Ὁ Χριστιανισμὸς πορεύτηκε μέσα στὴν Ἱστορία ἀρχικὰ μὲ τὴν κρυφὴ ἀλλὰ σαρκωμένη ἐλπίδα ὅτι, ἐπιτέλους, στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τὸ φῶς μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλεται στὸ σκότος1 καὶ ὕστερα μὲ τὴν ὁρατὴ καὶ ἐνεργὸ ἐπιβεβαίωση καινοποίησης τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου.
Ἡ Ἐκκλησία ἔφερε μιὰ νέα πρόταση ζωῆς στηριγμένης στὴν ψηλαφητὴ βεβαιότητα, ὅτι δὲν εἶναι πιὰ ὁ θάνατος ποὺ καθορίζει τὰ οὐσιώδη τοῦ βίου. Καί, συνάμα, οἱ Χριστιανοί, στὴ συνείδηση τῶν ἀνθρώπων συνδέθηκαν ἐξ ἀρχῆς μὲ τὴν ἀνιδιοτελὴ ἀγάπη καὶ τὴ φιλανθρωπία.
Τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου προσκόμισε στὴν Οἰκουμένη μιὰ νέα ὑπαρξιακὴ καὶ κοινωνικὴ πρόταση ζωῆς, ποὺ δὲν ἐξαντλεῖται σὲ ἰδεολογικὲς ντιρεκτίβες ἀλλὰ θεμελιώνεται σὲ ἕνα πρόσωπο: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» (Ἰωάν. 14, 6) δηλώνει ὁ Χριστός, μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν πληρότητα ποὺ χαρακτηρίζει τὸ ἀπολύτως οὐσιῶδες καὶ τὸ ἐντελῶς ἀδιαμφισβήτητο.
Ἔκτοτε, οἱ ἄνθρωποι βρῆκαν ἕνα νέο τρόπο νὰ πορεύονται μέσα στὴν ἱστορία. Κι ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστὰ τὸ λογικῶς ἀπροσδόκητο. Τὸ ἀνερμήνευτο μὲ τοὺς ὅρους τῆς φυσικῆς νομοτέλειας: Μιὰ πίστη ποὺ μοιάζει οὐτοπία ἄλλαξε τὸν κόσμο.
Ὅμως, τίποτα δὲν συνέβη αὐτομάτως καὶ ἐρήμην τῶν ἀνθρώπων. Μιὰ ματιὰ στὴν πρώιμη ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ ἀποκαλύπτει κάτι ποὺ στὶς μέρες μας ἀναδεικνύεται ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρο.
Μὲ ὅρους πολιτικῆς σημασιολογίας, ὁ χριστιανισμὸς ἐμφανίστηκε στὴν Ἱστορία ὡς ἀνατρεπτικὸ κίνημα. Ὡς ἕνα σχεδὸν ἀναρχικὸ περιθωριακὸ κίνημα, ποὺ ἀντιμετωπίστηκε μὲ ἄγριους διωγμοὺς καὶ ἀκραῖα κατασταλτικὰ μέτρα.
Περίπου τρεῖς αἰῶνες μετά, ὅταν οἱ ἀρχές, οἱ ἀξίες καὶ ὁ πολιτισμὸς ποὺ προσδιόρισαν τὴ δομὴ τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀρχίζουν νὰ καταρρέουν. Ὅταν – ὅπως καὶ τώρα ἄλλωστε – ἡ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ κρίση, ποὺ στὴν καθημερινότητα ἐκφράστηκε ὡς οἰκονομικὴ κρίση, βύθιζε τὸν λαὸ σὲ ἀπόγνωση, τότε συνέβη τὸ ὀρθολογικῶς ἀκατανόητο: Ἡ οὐτοπία τῆς χριστιανικῆς πρότασης ἀναδείχτηκε ἡ μόνη ποὺ μποροῦσε νὰ προσφέρει νέο ὅραμα ζωῆς. Ποὺ ἔδωσε ὑπαρξιακὲς ἀπαντήσεις στὸν μηδενισμὸ τῆς ἀπόγνωσης. Ποὺ γονιμοποίησε καὶ ἀναζωογόνησε τὴν πολιτισμικὴ προσφορὰ τοῦ Ἀρχαιοελληνικοῦ καὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ κόσμου. Ἐν ὀλίγοις, ποὺ δώρισε στὴν Οἰκουμένη τὴν προοπτικὴ ἑνὸς καινούργιου μέλλοντος. Τοῦ τότε αὔριο, ποὺ ἀποτέλεσε τὸ ἀκμάζον καὶ ἐξελισσόμενο σήμερα τῆς Οἰκουμένης μέχρι σχεδὸν πρόσφατα.
Χρειάζεται, ὡστόσο, νὰ διευκρινιστεῖ ἐκ προοιμίου καὶ μὲ σαφήνεια ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπικράτησης μιᾶς χριστιανικῆς ἰδεολογικῆς πρότασης. Ὁ ὑγιὴς χριστιανισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἐγκλωβιστεῖ στὰ στενὰ ὅρια τῆς ἰδεολογίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι, ἁπλῶς, ἕνας κοινωφελὴς ὀργανισμὸς ποὺ τὸν προσδιόρισαν κάποιες ἰδεολογικὲς προϋποθέσεις. Καί, βεβαίως, δὲν εἶναι δουλειὰ τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀσκεῖ πολιτική.
Στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, αὐτὸ ποὺ μεταμόρφωσε τὸν τρόπο τῆς διακυβέρνησης τῶν λαῶν καὶ τροφοδότησε τὴν κοινοβουλευτικὴ Δημοκρατία μὲ ἀρχὲς καὶ ἀξίες, ποὺ τὶς χαρακτήριζε ἡ ἀνθρωπιά, δὲν ἦταν ἡ πολιτικὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀλλὰ ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῆς πολιτικῆς. Ἀκόμα καὶ ὅταν ἡ πρόοδος ἔμοιαζε νὰ στηρίζεται σὲ ἀντιπαραθέσεις πρὸς τὸν Χριστιανισμό, αὐτὲς οἱ ἀντιδράσεις ἔκρυβαν πίσω τους τὴν ἀγωνία γιὰ τὴ διάσωση ὅσων χριστιανικῶν ἀρχῶν προδόθηκαν, ὅταν καὶ ὅπου αὐτὸς παρουσιαζόταν ὡς ὑποστηρικτὴς ἢ ὡς φορέας αὐταρχικῆς ἐξουσίας πολιτικῆς ἢ πνευματικῆς.
Οἱ ὀρθόδοξοι ἔχουμε εὐθύνη – ἰδιαίτερα σήμερα – νὰ ἀποκαθάρουμε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ σχετικὰ μὲ τὴν διαφορὰ τῆς Ὀρθόδοξης ἀπὸ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς παραδόσεις. Εἶναι καίριας σημασίας νὰ διατρανώσουμε ἔργῳ καὶ λόγῳ τὴν ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὴν Κοινοβουλευτικὴ Δημοκρατία διαφορετικότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Μιᾶς Ἐκκλησίας ποὺ θεωρεῖ τοὺς κληρικούς της ἐκπροσώπους τοῦ λαοῦ καὶ τῶν παθημάτων του πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ ὄχι ἐπίγειους τοποτηρητὲς μιᾶς ἐπουράνιας αὐταρχικῆς δικανικῆς αὐθεντίας. Αὐτὴ ἡ προσέγγιση, ὅμως, ὑποδεικνύει καὶ τὶς προδιαγραφὲς τοῦ πολιτικοῦ ἤθους μὲ τὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ ἀσκεῖται ἡ διακονία τῆς Κοινοβουλευτικῆς Δημοκρατίας ἀπὸ χριστιανοὺς ὀρθόδοξους βουλευτές.
Σήμερα βρισκόμαστε σὲ μιὰ ἔντονα μεταβατικὴ περίοδο τῆς Ἱστορίας.
Τὸ παρόν μας συνταράσσεται ἀπὸ μείζονες ἐξελίξεις, στὶς ὁποῖες κυριαρχεῖ ἡ εἰκόνα μιᾶς ὀξύτατης κρίσης οἰκουμενικῶν διαστάσεων. Ὁ κόσμος, ὅπως τὸν ξέραμε μέχρι σήμερα, μοιάζει νὰ καταρρέει. Ὁ Γέρων Χαλκηδόνος κυρὸς Μελίτων σημείωνε ἤδη πρὸ ἐτῶν ὅτι «ἡ χθὲς πρὸ πολλοῦ παρῆλθεν. Οὔτε κἂν τὴν σήμερον ζῶμεν σήμερον. Μᾶς προέλαβεν ἡ μεθαύριον. Εἶναι ἀπέλπιδα τὰ κτυπήματα εἰς τὴν θύραν τῆς Ἐκκλησίας... Ἃν δὲν κατηρχόμεθα πρὸς τὴν πραγματικότητα τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου του αὐτῆς τῆς στιγμῆς, δὲν θὰ εἴμεθα Ἐκκλησία. Θὰ εἴμεθα μιὰ ἔνδοξος, ἴσως θαυμαστή, ἱστορικὴ πραγματικότης, ἀλλὰ παρελθοντολογία καὶ μόνον. Ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωή, εἶναι ἡ πάντοτε σήμερον ἐν τῇ ἀτέρμονι ἐκτάσει τῆς αἰωνιότητος»2. Ἀναμφίβολα, ἐλπίζουμε καὶ εὐχόμαστε κάποια ἀπὸ τὰ συμπτώματα αὐτῆς τῆς ἀποσταθεροποιημένης κοινωνικῆς πραγματικότητας, ὅπως εἶναι ἡ οἰκονομικὴ κρίση καὶ τὰ συνακόλουθά της, νὰ ξεπεραστοῦν.
Μὰ καὶ ἂν αὐτὸ ἐπιτευχθεῖ, ἀρκεῖ, ἄραγε, γιὰ νὰ ἐφησυχάσουμε;
Ὁ κόσμος τοῦ αὔριο εἶναι ἤδη παρών. Καὶ ἐμεῖς ἐθελοτυφλοῦμε. Ὡστόσο, οἱ διανοούμενοι μιλοῦν ἀπὸ καιρὸ περὶ τοῦ τέλους τῶν ἰδεολογιῶν. Οἱ φιλόσοφοι σκιαγραφοῦν τὸν ἔμπρακτο μηδενισμό, ὡς κυρίαρχη ἀξία καὶ μέτρο ζωῆς τῆς καθημερινότητάς μας3. Τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα συνιστᾶ μιὰ ἄμεσα ὁρατὴ ἀπειλὴ παγκόσμιων διαστάσεων4. Ἡ παγκοσμιοποίηση μοιάζει νὰ ἀπειλεῖ τὴν ἰδιοπροσωπία καὶ τὴν ταυτότητα ἀτόμων καὶ ἐθνῶν. Καὶ χάρη σὲ ὅλα αὐτά, ἀνοίγεται εὔκολος ὁ δρόμος τῆς καταφυγῆς σὲ ἰδεολογικὰ μορφώματα, ποὺ συχνὰ διέπονται ἀπὸ θολὲς καὶ ἐπικίνδυνες ἀρχὲς καὶ ἀξίες.
Αὐτὴ ἡ διάσταση τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας χρειάζεται νὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἰδιαίτερα, διότι κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἰδεολογικὰ καταφύγια θάλπουν ἀκραῖες ἐπιλογές, ὅπως τὴν τρομοκρατία, τὸν νεοναζισμό, τὶς καταστροφικὲς λατρεῖες ἢ ἔστω τὴν ἀπαξίωση τῆς πολιτικῆς καὶ τῶν ἄλλων δημοκρατικῶν θεσμῶν.
Κοινὸς παρονομαστὴς ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ ἠθικὴ παρακμή, ποὺ γεννᾶ κρίσεις οἰκονομικὲς καὶ μετατρέπει τὴν ἑνωμένη Εὐρώπη καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο σὲ πεδίο ἰδιοτελῶν παιχνιδιῶν ἐπικυριαρχίας, διακυβεύοντας τὴν ἴδια τὴν ἐπιβίωση τῶν λαῶν.
Ἡ εἰκόνα ποὺ ἀναδύεται ὅταν τοποθετηθοῦν ὅλες αὐτὲς οἱ ψηφίδες μαζὶ δὲν εἶναι ἑλκυστικὴ καί, ὁπωσδήποτε, στερεῖται φωτεινῶν καὶ χαρούμενων χρωμάτων. Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι τὸ πνευματικὸ κενὸ ποὺ δημιούργησε ὁ νεωτερικὸς κοινωνικὸς ἐξοστρακισμὸς τῶν χριστιανικῶν παραδόσεων καὶ ἡ ἀπαξίωση τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ σύγχρονο Εὐρωπαϊκὸ Κοινοβούλιο δὲν εἶναι ἄμοιρα συνεπειῶν.
Ὁ πολιτισμός μας, ἑπομένως καὶ ἡ Κοινοβουλευτικὴ Δημοκρατία, ἀπειλοῦνται σήμερα ἀπὸ τὴν ἐπικράτηση τῆς μηδενιστικῆς ἀπελπισίας. Καὶ αὐτὴ γεννᾶ βία, ἀτομικισμὸ καὶ συνεχὴ ὑποβάθμιση τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, δηλαδὴ τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀναδύεται τὸ ἐρώτημα περὶ τῆς κοινῆς εὐθύνης Πολιτικῆς καὶ Χριστιανισμοῦ5.
Ἔρχεται, δηλαδή, ξανὰ στὸ προσκήνιο τὸ καταρχὴν θεολογικὸ ἀλλὰ καὶ βαθύτατα πολιτικὸ ζήτημα τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος.
Στὴ θεολογικὴ γλώσσα, προφητεία δὲν εἶναι μιὰ μαγικοῦ τύπου γνώση τοῦ μέλλοντος. Προφητικὸ χάρισμα σημαίνει ὅτι κάποιοι διασώζουν τὴ δυνατότητα ἐνορατικῆς καὶ διορατικῆς συνειδητοποίησης τοῦ ποῦ ὁδηγοῦνται τὰ πράγματα, ὅταν ἡ ζωὴ ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὅταν, δηλαδή, οἱ προσωπικὲς ἢ οἱ πολιτικὲς ἐπιλογές μας ἀπαξιώνουν τὰ οὐσιώδη ποὺ νοηματίζουν τὴν ὕπαρξή μας.
Τὸ προφητικὸ χάρισμα συνεπάγεται ἀνάληψη εὐθυνῶν. Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὴν πνευματικὴ διαύγεια, ὥστε νὰ διαγνώσουν αὐτὲς τὶς ἀποκλίσεις πρέπει νὰ διαθέτουν καὶ τὴν τόλμη νὰ ἀναλάβουν τὶς θεσμικές τους εὐθύνες γιὰ τὴ διόρθωσή τους.
Ὀφείλουν νὰ ἀγωνιστοῦν ὥστε τὸ ἦθος ποὺ θὰ διέπει ἀπὸ αὔριο τὴν κοινωνικὴ καὶ πολιτισμικὴ πραγματικότητα καὶ ὁ τρόπος ποὺ θὰ διακυβερνᾶται ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων νὰ ἀπελευθερώνουν τὸ μέλλον ἀπὸ τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῆς πνευματικῆς παρακμῆς, τοῦ ὑπαρξιακοῦ ξεπεσμοῦ καὶ τοῦ εὐτελισμοῦ τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ἀξιῶν6.
Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι χρεία ἐπιτακτικὴ ὁ χριστιανισμὸς νὰ ξαναβρεῖ τρόπους ὥστε τὸ Εὐαγγέλιο νὰ ξαναγίνει πηγὴ ἐμπνεύσεως ἤθους καὶ πολιτισμοῦ.
Εἶναι καιρὸς τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀποτινάξει τὸν κουρνιαχτὸ τοῦ βερμπαλισμοῦ καὶ νὰ ξαναγίνει λόγος ἀποκαλυπτικὸς καὶ ἐλπιδοφόρος. Λόγος οὐσιαστικὸς ποὺ μιλᾶ γιὰ τὰ οὐσιώδη. Εἶναι καιρὸς νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν ἄκαρπη εὐκολία τῆς ἐξ ἀποστάσεως καὶ τῆς ἀφ’ ὑψηλοῦ κριτικῆς τῶν ἐξελίξεων μὲ ὅρους δικανικούς. Νὰ ἀποδεσμευτοῦμε ἀπὸ τὴ δυτικότροπη νοοτροπία τοῦ αὐταρχικοῦ ἠθικισμοῦ καὶ νὰ ἐπανασυνδεθοῦμε μὲ τὴ γονιμότητα τῆς Πατερικῆς μας παράδοσης. Μιᾶς παράδοσης ποὺ πάντοτε προσλάμβανε τὸν κόσμο. Καὶ τὸν μεταμόρφωνε. Γονιμοποιώντας τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος7. Καὶ ἔτσι γεννιόταν συνεχῶς ἕνα αὔριο ποὺ ξεπερνοῦσε τὶς ἀπειλὲς τοῦ σκότους καὶ ἀναδυόταν κάθε φορὰ λαμπρότερο μέσα στὴν ἱστορία.
Τὰ ἀνάλογα ἀντιστοιχοῦν σὲ ὅ,τι ἀποκαλεῖται κοινοβουλευτικὴ Δημοκρατία. Σὲ ὅ,τι, δηλαδή, συνιστᾶ τὴν κοσμικὴ ἐκδοχὴ αὐτοῦ ποὺ στὴν Ἐκκλησία ἀποκαλεῖται συνοδικὸ σύστημα διακυβερνήσεων.
Ἡ σύγχρονη κοινοβουλευτικὴ Δημοκρατία χρειάζεται νὰ ὑπερβεῖ τὴν δουλειὰ τοῦ αὐτονόητου καὶ τοὺς περιορισμοὺς ποὺ τῆς ἐπέβαλε ἡ νεωτερικότητα, ὅπου μεταξύ τους κεντρικὴ θέση κατέχει ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὴ «θρησκεία». Οἱ ἐπιδράσεις αὐτῆς τῆς νοοτροπίας εἶναι, μερικὲς φορές, ἐμφανεῖς ἀκόμα καὶ ὅταν οἱ σχέσεις πολιτικῆς καὶ Ἐκκλησίας παρουσιάζονται καλές. Τοῦτο διότι, ὑπὸ τὴν πίεση τῆς νεωτερικῆς νοοτροπίας, ποὺ ἔχει διαποτίσει τὸ πολιτισμικό μας γίγνεσθαι, τὰ ὅρια αὐτῶν τῶν σχέσεων ἐγκλωβίζονται στὸ ἐπίπεδο τῆς χρησιμοθηρίας.
Ἔτσι, σχέσεις ποὺ μποροῦν νὰ δημιουργήσουν τὴ μικρὴ ζύμη ποὺ θὰ ζυμώσει ὅλο τὸ φύραμα, προσφέροντας ὅραμα, ἐλπίδα καὶ νόημα, ἐξαντλοῦνται στὰ στενὰ ὅρια τοῦ πρόσκαιρου ὠφελιμισμοῦ. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ὑποταγὴ στὸν συνεχὴ πειρασμὸ νὰ θυσιάζεται τὸ μεῖζον πρὸν χάρη τοῦ ἐλάσσονος. Τὸ εἶναι πρὸς χάρη τοῦ φαίνεσθαι.
Αὐτὲς οἱ παρατηρήσεις δὲν ἀμφισβητοῦν τὴν ὕπαρξη καλοπροαίρετων, εἰλικρινῶν καὶ δημιουργικῶν σχέσεων πολιτικῆς καὶ Ἐκκλησίας. Προφανῶς, ἡ ὑποχρέωση νὰ συνεργαστοῦν Πολιτικὴ καὶ Ἐκκλησία ἄμεσα καὶ πρακτικὰ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ὀξέων καὶ τῶν ἐπειγόντων προβλημάτων τοῦ κοινοῦ βίου εἶναι αὐτονόητη καὶ δὲν χρήζει συζητήσεων ἢ ἐπιβεβαιώσεων. Δραστηριότητες, ὅπως ἡ ἔμπρακτη συνεργασία στὴν ἄσκηση φιλανθρωπίας, ἡ διοργάνωση συσσιτίων γιὰ ἀπόρους καὶ ἀστέγους, ἡ προσφορὰ ἀνακουφιστικῶν παρεμβάσεων πρὸς μείωση τῶν ὀδυνηρῶν συνεπειῶν τῆς οἰκονομικῆς κρίσης ἢ ἡ συνεπικουρία σὲ οἰκολογικὲς προσπάθειες καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα ζητήματα πρακτικῆς φύσεως εἶναι, αὐταπόδεικτα, καίριας σημασίας.
Ὅμως, ἡ κρισιμότητα τῶν καιρῶν δὲν ἐπιτρέπει νὰ παραμεληθοῦν ἄλλα, ἐξαιρετικὰ ἐπείγοντα προβλήματα, ὅπως τὸ ἔλλειμμα ὁράματος γιὰ τὸ αὔριο καὶ ἡ ἀναζήτηση τρόπων καλλιέργειας καὶ προαγωγῆς ἑνὸς ἤθους ποὺ θὰ ξαναγεννήσει πολιτισμικὲς προτάσεις καὶ θὰ ἀπαντήσει στὰ ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τοῦ ἤδη παρόντος κόσμου τοῦ αὔριο8.
Ἡ σημασία αὐτῶν τῶν παρατηρήσεων γίνεται κατανοητή, ἄν, γιὰ παράδειγμα, ἀναλογισθοῦμε τὴν εὐθύνη τῆς πολιτικῆς γιὰ τὴ διαμόρφωση τῆς παιδείας μὲ τὴν ὁποία ἀνατρέφονται οἱ νέες γενιὲς καὶ τί συνεπάγονται γι’ αὐτὲς τὰ ἐλλείμματα ποὺ προαναφέρθηκαν.
Εἶναι σημαντικὸ νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ προβληματισμὸς ποὺ κατατίθεται ἐδῶ ἔχει τὶς θεωρητικές του προϋποθέσεις ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῆς Ὀρθόδοξης Ποιμαντικῆς Θεολογίας καὶ ἀπευθύνεται, πρωτίστως, πρὸς ὀρθόδοξους βουλευτὲς καὶ πολιτικούς, μὲ συναίσθηση κοινῆς εὐθύνης ὅσον ἀφορᾶ τὴ διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Πρέπει, ἀκόμη, νὰ τονισθεῖ ὅτι αὐτὸ τὸ κείμενο δὲν ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ κάμει ἀφ’ ὑψηλοῦ ὑποδείξεις.
Πρὸς ἀποφυγὴ τέτοιων παρεκτροπῶν, ἡ σύντομη ἔκθεση τῶν σκέψεων ποὺ ἀναπτύχθηκαν στὶς προηγούμενες γραμμὲς ὁλοκληρώνεται –καὶ συνοψίζεται– σὲ δύο παραθέματα.
Τὸ πρῶτο παράθεμα συμπυκνώνει τὴν διαγνωστικὴ διάσταση ὅσων προαναφέρθηκαν καὶ εἶναι δάνειο ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Γέροντα Χαλκηδόνος κυρὸ Μελίτωνα: «Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξος, ἡ δική μας Ἐκκλησία, νὰ νοηθῆ ὡς ἄσχετη πρὸς τὴ ζωή, πρὸς τοὺς καιρούς, πρὸς τὴν ἀγωνίαν αὐτῆς τῆς ὥρας, πρὸς τὰ φλέγοντα προβλήματα αὐτῆς τῆς στιγμῆς, ἁπλῶς ὡς πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη καὶ θεωροῦσα τὰ περὶ αὐτήν. Ὡς Ἐκκλησία εἴμεθα ἐμπεπλεγμένοι εἰς τὴν πορείαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὴν μεγάλην αὐτὴν περιπέτεια, ποὺ ὀνομάζεται Ἱστορία, ἄγουσα εἰς τὴν τελείωσιν τῶν ἐσχάτων. Ὑποκρινόμενοι τὴν χθές, ἀπουσιάζομεν ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ἡ αὔριον ἔρχεται ἄνευ ἡμῶν»9.
Τὸ δεύτερο παράθεμα, περιγράφει τὸ ζητούμενο τῆς κοινῆς μας εὐθύνης καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν γραφίδα τοῦ Γ. Σεφέρη. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι, ὅπου ἐκεῖνος λέει «λαὸς» ἐδῶ ἐννοεῖται ὡς ὁ ἁπανταχοῦ τῆς Γῆς λαὸς τοῦ Θεοῦ.
«Εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ παλικαρίσια ψυχή, ποὺ κράτησε τὰ βαθιὰ κοιτάσματα τῆς μνήμης του σὲ καιροὺς ἀκμῆς καὶ σὲ αἰῶνες διωγμῶν καὶ ἄδειων λόγων. Τώρα ποὺ ὁ τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει νὰ θέλει νὰ μᾶς κάνει τρόφιμους ἑνὸς οἰκουμενικοῦ πανδοχείου, θὰ τὴν ἀπαρνηθοῦμε ἄραγε αὐτὴ τὴ μνήμη; Θὰ τὸ παραδεχθοῦμε τάχα νὰ γίνουμε ἀπόκληροι; Δὲν γυρεύω μήτε τὸ σταμάτημα, μήτε τὸ γύρισμα πρὸς τὰ πίσω, γυρεύω τὸ νοῦ, τὴν εὐαισθησία καὶ τὸ κουράγιο τῶν ἀνθρώπων ποὺ προχωροῦν ἐμπρός»10.
Τί σημαίνουν ὅλα αὐτὰ ὅσον ἀφορᾶ τὴ σχέση Χριστιανισμοῦ καὶ Πολιτικῆς στὸν αὐριανὸ κόσμο; Ἀντὶ συμπερασμάτων ἢ ἐπιλόγου ἂς ἀκροαστοῦμε μὲ τὴν προσήκουσα εὐαισθησία τὴν πολὺ ἐπίκαιρη παραίνεση τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν:
«Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ» (Α΄ Κορ. 1, 10).
Σημειώσεις
1. Ἰωάν. 1, 1-4: «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ λόγος».
2. Μελίτων, (Μητροπ. Γέρων Χαλκηδόνος), Χαριστήρια εἰς τιμὴν τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη, 1977, σελ. 37.
3. Κ. Παπαπέτρου, Ὁ Μηδενισμός. Ἡ γένεσις καὶ ἡ ὑπέρβασίς του, Ἀθῆναι 1973.
4. Ἰωάννης Ζηζιούλας (Μητροπολίτης Περγάμου), Ἡ κτίση ὡς Εὐχαριστία, Θεολογικὴ προσέγγιση στὸ πρόβλημα τῆς Οἰκολογίας, Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 1992.
5. Πρβλ. Γ. Φλωρόφσκυ (πρωτοπρ.), Χριστιανισμὸς καὶ πολιτισμός, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 15.
6. Χρ. Γιανναρᾶς, Ἡ κρίση τῆς προφητείας, Ἴκαρος, Ἀθήνα, 2010.
7. Θ. Ν. Παπαθανασίου, Ἡ ἐκκλησία γίνεται ὅταν ἀνοίγεται, Ἡ ἱεραποστολὴ ὡς ἐλπίδα καὶ ὡς ἐφιάλτης, Ἐν πλῷ, Ἀθήνα, 2008.
8. Χρ. Γιανναρᾶς, Finis Graeciae, Θρηνητικὴ εἰκασία, Δόμος, Ἀθήνα, 1987.
9. Μελίτων, (Μητροπ. Γέρων Χαλκηδόνος), Χαλκηδόνια, Μνήμη Μελίτωνος Χατζῆ, Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, 1913-1989, Σύνδεσμος τῶν ἐν Ἀθήναις Μεγαλοσχολιτῶν, Ἀθήνα, 1999, σελ. 252.
10. Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, τόμ. Β΄, Ἴκαρος, Ἀθήνα, 2003, σελ. 178.
Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Θεολογία, 3/2015 και το περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, τχ 308 (Νοε. 2018) με αφιέρωμα «Σχέσεις Κράτους-Ἐκκλησίας».
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας έργο του Χρήστου Γαρουφαλή.
πηγή: Αντίφωνο
Η ορθόδοξη Ελληνική εκκλησία έχει τεράστιες δυνατότητες και θα πρέπει να τις αξιοποιήσει. Θα γίνει προσπάθεια να αναδειχθούν εκείνες που δεν αναφέρονται στο πιο πάνω άρθρο. Πρώτον θα πρέπει να κερδηθεί η νεολαία και για να γίνει αυτό θα πρέπει να αναλυθούν οι προτιμήσεις της νεολαίας και ποιοι τις εκμεταλλεύονται. Συνεπώς η εκκλησία έχει το ανθρώπινο δυναμικό και το υλικό μέσα από τις παραδόσεις της να πείσει τη νεολαία ότι π. χ., η βυζαντινή μουσική έχει μεγαλύτερη ποικιλότητα και συνεπώς καλύτερη ποιότητα από το μονότονο τάμπα-ντούμπα της “μοντέρνας” μουσικής. Γενικότερα ο χώρος της διασκέδασης είναι αυτός που μπορεί να πείσει τη νεολαία ότι οι παραδόσεις μπορούν να εξασφαλίσουν καλύτερη ποιοτικά και με διάρκεια διασκέδαση. Δεύτερον ο σύγχρονος άνθρωπος οδηγείται σαν πρόβατο στην κατανάλωση με απόλυτη πίστη στο χρήμα. Εδώ η εκκλησία μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Τρίτον οι γραφές και όλα αυτά πολύ καλά, όμως υπάρχει κάτι πολύ πιο χειροπιαστό για να προσεγγίσει κανείς το δημιουργό και αυτό είναι η ίδια η δημιουργία μέρος της οποίας είναι και οι άνθρωποι. Τέταρτον το λειτουργικό μέρος πρέπει να πείσει το κοινό ότι πέραν της θεολογικής του αξίας έχει και τεράστια καλλιτεχνική και φυσική αξία αν συνδυαστεί με τις αρχαιοελληνικές λατρείες και υπάρχει τεράστιο επιστημονικό υλικό σε αυτή την κατεύθυνση. Πέμπτον η θεολογία σαν επιστήμη μπορεί με τη χρήση των μαθηματικών να αναδείξει πολλές από τις ιδιότητες του Θείου.