H αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου

4
806

Ο μετανεωτερικός άνθρωπος εξακολουθεί να σκέφτεται με τους ουτοπικούς όρους του παρελθόντος, χωρίς βέβαια την σαφή αναφορά σε έναν μεταφυσικό Θεό ή στην μακρά πορεία της ανθρώπινης Ιστορίας. Θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί κανείς πως από ένα νομοσχέδιο για τα διεμφυλικά άτομα, μπορούμε να καταλήξουμε να συζητάμε, και πάλι, για τη μετανεωτερικότητα;

Και όμως, κάτι τέτοιο οφείλουμε να το δούμε. Δεν είναι τα πάντα μικροπολιτική, κυβερνητικοί ή πολιτικοί αντιπερισπασμοί. Ακόμα και στο βάσιμο επιχείρημα ότι ο εν τοις πράγμασι νεοφιλελευθερισμός της εποχής μας δεν αφορά μόνο στο οικονομικό πεδίο, αλλά θέλει να κυριαρχεί και στο ανθρωπολογικό, κάτι φαίνεται να «λείπει». Οπωσδήποτε ο τεμαχισμός της κοινωνικής πραγματικότητας και η έμφαση στην ανάδειξη επιμέρους, εξατομικευμένων αιτημάτων, δεν δηλώνουν, τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο, από μία διεργασία απόλυτης «ιδιωτικοποίησης» του δημόσιου πεδίου. Είναι αυτονόητο ότι πάντοτε υπήρχαν διεμφυλικά άτομα (αν θυμάμαι καλά, μία τέτοια περίπτωση ήταν και οι ευνούχοι της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), όπως και πάντοτε υπήρχαν ομοφυλόφιλοι, μάγισσες, αιρετικοί, διεστραμμένοι (η αναφορά δεν εξισώνει τα μέρη της πρότασης). Δεν ήταν όμως ποτέ αυτονόητο ότι όλες αυτές οι ανθρώπινες κατηγορίες θα έπρεπε να ρυθμισθούν νομικά ή ιατρικά. Δεν συνιστούσαν lobbies διεκδίκησης δικαιωμάτων.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αποκαλύψει κανείς τον διττό ρόλο της κοινωνικής εξουσίας: εκεί που δείχνει ότι απελευθερώνει και ρυθμίζει με νόμο, είναι ακριβώς εκεί που δυναστεύει απόλυτα. Με τη μεταφορική εικόνα ενός ζωντανού οργανισμού, θα έλεγε κανείς ότι η μετανεωτερική κοινωνία «ξορκίζει», με τη μαγεία του νόμου και της ιατρικής, αυτό που την απειλεί και τη σαγηνεύει ταυτόχρονα.

Είναι γνωστές οι «φουκωϊκές» αναλύσεις για τον δικαστή, τον χωροφύλακα και τον γιατρό, που ως υποκατάστατα μίας χαμένης πλέον εκκλησιαστικής εξουσίας, θέλουν να ελέγχουν κοινωνικά τους κάθε είδους «μη κανονικούς» της κοινωνίας. Η ηδονή γίνεται ένα ψυχιατρικό ή ψυχιατρικοποιήσιμο αντικείμενο. Η κανονική οικογένεια είναι η ιατρικοποιημένη οικογένεια. Χαρακτηριστική η ανάλυση για το «σώμα της δαιμονισμένης» από την Ιερά Εξέταση και μετά. Το σώμα της δαιμονισμένης είναι ένα σώμα πολλαπλό, ένα σώμα που κατά κάποιο τρόπο εξαϋλώνεται, κονιορτοποιείται σε μία πολλαπλότητα δυνάμεων που βρίσκονται σε αντιπαράθεση. Στο πλαίσιο της Ιεράς Εξέτασης, ο λόγος ήταν για το σώμα της μάγισσας ως ένα σώμα που είχε καταληφθεί από τον διάβολο. Στον ορθολογικό κόσμο της μετά τον Διαφωτισμό εποχής το σώμα της δαιμονισμένης είναι ένα σώμα αντίρροπων δυνάμεων, ορμών και βουλήσεων- δεν υπάρχει πλέον ο διάβολος. Δεν υπάρχει πλέον μεταφυσικό «συμβόλαιο ψυχής», αλλά συμβόλαια κοινωνικής ρύθμισης μέσω γιατρών και νομικών [1]. Δεν νομίζω ότι διαφεύγουν οι αυτονόητοι συνειρμοί με τη συζήτηση για τα διεμφυλικά άτομα, διότι και αυτή είναι μία συζήτηση περί σώματος.

Είπαμε για τη διάσταση της απειλής που πρέπει να εξορκισθεί. Ακριβώς στα όρια μίας διάχυτης πραγματικότητας, που εκπέμπει αντιφατικά, συνεχή μηνύματα, που αποσταθεροποιεί αδιάλειπτα το Εγώ, το κοινωνικό άτομο αισθάνεται την απειλή και θέλει να την απομακρύνει, ρυθμίζοντάς την. Υπάρχει όμως και η πλευρά της σαγήνης. Που και αυτή βιώνεται ως απειλή, διότι δεν μπορεί να ελεγχθεί. Η «ανδρογυνία» (androgynie) ήταν από την περίοδο του Διαφωτισμού ένα όραμα. Τόσο στον Ρουσσώ και στην «Ουτοπία της Clarens» που την εισάγει στην Νέα Ελοϊζα, ως όραμα απόλυτης συμπληρωματικότητας των δύο φύλων (που θυμίζει αρκετά τα πειράματα των κομμουνιστικών «εργαστηρίων» όσον αφορά την εργασία και τη διασκέδαση των δύο φύλων), όσο και στο «ταξίδι» του GabrieldeFoignyστην La Terre Australe(1676) που συναντά μία κοινότητα ανθρώπων, ψηλών, δυνατών, γυμνών και ερμαφρόδιτων, μη παραλείποντας, βέβαια, τους Mégamicresτου Καζανόβα, που βρίσκονται στο κέντρο της γης, ως κρυφοί απόγονοι του Αδάμ και της Εύας, και διαιωνίζουν τον Παράδεισο, ζώντας σε ζεύγη όπου το κάθε ένα μέρος είναι «ανδρόγυνο» (στο έργο Icosameron), βρισκόμαστε στο είδος της οραματικής Ουτοπίας, σάτιρας ή μη, με πολιτικές και κοινωνικές συνδηλώσεις [2]

Ό,τι ήταν κάποτε λογοτεχνία ή πολιτικός οραματισμός, είναι σήμερα πλάνο άμεσης πραγματοποίησης. Και μάλιστα, με βιασύνη. Η «ανδρογυνία» είναι, και αυτή, ένα «πεδίο» αναζήτησης ταυτότητας και ηδονής. Και έχει να κάνει με την συνειδησιακή μεταλλαγή του σώματος. Ο μετανεωτερικός άνθρωπος δεν εννοεί ή δεν φαντασιώνεται το σώμα του όπως ο προνεωτερικός αντίστοιχος. Η άρνηση της ηλικιακής ωριμότητας μέσω της ενασχόλησης με πηγές ευχαρίστησης εφηβικής τάξης (ηλεκτρονικά παιχνίδια, οικιακά ζώα κα.) [3], η αναζήτηση μίας μετα- ανθρώπινης συνθήκης ύπαρξης, που κανείς θα μπορεί να μην αρρωσταίνει ή να μην πεθαίνει ποτέ [4], η πεποίθηση ότι το κάθε τι μπορεί να «κατασκευασθεί» άρα και το σώμα μας, όπως στην περίπτωση μας λέει το μανιφέστο της Donna Haraway, A Cyborg Manifesto: Science, Technology, and Social- Feminisminthelate Twentieth Century, είναι μερικά μόνο από τα δείγματα μίας νέας αντίληψης που έχει ήδη διαμορφωθεί. Μη με ρωτήσετε εάν αυτό απαιτεί η παγκόσμια καταναλωτική αγορά ή κάποια «σκοτεινά κέντρα» της παγκοσμιοποίησης ή απλά προέκυψε ιστορικά και επιστημονικά, δεν είμαι σε θέση ν’ απαντήσω.

Σε κάθε περίπτωση, είναι μία πραγματικότητα που σαγηνεύει. Η διεμφυλική πρόκληση δεν είναι τόσο μία «σωτήρια» προσπάθεια να ανακουφισθούν 500 άνθρωποι στην Ελλάδα- που ακόμα και εάν ήταν έτσι, θα με ανησυχούσε. Είναι απόλυτα συνεπής, ως τέτοια, με την «λογική» της εποχής, που στο οικονομικό πεδίο προβάλλεται ως νέο-φιλελεύθερη. Υπ’ αυτή την έννοια, τα επιχειρήματα των πολιτικών πρωταγωνιστών, ένθεν κακείθεν, είναι για τις προφάσεις. Το πολιτικό σύστημα, ως σύστημα αναπαραγωγής με κάθε τρόπο, απόλυτα συμμορφώνεται στα αισθητήρια του. Και αυτά τα αισθητήρια είναι οξυμμένα. Αποτυπώνει σε νόμους, συνήθως κακογραμμένους, το κοινωνικό ασυνείδητο μίας εποχής.

Σημειώσεις

[1] Βλέπε, σχετικά Μισέλ Φουκώ, Οι μη Κανονικοί. Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1974-1975, εκδόσεις της Εστίας, Αθήνα 2011

[2] Marie- Francoise Bosquet, «L’ Utopie de l’ androgynie», Le Nouvel Observateur, n. 59/ Juillet- Août 2005, 36-40

[3] Carol Tavris, «Ils refusent de Grandir», Βooks, Juin 2013, 41-44

[4] Jean Claude Guillebaud, «Le Transhumanisme. L’ Option Surhomme», Le Monde. Hors- Série. L’ Atlas des Utopies, Édition 2017, 166-167

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του, ισπανού, Manuel Ruiz Pipó.

πηγή κειμένου: Aντίφωνο

4 Σχόλια

  1. Εξαιρετική η συνεισφορά σας στην κριτική σκέψη. Καταθέτω κι εγώ εδώ τη δική μου, όπως δημοσιεύθηκε πρόσφατα εντύπως και διαδικτυακά (http://www.enimerosi.com/details.php?id=14063).

    [b]Πόσα είναι τα φύλα; Πόσα τα αυγά και τα πασχάλια;
    [/b]
    [i]Ο ρόλος του ανθρώπου δεν είναι μόνο αυτός του εραστή, όπως και η κοινωνική κουλτούρα δεν είναι μόνο η εφηβική…
    [/i]

    Το σε ποια ηλικία κρίνουμε ότι είναι σε θέση κανείς να αποφασίσει για οποιεσδήποτε μη αντιστρεπτές παρεμβάσεις πάνω στο σώμα του είναι ένα ζήτημα εντελώς ξεχωριστό από το ζήτημα της ηθικής κρίσης μας επί αυτών των παρεμβάσεων και πολύ περισσότερο της νομικής αποτύπωσης αυτής της ηθικής και αυτό επίσης ζήτημα διαφορετικό από την ελευθερία των σεξουαλικών προτιμήσεων.
    Η ελευθερία των σεξουαλικών προτιμήσεων κατά τη γνώμη μου οφείλει να είναι θεσμοθετημένη και αυστηρή, καθώς δεν διαφέρει από τις άλλες ιδιωτικές ελευθερίες. Επίσης, όπως ισχύει και για τις άλλες ιδιωτικές ελευθερίες, το κράτος οφείλει να έχει λόγο όταν κάποιος μπορεί να πάθει ή παθαίνει κακό, σωματικό ή ψυχικό.
    Όλα αυτά είναι βέβαια κοινότοπα. Το νέο είναι ότι αποτελεί μέγα λάθος, προς την αντίθετη κατεύθυνση, με ευθύνη όλων των εμπλεκόμενων μερών, μια κοινωνία όχι μόνο να πρέπει να ανασύρει την παραπάνω συζήτηση, αλλά και να την εκτρέπει προς την ταύτιση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου με τις σεξουαλικές προτιμήσεις του. Μου ακούγεται κάπως ύποπτο, με αλλά λόγια, να επιδιώκουμε ή πολύ περισσότερο, να νομοθετούμε, ότι ο σημαντικότερος ρόλος του ανθρώπου στη ζωή είναι αυτός του εραστή, ετεροφυλόφιλου ή μη. Άσε που έτσι, κάποια σεξουαλική προτίμηση μπορεί και να την ξεχάσουμε απέξω, ώστε όσοι δεν θα έχουν πλέον μια πολιτικά κατοχυρωμένη (!) σεξουαλική προτίμηση θα κινδυνεύουν να καταπιεστούν ακόμη χειρότερα! Η συζήτηση που τελικά γίνεται με αφορμή το νέο νόμο όχι μόνο διαιωνίζει αλλά και εμμέσως παγιώνει νομοθετικά το ζήτημα των διακρίσεων βάσει του φύλου.
    Αν κρίνουμε λοιπόν πως στην πράξη, η πλειοψηφία μιας κοινωνίας καταπιέζει την ιδιωτική ζωή μεμονωμένων ατόμων ή μειοψηφιών της που δεν παρανομούν, σε όποια άλλη βάση κι αν είναι μειοψηφίες, δεν τελειώνουμε με τις πολιτικές ευθύνες μας πλάθοντας κι άλλους νόμους, αλλά πλάθοντας μια καλύτερα ενημερωμένη πλειοψηφία. Και όποιος πάντως θεωρεί σπουδαία τη φυλετική ταυτότητα για τη ζωή του παιδιών του, πρώτα σε αυτά οφείλει να απευθυνθεί και από αυτά να κριθεί και μετά να θέτει ως πολιτικό του αίτημα την κρατική διαμεσολάβηση.
    Επίσης, δεν βλέπω τι θέση έχει σε αυτή τη συζήτηση το πόσα φύλα ενδεχομένως να υπάρχουν. Η απάντηση δεν παύει να είναι «δύο». Οι σεξουαλικές προτιμήσεις μας είναι που μπορεί να είναι 102 ή 1002, αλλά αυτό δεν οφείλει να νοιάζει κανέναν άλλον εκτός από εμάς και τους υποψήφιους συντρόφους ζωής ή εραστές μας κι αυτό μόνο πάνω στο κρεβάτι μας. Η δε επέμβαση αλλαγής φύλου, πάντα από την άποψη της ιατρικής ηθικής, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να αντιμετωπίζεται όπως οι υπόλοιπες επεμβάσεις πλαστικής / επανορθωτικής χειρουργικής. Κάποιες είναι θεμιτές, κάποιες όχι και αυτό είναι προϊόν συζήτησης μεταξύ του ενδιαφερόμενου και του γιατρού.
    Μήπως όποιος ενδιαφέρεται να λυθεί οριστικά το ζήτημα θα έπρεπε να διεκδικήσει όχι την απλοποίηση της αλλαγής αναγραφής φύλου στα έγγραφα που τον αφορούν, αλλά την κατάργηση αυτής της αναγραφής, ως περιττής πληροφορίας; Ας μην ξεχνάμε, ότι η συζήτηση περί του φύλου των αγγέλων δεν κατέληξε κάπου. Μήπως γιατί είναι περιττή, εφόσον δεν παράγουν απογόνους; Είναι ο Θεός (Θε μου συγχώρα με) αρσενικός;

  2. Τρεῖς παρατηρήσεις πάνω στὸ ἀπολαυστικὰ πυκνογραμμένο αὐτὸ κείμενο:

    1) [i]«Ο μετανεωτερικός άνθρωπος σκέφτεται χωρίς σαφή αναφορά σε έναν μεταφυσικό Θεό»[/i].
    Ὁ καθημερινὸς ἄνθρωπος, ἴσως. Ὄχι πάντως ὁ διανοούμενος: Ἔστω καὶ μὲ ἀρνητικὸ πρόσημο, ὁ δεύτερος, διατηρεῖ μιὰ ἀπολύτως θεοκεντρικὴ σκέψη. Ἡ μονοθεματική του ὅμως ἑστίαση σὲ αὐτὴ τὴν ἄρνηση, τί ἄλλο ἀναδεικνύει παρὰ μιὰν ἀδιάγνωστη κατάφαση;

    2) [i]«Μη με ρωτήσετε εάν αυτό απαιτεί η παγκόσμια καταναλωτική αγορά ή κάποια “σκοτεινά κέντρα” της παγκοσμιοποίησης ή απλά προέκυψε ιστορικά και επιστημονικά»[/i].
    Διόλου «σκοτεινός». Ἀλλὰ καὶ διόλου «ἐπιστημονικός»: Ὁ πυρήνας τῶν ἑκάστοτε ἱστορικῶν ἐξελίξεων προβαίνει – νομίζω – διαχρονικὰ κατάφωτος. Ἱστορία τῆς Γῆς δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας της.

    3) [i]«Το πολιτικό σύστημα, ως σύστημα αναπαραγωγής με κάθε τρόπο, απόλυτα συμμορφώνεται στα αισθητήρια του. Και αυτά τα αισθητήρια είναι οξυμμένα. Αποτυπώνει σε νόμους, συνήθως κακογραμμένους, το κοινωνικό ασυνείδητο μίας εποχής.»[/i]
    Ἂν λοιπὸν τὸ κοινωνικὸ ἀσυνείδητο τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῆς καθολικῆς ἀνατροπῆς, πόσο μακριὰ εἶναι τούτη ἡ ἐπιθυμία ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὁποία ἱστορεῖ ὁ Κ. Π. Καβάφης στὸ «Περιμένοντας τοὺς βαρβάρους»; Τὴν ἐπιθυμία ἑνὸς περισπασμοῦ, δηλαδή, ποὺ θὰ ἐξαγάγει – ἐλπίζουμε – τὴ ζωή μας ἀπὸ τὴν ἀφόρητη ἀ-σημία της.

    Μιὰ ἀπουσία σημασιῶν/σημάνσεων (αὐτὸ εἶναι, μάλιστα, τὸ ὁλοένα νεώτερο Νέο τῶν τρεχόντων χρόνων) ἡ ὁποία – καὶ ὅμως – δὲν ὁμολογεῖται οὐδέποτε ἀπ’ ἄκρου σ’ ἄκρο, πχ, τῆς ἀκατάπαυστης περιαυτολογίας ἐπὶ διαδικτυωμένου λόγου.

  3. Το κείμενο είναι μια ακριβής περιγραφή της κρατούσας νεο-φιλιλελεύθερης κοινωνικής αντίληψης. Η αντίληψη αυτη προπαθεί να αναδειχθεί ως η μόνη γνήσια μετεξέλιξη του Διαφωτισμού και γιαυτό σε αυτή συναντώνται (και γιαυτήν ερίζουν) τόσο η νέο-Δεξιά και η νέο-Αριστερά.

    Η συλλήβδην, άκριτη και βιαστική υιοθέτηση της παραπάνω αντίληψης από τα σύγχρονα Ευρωπαϊκά Κράτη, οδηγούν σε ένα φυσικό και αναμενόμενο διαχωρισμό της Κρατικής Δομής από την Πραγματική Κοινωνία. Για μένα αυτό όχι μόνο είναι καλό, αλλά είναι και τελικά το ζητούμενο. Γίνεται όλο και πιο προφανής η ανάγκη αυτοοργάνωσης των κοινωνικών συλλογικοτήτων σαν αντίδραση στην κρατικά επιβαλλόμενη πολιτική ορθότητα. Δεν εννοώ την αντίδραση σαν πολεμική (διαφωνώ πλήρως με την στάση της Εκκλησίας στο θέμα), αλλά σαν την δημιουργία μιας ανεξάρτητης “Πολιτείας μέσα στο Κράτος”. Μιας παράλληλης κοινωνικής δομής, η οποία θα καλύπτει τις ουσιαστικές ανάγκες των ανθρώπων, και να διορθώνει τις πληγές που θα μα μας ανοίγει το Κράτος…

  4. O δρ. Σπίγγος θέτει ένα θεμελιώδες ερώτημα «μήπως όποιος ενδιαφέρεται να λυθεί οριστικά το ζήτημα θα έπρεπε να διεκδικήσει όχι την απλοποίηση της αλλαγής αναγραφής φύλου στα έγγραφα που τον αφορούν, αλλά την κατάργηση αυτής της αναγραφής, ως περιττής πληροφορίας;» όπως έγινε, προσθέτω, και στην αναγραφή τους χρώματος ματιών και μαλλιών (που αφορά την φυσική/“βιολογική” ταυτοποίηση ενός ατόμου), ή το επάγγελμα/θρήσκευμα (που αφορά, φυσικά, καθαρά προσωπικές επιλογές).
    Σε αυτό που σφάλει τόσο ο παραπάνω σχολιαστής όσο και πιθανώς ο συντάκτης του κειμένου (με την αναφορά του στους ευνούχους του Βυζαντίου, ένεκα έλλειψης περαιτέρω διευκρίνισης, ή της ανδρογυνίας που είναι πολλές φορές άσχετη με το αίτημα των διεμφυλικών) είναι ότι ο εξωτερικός φαινότυπος (ή παρουσία πρωτογενών ή/και δευτερογενών γενετήσιων χαρακτηριστικών – τα οποία αναγκαστικά δημιουργούν ένα ευρές φάσμα δυνατοτήτων πέρα από τα δύο «ορθοκανονικά» βιολογικά φύλα) δεν καθορίζει ούτε εξαντλεί την φυλετική ταυτότητα (τον τρόπο που το άτομο βλέπει τον εαυτό του με βάση τους κοινωνικά διαμορφωμένους φυλετικούς -2 ή ναι, παραπάνω- ρόλους) ή οποία με την σειρά της δεν καθορίζει τον σεξουαλικό προσανατολισμό.
    Έχουμε παραδείγματα (προνεωτερικών) πολιτισμών που βρίσκονται στους αντίποδες της αντίληψης που εξαναγκάζουν την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων σε δύο φύλα βάση της επιφαινόμενης βιολογία τους όπως για παράδειγμα Ινδιάνικες φυλές της βορείου Αμερικής με τους και τις λεγόμενες berdaches ή αλλιώς άτομα με “δύο-πνευματα”. (Θα ήταν μυωπικό να μιλάμε, για μια μοναδική και ενιαία προνεωτερική αντίληψη.) Για του ιθαγενείς ινδιάνους ένα άτομο μπορεί να φέρεται, να ντύνεται και γενικά να εκφράζεται μερικώς ή πλήρως με τον φυλετικό ρόλου του αντίθετου φύλου (χωρίς αυτό με την σειρά του να τον εξαναγκάζει σε σχέσεις με φύλα του ίδιου ή του άλλου φύλου) . Μάλιστα για τους ινδιάνους πολλές φορές αυτά τα άτομα ήταν ιερά και σεβαστά.
    Το πρόβλημα φαίνεται να προκύπτει λοιπόν από την σχετικά πρόσφατη «ιατρικοποίηση» τόσο του φύλου όσο και της σεξουαλικής επιλογής (για παράδειγμα , η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται ο όρος ‘ομοφυλόφυλος’ είναι κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα με την παθολογοποίηση των ομοφυλοφυλικών συμπεριφορών , και έτσι και σε αντιδιαστολή κάπου αργότερα εμφανίζεται ο όρος ετεροφυλόφυλος– πριν από τότε δεν υπήρχε διάκριση των ανθρώπων με βάση την σεξουαλική τους ταυτότητα. Μπορεί να υπήρχαν μάγισσες αλλά δεν υπήρχαν πάντα ‘ομοφυλόφιλοι’).
    Δεν είναι παράλογο λοιπόν από την στιγμή που καλώς ή κακώς τίθενται αυτοί οι όροι επικοινωνίας που εξαναγκάζουν το άτομο να επιλέξει μια φυλετική ταυτότητα (που άλλωστε αφορά τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα άτομα πλέον τον εαυτό τους ως πρόσωπα), να είναι απαραίτητη τόσο η διεύρυνσή τους όσο και η προστασία των ατόμων τα οποία τους αφορούν. Το λεγόμενο διεμφυλικό αίτημα δεν είναι μετανεωτερικό, μονάχα, ίσως, η διατύπωσή του.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ