Τῆς χελιδόνος ἀκούσας κατ´ὄρθρον κελαδούσης μοι · Εἰς τὰ ἐπιλόχεια ·  τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ

0
355


[Ἔαρ:]

εὐκρασία τοῦ ἀέρος·
ὥρα τοῦ ἔτους κατὰ τὴν πρὸς ἡμᾶς τοῦ ἡλίου πορείαν.
κλίνεται δὲ ἔαρος καὶ κράσει ἦρος·
καὶ ἡ δοτικὴ ἔαρι καὶ κράσει ἦρι.
ἔαρ λέγεται καὶ τὸ αἷμα
διὰ τὸ ἐν τῷ ἔαρι πλεονάζειν.
ἧχι κονίστραι ἄξεινοι λύθρῳ τε
καὶ εἴαρι πεπλή θασι.
πλεονασμῷ τοῦ ι.
ΣΟΥΔΑ

 

 

ΠΡΟΣΩΠΑ                                                                                                       ΤΟΠΟΣ
Θεοτόκος                                                                                                      Φάτνη
Χριστός                                                                                                        Άδης
Αδάμ
Εύα

Ο ορίζοντας του ποιητικού τοπίου

Σύμφωνα με την χειρόγραφη λειτουργική παράδοση το εν λόγω Κοντάκιο φέρεται να ψαλλόταν την Κυριακή αμέσως μετά τα Χριστούγεννα και ήταν αφιερωμένο ειδικά στην Θεοτόκο. Το καταληκτικό εφύμνιο του Προοιμίου και ακολούθως των Οίκων σταθερά δηλώνει στην ποιητική του Ρωμανού τόσο το κεντρικό του θέμα – ως αφηγηματικό άξονα, όσο και τον ποιητικό του πυρήνα – ως αναμνηστική και διδακτική λειτουργία : Εδώ το θεματικό κέντρο είναι « ἡ κεχαριτωμένη ».

Η Θεοτόκος όμως, παρότι το ποιητικό κέντρο, αποτελεί το όχημα της αναπτύξεως ενός ευρύτερου θέματος χωρίς ετούτο να σημαίνει πως για οποιονδήποτε λόγο η θέση της υποβαθμίζεται. Νομίζω πως αυτός ο ιδιάζων γραφικός χαρακτήρας του Ρωμανού εάν αναβαθμιστεί στην πλατιά έκφραση του έργου του, μας δίνει την εικόνα πως κατά νου είχε ένα αναλόγως πλατύ ποιητικό πρόγραμμα. Με αυτό θέλω να πω πως η γραφή του δεν πρέπει να επιμερίζεται στα σημεία αναπτύξεως του εκκλησιαστικού εορτολογικού κύκλου, αλλά πως ο ίδιος ο κύκλος αυτός λειτουργεί τόσο ως πλήρωμα, αλλά και ως υπέρβαση αυτών των σημείων. Στην ουσία, δηλαδή, η μεταστοιχείωση της εορτής σε ποίημα – η δημιουργία μεγάλων ύμνων για τις εκκλησιαστικές εορτές – δεν αφορά στις εορτές καθαυτές όσο στην ανακεφαλαιωτική τους λειτουργία εντός των γεγονότων της Σαρκώσεως, του Πάθους και της Αναστάσεως του Θεού Λόγου. Κάθε επιμέρους ποίημα του Ρωμανού λειτουργεί ως μέρος ενός μεγάλου – αυτοτελούς ποιητικού έργου που ως μοναδικό του θέμα έχει την αποκάλυψη και την εμφάνεια της θείας Οικονομίας.

Η εργασία αυτή υπήρξε στην κλασική βυζαντινή ζωγραφική παράδοση – και εξακολουθεί να είναι – ένας ιδιαιτέρως γνώριμος τόπος : Οι ζωγράφοι ανέπτυσσαν μία μεγάλη σύνθεση γύρω από ένα κεντρικό θέμα. Τα επεισόδια αυτής της συνθέσεως επιμερισμένα συνέτασσαν έναν κύκλο που οδηγούσε στο κεντρικό θέμα – στο κεντρικό πρόσωπο. Δείγματος χάριν : Το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου. Περί την εικόνα του αγίου, όπου ο ζωγράφος τον αποδίδει εντός της δόξας, ιστορούνταν ένα – ένα τα παθήματά του ή σημεία του βίου του. Κατ´ανάλογο τρόπο : Ο κύκλος του Ακαθίστου Ύμνου ή ο κύκλος του Ἄνωθεν οἱ προφῆται. Καθόλου παράδοξα τα δύο τελευταία αυτά θεομητορικά θέματα τυχαίνει να είναι τόσο ζωγραφικοί, όσο και ποιητικοί κύκλοι. Με την σειρά τους οι ποιητικοί κύκλοι δημιούργησαν και μουσικούς κύκλους : Σώζονται διαχρονικά μεγάλες έντεχνες συνθέσεις της παπαδικής τόσο για επιμέρους ύμνους του Ακαθίστου, όσο και για τον ύμνο Ἄνωθεν οἱ προφῆται. Η σύνθεση αυτών των στοιχείων μας προσφέρει μια καλή άποψη για τον τρόπο με τον οποίο εικόνα και λόγος συμπλεκόταν στον καθημερινό βυζαντινό βίο καθιστώντας ρευστά τα όριά τους συνεπώς εξόχως δυναμικά.

Το κοντάκιο του Ρωμανού αποτελεί τέτοια περίπτωση : Συνιστά μία ψηφίδα σε ένα συνειδητά πλατύ ποιητικό έργο. Μπορεί λοιπόν το εν λόγω κονδάκιο όπως υποσημαίνει η χειρόγραφη παράδοση να αφορούσε στα επιλόχεια της Παναγίας ωστόσο υφολογικά και θεματικά συνδέεται με τὸν θρῆνον τῆς Θετόκου ένα άλλο κοντάκιο που ψαλλόταν κατά την Μ. Πέμπτη. Αποκλειστική σχέση παρουσιάζει με το μοτίβο των Πρωτοπλάστων – με τον Αδάμ και την Εύα – καθότι επ´ αυτών οικοδομεί την θεματική του, οπότε και συνδέεται άμεσα με μία σειρά συναφών θεματολογικά ύμνων.

Η πλοκή είναι απλοϊκή : Η Θεοτόκος βρίσκεται στην φάτνη κρατώντας στην αγκαλιά της τον Χριστό˙ τραγουδά και κανακεύει το Παιδί (« Ὑμνολογούσης – κολακευούσης » : Οίκος γ´). Ο Ρωμανός δεν χάνει την ευκαιρία να ομολογήσει επίκαιρα την αειπαρθενία της Θεοτόκου συνεπώς και τους σχετικούς Όρους της Ε´ Οικουμενικής Συνόδου (553, Κωνσταντινούπολη) : « Τὴν σφραγῖδα τῆς παρθενίας μου ὁρῶσα ἀκατάλυτον* κηρύττω σε ἄτρεπτον λόγον σάρκα γενόμενον˙* οὐκ οἶδά σε λύτην τῆς φθορᾶς˙* ἁγνὴ γάρ εἰμι σοῦ προελθόντος ἐξ ἐμοῦ˙* ὡς γὰρ εὗρες ἔλιπες μήτραν ἐμὴν φυλάξας σώαν αὐτήν » (: Οίκος α´). Η Εύα ακούει μες τα βάθη του Άδη την φωνή της Θεοτόκου, τα λόγια της προς τον Χριστό, και σπεύδει να τα αναγγείλει στον Αδάμ. Ο Αδάμ προσπίπτει στην Θεοτόκο και παρακαλεί την αναμόρφωση του ανθρώπου στο αρχαίο κάλλος. Η Παναγία ως μεσίτρια πλέον του ανθρωπίνου γένους μεταφέρει στον Χριστό την ικεσία του Πρωτοπλάστου, ο οποίος ομολογεί πως αυτός υπήρξε ο λόγος της Σαρκώσεώς του και πως αυτό θα επιτευχθεί μόνο μέσα από την ανάληψη του Πάθους και την Ανάστασή του.

Σε αυτή την απλοϊκά εξυφασμένη αφήγηση υπάρχει ένα ποιητικό παράδοξο : Ο Χριστός παρότι νεογέννητος, κείμενος στην φάτνη, αναλαμβάνει τον λόγο. Η αποκάλυψη διά του ιδίου λόγου της θείας Οικονομίας αίφνης παρασταίνει  ενώπιόν μας τον Χριστό όχι ως βρέφος, αλλά ως τον ενήλικο άνδρα που επί του Σταυρού τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται (Ης. νβ´, 13). Η χρονική αυτή ρευστότητα που σημειώνει το άχρονο της Οικονομίας μεταβάλει και το τοπικό αίσθημα : Βρισκόμαστε στην φάτνη ή σε έναν τάφο; Η Θεοτόκος νανουρίζει το Παιδί ή θρηνεί στον Γολγοθά; Το άστρο φέρνει στους Πέρσες Μάγους το χαρμόσυνο γενέθλιο μήνυμα ή το ηλιακό φως χάνεται από προσώπου της γης στην θέα του πάσχοντος Θεού;

Τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν ποιητικές απαντήσεις, ούτε βεβαίως ο Ρωμανός τις θεωρεί επιβεβλημένες. Δίνει μονάχα μία απάντηση σε ένα ερώτημα που εύλογα υπονοείται στον ιε´ Οίκο :  « Σε ποια γλώσσα άραγε ο Χριστός μιλά; Σε ποια γλώσσα απευθύνει όλα ετούτα; » ˙ « Σε όποια γλώσσα θελήσει : αυτός έχει πλάσει όλες τις γλώσσες (« Τοιαῦτα εἰπόντος τοῦ πᾶσαν γλῶσσαν πλάσαντος »).

Ο Ρωμανός ωστόσο χτίζει την αφήγησή του σε ένα δεδομένα έξω – βιβλικό – υπό προϋποθέσεις και αντικανονικό – περιβάλλον : Πως μπορεί ο ποιητής να πλάθει φανταστικούς διαλόγους; Πως μας παραδίδει διαλόγους του Χριστού με την Μητέρα του αφού τέτοιους διαλόγους η κανονική παράδοση δεν διασώζει; Πως η φαντασία υπερτερεί της πειθαρχίας στον κανόνα; Τα ερωτήματα αυτά υπερβαίνουν ετούτη την εργασία ωστόσο στις απαντήσεις τους ίσως κρύβεται και ο λόγος για τον οποίο το είδος των Κοντακίων περιθωριοποιήθηκε και τελικά εξέλειπε από την εκκλησιαστική λειτουργική τάξη : Η ανάπτυξή τους υπήρξε ιδιαιτέρως ελεύθερα « εθνική », συγγενής των θύραθεν ποιητικών παραδόσεων κάτι που βεβαίως δεν πρέπει να καλοέβλεπε η βυζαντινή πολιτική ορθοδοξία.

Ο Ρωμανός λοιπόν δημιουργεί ένα επιμέρους επεισόδιο που ως βασικό του άξονα έχει την ανάδειξη του μυστηρίου της θείας Συγκαταβάσεως. Ετούτο το καταφέρνει χωρώντας τρεις ολόκληρες ενότητες διαλόγων σε μόλις δεκαοκτώ συνολικά Οίκους. Αυτοί διαρθρώνονται ως εξής και έτσι θα τους προσεγγίσουμε: α. Διάλογος Πρωτοπλάστων, β. Διάλογος Πρωτοπλάστων – Θεοτόκου και γ. Διάλογος Θεοτόκου – Χριστού.

Πρέπει όμως να σημειώσω πως η εντατική κι εκτατική ανάγνωση του έργου του αναδεικνύει πολλές αναγνωστικές όψεις. Σε ετούτο το κοντάκιο ο Ρωμανός φαίνεται  προοδευτικά να υπονοεί πως ο Αδάμ καταρχάς στερήθηκε την συνειδητοποίηση και την αίσθηση του κάλλους. Η αναμόρφωσή του στο αρχαίο κάλλος σημαίνει και την δυνατότητα εμβίωσης αυτής της χαμένης ομορφιάς˙ του Παραδείσου. Αυτό όμως σήμαινε μία νέκρωση και των πραγματικών του αισθήσεων, έτσι που να μην μπορούν να συλλάβουν ο,τι όμορφο. Η αποκατάσταση των Πρωτοπλάστων σημαίνει την δυνατότητα όψεως αυτού του κάλλους.

Στην προσέγγιση που θα ακολουθήσει δεν θα συμπεριλάβω την αφή και την γεύση˙ στο ποίημα όμως έστω και περιορισμένα εντοπίζονται, αλλά αφορούν κυρίως στην αναστάσιμη ποιητική γραφή του Ρωμανού, καθότι ως θέματα παρουσιάζονται και μπορούν να αναζητηθούν στις ανάλογες υμνολογικές ενότητες.

Τὸν ἰσοθάνατον ὕπνον, Ἀδάμ, ἀφεὶς ἀνάστηθι : Οι Οφθαλμοί

Η φωνή της Θεοτόκου είναι αυτή που ανακινεί την διάνοια και τις αισθήσεις της Εύας (Οίκος γ’). Φαίνεται πως ο ποιητής θέλει την Εύα να αφουγκράζεται πρώτη την Παναγία, καταρχάς, γιατί κι αυτή υπήρξε γυναίκα και μάνα. Πρόκειται εδώ όμως για τα προοίμια της λύσεως της κατάρας : Ο καρπός της Θεοτόκου βλασταίνει μέσα σε κανακέματα και τραγούδια˙ η Εύα γέννησε μέσα σε οδύνες και θλίψη. Περισσότερο όμως η Εύα φέρεται να ανταποκρίνεται πρώτη στην σωτηριώδη κλήση ως αντίλυτρο της λύπης που προκάλεσε ο παρασυρμός της στην πλεκτάνη του φιδιού. Κι αμέσως το ομολογεί : « ἐμὲ γάρ ποτε εἷλεν ὁ ὄφις καὶ σκιρτᾷ˙* ἀλλ´ἄρτι ὁρῶν τοὺς ἐξ ἡμῶν φεύγει συρτῶς˙* κατ´ ἐμοῦ ὕψωσε τὴν κεφαλήν˙ νυνὶ δὲ ταπεινωθεὶς κολακεύει, οὐ χλευάζει » (Οίκος δ´). Ο Ρωμανός επιστρέφει στο φίδι στο Κοντάκιο εἰς τὸ Πάθος για να χτίσει μία παραδοξότητα πάνω στην αντίθεση : « Τίς εἶδεν ἀσπίδα ἀντὶ τοῦ ἰοῦ αὑτῆς γλυκὺ μέλι προσφέρουσαν; » (« Ποιος γνώρισε ποτέ οχιά να ξερνά μέλι γλυκό αντί για δηλητήριο » : Οίκος δ΄).

Το ήχημα της Θεοτόκου όμοιο με αυτό της χελιδόνας μες το πρωινό χάραμα σημαίνει την αρχή της ανοίξεως. Είναι η μετάβαση από το δειλινό της εξόδου στην δόξα της Ογδόης Ημέρας. Καταρχάς αυτή είναι μία συνθήκη όχι μεταλλαγής ή δυαλισμού αλλά διαύγειας : Η αντίθεση φωτός – σκότους δεν υποσημειώνει την σχέση καλού – κακού αλλά την υπαρκτική θέση του ανθρώπου ως ικανότητα να διακρίνει ανάμεσα στην ελεύθερη υπακοή στην διαθήκη του με τον Κύριο ή στην γοητεία του συριγμού του όφεως. Η ανυπακοή βυθίζει τον Αδάμ σε έναν ὕπνο ἰσοθάνατο, τον καθιστά πτῶμα (Οίκος δ´). Ο ύπνος αυτός δεν έχει προοπτική εξόδου, δεν έχει δυνατότητα θέασης ούτε του φωτός, ούτε το σκότους. Η νύχτα εδώ σημαίνει το αναπόδραστο, την αδυναμία του να γνωρίσω και να γνωριστώ : « Πάλιωσα μες τον Άδη » πικρά ομολογεί ο Αδάμ στον Οίκο θ΄. Ή έγραφε ο Ρωμανός στο Κοντάκιο της Συνάξεως των Χριστουγέννων : « Νὺξ ἀμειδὴς ἡ φύσις ἡ ἐμή, καὶ πῶς ἐξ αὐτῆς λάμψει ὁ ἥλιος; » ( « Είναι σαν νύχτα αγέλαστη η φύση μου και πως να λάμψει ο ήλιος από μέσα της; » : Οίκος ια´). Όταν πάλι ο ποιητής γράφει για την σκλαβιά του Ιωσήφ στην Αίγυπτο, στο ομώνυμο κοντάκιο που φέρεται να ψαλλόταν την μεγάλη Δευτέρα, την αποκαλεί ῥᾳθυμίας νύκτα που μόνο ο Κύριος μπορεί να αποτινάξει ἐκ τῶν ἐμῶν ὀμμάτων (Οίκος λστ´). Η ελευθερία της αλήθειας είναι ίδια η εαρινή ισημερία : « Ἀνέτειλεν ἤδη μοι ἡμέρα ἡ ἔχουσα ὡρῶν δωδεκάωρον »(Οίκος λζ´). Η έξοδος από την σκλαβιά στο ανέσπερο Φως : « Νύκτα ἠφάνισε τὴν ἀμειδῆ καὶ ἔδειξε μεσημβρίαν τὸ πᾶν˙* κατηύγασε τὴν οἰκουμένην τὸ ἀνέσπερον φῶς » (Οίκος ιστ´).   Και βέβαια η λύτρωση ως έξοδος στην αλήθεια της όντως ζωής στην ποιητική του Ρωμανού δεν θα μπορούσε να εκφραστεί δυναμικότερα παρά στο κοντάκιο των Θεοφανείων : « Τῷ τυφλωθέντι Ἀδὰμ ἐν  Ἐδὲμ ἐφἀνη ἥλιος ἐκ Βηθλεέμ,* καὶ ἤνοιξεν αὐτῷ τὰς κόρας ἀποπλύνας αὐτὰς Ἰορδάνου τοῖς ὕδασι˙* τῷ μεμελανωμένῳ καὶ συνεσκοτισμένῳ φῶς ἀνέτειλεν ἄσβεστον˙* οὐκέτι αὐτῷ νύξ, ἀλλὰ πάντα ἡμέρα˙ τὸ πρὸς πρωὶ πρωὶ δι´ αὐτὸν ἐγεννήθη˙* δειλινὸν γὰρ ἐκρύβη, ὡς γέγραπται˙* εὗρεν αὐγὴν φωτίζουσαν αὐτὸν ὁ πρὸς ἑσπέρας πεσών˙* ἀπηλλάγη τοῦ γνόφου καὶ προέφθασε πρὸς ὄρθρον* τὸν φανέντα καὶ φωτίσαντα πάντα » (Οίκος α´).

Η πτώση είχε νεκρώσει όλες του τις αισθήσεις Αδάμ. Σημείωνε ο Ρωμανός πως όταν η φωνή της γυναίκας ξυπνά τον Αδάμ εκείνος φέρεται σαν κάποιον που ξαφνικά σηκώνεται μέσα από έναν ύπνο βαθύ και κουνά απότομα το κεφάλι ώστε να αποτινάξει από πάνω του το μεθόριο ζωής και θανάτου : « ἐκ τῶν βλεφάρων τὸ βάρος εὐθέως ἀποθέμενος* ἀνανεύει ὡς ἐξ ὕπνου ». Μάλιστα στο κοντάκιο εἰς τὰ Θεοφάνια το πρώτο σύμπτωμα της βρώσεως του καρπού επιφέρει τύφλωση. Με τραγικό τρόπο ο ποιητής παρουσιάζει τον Προπάτορα να προσπαθεί τυφλός να πιάσει με τα χέρια του το φίδι που από μέρους του κακιασμένα περιγελά των γύμνια και την τύφλωση του ανθρώπου : « Ὅτε ἑκῶν ἐπηρώθη Ἀδὰμ καρποῦ γευσάμενος τυφλοποιοῦ* εὐθέως ἄκων ἐγυμνώθη˙ ὡς τυφλὸν γὰρ εὑρὼν* ὁ πηρώσας ἀπέδυσεν˙* ἦν οὖν γυμνὸς καὶ πηρὸς καὶ ψηλαφῶν ἐζήτει κατασχεῖν τὸν ἐκδύσαντα˙* ἐκεῖνος δὲ αὐτὸν θεωρῶν ἐπεγέλα » (Οίκος β´).

Ἄκουσόν μου : Η ακοή

Πρώτα ενεργοποιείται η όραση και ύστερα η ακοή : « Καὶ οὖς ἀνοίξας, ὃ ἔφραξε ἡ παρακοῇ » (Οίκος ε´). Το ακουστικό του αίσθημα αντιδρά όχι στην φωνή της Εύας – αυτή άλλωστε τον κάλεσε πρώτη – αλλά στο τραγούδι της Θεοτόκου – στην ομορφιά του σκοπού της χελιδόνας : « Λιγυροῦ ἀκούω κελαδήματος, τερπνού δὲ μινυρίσματος ˙* ἀλλὰ τοῦ μελίσματος νῦν ὁ φθόγγος οὐ τέρπει με˙* γυνὴ γάρ ἐστι ἧς καὶ φοβοῦμαι τὴν φωνήν˙* ἐν πείρᾳ εἰμί˙ ὅθεν τὸ θῆλυ δειλιῶ˙* ὁ μὲν ἦχος θέλγει με ὡς λιγυρός, τὸ ὄργανον δὲ δονεῖ,* μὴ ὡς πάλαι με πλανήσῃ ἐπιφέρουσα ὄνειδος (Οίκος ε´).

Ο Αδάμ σημειώνει δύο πράγματα : Αντιλαμβάνεται πως ο γλυκός σκοπός δεν έρχεται από την σύντροφό του˙ αλλά φοβάται – φοβάται το θηλυκό και την εξαπάτηση. Διαισθάνεται πως αν ακολουθήσει όπως άλλοτε την φωνή της γυναίκας θα το βρουν κακά μεγαλύτερα από την πτώση του. Η Εύα πρέπει με την σειρά της να τον διαβεβαιώσει για τις προθέσεις της, να τον πείσει πως τα λόγια της δεν θα αποτελέσουν πρόξενο πίκρας. Ο Ρωμανός στον θ΄ Οίκο αυτό που έχει να μας πει σημαίνει την έχθρα των φύλων, μία διάσταση που ιδρύθηκε μεταξύ τους κατά την πτώση και οφείλεται κυρίως στην αδυναμία του Αδάμ να δεχθεί την σύντροφό του και κυρίως να την αγαπήσει. Ο Προπάτορας φαίνεται πως εξακολουθεί στο αρχικό παράπτωμά του και αρνείται την προσωπική ευθύνη του απέναντι στον Θεό αποδίδοντας την πτώση του αποκλειστικά στην Εύα (Γεν. 3, 8-20). Η Εύα όμως θα ομολογήσει στην Θεοτόκο πως το μεγαλύτερο βάσανο για κείνη είναι οι κατηγορίες που διαρκώς της απαγγέλει Αδάμ. Όταν πια φτάνει στο σημείο να της εξομολογηθεί στην Θεοτόκο η στιχομυθία μοιάζει σαν διάλογος εμπιστοσύνης μεταξύ δύο γυναικών˙ διάλογος που περιγράφει τους αφόρητους καβγάδες της μίας με τον άντρα της. Άλλωστε η Εύα ανακεφαλαιώνοντας εκμυστηρεύεται στην Παναγία πως ανέχεται τις ταπεινώσεις ώσπου να την λυτρώσει : « (…) κἀμοῦ τῆς Εὔας ἄκουσον* (…) τὸ αἶσχος ἀποσόβησον,* ὡς εἰδυῖα, ὅτι πλέον* ἐγὼ ἡ τλήμων τοῖς ὀδυρμοῖς τοῖς τοῦ Ἀδὰμ πάσχω τὴν ψυχήν˙* τῆς τρυφῆς γὰρ οὗτος μνησκόμενος ἐμοὶ ἐπανίσταται* λοιδορῶν ὡς εἴθε μὴ τῆς πλευρᾶς μου ἐβλάστητας˙* « καλὸν ἦν μη σε λαβεῖν εἰς βοήθειάν μου˙* οὐκ ἔπιπτον γὰρ νῦν εἰς τοῦτον τὸν βυθόν »˙* καὶ λοιπὸν μὴ φέρουσα τοὺς ἐλεγμοὺς μηδὲ τὸν ὀνειδισμὸν* κατακάμπτω τὸν αὐχένα. ἕως οὗ ἀνορθώσεις με (…) ».

Τὸ γὰρ ἔαρ σε ἔφθασε : Η όσφρηση  

Η σάρκωση του Θεού Λόγου επιφαίνεται ως μια κραταιά άνοιξη. Οι πρωτόπλαστοι την συλλαμβάνουν οσφρητικά : « Τούτου τῆς νοτίδος ὀσφράνθητι καὶ εὐθέως ἐξάνθησον* ὡς στάχυς ὀρθόθητι˙ τὸ γὰρ ἔαρ σε ἔφθασε˙* Ἰησοῦς Χριστὸς πνέει ὡς αὔρα γλυκερά˙* τὸ καῦσος οὗ ἦς ἀποφυγὼν τὸ αὐστηρὸν » (Οίκος στ´).

Η αντίθετη εποχή της ανοίξεως και των τροπών του κλίματός της δεν είναι ο χειμώνας αλλά ο βαρύς καύσωνας. Η απώλεια του παραδείσου σημαίνεται σταθερά ως συνύπαρξη με αυτόν τον καύσωνα και η περιπλάνηση του Αδάμ στην εξορία ειν´η προσπάθεια απόδρασης από αυτήν την συνθήκη. Έγραφε ο Ρωμανός στο Κοντάκιο εἰς τὸ Πάθος : « Ὤλετο δίψῃ ὁ γηγενής, καύσωνι κατεφλέχθη* ἐν ἐρήμῳ πλανηθείς, ἐν ἀνύδρῳ,* καὶ ἰάσασθαι τὴν δίψαν οὐχ εὗρεν ὁ δύστηνος » (Οίκος ιη´). Η πάλι στο Αναστάσιμο κοντάκιο σημείωνε πως ο Αδάμ ανέμενε τον Χριστό καθώς η ξερή γη την μπόρα : « Ὥσπερ οὐρανοῦ ὑετὸν ἡ γῆ ἀπεκδέχεται,* οὕτως ἐν τῷ Ἅιδῃ Ἀδὰμ κρατούμενος ἔμενέ σε* τὸν τοῦ κόσμου σωτῆρα καὶ ζωῆς τὸν δοτῆρα » (Οίκος α´).

Από μακριά ο προπάτορας αισθάνεται τον Παράδεισο – ή μάλλον έναν νέο Παράδεισο – και μαζί του την άνοιξη και την απόλαυσή του. Εκείνο όμως που το ζωογονεί είναι η δρόσος του Πνεύματος, η δημιουργική δύναμη του Θεού που φύσηξε κάποτε εντός του. Η ανάμνηση της δρόσου είναι το σημείο της επιστροφής του και η ουσία της νοσταλγίας της αιώνιας αγάπης του Θεού. Είναι ράκος ο Αδάμ και ως τέτοιος θα πρέπει να συντάξει λογισμό επανόδου στην ποθεινά πατρίδα : « Ἔγνων, ὦ γύναι, τὸ ἔαρ καὶ τῆς τρυφῆς αἰσθάνομαι,* ἧς ἐξεπέσαμεν πάλαι˙ καὶ γὰρ ὁρῶ παράδεισον* νέον, ἄλλον, τὴν παρθένον* φέρουσαν κόλποις αὐτὸ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ὅπερ ποτὲ* Χερουβὶμ ἐτήρει τὸ ἅγιον πρὸς τὸ μὴ ψαῦσαί με˙* τοῦτο τοίνυν ἄψαυστον ἐγὼ βλέπων φυόμενον* ᾐσθόμην πνοῆς, σύζυγε, τῆς ζωοποιοῦ,* τῆς κόνιν ἐμὲ ὄντα καὶ ἄψυχον πηλὸν* ποιησάσης ἔμψυχον˙ ταύτης νυνὶ τῇ εὐοσμίᾳ ῥωσθεὶς* πορευθῶ πρὸς τὴν ἀνθοῦσαν τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν » (Οίκος ζ´).

Κι εδώ όμως ο Ρωμανός χτίζει σταθερά επί των αντιθέσεων : Όταν πια ο Χριστός κατεβαίνει στον Άδη, ο Θάνατος θα ομολογήσει πως το εύοσμο άνθος – ο Χριστός – μετατράπηκε σε δηλητήριο που ερέθισε τον λάρυγγά του και τον έκανε εμετικά να αποβάλει το ανθρώπινο γένος : « Τὸ ἄνθος τὸ γλυκάζον ἐμοὶ γέγονε τιθύμαλλος,* καὶ ὅλος μου ὁ φάρυγξ ἐπικράνθη ἐκ τῆς γεύσεως,* καὶ οὓς εἶχον ἀπέπτυσα » (Αναστάσιμο Κοντάκιο, Οίκος στ´).

Εἰ μη θάνω ὁ Ἀδὰμ οὐχ ὑγιαίνει  

Η ικεσία των Προπατόρων προς την Θεοτόκο καταλαμβάνει τους Οίκους η´ έως και ια´. Αναλαμβάνει την μεσιτεία προς τον Υιό της αφού προηγουμένως τους έχει αποκαλύψει την ταυτότητά του. Κυρίως όμως φροντίζει να τους επισημάνει την ελευθερία της σε σχέση με το μυστήριο της κυήσεως του Θεού Λόγου. Καθίσταται επίσης σαφές πως η μεσιτεία της εδράζεται κυρίως στην βαθύτατη λύπη της για την κατάσταση των πρωτοπλάστων – γονέων, αλλά και στην φυσική ευσπλαχνία της μάνας του Ελεήμονος, που δεν παύει ποτέ να τον παινεύει ως μάνα : « Υἱὸν οἰκτίρμονα ἔχω καὶ λίαν ἐλεήμονα ».

Ο διάλογος της Θεοτόκου με τον Χριστό ιστορείται από τον Οίκο ιβ´ έως και το τέλος του Κοντακίου. Εξηγεί στο Παιδί την αιτία της μεσιτείας της και την ανάγκη διασώσεως των Προπατόρων, συνεπώς σύνολου του ανθρώπου. Τρυφερά ο Χριστός αποκρίνεται στο αίτημά της δηλώνοντάς της πως το κορμί της κατοικημένο από τον Θεό γίνεται αιτία σωτηρίας των ανθρώπων : « Διὰ σὲ καὶ διὰ σοῦ σῴζω αὐτούς » (Οίκος ιγ´). Αυτή η τρυφερότητα ενέχει και την απλότητα των τρόπων του Θεου : « Μαζῶν δὲ τῶν σῶν βουλόμενος νῦν γαλουχῶ˙* ἐν ἀγκάλαις φέρεις με χάριν αὐτῶν˙ ὅν οὐχ ὁρᾷ Χερουβίμ,* ἰδοὺ βλέπεις καὶ βαστάζεις καὶ ὡς υἱὸν κολακεύεις με » (Οίκος ιγ´). Πάνω όμως από όλα ο Χριστός ομολογεί πως σώζει τον άνθρωπο νικημένος από την ίδια του την αγάπη για τον άνθρωπο : « Νικῶμαι διὰ τὸν πόθον, ὅν ἔχω πρὸς τὸν ἄνθρωπον ». Επ´αυτής του της ομολογίας προδιαγράφει την οδό του Πάθους˙ ο Ρωμανός σπεύδει και πάλι και πάντοτε να χτίσει επί των αντιθέτων έτσι που η τρυφερότητα να σπαράζεται από την σκληρότητα. Αυτή η σκληρότητα δεν προκύπτει τόσο από καθαυτό το Πάθος, όσο από την ειλικρίνειά του απέναντι στην Μητέρα του. Ο Χριστός εδώ επανέρχεται στην αιώνια ενεργουμένη στατικότητά του, στον χαρακτηριστικά « αυστηρό » Χριστό του Ρωμανού : « Τὸν ἐν ταῖς χερσί σου φερόμενον, τὰς χεῖρας ἡλούμενον* μετὰ μικρὸν ὄψει με, ὅτι στέργω τὸ γένος σου˙* ὅν σὺ γαλουχεῖς, ἄλλοι ποτίσουσι χολήν˙* ὅν καταφιλεῖς, μέλλει πληροῦσθαι ἐμπτυσμῶν˙* ὅν ζωὴν ἐκάλεσας, ἔχεις ἰδεῖν κρεμάμενον ἐν σταυρῷ καὶ δακρύσεις ὡς θανόντα, ἀλλ´ ἀσπάσῃ με ἀναστάντα » (Οίκος ιστ´).

Αυτονόητα η εξομολόγηση του Χριστού – η ομολογία της Οικονομίας – χαράζει εντός της Θεοτόκου το βασίλειο της ταραχής. Συνεπώς συνειδητά ο Ρωμανός δομεί τον Οίκο ιζ´ επί μίας ριζικής αντιθέσεως προς τον Οίκο α´. Τότε η Θεοτόκος κανάκευε το Παιδί έτσι : « Τὸν ἀγεώργητον βότρυν βλαστήσασα ἡ ἄμπελος* ὡς ἐπὶ κλάδων ἀγκάλαις ἐβάσταζε καὶ ἔλεγε˙* Σὺ καρπός μου, σὺ ζωή μου ». Τώρα όμως αντικρύζει το Σταφύλι ποδοπατημένο : « Ὦ βότρυς μου, μὴ ἐκθλίψωσί σε ἄνομοι˙ ἐβλάστησά σε˙ μὴ ὄψομαι τοῦ ἐμοῦ τέκνου σφαγήν ».  Η πορεία της ποιητικής του Ρωμανού σε αυτό το σημείο παρουσιάζει απόλυτη σύνδεση με το κοντάκιο που επιγράφεται εἰς τον Θρήνον τῆς Θεοτόκου – το προϋποθέτει και το προοικονομεί υφολογικά, θεματικά και λειτουργικά. Συνειδητά τα δύο πρέπει να αρμόζονταν σε κάποια ποιητική ενότητα της οποίας τα συνδετικά στοιχεία έχουν σήμερα χαθεί. Όμως εδώ όλα προοικονομούν το Πάθος και τις μεγάλες σχετικές συνθέσεις του Ρωμανού. Μοιάζει βαθιά στο ποιητικό τους κέντρο πως τα κοντάκια αυτά συνδέονται από την θεματική της θείας Συγκαταβάσεως.

Η υπόσχεση της Ανάστασης απαλύνει το άλγος της Θεοτόκου η οποία ανυπόμονα τρέχει προς το μέρος του Αδάμ – « ἐξῆλθεν εὐθὺς (…) εὐαγγελισμὸν φέρουσα » – ο οποίος, όπως ο ποιητής μας εξομολογείται έχει ακούσει έναν προς έναν τους λόγους του Χριστού, την ομολογία της θεανθρωπότητάς τους, την σωτηριώδη τριαδική Οικονομία.

Ασυγκράτητοι φέρονται οι Προπάτορες στο άκουσμα των νέων, στην επέλαση της ανοίξεως˙ έτσι τους θέλει ο ποιητής. Η Θεοτόκος πρέπει παρακλητικά να τους καθησυχάσει, να τους ζητήσει, θερμά, υπομονή : « Τέως ἡσυχάσατε τους λέει, ὅσον μικρόν ».

Κι εδώ το ποίημα τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ τελειώνει.

Τελειώνει;

Ο Αδάμ έχει μείνει στην υπόσχεση της σωτηρίας˙ και κάποτε ο Χριστός πάσχει. Μα ο Αδάμ θυμάται τον Θεό και την υπόσχεση, κι ο Ρωμανός συνεπής, πρέπει να χτίσει την πιο συντριπτική του αντίθεση ώστε να μιλήσει για αυτό˙ για την Ανάσταση :

« Ἔκστηθι φρίττων, ὦ οὐρανέ, δῦνον εἰς χάος, ὦ γῆ,* μὴ τολμήσῃς, ἥλιε, σον δεσπότην* κατιδεῖν ἐπὶ τοῦ ξύλου βουλήσει κρεμάμενον˙* ῥαγήτωσαν πέτραι, ἡ γὰρ πέτρα τῆς ζωῆς* νῦν τοῖς ἥλοις τιτρώσκεται˙* σχισθήτω τοῦ ναοῦ τὸ καταπέτασμα,* σώματος δεσποτικοῦ λόγχη νυσσομένου ὑπὸ ἀνόμων˙* ἁπλῶς πᾶσα ἡ κτίσις τοῦ κτίστου τὸ πάθος φρίξῃ, στενάξῃ˙

Μόνος χορεύει ὁ Ἀδάμ ».

[Τα κείμενα των Κοντακίων στο ROMANOS LE MÉLODE, Hymne de la Tentation de Joseph, in ROMANOS LE MÉLODE, Hymnes, SC 110. Μετάφραση στην Νέα Ελληνική : ΡΩΜΑΝΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ, Ύμνοι, Απόδοση στα Ν.Ε. Αρχ. Ανανίας Κουστένης, Αθήνα, Κυπρής, 2021.]

 

* Ο Βαγγέλης Σταυρόπουλος είναι Διδάκτωρ της Ιστορίας του Δικαίου και των Θεσμών της Νομικής Σχολής του Paris XI.

Στην εικόνα που πλαισιώνει τη σελίδα: Η Παναγία και ο άγιος Ρωμανός ο Μελωδός.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ