[ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ]
Κάποτε στην Αμερική (κι αργότερα στον κόσμο ολόκληρο) πίστεψαν πως αυτοσυνειδησία της αλήθειας είναι η ομορφιά − όχι το αντίστροφο. Ηταν τότε που οι εκπλήξεις αρχισαν ν’ ατενίζονται στον καθρέφτη· ένα εκθαμβωτικό φως ν’ αξιώνει όλους τους προβολείς κατά πάνω του· ακόμα, στο χαμόγελο των γυναικών η παιδικότητα ν’ αντιστρατεύεται τη μητρικότητα.
Η Σημασία, κυριώτατα, να τάσσεται εντεύθεν τής Επιθυμίας.
Τα μάτια που φέγγουν να θαυμάζονται πριν προλάβουν αυτά να θαυμάσουν. Οι εντυπώσεις να προσάγονται αθρόες. Και τα όνειρα να μη μεταφέρουν ούτε μια διάψευση στις αποσκευές τους.
Τα κορίτσια από οίστρο κι απ’ αχλύ, πειθήνια σα λέξεις, να μην αφήνουν καμμιά δυνατότητα αναξιοποίητη. Να ξεχνούν όμως τη δεύτερη εκδοχή των πραγμάτων. Οι εξηγήσεις να προσαρτούν κάθε δράση. Οι δωρεές να λογοδοτούν στις αιτίες τους. Παυσίπονες νίκες να μοιράζουν, χαρωπά, διαβατήρια σ’ έναν μικρότερο κόσμο.
Λίγοι πρόσεξαν ότι οι λεπτοδείκτες είχαν αρχίσει − όχι να παλινδρομούν: να επιταχύνουν μα να επιταχύνουν προς το οριστικό, πιά, ποτέ! Όσο το κεφάλαιο τής αθωότητας δεν είχε εξαντληθεί, η Γενναιοδωρία πιστωνόταν ακόμα από Μεγαλείο. Μετά; Μετά οι συμπτώσεις άρχισαν να προσέρχονται ολοένα πιο υπερήφανες, οι νομοτέλειες… ατίθασες, οι ανταλλαγές να κατακτούν ευθεία επίγνωση δοσοληψίας.
Απ’ τους μαιάνδρους της χαράς είχαμε διαπιστευθεί στις ευθείες της ευχαρίστησης − χωρίς ούτε μιά αμυχή μέσ’ στη μνήμη.
Η συνάντηση των ανθρώπων είχε, στο μεταξύ, αποκομίσει μιά αντεστραμένη δυναμική: αυτός που υποτασσόταν δεν θά ’ταν πια ο ισχυρός. Θά ’ταν ο ανίσχυρος…
Και το πένθος είχε ήδη εξορισθεί απ’ τον παράδεισο!
Στα βάθη των υποσχέσεων που έλαμπαν ένα λευκό μέτρημα άφηνε τό άθροισμα μελανό, εγκαταλείποντας κάθε ταυτότητα σε μιά εκκωφαντική βεβαιότητα − μα και σε μιά, αδιάλλακτα βουβή, απορία.
Ήμουν κι εγώ εκεί − ταγμένος σε μέλη νυκτός και σε δίπλες αγρύπνιας. Κάποτε θέλησα να διατρέξω τους ιστούς, ν’ αναλυθώ απ’ της μέρας το φως, να πλεχτώ στις υψωμένες σημαίες. Εξοπλίστηκα με μιά ελπίδα απέχουσα πάσης οιήσεως. Αρχισα ν’ ανακρίνω τα μέλλοντα με βάση τά παρόντα, τα παρελθόντα με βάση τά μέλλοντα. Πρότεινα στους πάντες να ταυτιστούμε πάνω στην απόρριψη όλων των εξασφαλίσεων. Περπατώντας ξυπόλητος, συναίνεσα να μετρηθώ με το χρόνο. Σ’ αυτούς που διαδήλωναν το φωτοβόλο εαυτό τους δοκίμασα, εν τέλει, να μιλήσω για μιά πέρα απ’ τα πάντα χαρά − υπό τους όρους που τούς αφορούσαν ναι, αλλά − μιά χαρά με σημασία.
Ντράπηκα! Είδα σκιές να διαψεύδουνε της μορφής τους τον έκπαγλο ήλιο.
(1996)
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Νέα Ευθύνη” τχ 4, Μάρτιος-Απρίλιος 2011.
πηγή: Aντίφωνο