Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
Κατά Λουκάν 18, 9-14
«Είπε δε και προς τινας τους πεποιθότας εφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι, και εξουθενούντας τους λοιπούς, την παραβολήν ταύτην· άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο· ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης· νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων· ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή εκείνος· ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».
Ο Ιησούς με την παραβολή του τελώνη και του Φαρισαίου απευθύνεται σε εκείνους που από μόνοι τους πιστεύουν ότι είναι δίκαιοι και ευσεβείς, περιφρονώντας τους άλλους που τους θεωρούν υποδεέστερους. Αντιπαραβάλλονται δύο άνθρωποι μέσω του τρόπου της προσευχής τους προς τον Θεό. Ο τρόπος που προσεύχονται υπογραμμίζει και το πώς βλέπουν τον εαυτό τους.
Ο Φαρισαίος είναι υπερήφανος που ως τοποτηρητής του Νόμου στέκεται άψογα απέναντί του. Εμφανίζεται άμεμπτος σ’ αυτό που είναι. Είναι συνεπής έναντι των επιταγών του. «Νηστεύει δις του Σαββάτου και αποδεκατεί πάντα όσα κτάται». Είναι ξεχωριστός, ανώτερος. Προβάλλεται ως πρότυπο ζωής. Στην προσευχή του εκφράζει την βεβαιότητα της θέσης του, και δεν κρύβει την αυταρέσκειά του. Στην ουσία, οχυρωμένος πίσω από το γράμμα του Νόμου, δεν λατρεύει παρά τον εαυτό του. «Ουαί υμίν τοις Φαρισαίοις, ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το πήγανον και παν λάχανον, και παρέρχεσθε την κρίσιν και την αγάπην του Θεού» (Λουκ. 11, 42). (Αλίμονο σε σας Φαρισαίοι, διότι δίνετε το ένα δέκατο από τον δυόσμο και τον πήγανο και από κάθε λαχανικό, και αφήνετε κατά μέρος την δικαιοσύνη και την αγάπη του Θεού). Η παγωμένη καρδιά του δεν σπλαχνίζεται, δεν συμπονά. Περιφρονεί τον δοκιμαζόμενο, τον στερημένο. Η σχέση του με τον Θεό αποτελεί προέκταση της λατρείας για τον εαυτό του. Είναι πνευματικά νεκρός, και στους πνευματικά νεκρούς ταιριάζουν τα λόγια του Ιησού προς τον μαθητή που ζήτησε να πάει να θάψει τον πατέρα του: «Ακολούθει μοι, και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς» (Ματθ. 8, 22).
Ο τελώνης είναι ο συντετριμμένος άνθρωπος που ζητά το έλεος του Θεού. Ο άνθρωπος που συναισθανόμενος το ποιόν και τα έργα του έχει χάσει την εικόνα του εαυτού του, ή μάλλον η εικόνα που είχε για τον εαυτό του έχει καταστραφεί. Είναι ο ταπεινωμένος που συναισθάνεται το μυστήριο του να «μην είσαι κανείς». Εξ ου και η επίκληση: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». ΄Ενας λόγος που συχνά εύκολα λέγεται, χωρίς να εννοείται το βάθος της σημασίας του. Δεν είναι εύκολο να αντέξει κανείς το βάρος τούτης της συντριβής. Εμπεριέχει μια ολοκληρωτική μεταστροφή του εσωτερικού κόσμου, που προέρχεται από την συντριβή της εικόνας του εαυτού μας με την οποία είμαστε ταυτισμένοι.
Ο τελώνης δεν είναι καν σε θέση να τηρήσει την προτροπή του Ιησού, όπως διατυπώνεται στους ταλανισμούς κατά των Φαρισαίων: «Πάντα ουν όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατά δε τα έργα αυτών μη ποιήτε. Λέγουσι γαρ, και ου ποιούσι» (Ματθ. 23, 3-4). Η στάση και τα όσα πράττουν οι Φαρισαίοι πόρρω απέχουν από τα λόγια τους, που ο Ιησούς προτρέπει τους ακροατές του να τηρούν. Ο τελώνης δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει τίποτα από τα λεγόμενά τους, και, βέβαια, πολύ περισσότερο τον τρόπο τους. Το μόνο που μπορεί να ψελλίσει είναι το αίτημα να τον σπλαχνιστεί και να τον συγχωρήσει ο Θεός, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Δαυίδ: «Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου». ΄Όπως και, «Κύριε ρύσαι ημάς και ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών ένεκα του ονόματός σου…» (Ψαλμ. 50,3 και 78,9). Τούτη η επανάληψη λόγων που έχουν ειπωθεί από μυριάδες ανθρώπων που λυγίζουν από το ψυχικό τους άχθος, εισάγει τον τελώνη σε ένα ρεύμα ζωής που υπερβαίνει την ατομική του υπόσταση. Η συντριβή όμως της εικόνας του εαυτού, και η συνακόλουθη έλκυση της χάριτος είναι κατάσταση που δίδεται άνωθεν. Και το «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» είναι ακριβώς η φράση που ελκύει τη χάρη. ΄Όχι ως αποτέλεσμα θυσίας, αλλά ελέους. Γι’ αυτό και ο τελώνης δικαιώνεται.
Οι τελώνες και οι αμαρτωλοί πλησιάζουν τον Ιησού για να τον ακούσουν, ενώ οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς γογγύζουν που δέχεται αμαρτωλούς και συνεστιάζεται μαζί τους (Λουκ. 15, 1-3). Ποιος θα περίμενε από τους ακροατές του Ιησού να εκθειάζεται και να δικαιώνεται ένας τελώνης, ο οποίος θεωρείτο βίαιος άρπαγας των υπαρχόντων του λαού, και να μένει αδικαίωτος ο Φαρισαίος, το υπόδειγμα της αρετής και της ορθής πίστης; ΄Όμως η κατακλείδα της παραβολής αποτελεί και το μέτρο της δικαίωσης ή μη των δύο. Η ταπεινοφροσύνη του ενός και η αλαζονεία του άλλου καθορίζουν και το είδος της σχέσης τους με τον Θεό. Για τον Ιησού ο Νόμος έγινε για τον άνθρωπο, και όχι ο άνθρωπος για το Νόμο. «Το Σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον» (Μαρκ. 2, 27-28). Ο Υιός του ανθρώπου είναι κύριος και του Σαββάτου.
Η χάρη του Θεού δεν χαρίζεται σε κάποιους «εκλεκτούς» οι οποίοι διακρίνονται από την άμεμπτη ηθική ή θρησκευτική στάση τους. Δεν υπάρχει ηθική επιταγή ανώτερη από τον άνθρωπο ούτε και κανόνας που να τον υπερβαίνει ως πλάσμα του Θεού, όταν ντύνει τη γύμνια της υπάρξεώς του με την ταπεινότητα. Όποιος έχει στην καρδιά του τον Χριστό δεν καθορίζεται παρά από την ίδια τη βιωτή του, που από μόνη της υπαγορεύει τη στάση του στον κόσμο. Δυσκολίες που φαίνονται αξεπέραστες και αποφάσεις που φαίνονται αδύνατες χάνουν το ειδικό βάρος τους. Η ταπεινότητα πάντα βρίσκει δρόμους στις δυσκολίες.
Ο Ιησούς, ως κατακλείδα στην παραβολή του τελώνη και του Φαρισαίου, επαναλαμβάνει τα λόγια με τα οποία κλείνει και την παραβολή για τον καλεσμένο στο γάμο, που μη λογαριάζοντας την πρωτοκαθεδρία κάθεται παράμερα (Λουκ. 14, 7-12): «Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Η φράση τούτη είναι το κλειδί ενός πνευματικού μυστηρίου που άπτεται της δικαιοσύνης του Θεού. Χάνεις τον εαυτό σου για να τον ξαναβρείς εν πληρότητι, πλημμυρισμένος από το έλεος του Θεού. Ο τελώνης αναζητά τον εαυτό του μέσα στην πραγματική ταπείνωση, όχι απλώς ως συμπεριφορά αλλά ως περιεχόμενο ζωής. Χάνει την επιφανειακή ζωή του για να ξαναβρεί το πραγματικό βάθος της. ΄Ισως μια ανάλογη κατάσταση απηχούν και τα αινιγματικά λόγια του Ιησού: «Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν» (Ματθ. 16, 25). Εκείνος που μένει στην ταπεινότητα υψώνεται, όμως το «υψώνεται» πρέπει να το δούμε ως λειτουργία ενός πνεύματος το οποίο κυριεύει την συντριμμένη καρδιά του ανθρώπου που έχει γευτεί την πτώση. Τούτο δεν έχει τον χαρακτήρα «ανταμοιβής». Αποκαθιστά τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, και η αποκατάσταση της σχέσης με τον Θεό ανακαινίζει και μεταμορφώνει.
πηγή: Aντίφωνο
Διαχρονικοί, εἶναι ἀσφαλῶς, οἱ τύποι αὐτοί τόσο τοῦ Φαρισαίου, ὅσο καί τοῦ Τελώνη. Τούς συναντάμε στήν καθημερινότητά μας, κυρίως ὄμως στίς έκκλησιές, ὅπου καί τό ἄνοιγμα γίνεται τῆς κάθε ψυχῆς πρός τό Θεό. Χώρίς κηρυγματικούς βερμπαλισμούς ὀ Ἀλέξανδρος ἀναλύει τά πρόσωπα καί τίς συμπεριφορές, χαρίζοντάς μας καί πάλι μιάν ανάλυση ἀξιοπρόσεχτη, ὅπως οί προηγούμεννες πάνω στίς Εὐαγγελικές περικοπές.
Μακάρι νά τό κοιτάξουμε μέ καλή διάθεση τό γραπτό. Πιστεύω ὄτι θά ώφεληθοῦμε, γιατί στό κατω-κάτω τῆς γραφῆς πρέπει νά καταλάβουμε ὄτι κι ἐμεῖς κρύβουμε κάποιο Φαρισαϊκό κατάλοιπο μέσα μας…
…Συμφωνώ, πάτερ Κωνσταντίνε, με τους χαρακτηρισμούς σας για τις “αναγνώσεις” του Αλέξανδρου ευαγγελικών περικοπών. Μακάρι τα περισσότερα κηρύγματα (αφ’ εαυτής πομπώδης η λέξη κήρυγμα!) να είχαν αυτό το ήθος και ύφος… Αλλά για να γράψει κανείς ένα τέτοιο κείμενο πρέπει να έχει [b]βιώματα [/b]και όχι μόνο να πονά το ιερό κείμενο (αυτό εννοείται), αλλά και το γράψιμο ως δημιουργική έκφραση.
(Κατ’αρχάς, συγγνώμη που η “προσθήκη μιας λέξης” σας ήλθε τόσες φορές. Κάθε φορά που έστελνα το σχόλιο, μου απαντούσε το antifono: “request failed”, οπότε το ξανάστελνα και το ξανάστελνα. Συγγνώμη!)
Επί της ουσίας τώρα, εξ αφορμής του ευστόχου κειμένου του Αλέξανδρου. Έχω την εντύπωση ότι, ο περισσότερος κόσμος ταυτίζει τον φαρισαίο με τον υποκριτή, μάλλον επειδή “υποκριταί” χαρακτηρίζονται οι Φαρσαίοι από τον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος, επίσης, μιλά γι’ αυτούς (παραφράζω ελαφρώς) ως “λέγοντας και ου ποιούντας”. Ασφαλώς και υπάρχει αυτή η διάσταση στον φαρισαϊσμό. Αλλά ο “προσευχόμενος” Φαρισαίος της παραβολής φαίνεται ότι είναι από τους ποιούντας. Τηρεί τον νόμο. Αλλά αυτό που τον έκανε να μη “καταβή δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού” είναι η πεποίθησή του ότι το γράμμα είναι που τον έχει κιόλας δικαιώσει. Ο φαρισαϊσμός [u]με αυτή την έννοια[/u] είναι ο πιο ύπουλος (όχι ο μοναδικός) πειρασμός των ποθούντων εν ευσεβεία ζην (γράφω δίχως καμμία ειρωνική απόχρωση).