Η αγάπη για τους εχθρούς ως κριτήριο δογματικής συνείδησης

2
364

Ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ γράφει ότι ο γέροντάς του, άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έλεγε ότι η αγάπη για τους εχθρούς είναι κριτήριο ορθοδοξίας και δογματικής ακριβείας. Από όσο γνωρίζω, ο άγιος Σιλουανός είναι ο μόνος άγιος στον οποίο αποκαλύφθηκε αυτή η αλήθεια. Οι άλλες δύο του ρήσεις, «κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι» και «το να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους σημαίνει να χύνεις αίμα» είναι και αυτές εξίσου εντυπωσιακές. Στο παρόν κείμενο θα ήθελα να σχολιάσω το λόγο του Γέροντα ότι η αγάπη για τους εχθρούς είναι κριτήριο δογματικής ακριβείας.

Εν πρώτοις, η αγάπη για τους εχθρούς είναι κάτι άγνωστο στον ελληνικό κόσμο. Ο Σωκράτης έλεγε βέβαια ότι «ουδείς εκών κακός», αλλά ουσιαστικά πίστευε ότι δεν υπάρχουν εχθροί. Αν δεν είναι κανείς κακός με τη θέλησή του, τότε εκ προοιμίου όλοι είναι αγαθοί και μάλιστα με έναν καταναγκαστικό τρόπο, θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς. Η ελευθερία στο σύστημα του Σωκράτη δεν διασώζεται. Αν η γνώση φέρνει αυτομάτως και την αγαθότητα, τότε κατ’ ουσίαν είμαστε όλοι αγαθοί ντετερμινιστικά. Εν πάση περιπτώσει, για τον Σωκράτη δεν υπάρχει εχθρός, υπάρχει μόνο η άγνοια. Οι άνθρωποι αγνοούν την αλήθεια και στρέφονται προς την κακία. Εχθρός πραγματικός δεν υπάρχει.

Όσον αφορά τον αρχαίο Ισραήλ, εκεί πραγματικά υπάρχει η έννοια του εχθρού- οι Ψαλμοί είναι γεμάτοι από αναφορές σε ανθρώπους οι οποίοι καταδιώκουν και φέρονται άσχημα στον Δαβίδ, ο οποίος πολύ συχνά τους καταριέται και εύχεται να τιμωρηθούν από τον Θεό. Η έννοια της αγάπης μεταξύ ομοφύλων, μεταξύ των Ισραηλιτών, υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία όμως δεν μιλά για την πανανθρώπινη αγάπη. Αυτό είναι κάτι που κήρυξε ο Χριστός. Δεν θα αναφερθούμε καθόλου στα άλλα θρησκεύματα –Ισλάμ, Βουδισμός κ.λπ.- γιατί είναι έκδηλο ότι εκεί δεν υφίσταται η έννοια της αγάπης για τον εχθρό.

Εν πρώτοις, ας σκεφθούμε την τρομερή σημασία που έχει η λέξη «εχθρός». Προϋποθέτει την ύπαρξη της ελευθερίας, της δυνατότητας του ανθρώπου να μπορεί να στραφεί προς το κακό. Την ανθρώπινη ελευθερία πολλά φιλοσοφικά συστήματα αποκήρυξαν, γιατί είναι ανοικονόμητη, γιατί δεν ξέρουν πώς να την αντιμετωπίσουν και για αυτήν λίγα πράγματα έγραψαν οι μεγάλοι στοχαστές. Οι δύο μεγαλύτεροι φιλόσοφοι του περασμένου αιώνα, ο Χάιντεγκερ και ο Βιτγκενστάιν, δεν έχουν πει για την ελευθερία σχεδόν τίποτε. Ταιριάζει η ελευθερία στο σχήμα του «Ενθάδε-Είναι» του Χάιντεγκερ και στην θεωρία περί «μορφών ζωής» του ύστερου Βιτγκενστάιν; Το θέμα είναι μεγάλο και δεν θα πούμε εδώ παρά λίγα λόγια, προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε τις θέσεις τους. Ο Χάιντεγκερ ξεκινά λέγοντας ότι εν πρώτοις «είμαι-μέσα-στον-κόσμο» και ότι είμαι ανέκαθεν μπλεγμένος μέσα σε μια «δραστηριότητα». Η θεωρία προκύπτει στο σημείο που θα παρουσιαστεί πρόβλημα σε αυτή την δραστηριότητα- π.χ. όταν το σφυρί δεν κάνει την δουλειά του κατά την κατασκευή μιας καλύβας-, οπότε και σταματώ την δραστηριότητα και αρχίζω να σκέφτομαι «θεωρητικά»: τι φταίει; Η θεωρητική ζωή είναι δευτερευούσης σημασίας στον Χάιντεγκερ, είναι παράγωγη και όχι σημαντική. Αυτό έρχεται βέβαια σε αντίθεση με την ορθόδοξη κοσμοθεωρία, όπου η «θεωρία» και μάλιστα «των λόγων των όντων» είναι ο βασικός σκοπός της ζωής. Για τον Χάιντεγκερ, τι να «θεωρήσει» κανείς; Τον κόσμο; Μα για τον συγκεκριμένο φιλόσοφο, το σημαντικό είναι ότι «ήδη- υπάρχεις-μέσα-στον- κόσμο» και είσαι μπλεγμένος, όπως είπαμε, ήδη σε μια δραστηριότητα. Προηγείται η δραστηριότητα και έπεται η θεωρία. Όσον αφορά τον Βιτγκενστάιν, το έργο του, ως γνωστόν, χωρίζεται σε δύο περιόδους: υπάρχει ο πρώιμος Βιτγκενστάιν της «Φιλοσοφικό-Λογικής Πραγματείας» και ο ύστερος Βιτγκενστάιν των «Φιλοσοφικών Παρατηρήσεων». Για τον πρώιμο Βιτγκενστάιν δεν τίθεται καν θέμα της «αγάπης προς τον εχθρό». Το βιβλίο εστιάζει στην απεικονιστική θεωρία του νοήματος και δεν ασχολείται καθόλου με την ηθική. Ο ύστερος Βιτγκενστάιν ανέπτυξε την θεωρία ότι υπάρχουν οι «μορφές ζωής», καθεμιά από τις οποίες έχει την δική της «γραμματική» και ασχολήθηκε περιθωριακά μόνο με ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα. Δεν είναι σαφές ποια είναι η γνώμη του για την ελευθερία, τι πίστευε για αυτήν. Είναι σημαντικό ότι και οι δύο φιλόσοφοι αφήνουν αυτήν την έννοια έξω από τα φιλοσοφικά τους «συστήματα»- αν θεωρήσουμε «σύστημα» προπαντός το έργο του Βιτγκενστάιν.

Η αδιαφορία αυτή δεν μπορεί να είναι τυχαία. Κατά την γνώμη μου είναι εντελώς σημαδιακή. Σημαίνει ότι έχουμε περάσει σε μια νέα εποχή για την φιλοσοφία, όπου τα παραδοσιακά φιλοσοφικά ερωτήματα «τι είναι ο άνθρωπος;», «ποιος είναι ο σκοπός της ζωής;», «ποια είναι η φύση της ανθρώπινης πράξης;», έχασαν την πρωτεύουσα σημασία τους. Ο Καντ ήταν ο τελευταίος μάλλον φιλόσοφος ο οποίος ασχολήθηκε με αυτά τα μεγάλα ερωτήματα: η ελευθερία στο έργο του παίζει πράγματι μεγάλο ρόλο, όχι όμως, όπως θα δούμε, και η αγάπη προς τον εχθρό. Εν πάση περιπτώσει, ο Καντ διερωτήθηκε για όλα αυτά και έδωσε τις γνώστες απαντήσεις- αλλά μετά σιωπή. Φθάνουμε στον Νίτσε, ο οποίος δηλώνει ρητά ότι πρέπει να μισείς τους εχθρούς σου και φθάνει σε ένα αντιχριστιανικό ξέσπασμα. Δεν είναι σαφές για το ποιος είναι ο λόγος που μερικοί άνθρωποι είναι «ανώτεροι» από τους άλλους. Ευθύνεται η ελευθερία για αυτό το γεγονός ή είναι η κληρονομικότητα; Ο Νίτσε δεν θα καταπιαστεί με τέτοια ζητήματα και οι ερμηνείες στο έργο του ποικίλουν.

***************

Για τους μεγάλους Πατέρες, πρωτίστως τους Καππαδόκες, οι οποίοι και διαμορφώνουν το δόγμα, είναι σαφές ότι ο άνθρωπος θεωρείται ελεύθερος. Είναι έργο του Θεού, του κατ’ εξοχήν ελευθέρου όντος, και μάλιστα έχει πλαστεί «κατ’ εικόνα» Αυτού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, και οι μεταγενέστεροι των Καππαδοκών, θεωρούν ότι ο άνθρωπος ακούει τον Λόγο του Θεού και ελεύθερα επιλέγει αν θα τον ακολουθήσει ή όχι. Ο Θεός δεν παρεμβαίνει μάλιστα σε αυτή την ελευθερία. Είναι ιερή και απαραβίαστη. Ο Θεός θέλει το πλάσμα Του να του μοιάζει κυριολεκτικά. Να είναι όντως ελεύθερο. Για τους Καππαδόκες δεν ισχύει το σωκρατικό «ουδείς εκών κακός». Ο άνθρωπος μπορεί να στραφεί αυτεξουσίως στην κακία. Ο χριστιανός όμως οφείλει να αγαπά και τον εχθρό του. Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Είναι αληθές ότι αποκτούμε γνώσεις και πληροφορίες για τους άλλους ανθρώπους, αλλά όλα αυτά μοιάζουν σαν να προέρχονται έξωθεν. Παρατηρώ τον τάδε άνθρωπο, βλέπω ότι ασχολείται με την α ή β ασχολία, ακούω τον λόγο του, συζητώ μαζί του και αποκτώ έτσι κάποιες γνώσεις, συλλέγω κάποιες πληροφορίες για αυτόν. Η αναλυτική φιλοσοφία προπαντός νομίζει ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Μάλιστα ένας από τους πρωτεργάτες αυτού του κινήματος, ο Μπέρναρντ Ράσελ, έλεγε, όπως αναπτύξαμε αλλού, ότι τα κύρια ονόματα είναι στην πραγματικότητα «ταμπέλες» που εμπεριέχουν περιγραφές. Αυτό που γνωρίζω για τον Πέτρο, π.χ., μου το έχουν προμηθεύσει οι αισθήσεις, η όραση, η ακοή κ.λπ., και προκειμένου να αναφερθώ σε αυτό το ον με τον τρόπο «αυτός που γεννήθηκε εκεί, είναι ψηλός, είναι αδύνατος, μιλά ελληνικά κ.λπ. κ.λπ., λέω «Πέτρος» και ξεμπερδεύω. Πώς θα μπορούσε η γνώση μου για τους ανθρώπους να είναι διαφορετική από τη γνώση που αποκομίζω για τα άλλα πράγματα; Βέβαια, είμαι και εγώ άνθρωπος, οπότε έχω πρόσβαση και στον εσωτερικό μου κόσμο, οπότε, κατ’ αναλογίαν, παρατηρώντας το ον «Πέτρος» και τις εξωτερικές αντιδράσεις του, βγάζω και κάποια συμπεράσματα για τον εσωτερικό του κόσμο.

Η αρχαία Ελλάδα, για να πάμε πολύ πιο πίσω, πίστευε ότι τα πάντα διέπονται από την αρμονία και τον λόγο. Ζούμε μέσα στον «κόσμο», που ο Δημιουργός του Τίμαιου, κατά τον Πλάτωνα, έφτιαξε, «εκόσμησε», από προϋπάρχουσα ύλη. Η αρμονία αυτή και ο κόσμος μπορεί να επιτευχθεί και από τα επί μέρους όντα, τους ανθρώπους ως άτομα, αρκεί να δώσουν στο λογιστικό, στο επιθυμητικό και στο βουλητικό τη θέση που τους ταιριάζει. Η αρμονία μπορεί να επιτευχθεί μέσα στην «πόλιν». Οι πολίτες της πόλεως έχουν εξωτερική γνώση ο ένας για τον άλλον, καταλαβαίνουν όμως ότι, αν όλοι αφήσουν να πρυτανεύσει μέσα τους η ισορροπία των τριών δυνάμεων της ψυχής και η κυριαρχία του λογιστικού, τότε θα επέλθει αρμονία και στην πόλιν. Και μάλιστα η αρμονία της πόλης δεν είναι δευτερεύουσα έναντι αυτής του ατόμου. Η πόλις είναι το μεγάλο ιδανικό, σε αυτήν πρέπει πρωτίστως να βασιλεύει η τάξις και η αρμονία, και οι πολίτες πρέπει να συμμορφώνονται προς αυτό το ιδανικό. Οι πολίτες γνωρίζονται μεταξύ τους και αποφασίζουν. Ο Πλάτων δεν ήταν υπέρ της δημοκρατίας. Εν πάση περιπτώσει, γίνεται κάποιος να πράξει και εντός της πόλης το κακό. Τότε διακινδυνεύεται η αρμονία στην πόλιν. Δεν τίθεται θέμα συγχωρήσεως και αγάπης προς αυτόν που πράττει στο κακό. Αυτός μάλλον, αν διαβάσουμε την Πολιτεία, ανήκει στην κατώτερη κατηγορία των ανθρώπων, σε αυτούς που είναι γεννημένοι για να είναι δούλοι, και όχι βασιλείς-φιλόσοφοι. Ο φιλόσοφος αγαπά προπαντός τη θεωρία, τη φιλοσοφία. Στρέφει τον εαυτό του πάνω από τα γήινα, στις υπερβατικές ιδέες, και φωτίζεται από αυτόν τον νοητό κόσμο. Ο βασιλεύς-φιλόσοφος γεννιέται αγαθός και έτσι πεθαίνει, προσπαθώντας να κυβερνήσει τους ανθρώπους σύμφωνα με την ανώτερη, νοερή του γνώση. Δεν δίνεται κάποια ιδιαίτερη προνομία στο να σχετίζεσαι με τους ανθρώπους.

Ο Αριστοτέλης μιλά και αυτός βέβαια αρκετά για τα ηθικά θέματα και είναι γνωστό ότι θεωρεί την αρετή μεσότητα μεταξύ δύο άκρων. Σκοπός του είναι να πετύχει το άτομο την «ευδαιμονία», που είναι ένας συγκερασμός από διάφορες αρετές και αγαθές συντυχίες. Δεν τίθεται θέμα προνομίας της σχέσεως με τους άλλους ανθρώπους, παρά μόνο στον βαθμό που η παρουσία των άλλων μας εξασφαλίζει ορισμένες προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την ευδαιμονία.

Ο ελληνικός κόσμος γενικά χαρακτηρίζεται από τους μύθους και τη θρησκεία του. Αυτό είναι ένα αξίωμα στο όποιο έχουμε ήδη αναφερθεί σε άλλη μας εργασία- η θρησκεία είναι η κατεξοχήν πολιτισμική κατηγορία που διαμορφώνει ολόκληρο τον πολιτισμό. Δεν θα επιμείνουμε περισσότερο στην αρχαία Ελλάδα.

******************

Στον Ιουδαϊσμό, αντιθέτως, η σχέση με τον άλλον άνθρωπο παίρνει πολύ μεγαλύτερη σημασία και αξία απ’ ό,τι στον ελληνικό κόσμο. Ο λόγος είναι ότι εκεί η πολυθεΐα καταργήθηκε, υπάρχει πια ο ένας Θεός, ο οποίος είναι μάλιστα «ζηλότυπος» και δεν θέλει επ’ ουδενί ο λαός Του να μείγνυται με τα ειδωλολατρικά έθνη. Ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο. Κοσμική αρμονία και τάξη και ευρυθμία περνούν σε δεύτερη μοίρα. Όλα αυτά είναι παράγωγα, προϊόν της πανσοφίας και παντοδυναμίας του Θεού. Είναι πράγματα σημαντικά, που δίνουν στον πιστό να καταλάβει το μεγαλείο του Θεού του, ωστόσο είναι όλα δευτερεύοντα. Το βασικό είναι η σχέση του πιστού με τον Θεό του.

Έτσι λοιπόν συμβαίνει και στην σχέση και του Ιουδαίου με τον άλλον. Ο άλλος είναι ο πλησίον, και η δικαιοσύνη είναι η μέγιστη αρετή. Ο πιστός πρέπει να αγαπήσει και τον πλησίον του, όπως αγαπά τον Θεό. Στον Θεό βέβαια θα απονείμει λατρεία, αλλά οφείλει να είναι προπαντός στις σχέσεις του με τους ανθρώπους άδολος, τίμιος, ειλικρινής, ευαίσθητος κ.λπ. Αυτό του ζητά ο Θεός του. Αλλά στην Παλαιά Διαθήκη, αν προσέξουμε καλύτερα, θα δούμε ότι υπάρχει μια κάποια εξωτερικότητα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις του πιστού με τον Θεό, αλλά και τον πλησίον. Ο Θεός είναι απολύτως υπερβατικός και δεν έχει φανερωθεί στον λαό Του. Αποκαλύφθηκε μόνο στον Μωυσή, όταν του επέτρεψε όμως τα δει όχι το «πρόσωπό» Του αλλά τα «οπίσθιά» Του. Ο Θεός δεν εικονίζεται. Οι Προφήτες βλέπουν ορισμένα οράματα και ζουν ορισμένες ένθεες καταστάσεις, όπως π.χ. όταν ο Προφήτης Ηλίας κατάλαβε την παρουσία του Θεού σαν αύρα λεπτή, όπως όταν ο Ησαΐας μετάλαβε ένα αναμμένο κάρβουνο που καθάρισε τις αμαρτίες του κ.λπ., αλλά όλα αυτά δεν υποσημαίνουν και την ρεαλιστική παρουσία του Θεού μέσα στον κόσμο. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης λέγει βέβαια ότι οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης έβλεπαν τον Θεό ως άκτιστο φως, αλλά μόνον εξωτερικά- δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα να ενοικήσει εντός τους. Και φυσικά αυτός που συνομίλησε με τον Αβραάμ, τον Μωυσή και τους Προφήτες δεν ήταν άλλος από τον ενσαρκωθέντα Λόγο, τον Κύριο Ιησού Χριστό, καθώς προενεργούσε το μυστήριο της Ενσάρκωσης.

Και εδώ φθάνουμε στο κρίσιμο σημείο. Ο Χριστός ενσαρκώνεται από την Παρθένο Μαρία. Είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που ένας προσωπικός Θεός, ο απρόσιτος Γιαχβέ της μονοθεϊστικής θρησκείας του Ισραήλ, παίρνει σάρκα και ενοικεί μέσα σε μια «ασήμαντη» κόρη του Ισραήλ. Ο Ιησούς έχει δύο φύσεις, κατά το δόγμα της Χαλκηδόνας: είναι τέλειος Θεός, ομοούσιος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, αλλά και τέλειος άνθρωπος. Μέσα στην σάρκα Του ενοικεί το πλήρωμα της Θεότητας. Κατά τους θεόπτες Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας το Σώμα του Χριστού δεν είναι φορέας αλλά πηγή της χάριτος- και αυτό γιατί η Υπόστασή Του είναι μία, αυτή του Θεού Λόγου. Ο Θεός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, όχι όμως κάποιο άλλο πρόσωπο- όπως δυσσεβώς κήρυξε ο Νεστόριος. Μπορεί να ρωτήσει κανείς, πώς είναι ο Χριστός άνθρωπος, εφόσον η Υπόστασή Του είναι θεία; Στο ερώτημα αυτό ο π. Ιωάννης Μάγεντορφ απαντά ότι η ανθρώπινη φύση Του εκφράστηκε με τόσο αληθινά ανθρώπινο τρόπο ώστε στην πραγματικότητα ο Ιησούς είναι ένα αληθινό ανθρώπινο άτομο. Και τώρα πια, αφού αποκάλυψε στους ανθρώπους το όνομα του Πατρός και κήρυξε ότι είναι ο κατά φύσιν Υιός Του, λίγο πριν σταυρωθεί παρέδωσε στην Εκκλησία (που επρόκειτο σε λίγες μέρες να ιδρυθεί, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος) το μυστήριο της Ευχαριστίας. Οι χριστιανοί τελούν και θα τελούν το μυστήριο αυτό έως της συντελείας του αιώνος. Εφόσον όμως παίρνουν μέσα τους το Άχραντο Σώμα και Τίμιο Αίμα του Χριστού, ενώνονται με όλους τους άλλους ανθρώπους –τόσο φυσικά με τους άλλους χριστιανούς, που μεταλαμβάνουν και αυτοί των Τιμίων Δώρων, αλλά παύουν πια να θεωρούν ως ξένο και τον οποιοδήποτε άλλο άνθρωπο, καθώς προσοικειώνονται, τρόπον τινά, την παρουσία του Χριστού μέσα σε κάθε άνθρωπο.

Ο χριστιανός δεν περιμένει να «γνωρίσει» τον άλλο άνθρωπο με εμπειρικά δεδομένα, σχέσεις και συνομιλίες μαζί του για να τον αγαπήσει- τον αγαπά όσο «ξένος» και αν είναι, και μάλιστα όχι με μια αφηρημένη έννοια αγάπης, «καλής διάθεσης» και συμπαθείας για τους υπόλοιπους. Αγαπά τον «ξένο» στην ακριβή του φύση.

Καμιά απολύτως θρησκεία δεν φέρει αυτό το γνώρισμα. Για όλες τις άλλες θρησκείες αγαπάμε τον άλλον στον βαθμό που τον γνωρίζουμε. Περαιτέρω, ορισμένες θρησκείες κηρύσσουν γενικά μια συμπάθεια και έναν αλτρουισμό προς όλους, αλλά πουθενά δεν συναντάται αυτή η αγάπη του συγκεκριμένου «ξένου», και μάλιστα του απολύτως ξένου, του εχθρού. Η αγάπη για τον εχθρό δεν ανευρίσκεται σε καμιά απολύτως άλλη θρησκεία. Και εφόσον κυριολεκτικά αγαπάμε τον εχθρό μας, κατά τον άγιο Σιλουανό, είναι αδύνατον να σταθεί οποιαδήποτε αίρεση. Η αγάπη για τον εχθρό, η αληθινή αγάπη για τον εχθρό, είναι έργο του Αγίου Πνεύματος αποκλειστικά. Δεν είναι ανθρώπινο κατόρθωμα. Όποιος πραγματικά αγαπά τον εχθρό του σαν τον εαυτό του τον ίδιο, καταλαβαίνει ότι ο Θεός είναι Τελεία Αγάπη και Ταπείνωση, Τριάδα Πρόσωπων που αλληλοπεριχωρούνται αγαπητικά το Ένα στο Άλλο, και ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Μεσσίας. Αδυνατώ να βρω τα λόγια για να περιγράψω το μυστήριο της αγάπης προς τον εχθρό, σύμφωνα με αυτά που μας παρέδωσε ο άγιος Σιλουανός. Όπως λέγει ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο μαθητής του, και άλλοι Άγιοι μίλησαν φυσικά για την αξία της αγάπης προς τον εχθρό, ήταν όμως μόνο ο Άγιος Σιλουανός που μας αποκάλυψε ρητά αυτή την αλήθεια.

Η χριστιανοσύνη είναι διηρημένη. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με την διδασκαλία του φιλιόκβε, το παπικό πρωτείο κ.λπ. περιέπεσε σε αίρεση και με τα έργα της έχασε στην πραγματικότητα την αξία της μαρτυρίας της. Ούτε έλειψαν, ούτε λείπουν στην Ρωμαϊκή Εκκλησία οι Άγιοι –έλεγε πάλι ο άγιος Σιλουανός-, οι οποίοι κηρύττουν τα μεγαλεία του Θεού, αλλά ως σύνολο ο δυτικός χριστιανισμός απώλεσε την χάρη. Η Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι εύκολο να ισχυριστεί ότι αγάπησε τον εχθρό της. Δυστυχώς, παρά την μεγάλη αξία μεμονωμένων φορέων της, τα έργα της μείωσαν την αξία της μαρτυρίας της. Η Αντιμεταρρύθμιση είχε πολλά αρνητικά στοιχεία, όπως την καύση των αιρετικών κ.λπ., έδωσε όμως και μεγάλες μορφές, που κόσμησαν και αγλάισαν αυτή την εκκλησία. Δυστυχώς, σήμερα εκκοσμικεύεται με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς- και ο λόγος είναι αυτός. Παρά την ρητορεία της, δεν αγαπά τον εχθρό της. Οι Προτεσταντικές ομολογίες έφτασαν να κηρύττουν ότι ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας συμβολίζουν, και δεν είναι πραγματικά, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Οπότε, εφόσον απομακρύνουν τον Χριστό έξω από το είναι τους, δεν μπορούν και να αγαπούν τον ξένο και τον εχθρό.

Δεν αναφέρθηκα καθόλου στις μυστηριακές θρησκείες, όπου σε κατάσταση δαιμονοκαταληψίας θυσιάζεται ο «Θεός» και τρώγεται από τους μετέχοντες, γιατί για όλες αυτές τις μυθικές αφηγήσεις των αρχαϊκών και πρωτόγονων θρησκειών το έργο του Ρενέ Ζιράρ πιστεύω ότι είναι μια καλή απάντηση- ο Ζιράρ είναι καλό να αναγνωσθεί από κάθε χριστιανό, που θέλει να καταλάβει την διαφορά της θρησκείας του από τις αρχαίες και σύγχρονες ανιμιστικές και σαμανιστικές θρησκείες.

***************

Δεν πιστεύω φυσικά ότι εξάντλησα το θέμα. Οι Άγιοι ασκητές και φορείς της μεγάλης χάρης, μόνοι αυτοί μπορούν να μιλήσουν με εξουσία για τέτοια θέματα. Τουλάχιστον, πρέπει να ευγνωμονούμε τον φιλάνθρωπο Θεό που δεν στέρησε από την Εκκλησία Του τέτοιες μορφές ακόμη και τον αιώνα που μας πέρασε-ζει Κύριος ο Θεός.

2 Σχόλια

  1. Είναι παντελώς ανακόλουθο για Θεό να διδάσκει για 2 χιλιετίες τον λαό του να σφάζει, κυριολεκτικά, τους αλοπιστους εχθρούς και ξαφνικά να αλλάζει ριζικά και να ζητά αγάπη για τους αλοπιστους εχθρούς!
    Πώς το λένε, είναι εκτός ύλης!
    Αυτά γίνονται μόνο στα παραμύθια !

  2. Αγαπητέ Πέτρο, ο Ισραήλ ήταν ένας μονοθειστικος λαός εν μέσω μιας πληθώρας ειδωλολατρικων εθνων. Ήταν αδυνατον να συνάψει διπλωματικές σχέσεις, αυτός ο πολυ μικρός λαός, με τις πολυεθνικές ειδωλολατρικες αυτοκρατορίες και γενικά τα ειδωλολατρικα έθνη, γιατί ακόμα ο Θεός του οριζόταν καθαρά αποφατικα, ως ο μόνος Θεός που το μόνο που είχε αποκαλυψει για τον Εαυτό Του ήταν ότι ” είμαι Αυτός που είμαι “. Ο Ισραήλ ήταν αυτός που διαφοροποιουνταν έναντι όλων των υπολοίπων και έπρεπε να κρατήσει αυτή τη διαφοροποίηση με αποστασιοποίηση, πολυ περισσότερο που μέσα στον Ισραήλ υπήρχε μια διαρκή τάση για επιστροφή στην ειδωλολατρία. Όσον αφορά τους πολεμους και το βιβλίο ” Ιησούς του Ναυη “, που θεωρείται ” φιλοπολεμικο “, οι ειδικοί λένε ότι στην πραγματικότητα υπήρξε κάποια αναστάτωση στην προσπάθεια του Ισραήλ να εγκατασταθεί στον τόπο του και έγιναν κάποιες μικρές μάχες, ωστόσο τα γεγονότα παρέλαβε η ποιητική φαντασία, πολυ περισσότερο που το βιβλίο γράφτηκε αιώνες μετά τα γεγονότα, που μετέβαλε αυτές τις μικρές μάχες σε πολεμικές εποποιίες. Γενικά, ο Ισραήλ δεν ήθελε να μεταβληθεί σε Αυτοκρατορία, που είναι κατ ανάγκην πολυθρησκευτικη, αλλά να διαφοροποιηθεί. Το θέμα είναι μεγάλο, και πολυ καλό για την Παλαιά Διαθήκη είναι το υπόμνημα του π. Ιερεμία Φουντα, όπου αναφέρονται και οι εντολές που είχε δώσει ο Θεός για τις συνθήκες κλπ, γιατί έπρεπε και ο Ισραήλ να είναι δίκαιος έναντι των γειτόνων του. Να είστε καλά.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ