Ἡ Παναγία εἶναι τό ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά κτίσματα, ὁρατά καί ἀόρατα. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης σέ ἕνα ὕμνο του γράφει γιά τήν Θεοτόκο: «Χαίροις μετά Θεόν ἡ Θεός τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα». Πλεῖστοι ὅσοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔγραψαν ἐγκωμιαστικούς λόγους στήν Παρθένο. Ἐμεῖς στήν παροῦσα ἐργασία θά περιοριστοῦμε στούς τρεῖς λόγους τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα εἰς τήν Γέννησιν, εἰς τόν Εὐαγγελισμόν καί εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας ὀνομάζει τήν Παναγία «καινήν μητέρα» καί τόν Χριστό «καινόν τόκον»[1]. Καί δίνει αὐτό τόν χαρακτηρισμό στήν Παρθένο, διότι «Μήτηρ ὑπῆρξεν οὗ γενέσθαι μήτηρ δίκαιον ἦν». Μετάφραση (Παναγιώτη Νέλλα): «Κι ἔγινε μητέρα ἐκείνου, τοῦ ὁποίου ἦταν κατά πάντα δίκαιο νά εἶναι μητέρα».[2] Ὁ Θεός δημιούργησε τήν κτίση, γιά νά ἑνωθεῖ μέ αὐτήν καθ᾿ὑπόστασιν. Αὐτός ἦταν ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας τῶν κτιστῶν ὄντων. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει σχετικά:«Τό τοῦ Χριστοῦ μυστήριον…τοῦτο προδήλως ἐστίν ἄρρητός τε καί ἀπερινόητος θεότητός τε καί ἄνθρωπότητος καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσις…Τοῦτό ἐστι τό μέγα καί ἀπόκρυφον μυστήριον. Τοῦτό ἐστιν ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός…οὗ ἕνεκα μέν πάντα, αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκα. Πρός τοῦτο τό τέλος ἀφορῶν, τάς τῶν ὄντων ὁ Θεός παρήγαγε οὐσίας…».Μετάφραση (Ἰγνατίου Σακαλῆ): «Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ…Αὐτό εἶναι ὁλοφάνερα ἡ ἄρρητη καί ἀκατάληπτη ὑποστασιακή ἕνωση τῆς θεότητας καί τῆς ἀνθρωπότητας…Αὐτό εἶναι τό μεγάλο καί ἀπόκρυφο μυστήριο. Αὐτό εἶναι τό μακάριο τέλος γιά τό ὁποῖο ἔχουν γίνει ὅλα. Αὐτός εἶναι ὁ θεῖος σκοπός πού προεπινοήθηκε πρίν ἀπό τήν ἀρχή τῶν ὄντων…γιά χάρη τοῦ ὁποίου ἔγιναν τά πάντα κι αὐτό γιά χάρη κανενός…Σ᾿ αὐτό τό τέλος ἀτενίζοντας δημιούργησε ὁ Θεός τίς οὐσίες τῶν ὄντων».[3] Ὁ Λόγος λοιπόν τοῦ Θεοῦ χρειαζόταν κάποιο πανάγιο κτιστό πρόσωπο, τό ὁποῖο θά γινόταν ἡ μητέρα Του, ἔτσι ὥστε νά ἐπραγματοποιεῖτο ἡ καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωση τῆς θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως. Καί τό πρόσωπο αὐτό, ὅταν χρειάστηκε νά γεννηθεῖ ὁ Λόγος, ἦταν ἡ Θεοτόκος Μαρία. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας γράφει σχετικά (μετάφραση Π. Νέλλα): «Γιατί ἦταν βέβαια ὁπωσδήποτε ἀνάγκη νά παρουσιάση κάποτε ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων τό ἑαυτό της κατάλληλο γιά τό ἔργο ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο δημιουργήθηκε. Νά φέρη δηλαδή στή ζωή κάποιον ἄνθρωπο πού νά μπορῆ νά διακονήση ἄξια στό σκοπό τοῦ Δημιουργοῦ. Ἐμεῖς βέβαια δέν δυσκολευόμαστε νά παραβιάζουμε τό σκοπό γιά τόν ὁποῖο κατασκευάστηκαν τά διάφορα ἐργαλεῖα χρησιμοποιώντας τα ἄλλοτε στή μιά κι ἄλλοτε στήν ἄλλη τέχνη. Ὁ Δημιουργός ὅμως δέν ἔδωκε στήν ἀνθρώπινη φύση ἕνα προορισμό στήν ἀρχή καί μετά τόν ἄλλαξε. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή τήν ἔπλασε τέτοια, ὥστε, ὅταν θά χρειαζόταν νά γεννηθῆ, νά πάρη ἀπό αὐτή τή μητέρα»[4]. Ἡ ἀνθρωπότητα στό πρόσωπο τῆς Παναγίας φάνηκε ἀντάξια τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο ἐκτίσθη, νά γίνει δηλαδή θεοτόκος. Ὁ Παναγιώτης Νέλλας γράφει τά ἑξῆς ἀξιοσημείωτα γιά τήν θεοτοκία τῆς κτίσεως στό πρόσωπο τῆς Παρθένου: «Ὁ Θεός ἔδωσε πράγματι στήν Παρθένο – καρπό τῶν κτισμάτων, φανέρωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως – νά γίνη, Αὐτή προσωπικά καί μέσα σ᾿ Αὐτή ἡ ἀνθρώπινη φύση, “θεοτόκος” ! Καμμιά αἵρεση δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι τόσο τολμηρή, ὅσο ἡ Ἀλήθεια. Καί καμμιά καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ “οὑμανισμοῦ” τοῦ ΙΔ´ καί Κ´ αἰώνα δέν μπορεῖ νά εἶναι τόσο ριζική καί ἀπόλυτη, ὅσο αὐτή ἡ περί ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ καί περί ἀνθρωπίνης φύσεως ὡς “θεοτόκου” βιβλική καί πατερική ἀλήθεια!…»[5]
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Νικόλαος γράφει γιά τήν προϋπόθεση τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ (μετάφραση Π. Νέλλα): «Γιατί, ἀφοῦ ἔπρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύση νά συναντηθῆ μέ τή θεία καί νά ἑνωθῆ μαζί της τόσο στενά, ὥστε νά ὑπάρχη καί στίς δύο ἡ ἴδια ὑπόσταση, ἦταν προηγουμένως ἀνάγκη νά φανερωθῆ ἡ κάθε μία ἀμιγής. Καί ὁ Θεός βέβαια φανερώθηκε ὅπως ἦταν δυνατόν σ᾿ αὐτόν νά φανερωθῆ, ἐνῶ τόν ἄνθρωπο τόν φανέρωσε μόνη ἡ Παρθένος»[6].
Πῶς ὅμως φανέρωσε ἡ Παναγία τόν «ἀμιγῆ», τόν αὐθεντικό, τόν μή ἀλλοτριωμένο ἄνθρωπο; Μέ τό νά ἀντισταθεῖ ρωμαλέα σέ κάθε κακία, νά μείνει ἀπρόσβλητη ἀπό κάθε ἁμαρτία πού κυριαρχοῦσε στόν κόσμο καί νά πραγματώσει τό ὕψιστον ἄκρον τῆς ἀρετῆς μόνη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἄς ἀκούσουμε τί λέει ἐπί τούτου ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας (μετάφραση Π. Νέλλα): «Ἀλλά ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρίς νά ἔχη γιά πόλη της τόν οὐρανό, χωρίς νά ἔχη γεννηθῆ ἀπό τά οὐράνια σώματα, ἀλλά ἀπό τή γῆ − ἀπό αὐτό τό ξεπεσμένο γένος, πού ξέχασε τήν ἴδια του τή φύση – καί κατά τόν ἴδιο μέ ὅλους τρόπο, μόνη αὐτή ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπό τήν ἀρχή ὥς τό τέλος σέ κάθε κακία. Ἀπέδωκε ἔτσι στό Θεό ἀμόλυντη τήν ὡραιότητα πού χάρισε στή φύση μας καί χρησιμοποίησε, αὐτή μόνη, ὅλα τά ὅπλα καί ὅλη τή δύναμη πού ἔβαλε μέσα μας. Μέ τόν ἔρωτα πού εἶχε γιά τόν Θεό, μέ τή ρωμαλεότητα τῆς σκέψεώς της, μέ τήν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καί τή μεγαλειώδη σωφροσύνη της ἔτρεψε σέ φυγή κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, πού δέν μπορεῖ μέ τίποτε νά συγκριθῆ. Μέ ὅλα αὐτά φανέρωσε τόν ἄνθρωπο τέτοιον πού ἀληθινά δημιουργήθηκε, φανέρωσε δέ καί τό Θεό, τήν ἄφατη σοφία του καί τήν ἀπέραντη φιλανθρωπία του»[7]. Ἀπό αὐτά τά τελευταῖα λόγια τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως νομιμοποιούμεθα νά ἰσχυρισθοῦμε πώς μόνη ἡ Παρθένος, μετά τόν «καινόν τόκον της» τόν Χριστόν, ὑπῆρξε ἡ λύση κάθε ἀνθρωποδικίας, ἀφοῦ φανέρωσε τόν ἄνθρωπο, ὡραῖο καί ἔνδοξο ὅπως τόν ἤθελε ὁ Δημιουργός του, καί κάθε θεοδικίας, ἀφοῦ φανέρωσε τόν Θεό ἀγαθό καί φιλάνθρωπο. Καί τοῦτο χωρίς νά ἔχει προικισθεῖ μέ περισσότερες δυνάμεις καί ἐξοπλισμό ἀπό ὅσο χαρίζει ὁ Θεός, ὡς ἀπροσωπόληπτος, σέ κάθε ἄνθρωπο. Ἔκανε τήν καλύτερη χρήση τῆς ἐλευθερίας Της ἀπό ὅλα τά λογικά κτίσματα (μετάφραση Π. Νέλλα): «Γιατί οὔτε βέβαια τήν ἐδημιούργησε ὁ Θεός ἐπίτηδες ἔτσι, ὥστε νά ζῆ ἀναγκαστικά μέ αὐτόν τόν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῶ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καί οἱ ἄλλοι, τήν ἐτίμησε ὁ Θεός μέ μεγαλύτερα ἀπό τούς ἄλλους βοηθήματα.Ἀλλά ἡ Παρθένος νίκησε τήν πρωτάκουστη καί θαυμαστή αὐτή νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τόν ἑαυτό της καί τά ὅπλα πού ἔδωσε ὁ Θεός σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους γιά τόν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς»[8]. Ἡ Παρθένος ἔστησε τό τρόπαιο τοῦ ἀσύγκριτου πνευματικοῦ κάλλους καί ἀρετῆς Της χωρίς, ἐπαναλαμβάνουμε, νά δεχθεῖ ἰδιαίτερη εὔνοια καί βοήθεια ἀπό τόν Θεό ἀπό ὅση δέχεται κάθε ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς (μετάφραση Π. Νέλλα): «Ἐπομένως ἡ βοήθεια μέ τήν ὁποία ἐβοήθησε τή μητέρα Του δέν εἶναι καθόλου μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τήν ὁποία ἐχάρισε γενικά σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους»[9]. Μέ αὐτές τίς σκέψεις τοῦ Βυζαντινοῦ θεολόγου ἀναιρεῖται κάθε ἔννοια «ἀσπίλου συλλήψεως» τῆς Παρθένου, ὅπως ὑποστηρίζει ἡ Λατινική θεολογία.
Καί αὐτή ἡ θαυμαστή πολιτεία καί τό λαμπρό τρόπαιο τῆς Παρθένου δέν ὑπῆρξε ὄνειδος καί καταισχύνη, ἀλλά δόξα καί κλέος γιά τούς συνανθρώπους Της.Ἄς δοῦμε τί γράφει ἐπ᾿αὐτοῦ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας (μετάφραση Π. Νέλλα): «Ἔτσι ἡ Πανάμωμη μέ τά νόμιμα χαρίσματα καί τήν ἀξιοποίησή τους ἡ ἴδια ἔπλεξε στόν ἑαυτό της αὐτό τό στεφάνι. Γιατί, ἐνῶ ἡ βοήθεια πού δέχθηκε ἀπό τό Θεό ἦταν ἡ ἴδια μέ ἐκείνη πού δέχθηκαν ὅλοι, αὐτή τόσο πολύ ξεπέρασε τούς ἄλλους μέ ὅσα πρόσθεσε ἀπό τόν ἑαυτό της, ὥστε ὄχι μόνο νά νικήση παντοῦ ὅπου ἐκεῖνοι νικήθηκαν, ἀλλά καί νά νικήση τόσο λαμπρά, ὥστε ἡ νίκη νά ἐπαρκέση καί γιά τήν προσωπική της δόξα, ἀλλά καί γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί νά εἶναι σάν μιά νίκη πού τήν ἐπέτυχαν ὅλοι. Γιατί δέν ἀπέδειξε χειρότερο τό ἀνθρώπινο γένος ξεπερνώντας το σάν ἕνας ἀντίδικός του, ἀλλά τό ἐκόσμησε. Οὔτε τό ἔκαμε νά ντρέπεται σά νά νικήθηκε, ἀλλά τό φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μέ τό νά γίνη ἡ ἴδια ἐξαιρετικά ὡραία ἀποκάλυψε τήν ἀσχήμια τῶν ὁμοφύλων της, ἀλλά τούς χάρισε ὡραιότητα. Οὔτε πάλι μέ τό ὅτι ὑπερασπίσθηκε μέ ἐπιτυχία τήν ἀνθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας ἔτσι καθαρά τήν αἰτία τῆς ἁμαρτίας στόν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἔκαμε βαρύτερες τίς εὐθύνες γιά τούς ἀνθρώπους. Ἀντίθετα, ἔχοντας ἡ ἴδια εὐδοκιμήσει μέ πρωτοφανή τρόπο, κατήσχυνε καί νίκησε τήν ἁμαρτία, γιά νά ἀπαλλάξη ἀπό κάθε κακία τούς κατησχυμμένους καί νικημένους. Κι ἔτσι τό κάλλος, πού δόθηκε στήν ἀνθρώπινη φύση, δέν τό διατήρησε ἀνόθευτο ἀπό κάθε ξένο στοιχεῖο μόνο στόν ἑαυτό της, ἀλλά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καί σέ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους»[10]. Βέβαια δέν θεωρεῖται ἡ Παναγία ὡς «συλλυτρώτρια» τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅπως πρεσβεύει ἡ Λατινική θεολογία. Κατά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία μοναδικός σωτήρας καί λυτρωτής τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τήν ἀλήθεια αὐτή ἁπλῶς τήν ἐπισημαίνουμε καί δέν τήν ἀναλύουμε περαιτέρω γιατί δέν ἐπαρκεῖ ὁ χῶρος.
Βεβαίως μπορεῖ ἡ Παρθένος νά μή θεωρεῖται «συλλυτρώτρια» τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ συμβολή Της ὅμως στή σωτηρία του ἦταν ἀποφασιστική. Καί τοῦτο, διότι sine qua non προϋπόθεση τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἀρχή τῆς συνεργίας, ἦταν ἡ συγκατάθεση τῆς ἀνθρωπότητος σ᾿αὐτήν. Ὁ Θεός δέν μπορεῖ − καλύτερα δέν θέλει – νά κάνη τίποτα γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου χωρίς τήν ἐλεύθερη συναίνεση καί ἐνεργό συμμετοχή του – τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ ἀνθρωπότητα στό πρόσωπο τῆς Παρθένου ἔδωσε τήν ἐλεύθερη συγκατάνευσή της στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ.Ἐπ᾿αὐτοῦ ὁ ἱερός συγγραφέας μας γράφει (μετάφραση Π. Νέλλα): «Μ᾿αὐτόν τόν τρόπο ὠφέλησε τό ἀνθρώπινο γένος πρίν ἀκόμη ἔρθη ὁ καιρός τῆς γενικῆς σωτηρίας. Ἀλλά κι ὅταν ἦρθε ὁ καιρός καί παρουσιάσθηκε ὁ οὐράνιος ἀγγελιαφόρος, πάλι ἔλαβε ἐνεργητικό μέρος στή σωτηρία μέ τό γεγονός ὅτι πίστεψε σέ ὅ,τι τῆς εἶπε καί δέχθηκε νά ἀναλάβη τή διακονία πού τῆς ζήτησε ὁ Θεός. Γιατί ἦταν κι αὐτά ἀπαραίτητα καί χρειάζονταν ὁπωσδήποτε γιά τή σωτηρία μας. Ἄν ἡ Παρθένος δέν τηροῦσε αὐτή τή στάση, καμμιά πιά ἐλπίδα δέν θά ἀπόμενε στούς ἀνθρώπους. Δέν θά ἦταν βέβαια δυνατό, ὅπως εἶπα πιό πάνω, νά προσβλέψη ὁ Θεός μέ εὐμένεια πρός τό ἀνθρώπινο γένος καί νά θελήση νά κατέβη στή γῆ, ἄν δέν εἶχε προπαρασκευασθῆ ἡ Παρθένος, ἄν δέν ὑπῆρχε δηλαδή ἐκεῖνος πού θά τόν ὑποδεχόταν, καί θά μποροῦσε νά διακονήση στή σωτηρία. Κι οὔτε πάλι ἦταν δυνατό νά πραγματοποιηθῆ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας, ἄν δέν πίστευε σ᾿αὐτό ἡ Παρθένος καί δέν δεχόταν νά διακονήση»[11]. Ἔτσι ὅταν ἡ Παρθένος εἶπε «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου∙ γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» (Λουκᾶ 1, 38) ἐσωματώθη στήν ἄχραντη μήτρα Της ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων εἶναι ἐντελῶς νόμιμο θεολογικά νά ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ κτίση, νοητή καί αἰσθητή, ἔγινε γιά τήν Θεοτόκο, ἡ δέ Θεοτόκος γιά τόν Χριστό. Ὁ ἅγιός μας γράφει σχετικά (μετάφραση Π. Νέλλα): «Καί γι᾿αὐτό ὅλα τά ἐγκώμια πρός αὐτή πρέπει νά ἀναφέρωνται μόνο. Ἀλλά καί γιά τό γεγονός ὅτι ὑπάρχουμε κι εἴμαστε ἄνθρωποι, τή μακαρία Παρθένο πρέπει νά θεωροῦμε αἰτία. Ἀκόμη περισσότερο: ὅπως γιά χάρη τοῦ καρποῦ ὑπάρχει τό δένδρο, ἔτσι γιά χάρη τῆς Παρθένου δόθηκε καί ἡ ἁρμονία καί ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη σ᾿ὅλη τή κτίση, καί στόν οὐρανό καί στή γῆ καί στόν ἥλιο καί σέ κάθετι πού ὑπάρχει. Ἄν λοιπόν γιά τόν καρπό ἐπαινοῦμε τό δένδρο, ἄν τόν καρπό ἐπιδοκιμάζη ὅποιος χαίρεται γιά τό δένδρο, ποιός δέν γνωρίζει ὅτι ὅλη ἡ ἱερή μεγαλοπρέπεια τῆς κτίσεως καί ἡ χάρη καί ἡ ὡραιότης, “κάθετι πού εἶναι ἀγαθό καί ἄξιο ἐπαίνου”, σύμφωνα μέ τό ρητό τοῦ Παύλου, πρέπει ν᾿ἀποδοθῆ ἀποκλειστικά καί μόνο στή Παρθένο;Ὥστε μποροῦμε νά ποῦμε πως ἡ κρίση πού διατύπωσε ὁ Θεός λέγοντας ὅτι τά δημιουργήματά Του εἶναι καλά καί “καλά λίαν”, ἀποτελοῦσε ἐγκώμιο τῆς Παρθένου»[12].
Τέλος, συγκεφαλαιωτικά, ἀναφέρουμε ὅσα σχετικά ἔγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στόν Ἀόρατο Πόλεμο, κεφ. ΜΘ´: «Καθώς τό περιβόλι γίνεται γιά νά φυτευθῆ τό δένδρον καί πάλιν τό δένδρον φυτεύεται διά τόν καρπόν, τοιουτοτρόπως ὅλος ὁ νοητός καί αἰσθητός κόσμος ἔγινε διά τό τέλος τοῦτο, ἤτοι διά τήν Κυρίαν Θεοτόκον. Καί πάλι ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε διά τόν Κύριον Ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν καί οὕτως ἐτελειώθη ἡ ἀρχαία βουλή καί ὁ σκοπός τοῦ Θεοῦ μέ τό νά ἀνακεφαλαιώθησαν τά πάντα ἐν τῷ Χριστῷ καί ἡνώθη ἡ Κτίσις μέ τόν Κτίστην οὐχί φυσικῶς, οὐχί προαιρετικῶς καί κατά χάριν, ἀλλά κατ᾿ αὐτήν τήν ὑπόστασιν».
[1]Νικολάου Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, Εἰς τήν Κοίμησιν 2, κείμενο-μετάφραση-εἰσαγωγή-σχόλια Παναγιώτης Νέλλας, Β´ ἔκδοση, Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1974, σελ.166
[2] Νικολάου Καβάσιλα, ὅ.π., Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν 9, σελ. 155-157
[3] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον Ξ´, μετάφραση Ἰγνατίου Σακαλῆ, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.186-187-188-189
[4] Νικολάου Καβάσιλα, ὅ.π., Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν 7, σελ. 151
[5] Νικολάου Καβάσιλα, ὅ.π., Εἰσαγωγή, σελ. 36
[6] Νικολάου Καβάσιλα, ὅ.π., Εἰς τήν Γέννησιν 16, σελ. 105-107
[7] Νικολάου Καβάσιλα, ὅ.π., Εἰς τήν Γέννησιν 6, ὅ.π., σελ. 65-67
[8] Νικολάου Καβάσιλα, ὅ.π., Εἰς τήν Γέννησιν 7, ὅ.π., σελ. 75
[9] Νικολάου Καβάσιλα, ὅ.π., Εἰς τήν Γέννησιν 8, ὅ.π., σελ. 79
[10] Νικολάου Καβάσιλα, ὅ.π., Εἰς τήν Γέννησιν 9, ὅ.π., σελ. 79-81
[11] Νικολάου Καβάσιλα, ὅ.π., εἰς τόν Εἀγγελισμόν 4, σελ. 131-133
[12] Νικολάου Καβάσιλα, ὅ.π., εἰς τήν Κοίμησιν 2, σελ.169-171
Εικόνα: Παναγία Ελεούσα (Μονή Ελεούσας, νήσος Ιωαννίνων)
Κύριε Φώτη Σχοινά, ο ανώτερος συγχαίρει τον κατώτερο, ποτέ ο κατώτερος τον ανώτερο. Έτσι, αδυνατώ να σε συγχαρώ για το πλήρες ουσιώδους νοήματος κείμενό σου. Μπορώ, όμως – και νοιώθω επιτακτική την ανάγκη να κάνω ακόμα μία εξαίρεση στην αποχή μου από τον σχολιασμό κειμένων στο διαδικτυακό περιοδικό «Αντίφωνο» – να σε ευχαριστήσω και να σού δηλώσω ότι κείμενα σαν και το δικό σου με πείθουν ότι υπάρχει ακόμα μαγιά στο πολύπαθο έθνος μας. Σώο και εμβριθές το άρθρο σου, αποφεύγοντας την δήθεν καλλιέπεια Αλεξανδρινών κειμένων της Ύστερης Αρχαιότητας που ακολουθούν κάποιοι σχολιαστές παριστάνοντας τους λόγιους συγγραφείς, αλλά ταυτιζόμενοι με τα «εθνικά» λογύδρια γυμνασιαρχών της εποχής μου, μάς καθιστά μετόχους της σοφίας σου.
Προσδοκώντας την συνέχεια του σημερινού άρθρου σου, που σε περιόρισε λόγω χώρου, την ανάπτυξη των επιχειρημάτων σου γιατί η Μήτηρ Θεού δεν είναι «συλλητρώτρια» με τον Υιό Της και Λόγο του Θεού, εύχομαι να ‘ναι βοήθειά μας η Χάρη της.
Χρόνια Πολλά σε όλους σας,
Με αγάπη, παππούς Άρης.
Σ’εὐχαριστῶ, Ἄρη, γιά τά καλά σου λόγια. Δέν ξέρω τούς λόγους γιά τούς ὁποίους διέκοψες τό σχολιασμό τῶν ἀναρτήσεων τοῦ Ἀντιφώνου. Νομίζω ὅτι εἶναι ἐποικοδομητικό νά σχολιάζεις, ὁρισμένα τοὐλάχιστον, κείμενα. Γιά τό θέμα τῆς συλλυτρώτριας τῆς Παναγίας πού πρεσβεύουν οἱ Λατῖνοι Θεοῦ θέλοντος θά ἀσχοληθοῦμε ὄχι ἀμέσως, ἀλλά σέ βάθος χρόνου. Σ’εὐχαριστῶ καί πάλι!