Harold Kushner*
Οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ
Με τον στίχο αυτό φτάνουμε στην καρδιά του Ψαλμού, στα λόγια και τις σκέψεις που αγγίζουν τις ψυχές μας και μας κάνουν να αγαπήσουμε αυτούς τους στίχους. Όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα, μας οδήγησαν σε αυτά τα λόγια· όλα όσα θα ακολουθήσουν θα έχουν σαν εφαλτήριο αυτά τα λόγια. Τώρα μπορούμε να ανακαλύψουμε την ουσία της παράκλησης του ψαλμωδού. Κάποτε, ο Μάρτιν Μπούμπερ προσπάθησε να εξηγήσει τη διαφορά μεταξύ θεολογίας και θρησκείας, λέγοντας ότι η θεολογία είναι μια συζήτηση περί Θεού, ενώ η θρησκεία είναι η εμπειρία του Θεού. Η διαφορά μεταξύ τους, είπε, είναι σαν τη διαφορά του να διαβάζεις ένα μενού σε ένα εστιατόριο και του να τρως το δείπνο σου. Η θεολογία μπορεί να είναι διαφωτιστική. Μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε. Μπορεί να καθοδηγήσει τον νου μας. Αλλά μόνο η αληθινή επικοινωνία με τον Θεό μπορεί να θρέψει την ψυχή μας.
Έχοντας κατά νου αυτή τη διάκριση, ας ξαναδούμε τα λόγια του εικοστού τρίτου Ψαλμού. Πότε αυτός ο Ψαλμός μας προσφέρει θεολογία, μας πληροφορεί για τον Θεό; Πότε μας προσφέρει θρησκεία, την εμπειρία της συνάντησης με τον Θεό; Πότε ο ψαλμωδός αναφέρεται στον Θεό ως «Αυτός», και πότε ως «Εσύ»;
Κύριος ποιμάνει με καὶ οὐδὲν με ὑστερήσει.
Εἰς τόπον χλόης ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν,
ἐπὶ ὕδατος ἀναπάσευως ἐξέθρεψέ με,
τὴν ψυχὴν μου ἐπέστρεψεν.
Ὡδήγησέ με ἐπί τρίβους δικαιοσύνης ἕνεκεν τοῦ ὀνοματος αὐτοῦ.
Ἐὰν γὰρ πορευθῶ ἐν μέσω σκιᾶς θανάτου,
οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ.
Ο κοινός νους λέει ότι όταν το κακό συμβαίνει σε εμάς, αυτό γίνεται αφορμή για να χάσουμε την πίστη μας στον Θεό. «Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει Θεός σε έναν κόσμο που πεθαίνουν παιδιά;» «Γιατί πρέπει να το περάσω όλο αυτό; Δεν το αξίζω». Και πολύ συχνά, η λαϊκή σοφία είναι αληθινή. Όταν εγώ και η γυναίκα μου επισκεφτήκαμε τους Συμπονετικούς Φίλους, μετά τον θάνατο του γιού μας, συναντήσαμε ανθρώπους που ήταν τόσο οργισμένοι με τον Θεό, που δεν πήγαν σε Συναγωγή ή Εκκλησία για χρόνια. Προτιμούσαν να χάσουν τους γάμους των συγγενικών τους προσώπων και τις γιορτές των διακοπών, παρά να βρεθούν στη συντροφιά ανθρώπων που δόξαζαν τον Θεό. Υπήρξαν φορές που δεν μπορούσα να πω στους άλλους γονείς ότι ήμουν ραβίνος, έτσι ώστε να μην τους εγείρω τον πόνο και την οργή που η θρησκεία είχε σπείρει σε αυτούς τους ανθρώπους.
Αλλά εξίσου συχνά, ίσως και πιο συχνά, είδα τα πράγματα να λειτουργούν διαφορετικά. Άνθρωποι για τους οποίους η θρησκεία ήταν ένα απομακρυσμένο, αφηρημένο θεολογικό ιδεολόγημα, άνθρωποι που πίστευαν στην ύπαρξη του Θεού με τον ίδιο τρόπο που πίστευαν στην ύπαρξη της Μογγολίας («Δεν έχω πάει ποτέ εκεί, αλλά οι άνθρωποι μου λένε ότι υπάρχει ένα τέτοιο μέρος, και δεν υπάρχει λόγος να διαφωνήσω μαζί τους»), ξαφνικά βρέθηκαν στην κοιλάδα της σκιάς, και αυτό που ήταν αφηρημένο και απομακρυσμένο έγινε κάτι ζωντανό. Σε αυτό το σημείο βρέθηκαν να λένε, «Θεέ μου, ποτέ δεν θα κατόρθωνα να περάσω την κοιλάδα χωρίς τη βοήθεια και την υποστήριξή σου, χωρίς τους ανθρώπους που Εσύ ενέπνευσες, ώστε να με προσεγγίσουν, χωρίς το κουράγιο και την αντοχή που Εσύ μου έδωσες».
Προσέξτε ότι ο ψαλμωδός δεν λέει ότι δεν θα φοβηθεί κανένα κακό, επειδή δεν υπάρχει το κακό, ή, επειδή, τελικά, όλα είναι μέρος του σχεδίου του Θεού και ό,τι γίνεται, γίνεται για καλό. Ούτε λέει ότι δεν θα φοβηθεί κανένα κακό επειδή είναι καλός άνθρωπος και το κακό συμβαίνει μόνο σε ανθρώπους που το αξίζουν. Λέει ότι υπάρχει το κακό στον κόσμο και ότι ο ίδιος είναι ευάλωτος, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος, αλλά αυτό δεν τον φοβίζει, επειδή ο Θεός είναι ζων και βρίσκεται δίπλα του.
Η υπόσχεση του Θεού δεν ήταν ότι η ζωή θα είναι δίκαιη, αν είσαι καλός άνθρωπος, ότι η αρρώστια και τα ατυχήματα δεν θα σου συμβούν, και θα συμβούν μόνο σε ανθρώπους που το αξίζουν. Ένας δάσκαλός μου μας προειδοποιούσε ότι το να περιμένουμε ότι ο κόσμος θα μας φερθεί δίκαια επειδή είμαστε καλοί άνθρωποι, είναι σαν να πιστεύουμε ότι ο ταύρος δεν θα μας χτυπήσει επειδή είμαστε χορτοφάγοι. Η υπόσχεση του Θεού είναι ότι όταν πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον πόνο και την αδικία του κόσμου, πράγμα το οποίο αναπόφευκτα θα συμβεί, δεν χρειάζεται να τα αντιμετωπίσουμε μόνοι μας, γιατί Εκείνος θα είναι μαζί μας.
Γιατί κάτι τέτοιο να βοηθήσει; Γιατί είναι ευκολότερο να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα της ζωής όταν έχουμε τη βοήθεια κάποιου, παρά μόνοι μας; Ένας λόγος, όπως ανέφερα προηγουμένως, έχει να κάνει με την ακαταμάχητη τάση μας να ρωτούμε «Τι έκανα για να το αξίζω αυτό;» Φαίνεται ότι υπάρχει κάποια γωνία στο μυαλό μας η οποία επιμένει να προσπαθεί να δώσει νόημα σε ό,τι συμβαίνει στον κόσμο (ακόμη και όταν ό,τι συμβαίνει δεν έχει κανένα νόημα, όπως συχνά ισχύει). Αισθανόμαστε πολύ πιο άνετα σε έναν κόσμο όπου υπάρχει αιτία και αποτέλεσμα, σε έναν κόσμο στον οποίο υπάρχει κάποιος λόγος για καθετί που γίνεται, παρά να σε έναν κόσμο που κάποια πράγματα «απλώς συμβαίνουν». Και κάποιες φορές αυτό μας κάνει να κατηγορούμε τους εαυτούς μας για τη δυστυχία μας, παρά την κακοτυχία. Γιατί ένας απρόσεκτος οδηγός που μιλούσε στο κινητό τηλέφωνο χτύπησε το παρκαρισμένο αυτοκίνητό μου; Επειδή τις προάλλες διάβαζα τις διαφημίσεις για τα καινούργια αυτοκίνητα και ευχόμουν το αυτοκίνητό μου να πάθει κάποια σοβαρή ζημιά, ώστε να το ανταλλάξω με ένα καινούργιο. Γιατί κόλλησα γρίπη; Επειδή, μόλις χθες, κορόιδευα την αδερφή μου που αρρώστησε επειδή δεν πρόσεχε, και έτσι ο Θεός μου έδωσε ένα μάθημα.
Η Ελέιν Πέιτζελς, στο βιβλίο της Ο Αδάμ, η Εύα και το Φίδι, εξηγεί την τάση μας να κατηγορούμε τους εαυτούς μας για τα άσχημα πράγματα που μας συμβαίνουν λέγοντας, «πολλοί άνθρωποι προτιμούν να αισθάνονται ενοχές, παρά να αισθάνονται αδύναμοι». Ο έφηβος που ο πατέρας του πεθαίνει από καρκίνο και που είναι πεπεισμένος ότι οι θυμωμένες σκέψεις που έκανε για τον πατέρα του προκάλεσαν τον θάνατό του, λέει κάποια πράγματα που εκφράζουν την εφηβική ψυχή του. Ο έφηβος, λοιπόν, λέει, είμαι ένας κακός άνθρωπος. Προκάλεσα τον θάνατο του πατέρα μου. Οι άνθρωποι πρέπει να με αποφεύγουν και να με καταδικάσουν. Λέει, επίσης, είμαι ένας πάρα πολύ δυνατός άνθρωπος. Είμαι ο εξουσιαστής της ζωής και του θανάτου. Εγώ αποφασίζω ποιος θα πεθάνει και ποιος θα ζήσει. Καλά θα κάνουν οι άνθρωποι να με πάρουν στα σοβαρά.
Όταν μας συμβαίνει κάτι κακό, δεν απέχουμε πολύ από το να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας υπαίτιους για το κακό που συνέβη, από το να θεωρήσουμε ότι είμαστε ένοχοι και ότι είμαστε άξιοι της μοίρα μας, και ότι τώρα που η ενοχή μας φανερώθηκε (πρέπει να έκανε κάτι πολύ κακό. Διαφορετικά, γιατί να του συνέβη ό,τι του συνέβη;), όλοι θα μάθουν την αλήθεια για εμάς και θα μας απορρίψουν. Γι’ αυτό μας βοηθάει τόσο πολύ, και έχει θεραπευτική δύναμη, όταν έχουμε γύρω μας ανθρώπους σε στιγμές πόνου και θλίψης, χωρίς να απαντούν στις ερωτήσεις μας για την ύπαρξη του Θεού ή να εξηγούν την κακοτυχία μας, αλλά, απλώς, να μας κρατούν το χέρι, να σκουπίζουν τα δάκρυά μας, να μας λένε λόγια παρηγοριάς, να μας λένε, με τα λόγια ή με τη στάση τους, «Είσαι καλός άνθρωπος. Δεν σου άξιζε αυτό που σου συνέβη».
Μετά τον βομβαρδισμό του Ομοσπονδιακού Κτηρίου στο Οκλαχόμα Σίτυ το 1995, με προσκάλεσαν στην Οκλαχόμα για τη διεξαγωγή ενός εργαστηρίου για κληρικούς και κοινωνικούς λειτουργούς, σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις οικογένειες των θυμάτων. Στη συνέχεια, συναντήθηκα με τις οικογένειες των θυμάτων στο σπίτι του κυβερνήτη. Ρώτησα τον καθένα απ’ αυτούς, «Στις έξι εβδομάδες που πέρασαν μετά τον βομβαρδισμό, ποιο ήταν το μοναδικό πράγμα που σας βοήθησε να βρείτε τη δύναμη, ώστε να συνεχίσετε τη ζωή σας, το μοναδικό πράγμα που σας βοήθησε να ξυπνάτε κάθε πρωί και να αντικρίζετε τον κόσμο;» Η κάθε μία από τις οικογένειες ξεχωριστά μου έδωσε την ίδια απάντηση: οι άνθρωποι. Οι φίλοι, οι γείτονες, ακόμη και εντελώς άγνωστοι που έρχονταν και τους έλεγαν πόσο λυπόνταν για ό,τι τους συνέβη και για τα όσα έπρεπε να περάσουν. Η γιατρειά στο ότι αισθανόμαστε ότι είμαστε κακοί άνθρωποι και ότι αξίζουμε ό,τι μας συμβαίνει, είναι να έχουμε κάποιον ή κάποιους να μας λένε: «Είσαι καλός άνθρωπος και λυπάμαι για ό,τι σου συνέβη».
Το επεσήμανα αυτό σε μια ομιλία μου ένα βράδυ, και στη συνέχεια μία κυρία με πλησίασε και μοιράστηκε με μένα την ιστορία της. Μου είπε ότι έφευγε από το γραφείο της για να πιει έναν καφέ και είδε μία συνάδελφό της, η οποία κατά τη διάρκεια της δουλειάς καθόταν και κοίταζε αφηρημένα έξω από το παράθυρο. Της είπε, «Πηγαίνω για καφέ. Θέλεις να έρθεις μαζί μου;» Η γυναίκα το σκέφτηκε για λίγο και της απάντησε, «Βέβαια». Κατά τη διάρκεια του καφέ, η συνάδελφος της είπε: «Πρέπει να σου πω πόσο σημαντική ήταν η πρόσκλησή σου για μένα. Πριν δύο μέρες, ο σύντροφός μου με εγκατέλειψε, λέγοντάς μου ότι το όλο πράγμα δεν προχωράει και κατηγορώντας με για όλα τα στραβά της σχέσης μας. Έγινα ράκος. Ήμουν σίγουρη ότι κανείς δεν θα με αγαπήσει ξανά. Όταν με είδες να κοιτάζω το παράθυρο προσπαθούσα να βρω το κουράγιο, ή ίσως δεν ήταν το κουράγιο, να ανοίξω το παράθυρο και να πηδήξω, να δώσω τέλος στη ζωή μου, επειδή αισθανόμουν τόσο μόνη. Η πρόσκλησή σου να έρθω για καφέ με επανέφερε στη ζωή. Μου έδωσε να καταλάβω ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι στον κόσμο που νοιάζονται για μένα. Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω».
Το μάθημα για όλους εμάς είναι αυτό: Όταν γνωρίζουμε ανθρώπους που ήταν άτυχοι στη ζωή τους, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για εκείνους είναι απλώς να είμαστε δίπλα τους. Δεν χρειάζεται να τους εξηγήσουμε γιατί πονούν ή να τους κάνουμε να αισθανθούν καλύτερα μιλώντας τους για άλλους ανθρώπους που βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση. Και σίγουρα, δεν χρειάζεται να υπερασπιστούμε τον Θεό. Πιστέψτε με, ο Θεός μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό Του. Σε μια τέτοια στιγμή, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την παρηγοριά παρά την εξήγηση. Με το απλώς να είμαστε εκεί, κρατώντας σιωπηλά το χέρι κάποιου, είναι αυτό που βοηθάει περισσότερο από οτιδήποτε. Και αν είμαστε εμείς που έχουμε πληγεί, το καλύτερο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε σε μια τέτοια στιγμή είναι να διώξουμε τον πειρασμό να κλειστούμε στον εαυτό μας σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και να νιώθουμε λύπηση για ό,τι μας συνέβη. Σε μια τέτοια στιγμή χρειαζόμαστε ανθρώπους στη ζωή μας. Ακόμη και αν, κάποιες φορές, οι άνθρωποι πουν τα λάθος πράγματα, ακόμη και αν πουν πράγματα που θα μας πληγώσουν, πρέπει να δούμε την πρόθεσή τους πίσω από τα λόγια και να διαβάσουμε το μήνυμα που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, ότι δηλαδή, νοιάζονται για μας και θέλουν να μαλακώσουν τον πόνο μας, με το να τον μοιραστούμε μαζί τους.
Είναι ευκολότερο να αντιμετωπίσουμε ένα προβληματικό παρόν και ένα αβέβαιο μέλλον, όταν δεν τα αντιμετωπίζουμε μόνοι μας. Αλλά, όσο και αν μας βοηθάει το να έχουμε κάποιον μαζί μας, είναι ακόμη πιο χρήσιμο να έχουμε τον Θεό μαζί μας. Όταν η γυναίκα μου κι εγώ μάθαμε ότι ο γιος μας έπασχε από μία ανίατη ασθένεια η οποία θα προκαλούσε τον θάνατό του, είχα πληγωθεί όχι μόνο γιατί θα έχανα τον γιο μου, αλλά και γιατί είχα την αίσθηση ότι αυτό το προκάλεσε ο Θεός. Όπως οι περισσότεροι από σας, μεγάλωσα πιστεύοντας σε έναν παντοδύναμο Θεό που ήλεγχε τα πάντα που συνέβαιναν στον κόσμο, και αν δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τον τρόπο που λειτουργεί ο Θεός, αυτό οφειλόταν στη δική μας περιορισμένη δυνατότητα κατανόησης, και όχι στον Θεό. Μέχρι εκείνη τη μέρα, νόμιζα ότι είχα υπογράψει ένα είδος συμφωνίας με τον Θεό. Θα ήμουν ένας καλός, θρησκευόμενος άνθρωπος. Θα εργαζόμουν μέρα-νύχτα για να πείσω τους άλλους ανθρώπους να κάνουν το καλό και να εφαρμόζουν τον λόγο Του. Και, εν μέρει, σαν ανταμοιβή, εν μέρει σαν παρακίνηση για τους άλλους ανθρώπους, ο Θεός θα ευλογούσε και θα προστάτευε την οικογένειά μου. Όταν συνειδητοποίησα τα συντριπτικά νέα που είχαν οι γιατροί για εμάς, δεν μπορούσα να μην αισθανθώ ότι ενώ εγώ τήρησα το μέρος της συμφωνίας μου με τον Θεό, Εκείνος δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Έγινε απελπιστικά αναγκαίο για μένα να μάθω αν ο Θεός ήταν με μένα ή με το μέρος της αρρώστιας. Μόνο όταν συνειδητοποίησα ότι ο Θεός δεν ελέγχει τη γενετική ή τους νόμους της φύσης, ότι η φωτιά καίει και η σφαίρα μπορεί να σκοτώσει ομοίως καλούς και κακούς ανθρώπους, ότι ο Θεός ενδιαφερόταν για το τι είδους άνθρωποι ήμασταν εγώ, η γυναίκα μου και το παιδί μου, αλλά η φύση είναι τυφλή, τότε μόνο μπόρεσα να στραφώ στη θρησκεία, για να βρω στήριγμα στην απελπισία μου.
Όταν ο ψαλμωδός γράφει «οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ», δεν λέει μόνο ότι αυτό μπορώ να το αντιμετωπίσω επειδή δεν είμαι μόνος μου. Λέει, μπορώ να το αντιμετωπίσω αυτό, επειδή ο Θεός είναι μαζί μου, και όχι με το μέρος της αρρώστιας ή του δυστυχήματος. Μπορώ να το αντιμετωπίσω αυτό επειδή ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μου και όχι στο πλευρό των εγωιστών, των ανθρώπων που ψεύδονται και πικραίνουν τη ζωή μου.
Σε ένα παρόμοιο εδάφιο στη Βίβλο (Έξοδος, 3, 6-14), ο Θεός φανερώνεται στον Μωυσή σαν Φλεγόμενη Βάτος και του λέει να πάει στον Φαραώ και να απαιτήσει να ελευθερωθούν όλοι οι Εβραίοι σκλάβοι. Ο Μωυσής απαντά ρωτώντας τον Θεό, «Ποιο είναι το όνομά σου; Όταν εμφανιστώ στον Φαραώ και στους Ισραηλίτες και τους πω ότι με έστειλες Εσύ, και με ρωτήσουν ποιος είσαι, ποιος να τους πω ότι είσαι;» Με την πρώτη ανάγνωση, η ερώτηση φαίνεται παράξενη. (Θεός: Μωυσή, είμαι ο Θεός των πατέρων σου. Θέλω να αλλάξεις την πορεία της ανθρωπότητας πηγαίνοντας στον Φαραώ και απαιτώντας να ελευθερώσει τους σκλάβους. Μωυσής: Συγγνώμη, πώς είπες ότι σε λένε;) Πρέπει να κατανοήσουμε ότι στα χρόνια της Βίβλου, το όνομά σου σήμαινε πολλά περισσότερα από μια απλή αναγνώριση. Ήταν η ουσία σου. Όριζε το τι ήσουν και το τι σήμαινες. Ο Μωυσής ρωτάει τον Θεό, τι είδους Θεός είσαι; Υπήρχαν οι θεοί της γονιμότητας, οι θεοί του πολέμου, οι θεοί του θερισμού. Τι είδους θεός είσαι; Ο Θεός του απαντάει με τρεις τρόπους, που δεν μπορούν να αποδοθούν με μια μετάφραση, Ehyeh, asher ehyeh, αλλά αποδίδονται με τα «είμαι αυτός που είμαι» ή «θα είμαι αυτός που θα είμαι». Οι θεολόγοι, που υποθέτουν ότι όταν ο Θεός μιλά, μιλά θεολογικά, αποδίδουν αυτές τις λέξεις με τη φράση «Εγώ είμαι αυτός που υπάρχει (Ἐγώ εἰμὶ ὁ ὤν)». Άλλοι θεωρούν ότι ο Θεός λέει «Αυτό που εγώ είμαι, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που εσύ μπορείς να καταλάβεις». Προσωπικά, πάντοτε με είλκυε η ερμηνεία που συνδέει την απάντηση στον Μωυσή με τη χρήση της λέξης «Ehyeh» δύο στίχους πιο πριν, όταν λέει στον Μωυσή, «όταν πας στον Φαραώ, Εγώ θα είμαι μαζί σου». Για μένα, αυτό είναι το όνομα του Θεού, η ουσία της ύπαρξής Του. Ο Θεός είναι Εκείνος που βρίσκεται μαζί μας, όταν έχουμε να κάνουμε κάτι δυσκολοκατόρθωτο. Ο Θεός είναι Εκείνος που βρίσκεται δίπλα μας, όταν αισθανόμαστε ότι ο κόσμος μας έχει εγκαταλείψει. Είναι Αυτός που βρίσκεται δίπλα μας, όταν αισθανόμαστε ότι περπατούμε μόνοι μας στην κοιλάδα της σκιάς.
Είναι αρκετή η πίστη ότι ο Θεός είναι δίπλα μας για να διώξει τον φόβο; Πιστεύω ότι είναι, όπως ακριβώς είναι αρκετό λίγο φως σε ένα σκοτεινό δωμάτιο για να διώξει τον φόβο μας. Ένα παιδί ξυπνάει στη μέση της νύχτας σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο. Είναι τρομαγμένο από τους θορύβους που ακούει έξω, από τα τριξίματα στους τοίχους του σπιτιού, από το χτύπημα των παραθύρων. Αλλά, εάν υπάρχει λιγοστό φως στο δωμάτιό του, αρκετό για να μειώσει το απόλυτο σκοτάδι, δεν φοβάται πια. Αν φωνάξει, η μητέρα του ή ο πατέρας του το διαβεβαιώνουν, «όλα είναι καλά, είμαστε εδώ, δεν χρειάζεται να φοβάσαι τίποτα», και αυτό μπορεί να διώξει τον φόβο του παιδιού.
Με τον ίδιο τρόπο, όταν βρεθούμε στον βάλτο του συναισθηματικού σκοταδιού, όταν γεγονότα και άνθρωποι συνωμοτούν για να γεμίσουν τη ζωή μας με οδύνη, απαιτείται μόνο μια μικρή αχτίδα φωτός για να κάνει το σκοτάδι υποφερτό. Ο δάσκαλός μου, ο Αβραάμ Τζόσουα Χέσελ έγραψε κάποτε, «Σκοτάδι για μένα είναι ένας κόσμος στον οποίο δεν γνωρίζω αν ο Θεός με ακούει όταν κλαίω». Δεν περιμένει από τον Θεό να αλλάξει τα πράγματα, να αφανίσει το κακό, να εξαφανίσει τα προβλήματά του. Είναι αρκετό γι’ αυτόν να πιστέψει ότι ο Θεός βρίσκεται ο εκεί γι’ αυτόν. Γνωρίζει ότι δεν είναι μόνος. Ξέρει ότι ο Θεός δεν τον έχει ανακαλύψει.
Τώρα ίσως καταλάβουμε γιατί αυτός ο Ψαλμός, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, μιλάει στην καρδιά μας. Τα λόγια «οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ» είναι η πιο σαφής απάντηση στο ερώτημα, γιατί το κακό συμβαίνει σε καλούς ανθρώπους. Ο Θεός δεν εξηγεί. Ο Θεός παρηγορεί.
Έτσι, ο Ψαλμωδός μας λέει, όταν το κακό συμβαίνει σε μας, η πρόκληση δεν είναι το να εξηγήσεις για συνέβη, να το δικαιολογήσεις, ή, ακόμη, και να το αποδεχτείς. Η πρόκληση είναι να επιβιώσεις και να συνεχίσεις να ζεις. Και το κλειδί για την επιβίωσή μας είναι ότι όταν το κακό συμβαίνει, ο Θεός είναι με το μέρος μας. Η αρρώστια και το δυστύχημα, δεν είναι κάτι που θέλει ο Θεός. Όταν επιλέγουμε να επιβεβαιώσουμε τη ζωή στο πρόσωπο της απώλειας, να επιβεβαιώσουμε την καλοσύνη στο πρόσωπο του κακού, είμαστε με το μέρος του Θεού. Εκείνος είναι μαζί μας και εμείς μαζί του, και το μέλλον δεν μας φοβίζει.
Σημείωση: Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βραβευμένα βιβλία του Harold Kushner, Κατακτώντας την ευτυχία και Ξεπερνώντας τις απογοητεύσεις της ζωής, από τις εκδόσεις λογεῖον. Τα βιβλία προλογίζουν ο π. Φιλόθεος Φάρος και ο π. Βασίλειος Θερμός.
*Το ένατο κεφάλαιο από το βιβλίο του Harold Kushner, The Lord is my Shepherd. Healing Wisdom of the Twenty-third Psalm, μετάφραση Γιάννης Πλεξίδας
πηγή: Aντίφωνο
Μια νηφάλια αντιμετώπιση της ύπαρξης του κακού και του πόνου στη ζωή μας, που φανερώνει γιατί οι Εβραίοι είναι συνήθως καλοί ψυχίατροι (έχοντας δηλαδή πίσω τους τη στάση ζωής που εδώ περιγράφεται) αλλά και γιατί η ψυχιατρική μόνο περιστασιακά και μέχρις ένα βαθμό βοηθάει τον πονεμένο και διασπασμένο άνθρωπο της εποχής μας.
Έχω την αίσθηση πως ο συγγραφέας, παρόλο που μιλά για τον Θεό, προσπαθεί να επιλύσει τα προβλήματα με κέντρο τον άνθρωπο.
Γνωρίζοντας ελάχιστα την ιουδαϊκή παράδοση, μου έκαναν εντύπωση οι φράσεις του: “ο Θεός δεν ελέγχει τη γενετική ή τους νόμους της φύσης, ότι η φωτιά καίει και η σφαίρα μπορεί να σκοτώσει ομοίως καλούς και κακούς ανθρώπους, ότι ο Θεός ενδιαφερόταν για το τι είδους άνθρωποι ήμασταν εγώ, η γυναίκα μου και το παιδί μου, αλλά [b]η φύση είναι τυφλή[/b]” και “Η αρρώστια και το δυστύχημα, δεν είναι κάτι που θέλει ο Θεός”.
Κι όμως, κατά τη δική μας παράδοση, ο Θεός είναι παντοδύναμος. Μπορεί όλα να τα ελέγξει. Απλώς, επιτρέπει να συμβαίνουν κάποια πράγματα, γιατί έτσι οικονομείται το σχέδιο της σωτηρίας του καθενός μας. Και το κακό και τις αρρώστιες τα επιτρέπει, αφενός μεν ως συνέπειες της άρνησής του και των εκτός Αυτού πράξεών μας, αφετέρου δε ως μέσων για να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πόσο λάθος έχουμε κάνει, πόσο αμαρτήσαμε=αστοχήσαμε και πόσο Τον χρειαζόμαστε· ότι χωρίς Αυτόν δεν είμαστε τίποτα, ενώ δι΄ Αυτού επεκτεινόμαστε με δυναμική άπειρη.
Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που μας βοηθούν να ξεπεράσουμε κάποιες δυσκολίες και ν’ αντιληφθούμε κάποια πράγματα. Είναι κι ο Θεός που επεμβαίνει, όταν εμείς ρητά, αλλά και άρρητα και έμπρακτα το ζητήσουμε, όταν Του παραχωρήσουμε την ελευθερία μας. Και κάνει μέχρι και θαύματα, ώστε να “νικᾶται φύσεως τάξις”.
Κι αυτό μπορώ να το διαβεβαιώσω και μέσα από τις αρρώστιες μου. Κάποιες φορές, στις πιο δύσκολες στιγμές, ένιωσα τη χάρη Του· και κάποιες άλλες, μαζί με τη σωματική ίαση, ένιωσα και κάποια εσώτερη και βαθύτερη. Με βοήθησαν και πολλοί συνάνθρωποι, άλλοι με τη συμπαράσταση και τα λόγια τους, όπως γράφει ο Kushner, κι άλλοι με τις προσευχές τους προσέλκυσαν το έλεος του Θεού στην ταπεινότητά μου. Αλλά νιώθω πως Αυτός που και κατεύθυνε τα χέρια των γιατρών και άλλαξε τα πράγματα μέσα μου ήταν ο παντοδύναμος εν Τριάδι Θεός.
Και κάτι ακόμα: Ο συγγραφέας αναφέρει και ασπάζεται τη φράση του προτεστάντη θεολόγου Μπούμπερ: “θεολογία είναι μια συζήτηση περί Θεού, ενώ η θρησκεία είναι η εμπειρία του Θεού”.
Για μας, τους Ορθοδόξους, θεολογία είναι το ανώτατο πνευματικό στάδιο του χριστιανού, μετά την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και τον φωτισμό του νου από το άκτιστο φως του Θεού, δηλαδή κάτι καθαρά εμπειρικό. Η ακαδημαϊκή μας θεολογία, κατά τα προτεστάντικά πρότυπα, όντως είναι συζήτηση περί Θεού, δηλαδή κάτι το νοησιαρχικό.
Ενώ θρησκεία είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει τον Θεό με ανθρώπινα μέσα, επινοώντας κάποιες πρακτικές, που δεν είναι όλες λανθασμένες, αναλύοντας κάποια ιερά κείμενα, στηριζόμενος στο συναίσθημα, κλπ· να γνωρίσει τον Θεό που δεν του έχει αποκαλυφθεί εμπειρικά. Ένα παράδειγμα του πόσο ωφέλιμη επιφανειακά για τον άνθρωπο αλλά και πόσο ατελής είναι η θρησκεία είναι το παραπάνω κείμενο.
Φαίνεται ότι είναι ποιο εύκολο να πιστέψει κανίς στην αδυναμία του Θεού να ελέγχει τους νόμους γενετικής (“ο Θεός δεν ελέγχει τη γενετική”) …. παρά να πιστέψει στην δική του νοητική αδυναμία να καταλάβει τους λόγους για τους οποίους ο Θεός επιτρέπει το Κακό…
[b] Φαίνεται ότι πολλοί άνθρωποι προτιμούν να πιστεύουν σε ένα αδύναμο Θεό «παρά να αισθάνονται αδύναμοι», έστω και νοητικά….[/b] ;))
Πραγματικά το ωραίο αυτό κείμενο επιτρέπει, όπως το παρατήρησε ο πρώτος σχολιογράφος, να αναδειχθούν θρησκειακές και ομολογιακές διαφορές. Η δική μου παρατήρηση εν προκειμένω είναι η εξής: Θα προτιμούσα να χαρακτήριζα όχι ακριβώς ανθρωποκεντρική τη στάση του συγγραφέα, που θα τη συναρτούσε με μία ιδεολογική τοποθέτηση, και επομένως θα καθιστούσε ανειλικρινές το κείμενο αφού περί Θεού μιλάει αλλά περί ανθρώπου εννοεί. Αντ’ αυτού θα ονόμαζα αυτή τη στάση ανθρωποβαρή, αν μπορώ να κάνω χρήση ενός τέτοιου όρου, υπό την έννοια ότι η μέριμνά του είναι πρωτίστως υποστηρικτική. Και τα στηρίγματά του είναι ανθρώπινα, γιατί απαιτείται μία στάση που να διασώζει παράλληλα εντός του μία ζώνη αναφοράς προς το Θεό. Εκείνο που υποδηλώνει δηλαδή το κείμενο και το ύφος του είναι δύο πράγματα. Το πρώτο ότι το κοινωνικό περιβάλλον που ζει ο Kushner είναι βαθύτατα διαποτισμένο από τη διαφωτιστική παράδοση. Ο Θεός δεν αποτελεί πλέον μία αυτονόητη αναφορά, εδώ και αιώνες, επομένως θα πρέπει να έχει προετοιμάσει τον κατάλληλο τρόπο και λόγο για να δικαιολογήσει τις επικλήσεις του. Το δεύτερο που είναι και είναι το σημείο που μας εξηγεί γιατί ο συγγραφέας βλέπει τη φύση τυφλή και εκτός ελέγχου του Θεού, δεν είναι ζήτημα του λόγου (λογικής), αλλά εμπειρίας. Λείπει το θαύμα! Βεβαίως, ο Θεός δεν χρειάζεται μες στη Πρόνοιά Του, να ορίζει συνεχώς την παραμικρή κίνηση της φύσης. Ο ίδιος δημιούργησε τους νόμους της φύσης, μέσα σε αυτούς εγγραφόμαστε κι εμείς ως φυσικά όντα. Και αυτοί οι νόμοι ορίζουν μεγάλες κυκλοτερείς ανελίξεις, στις οποίες προβλέπεται, όπως καλά μας περιγράφουν οι φυσικές επιστήμες, άνοδος και κάθοδος, ανάπτυξη και φθορά κ.ο.κ.
Επομένως κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι η φύση είναι τυφλή, ή ότι ο Θεός την αφήνει ανεξέλεγκτη, κατά μία ντεϊστική αντίληψη, ούτε ότι δεν παρεμβαίνει. Ωστόσο, η θεϊκή παρέμβαση δεν συνιστά παραβίαση ή ανατροπή της μεγάλης φυσικής πορείας, κάτι τέτοιο αποκλείεται πριν από τα έσχατα. Όμως αυτές οι θεϊκές παρεμβάσεις που είναι απόρροια του πραγματικού διαλόγου που έχει ο Θεός με τα έλλογα πλάσματά του, είναι ως τέτοια σημεία της θεϊκής παρουσίας ταυτόχρονα και αγιότητας. Αυτά, λοιπόν τα σημεία προφανώς απουσιάζουν από τη ζωή και το περιβάλλον ζωής του Kushner, όπως δεν απουσιάζουν από τη δική μας εμπειρία έστω και από δεύτερο ή και τρίτο χέρι, έχοντας γνωρίσει ή ακούσει για τον Παΐσιο, τον Πορφύριο, τον Σωφρόνιο, τον Ιάκωβο Τσαλίκη και ακόμη πολύ περισσότερους αφανέστερους ίσως στους πολλούς. Για αυτό ο Kushner ακουμπάει μεν στο Θεό, αλλά ανθρωποβαρώς. Επικαλείται το όνομά Του, αλλά μοιάζει να λείπει η παρρησία αυτής της επίκλησης. Τουλάχιστον υποστηρίζει με έναν τρόπο πολύ ειλικρινή έως συγκινητικό μία βαθειά ανθρώπινη αλληλεγγύη. Κάτι είναι για αυτούς όπως και για εμάς.
Εμείς εδώ στη χειμαζόμενη χώρα μας έχουμε μάθει ότι η βαθεία παρηγοριά έρχεται μόνο εκ Θεού. Διότι ο χειμασμός του έσχατου πόνου δεν βρίσκει άλλη απάντηση. Καθένας, νομίζω, αντιλαμβάνεται ότι είναι διαφορετικό να μιλάς περί αλήθειας, από το να διηγείσαι βιωμένη αλήθεια. Για να συμβεί, όμως, αυτό δεν χρειάζεται τίποτα λιγότερο από κατάθεση ζωής, εαυτού, ψυχής, ..πλήρως!
Θα ήθελα να επισημάνω ότι ο Buber δεν ήταν προτεστάντης, αλλά Εβραίος θεολογός και φιλόσοφος. Ήταν μάλιστα κύριος υποστηρικτής του ρεύματος του Χασιδισμού (μυστικιστικό ρεύμα της Καμπάλα).
Ο Kushner, από την άλλη, είναι οπαδός του συντηρητικού Εβραϊσμού. Έχει δίκιο ο αγαπητός Theo, όταν του προκαλούν εντύπωση τα λόγια του Kushner. Αν και ραβίνος, φαίνεται να μην αποδέχεται την παντοδυναμία του Θεού. Βέβαια, η άρνηση της παντοδυναμίας του Θεού δεν αποτελεί κάτι καινούργιο, ακόμη και για θεολόγους ή για φιλοσόφους της θρησκείας (βλ. το βιβλίο τού Charles Hartshorne, Omnipotence and other theological Mistakes “Παντοδυναμία και άλλα θεολογικά λάθη”, ή το άρθρο τού J.L.Mackie, Evil and Omnipotence, στο περιοδικό Mind, τεύχος 64, 1955, σσ. 200-212).
Θα έλεγα, ωστόσο, ως μελετητής του έργου του και μεταφραστής κάποιων βιβλίων του, ότι δεν είναι ανθρωποκεντρικός, αν δώσουμε στον όρο αυτόν αρνητικό περιεχόμενο. Θα έλεγα ότι προτιμά να βλέπει την παρουσία του Θεού διά του ανθρώπου. Σε συνέντευξη που μου έδωσε και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Index (τεύχος 46) είπε τα εξής: Ερὠτηση: Έχουμε ανάγκη τον Θεό, ειδικότερα έναν θεό που επιτρέπει να υπάρχουν ο πόνος και η δυστυχία στον κόσμο; Απάντηση: “Πρέπει να ωριμάσουμε, ώστε να πάψουμε να βλέπουμε τον Θεό σαν γονιό ο οποίος μας φροντίζει ή μας τιμωρεί όταν δεν συμπεριφερόμαστε σωστά. Οφείλουμε να δούμε τον Θεό σαν εκείνη την Υπέρτατη Ύπαρξη που μας δίνει δύναμη, όταν χρειαζόμαστε δύναμη, που μας ωθεί να είμαστε φιλεύσπαχνοι και ευγενικοί, όταν ο άλλος μας χρειάζεται. Είναι Αυτός που εμπνέει τους ανθρώπους να μας στηρίζουν, όταν τους χρειαζόμαστε. Εάν δεν υπάρχει Θεός, τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι απ’ αυτά;”
Πιστεύω ότι βλέπει τον Θεό ως πηγή του Αγαθού, ως πηγή της αγάπης. Άλλωστε, αυτό δεν είναι και το κατ’ εξοχήν κατηγόρημα που αποδίδεται στον Θεό; (Ὁ θεὸς ἀγάπη ἐστι…/Α΄Ιωάννου, 4,16 ή …ἡ ἀγάπη εἷναι ἐκ τοῦ θεοῦ…/Α΄Ιωάννου, 4,7).
Δριμύτατη κριτική στις απόψεις του περί της μη παντοδυναμίας του Θεού έχει ασκηθεί από άλλους ραβίνους (βλ. Rabbi Yitzchok Kirzner, “Making Sense of Suffering: A Jewish Approach”/ στο παρακάτω λινκ, μπορεί κάποιος να διαβάσει την κριτική στον Kushner που υπάρχει στο προαναφερθέν βιβλίο: http://www.aish.com/sp/ph/why_harold_kushner_is_wrong.html)
Δεν μου επιτρέπει ο χώρος να αναφερθώ εκτενέστερα στη σκέψη του, και ειδικότερα στην αντίληψή του για το κακό. Θέλω μόνο να πω ότι έχει τιμηθεί με το βραβείο Christopher για το βιβλίο του “όταν όλα όσα θέλησες, δεν είναι αρκετά/υπό έκδοση, λογεῖον”, ως ένα από τα βιβλία που έκαναν τον κόσμο μας καλύτερο. Κύριο χαρακτηριστικό των βιβλίων του είναι η πίστη του στον άνθρωπο, στον άνθρωπο που αποζητά και νιώθει την παρουσία του Θεού μέσα του. Όλα τα βιβλία του έχουν να κάνουν με θέματα Βιβλικά. Αυτό που κατορθώνει ο Kushner είναι να μεταφέρει τη Βίβλο στην καθημερινή ζωή. Δείχνει ότι τα κείμενα αυτά έχουν αξία σωστική για τον σημερινό άνθρωπο, καθώς δίνουν απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα. Εξαιρετική για παράδειγμα είναι η ερμηνεία που κάνει στο βιβλίο του “Κατακτώντας την ευτυχία” για την πτώση του Αδάμ και για τη δολοφονία του Άβελ από τον Κάιν. Ή, στο βιβλίο Ξεπερνώντας τις απογοητεύσει της ζωής, το οποίο έχει ως κεντρικό του θέμα τη ζωή τού Μωυσή, και πώς μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για τη δική μας έξοδο από την ερημιά και τον πόνο της καθημερινότητας (κατ’ αντιστοιχία με τα 40 χρόνια που πέρασε ο Μωυσής στην έρημο). Όσοι γνωρίζουν αγγλικά, μπορούν να παρακολουθήσουν μία ομιλία του για το συγκεκριμένο θέμα στον ιστοτόπο: http://fora.tv/2006/11/08/Overcoming_Life_s_Disappointments#comments_section
Ευχαριστώ.
Ευχαριστώ τον κ. Πλεξίδα για τις διευκρινήσεις του.
Ωστόσο, φαίνεται πως αυτά που ο Kushner του είπε στη συνέντευξή του, δεν τόλμησε να τα γράψει στο βιβλίο του, ίσως λόγω του του κοινωνικού περιβάλλοντός του, που, όπως γράφει ο Δημήτρης Π., “είναι βαθύτατα διαποτισμένο από τη διαφωτιστική παράδοση”.
Ίσως λοιπόν πιο σωστά να χαρακτηρίζαμε τη στάση του “ανθρωποβαρή”, αντί για “ανθρωποκεντρική”.
Όμως πάλι μου αφήνει την αίσθηση ότι ο Θεός για τον Kushner είναι μια “Υπέρτατη Ύπαρξη”, που κινεί κάποιους νόμους, παρακινεί κάποιους ανθρώπους κλπ., αλλά κάπως αποστασιοποιημένη, όχι σαν τον προσωπικό Θεό της Παραδόσεώς μας, που όταν έχουμε την παρρησία, μπορούμε να του μιλάμε “ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον” (Εξ. 33, 11).