Ο Χρ. Γιανναράς χαρακτηρίζεται ως ο «σημαντικότερος Έλληνας ορθόδοξος θεολόγος του 20ου αιώνα» και έχει λάβει πλήθος τιμητικών διακρίσεων από ελληνικά και διεθνή πανεπιστήμια, ενώ το 2019 τιμήθηκε από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο για το σύνολο του έργου του. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες και η μελέτη του αποτελεί αντικείμενο διεθνών αλλά και ελληνικών συνεδρίων με τη συμμετοχή κορυφαίων στοχαστών του καιρού μας.
Τον Μάιο του 2015 οργανώθηκε από την Ακαδημία του Βόλου και το περιοδικό Σύναξη, συνέδριο με θέμα την κριτική αποτίμηση του έργου της «θεολογικής γενιάς του 60». Στο συνέδριο παρουσιάστηκαν εισηγήσεις αφιερωμένες στο έργο του Ν. Νησιώτη, του Χρ. Γιανναρά, του Ι. Ζηζιούλα και άλλων επιφανών θεολόγων, που διαμόρφωσαν τη θεολογική σκέψη του 20ου και 21ου αιώνα. Ιδιαίτερες αναφορές υπήρξαν για το έργο του Χρ. Γιανναρά, με επίκεντρο την οντολογία του προσώπου.
Το 2017 πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης συνέδριο προς τιμή του, με τίτλο «Conference in Honour of Christos Giannaras : Philosophy, Theology, Culture». Στο συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν επιστήμονες από όλον τον κόσμο, μελετήθηκε η φιλοσοφική και η θεολογική πλευρά του έργου του και αναδείχτηκαν τα κύρια σημεία του και η προσφορά του για την περαιτέρω έρευνα στους επιμέρους τομείς. Η γνωσιολογία του αποφατισμού, η δυνατότητα διατύπωσης μιας κριτικής οντολογίας, η οντολογία του προσώπου, η οντολογική θεμελίωση της ηθικής που διαφεύγει της σύμβασης ή της αυθεντίας, η σχέση της θεολογίας με την επιστήμη, ο οικουμενικός διάλογος, η σχέση οντολογίας και πολιτικής και τέλος το ζήτημα της διαμόρφωσης του ελληνικού πολιτισμού αποτέλεσαν το αντικείμενο των εργασιών του συνεδρίου. Τα πρακτικά του συνεδρίου εκδόθηκαν στην αγγλική και στην ελληνική γλώσσα.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αναγνωρίζοντας την προσφορά του καθηγητή, στα θεολογικά γράμματα τίμησε τον Αύγουστο του 2019 τον Χρ. Γιανναρά, με το Οφίκιο του Άρχοντος, Μεγάλου Ρήτορος. Ο Πατριάρχης συνέδεσε το έργο του καθηγητή με την εκκλησιαστική εμπειρία και τόνισε τη μεγάλη του συμβολή στο διάλογο της Ορθοδοξίας με το σύγχρονο κόσμο. Στην τιμητική ομιλία του, ο Πατριάρχης διατρέχοντας το σύνολο του έργου του Χρ. Γιανναρά, σημείωσε την μεγάλη επίδραση που άσκησε η σκέψη του σε πλήθος νέων ανθρώπων, με τη μαρτυρία της Ορθόδοξης πίστης και με τη μεταφορά του μηνύματος της εκκλησιαστικής παράδοσης στον σύγχρονο κόσμο.
Ακόμα, τόνισε τη συμβολή του στη συνάντηση της Ορθοδοξίας και του πολιτισμού, με την κριτική ανάδειξη των θετικών πλευρών του πολιτισμού αλλά και τη δημιουργία κριτηρίων για το διάλογο της Ορθοδοξίας, με τις επιστήμες, τις τέχνες, την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και ηθική σκέψη. Ο Προκαθήμενος του Θρόνου, αναφερόμενος στις κύριες κατηγορίες της σκέψης του καθηγητή σημειώνει ότι η αναγνώριση της Θείας Λειτουργίας από τον Χρ. Γιανναρά, ως της πεμπτουσίας της εκκλησιαστικής ζωής, την αναδεικνύει ως το σημείο διαμόρφωσης του πολιτισμού και ταυτόχρονα, ως του τόπου «ανθρωποποίησης» του ανθρώπου.
Ακόμα, η Θεία Λειτουργία ως ο τόπος που η ζωή αναφέρεται στο Θεό αφορά τη γνησιότητα του εκκλησιαστικού γεγονότος που διασώζεται στην ενορία και την αλήθεια του εκκλησιαστικού γεγονότος που προφυλάσσει έτσι, από τη θρησκειοποίηση της σχέσης μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Η ελευθερία ως υπέρβαση του ατομικού θελήματος, και η αλήθεια ως μετοχή στην εμπειρία της εκκλησιαστικής κοινότητας συνέβαλλαν στην οντολογική θεμελίωση της ηθικής και προσέδωσαν στην άσκηση κοινωνικό χαρακτήρα, που συνίσταται στην αυτοπαραίτηση από το ίδιον θέλημα και την εκούσια υπαγωγή του θελήματος στην εκκλησιαστική εμπειρία.
Η στάση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την ατομικιστική ηθική και τη δυτική προσέγγιση της σωτηρίας ως άσκησης της ατομικής θέλησης και υποταγής στις εντολές ενός απρόσωπου Θεού. Στην προοπτική αυτή ξεδιπλώνεται τόσο η οικολογική όσο και η οικουμενική αντίληψη του Χρ. Γιανναρά, που συναντά την εκκλησιαστική εμπειρία.
Η οικολογία αποτελεί συνέπεια της εκκλησιολογίας και της ευχαριστίας, καθώς η φύση εκλαμβάνεται ως ο τόπος της ενέργειας του Θεού. Η φύση αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της σχέσης και όχι της κτήσης, διαμορφώνοντας έτσι μια στάση στον αντίποδα της κυριαρχίας, της εκμετάλλευσης, του οικονομισμού, του ευδαιμονισμού και της τεχνοκρατίας.
Επιπλέον, η σκέψη αυτή ανοίγει τον δρόμο για την οικουμενική απήχηση του ευαγγελικού μηνύματος, που υπερβαίνει τον εθνοκεντρισμό και τον εθνοφυλετισμό, ενώ ταυτόχρονα προωθεί την ενότητα των Εκκλησιών. Ο ίδιος ο Πατριάρχης δηλώνει τον θαυμασμό του για το έργο του Χρ. Γιανναρά, ενώ τόνισε ότι μελετητής του υπήρξε και πνευματικός του πατέρας, ο αοίδιμος Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων.
Τέλος, κατά την άποψη μας, ο Χρ. Γιανναράς, επιχειρεί με το έργο του και την ολοκληρωμένη οντολογική του πρόταση, να διαχωρίσει τη ορθόδοξη χριστιανική θεολογία από τη φυσική θρησκεία και την δυτική θεολογία, αναδεικνύοντας με έμφαση την αγαπητική σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Με την προσπάθεια αποηθικοποίησης του χριστιανισμού και της οντολογικής του θεμελίωσης στην πραγματικότητα του Θεού και του ανθρώπου, επιχειρεί να απευθυνθεί στον σύγχρονο άνθρωπο με τρόπο συστηματικό και πειστικό. Επιθυμεί, να αποκαθάρει την Ανατολική χριστιανική θεολογία από στοιχεία που αλλοιώνουν το νόημα της, το οποίο δεν είναι άλλο από τη σχέση αγάπης μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Τονίζει την παραφθορά του χριστιανικού μηνύματος, όπως διαμορφώθηκε από τη Δυτική σύλληψη του Θεού ως νομοθέτη και οργισμένου όντος που ζητά τη δικαίωση του.
Με τον τρόπο αυτό αντιπαρατίθεται σε ένα ολόκληρο πολιτισμικό παράδειγμα, αυτό του Δυτικού πολιτισμού, που εδραιώθηκε στην έννοια του προσώπου ως «ατομικής ουσίας της ελλόγου φύσεως» και οικοδομήθηκε στην ορθολογιστική σκέψη και τη δικανική αντίληψη της σχέσης μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Αντίθετα, όπως καταδεικνύει στο έργο του, στην Ανατολή, η σύλληψη του ανθρώπου ως όντος σε σχέση και αναφορά οδήγησε στη δημιουργία ενός πολιτισμού, ο οποίος σε συνέχεια του ελληνικού, διαμορφώθηκε γύρω από την αναζήτηση της αλήθειας και αρνήθηκε να υιοθετήσει τις δυτικές αντιλήψεις, που τελικά οδήγησαν στον σύγχρονο μηδενισμό και την «φυγή των θεών από τον κόσμο».
Ταυτόχρονα, ο καθηγητής θεμελιώνει μια πολιτισμική πρόταση και μια πολιτική που εδράζεται στην κοινωνική φύση της αλήθειας. Η οντολογία του Χρ. Γιανναρά συνακόλουθα, αναδεικνύει μια σειρά από θέματα που συνδέουν την ανάπτυξη της σύγχρονης θεολογικής σκέψης συμβάλλοντας στην καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας της. Ο καθηγητής απευθύνεται στον σύγχρονο άνθρωπο με τρόπο διαλεκτικό, σε μια γλώσσα φιλοσοφική δίχως όμως να εγκαταλείπει τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα και την αναφορά στην υπερβατική αλήθεια.
Την εποχή του πρόσκαιρου, του γρήγορου και του τιποτένιου, ο Χρ, Γιανναράς αντιπαραβάλλει ως πρόταγμα ζωής στην αυγή του 21ου αιώνα το σταθερό, το αναλλοίωτο και το αιώνιο που διαμορφώνει την καθολική πραγματικότητα μορφοποιώντας την. Προσφέρει με τον τρόπο αυτό μια διέξοδο στον σύγχρονο άνθρωπο, ένα άνοιγμα, στο χρόνο και στον τρόπο του βίου. Τη δίοδο της σάρκωσης και της ανάστασης του Χριστού που υπερβαίνει τη φθορά και το θάνατο για όποιον επιλέξει να αποδεχτεί την προσφορά αυτή.
Βιβλιογραφία
Γιανναράς Χρ. Προτάσεις κριτικής οντολογίας. Δόμος, Αθήνα, 1985.
Γιανναράς Χρ., Μετά-Νεωτερική Μετα- Φυσική. Δόμος, Αθήνα, 2005.
Γιανναράς Χρ. Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές. Ίκαρος, Αθήνα, 2011.
Γιανναράς Χρ., Το Πρόσωπο και ο Έρως. Ίκαρος, Αθήνα, 2017.
Μπασδέκης Α., Εμείς και οι Άλλοι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλες Εκκλησίες και ομολογίες. Τι μας ενώνει και τι μας χωρίζει. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη, 2012.
https://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=2856&tla=gr, Διαθέσιμο στο διαδίκτυο στις 16-2-2025.
Ο Χρήστος Γιανναράς υπήρξε φίλος μου από το 1982 ή 1983. Ένας άνθρωπος ανήσυχος, ζωντανός, ευαίσθητος σαν παιδί, ρομαντικός… (ενώ, αντιθέτως, στις δημόσιες συζητήσεις ήταν δύσκολος και αρκετά επιθετικός και δογματικός).
Ήταν αυτός που γνώρισε την Ορθόδοξη θεολογία στο ευρύ κοινό στη χώρα μας και στο εξωτερικό και συνετέλεσε ώστε πολλοί να γνωρίσουν την Εκκλησία. Όμως, στην Παράδοσή μας θεολογία είναι η έκφραση της εμπειρίας των θεουμένων (των αγίων Πατέρων) ή απλώς το να τους ακολουθεί κανείς, όταν στερείται αυτής της εμπειρίας. Εδώ, ο αείμνηστος Χρήστος έσφαλε πολλές φορές. Συνεπαιρνόταν από το συναίσθημα και κάποιες νοησιαρχικές συλλήψεις του και αυτοσχεδίαζε. Αρκετές φορές απομόνωνε μια πατερική φράση και παρουσίαζε τον Πατέρα να λέει τα αντίθετα από την όλη θεολογία του (τη μακρινή δεκαετία του ’80 του το είχα επισημάνει για τη “Μεταφυσική του σώματος”, και δεν αντέδρασε). Άλλες φορές προσπαθούσε να εισαγάγει στην Ορθόδοξη θεολογία κάποιες μοντέρνες φιλοσοφικές θεωρίες και φαινόταν πως ούτε τη θεολογία κατανοούσε καλά, ούτε τους εν λόγω φιλοσόφους. Και έκρινε τους θεολογούντες βάσει των προσωπικών τους σχέσεων ή αντιπαλοτήτων μαζί τους.
Ένα μεγάλο ολίσθημά του ήταν και η πολεμική του εναντίον του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Παραθεωρώντας την τεράστια συμβολή του στην αναγέννηση της Ορθόδοξης θεολογίας στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με τη Φιλοκαλία, τον Ευεργετινό, τον Συναξαριστή κι ένα σωρό άλλα έργα του, επικεντρώθηκε σε δύο βιβλία του που νόμισε ότι ήταν μεταφράσεις από ρωμαιοκαθολικά βιβλία, ενώ ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου δικά του, όπως απέδειξε η σύγχρονή του ιστορική και φιλολογική έρευνα που ο Γιανναράς την αγνοούσε.
Αναμφισβήτητα αγαπούσε τον Χριστό και αναλώθηκε στην αναζήτηση της Αλήθειας. Αλλά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, απέχει πολύ από το χαρακτηρισθεί “ο σημαντικότερος Έλληνας ορθόδοξος θεολόγος του 20ου αιώνα”. Πού θα βάλουμε τότε τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, τον μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα, τον π. Βασίλειο Ιβηρίτη, τον Παναγιώτη Νέλλα ή ακόμα και τον π. Νικόλαο Λουδοβίκο;
(Και ενώ έχουν γραφεί δεκάδες άρθρα μετά τον θάνατο του Γιανναρά για τη θεολογία του, και θα μπορούσε να γίνει μια σχετική συζήτηση, το παρόν ασχολείται απλώς με κάποιες εγκωμιαστικές κριτικές που δεν πηγαίνουν εις βάθος.)
Συμφωνώ πλήρως με όσα γράφει ο αγαπητός φίλος Theo, θα ήθελα ωστόσο να προσθέσω ότι υπάρχει ένας πρώιμος και ένας υστερος Γιανναράς, που διαφοροποιούνται πλήρως. Συγκρίνετε πχ τι λέγεται για διάφορα θέματα στην “Ελευθερία του Ήθους” και τι λέγεται για τα ίδια πράγματα στο “Ενάντια στην Θρησκεία”. Αναφέρω ένα παράδειγμα μόνο. Δέστε πως αξιολογείται η Φιλοκαλια στο “Ορθοδοξία και Δυση στην Νεότερη Ελλάδα” ( υπάρχει ένα τρομερό υμνολογιο) και πώς στο “Ενάντια στην Θρησκεία” (θεωρείται ατομικιστικη). Νομίζω ότι αυτή η διαφορά στις δύο φάσεις θα πρέπει να μελετηθεί. Δυο φάσεις παρουσιάζει και το έργο του Μητρ. Ιω. Ζηζιουλα, αλλά εδώ η μελέτη του έργου του έχει προχωρήσει. Τέλος, ο αγαπητός φίλος Theo αναφέρει δίπλα δίπλα ως πιθανούς μεγαλύτερους θεολόγους του 20ου αιώνα τον π. Ρωμανιδη και τον Ζηζιουλα. Ο τελευταίος έχει επανειλημμένως γράψει ότι χάσμα μεγα εστηρικται μεταξύ αυτου και του π. Ρωμανιδη. Ο τελευταίος θεωρεί ακρογωνιαίο λίθο της θεολογίας τον Παλαμισμο, ενώ ο Ζηζιουλας τον θεωρεί προβληματική στιγμή της Ορθόδοξης Θεολογίας. Όλα αυτά χρήζουν περαιτέρω μελέτης και επεξεργασίας. Με εκτίμηση. Χριστός Ανέστη!
Να διευκρινίσω πως όσα πρόσφερε στην Ορθόδοξη θεολογία ο πρώιμος Ιωάννης Ζηζιούλας υπερβαίνουν κατά πολύ τα όσα καλά και ορθόδοξα δημοσίευσε ο Χρήστος Γιανναράς. Και τοποθέτησα δίπλα δίπλα τους Ρωμανίδη και Ζηζιούλα για το μέγεθος της συμβολής τους. Δεν υπονόησα πως συμφωνούν.
Αγαπητέ φίλε Theo συμφωνώ σε όλα με τα γραφόμενα σας. Δεν υπονόησα τίποτα. Θέλω επίσης να σας συγχαρώ και να σας πω ότι αυτά που λέτε, ότι αληθινοί θεολόγοι είναι οι θεουμενοι και οι υπόλοιποι -μιλώ για τον εαυτό μου, εσείς μπορεί να είστε και άγιος- ακολουθούμε απλά τους θεούμενους, είναι μια τυπική Ρωμανιδικη θέση, η κεντρικότερη. Η θέση αυτή αναπτύσσεται διεξοδικά στο διτομο έργο ” Εμπειρική Δογματική του π. Ρωμανιδη”. Ο Μητρ. Ζηζιούλας δεν θα συμφωνούσε με μια τέτοια -σωστότατη και για μένα- θέση, γιατί κατ αυτόν δεν σωζόμαστε με την μετοχή στις άκτιστες θείες ενέργειες, όπως λέγει πρωτίστως ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, καθώς εκπορεύονται από την ουσία που κακώς για τον Ζηζιούλα είναι συνώνυμο της ανάγκης* δεν σωζόμαστε λοιπόν διά της μετοχής στις θείες ενέργειες, αλλά διά της μετοχής στο υποστατικό χάρισμα του Υιού. Πρόκειται για μεγάλη αίρεση, πρέπει να το πω, και δεν είναι η μόνη. Ήθελα τελικά να πω ότι πρέπει να γίνει αξιολόγηση κάποιων, υποτιθέμενων, μεγάλων “ορθοδόξων ” Θεολόγων, γιατί απλά μερικοί δεν είναι στον πυρήνα της θεολογίας τους ορθόδοξοι. Επαναλαμβάνω ότι με την θέση σας ότι πρώτα καθαίρεται κανείς, φωτίζεται, θεούται και μετά θεολογεί, συμφωνώ εντελώς. Τέτοιος θεόπτης θεολόγος είναι στις μέρες μας ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ. Οι άλλοι, προπαντός ο Ζηζιούλας, υπήρξαν εν πολλοίς ελεύθεροι στοχαστές επί της Τριάδος. Από τους συγχρόνους, έτι ζώντες, μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση το πόσο στοιχει πίσω από τους θεούμενους ο π. Ν. Λουδοβίκος. Είχε ιδιαίτερο συνδεσμο με ανακηρυγμένους ήδη αγίους και το λέει στις συνεντευξεις του. Για αυτό και προσωπικά πιστεύω πως είναι όντως μεγάλος θεολόγος. Με σεβασμό και εκτίμηση. Χριστός Ανέστη!
Έτος 2007. Ο πρόσφατα τότε ενθρονισμένος προκαθήμενος της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, σεβασμιώτατος Σεραφείμ, έχει καλέσει για ομιλία στην μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων της Μητρόπολης (που είναι ταυτόχρονα παρεκκλήσι) τον Χρήστο Γιανναρά.
Ο Γιανναράς, όπως έπραττε μόνο τις φορές που φιλοξενείτο σε εκκλησιαστικό περιβάλλον, εκφωνεί έναν λόγο αμιγώς θεολογικό. Το περιεχόμενό του, από όσο μπορώ να θυμάμαι, ήταν περίπου αυτό που τον ακούμε να αρθρώνει (2010) και στο βίντεο:
https://www.youtube.com/watch?v=N9Yjt7GAgxo&t=5s
Μόλις η ομιλία ολοκληρώνεται, σηκώνεται και πιάνει το μικρόφωνο ο Μητροπολίτης Σεραφείμ. Η πρώτη-πρώτη του – πεντακάθαρα συλλαβισμένη – λέξη είναι: «Ευγνωμονούμε…» Ευγνωμονούμε τον Χρήστο Γιανναρά, προλαβαίνω να σκεφτώ ότι θα ήταν η “αυτονόητη” συνέχεια. Ο δεσπότης όμως… διαψεύδει την πρόβλεψή μου:
«Ευγνωμονούμε τον Θεό
που μας χαρίζει
τον Χρήστο Γιανναρά!»
Συγκλονίστηκα… Όχι μόνο γιατί αυτή ήταν η μόνη διατύπωση που εξέφραζε, πιστεύω, την αίσθηση ό λ ω ν ανεξαίρετα των ακροατών εκείνης της κα-θη-λω-τι-κής ομιλίας. Συγκλονίστηκα επειδή διαισθάνθηκα πως ούτε είχε, ούτε επρόκειτο ποτέ στο μέλλον να, ειπωθεί κάτι ευστοχώτερο / ακριβέστερο / πληρέστερο, αναφορικά με τον θεολόγο που είχαμε μόλις ακούσει.
Προέρχομαι από το χώρο των θετικών επιστημών και ουδεμία πρότερη παιδεία είχα περί θεολογίας. Γνώρισα τον συγγραφέα Γιανναρά από τις επιφυλλίδες του και από τις ομιλίες και συνεντεύξεις του. Το απαράμιλλο συγγραφικό του ταλέντο, η ευκρίνεια διατύπωσης των απόψεών του, η συνοχή στη σκέψη του, ο πλούτος του λεξιλογίου του, η θέρμη και ο ενθουσιασμός του κατά την αφήγηση, με προέτρεψαν να διαβάσω περί τα 20 βιβλία του και να αποκτήσω μέσω αυτών μια εισαγωγή στο αντικείμενο της θεολογίας. Από τον Γιανναρά προχώρησα στο Ζιζιούλα και στον Λουδοβίκο και άλλους. Χωρίς τον Γιανναρά δεν θα γνώριζα άλλους θεολόγους συγγραφείς (κάποιοι εκ αυτών, παρά το σημαντικό τους έργο, δεν είναι ελκυστικοί συγγραφείς, πλατειάζουν, δεν παρουσιάζουν τις απόψεις στους με δομημένο τρόπο, είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο) και οι θεολογικές μου γνώσεις θα έμεναν στις κενού περιεχομένου από του άμβωνος ομιλίες. Ίσως η σημαντικότερη συνεισφορά του Γιανναρά είναι ότι έκανε την επιστήμη της θεολογίας ευρέως γνωστή. Αυτή η συνεισφορά του δεν μειώνεται καθόλου από τις όποιες ατέλειες στο έργο του. Άλλωστε αποτελεί καθήκον του κάθε αναγνώστη να διαβάζει κριτικά το κάθε έργο και να έχει υπόψη του τις όποιες άλλες απόψεις προς αναζήτηση της αλήθειας.