Πτώση-Κρίση-Κόλαση ή η δικανική υπονόμευση της οντολογίας

11
3183

Για το βιβλίο «Πτώση-Κρίση-Κόλαση, ή η δικανική υπονόμευση της οντολογίας» μίλσε ο καθηγητής κ. Χρήστος Γιανναράς στο βιβλιοπωλείο Άπειρος Χώρα.

Το έμβρυο δεν «ξέρει» τίποτα για τον τρόπο της ύπαρξής του μετά τη γέννηση - για τη μετά τον θάνατό του ζωή. Κανένα έμβρυο δεν «γύρισε πίσω» ποτέ, να ξαναγίνει έμβρυο μετά τη γέννησή του, ποτέ δεν επέστρεψε ως βρέφος στα έμβρυα, να τα «πληροφορήσει» ποια θα είναι η υπαρκτική τους πραγματικότητα μετά τη γέννησή τους!

Ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή με πλήρη άγνοια και απόλυτη μοναξιά, όπως και φεύγει από τα εγκόσμια με πλήρη άγνοια για την πραγματικότητα τη μετά τον θάνατό του. Πραγματικότητα, ίσως, ανάλογη με τη διαφορά ανάμεσα στο έμβρυο και το λογικό υποκείμενο.

Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς γεννήθηκε τὸ 1935 στὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ σπούδασε Θεολογία, ἐνῷ συνέχισε μὲ σπουδὲς Φιλοσοφίας στὴ Βόννη καὶ τὸ Παρίσι. Διδάκτωρ Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ Φιλοσοφίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης. Διετέλεσε καθηγητὴς φιλοσοφίας στὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικῶν καὶ Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν τῆς Ἀθήνας, στὸ Τμῆμα Διεθνῶν καὶ Εὐρωπαϊκῶν Σπουδῶν. Ἐπίσης, ἔχει διδάξει βυζαντινὴ θεολογία καὶ Φιλοσοφία στὸν Ἅγιο Σέργιο Παρισίων, στὸ Ἰνστιτοῦτο Οἰκουμενικῶν Σπουδῶν (Παρίσι), στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Γενεύης, στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Κρήτης (Ρέθυμνο) κ.ἀ.

11 Σχόλια

  1. Πράγματι δεν υπάρχουν αυθεντίες, όπως πειστικά εξηγεί ο κ. Γιανναράς. Μπορεί κανείς να γράψει ένα βιβλίο και μετά να το αποσύρει, αναγνωρίζοντας ότι κάτι τούρθε και έγραψε ανοησίες. Αυτό θάπρεπε να συμβεί με το βιβλίο αυτό. Υπήρξε μία προθεσμία τριών χρόνων, αλλά δεν συνέβηκε. Και τώρα πρέπει να πάρουμε θέση για το αν αποδεχόμαστε να γίνει μία Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας για να αποφασίσει ότι οι Άγγελοι δεν υπάρχουν, ποτέ δεν υπήρξαν. Μία τέτοια συνοδική απόφαση θα μετέτρεπε αυτομάτως την Καινή Διαθήκη, τα Πατερικά κείμενα και όλη την γραπτή παράδοση της Ορθοδοξίας σε θρίλλερ του Χόλλυγουντ. Και τα κοινά βιώματα της αλήθειας, σε ομαδική παράκρουση δύο χιλιάδων χρόνων. Οι Άγγελοι ακόμη γελούν με αυτό το τεράστιο καλαμπούρι του διάσημου θεολόγου μας.

    • Το ζήτημα των αγγέλων σχετίζεται άμεσα με το αίνιγμα του κακού. Άλλωστε και ο σατανάς “πεπτωκώς” άγγελος είναι. Γράφει ο Χ. Γιανναράς:
      “Ἀπαιτεῖ συνοδικὸ φωτισμὸ σήμερα ἡ αὐτονόητη στὰ χρόνια τῆς Καινής Διαθήκης πρόσληψη (αὐτονόητη καὶ γιὰ τοὺς Ἑβραίους) λαϊκῶν δοξασιῶν προσωποποίησης τοῦ «κακοῦ», ποὺ ἡ καταγωγή τους ἐντοπίζεται σὲ ἀρχαϊκὲς θρησκεῖες καὶ δεισιδαιμονίες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ὄχι γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ κάποια ἰδεολογικὴ «γνησιότητα», ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναχαιτιστεῖ ἡ σύγχυση ποὺ προκαλεῖται στὸ ἐκκλησιαστικὸ εὐ-αγγέλιο ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς παγανιστικῆς δαιμονολογίας. Ἡ πρόσληψη τέτοιων στοιχείων συνεπάγεται παραδοχὴ ἑνὸς δεύτερου πόλου ἢ ἄξονα συγκρότησης τῆς ὑπαρκτικῆς πραγματικότητας, ἄξονα «κακοῦ» μέσα στὴν «καλὴ λίαν» δημιουργία (ἔκφανση τῆς ἀγάπης) τοῦ Θεοῦ. Κατανοεῖται ἡ ὕπαρξη τῶν δαιμόνων σὰν ἰσοσθενὴς περίπου μὲ τὴν ὕπαρξη καὶ ἀγαπητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ ὑπονομεύει ἐνεργὰ (νὰ ἀντιστρατεύεται καὶ νὰ ἀκυρώνει) τὸ ἔργο τῆς θείας ἀγαθότητας.”
      Χρ. Γιανναράς, Πτώση – Κρίση – Κόλαση, Ίκαρος, Αθήνα, 2017, Σελ. 113

  2. Αν με Σύνοδο καταργήσουμε την ύπαρξη των Αγγέλων, εκπεσόντων και μή, θα απομείνει η ύπαρξη του ανθρώπου πλέον σαν “ισοσθενής περίπου με την ύπαρξη και αγαπητική ενέργεια του Θεού, αφού μπορεί να υπονομεύει ενεργά (να αντιστρατεύεται και να ακυρώνει) το έργο της θείας αγαθότητας.” Μήπως τότε θα προταθεί να γίνει νέα Σύνοδος για να αποφασίσει ότι οι άνθρωποι δεν υπάρχουν; Όμως, οι άγγελοι υπάρχουν. Αν δεν αποτελούν βίωμα του κ. Γιανναρά, υπάρχουν άλλοι θεολόγοι που τους έχουν συναντήσει. Η εικόνα των αγγέλων, όπως μας διδάσκει ο Δαμασκηνός, είναι ένα έργο τέχνης που δημιουργεί σαν καλλιτέχνης ο Θεός, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να τους δουν και να τους αγγίξουν με τα μάτια τους και το σώμα τους. Γιαυτό και οι ζωγράφοι μπορούν χωρίς μομφή να τους ζωγραφίζουν επίσης. Δεν αμφέβαλλε για την ύπαρξή τους, ούτε ισχυρίστηκε ότι ο Θεός δίνει στις δικές του εκδηλώσεις μορφή αγγελική, σαν άψυχες μαριονέτες, για λόγους παιδαγωγικούς. Ακόμη και ο απαράδεκτος Πλάτωνας δεν έκανε αυτό το λάθος. Παρουσίασε τον Έρωτα σαν πραγματική θεότητα που μεσολαβεί μεταξύ ανθρώπου και θεότητας.
    Το πρόβλημα ξεκινά από μία άλλη σκέψη του κ. Γιανναρά, στην οποία τον ακολουθούν όλοι οι θεολόγοι της γενιάς του 60, όπως ο κ. Μαυρόπουλος, καθώς και αρκετοί νεώτεροι: Ότι η Κτίση και η Πτώση ταυτίζονται, ότι ο Θεός έτσι έκανε τον κόσμο όπως τον βλέπουμε τώρα και ότι μόνο ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί χάρις σε μία προσωπική σχέση με τον Θεό, έναν φαβοριτισμό. Στην παρουσίαση του βιβλίου αναφέρεται και αυτή, καθώς και άλλες παρανοήσεις της γενιάς του 60, όπως η άποψη ότι η ελευθερία έγκειται στο δίλημμα να αποδεχτεί κανείς τον Θεό ή να τον αρνηθεί. Αντιθέτως, η μόνη ελευθερία που δεν έχει δοθεί στα δημιουργήματα είναι αυτή της άρνησης του Θεού, δηλαδή της πηγής της ζωής τους. Είναι σαν να ζητάει ένας οργανισμός να ζει χωρίς τροφή. Αποτελεί σε πνευματικό επίπεδο μία πάθηση ανάλογη προς αυτή που σε απλό σωματικό ονομάζουμε “νευρική ανορεξία”. Ο Θεός δεν έδωσε αυτή την απατηλή δυνατότητα στα λογικά του κτίσματα, ούτε θα τους κάνει ποτέ το “χατίρι” αυτό, γιατί γνωρίζει ότι σημαίνει την ακαριαία εξαφάνιση τους, κάτι που κανένας άνθρωπος και κανένας άγγελος δεν το θέλει κατά βάθος. Αυτό το εξηγεί θαυμάσια ο Αρεοπαγίτης, στο Περί Θείων Ονομάτων και θάπρεπε να τα μαθαίνουμε εμείς οι αμαθείς ορθόδοξοι χριστιανοί από τους θεολόγους, αντί να ψάχνουμε στα αρχαία κείμενα, για να αποφύγουμε τον σκοτισμό μας. Το Κακό είναι αυτή η άπωση του λογικού όντος προς την ίδια την ζωή του. Και η κόλασή του επίσης.

    • Με όλο τον σεβασμό αγαπητέ συνομιλητή ό,τι σημαίνει ο Βιτγγενστάϊν και ο Πόππερ για τη σύγχρονη φιλοσοφία…., σημαίνει και ο Γιανναράς για την ορθόδοξη θεολογία.

  3. Αν αντιλαμβάνομαι καλά και διερμηνεύω σωστά τη σκέψη του Γιανναρά, σε κανένα σημείο, ούτε στην παρουσίαση, ούτε και στο βιβλίο δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη των αγγέλων. Πολύ δε περισσότερο δεν το έθεσε ως θέμα προς συζήτηση σε μια μελλοντική σύνοδο. Εκείνο που ζητάει είναι να διασαφήσει η Εκκλησία, σε μια σύνοδο, ορισμένα ερμηνευτικά κενά σχετικά με τους αγγέλους και τους δαίμονες, κάτι ανάλογο “τῆς ὀντολογικῆς ἑρμηνείας ποὺ διατύπωσαν οἱ ὣς τώρα οἰκουμενικὲς σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ-Λόγου καὶ τῆς λειτουργίας τῶν Εἰκόνων (τῆς ζωγραφικῆς τέχνης) μέσα στὴν Ἐκκλησία.” (Χρ. Γιανναράς, Πτώση – Κρίση – Κόλαση, Ίκαρος, Αθήνα, 2017, Σελ. 139). Ένα παράδειγμα δίνει ο ίδιος ο Γιανναράς στο βιβλίο του:
    “Παραμένει καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀνυπέρβλητη ἡ ἐκφραστικὴ τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν Συγγραφῶν:
    Αὐτὸς ὁ πάντων αἴτιος,
    δι’ ἀγαθότητος ὑπερβολὴν
    πάντων ἐρᾷ, πάντα ποιεῖ, πάντα τελειοῖ,
    πάντα συνέχει…
    δι’ ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος
    ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται…
    καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει
    καὶ ἔρωτι θέλγεται·
    καὶ ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα καὶ πάντων ἐξῃρημένου
    πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγεται
    κατ’ ἐκστατικὴν ὑπερούσιον δύναμιν
    ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ. ( Περὶ θείων ὀνομάτων, Κεφ. 4 §Χ καὶ ΧΙΙΙ, Migne P.G., τόμος 3, στ.
    708ΑΒ καὶ 712ΑΒ).
    Ποὺ σημαίνει: Ὁ πέρα ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπαρκτὰ (ἡ πέρα ἀπὸ τὰ αἰτιατὰ Αἰτία τῶν ὑπαρκτῶν) κτίζοντας ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἔρωτα τὰ κτιστά, «βγαίνει» ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ κατεβαίνει στὴ συνάφεια μὲ ὅλα ὅσα κτίζει. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅλα τὰ κτιστὰ ἀποτυπώνουν καὶ φανερώνουν αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεός: ἀγάπη, ἔρωτας, ἀγαθότητα.
    Στὴ θεώρηση αὐτὴ δὲν ὑπάρχει περιθώριο ἢ ἐνδεχόμενο νὰ ἐμφιλοχωρήσει κάπου τὸ «κακὸ» — ἕνα «ἔλλογο» φίδι μέσα στὸν «παράδεισο τῆς τρυφῆς», ἕνας «σατὰν»-«Βεελζεβοὺλ» στὴν ἐπουράνια αὐλὴ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἶναι ὅλα
    «καλὰ λίαν», πλάσματα καὶ φανερώσεις τῆς σοφίας, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ποιός δημιούργησε (ἔδωσε ὕπαρξη) στὸ φίδι ποὺ παρέσυρε σὲ ἀνταρσία τοὺς πρωτόπλαστους ἀνθρώπους ἢ στὴ «λεγεώνα» τῶν δαιμόνων ποὺ βασάνιζε τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν (Λουκ. 8, 26-39) καὶ μύριους ἄλλους πρὶν καὶ μετά; “Χρ. Γιανναράς, Πτώση – Κρίση – Κόλαση, Ίκαρος, Αθήνα, 2017, Σελ. 127-128)
    Τα ερωτήματα αυτά τα περιγράφει τόσο στην παρουσίαση όσο και στο βιβλίο του και προτείνει δύο κυρίως ερωτήματα – θέματα προς συζήτηση σε μια μελλοντική σύνοδο:
    α) τό «κακό» ἑρμηνεύεται ὡς ὕπαρξη (δαίμονες), ποὺ ὁδήγησε τοὺς «πρωτόπλαστους» στην πτώση ἤ εἶναι ἁπλῶς, συνέπεια τῆς κτιστότητός μας, τῶν περιορισμῶν καὶ ἀναγκαιοτήτων, ποὺ μᾶς διαφοροποιοῦν ἀπό τὴν ἄκτιστη Αἰτία; “Ἔχουμε δύο ἐκδοχὲς γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα τοῦ «κακοῦ»: Νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ «κακὸ» σὰν συνέπεια μιᾶς ἀρχέγονης «πτώσης» πρωτόπλαστου ζεύγους προπατόρων μας. Ἢ νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε μόνο σὰν συνέπεια τῆς κτιστότητας, δηλαδὴ τῶν ὑπαρκτικῶν περιορισμῶν καὶ ἀναγκαιοτήτων ποὺ διαφοροποιοῦν τὴν κτιστὴ ὕπαρξη ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Αἰτία της.” (Χρ. Γιανναράς, Πτώση – Κρίση – Κόλαση, Ίκαρος, Αθήνα, 2017, Σελ. 151)
    β) ἡ κόλαση εἶναι ἀέναος τιμωρητικός, βασανισμός ἀνθρώπων, γιά ὅποιες ἁμαρτίες, λάθη, ἐγκλήματα διέπραξαν στὴν σύντομη ζωή τους, ὁ δὲ παράδεισος, χῶρος μεταθανάτιων αἰωνίως διαβιούντων «καλῶν συνταξιούχων» ἤ καὶ τὰ δυό εἶναι διαφορά τρόπου Θέωσης; Με τα δικά του λόγια: “Νὰ ἑρμηνεύσουμε κατὰ γράμμα τὶς ἀναφορὲς τῆς Καινής Διαθήκης σὲ «αἰώνια κόλαση», σὲ ἀέναο, δίχως πέρας τιμωρητικὸ βασανισμὸ ἀνθρώπων γιὰ ἁμαρτήματα, ἐγκλήματα, κακοπραγίες. Ἢ νὰ θεωρήσουμε τὴν «κόλαση» ὡς εἰκόνα (ποιοτικὸ ἰσοδύναμο) τῆς ἐλεύθερης ἄρνησης ἀνθρώπων νὰ μετάσχουν στὴ σωτηρία (ὑπαρκτικὴ ὁλοκληρία) ποὺ προσφέρει ὁ μανικὸς ἔρως τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Νὰ θεωρήσουμε τὸ ὄχι τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὡς ἄρνηση τῆς ὕπαρξης, κατάφαση τῆς ἀνυπαρξίας, ἐπιλογὴ τοῦ ὑπαρκτικοῦ αὐτομηδενισμοῦ.” (Χρ. Γιανναράς, Πτώση – Κρίση – Κόλαση, Ίκαρος, Αθήνα, 2017, Σελ. 151-152)
    Και γιατί σύνοδος; Όπως λέει και ο ίδιος: “Ἀποβλέπουμε σὲ σύνοδο, γιατὶ ἡ λογικὴ τῆς συνόδου εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ λογικὴ τῆς εὐφυοῦς ἀπροκατάληπτης σκέψης καὶ ἡ ἐκφραστικὴ τῆς συνόδου ἄλλη ἀπὸ τὴν ἐκφραστικὴ τῆς κοινῆς συνεννόησης. Ἡ λογικὴ τῆς συνόδου ὑπηρετεῖ τὴν ἀγαπητικὴ πατρότητα καὶ ἡ ἐκφραστικὴ τῆς συνόδου σαρκώνει τὴ μαρτυρία τῆς κοινωνούμενης ἐμπειρίας.” ((Χρ. Γιανναράς, Πτώση – Κρίση – Κόλαση, Ίκαρος, Αθήνα, 2017, Σελ. 152)

  4. Κύριε Χαράλαμπε Βαρυμπόπη. Ο κ. Γιανναράς έχει μία αναμφισβήτητη αρετή: το θάρρος της γνώμης του. Μιλάει ανοιχτά για όσα αποφασίζει να δηλώσει, μολονότι στο συγκεκριμένο του βιβλίο, για να στηρίξει τις θέσεις του, σκοπίμως αποσιωπά πασίγνωστες απόψεις, προβάλλοντας τις μανιχαϊζουσες λαϊκές δοξασίες και τις ολιγαρχίζουσες διατυπώσεις στο εσωτερικό της Εκκλησίας. Διαβάζουμε στην αρχή του κεφ. 24: “Αν μία σύνοδος καθολική της Εκκλησίας φωτίσει κάποτε τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα που δημιουργεί η παραδοχή της ύπαρξης αγγέλων και δαιμόνων, η εγκυρότητα των αποφάσεών της δεν θα συναχθεί από αντικειμενικές προδιαγραφές των προαπαιτουμένων για την σύγκλισή της…..”
    Εδώ απέφυγα την κριτική του βιβλίου, που είναι δουλειά επαγγελματιών θεολόγων. Έκανα μόνο νύξεις που μπορεί να διεγείρουν την κριτική διάθεση σε όσους διαβάσουν το βιβλίο. Θύμισα μόνο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της Εκκλησίας, που δεν ανήκουν ούτε στον κλήρο, ούτε στον μοναχισμό ούτε στους πτυχιούχους θεολόγους, μελετούν εν τούτοις και σκέφτονται κριτικά, ακόμη και οι αγράμματοι και παλαιότερα οι αναλφάβητοι. Και αυτός ο λαός ήταν πάντα ο τελικός αποδέκτης και εκείνος που αναδεικνύει την εγκυρότητα των Συνόδων, οι οποίες, ας θυμίσουμε και πάλι, για τους ορθόδοξους δεν είναι μόνο επτά. Το τελευταίο σαν νύξη για το πού εντάσσεται το βιβλίο “Πτώση-Κρίση-Κόλαση”.

    • Αγαπητέ κ. Δεληνικόλα, πράγματι στην αρχή του κεφαλαίου 24 γίνεται μία σύνοψη της θέσης που έχει αναφέρει προηγουμένως ο κ. Γιανναράς στο κεφάλαιο 22 και σύμφωνα με την οποία απαιτείται, κατά τη γνώμη του, συνοδική διασάφηση μόνο ορισμένων αντιφάσεων και αδιεξόδων, που δημιουργεί η παραδοχή της υπάρξεως των αγγέλων και των δαιμόνων και όχι αυτή η ίδια η ύπαρξή τους. Αυτό φαίνεται καθαρά και στο απόσπασμα από το κεφάλαιο 22 (σελ. 139), που ανάφερα στην προηγούμενη απάντησή μου.
      Για παράδειγμα, μερικά από αυτά τα ερωτήματα και τα ερμηνευτικά κενά στα οποία χρειάζεται (κατά τη γνώμη του κ. Γιανναρά πάντα) να δοθούν οντολογικές απαντήσεις από «Σύνοδο της καθόλου Εκκλησίας» είναι:
      1. Οι άγγελοι και οι δαίμονες αναφέρονται στην εκκλησιαστική γραμματεία ως κτιστές, έλλογες και προσωπικές υπάρξεις, ελεύθερες, όμως, από τους περιορισμούς που επιβάλλει η κτιστότητα (χρόνο, χώρο, φθορά και θάνατο), χωρίς να έχει προηγηθεί πρόσληψη της αγγελικής φύσης από τον Θεό.
      2. Οι δαίμονες περιγράφονται ως ελεύθεροι από τους περιορισμούς της κτιστότητας αντιστρατευόμενοι στο θέλημα του Θεού ακόμα και μετά την πτώση τους (εξακολουθούν να παραμένουν άφθοροι και αθάνατοι).
      3. Οι δαίμονες έχουν μεν την ελευθερία του Ακτίστου (υπάρχουν έξω από τον χρόνο, είναι αδιάστατοι, άφθαρτοι και αθάνατοι), ωστόσο αποτελούν άρνηση του τρόπου του Ακτίστου, που είναι η αλληλοπεριχώρηση της αγάπης.
      4. Ένα άλλο σημείο στο οποίο ο κ. Γιανναράς θεωρεί απαραίτητο τον φωτισμό της συνόδου είναι το χωρίο όπου οι δαίμονες εμφανίζονται να «ἐκπειράζουν Κύριον τὸν Θεόν» τους. (Λουκ. 4, 1-13 – Ματθ. 4, 9 – Μάρκ. 1, 12-13). Διότι αν αυτό ερμηνευτεί κατά γράμμα και όχι συμβολικά – αλληγορικά , τότε στο κτιστό αποδίδονται γνωρίσματα του Ακτίστου και έτσι αλλοιώνεται η διαστολή των δύο αυτών εννοιών.
      Τα παραπάνω, που εδώ αναφέρονται εντελώς ενδεικτικά και τηλεγραφικά, θα έλεγα, αναπτύσσονται διεξοδικά στις σελίδες 140 -142 του βιβλίου του κ. Γιανναρά.
      Με την ευκαιρία, θα ήθελα επίσης να τονίσω ότι, σκοπός μου ασφαλώς δεν ήταν να συζητήσω, να υποστηρίξω ή να καταρρίψω τις απόψεις που αναπτύσσει ο κ. Γιανναράς στο βιβλίο του (κάτι τέτοιο, εκτός του ότι είναι τελείως αντίθετο με το πνεύμα και το γράμμα του βιβλίου, απαιτεί γνώσεις και ικανότητες που, όπως επισημαίνετε και εσείς, σίγουρα δεν έχω) αλλά, απλώς, να τονίσω κάποια σημεία στα οποία (κατά την γνώμη μου πάντα και σύμφωνα με την δική μου πρόσληψη τόσο της συνέντευξης όσο και του βιβλίου) υπήρχε ανάγκη διευκρινήσεων.
      Πάντως σας ευχαριστώ για τον ωραίο διάλογο, που είχαμε εδώ στο Αντίφωνο και ο οποίος με βοήθησε να αναλογιστώ και να ξεκαθαρίσω ο ίδιος κάποια θέματα του βιβλίου. Να είστε καλά.

  5. Κι εγώ ευχαριστώ κύριε Χαράλαμπε Βαρυμπόπη. Με ικανοποιεί το ότι θεωρείτε ότι οι Αγγελοι υπάρχουν, ό τι και αν πιστεύει ο κ. Γιανναράς.

  6. *Σε κάποιο σημείο προκρίνεται από τον καθηγητή η κρίση/εμπειρία του «λαού/Εκκλησιαστικού σώματος που μετέχει εμπειρικά στην αλήθεια» έναντι του επισκόπου που συμμετέχει σε μία οικ. σύνοδο. Να θυμίσω απλά πως οι αντι-Χαλκιδόνιοι ήταν (και) λαϊκό κίνημα που απειλούσε τους ανατολικούς επισκόπους του κατά την 4η Οικουμενική.
    ** Οι άγγελοι αναφέρονται επανειλημμένα ως όντα «άχρονα», έννοια που ταυτίζεται από τον καθηγητή (μάλλον) με το αιώνιο μετά μάλλον με το άκτιστο για να τους εξισώσει με τον Θεό και άρα να ανακαλύψει εκεί δικανισμό και διαρχία. Δεν είμαι βαθύς γνώστης των εννοιών, αλλά νομίζω πως εδώ έχουμε κάποια φιλοσοφικά άλματα…

    Υ.Γ.
    Αββά Δωροθέου, έργα ασκητικά
    (από μνήμης)
    «…Ήταν ένας αδερφός, που έλεγε «οι γέροντες δεν αξίζουν. Μόνον οι πατέρες» μετά είπε «ούτε οι πατέρες, μόνον οι απόστολοι αξίζουν». Μετά, είπε «ούτε οι απόστολοι, μόνον ο Χριστός». Στο τέλος, απέρριψε και την ίδια την Αγία Τριάδα…»

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ