο κόσμος “ἐν τῷ κακῷ κεῖται”. Η αλλαγή ξεκινά μέσα από το κάθε ένα από μας. Οι θεωρητικές συζητήσεις ελάχιστα μπορούν να βοηθήσουν σ᾿ αυτό. Ο λόγος ο σαρκωμένος και η παρουσία των αγιασμένων ανθρώπων, πολύ.

    Η ενασχόληση και η έρευνα των θετικών επιστημών μόνες τους δεν οδηγούν ούτε στην πίστη ούτε στον σχετικισμό ούτε στην αθεΐα. Μεγάλοι επιστήμονες υπάρχουν και πιστοί και αδιάφοροι και άθεοι, ανάλογα με την ανθρώπινη ποιότητα και αλήθεια τους.
    Ας αφήσουμε, λοιπόν, τα θεωρητικά σχήματα κι ας πλησιάσουμε τον άνθρωπο μέσα από το ζων σώμα του Χριστού.

  9. αγαπητέ Theo,
    Ζητώ συγγνώμη, δεν επιχειρούσα να το παίξω ηθικός διδάσκαλος, δεν είμαι σε θέση.

    Σταματώ πάντως με το εξής παράπονο: Δε διαφωνώ μαζί σας, το δήλωσα σε πολλές θέσεις. Αυτό που με αφήνει πάντως πολύ ανικανοποίητο είναι ότι απλώς απορρίπτετε αυτά που λέω, επιμένετε στην παράδοση και δεν επιχειρείτε επουδενί να δείτε εάν έχουν κάποια ουσία κάποιο νόημα αυτά που προτείνω. Αφού δεν τα έχουν πει οι Πατέρες,πάει και τελείωσε.

    Τί νόημα έχει η συζήτησή μας τότε;

    Εν πάση περιπτώσει, ευχαριστώ για την μέχρι τώρα υπομονή.

  10. Δεν νομίζω ότι προέβαλα μόνο τους Πατέρες. Αναφέρθηκα και σε κάποια προσωπικά βιώματα, δικά μου και άλλων πιστών, και στην κακομοιριά των θρησκευόμενων Ευρωπαίων που καταλήγουν όλα, και τον Θεό, να τ᾿ αναλύουν ορθολογικά.

    Συμφωνώ μαζί σας σε κάποια επιμέρους στοιχεία, αλλά τα παραπάνω με κάνουν να μην μπορώ να δεχτώ τις βασικές θέσεις σας.

    Και το να μαθαίνει ο τυχών αναγνώστης με τι δεν συμφωνούν οι Πατέρες χρήσιμο είναι. Δε νομίζετε;

    Ευχαριστώ κι εγώ.

  11. Αγαπητοι, χαιρετε.

    Κατα την ταπεινη μου αποψη, και να με συγχωρειτε εαν διακοπτω τον ειρμο της ακρως ενδιαφερουσας αυτης συζητησης,
    θα ηθελα να καταδειξω σε μια καλοπροαιρετη παντα, συμβολη στον διαλογο, οτι εχετε και οι δυο αξιολογοτατοι συνομιλητες, μια κεκρυμμενη μεν, κοινη δε, συνισταμενη,
    η οποια εντοπιζεται στο εξης σημειο.

    Η Ορθοδοξια ως αμφιδρομη σχεση-πιστη, μεσα στην κτιση και την ιστορια με τον αποκεκαλυμμενο Τριαδικο Ζωντα Προσωπικο Θεο, δεν ειναι μια μεταϊστορικη, μονοσημαντη, εσχατολογικη θεωρηση των πραγματων του βιου. Δεν ειναι μονο αυτο τουλαχιστον.

    Ο Ορθοδοξος πιστος δρα, ενεργει, κινειται, ζει και αναπνεει, σωζεται η απωλειται, μεσα στο γιγνεσθαι του κτιστου και ιστορικου πλαισιου, οπου τον τοποθετησε η προνοια του Δημιουργου και Πλαστη του.

    Ας μην ξεχναμε οτι η κτιση ολη “γινεται”, και βαδιζει προς την τελειωση της, δεν ειναι κατι στατικο, δεν ειναι ενα σκηνικο θεατρου, και εμεις πολυ περισσοτερο δεν ειμαστε πιονια μιας σκηνοθετημενης παραστασης οπου καποιοι αγιαζουν και καποιοι χανονται a priori, αλλα δυναμικοι και ελευθεροι συντελεστες της εγκαθιδρυσης της Βασιλειας του Θεου στον κοσμο και στην ιστορια, ως χαρισματικα μελη της Εκκλησιας Του.

    Γιατι ποιους επελεξε ο Κυριος να απλωσουν το μυνημα του Ευαγγελιου στον κοσμο και στην οικουμενη; Απλους καθημερινους ανθρωπους, που μαλιστα δεν ειχαν καμμια εξουσια στα χερια τους, και δεν μπορουσαν κανεναν να επηρεασουν με κοσμικα μεσα.

    Και αυτοι πετυχαν, το αναπαντεχο, δηλαδη τον Ευαγγελισμο της οικουμενης, εκει οπου τα δηθεν παντοδυναμα κοσμικα μεσα, οπως η ισχυς, τα οπλα και το χρημα θα ειχαν αποτυχει, οπως εχει δειξει σαφως και η ιστορια με τις πολυαριθμες επαναστασεις που θα εκαναν τον κοσμο καλυτερο, αλλα απετυχαν οικτρα.

    Αυτο εαν και φαινομενικα, ειναι καπως εκτος θεματος, εν τουτοις, σημαινει οτι, δεν μπορει ακομα και ο πλεον απλος και αθεολογητος πιστος, να προφασιζεται αδιαφορια, απραξια, μη δραση στον κοσμο,
    εξαιτιας μιας παρεξηγημενης και βολικης “πνευματικοτητος”, που τον κανει να απεχει απο τον ιδιο τον βιο και την ζωη στην κτιση και την ιστορια εν γενει.

    Ας μην ξεχναμε οτι ενας Αγιος Κοσμας αφησε τον ησυχασμο, κατοπιν ευλογιας βεβαια απο το Πατριαρχειο και τον Γεροντα του, και βγηκε στον πεπτωκοτα κοσμο να παλεψει και να περισωσει οτι μπορεσε, και μπορεσε τα μεγιστα, με την χαρη του Θεου, να δωσει τον οβολο του, στον πασχοντα αδελφο, να δρασει ευεργετικα και ιστορικα, αλλα με εναν ορθοτατο και εξαγιασμενο εσχατολογικο οριζοντα, με την διδασκαλια και το παραδειγμα του.

    Με το να μην συμμετεχουμε στα κοινα, δινουμε τοπο στον πονηρο και τα οργανα του, να λυμαινονται την κτιση, και θα δωσουμε λογο γιαυτο.

    Δηλαδη το ρημα Κυριου: “ουκ επ’αρτω μονον ζησεται ανθρωπος”, θα πρεπει να πηγαινει παραλληλα με το αιτημα για την παροχη ενος ποτηριου νερου στον διψασμενο, με την αναζητηση της δικαιοσυνης στον κοσμο με καθε εννοια της, οσο αυτη ειναι εφικτη, με την αναπαυση του πλησιον, οσο αυτο περνα απο το χερι μας,
    και την προαιρεση μας για πραξη του καλου και αγαθου, σε κοντρα ενος κοσμου που το κακο, εχει γινει τροπος και θεωρια ζωης των πολλων.

    Απο την αλλη, δεν εμποδιζει κανεις τον πιστο, να ασκει τον ησυχασμο, και μαλιστα σε επιπεδο αναλογο με τους κατεξοχην πρακτικους του, δηλαδη τους μοναστες, και υπαρχουν παραδειγματα πολλα,
    μεσα στην τρελλα του κοσμου, καταγεγραμμενα, αλλα και κεκρυμμενα αχρι του νυν, ανθρωπων που εχουν φτασει σε υψηλα μετρα, σε θεοπτια, και σε θαυματουργια ακομα, με ποικιλα χαρισματα,
    και αρετες αναλογες με τα γεροντικα των πρωτων αιωνων.

    Δεν ειναι προσωποληπτης ο Θεος. Οποιος αγωνιζεται, και οπου και εαν αγωνιζεται, θα τον βοηθησει να ενεργοποιησει εκ νεου, και να λειτουργησει τα αδρανοποιημενα εν πολλοις χαρισματα που μας εδωρησε το Αγιο Πνευμα κατα την βαπτιση μας, στον καθε ενα απο εμας οταν εισηλθε στην Εκκλησια του Χριστου, και εξαιτιας της αμελειας, και της ραθυμιας μας, και της τριβης του βιου, δεν τα αναπτυξαμε ως οφειλαμε.

    Ετσι η γνωση του Θεου, η βιωματικη και εμπειρικη, που σαφως υπερβαινει την διανοητικη και την λογικη ταξη, καθως ειναι υπερλογη, ειναι μιας αλλης ταξεως οντολογικη επαφη και σχεση, περνα μεσα απο την τριβη με την κτιση και την ιστορια, δεν ειναι κατι αποκοσμο και αποκομμενο απο το ιστορικο γιγνεσθαι.

    Ενας Αγιος Γρηγοριος Παλαμας, μεγας δασκαλος και υπερμαχος του ησυχασμου, εδρασε, παλεψε, πονεσε, κακοπαθησε, και εδωσε ομολογια, μεσα στον κοσμο, και την πολυπαθη καθημερινοτητα, και παραλληλα ασκητευσε οταν ηταν καιρος, μονωθηκε απολυτα ωστε να προσεγγισει τον Νυμφιο της ψυχης του.

    Ενας Μεγας Αντωνιος, κατεβηκε στον κοσμο να δωσει μαχη, για να μην κυριαρχησει η αιρεση που αλλοιωνε αυτο ακριβως.

    Τι αλλοιωνε δηλαδη;

    Οχι ενα συστημα θεωρητικων-διανοητικων αληθειων, δογματων χωρις βιοτικο αντικρυσμα, αλλα εναν παραδεδομενο τροπο ζωης, εμπειριας, τριβης, μια πορεια καθαρσεως, φωτισμου και θεωσεως, με την μετοχη στην ακτιστη ενεργεια του Θεου, μεσα στην κτιση και την ιστορια.

    Γιατι η αιρεση η καθε αιρεση, πολεμα αυτο ακριβως, και το διαστρεφει.

    Την δυνατοτητα την βιωματικη, την εμπειρικα αποδεικνυομενη με το πρακτικο αποτελεσμα που ειναι η αγιοτητα, να την κανει ενα θεωρητικο και διανοητικο κατασκευασμα, μια ευσεβιστικη και κανονιστικη καρικατουρα, ενα ειδωλο του Θεου, για να αναπαυσει την λογικη, την διανοια και την διψα του νου, για να κατανοησει πληρως τα ακατανοητα.

    Επειδη ομως ο Θεος δεν μπαινει σε καλουπια, αλλα βιωνεται, ζειται, και ζητειται συνεχως μεχρι εσχατης αναπνοης, κερδιζεται και χανεται στο νημα της μετανοιας και της ελευθεριας, της αγαπης και της πιστης,
    οι αιρεσεις δεν μπορεσαν ποτε να αλλοιωσουν την Ορθοδοξη εμπειρια.

    Γιατι αυτο που ζει πνευματικα ο πιστος-αγωνιστης, και βιωνει, και με υπομονη και επιμονη χαριτωνεται και αυξανει εκ Θεου,
    γινεται τοσο στενα ενωμενο με το ειναι του,
    ωστε ακομα και εαν πεσει ολος ο κοσμος επανω του,
    δεν μπορει να του το παρει, ουτε να του το διαστρεψει,
    παρα μονο εαν ο ιδιος το παραχωρησει και το προδωσει.

    Οποτε μπορουμε συμπερασματικα να πουμε, οτι η ορθοδοξη πνευματικοτητα, η εκζητηση πρακτικα του Θεου, (οχι διανοητικα),
    με την αποδεδειγμενα και ξεκαθαρα εμπειρικη, ησυχαστικη μεθοδο της καθαρσης του πολυδυναμου κεντρου της ψυχης, της εσω καρδιας, του νοος, ωστε να ερθει ο φωτισμος, και να φτασει ο ανθρωπος στην θεωση συν Θεω, και εν καιρω,
    δεν μπορει να ερχεται σε πληρη αντιθεση και σε μονωση απο τον κοσμο, την κτιση και το ιστορικο πλαισιο που γεννηθηκε, ανδρωθηκε και διαγει ο καθε ανθρωπος της καθε εποχης.

    Σημειωση οτι μιλαμε εδω, για τον εκαστοτε πιστο λαϊκο ανθρωπο,
    και οχι για τους μοναστες, οι οποιοι εχουν ειδικο καθεστως και σχεση με τον Θεο, εξαιτιας της θεληματικης τους αφιερωσης και αποταγης απο τον κοσμο, με σκοπο βεβαια παλι τον ιδιο με τους λαϊκους, δηλαδη την σωτηρια εν Χριστω, αλλα απο αλλο δρομο.

    Αλλωστε το Ευαγγελιο ενα ειναι για ολους, λαϊκους και μοναχους.

  12. Ευχαριστώ, Διονύση, για την αξιόλογη συμβολή σου στον διάλογο.

    Φυσικά το ευαγγελικό μήνυμα απευθύνεται σε όλους. Όμως η κλήση του καθενός είναι διαφορετική, ανάλογα με τα τάλαντα που του έχει χαρίσει ο Θεός, τον χαρακτήρα, το περιβάλλον, την προϊστορία, την εποχή του, κλπ. Δηλαδή, άλλα ζητάει Αυτός από τον καθένα μας.
    Και φυσικά ο αγώνας του πιστού δεν γίνεται μόνο εσωτερικά αλλά και στα πλαίσια της κοινωνίας που ζει. Και ο καθένας λειτουργεί συμπληρωματικά στο σώμα της Εκκλησίας, όπως μας διδάσκει ο Απόστολος. Οφείλει κανείς να έχει αυτό υπ᾿ όψιν του και να μην απολυτοποιεί το δικό του χάρισμα και τη δική του διακονία ούτε να περιφρονεί και υποτιμά τα χαρίσματα και τις διακονίες τον ἀλλων μελών του σώματος.

    Αυτά, νομίζω, είναι αυτονόητα για κάθε πιστό και γι᾿ αυτό δεν αναφερθήκαμε σ᾿ αυτά προηγουμένως.

  13. Αγαπητέ Teo σ΄ευχαριστούμε πολύ για το κείμενο και για τον διάλογο που αναπτύξατε με τον κ.Κλιματσάκη. Είναι δικαιολογημένες, με τα κοσμικά κριτήρια, όλες αυτές οι “ενστάσεις”του κ.Κλιματσάκη καθώς γίνεται προσπάθεια κατανόησης των Θείων με τα ανθρώπινα μέσα.΄Ολη αυτή η “αντιλογία” δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αγωνία του ανθρώπου στην αναζήτηση του δρόμου Του. Καλός είναι ο ακονισμός της σκέψης και κατ΄επέκταση της έκφρασης αλλά δεν είμαι σίγουρη στο αν βοηθούν στο “άνοιγμα” των οφθαλμών της ψυχής. (΄Ισως όμως να είναι κι αυτός ένας δρόμος που οδηγεί στις πύλες της πολιτείας του Θεού)
    Η επιτυχής παρέμβαση του Διονύση είναι αποσαφινιστική και πολύ “προχωρημένη” καθώς ορίζει
    “Ας μην ξεχναμε οτι η κτιση ολη “γινεται”, και βαδιζει προς την τελειωση της, δεν ειναι κατι στατικο, δεν ειναι ενα σκηνικο θεατρου, και εμεις πολυ περισσοτερο δεν ειμαστε πιονια μιας σκηνοθετημενης παραστασης οπου καποιοι αγιαζουν και καποιοι χανονται a priori, αλλα δυναμικοι και ελευθεροι συντελεστες της εγκαθιδρυσης της Βασιλειας του Θεου στον κοσμο και στην ιστορια, ως χαρισματικα μελη της Εκκλησιας Του.
    Δεν ξέρω βέβαια αν η τελείωση αυτή προκύψει ως διανοητική διαδικασία ωρίμανσης ή μετά από παιδευτική χριστιανική προσπάθεια ή ως φωτισμός του ανθρώπινου γένους συνολικά με την βιωματική επίσκεψη της θείας χάρης. Οι Πατέρες τί έχουν πεί;

  14. Κυρία Αθηνά, δεν νομίζετε ότι το να [b]προσβάλλετε[/b] έναν άνθρωπο που συνομιλεί επώνυμα (τον κ. Κλιματσάκη) με όλο, εσείς, το θάρρος της ανωνυμίας σας, καθηλώνει τον διάλογο στο “Αντίφωνο” σε υποδειγματικώς κοσμικ ά σταθμά και μέτρα;

    Ή μήπως η φράση: «[i]Είναι δικαιολογημένες, με τα κοσμικά κριτήρια, όλες αυτές οι “ενστάσεις”του κ.Κλιματσάκη καθώς γίνεται προσπάθεια κατανόησης των Θείων με τα ανθρώπινα μέσα.[/i]» δεν είναι μια φράση α-μέσως προσβλητική;

    [b]Αν υπάρχει, ρωτάω, οποιοσδήποτε ανάμεσά μας που θα του εξαπολύαμε κάτι τέτοιο και, εκείνος, δεν θα το παραλάμβανε εν είδει συντριπτικής μομφής…[/b]

  15. Αγαπητέ Γιώργο Καστρινάκη,

    όπως είπα στον Theo, μένω ανικανοποίητος από το ότι οι “ενάντιοι” μου δεν μοιάζουν να ενδιαφέρονται να κατανοήσουν περί ου ο λόγος. Εν μέρει τους δικαιολογώ, διότι χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις. Για τη διάκριση κτιστού-ακτίστου έχω πει κάποια πράγματα σε κείμενο μου στο Αντίφωνο. Ελπίζω σύντομα μα επανέλθω με κάτι πιο συγκροτημένο. Από την πλευρά τους όμως δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ετοιμότητα να συ(ν)ζητήσουν ουσιαστικά. Εάν ομιλούν μεν από το επίπεδο της θεοπτίας, καλώς. Διαφορετικά κρίνω ότι υπάρχει πρόβλημα, διότι διακατέχονται από αδικαιολόγητη βεβαιότητα.

    Όσο για την ταπείνωση, έτσι κι’ αλλιώς αυτή δε μας αξίζει;

  16. @κ. Κλιματσάκη
    Συγγνώμη,και σεις φαίνεται πως δεν προσπαθείτε να με καταλάβετε, όταν κρίνετε τη βεβαιότητά μου αδικαιολόγητη. Σας έχω απαντήσει επ’ αυτού στις 2-7, στις 0:03 και στις 13:58. Υπάρχουν κι άλλα πνευματικά στάδια πριν από τη θεοπτία που δίνουν μια εσωτερική βεβαιότητα.
    Και παρουσιάζεστε θιγμἐνος γιατί δεν συμφωνούμε. (Γιατί θα έπρεπε να συμφωνήσουμε σε όλα ή σε περισσότερα; Μια συζήτηση κάνουμε, ανταλλάσσοντας τις απόψεις μας.)
    Δεν νομίζω πως η Αθηνά σας πρόσβαλε, όταν επεσήμανε πως χρησιμοποιείτε ανθρώπινα μέσα για να κατανοήσετε τον Θεό. Χαίρομαι με το ήθος σας κατά τον διάλογο, αλλά θα σας έλεγα πως είστε εγκλωβισμένος στη νοησιαρχία, προσπαθώντας, ως μεγαλύτερος αδελφός, να σας βοηθήσω να ξεφύγετε από έναν φαύλο κύκλο. Είναι κακό αυτό;

    @Αθηνά
    Ο Θεός έχει ορίσει τον άνθρωπο ως ιερέα και βασιλιά της κτίσης. Όταν ο άνθρωπος αγιάζεται με τη χάρη του Θεού, μεταδίδει αυτή τη χάρη και στους γύρω του, τά έμβια όντα και το περιβάλλον, και τους οδηγεί προς την τελείωση. Αυτό φαίνεται και στους βίους πολλών Αγίων, από τους πρώτους αιώνες μέχρι σήμερα, όπως συνέβη και με την οσία Σοφία της Κλεισούρας (+1974) που προχθές κατατάχθηκε επισήμως στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας, που τάιζε με το χέρι της μια αρκούδα. Θυμίζει σ᾿ αυτό τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ που επίσης είχε φιλίες με αρκούδες και έλεγε: “Βρες την ειρήνη μέσα σου, και θα τη βρουν χιλιάδες γύρω σου”. Η τελείωση της κτίσης θα κορυφωθεί με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, όταν οι καινοί ουρανοί κι η καινή γη που προσδοκούμε θα γίνουν πραγματικότητα.
    Ανάμεσα και σ᾿ άλλα, υπάρχει ένα πολύ καλό βιβλίο του μητρ. Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα με τίτλο “Η κτίση ως ευχαριστία”.

  17. Αγαπητέ Theo, κανένα πρόβλημα, δεν αισθάνομαι θιγμένος, είμαι μη-ικανοποιημένος από το ότι δεν γίνεται αντιληπτό αυτό που θέλω να πω.

    Μια τελευταία σημείωση και, όπως πολλάκις είπα, θα επανέλθω με οργανωμένο κείμενο. Δεν προσπαθώ να “καταλάβω” τον Θεό υπό την έννοια που αυτό γίνεται σε σχέση με τα κτιστά. Ο Θεός είναι όντως ακατάληπτος. Το έχω γράψει και στο σχετικό μου άρθρο στο Αντίφωνο. Αλλά με την εξής διαφορά: Ο Θεός είναι ακατάληπτος όχι εν γένει και αφηρημένα, αλλά ως υπερούσιος και αυτό έχει συγκεκριμένο νόημα, νοείται. Π.χ. ο Θεός νοείται ως ον που θέτει εαυτόν, ως κοινωνία προσώπων κλπ. Η έννοια της υπερουσιότητας συνιστά περαιτέρω και τον μίτο για την κατανόηση των ενουσίων ή κτιστών όντων. Χωρίς αυτήν δεν νοείται, ας πούμε, η δημιουργία του κόσμου και ο σκοπός της.

    Τα περιεχόμενα των θεοπτιών μπορεί να είναι “άρρητα ρήματα”, αλλά όσο άρρητα είναι άλλο τόσο είναι και ρήματα. Αυτό που πρέπει να επιχειρεί η φιλοσοφία είναι να ανεύρει την έννοιά τους. Ήδη δε οι Πατέρες έχουν κάνει το ίδιο πολλαχώς. Δεν μπορείς, ας πούμε, να λες ότι ο Θεός είναι μία ουσία και τρία πρόσωπα και στη συνέχεια να λες ότι αυτά δεν σημαίνουν τίποτε, διότι τότε δε ξέρεις τι λες. Ο Θεός είναι όντως τρία πρόσωπα ή υποστάσεις και μία ουσία ή φύσις. Το λέει και ο Δαμασκηνός, δεν το λέει, Εσείς τι λέτε, δεν το εννοεί;

  18. Αγαπητέ Παύλε, νοιώθω υποχρεωμένος κατά βάσιν να σ’ ευχαριστήσω για τα ζητήματα που προσκομίζεις στον διάλογο, σ’ αυτή τη σελίδα.
    Αυτό δεν σημαίνει, διευκρινίζω, ότι θεωρώ αλάθητες τις διατυπώσεις σου.

    Φράσεις, για παράδειγμα, όπως:
    «αν δεν είναι έννοιες, τί είναι τέλος πάντων οι δια της θεωρίας γνώσεις και τί μας ενδιαφέρουν;»
    «Εάν ομιλούν μεν από το επίπεδο της θεοπτίας, καλώς. Διαφορετικά κρίνω ότι υπάρχει πρόβλημα, διότι διακατέχονται από αδικαιολόγητη βεβαιότητα.»
    νομίζω ότι εμπεριέχουν μια υπερβολή – απολύτως αντίστοιχη εκείνης την οποία διαβλέπεις (σωστά, κατά τη γνώμη μου) και στην πλευρά του Theo.

    Ενώ φράσεις όπως:
    «Αναφέρομαι στο κατά πόσον είναι δυνατή μια επιστήμη του Θεού σε επίπεδο έννοιας.»
    «είναι εσφαλμένο να θεωρούμε ότι ο Θεός δεν γνωρίζεται δια της εννοίας»
    πιστεύω ότι χρειάζεται να αναδιατυπωθούν με τρόπο που αποσοβεί τις παρεξηγήσεις.

    Μου φαίνεται, τέλος, όλως ανακριβής η συγκεφαλαίωση – εκ μέρους σου – της προσέγγισης του Theo ως «παραδ οσιοκρατίας».

    Από την άλλη πλευρά, βέβαια, συμμερίζομαι πλήρως επισημάνσεις σου όπως:
    «Ο πιστός που την Κυριακή ακούει στην Εκκλησία ότι ο Θεός είναι μια υπερούσιος ουσία και τρία πρόσωπα ή υποστάσεις πρέπει ή δεν πρέπει να αποδίδει κάποια σημασία σε αυτά τα λόγια;»
    «γιατί εμπιστεύεστε τα λεγόμενα των Πατέρων; Δεν υπάρχει κάτι μέσα σε αυτά που σας κάνει να τα θεωρείτε λογικά;»
    «Αυτές τις δυνατότητες μάς τις φανέρωσαν βέβαια οι Πατέρες δια της θεοπτείας τους, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αυτές δεν είναι νοητές ή υπέρ πάσαν λογικήν.»
    «αυτό έχει τη διπλή (καταστροφική) συνέπεια α) να αφήνει το πεδίο του κόσμου και της ιστορίας βορά στην αθεϊα κάθε είδους, η οποία τότε διεκδικεί για τον εαυτό της την αρμοδιότητα του Λόγου (διαφωτισμός-μηδενισμός)»

    Ενώ θεωρώ πραγματικά συγκλονιστική την επισήμανσή σου περί επιστήμης:
    «Πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι οι επιστήμες δεν μας γνωρίζουν την ουσία των όντων, αλλά στην πραγματικότητα την αποκρύπτουν, διότι αυτή μπορεί να νοηθεί μόνο ως μετοχή του ακτίστου στα κτιστά ως έργα του Θεού.»

    Εν ολίγοις: Μου φαίνεται_ ε ξ α ι ρ ε τ ι κ ά_ ενδιαφέρων ο βασικός προσανατολισμός του κειμένου το οποίο μας αναγγέλλεις.

  19. [b]Παύλος Κλιματσάκης[/b] έγραψε:

    Τα περιεχόμενα των θεοπτιών μπορεί να είναι “άρρητα ρήματα”, αλλά όσο άρρητα είναι άλλο τόσο είναι και ρήματα. Αυτό που πρέπει να επιχειρεί η φιλοσοφία είναι να ανεύρει την έννοιά τους. Ήδη δε οι Πατέρες έχουν κάνει το ίδιο πολλαχώς. Δεν μπορείς, ας πούμε, να λες ότι ο Θεός είναι μία ουσία και τρία πρόσωπα και στη συνέχεια να λες ότι αυτά δεν σημαίνουν τίποτε, διότι τότε δε ξέρεις τι λες. Ο Θεός είναι όντως τρία πρόσωπα ή υποστάσεις και μία ουσία ή φύσις. Το λέει και ο Δαμασκηνός, δεν το λέει, Εσείς τι λέτε, δεν το εννοεί;

    Μα, και βέβαια τα εννοεί. Όσο όμως κι αν προσπαθούμε να τα καταλάβουμε λογικά, τόσο ελάχιστα τα κατανοούμε, και τα πλείστα μας ξεφεύγουν, γιατί ο Θεός είναι άπειρος. Και με το που γνωρίζουμε το λίγο και μας ξεφεύγει το πολύ, μας κάνει να Τον ποθούμε περισσότερο. Κι ο πόθος μας οδηγεί στην κάθαρση και τη θεοείδεια κι από εκεί στην ένωση με τον Θεό, ὀπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος:
    “[Ο Θεὸς] ὅλον γὰρ ἐν ἑαυτῷ συλλαβὼν ἔχει τὸ εἶναι, μήτε ἀρξάμενον, μήτε παυσόμενον, οἷόν τι πέλαγος οὐσίας ἄπειρον καὶ ἀόριστον, πᾶσαν ὑπερεκπίπτον ἔννοιαν, καὶ χρόνου, καὶ φύσεως• νῷ μόνῳ σκιαγραφούμενος, καὶ τούτῳ λίαν ἀμυδρῶς καὶ μετρίως, οὐκ ἐκ τῶν κατ᾽ αὐτὸν, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν περὶ αὐτὸν, ἄλλης ἐξ ἄλλου φαντασίας συλλεγομένης, εἰς ἕν τι τῆς ἀληθείας ἴνδαλμα, πρὶν κρατηθῆναι φεῦγον, καὶ πρὶν νοηθῆναι διαδιδράσκον• τοσαῦτα περιλάμπον ἡμῶν τὸ ἡγεμονικὸν, καὶ ταῦτα κεκαθαρμένον, ὅσα καὶ ὄψιν, ἀστραπῆς τάχος οὐχ ἱσταμένης• ἐμοὶ δοκεῖν, ἵνα τῷ ληπτῷ μὲν ἕλκῃ πρὸς ἑαυτὸ (τὸ γὰρ τελέως ἄληπτον, ἀνέλπιστον καὶ ἀνεπιχείρητον)• τῷ δὲ ἀλήπτῳ, θαυμάζηται• θαυμαζόμενον δὲ, ποθῆται πλέον• ποθούμενον δὲ, καθαίρῃ• καθαῖρον δὲ, θεοειδεῖς ἐργάζηται• τοιούτοις δὲ γενομένοις, ὡς οἰκείοις ἤδη προσομιλῇ (τολμᾷ τι νεανικὸν ὁ λόγος)• Θεὸς θεοῖς ἑνούμενός τε καὶ γνωριζόμενος• καὶ τοσοῦτον ἴσως, ὅσον ἤδη γινώσκει τοὺς γινωσκομένους. Ἄπειρον οὖν τὸ θεῖον καὶ δυσθεώρητον• καὶ τοῦτο πάντη καταληπτὸν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία•”

    Για το θέμα αυτό, σα είχα γράψει και στην πρώτη απάντησή μου:
    “Οι θεόπτες μπορούν να περιγράψουν τον Θεό που εμπειρικά γνωρίζουν και να δώσουν μια κάποια εικόνα Του στους πιστοὐς, όπως ένας που βλέπει μπορεί να περιγράψει το φως και τα χρὠματα σ’ έναν αόμματο.
    Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός διδάσκει τους πιστούς: «Νὰ σᾶς πῶ τί εἶναι ἡ ῾Αγία Τριάδα. Σᾶς φέρω μιὰ εἰκόνα, ὅτι εἶναι ὁ ἥλιος ὁ Θεὸς Πατέρας· καὶ οἱ ἀκτῖνες ποὺ ἔρχονται, εἶναι σὰν κλωστές, εἶναι ὁ Υἱός· καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ φῶς, τὸ ὁποῖο ἁπλώνεται γύρω. ᾿Αλλά, λέει, ἂν θέλετε νὰ καταλάβετε καλύτερα τί εἶναι ἡ ῾Αγία Τριάδα, νὰ πᾶτε νὰ ἐξομολογηθῆτε σ᾿ ἕναν πνευματικὸ παστρικά, νὰ ζήσετε ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, καὶ τότε θὰ καταλάβετε τί εἶναι ἡ ῾Αγία Τριάδα».
    Η Εκκλησία, λοιπόν, δίνει στον πιστό μιαν ιδέα του τι είναι ο Τριαδικός Θεός αλλά και τη μέθοδο να Τον γνωρίσει καθαρότερα.”

    [b]Γιώργος Καστρινάκης[/b] έγραψε:

    Από την άλλη πλευρά, βέβαια, συμμερίζομαι πλήρως επισημάνσεις σου όπως:
    «Ο πιστός που την Κυριακή ακούει στην Εκκλησία ότι ο Θεός είναι μια υπερούσιος ουσία και τρία πρόσωπα ή υποστάσεις πρέπει ή δεν πρέπει να αποδίδει κάποια σημασία σε αυτά τα λόγια;»
    «γιατί εμπιστεύεστε τα λεγόμενα των Πατέρων; Δεν υπάρχει κάτι μέσα σε αυτά που σας κάνει να τα θεωρείτε λογικά;»
    «Αυτές τις δυνατότητες μάς τις φανέρωσαν βέβαια οι Πατέρες δια της θεοπτείας τους, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αυτές δεν είναι νοητές ή υπέρ πάσαν λογικήν.»
    «αυτό έχει τη διπλή (καταστροφική) συνέπεια α) να αφήνει το πεδίο του κόσμου και της ιστορίας βορά στην αθεϊα κάθε είδους, η οποία τότε διεκδικεί για τον εαυτό της την αρμοδιότητα του Λόγου (διαφωτισμός-μηδενισμός)»

    Αγα πητέ Γιώργο,
    Νομίζω πως σε όλες αυτές τις ενστάσεις έχω απαντήσει επαρκώς, ο δε κ. Κλιματσάκης δεν ικανοποιήθηκε από τις απαντήσεις μου.
    Τι να κάνουμε; “Πᾶσιν χαλεπὸν ἁδεῖν”, που έλεγαν και οι αρχαίοι.
    Βέβαια, δεν περίμενα να πείσω όλους τους αναγνώστες.

  20. Αγαπητέ μου Γιώργο Καστρινάκη και κ. Κλιματσάκη. Ζητώ πραγματικά συγνώμη αν τα γραφόμενά μου αθέλητα – πιστέψτε με – περιείχαν ψίγματα ” εναντιότητας”.
    Και επειδή τα αναγραφόμενα του κ.Κλιματσάκη
    [i]”Τα περιεχόμενα των θεοπτιών μπορεί να είναι “άρρητα ρήματα”, αλλά όσο άρρητα είναι άλλο τόσο είναι και ρήματα. Αυτό που πρέπει να επιχειρεί η φιλοσοφία είναι να ανεύρει την έννοιά τους.” προσωπικά με βασάνισαν για χρόνια θέλω να καταθέσω ως αληθή και αποτελεσματική τη συμβουλή που μου έδωσε κάποτε ένας υπέροχος πνευματικός και στοχαστής “σίγασε το νου σου και άσε την καρδιά σου ελεύθερη προκειμένου να εννοήσεις τα του Θεού”. Τότε μου ακούστηκε “ανόητο” όλο αυτό, αλλά αργότερα, μετά από μακρύ και δύσβατο δρόμο κατάλαβα τί έλεγε.
    Είναι σεβαστή κάθε προσπάθεια προσέγγισης της Αλήθειας και είναι ιερή η αγωνία για την πρόσκτησή της. Γι΄αυτό η κάθε κριτική πρέπει να γίνεται με προσοχή και με διάκριση. Να προσθέσω ότι, κατά την ταπεινή μου άποψη, η λεκτική και νοηματική απόδοση της θεότητας δεν είναι μπορετό να εκφραστεί απόλυτα από τα ανθρώπινα μέσα (λόγο, έκφραση, ίσως η τέχνη να τα καταφέρνει κάποτε). Οι Πατέρες συχνά το αναφέρουν. Και οι φιλόσοφοι (Κάντ, Κριτική του Καθαρού Λόγου). Γι΄αυτό όταν επιχειρείται κάτι τέτοιο αναφαίνονται δύο θέματα. Οι έχοντες βίωμα θεωρούν ότι η περιγραφή “χάνει” και δεν αποδίδει την Αλήθεια και την ουσία και οι μη έχοντες -αλλά εναγωνίως αναζητούντες – ως “ανοησίες”.
    Πιστεύω όμως ότι ενας καλοπροαίρετος διάλογος θα μπορούσε να συγκεράσει τις δύο όψεις. Και τούτο πιθανά θα είχε ως αποτέλεσμα μιά πρακτική (παρούσας) ζωής καλύτερης και “ανώτερης”. Μιά καλή ευκαιρία θα ήταν ίσως η συμμετοχή στο 23ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας που θα διεξαχθεί του χρόνου τον Αύγουστο στην Αθήνα. Από όσο είδα συμπεριλαμβάνονται θέματα που πιθανά θα ενδιέφεραν όλους εμάς (χριστιανική φιλοσοφία, φιλοσοφία της θρησκείας κλπ).[/i]
    Theo ευχαριστώ για την πρόταση του βιβλίου.

  21. [b]Theo έγραψε:[/b]
    Τι να κάνουμε; [i]”Πᾶσιν χαλεπὸν ἁδεῖν”[/i], που έλεγαν και οι αρχαίοι.
    Βέβαια, δεν περίμενα να πείσω όλους τους αναγνώστες.

    Αγαπητέ Theo, είναι – αν μου επιτρέπεις – χαρά για μένα να διαπιστώνω βιαστική ετούτη την απογοήτευσή σου.
    Διότι, επί του κυρίως θέματος (δηλαδή, του ορθοδόξως θεολογείν) δεν νομίζω ότι διαφώνησε κανείς – άρα, ούτε εγώ – μαζί σου.
    Επ’ αυτού του πεδίου, μάλιστα, αν υπάρχει μια δική μου “διαφοροποίηση” έχει να κάνει με το ποιους αντιλαμβάνομαι ως κύριους εκφραστές, στα μέρη μας, της προκείμενης θεολογίας. Από πλευράς μου, λοιπόν, θα στεκόμουνα στον αρχιμ. Βασίλειο Γοντικάκη – και θα σημείωνα ότι το [b]βιβλίο-σταθμός[/b] είναι_ π ρ ο φ α ν ώ ς (κατ’ εμέ) το «Εισοδικόν»: Η μεστώτερη μα συνάμα και η ωραιότερη – ισχυρίζομαι – συγγραφή στην ελληνική λαλιά, στη διάρκεια του 20ου αιώνα. (Ενώ, για να είμαι δίκαιος, θα πρέπει να προσθέσω – κάπου δίπλα σ’ εκείνο – και το «Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων» του Χρήστου Γιανναρά).

    Συγχώρεσέ μου αν θέλεις, επί του ίδιου θέματος, και μια προσωπική αφήγηση: Δεν μέ ενδιέφερε, ομολογώ, ανέκαθεν η θεολογία… Μέ συγκινούσαν πάντως τα “γράμματα” . Προς το τέλος της εφηβείας μου, λοιπόν, το είχα «πάρει απόφαση» ότι θα είχα την ευκαιρία να διαβάσω (χωρίς τη φθορά μιας μετάφρασης) τα ποιήματα του Σεφέρη και του Ελύτη αλλά, μετά απ’ αυτά, θα ήμουν υποχρεωμένος να… περιοριστώ σε μετριότητες: Καμμιά άλλη άρθρωση λόγου δεν θα αξιωνόταν, ποτέ, να τα ξεπεράσει! Γι’ αυτό και… τα καθυστέρησα όσο άντεχα: πήγα 21 χρονών για να έχω ολοκληρώσει την ανάγνωσή τους. Όντας συμβιβασμένος, πια, με τη μοίρα της αναγνωστικής… ολιγάρκειας.
    Έως ότου, 23ων χρονών, συνέβη να διαβάσω, 24ων ν’ ακούσω, τον π. Βασίλειο. Αυτό ήταν: Ένας_ λ ό γ ο ς_ π ε ζ ό ς_ κι όμως_ π ο ι η τ ι κ ώ τ ε ρ ο ς_ (το εννοώ!)_ α π ό_ α υ τ ό ν_ τ ο υ_ Ο δ υ σ σ έ α_ Ε λ ύ τ η. Ο κόσμος μου άλλαξε…. Και δεν νομίζω ότι θα βρισκόταν άνθρωπος με σώας τας φρένας και μια τίμια σχέση με τον εαυτό του, που να μην αισθανόταν το ίδιο.
    Διευκρινίζω ότι, ασφαλώς, δεν ήταν μόνο ο [b]λόγος[/b]: Ήταν και τα [b]πρόσωπα[/b] τα οποία – μέσα σ’ αυτά τοπία – ανακάλυπτα. Μάλιστα, πρόσωπα όλων των ηλικιών (όχι μονάχα γεροντικά – το οποίο θα μου φαινόταν πιο εύλογο) που μου επέτρεπαν να πιστοποιώ ότι η ζωή είναι εδώ.

    Από μεγαλύτερη απόσταση, σήμερα, μπορώ να αποτιμώ ότι η ησυχαστική μας παράδοση (καθώς περί αυτής, βέβαια, πρόκειται) έχει χαρίσει στην ορθόδοξη οικουμένη τον πολυτιμώτερο καρπό που θα μπορούσε η ψυχή μας να γύρευε: [b]Πρόσωπα ικανά να ενσαρκώνουν το αδιήγητο[/b].
    Κι είναι ετούτο, πιστεύω, η πληρέστερη παρακαταθήκη διά της οποίας θα γινόταν να αναστραφεί ακόμα κι, εκείνη, η (σοβούσα, στους νέους καιρούς μας) Πτώση της Ιστορίας.

    Την παρέμβαση, οπότε, του Παύλου Κλιματσάκη, κάτω απ’ το άρθρο σου, την εκλαμβάνω ως διόλου [i]ανταγωνιστική[/i] αλλά ως χρησίμως [i]συμπληρωματική[/i] προς αυτά που αγαπάς (και σου είμαι ευγνώμων γι’ αυτό: θεωρώ κάτι παραπάνω από τύχη ευμενή τη συμμετοχή σου στους διαλόγους του “Αντίφωνου”) να μας παραπέμπεις.

  22. Ευχαριστώ, Γιώργο, για την εκτίμησή σου προς την ταπεινότητά μου και τα καλά σου λόγια.
    Όταν έγραψα ότι δεν περίμενα να πείσω όλους τους αναγνώστες, δεν εξέφρασα απογοήτευση, αλλά ρεαλισμό. Είναι δύσκολο για κάποιον που έχει σπουδάσει τον γερμανικό ορθολογισμό να αισθανθεί κάποια πράγματα. Για να τα αντιληφθεί κανείς, πρέπει να είναι, έστω και λίγο, ποιητής. “[i]Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι! Πρέπει να πονάεις. Ν’ αγαπάεις και να πονάεις. Να πονάεις γι’ αυτόν που αγαπάεις”, έλεγε ο π. Πορφύριος. Και “Η ποίηση είναι ζήτημα καρδιάς […] Αν δε τα νιώθεις τα πράγματα, αν δε σε συνταράζουνε, αν δε βγαίνουν από ένα βαθύ πάθος, μια «ιερή μανία», που λέγαν και οι Βυζαντινοί… τότε τι ποίηση μπορεί να βγει;[/i]”, ο ποιητής και πολύ πονεμένος Σαχτούρης. Ο διάλογός μου με τον καθ᾿ όλα καλοπροαίρετο κ. Κλιματσάκη μου θύμισε τον διάλογο Σεφέρη-Τσάτσου, καθηγητή φιλοσοφίας και τάχα μου λογοτέχνη.

  23. κύριοι,
    είναι η πρώτη φορά που σχολιάζω στο αντίφωνο. Ομολογώ ότι το συγκεκριμένο άρθρο είχε μεγάλο ενδιαφέρον όπως το ίδιο ενδιαφέρουσα ήταν και η συζήτηση μεταξύ των σχολιαστών και του συγγραφέα.
    Όμως για μένα, είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον το ψυχολογικό υπόβαθρο κάτω από το οποίο έγινε η συζήτηση όλων όσων συζήτησαν. Διέκρινα έναν αυξανόμενο θυμό και τοποθετήσεις με ολοένα και πιο εγωιστικό πλαίσιο.
    Κάποιος κάποτε, με έκανε να καταλάβω τη διαφορά ανάμεσα στις έννοιες ταπεινοφροσύνη και τη σεμνότητα. Ταπεινός γίνεσαι και ξεγίνεσαι, σεμνός μπορείς μόνο να είσαι!

  24. Ευχαριστώ, κυρία μου, για τη συμβολή σας στη συζήτηση κι απορώ πώς καταφέρατε να μας ψυχοδιαγνώσετε όλους τόσο σύντομα και εύκολα!

  25. αγαπητέ αρθρογράφε,
    δεν είμαι ούτε ψυχολόγος, ούτε ψυχαναλύτρια. Είμαι μία απλή αναγνώστρια που μέσα από την ατέλειωτη κάκιστη αρθρογραφία του διαδικτύου ξεπετάγονται και άρθρα πολύ καλής ποιότητας σαν το δικό σας. Πράγματι ανέγνωσα το κείμενό σας “ρουφώντας” το με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση κι επειδή έχω ασχοληθεί κατά κάποιον τρόπο με τα γραφόμενά σας, θα έλεγα ότι η προσέγγισή σας με βρίσκει κατά πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό σύμφωνη με τις απόψεις σας. Επειδή όμως η συζήτηση που ακολούθησε από κάποιο σημείο και πέρα εντάθηκε εξ αιτίας ψυχοδυναμικών παραγόντων, απλά το επισημαίνω. Αν σας ενδιαφέρει η άποψη ενός απλού αναγνώστη που ούτε επώνυμος είναι, ούτε αρθρογραφεί σε τέτοιου είδους ιστοσελίδες παρά μόνο μελετά κάποια λίγα άρθρα, τότε μπορείτε να λάβετε υπόψη σας την παρατήρησή μου, αλλιώς αγνοείστε την. Γνωρίζω ότι υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν για λίγους. Σίγουρα δεν συνέβαλα με κανέναν τρόπο σε αυτήν την συζήτηση. Σας ευχαριστώ πολύ.

  26. «Είναι δύσκολο για κάποιον που έχει σπουδάσει τον γερμανικό ορθολογισμό να αισθανθεί κάποια πράγματα.»

    Αγαπητέ Theo, επανέρχομαι όχι για να δοκιμάσω τις ανοχές σου, αλλά επειδή μου το επιτάσσει ένα αίσθημα δικαιοσύνης.
    Μια αποτίμησή σου σαν την παραπάνω, σχετικά με τον Παύλο Κλιματσάκη, είναι νομίζω εξ ίσου άδικη όσο και η (προηγηθείσα, σ’ αυτή τη σελίδα) δική του ότι «Έχουμε πέσει σε μια παραδοσιοκρατία του χειρίστου είδους.».

    Παίρνω λοιπόν το θάρρος να υποστηρίξω πως το λάθος – από πλευράς σου – είναι ότι επιζητείς να αφαιρέσεις κάθε θεμελίωση από το θέμα το οποίο εγείρει, εδώ, ο συνομιλητής σου. Διευκρινίζω αμέσως ότι δεν αναφέρομαι σε οποιοδήποτε λάθος θεολογικό: Εκεί που αρχίζεις, νομίζω, να γίνεσαι μονομερής είναι όταν η συζήτηση μεταβαίνει στο ανθρωπολογικό ζήτημα.

    Ο “αδύναμος”, μάλιστα, “κρίκος” της προσέγγισής σου είναι όταν καταλήγεις να λες:
    «Ο κόσμος (με την εξαίρεση ίσως κάποιων διανοουμένων) πέφτει στην αθεΐα όταν απογοητεύεται από τη ζωή και τις πράξεις των “εκπροσώπων” του Θεού, όταν λείπει η αγιότητα σαρκωμένη έστω και σε πέντε “δικαίους”»
    Λοιπόν όχι, κατηγορηματικά αντιτείνω: Οι πέντε (και πολύ περισσότεροι) δίκαιοι δεν έλειψαν ποτέ από τα μέρη τής καθ’ ημάς εκδοχής του θεολογείν. Ακόμα και σε τούτα τα μέρη, ωστόσο, η Ιστορία έχει ήδη αποφασιστικά προσχωρήσει στη μεταχριστιανικότητα.
    Η αιτία, ισχυρίζομαι, δεν είναι επ’ ουδενί η απουσία πληρότητας (δηλαδή, χάριτος) από τον τόπο μας. Αιτία είναι η παρείσφρυση των_ α ν τ ε σ τ ρ α μ μ έ ν ω ν_ ο ν ο μ α τ ο δ ο σ ι ώ ν, ανάμεσα στον απλό άνθρωπο και στα τιμαλφή της ζωής του, από τη στιγμή και μετά που οι [b]δεινοί[/b] του [b]λόγου[/b] αποφάσισαν να μετονομάσουν το φως σε σκοτάδι, το σκοτάδι σε φως.

    [b]Κλειδί των Απωλειών, λέω, είναι η εγκατάλειψη – εκ μέρους μας – του πεδίου του λόγου, στο έλεος της αβυσσαλέας ιδιοτέλειας τών… διαφωτιστών μας. Των οποίων η όλη παρέμβαση αποσκοπεί, ακριβέστατα, στο να καταστείλει τή, βαθύτατη, αυθόρμητη έλξη_ κ α ι_ του ανθρώπου της εποχής μας από την ακτινοβολία της αγιότητας.[/b]

    Η εκκλησιαστική μας ζωή, σχηματοποιώ, έχει αξιωθεί να κατορθώσει το δύσκολο (να διασώσει το ανθρώπινο πρόσωπο) ενώ έχει – και όμως – αστοχήσει στο εύκολο (να εξεικονίσει σε λέξεις την εμπειρία της).
    (Επ’ αυτού άλλωστε η ευγνωμοσύνη μου στον π. Βασίλειο, αλλά και προς τις δικές σου παρεμβάσεις σ’ αυτή την ιστοσελίδα.)
    Η επισήμανση τώρα ετούτη, από πλευράς Π. Κλιματσάκη (αν τον διερμηνεύω σωστά) και από πλευράς μου, θεωρώ ότι ούτε κατά ίχνος στοιχείου αμφισβητεί τον πολύτιμο μαργαρίτη – δηλαδή την υπαρξιακή, πρωτίστως, πρόσβαση του ποθουμένου μας – της παρ’ ημίν παραδόσεως.

  27. Αγαπητέ Γιώργο,
    Συμφωνούμε σε πλείστα (και χαίρομαι) και διαφωνούμε σε λίγα πράγματα. Τα της συμφωνίας τα παραλείπω (είναι ευνόητα) και καταγράφω τα της διαφωνίας:

    Γράφεις ότι επιζητώ να αφαιρέσω κάθε θεμελίωση από το θέμα το οποίο εγείρει ο συνομιλητής μου.
    Όχι, δεν είναι θέμα επιχειρημάτων και εναντίωσης στον διάλογο, ούτε θέλω να βγω νικητής σ’ αυτόν. Είναι θέμα συνεννοήσεως. Σαν σε κάποια πράγματα να μιλάμε άλλη γλώσσα. Δηλαδή, σαν κάπου να έχουμε πάρει διαφορετική αγωγή, να έχουμε άλλες παραστάσεις και εμπειρίες.

    Επίσης, συμφωνώ στο ότι υπάρχουν πέντε και περισσότεροι δίκαιοι στα καθ᾿ ημάς, κι εδώ βλέπω τη δύναμη της Εκκλησίας, δηλαδή του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, στη χώρα μας και αισιοδοξώ. Εσύ βλέπεις την επικράτηση του ψεύδους και της παραχάραξης στον δημόσιο λόγο και βίο και μιλάς για αστοχία της εκκλησιαστικής ζωής και μάλλον νιώθεις κάποιο άγχος γι᾿ αυτό. Εδώ διαφωνούμε, γιατί νομίζω πως βλέπεις την επιφάνεια, ενώ η δύναμη της Εκκλησίας βρίσκεται στους απλούς, τους άγνωστους, τους περιφρονημένους και απεριμμένους από τις αρχές και εξουσίες αυτού του κόσμου. Αυτοί αρδεύουν μυστικά το σώμα της Εκκλησίας στη χώρα μας και το δυναμώνουν, άσχετα αν αυτό δεν φαίνεται στον επικρατούντα λόγο των ΜΜΕ και της “πνευματικής” εξουσίας.
    Εδώ πάλι θυμάμαι την τελευταία επισήμως ανακηρυχθείσα αγία του τόπου μας, την αγία Σοφία της Κλεισούρας. Όσο ζούσε ήταν άγνωστη στους πλείστους. Όταν εκοιμήθη εν Κυρίω ήμουν 18 χρονών. Από τα 16 μου ήμουν ενεργό μέλος της Εκκλησίας και έμενα 90 χιλιόμετρα μακριά από την Κλεισούρα. Κι όμως δεν είχα ακούσει τίποτα για την αγία. Ζούσε αφανώς, παραριγμένη και περιφρονημένη από τους πολλούς, “καλούς χριστιανούς” και μη. Τώρα, που την δοξάζει ο Θεός, διαβάζω μαρτυρίες απλών ανθρώπων που τη γνώρισαν και τους βοήθησε πνευματικά και σωματικά όσο ζούσε και άλλων που βοήθησε και βοηθά μετά την κοίμησή τἦς. Και καταλαβαίνω πόσο και εν ζωή βοήθησε αφανώς την περιοχή με τις προσευχές και την παρουσία της, ακόμα και όσους δεν την γνώριζαν.
    Νομίζω λοιπόν πως το θέμα δεν είναι τόσο στον δημόσιο λόγο της Εκκλησίας όσο στο πόσο αυθεντικά τα μέλη της ζουν εν Χριστώ, στην αφανή παρουσία τους στη χώρα μας.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ