Προφητείες τέλους του κόσμου: μια ιστορία για την μέτρηση του χρόνου

0
1664

 Η πρόσφατη πανδημία που αναστάτωσε ολόκληρο τον κόσμο, έχει δρομολογήσει ορισμένες νέες ιδέες και πρακτικές,  ανατρέποντας πολλά δεδομένα του παρελθόντος. Ωστόσο, μια από τις συνέπειές της, αρκετά παλιά και προβλέψιμη, είναι η αναζωπύρωση των προβλέψεων και «προφητειών» για την καταστροφή του κόσμου μας. Αν και παλιά ιστορία, η διατύπωση εσχατολογικών προβλέψεων είναι μάλλον πιο πρόσφατη από όσο νομίζουν όσοι αντιδρούν μειδιώντας απαξιωτικά.  Δύο χρήσιμα και περιεκτικά βιβλία πάνω σε αυτό το θέμα, είναι το Αγώνες για την έλευση της χιλιετούς βασιλείας, του Βρετανού ιστορικού Norman Cohn, καθώς και το Η συντέλεια του κόσμου, του Γάλλου ιστορικού Eugene Weber. Το πρώτο αναφέρεται στον ύστερο Μεσαίωνα και στους πρώιμους Νεώτερους Χρόνους, ενώ το δεύτερο ξεκινά από πιο πριν και καταλήγει στον εικοστό αιώνα και τις προφητείες περί συντέλειας του 2000 μ.Χ., ενόψει της νέας χιλιετίας. Σε κάθε περίπτωση, οι εσχατολογικές προφητείες έχουν μακρά ιστορία, ωστόσο δε συνοδεύουν την ανθρωπότητα από την αυγή του κόσμου. Αντίθετα, έχουν μια ιστορική αφετηρία που, αν και παλιά, είναι σχετικά γνωστή και συγκεκριμένη, και θα παρουσιαστεί στη συνέχεια αδρομερώς. Μαζί με αυτή, θα φωτιστεί κάπως ο τρόπος που η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει τον χρόνο. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.

Ζώντας σε έναν μάλλον σταθερό κόσμο και παρατηρώντας τα πάντα γύρω τους να επαναλαμβάνονται κυκλικά, ήταν φυσικό οι άνθρωποι, από τα αρχαία χρόνια της ζωής στη γη, να σχηματίσουν την ιδέα για τον χρόνο ως μιας αέναης επανάληψης γεγονότων, χωρίς οριστικό τέλος και εξέλιξη προς κάποιον σκοπό. Η φύση αντιπροσώπευε γι’ αυτούς το κατ’ εξοχήν πεδίο όπου εκδηλωνόταν η επανάληψη: ο σπόρος αναπτύσσεται, μεγαλώνει και σχηματίζει το φυτό, το οποίο όμως δεν είναι αιώνιο, αλλά πρόκειται να οδηγηθεί στην οριστική του αποσύνθεση, ώστε να έρθει κάτι νέο και πάλι από την αρχή. Όλα γεννώνται, αποσυντίθενται και τελειώνουν, μέσα στην άκαμπτη νομοτέλεια που χαρακτηρίζει το σύμπαν μας. Αυτή ήταν λίγο-πολύ η κοινή βάση των κοσμοθεωριών όλων των αρχαίων λαών, με μια μοναδική εξαίρεση: τους Εβραίους. Οι Εβραίοι, αυτός ο ιδιαίτερος ποιμενικός λαός που ζούσε στα εδάφη της Μέσης Ανατολής, ανέπτυξε για πρώτη φορά την ιδέα μιας αλλαγής και μιας γραμμικής ιστορικής πορείας της ανθρωπότητας. Σε αντίθεση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των υπόλοιπων λαών, που κυμαίνονταν από διάφορους τύπους ανιμισμού και προγονολατρίας μέχρι τον πολύχρωμο και ανθρωπομορφικό πολυθεϊσμό, ο εβραϊκός λαός χαρακτηριζόταν από έναν αταλάντευτο μονοθεϊσμό, την πίστη σε έναν και μοναδικό Θεό, που ήταν ο εθνικός θεός του Ισραήλ και συνάμα ο Δημιουργός του ανθρώπου και του σύμπαντος εκ του μηδενός. Σε εκείνους, οι έννοιες της κυκλικής επανάληψης και του θείου νομοτελειακού κόσμου, αντικαταστάθηκαν από τον κατασκευασμένο κόσμο και τη γραμμική πρόοδο που θα οδηγούσε στην οριστική και υπερφυσική τους λύτρωση. Αν και ήδη οι αρχαίοι προφήτες όπως ο Ιωήλ, ο Αμώς και ο Ησαΐας, προέβλεπαν τη λύτρωση, η πιο ρητή έκφρασή της ήρθε με το προφητικό βιβλίο Δανιήλ, που θεωρείται το πρώτο γνωστό αποκαλυπτικό κείμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Βέβαια, η λύτρωση συλλαμβανόταν από τους Ιουδαίους κυρίως με κοσμικούς όρους, καθώς ο πολυπόθητος «μεσσίας» που προσδοκούσαν, επρόκειτο να είναι ένας γενναίος και ηρωικός πολέμαρχος, ο οποίος θα απελευθερώσει το Ισραήλ από τους εχθρούς του και θα εγκαταστήσει μια μακρά περίοδο ειρήνης και ευδαιμονίας. Ο Χριστιανισμός προέκυψε ως το «τέκνο» αυτών των ιουδαϊκών αποκαλύψεων, προβάλλοντας έναν Μεσσία που πέθανε και αναστήθηκε για ολόκληρη την ανθρωπότητα, ενώ από πολλούς πιστεύεται ότι οι πρώτες χριστιανικές ομάδες περίμεναν παθιασμένα την άμεση συντέλεια του κόσμου και τη Δευτέρα Παρουσία (δηλαδή τη δεύτερη εμφάνιση του Ιησού Χριστού, προκειμένου να κρίνει τον κόσμο). Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, το χριστιανικό αποκαλυπτικό κείμενο, ακολουθώντας και διευρύνοντας γνωστά μοτίβα από τον προφήτη Δανιήλ, τους έδινε συνάμα ένα νέο περιεχόμενο: ο καιρός της νέας έλευσης του Χριστού ήταν άγνωστος, γι’ αυτό και οι πιστοί οφείλουν να επαγρυπνούν. Φαίνεται λοιπόν ότι η ιουδαϊκή προσδοκία λύτρωσης, που εκλαμβανόταν (και) κοσμικά, ως επίγεια σωτηρία του εβραϊκού λαού, έλαβε από τους Χριστιανούς έναν παγκόσμιο και υπερφυσικό χαρακτήρα, ως η επουράνια σωτηρία και λύτρωση. Το εθνικό και γήινο όραμα κατέληξε να είναι επουράνιο και παγκόσμιο. Ωστόσο, διατηρήθηκε ο εσχατολογικός χαρακτήρας του, καθώς η γραμμική αντίληψη του χρόνου, την οποία προϋπέθετε, επρόκειτο να οδηγήσει την ανθρώπινη ιστορία σε μια οριστική και αίσια κατάληξη. Από τα τουλάχιστον 400 εδάφια της Αποκάλυψης, 98 μιλούν για καταστροφές και περίπου 150 για παρηγοριά, αγαλλίαση και ελπίδα.

Ωστόσο, η (αρχικά εβραϊκή) επιθυμία για μια κοσμική λύτρωση και μια επίγεια βασιλεία, επρόκειτο να εμφανιστεί και μέσα στον χριστιανικό κόσμο, μόνο υπό άλλη μορφή. Αυτή η μορφή ήταν βασικά ο «χιλιασμός». Χιλιασμός, μια ιδέα που στηρίζεται στην κυριολεκτική ανάγνωση του χωρίου της Αποκάλυψης, στο οποίο γίνεται λόγος για χίλια έτη βασιλείας, είναι η ιδέα πως ο Χριστός θα έρθει ξανά στη γη, προκειμένου να αποδώσει δικαιοσύνη και να βασιλέψει ως επίγειος άρχοντας για ένα μακρύ χρονικό διάστημα (χίλια έτη) ευδαιμονίας και δικαιοσύνης.  Οι εσχατολογικές προσδοκίες αποτελούσαν ένα κράμα αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, συνδυάζοντας την απογοήτευση από τις υπάρχουσες συνθήκες, με την ελπίδα για κάτι καλύτερο. Οι χιλιαστικές προφητείες αποτέλεσαν μια μονάχα από τις μορφές που η εσχατολογία έλαβε μέσα στους αιώνες. Αν και αρχικά ο χιλιασμός υιοθετήθηκε από κάποιους επιφανείς εκκλησιαστικούς άνδρες (Παπίας, Άγιος Ειρηναίος), ο Άγιος Αυγουστίνος καταδίκασε τις διδασκαλίες περί επίγειας βασιλεία του Χριστού, ενώ η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, που έγινε το 431 στην Έφεσο, καταδίκασε και εκείνη ρητά τον χιλιασμό ως πλάνη, δίνοντας στην έννοια της «χιλιετούς βασιλείας» στη γη, την καθαρά συμβολική διάσταση της απεικόνισης της κατάστασης του ανθρώπου μετά τον σωματικό του θάνατο. Η μελέτη του χιλιασμού έλαβε ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις μετά τη δημοσίευση του σχετικού βιβλίου του ιστορικού Norman Cohn, το οποίο θεωρήθηκε σταθμός για την ακαδημαϊκή έρευνα του ζητήματος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος «Μεσαίωνας» επινοήθηκε μόλις το 1469, από τους ουμανιστές της Αναγέννησης, οι οποίοι ήθελαν να αντιπαραθέσουν στην εποχή τους μια περίοδο που θεωρούσαν γεμάτη σκοταδισμό και μισαλλοδοξία. Πάντως, οι άνθρωποι των λεγόμενων «σκοτεινών χρόνων» πίστευαν ότι ζούσαν στους έσχατους καιρούς.  Ο Λούθηρος και ο Μελάγχθων θεωρούσαν ότι το τέλος του κόσμου επίκειται, τουλάχιστον ως το 1600 μ.Χ. Η προτεσταντική Μεταρρύθμιση διέσπασε το σώμα της εκκλησίας, με αποτέλεσμα την ανάδυση αμέτρητων νέων εσχατολόγων προφητών. Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, η Αγγλία ήταν γεμάτη από τέτοιους προφήτες. Η ιδιότητα του Αντιχρίστου, της σατανικής παρωδίας του Χριστού που θα δράσει στους έσχατους χρόνους, αποδόθηκε κατά καιρούς σε διάφορα πρόσωπα, ενώ σταδιακά άρχισε να αποδίδεται σε ολόκληρους θεσμούς: τέτοιοι ήταν ο πάπας, οι Σαρακηνοί, οι Τούρκοι, οι βάρβαροι γερμανικοί λαοί του Βορρά, η Γαλλική Επανάσταση, αλλά και ο ίδιος ο Ναπολέων Βοναπάρτης, όταν στράφηκε ενάντια στη Ρωσία.  Η λέξη «αιώνας» χρησιμοποιούνταν με αρκετά ασαφή σημασία, καθώς σήμαινε άλλοτε μια γενιά, άλλοτε μια μεγάλη περίοδο, ή απλώς μια εποχή κυμαινόμενης διάρκειας. Η σημερινή χρήση του όρου εδραιώθηκε περίπου κατά τον 17ο αιώνα. Πάντως, το πρώτο «τέλος του αιώνα» (“fin de siècle”), με τη σημερινή έννοια, υπήρξε το τέλος του 19ου αιώνα, καθώς συνοδεύτηκε από μια πλημμυρίδα μελλοντολογιών και καταστροφολογίας (όπως ακριβώς αργότερα, και το τέλος του 20ού). Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, η σχέση των ανθρώπων με τις χρονολογίες χαρακτηριζόταν από τρομακτική ασάφεια: άνθρωποι όπως ο Δάντης, ο Έρασμος και ο Ραμπελέ, δε γνώριζαν με ακρίβεια ούτε το έτος γέννησής τους. Αυτό βέβαια οφειλόταν στη γενικότερη προβληματική σχέση των ανθρώπων με τους αριθμούς, η οποία ήταν γεγονός μέχρι και τον 17ο αιώνα, οπότε ακόμη και οι εγγράμματοι δυσκολεύονταν στην εκτέλεση απλών αριθμητικών πράξεων. Το 1582 οι περισσότερες καθολικές χώρες υιοθέτησαν το γρηγοριανό ημερολόγιο, αντικαθιστώντας το Ιουλιανό, που είχε επινοήσει ο Ιούλιος Καίσαρας το 46 π.Χ., ο οποίος μετέφερε και την αρχή του χρόνου από τον Μάρτιο στον Ιανουάριο), το οποίο οι προτεστάντες αποδέχτηκαν δύο αιώνες αργότερα (στην Ελλάδα υιοθετήθηκε γύρω στο 1924, αλλά υπάρχουν ακόμη ορισμένες διαφωνούσες με αυτό μειοψηφίες, οι επονομαζόμενοι «παλαιοημερολογίτες» ή αλλιώς «ΓΟ.Χ.»).

Επειδή το Ιουλιανό ημερολόγιο πήγαινε δέκα μέρες πίσω σε σχέση με τον ήλιο, ο Γρηγόριος διέταξε η 5η Οκτωβρίου 1582 να αναγνωρίζεται στο εξής ως 15η Οκτωβρίου. Μέσα στη Βίβλο, κάθε πεντηκοστό έτος χαρακτηριζόταν «ιωβηλαίο» και η γη αφηνόταν σε αγρανάπαυση, τα χρέη παραγράφονταν και απελευθερώνονταν. Αυτή τη συνήθεια μιμήθηκε ο πάπας Βονιφάτιος VIII το έτος 1300 μ.Χ., δίνοντας άφεση αμαρτιών στους προσκυνητές στη Ρώμη. Αργότερα, αυτό το διάστημα μειώθηκε στα 50 χρόνια, έπειτα στα 33 (ηλικία επίγειας ζωής Ιησού Χριστού) και το 1475, στο εξής στα 25 χρόνια, αν και παρεμβάλλονταν και ενδιάμεσα, λόγω διαφόρων ευκαιριών (π.χ. χειροτονία νέου πάπα, νίκη έναντι των Τούρκων κ.λπ.). Οι «προχιλιαστές» πίστευαν πως η έλευση του Χριστού και η επίγεια βασιλεία του επρόκειτο να έρθουν αιφνίδια, μεταμορφώνοντας την κτίση, ενώ οι «μεταχιλιαστές» θεωρούσαν ότι μπορούμε να τις επισπεύσουμε, μέσα από τη σταδιακή βελτίωση των κοινωνίας με αγαθοεργίες.  Η εκατονταετηρίδα από τα πάθη του Χριστού θεωρήθηκε πολλές φορές σημαδιακή ημερομηνία για φοβερά γεγονότα: το 1033, το 1233, το 1733, το 1834 και το 1933 ήταν μερικές από αυτές. Επιπλέον, οι προφητείες του Νοστράδαμου συγκλόνιζαν την Ευρώπη. Μετά τον Διαφωτισμό, οι αποκαλυπτικές ιδέες, ιδιαίτερα στον δυτικό κόσμο, έχαναν διαρκώς έδαφος από τον ορθολογισμό και την αλληγορική ερμηνεία της Βίβλου, χωρίς όμως φυσικά να εξαφανιστούν. Η εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού σήμαινε μάλιστα και τη «χριστιανοποίηση» κοσμικών οραμάτων: το 1790 ο Χριστός θεωρήθηκε ένας “sans-culotte” της εποχής του, στα 1840 ως μια πρώιμη επαναστατική περσόνα για ελευθερία. Κατά τον 19ο αιώνα, ο θεολόγος Φρίντριχ Στράους ερμήνευσε τη Βίβλο ως συλλογή διδακτικών μύθων και ο Ρενάν παρουσίασε τον Χριστό μονάχα ως έναν γοητευτικό κήρυκα. Ωστόσο, οι εσχατολογικές προφητείες δεν εξαλείφθηκαν ούτε ανάμεσα στους άθεους. Δεν έχει παρά να μελετήσει κανείς τα κείμενα των πρώτων σοσιαλιστών συγγραφέων, για να δει πλήρως ανανεωμένο το εσχατολογικό όραμα οριστικής μεταμόρφωσης του κόσμου, αυτή τη φορά με τη βοήθεια των ανθρώπινων δυνάμεων και μόνον. Στον σύγχρονο κόσμο, καθώς νέες θρησκείες εμφανίζονταν, οι εσχατολογικές προφητείες έλαβαν ακόμη πιο ακραία μορφή με τις προσωπικότητες Cyrus Reed Teed,  James Jones (στον οποίο οφείλεται το Jonestown, η πιο πολύνεκρη μαζική αυτοκτονία με 918 νεκρούς),  David Koresh, αλλά και τον Ιάπωνα αιρεσιάρχη Shoko Asahara, στον οποίο οφείλεται η επίθεση με το αέριο σαρίν στο μετρό του Τόκιου το 1995, η πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση βιοτρομοκρατίας στην ιστορία. Σε γενικές γραμμές, καμία ιστορική περίοδος των τελευταίων δύο χιλιετιών δε στερήθηκε αντίστοιχων οραμάτων, ενώ επίσης δεν έπαψε η ανθρωπότητα να βλέπει μέσα σε αυτά, με υπερβατική ή κοσμική μορφή, τον καθρέπτη του εαυτού της. Όσο και αν ο σημερινός κόσμος χαρακτηρίζεται συχνά «μεταχριστιανικός», η γραμμική αντίληψης της ιστορίας (αρχή-πορεία-τέλος/σκοπός) συνεχίζει να βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο μαζί μας, ενώ οι ιδέες καταστροφής του κόσμου, με την μια ή την άλλη μορφή, μαρτυρούν τη μακραίωνη κληρονομιά μας.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Ο πόλεμος", 1894) είναι έργο του γάλλου Ανρύ Ρουσώ.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ