χαράκτης Τάσσος: Η αργόσυρτη διάρκεια της βυζαντινής οικουμένης

0
2400

Το έργο του Τάσσου προσκομίζει μια συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα μέσα στο φάσμα της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα: Είναι ο προοδευτικά αυτοκατανοούμενος εκείνος εικαστικός δημιουργός ο οποίος, όσον αφορά τον τρόπο (δηλαδή την τεχνοτροπία) της δουλειάς του, αποφασίζει να πειραματιστεί (και) πάνω στη χρήση του «βυζαντινού» κώδικα.

Με μια καρποφορία τόσο καταλυτικής λειτουργικότητας και σημασίας, ώστε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αποτέλεσε τον πιο "πεπεισμένο", και ασφαλώς τον πιο "πειστικό", ακόλουθο της διδαχής που − λίγο μετά τις αρχές του ίδιου αιώνα −  είχε σπείρει ο Φώτης Κόντογλου.

Η εισήγηση εκείνη του Κόντογλου, για την αναζήτηση μιας αυθεντικής ιδιοπροσωπίας των εικαστικών τεχνών μας, υιοθετήθηκε και από άλλους. Ο Τάσσος Αλεβίζος είναι, χωρίς αμφιβολία, ο άνθρωπος που την έχει οδηγήσει στο απόγειό της.

Με αφορμή την (έως και 31 Ιανουαρίου 2016) μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων, του στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, το αφιέρωμα ετούτο από πλευράς Αντιφώνου.

 

 

χαράκτης Τάσσος:

Ἡ ἀργόσυρτη διάρκεια τς βυζαντινς οκουμένης

Μς εναι τάχα παραίτητη τέχνη; μήπως μπορομε νδιατρέξουμε τν πορεία μας καχωρς νμς χρειάζεται παρουσία της;

σοι παντομε τι, ναί, τέχνη συγκαταλέγεται στς ζωτικές μας νάγκες, δν γίνεται νμν ναρωτηθομε παρευθς μετά: ποιαδήποτε τέχνη; Μς φορον, δηλαδή, λεςνεξαιρέτως οοἱ ἐκφράσεις κενες οἱ ὁποες ατοσημαίνονται ς καλλιτεχνικές;

Ἡ ἀπάντηση δεναι πρόδηλα, χι. πάρχουν μορφοποιήσεις ποὺ ἐπ’ οδενμς γγίζουν – ν μπορενὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποες μς πωθον.

Ποιός εναι λόγος, ραγε, γιτν ποο ναν συγκεκριμένο καλλιτεχνικκώδικα τν ναγνωρίζουμε ς “οκεο” – νῷ ἕναν λλο τν κρίνουμε “ξένο”, γι’ ατκατν ρίζουμε “σχημο”;

ν τυχν δν προβαίνει νοθευμένη ἡ ἐπιλογή μας, πκάποια δεολογικπροκατάληψη, μς πωθεφυσιολογικὰ ὁ κώδικας κενος ὁ ὁποος ντιστρατεύεται τς βαθύτερες νάγκες τς παρξής μας, νμς λκει ατς ποτος νταποκρίνεται.

ς καίριο ρώτημα, πότε, ναδύεται τποιές εναι πραγματικοἱ ἀνάγκες μας. Κι πειδή, περτούτου, οἱ ἀπαντήσεις νδέχεται νποικίλουν, κρίσιμο ζήτημα γίνεται στν πάντηση τούτη νεστοχήσουμε.

ς διακόψουμε μως, γιλίγο, τγενικατεσαγωγσττοπία τς τέχνης, γινὰ ἑστιάσουμε στσυγκεκριμένο, δῶ ἀφιέρωμα: Τχαρακτική το Τάσσου λεβίζου – μλλον το, σκέτου, «Τάσσου» – πως τν ξέρουμε λοι μας.

***

λοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουμε μικρὴ ἢ μεγάλη παφμτζητούμενα τς τέχνης, τὸ ὄνομα Τάσσος τὸ ἔχουμε ταυτισμένο, στς συνειδήσεις μας, μὲ ἕναν νθρωπο ὁ ὁποος προσκόμισε εκαστικὰ ἔργα στεχνοτροπία – ς τν πομε τσι – «νεοβυζαντινή».

Μόνο ποὺ ἡ ἐντύπωσή μας ατή, σὲ ἕνα μικρό της μόνο βαθμὸ ἀντιστοιχεστ«πραγματολογικδεδομένα» τοθέματος: Ἡ ἀλήθεια εναι τι στπερισσότερα ργα τουΤάσσος πειραματίστηκε καμπολλος λλους τρόπους χρήσης τοῦ ὑλικοτου – ς τος νομάσουμε συνοπτικ«ρεαλιστικούς».

***

ξίζει νσημειώσουμε, βέβαια, τι τρεαλιστικατὰ ἔργα τοΤάσσου, ππλευρς θεματολογικς μπορομε ντδιακρίνουμε στρες μεγάλες νότητες: 1) Τπολιτικργα του (στὰ ὁποα πρέπει νπεριλάβουμε πίσης τς νύξεις του σκορυφαα στορικθέματα τονεώτερου λληνισμο, λλκατχαρακτικμσκηνς πτν μόχθο τς γροτικς ζως) 2) ττοπιογραφικά – στὰ ὁποα ς κατατάξουμε τς νεκρς φύσεις κατπορτρατα, κα3) τς ρχαιοελληνικς ναφορς δοκιμές του.

***

Ναί, χαράκτης Τάσσος παρουσίασε να ργο, καττμεγαλύτερο ποσοστό του, ρεαλιστικό. Γιατί ραγε λοι μας τν χουμε ταυτισμένο μτν βυζαντιν χαρακτήρα μέρους, μόνο, τοῦ ἔργου του;

Ἡ ἀπάντηση δσυμπίπτει, σφαλς, μτν πάντηση στὸ ἐρώτημα: Γιατί ὁ ἴδιος προέκρινε ς πρς τσημαντικώτερα θέματα ποὺ ἀναλάμβανε, στν ρίμανση τς καλλιτεχνικς του φυσιογνωμίας, ντμορφοποιεσσχμα βυζαντινό;

Βυζαντινγιπαράδειγμα κανε τμνημειώδη ναφορά του στν ξέγερση τοΠολυτεχνείου, βυζαντινκατὰ ἔργα ποφιλοτέχνησε προκειμένου νχρησιμοποιηθον ς φίσες (δηλαδή, νκατακλύσουν τος δρόμους τότε, τ1978) γιτπρτο στν στορία νόμιμο συνέδριο τοΚΚΕ – τοῦ ὁποίου ταν μέλος. Βυζαντινφυσικκατσπαρακτικὸ ἀφιέρωμά του στν κτέλεση τοΤσΓκεβάρα.

***

Στσημεο ατὸ ἀξίζει νὰ ἀνοίξουμε μι παρένθεση, γινὰ ἀναρωτηθομε τί θγνωρίζαμε σήμερα πτὸ ἔργο τοΤάσσου ν τυχν ὁ ἴδιος δν εχε τολμήσει, κάποια στιγμή, νὰ ἐμπιστευθετ"βυζαντιν" ζωγραφικσυμβουλή −ν δηλαδεχε συνεχίσει τσι πως ξεκίνησε (πως λλωστε δν παψε, περιστασιακά, νξανα-πειραματίζεται καμεταγενέστερα) μτεχνοτροπίες κάθε φορ φυσιοκρατικές.

Τν πάντηση τβρίσκουμε ταν νατρέξουμε στὸ ἔργο λλων, συγχρόνων, μοτέχνων του οἱ ὁποοι πράγματι ποτδν φαίνεται νὰ ὑπέθεσαν τι πικαλούμενοι τν καθ' μς προγενέστερη τέχνη δν πέστρεφαν στκαλλιτεχνικπαρελθν λλά, σα σα, μετακόμιζαν σὲ ἕνα ξεπέραστο "πέκεινα" − ποατὸ ἀκριβς θτος πεφύλασσε τδιαχρονικὴ ἀμεσότητα.

πρξαν −ς ξέρουμε −ξαιρετικταλαντοχοι εκαστικοστν ποίων τὸ ἔργο μως κανες δν πανέρχεται σήμερα, γιτό... πλό... μυστικὸ ὅτι ξαντλήθηκαν σ"γραφς" οἱ ὁποες σκανενς τν ψυχδν προορίζονταν νμιλήσουν.

Εκονογραφοσαν μηνύματα τὰ ὁποα νδέχεται, ναί, κανσυμμεριζόμαστε. Δν ποψιάζονταν μως τβάθος ασθήματος τς πραγματικς μας νάγκης.

Τς νάγκης, δηλαδή, νμμς μιλνε μόνο τθέματα τς εκαστικς μαρτυρίας τους: Τς νάγκης νμς γγίζει, πρν π' ατά, ἡ ἴδια γλώσσα τους.

να πολύτως χαρακτηριστικπαράδειγμα, σον φορτσημασία τοεκαστικοκώδικα ποθὰ ἐπέλεγε, εναι κύκλος τν κκλησιν ποεκονογράφησε Τάσσος. χουμε δναούς, καττν ρχιτεκτονική τους, βυζαντινούς. πειδὴ ὅμως τεχνοτροπία μτν ποία πεικονίζονται εναι τεχνοτροπία φυσιοκρατικκπίπτουν, μέσως, σὲ ὀπτικς ντυπώσεις οἱ ὁποες δνγγράφονται στν νάμνηση κανενός μας.

***

Τάσσος λεβίζος δν φαινόταν νὰ ἀρκεται στν πιβίωση: θελε μι ζωπεριβεβλημένη μδικαιοσύνη. Δν ρκετο οτε στν γώνα γιδικαιοσύνη, πάντως: θελε μι ζωπεριβεβλημένη μκάλλος. Δν ταν μως, ατποὺ ἔψαχνε, διόλου μία ραιότητα τς ραιοπάθειας. Εχε ψυχή τουνάγκη να κάλλος παιτητικ-γιθυπερβάσεις. Εχε κόμα, μεγάλος ατς ναζητητής, τσθένος νὰ ὁμολογήσει μπράκτως πς τν πρόσβαση σ' αττὸ ἐπίπεδο, σον φορτν τέχνη του, τν παρεχαν μόνες ομορφοποιήσεις τς βυζαντινς δο

Αττν δβημάτισε δημιουργία του − διστακτικστν ρχή, μὰ ὁλοένα καὶ ἀποφασιστικώτερα μτν πρόοδο τς πείρας του.

Διαπίστωνε τότε τι "γραμματικ" ατδν τν ξυπηρετοσε μόνο στθρηνητικά του θέματα: ξ σου γενναιόδωρες καλλιτεχνικς δικαιώσεις τοχάριζε ταν ὁ ἴδιος ποφάσιζε νὰ ἐγκαταστήσει, μέσα στδική της πικράτεια, καθέματα φ' αυτν "λιόλουστα".

Κατ' ξοχήν, ποτε, ποδεικνυόταν κώδικας γιντιμκανες τς στιγμς κατος καιρος τοῦ ἔρωτα. 

Τδιαφορά, δ, κάνει τγεγονς τι ὁ ἔρωτας, στὸ ἔργο τοΤάσσου, δν πασχίζει νποθεώσει τν αυτό του: Δν ζητνὰ ἐκβιάσει μλαμπρχαμόγελα τν παινό μας. Εναι νας ρωτας σχεδν θλιμμένος. Κατ' οσίαν, εναι νας ρωτας τς χαρμολύπης. πως λο τβυζαντινότροπο ργο του.

Μά, τοτος κριβς εναι λόγος ποὺ ὁλόκληρο, ατό, τὸ ἔργο μς μιλμτος τρόπους μόνο τοσυγκλονισμο τς χρείας μας: κενο ποπροσκομίζει, νώπιον τν φθαλμν μας, εναι τνα, εδικποθέλουμε.

*** 

δοὺ ἐν τέλει ποὺ ἔχουμε ξαναβρετνμα τοεσαγωγικο, δ, προβληματισμοπο προσωρινδιακόψαμε: Τί ληθινλαχταρᾶ ἡ ψυχή μας ν προκειμέν– ποιά εναι πραγματικκαλλιτεχνική μας χρεία;

ς πρώτιστηνάγκη τς ψυχς τοκόσμου, δ, χουμε ποθέσει τλαχτάρα τς ζως γινόημα.

ν τυχν τώρα εστοχομε, σ’ ατό, θσημαίνει τι νάμεσα σ’ λες τς κφράσεις τοχαράκτη Τάσου ματιά μας αχμαλωτίζεται (καὶ ἔκτοτε ατς κυρίως θυμται) μόνο π’ τς βυζαντινότροπες γιτν σαφλόγο τι εκαστικατγλώσσα τοπροσέφερε τν εκαιρία νὰ ἰχνηλατίσει τΛύση σὲ ἕνα σο τδυνατν πυκνότερο καοσιωδέστερο Ατημα.

Τὸ ὁποο ν λοιπν θελήσουμε νὰ ἀναλύσουμε, θπομε τι πρόκειται γιτκατόρθωμα μις σύλληπτης σοσταθμίσεωςνάμεσα σΧαρκαΛύπη – μις σορροπίας τόσο καθοριστικς στε ς μόνο τς πόσταγμα νπροκύπτει ἡ ἐλευθερία: νας, πιτέλους πλετος, νασασμς τς παρξης!

Ὁ ἴδιος χαράκτης Τάσσος προτιμοσε τβυζαντινγραφή, μες μτσειρά μας τοπικυρώνουμε αττν πρόκριση, γιτν πλστβάθος λόγο τι πρόκειται γιτεκαστικὸ ἐκενο "συντακτικ" τὸ ὁποο νταποκρίνεται πληρέστερα στβαθειὰ ἀνθρώπινη λλειψη: Σέ, ατκαθαυτή, τν νάγκη μας γιτμεγάλη τέχνη. Πο θπε, τλαχτάρα γιτμεταμόρφωση τς πόστασης σκοινωνία.

Πλήρωση, ναί! λλκαμι μυσταγωγία πομς ποδέχεται πέκεινα πάσης πληρώσεως...

Γιώργος Καστρινάκης

πηγή: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ