Πέρα από την «τερπνή μεταφορικότητα» της ποίησης του Ρωμανού, για την οποία μιλήσαμε, αυτό που αξίζει να θαυμάσουμε περαιτέρω στο έργο του, είναι η βαθύτερη γνώση της ανθρώπινης «κατάστασης», του ανθρώπινου «φαινομένου». Αυτό φαίνεται και στον εκπληκτικό τρόπο που αντιμετωπίζει και οργανώνει την χωροχρονική διάσταση της πραγματικότητας –όχι ως μια απλή τεχνική, αλλά ως ένα «τροπισμό» της αλήθειας. Στα κοντάκια λοιπόν του Μελωδού, αίρεται η πεζολογική αντίληψη της πραγματικότητας και ο ποιητής εισδύει βαθύτερα στο «στοιχειακό» νόημα του κόσμου.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον ύμνο στην Βαϊοφόρο, στον οποίο βασικό ρόλο παίζουν τα παιδιά, που υμνούν τον Χριστό. Σε ένα σύνηθες «νεωτερικό» ποίημα, από αυτά του συρμού, έργο του καλλιτέχνη είναι κατά βάση να ανακαλύψει τι «αισθάνονται»» τα συγκεκριμένα άτομα, εδώ τα παιδιά (ως καρτεσιανά «ego»), ενώ μπαίνει ο Χριστός θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για την κυριαρχία της «υποκειμενικότητας» στην εποχή της νεωτερικότητας, που ζημίωσε κατά πολύ την ποίηση – συνέχισαν να υπάρχουν ασφαλώς μεγάλοι ποιητές.
Ο Ρωμανός λοιπόν, καταλαβαίνοντας από διαχρονία, βάζει τα παιδιά να λένε πράγματα που στο σημερινό αναγνώστη ηχούν παράξενα: «Ωσαννά στον υπαίθριο υιό του Δαυίδ…. άλλη δε θάρθει μαυρίλα μας, οπού να (μας) χαλάσουν τόσα σμήνη από βρέφη… σπαθί κανένα δε μας πιάνει τώρα πια, … γι’ αυτό κ᾿ εμείς αγαλλιώντας ψάλλουμε: Ευλογημένος, ω εσύ που έρχεσαι…»[1]. Με άλλα λόγια, τα παιδιά της Βαϊοφόρου κατά μυστικό τρόπο είναι τα ίδια με τα σφαγιασθέντα από τον Ηρώδη νήπια της Βηθλεέμ. Παραδόξως , «θυμούνται» ότι τα «σκότωσαν», ζουν τον νηπιακό φόνο, ζουν επίσης την ομαδική σφαγή ως αποτυπωμένο μέσα τους βίωμα. Αγαλλιούν επίσης που τώρα πια κανείς δεν πρόκειται να τα πειράξει –γιατί ο Χριστός είναι και πάλι μυστικώς ο προστάτης κάθε παιδιού, κάθε ανθρώπου που επίσης «νηπιάζει» ως προς την κακία.
Πρόκειται για ένα «εύρημα» που συνιστά, όπως είπαμε, εκφραστικό τροπισμό της αλήθειας (θα ήταν κρίμα να το απαξιώσουμε ως ποιητική «τεχνική»), μαζί και της γλώσσας, καθώς στην ουσία εναλλάσσονται, συγχεόμενες απαλά και μειλίχια, οι φωνές των παλαιών και των νέων νηπίων. Το αποτέλεσμα, τελικά, δεν μιλά κανένα παιδί ως «εξατομικευμένη» περίπτωση, αλλά το παιδί εν γένει, για την ακρίβεια όλα τα παιδιά μαζί. Η μαζική σφαγή σημαίνει, κατά τον ποιητή, το ίδιο πράγμα για το κάθε νήπιο, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Είναι ανοησία να πιστέψει κανείς ότι αυτό το βίωμα «εξατομικεύεται». Κάθε παιδί έχει επίσης ένα και μόνο ένα τρόπο να θυμάται την μοίρα όλων των αδικοχαμένων παιδιών σύμπασας της ιστορίας, των οποίων η θυσία, έστω κι αν δεν την κατέγραψε κανένα κατάστιχο, μυστικά υπάρχει κρυμμένη κάπου και σήμερα, δηλητηριάζοντας το παρόν. Είναι αυτό που λέμε «τραγωδία του ανθρώπου», τραγωδία της Ιστορίας –όλα όμως τα μεταμορφώνει ο Χριστός.
Πιο κάτω, όπως ήδη αναφέραμε, για να φανεί η αχαριστία των σταυρωτών του Χριστού, ο Ρωμανός βάζει ως παρόντες στο πλήθος που ζητά την καταδίκη του Κυρίου, όλους όσους υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες στις αναστάσεις νεκρών που θαυματούργησε ο Χριστός. Βρίσκονται λοιπόν εκεί και οι αχθοφόροι του νεκρού γιου της χήρας της Ναϊν, όσοι είχαν συρρεύσει στο σπίτι της θυγατέρας του Ιαείρου, και όσοι φυσικά είδαν τον Λάζαρο να βγαίνει με τα λευκά σάβανά του από τον τάφο. Ασφαλώς, ο ποιητής δεν κάθισε να τους καταμετρήσει, να δει αν καθένας τους ξεχωριστά, και πάλι ως «ατομική περίπτωση», ήταν μέσα στον όχλο των Ιουδαίων που φώναζε το «σταύρωσον». Απλά γνωρίζει ότι είναι στη φύση της αχαριστίας- η οποία και πάλι δεν αποτελεί δυστυχώς «εξατομικευμένο» βίωμα, αλλά εγγενή καθολική ροπή του «πεπτωκότος» ανθρώπου- να στρέφεται με μεγαλύτερο μένος κατά του ευεργέτη. Ο αχάριστος μπορεί να καταδιώξει ακόμη και αυτόν που τον ανέστησε! Η αγνωμοσύνη δεν σταματά μπροστά σε καμιά θαυματουργία, καθώς η ανθρώπινη ελευθερία δεν πειθαναγκάζεται ούτε με ό,τι λέμε «θαύμα». Γι’ αυτό το «θαύμα» έχει πάντα έναν κατηχητικό και μυσταγωγικό χαρακτήρα, όπως φαίνεται στη Βίβλο. Ορισμένα γεγονότα, όπως το διαισθάνεται η Ποίηση, διαπλέκονται κρυφίως. Για να καταλάβει κανείς την αχαριστία, χρειάζεται οπωσδήποτε η ανάσταση ενός νεκρού, γιατί η αχαριστία έχει ως ιδίωμα της φύσεώς της να νεκρώνει την ζωή, να επιστρέφει τη χαρά πίσω στη σήψη. Περαιτέρω, η αγνωμοσύνη χρειάζεται την ψαύση του σώματος ενός εγερθέντος κεκοιμημένου, γιατί αποτελεί, πέρα από «αίσθημα», και σωματικό γεγονός, όπως η αγάπη, όπως ο έρωτας, το φιλί. Είμαστε αγνώμονες προπαντός με το σώμα μας: χέρια που ψηλάφησαν το ζεστό σώμα του γιου της χήρας, προσπαθούν τώρα να του μεταδώσουν την καυστικό αίσθημα της αχαριστίας. Και πάλι, ξεφεύγουμε από τη ψυχολογίζουσα ποίηση. Ωστόσο, ελλείπει ο χώρος για να πούμε κάτι περισσότερο σχετικά με τον χειρισμό της διαχρονίας στον Ρωμανό.
***************
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας, που υποκρύπτεται στον Ρωμανό, έχει και ο τρόπος που δομείται ο χώρος, θέμα που θα το εξετάσουμε επίσης σε συνάρτηση με το χρόνο. Θα πάρουμε ως παράδειγμα τον θαυμάσιο ύμνο στον Ιωσήφ τον πάγκαλο, του οποίου η Εκκλησία μας τιμά την «μνήμην» την Μεγάλη Δευτέρα. Στον συγκεκριμένο ύμνο φαίνεται ότι ο Ρωμανός ήταν πολύ εξοικειωμένος με την ασκητική γραμματεία της Εκκλησίας.
Λέγεται λοιπόν αρχικά για την Αιγυπτία, την σύζυγο του Πετεφρή, που προσπαθούσε να πλανέψει τον σώφρονα Ιωσήφ, ότι «δεν μπορούσε να φανερώσει το πάθος της, γιατί όταν ο Ιωσήφ ήταν παρών υπέφερε, όταν πάλι απουσίαζε ακόμη περισσότερο καιγόταν».[2]. Υπάρχει δηλαδή ένα «κενό χρόνου», γιατί κάτι που δεν φανερώνεται, που δεν μπορεί υπό κάποια συνθήκη να αποκαλυφθεί –ο Ιωσήφ είτε ήταν παρών είτε όχι, και δεν υπάρχει «τρίτος όρος»- χαρακτηρίζεται με ριζική έννοια «ανομολόγητο» και ως τέτοιο, ως φύσει ανεκδήλωτο, αποτελεί μια πρόκληση στο χρόνο. Συνιστα μια α-χρονία. Τι είναι άραγε μια ουσία δίχως εκδηλώσεις; Και είναι ακριβώς η Αιγύπτια που πάσχει από αυτόν τον καταναγκασμό του «ανείπωτου»: το πάθος εδώ δεν ορίζεται απλώς ως κάτι κακό, αλλά ως μια «παγίδα», που ρίχνει κάποιον στο κενό. Αυτό θα πει βαθύτερα ότι το πάθος «παγιδεύει». «Κινείται» κανείς, αλλά μένοντας, κατά κάποιο τρόπο, ακίνητος.
Τελικά, όχι ακριβώς ως εκδήλωση της επιθυμίας της, να αμαρτήσει δηλαδή αμέσως μαζί του, αλλά ως «μεταφορά» αυτής, εφευρίσκει την «κολακεία» (υπάρχει μια τεχνολογία του κακού). Αρχίζει να κολακεύει τον νέο, χωρίς να λέγεται ως προς τί ακριβώς. Ήταν μια κολακεία δίχως αντικείμενο, αφού δεν μπορούσε να μιλήσει ευθέως για κάποια αρετή του –άλλωστε αυτός ο έπαινος της αρετής θα ακύρωνε την προσπάθειά της. Έτσι η «κολακεία» είναι κάτι αυτοαναφορικό, κάτι που είναι μόνο «τρόπος», μίμηση δίχως μιμούμενο.
Κατόπιν, ο διάβολος συμβουλεύει την Αιγυπτία να λειτουργήσει απλά ως «γυναίκα», να ξεφύγει δηλαδή από την ατομικότητά της ως ιδιαιτέρου προσώπου, να φερθεί ως απόγονος της Εύας. Δεν πρόκειται για κάποια γυναικεία «φύση», όπως θα έσπευδαν να κατηγορήσουν τον ποιητή κάποιοι φεμινιστές: ο Ρωμανός εννοεί ότι την συμβουλεύει να μείνει πιστή στο «έθος», στην παθολογία της γυναίκας- έχει και ο άνδρας την δικιά του επίσης. Αν κάτι έγινε μια φορά από κάποιον ή κάποια, εγγράφεται στο ιστορικό του «φύλου» του: έτσι κάνουν οι γυναίκες, έτσι κάνουν οι άνδρες. Αρά, ο εχθρός επικαλείται την διάρκεια. Την συμβουλεύει να καλλωπιστεί όσο περισσότερο μπορεί, γιατί «μπροστά μας έχουμε αγώνες δύσκολους και γενναίους», εννοώντας ότι ο νέος πρέπει να υποκύψει. Στο σημείο αυτό, η έννοια «αγώνας» υποδηλώνει κάτι σαν την «εγγενή» αντιπαλότητα των δύο φυλών. Στο διάβα του καιρού, πράγματι, οι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας, με τις πράξεις τους, έγιναν οιονεί «ασύμβατοι» μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η διαρκής πάλη τους να είναι ο κανόνας. Και ο καθένας θεωρεί μεγάλη νίκη όχι να «κοινωνήσει», αλλά απλά να εξαπατήσει τον άλλο (σημειωτέον, ο Λακάν πιστεύει ότι όντως τα δύο φύλα είναι μεταξύ τους ασύμβατα, και ότι επιπρόσθετα κάθε επικοινωνία άνδρα και γυναίκας είναι εξορισμού «εξαπάτηση»). Ο Ιωσήφ απλά φεύγει ∙ «φεύγε και σώζου», λένε οι πατέρες για τον σαρκικό πειρασμό. Δηλαδή, μην κάθεσαι να συνομιλήσεις, να αντιμιλήσεις στην επιθυμία, γιατί απλά θα χάσεις. Όταν πιάνεις κουβέντα με αυτό που κατάντησε να γίνει ασύμβατο μαζί σου λόγω του «παλαιού ανθρώπου» –εδεμική κατάσταση έκανε ξανά τον γάμο ο Χριστός, αλλά αυτό σημαίνει και διαρκή ασκητικό αγώνα ώστε να έχει κανείς και την αγάπη του Χριστού-, είναι επικίνδυνο. Και ο Ιωσήφ φεύγει. Το δωμάτιο είναι πια κενό.
Στη συνέχεια, η σύζυγός του Πετεφρή στέλνει μια γυναίκα «μεσίτρια», η οποία, μόνο αυτή, τολμά να μιλήσει για το πάθος της κυρίας της κατά «κυριολεξίαν», να το κατονομάσει. Η «μεσίτρια» δηλαδή βοηθά την Αιγυπτία «να παρηγορήσει το πάθος της», όπως λέγεται με μια λεπτή παρατήρηση. Ξαλαφρώνει δηλαδή, καθώς, κατά κάποιο τρόπο, η υπηρέτρια είναι αυτή που κάνει το ανείπωτο δυνατό να ειπωθεί, ο καταλύτης που γίνεται αιτία να αρθρώσει επιτέλους η ίδια το λόγο της, που κάνει τον «κενό χρόνο» συνηθισμένη περίπτωση. «Είναι κάτι σύνηθες». Δίνοντάς της ένα είδος συνείδησης, ο «μεσίτης» λοιπόν αναδεικνύεται σε κάτι περισσότερο από «μεσίτη»: είναι το «alter ego» του υποφέροντος το πάθος, πιο πολύ ίσως το «ego». Και τώρα ο μεταφορικός «χώρος» του λόγου και της γλώσσας μετατοπίζεται και αλλάζει.
Έχοντας πάρει λοιπόν τον λόγο της πίσω, χάρη στην βοηθό της, ξέροντας επιτέλους ποια είναι, βαφτίζει τον εαυτό της «κυρά», αρχόντισσα, και λέγει στον Ιωσήφ ότι «σε αγόρασα ως δούλο, (αλλά) σε έκανα αφέντη σε όλο το σπίτι, γίνε λοιπόν κι εμένα, της κυρίας σου, κύριος. Δεν πιστεύω ότι προσβάλλομαι με το να κατεβαίνω στο επίπεδό σου…». Το σημαντικό είναι πια να υπάρξει το αδιαφοροποίητο, να καταργηθούν ψυχοδυναμικά οι ιδιότητες του κυρίου και του δούλου, οι συμβολικές σημασίες. Να μην καταργηθούν όμως και πραγματικά: «γίνε κι εσύ κύριος της κύριας σου». Ο οίκος πια πρέπει να γίνει ένας δίχως διάταξη και σαφή οροθέτηση όγκος, όπου κανείς δεν είναι κανείς, οι κανόνες πέφτουν. Τελικό εφόδιο του ατόμου μένει η επιθυμία, που δεν μπορεί παρά να είναι αυτή του παλαιού ανθρώπου. Γενικά, βασική επιδίωξη ακόμη και στον σύγχρονο πόλεμο, που επιχειρούν οι ισχυροί, είναι να φέρουν τον αντίπαλο σε «νηπιώδη κατάσταση», να εξαλείψουν το οργανωμένο σύστημα των συμβολισμών του, χωρίς βέβαια να μεσολαβήσει κάποια εκ μέρους του συνειδητή εξέγερση ή επανάσταση. Έτσι ξαφνικά: «άσε τις σημασίες». Και η γυναίκα προχωρεί λέγοντας το ισοπεδωτικό «…όλοι είμαστε ισότιμοι μεταξύ μας», με την έννοια μιας μεταμοντέρνας, όπως θα λέγαμε, «ισοτιμίας», όπου όλοι είναι απλά ίδιοι. Δεν υπάρχει ετερότητα, μην προσβάλλεις εμένα, γιατί προσβάλλεις τον εαυτό σου- είμαστε το ίδιο. Δεν υπάρχει αμαρτία. «Μην φοβηθείς αυτούς που λένε ότι όλα τα βλέπει το μάτι που πότε δεν κοιμάται».
Κατόπιν, αφού αδρανοποιήσει τις σημασίες, είναι η ίδια που μπορεί να απονείμει, να διαχειριστεί τα χαρίσματα: «σε προτιμώ γιατί έχεις στα μάτια τη συστολή», λέγει μεταξύ άλλων! Με άλλα λόγια, τον προσκαλεί να εγκαταλείψει την σεμνότητα γιατί είναι σεμνός… Εννοεί -ξανά ο Λακάν έχει πράγματα να πει εδώ- ότι μέσα στην αγνότητα υπάρχει φύσει η ακολασία, καθώς το αγνό γεννά την επιθυμία, το συνεσταλμένο ξυπνά την επιθυμία για παράβαση. Έτσι ερμήνευαν ανέκαθεν την αγνότητα παλαιοί και νέοι «μεταμοντέρνοι». Εν γένει, κάθε αρετή είναι γι’ αυτούς η κρυφή μήτρα μιας μη διαγνωσμένης πονηρίας, δεν υπάρχει αληθινή αγάπη, αληθινή ταπείνωση, αληθινή θυσία –«θυσιάζονται οι άνθρωποι για να σώσουν το είδος τους», λέγει πχ ως και η κοινωνιοβιολογία.…
Ο Ιωσήφ αντιλαμβάνεται πρώτα απ’ όλα ότι ο χώρος είναι ήδη κενός, εντελώς άδειος («…Γιατί είχε διώξει όλους τους άλλους από το σπίτι…»). Αυτή η έλλειψη «κοινού» (παρόλο που πριν το επικαλέστηκε η Αιγυπτία, λέγοντας στον Ιωσήφ ότι «δεν θα σε αποκαλούν πια δούλο, όταν κοιμηθείς με αρχόντισσα»), κάνει πιο δύσκολο τον αγώνα του Ιωσήφ, γιατί δεν υπάρχει πια κάποιος να επιβεβαιώσει την αξία της αρετής. Είναι μόνος του, και πρέπει να στραφεί αποκλειστικά, τρόπον τίνα, στην πίστη του. Πρέπει να «θυμάται», με ένα είδος ζωογόνου μνήμης, τον λόγο περί αρετής- τα ίδια διηγούνται και πολλοί έγκλειστοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ότι σώθηκε τελικά ο εαυτός τους με αυτή την ζωογόνο «μνήμη». Η αρετή είναι άλλωστε πάντα ένα «εντέλλεσθαι», όχι μια ψυχολογίζουσα ανταπόκριση της στιγμής σε κάποιο ερέθισμα, γι’ αυτό και πρέπει να «θυμάται» κανείς. Η μοναξιά κάνει λοιπόν πιο δύσκολο τον αγώνα, εφόσον κανείς πρέπει να βασιστεί στο «εαυτό» του, αλλά όχι στο «εγώ» του- και η διάκριση είναι δύσκολη. Κατόπιν, ακολουθεί η στιγμή της σκληρής πάλης, καθώς παλεύουν προσωποποιημένες η αγνότητα με τη λαγνεία να κερδίσουν τον νέο, ενώ η Αιγυπτία προσπαθεί να αγγίξει τον Ιωσήφ. Είναι μια στιγμή μεγάλου ηθικού αγώνα, του οποίου δυστυχώς προσπαθεί να αρνηθεί την ύπαρξη ο σύγχρονος «πολιτισμός». «Και αυτός που αγαπά, αγαπά γιατί απλώς αυτό του αρέσει ως ζήτημα προσωπικής, εγωτικής επιλογής», αποφαίνεται ο σύγχρονος κόσμος.
Ακολουθεί όμως ένας λόγος του Ιωσήφ που «αποδομεί» πλήρως τον περί δουλείας λόγο της Αιγυπτίας («το σώμα μου πουλήθηκε, η γνώμη μου όμως είναι ελεύθερη»). Η γυναίκα αναγκάζεται να το ομολογήσει («κάθε έργο που αρμόζει σε ελεύθερο το εξετέλεσες»), και ρίχνει το μέγα επιχείρημα : «σχετίσου μαζί μου, κι εγώ θα σε κάνω άρχοντα όλων των Αιγυπτίων, για να μεταδώσεις σε αυτούς όλα τα αγαθά». Δεν πρόκειται τόσο για μια αναφορά στις τιμές που θα απολαύσει ο Ιωσήφ, στο ότι μπορεί να γίνει και μέγας άρχοντας, όσο μια πρόσκληση στον νέο να μπορέσει, διά της αμαρτίας, να κάνει τελικά «ιεραποστολή». Όλοι θα γίνουν καλοί εξαιτίας του. Από αυτό το δίλημμα όμως μας βγάζει όλους ο περίφημος λόγος του Αββά Ισαάκ, που έχει περίπου ως εξής: «προτίμησε την μετά ταπεινώσεως ησυχία από το να αναστήσεις νεκρούς και να επιστρέψεις στον Θεό έθνη πολλά». Ακολουθεί κατόπιν και ένας λόγος του Ιωσήφ που δείχνει το φιλότιμό του –ο Ρωμανός προτιμά συχνά την απλή, μα όχι απλοϊκή ηθική: «είναι ανεπίτρεπτο να μιάνει κανείς το γάμο άλλου άνδρα, ακόμη μεγαλύτερο αμάρτημα … να προσβάλω το κρεβάτι του αφέντη μου». Τότε βρίσκει πάτημα η Αιγυπτία να πει «κανένας στη γη δε βλέπει τι κάνουμε… από παντού μας κρύβουν οι τοίχοι κι από πάνω (δηλαδή έναντι του Θεού) ακόμα η στέγη…». Πράγματι, όπως εξηγεί κάπου και ο π. Συμεών Κραγιόπουλος, υπάρχει ένας εσωτερικός «τόπος», όπου νομίζει κανείς ότι μπορεί να κρυφτεί ακόμη και έναντι του Θεού. Μερικοί φθάνουν μάλιστα στο σημείο να νεκρώσουν τα ίδια τους τα συναισθήματα, λέγει ο πατήρ, ώστε να μην «μπορεί» ούτε και ο Θεός να φτάσει εκεί. Δεν θέλουν να εισχωρήσει κανείς στον μυστικό τόπο της καρδίας τους. Έτσι και εδώ, η Αιγυπτία λέγει ότι υπάρχει «χώρος» μη ορατός από οποιαδήποτε μεριά, και άρα ανύπαρκτος. Ό,τι δεν βλέπεται, δεν μπορεί να υφίσταται καν. Εκεί μέσα, στον «ου τόπο» της αμαρτίας, στον «ου τόπο των αισθήσεων», μπορεί να υπάρξει η φιλοσαρκία, ως παράσιτο μεν, ικανό όμως να συντηρήσει τον παλαιό άνθρωπο, που δεν θέλει να πεθάνει. «Δεν θα μας δει ούτε κι ο Θεός, γιατί από πάνω υπάρχει η στέγη…». Είναι η ίδια στέγη με την σημερινή: «ποιος ξέρει τι συμβαίνει με τη μέλλουσα ζωή…». Ο Ιωσήφ απάντα τότε ότι «όλα είναι γυμνά και φανερά για εκείνον που γνωρίζεις τις κρυφές αμαρτίες…», γιατί τα πάντα είναι φύσει ευδιάκριτα, αντιληπτά, και αναγνωστέα. Αυτό είναι το φοβερό. Η γύμνια της ακολασίας θα απογυμνωθεί και αυτή, θα «κριθεί», γιατί δεν παύει να αποτελεί ανθρώπινη πράξη. Δεν υπάρχει κάτι, όπως νομίζουν μερικοί, που να ξεφεύγει από τον διπλό χαρακτήρα του «πάσχειν» ή του «ενεργείν»: αλίμονο, η «συμπεριφορά» δεν είναι πότε μόνο «συμπεριφορά». Θα ακουστεί σίγουρα κάποτε εκείνο το αδυσώπητο ερώτημα «Αδάμ, που ει;», όπως πάλι λέγει ο π. Συμεών. Και αλίμονο, αυτό το ερώτημα ηχεί πιο δυνατό και από το «Αδάμ, τι έκανες;». Πού στ’ αλήθεια βρίσκεσαι ως πρόσωπο, Αδάμ;
***************
Η Αιγυπτία τότε αρπάζει τον χιτώνα του σώφρονος νέου και αυτός φεύγει, αφήνοντας την να κρατά στα χέρια της λίγα κομμάτια από το ύφασμα. Και ο ύμνος τελειώνει με άλλο ένα υπέροχο «τέχνασμα», που όμως θα το θαύμαζαν οι σύγχρονοι ψυχαναλυτές: ο χιτώνας που σκίζει η Αιγυπτία είναι (οιονεί) ο ίδιος με εκείνον που φορούσε ο Ιωσήφ μικρός, εκείνον που έσχισαν τα αδέλφια του και έβαψαν με αίμα, για να πουν ψέματα στον πατέρα τους ότι κάποιο θεριό τον κατασπάραξε...Είναι τόσο δυνατό και υπαινικτικό, που θα ήταν κρίμα να το σχολιάσουμε… Και ο Ρωμανός τελειώνει τον ύμνο με μια παράκληση στον Χριστό και την Παναγία, να σωθεί από όλα τα δεινά, «γιατί όλα τα βλέπει το μάτι που ποτέ δεν κοιμάται».
Ευτυχώς, και το άγρυπνο μάτι του ένθεου ποιητή αποζήτησε και αποκάλυψε με τρόπο φιλόκαλο την αλήθεια.
[1] Μεταφράζει ο Νίκος Καρούζος.
[2] Η μετάφραση του ύμνου προέρχεται από το βιβλίο «Βυζαντινή Ποίηση» της Αλεξάνδρας Ζερβουδάκη.
Εικόνα: Παναγία Μεσήτρια και Ρωμανός ο Μελωδός. Ρωσική αγιογραφία του 17ου αι.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Ἐκεῑνο πού ἔχουμε χάσει εἶναι ἡ «ΠΑΝΤΕΡΠΝΗ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ» ὄχι ὡς σχῆμα λόγου ἀλλά ὡς τόπο τῆς ὕπαρξης. Σάν νά ἔχουμε σύρει μιά βαριά ταφόπλακα- τήν ταφόπλακα τοῦ ὑπαρξιακοῦ θανάτου πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Παντεπόπτη Ὀφθαλμό- κινούμεθα καί νοοῦμε πιά στόν «οὐ τόπο» τῆς λήθης.
Ὡς ὀντολογική πυξίδα μνήμης διαχρονικά ἐπιμένει ἡ λέξη ἀ-λήθεια νά σηματοδοτεῖ μνήμη ἐπιστροφῆς στόν «τόπο». Στόν «τόπο» ὅπου τό μυστήριο εἶναι σῶμα εὐχαριστιακό καί τό σῶμα μυστήριο στό ὁποῖο εὐχαριστιακά ἐνσκηνώνει ὀ Λόγος τῆς ὕπαρξης.
Κάπως ἔτσι αὐτοεξόριστοι μέ ξεσκισμένο καί αἱματοβαμένο τόν ἱερό χιτώνα πορευόμεθα ἀποτασσόμενοι τήν ἅλω καί συντασσόμενοι λάγνα τήν φιδοῦσα κόμη τῆς ὀρθοδαιμονικῆς Μέδουσας, ἐπί τόν ἱματισμό Του βάζοντας κλῆρο, ἐμποτισμένοι πιά ὡς τό μεδούλι ἐρωτισμό ἀλογίας.
Γιά τό παραμυθητικά καθολικό ἄνοιγμα τῆς συνείδησης μέσα ἀπό τόν ποιητικό συν-ουσιασμό τοῦ ἱεροῦ Μελωδοῦ εὐχαριστίες.