Αδρά, Παρθενικά, Πηγαία Λίγες σκέψεις για τον κόσμο

0
283

Ζωή, κι ὅπως κι ἄ δείχνεσαι, Ζωή, κι ὅ,τι κι ἄν εἶσαι, ἄν εἶσαι πράγμα ἄ ὄνειρο, καλὴ κακὴ κι ἄν είσαι, χαρὰ σ’ ἐσέ, δόξα σ’ ἐσέ κι ἀγάπες καὶ τραγούδια![1]

Τι μπορώ να ψελλίσω για το καθημερινό μυστήριο που ξεδιπλώνεται μέσα στο φως του ήλιου, στην μυρωδιά των λουλουδιών, στο περίεργο, μελωδικό, άγνωστο, μα και συνάμα γνωστό κελάηδισμα των πουλιών; Προσπαθώ να γευτώ τη ζωή, να ενωθώ, να γίνω ένα, χωρίς αυτό το Ένα του Άλλου. Να γίνω ένα μονάχα αν κρατώ σφιχταγκαλιασμένος το Εν του εαυτού μου κι ο Άλλος ν’ απολέσει το δικό του Εν. Δεν είναι έτσι όμως, για τούτο αποζητώ μέσα σε στίχους, άλλοτε αρμονικούς, άλλοτε άνευ αρμονίας, να ενώσω τα διεστώτα. Ίσως το καταφέρω κάποτε, σε ένα; σε δύο; Άντε σε τρεις στίχους κι η ζωή μου θα έχει φτάσει στο τέλος της. Δεν θα το αφήσω όμως έτσι. Θα πιάσω να ψελλίζω «πέντε λόγους τῷ νοΐ μου»[2] και λεπτό το λεπτό, ώρα την ώρα, μέρα τη μέρα, θ’ ανέβω την κλίμακα συνομιλώντας με το Φως και ναι, όλα θα γίνουν Ένα κ’ ευελπιστώ να μάθω το μυστήριο της ίριδας, το μυστήριο της αντιδόσεος. Έπειτα, θα κρούσω της ψυχής μου τις χορδές, ως δεκάχορδο ψαλτήρι, αναπέμποντας δοξολογία για τα καθημερινά μυστήρια π’ ανατέλλουν κάθε πρωινό σ’ αυτόν τον αληθινό κόσμο πού ‘χει χάσει το χρώμα του, που φαίνεται σαν πίνακας από κάρβουνο…

*

Οι παραπάνω γραμμές αποτελούν μια ανησυχία και μια προσπάθεια σε αυτόν τον κόσμο που
δυστυχώς όλο και πνίγεται μέσα στην θάλασσα της πλεονεξίας του, χωρίς καμιά αντίδοση, χωρίς καμιά προσπάθεια πραγματικής ένωσης, παρά αρκείται σε ομιχλώδη λόγια περί ένωσης, αγάπης, αδελφοσύνης, «ἔπεα πτερόεντα» που δεν αγγίζουν καμιά καρδιά και επιμένει στην «μετάληψη» του σκότους που έχει βαπτίσει φως. Για αυτό και οι στίχοι του Ποιητή αντηχούν βαθιά μέσα μου·

Γύρω σου ἡ πλάση, ὅλα εἶν’ ἁδρά, παρθενικά, πηγαῖα, τὸ φῶς, ἡ θέα,
κι ἄλλη μιὰ πλάση δέρνεται στὴν ἄκρη μιᾶς ἀβύσσου, νύχτα, ἡ ψυχή σου.[3]

Ο κόσμος παραμένει βυθισμένος στη νύχτα της ψυχής του. Όμως το παράθυρο, αυτό το μικρό παράθυρο που μπορεί να γίνει πόρτα κι ύστερα πύλη, παραμένει εκεί για ν’ ανοίξει μ’ αυτά τα μικρά κλειδιά του Ευαγγελίου, το «ο θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»,[4] το «Πιστεύω· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ»[5], το «μνήσθητί μου ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»[6], τότε όλα ‘θέ[7] να γίνουν πάλι αδρά, παρθενικά, πηγαία, όλα φως, όλα ένα, τιποτ’ άλλο παρά ένα δόξα Σοι!

 

[1] Κωστής Παλαμάς, Τα μάτια της ψυχής μου, Οι τάφοι του Κεραμεικού.
[2] Α ́ Κορ. 14, 19.
[3] Κωστής Παλαμάς, Οι νύχτες του Φήμιου, οι Πρώτες, 50.
[4] Λουκ. 18, 13.
[5]Μαρκ. 9, 24.
[6]Λουκ. 23, 42.
[7] Είθε.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Κώστα Πλακωτάρη.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ