Ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ ἐν Πάτμῳ

0
837

Κατά τόν 20ο αἰώνα διέλαμψαν δύο φαεινές τριάδες ἁγίων στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πρώτη τριάδα, πασίγνωστη, εἶναι ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης καί ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἐν Εὐβοίᾳ. Ἡ δεύτερη τριάδα, λιγώτερο γνωστή στούς νεωτέρους, εἶναι ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ ἐν Πάτμω, ὁ ὅσιος Φιλόθεος ὁ ἐν Πάρῳ καί ὁ γέροντας Γαβριήλ ὁ Διονυσιάτης.

Σχετικά μέ τόν ἅγιο Ἀμφιλόχιο καί γενικώτερα γιά τήν δεύτερη φαεινή τριάδα Γερόντων ὁ μακαριστός καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης ἀναφέρει: «Τόν ἐγνώρισα (τόν ἅγιο Ἀμφιλόχιο), τό πρῶτον, τό θέρος τοῦ 1952, μοῦ ἔδωκεν τήν χαράν νά κοινωνήσω τῆς πλέον μεγαλοπρεποῦς ἐν τῇ λιτότητί της ἀκολουθίας, παρακολουθῶν αὐτόν ἱερουργοῦντα εἰς τό Μοναστήριον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ὁ λόγος του ἦτο μετουσίωσις, τό βλέμμα του ἦτο ἡ ψυχή του. Ποῦ εὕρισκεν αὐτός ὁ ἅγιος ἄνθρωπος τήν ὑπομονήν νά ἀγαπᾶ τούς πάντας, νά ὑπομένη τά πάντα, νά ὑπηρετῇ ὅλους ἀδιακρίτως, νά μή σχολιάζῃ τίποτε, νά μή ἀγανακτῇ διά τίποτε; Πῶς ἡ ἔρημος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐφύτρωσεν αὐτό τό μυρίπνοον κρίνον; {…}Ἔχαιρεν ἡ μακράν παντός θεολογικοῦ φανατισμοῦ καί ὑπερηφανείας ψυχή του διά τήν πρόοδον τῶν ἀγαθῶν ἔργων. Διά τῶν χειρῶν του δέν εἶχε ἀνεγείρει ἱερούς ναούς, εἶχεν ὅμως στηρίξει ψυχάς, εἶχεν οἰκοδομήσει ἀνθρώπους. Ἦτο παρηγορία νά σκέπτεσαι ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶχεν ἀκόμη τόν Γαβριήλ Προηγούμενον τῆς Διονυσίου, τόν Φιλόθεον Ζερβάκον, ἡγούμενον τῆς Λογγοβάρδας εἰς τήν Πάρον καί τόν Ἀμφιλόχιον Μακρῆν εἰς τήν Πάτμον» [1].

Ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος ἐγεννήθη στήν Πάτμο τό 1889 ἀπό εὐλαβεστάτους γονεῖς, Ἐμμανουήλ καί Εἰρήνη, καί ἀνετράφη ἀπό παιδί μέ τά ζωηφόρα νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τό βαπτιστικό ὄνομά του ἦταν Ἀθανάσιος. Ἀπό μικρός ἔδειχνε τήν εὐλάβειά καί τήν μοναχική κλίση του. «Ἐκ κοιλίας μητρός ἠγιασμένος» οὐδέποτε δέχθηκε βρεφικό γάλα τίς σταυρώσιμες ἡμέρες τῆς Τετάρτης καί Παρασκευῆς.[2] Ὅπως διηγεῖται τό πνευματικό του παιδί, ὁ μακαριστός Γέροντας Γρηγόριος, ἡγούμενος τῆς Δοχειαρίου στό Ἅγιον Ὄρος:«Τόν πρῶτο χρόνο τῆς ζωῆς του, τήν Μεγάλη Παρασκευή ἔκλεισε τά ματάκια του καί ὅλη τήν ἡμέρα δέν ζήτησε νά θηλάση, δέν ζήτησε τόν μαστό τῆς μάννας. Καί μόνον μετά τά μεσάνυχτα ξύπνησε καί θήλασε. Καί τήν ἑπόμενη χρονιά τήν ἴδια μέρα ψέλισσε: “Τό νινί εἶναι σήμερα στόν τάφο. Πῶς θά φᾶμε;”».[3]

Ὅταν ἦταν δόκιμος μοναχός ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος καί συνδέθηκε μέ τόν ἅγιο Δανιήλ Κατουνακιώτη, ἀπό τόν ὁποῖο ἔμαθε τήν ἡσυχαστική ζωή καί ἐμπνεύσθηκε τή σφοδρή ἀγάπη του γιά τή νοερά προσευχή.Ἀκόμη στήν Ἀθήνα τό 1914 γνώρισε καί συνδέθηκε μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο ἀπό τόν ὁποῖο ἐπίσης γνώρισε καί ἐμυήθηκε στή νοερά προσευχή καί στή μοναχική ζωή. Παρόλο πού θεωροῦσε καλό καί ἐπωφελές οἱ μοναχές πού εἶχε ὑπό τήν καθοδήγησή του νά ἐπιδίδονται καί σέ ἱεραποστολική δραστηριότητα, ὅμως ὡσαύτως  πίστευε ὅτι δέν πρέπει νά παραμελοῦν τήν νοερά προσευχή, τή νηπτική ζωή, τίς ἀκολουθίες καί ἐν γένει τήν γνήσια ἡσυχαστική ἀγωγή.Συμβούλευε τίς μοναχές τοῦ Ἡσυχαστηρίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, πού ἵδρυσε ὁ ἴδιος: «Νά καλλιεργήσετε τήν εὐχή. Αὐτή γέμισε τόν Παράδεισο μέ τόσους ἁγίους. Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος καθαρμοῦ καί ἁγιασμοῦ ἀπό τή νοερά προσευχή. Ὅταν καλλιεργεῖτε τήν εὐχήν δέν θά κουράζεσθε, δέν θά ταράττεσθε, δέν θά νυστάζετε στίς ἀκολουθίες, διότι τό σῶμα σας θά εἶναι πλέον ἔνδυμα. Τό φόρεμα οὔτε λυπᾶται, οὔτε κρυώνει, οὔτε κουράζεται. Ὅσες ὧρες καί νά στέκομαι δέν κουράζομαι. Διά τῆς εὐχῆς γίνεται ὁ ἄνθρωπος σάν παιδί, τόν ἐπαναφέρει στήν ἁπλότητα καί ἀθωότητα πού εἶχε ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο πρό τῆς πτώσεως. Καταργεῖ τήν διαφορά τοῦ ἑτέρου φύλου.Ἀποκτᾶ, ἀκατανόητον διά τούς κοσμικούς, τήν εὐλογημένην ἁγίαν ἀπάθειαν. Θά λεπτυνθῆτε, θά πετᾶτε μέ τήν εὐχήν. Τότε ὁ μοναχός ἔχει τήν πραγματικήν χαρά, ὅταν ἔχει διά τῆς εὐχῆς τόν Χριστόν ἐν τῇ καρδίᾳ του».[4] Ὁ Γέροντας Γρηγόριος γράφει γιά τή μεγάλη ἀγάπη καί πιστότητα πού εἶχε στή λατρευτική ζωή: «Μέ ἀκρίβεια σχολαστική κρατοῦσε τούς τύπους καί τήν οὐσία τοῦ μοναχισμοῦ. Ἤθελε καί τά καντήλια ἀναμμένα – πολλές φορές μέ ἐπέπληττε, ἄν εὕρισκε σβηστό τό καντήλι τῆς παρακαταθήκης– καί τήν προσευχή ἀκατάπαυστη. Ἡ ἀκολουθία ἦταν ἡ ζωή του∙ χωρίς αὐτήν, δέν μποροῦσε νά ζήση.−Καλές εἶναι οἱ διδαχές− ἔλεγε − ἀλλά ὁ μοναχός τρέφεται μέ τήν ἀκολουθία∙ στόν χῶρο τῆς προσευχῆς ἀναπνέει ἐλεύθερα».[5]

Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος ἀνέπτυξε τεράστια ἱεραποστολική καί ἐθνική δράση στά Ἰταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα ἱδρύοντας κυρίως γυναικεῖα Μοναστήρια, διδασκαλεῖα καί λοιπά ἱδρύματα ὄχι μόνο ἁγιαστικῆς ἀλλά καί κοινωνικῆς ἐπωφελοῦς δράσεως. Βέβαια, ὅπως τονίσαμε ἤδη, τόν Μοναχισμό δέν τόν ἤθελε νά ἐπιδίδεται ἀποκλειστικά σέ ἐξωτερική, κοινωνική δράση, ἀλλά νά συνδυάζει καί τήν ἐσωτερική, νοερά ἐργασία καί Ἡσυχαστική ἀγωγή, διότι ἔτσι μόνο, πίστευε, θά εἶναι χρήσιμος καί γόνιμος καί θά ἀποδώσει πλούσιο καρπό. Εἶναι χαρακτηριστικό αὐτό πού ἔχει γραφεῖ: «Τόν Ἰούνιο τοῦ 1947 ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος προσκαλεῖται ἀπό τή στρατιωτική διοίκηση νά μεταβεῖ στή Ρόδο{…} Ὁ ἀντιναύαρχος Ἰωαννίδης παρακαλεῖ τόν Ὅσιο νά διαθέσει ἕνα κλιμάκιο ἀδελφῶν, γιά νά παραλάβει τό βρεφοκομεῖο, ἀπό τό ὁποῖο ἤδη εἶχαν ἀποχωρήσει οἱ Ἰταλίδες μοναχές. Παρότι ὁ Ὅσιος πάντα ρίπτει τό κέντρο βάρους τοῦ μονήρους βίου στήν ἄσκηση καί τήν ἐν γένει πνευματική τροφοδοσία τῶν μοναχῶν, ὅταν πληροφορεῖται τήν ἀξιολύπητη κατάσταση τῶν βρεφῶν πού κάθε μέρα πεθαίνουν, πείθεται ὅτι εἶναι ἐπείγουσα ἐθνική ἀνάγκη νά ἐπιστρατευθοῦν οἱ μοναχές σέ αὐτό τό κοινωνικό ἔργο».[6]

Ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος διακρινόταν γιά τήν μεγάλη ἀγάπη καί εὐαισθησία πού εἶχε στά πνευματικά του τέκνα, στίς μοναχές. Πίστευε ὅτι ἡ γυναῖκα ἔχει ἀπό τή φύση της σέ μεγαλύτερο βαθμό τή δυνατότατα νά ἀγαπάει ἀπό ὅ,τι ὁ ἄνδρας. Ἄς ἀκούσουμε τά ἴδια τά λόγια τοῦ Γέροντος: «Ὁ Χριστός πολύ ἀνύψωσε τή γυναῖκα. Αὐτό ἐσεῖς πρέπει νά τό ἀξιοποιήσητε. Ἡ καρδιά τῆς γυναικός εἶναι πλασμένη νά ἀγαπᾷ περισσότερον ἀπό τοῦ ἀνδρός. Ἡ ἀγάπη της εἶναι ἀνωτέρα ἀπό αὐτήν τοῦ ἀνδρός. Ὁ ἄνδρας, ὅσο καί νά θέλει, δέν θά μπορέσῃ νά ἀγαπήσῃ τόσο λεπτά σάν τή γυναῖκα. Τώρα πού εἶσθε νέες νά ἀγαπήσετε τόν Νυμφίο σας. Πραγματική φλόγα νά καίῃ στά σπλάχνα σας. Ἐσᾶς. πού δώσατε τά νιάτα σας, τήν ζωήν σας δι’ Ἐκεῖνον, πόσον θά σᾶς τιμήσῃ μίαν ἡμέραν! Θά ἔχητε τήν πρώτην θέσιν κοντά Του στόν οὐρανό. Δέν θά εἶστε δοῦλες Του, μά νύμφες Του. Ἡ θέσις σας θά εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν ἰδική μας. Ἐμεῖς ὡς ἱερεῖς θά εἴμαστε σάν ἀξιωματικοί, σάν θυρωροί στά παλάτια Του καί σεῖς θά εἶστε μέσα νύμφες Του καί βασίλισσές Του».[7] Ὁ ἴδιος εἶχε μία λεπτή καί τρυφερή ἀγάπη σέ ὅλα τά πνευματικά του παιδιά, ἰδιαιτέρως ὅμως στίς μοναχές. «Τί νά τόν κάνω τόν Παράδεισο χωρίς ἐσᾶς τά πνευματικά μου παιδιά;»[8] καί πάλι «Παράδεισο χωρίς ἐσᾶς, παιδιά μου, δέν τόν θέλω»[9] ἔλεγε. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς διακριτικῆς, ἀνιδιοτελοῦς καί ἐντελῶς προσωπικῆς ἀγάπης πού εἶχε στά πνευματικά του παιδιά ἦταν αὐτά νά αἰσθάνονται ὅτι ἀγαποῦσε τό καθένα ξεχωριστά καί περισσότερο ἀπό τά ἄλλα.

Ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος διέπρεψε ὡς πνευμτικός Πατέρας. Ἡ μακαριστή Γερόντισσα Εὐστοχία γράφει γιά τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος τοῦ ἁγίου Ἀμφιλοχίου: «Ἀλλ’ ὁ μακαριστός Γέροντας ἐδείχθη ἀπαράμιλλος κυρίως ὡς Πνευματικός Πατήρ! Εἰς τό σημεῖον αὐτό ἰδιαιτέραν τήν ἀδυναμίαν αἰσθάνεται ἡ γλῶσσα προκειμένου νά ἐξωτερικεύσει πλήρως, ὅσα αἱ καρδίαι ἡμῶν τῶν πνευματικῶν θυγατέρων του αἰσθάνονται…Δέν εἶναι ὑπερβολή νά εἴπωμεν, ὅτι ὁ ἀοίδιμος ἡμῶν Πατήρ ἔζη δι’ἡμᾶς. Ὅτι “νῦν ζῶ, ἐάν ὑμεῖς στήκετε ἐν Κυρίῳ” ἦτο ὡσάν νά μᾶς ἐπαναλάμβανε μετά τοῦ Ἀποστόλου. Δέν ἀνεπαύετο, ἐάν δέν ἀνέπαυεν ἑκάστην ἐξ ἡμῶν. Μᾶς ἡγάπα ὅλας χωρίς νά ἐμποδίζηται εἰς τοῦτο ἀπό τάς ἀδυναμίας καί τά ἐλαττώματά μας. Ἡ ἀγάπη του δέ αὕτη, ἡ πλατεῖα καί ἀπεριόριστος, τοῦ ἐδίδαξε καί τήν τέχνην τῆς ἰατρικῆς τῶν ψυχῶν μας. Οὕτως, ὡς ἄριστος πνευματικός ἰατρός ἐγνώριζε νά παραμυθεῖται τάς ὀλιγοψύχους, νά ἐνθαρρύνει τάς δειλάς, νά μετριάζει τάς ἐπαιρομένας, νά τονώνει τάς ἀδυνάτους, νά συγκρατεῖ τάς ἐχούσας αὐθορμησίαν, νά διεγείρει τάς ῥαθυμούσας, νά ἀνακαλεῖ τάς παρουσιαζούσας ἀνηκοΐαν, νά βοηθεῖ τάς ἐμπιπτούσας εἰς πειρασμόν ὡς γνώστης ἄλλωστε βαθύς τῆς τακτικῆς τοῦ ἀοράτου πολέμου. Καί γενικῶς εἶχε τό μέγα χάρισμα νά ἀναπαύει ἑκάστην ἐξ ἡμῶν εἰς πᾶσαν περίπτωσιν…».[10] Εἶναι χαρακτηριστικό τῆς ἀπαραμίλλου ἱκανότητός του ὡς πνευματικοῦ πατρός αὐτό πού εἶπε ὁ μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware, ὁ ὁποῖος ἦταν καί πνευματικό του τέκνο: «ὁ π. Ἀμφιλόχιος ἦταν ὁ μεγαλύτερος πνευματικός τῆς Ἑλλάδας κατά τόν εἰκοστό αἰώνα».[11]

Ὁ Γέροντας ἅγιος Ἀμφιλόχιος ἐκοιμήθη στίς 16 Ἀπριλίου 1970, ἡμέρα Πέμπτη τῆς Βαγιανῆς ἑβδομάδος, ὁπότε καί τιμᾶται ἡ μνήμη του. Εἶναι πανθομολογούμενο ὅτι ἦταν πλήρης ὑπερφυσικῶν χαρισμάτων∙ εἶχε καί τό προορατικό καί τό διορατικό χάρισμα. Μάλιστα ἔτι ζῶν, ἀλλά καί μετά τόν θάνατό του ἐτέλεσε πληθώρα θαυμάτων. Ἡ στενότης τοῦ διαθέσιμου χώρου δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀναφέρουμε ἔστω λίγα ἀπό αὐτά. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά τά ἀνεύρει στά τρία βιβλία γιά τόν ἅγιο Ἀμφιλόχιο, στά ὁποῖα παραπέμπουμε.Ἐδῶ μόνο θά ἀναφερθοῦμε σέ μία φωτοφάνεια πού εἶχε στό τέλος τοῦ βίου του: «Τό Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου ὁ Ἅγιος ἄν καί εἶχε ὑψηλό πυρετό, ἦταν ἕτοιμος νά κατέβει στό ναό, γιά νά συμμετάσχει στή θεία λειτουργία καί νά μεταλάβει τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς.Ὑποχώρησε ὅμως στίς θερμές παρακλήσεις τῶν παιδιῶν του καί παρέμεινε στόν Πύργο. Καθ’ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱερῆς μυσταγωγίας, παρόλο πού ἦταν τόσο ἐξασθενημένος, προσευχόταν ὄρθιος μέ δάκρυα κατανύξεως καί ὕψωνε τά χέρια του στόν οὐρανό. Ὅταν ἦρθε ἡ συγκλονιστική γιά τόν Ὅσιο στιγμή τῆς Μεταλήψεως τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, αἴφνης θεῖο φῶς περιέλαμψε τό πρόσωπό του! Ἀνείπωτη συγκίνηση κατέλαβε ὅσους βρίσκονταν ἐκεῖ. Τό μόνο πού ἄκουγαν ἦταν οἱ ἐγκάρδιες εὐχαριστίες πού ψέλλιζαν τά χείλη του, μέχρι πού τελείωσε ἡ θεία λειτουργία».[12]

 

[1] Παρατίθεται στό Καθηγουμένης Χριστονύμφης Μοναχῆς, Ἡ δροσοβόλος καῦσις τῆς προσευχῆς. Γέρων Ἀμφολόχιος Μακρῆς, ἐκδόσεις Ἑπτάλοφος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 81-82

[2] Βλ. Χριστονύμφης Μοναχῆς, ὅ.π., σελ.35

[3] Γρηγορίου Μοναχοῦ Κουβαρίτου, Πνευματική συμπόρευσις.Ὁ ὅσιος Ἀμφιλόχιος-ὁ ὅσιος Φιλόθεος, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 19

[4] Παρατίθεται στό ἀνωτέρω μνημονευθέν βιβλίο τῆς Καθηγουμένης Χριστονύμφης Μοναχῆς στίς σελ. 102-103

[5] Γρηγορίου Μοναχοῦ Κουβαρίτου, ὅ.π., σελ. 15

[6] Ὁ Ἅγιος τῆς διπλῆς ἀγάπης. Ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ ἐν Πάτμῳ, Ἱερά Μονή Εὐαγγελισμοῦ Μ.Η., Πάτμος 2021, σελ. 76

[7] Ὁ Ἅγιος τῆς διπλῆς ἀγάπης. Ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ ἐν Πάτμῳ, ὅ.π., σελ. 103-104

[8] Χριστονύμφης Μοναχῆς, ὅ.π., σελ. 104

[9] Χριστονύμφης Μοναχῆς, ὅ.π., σελ. 13

[10] Χριστονύμφης Μοναχῆς, ὅ.π., σελ. 114-115

[11] Ὁ Ἅγιος τῆς διπλῆς ἀγάπης. Ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ ἐν Πάτμῳ, ὅ.π., σελ. 65

 

 [12]Ὁ Ἅγιος τῆς διπλῆς ἀγάπης. Ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ ἐν Πάτμῳ, ὅ.π., σελ. 138-139

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ