Πρίν γίνουμε όλοι ίδιοι*

7
551

Λάκης  Προγκίδης

Η αδιάψευστη απόδειξη της ζωντάνιας ενός λαού είναι η προσπάθεια που καταβάλει για να γνωρίσει τον εαυτό του. Αναρωτιέμαι ποιός είμαι ως ελληνικός λαός, άρα ζω, θα έλεγα για να παραφράσω την πασίγνωστη ρήση του Καρτέσιου. Οι λαοί δεν πέφτουν από τον ουρανό. Δεν έχουν προεγγραφεί σε κάποιο άφθαρτο, εξωιστορικό κατάστιχο. Η ταυτότητά τους, για την οποία μιλάμε τόσο πολύ τις δυο τρεις τελευταίες δεκαετίες, δεν είναι δεδομένη, δεν είναι κατατεθημένη σε κάποιο παγκόσμιο γραφείο συλλογικών ταυτοτήτων. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσε κάποιος παρατηρώντας ένα πληθυσμιακό δείγμα από τον ελληνικό, τον βουλγαρικό ή τον γαλλικό λαό να ορίσει την ταυτότητά τους. Πράγμα αδύνατον. Οι λαοί είναι αφαιρέσεις εν κινήσει. Είναι έννοιες ζωντανές. Αλλά, όσο ανυπόστατος είναι νομίζω ο ισχυρισμός ότι οι λαοί έχουν χριστεί άπαξ δια παντός από μια υπερβατική δύναμη και ότι, κατά συνέπεια, έχουν παγιωθεί τα χαρακτηριστικά τους ανά τους αιώνες, άλλο τόσο είναι λαθεμένος ο ισχυρισμός ότι η ζωή τους είναι φενάκη, ή αφήγηση, σύμφωνα με την ορολογία των ιδεολόγων του μεταμοντέρνου.

Αν το ζήτημα της πραγματικής ή μή υπόστασης των λαών ήταν απλά θέμα επιστημονικής έρευνας και μεταδόσιμης γνώσης, δεν πιστεύω ότι θα δυσκολευόμασταν να παραδεχτούμε ότι οι λαοί είναι μορφώματα πολιτισμικά τα οποία γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν μέσα στο άπειρα μεγάλο καζάνι της ιστορίας όπου σιγοβράζουν, σε περίσσεια τυχαίου, ατομικές και ομαδικές καταστάσεις. Αλλά σε τί μπορεί να μας χρησιμεύσει αυτή η γνώση; Οι λαοί υπάρχουν. Είναι ιδιαίτερα σύνολα ανθρώπων ζυμωμένα με το ιστορικό γίγνεσθαι. Και λοιπόν; Τί μπορούμε να κάνουμε έπειτα από μια τέτοια κοινοτοπία; Εμείς, εδώ και τώρα. Εμείς που ζούμε μέσα κι έξω από τη χώρα που ονομάζεται Ελλάδα; Τί μας κάνει να αισθανόμαστε Έλληνες; Τί μας κάνει να αισθανόμαστε ότι είμαστε, ο καθένας μας, ένα απειροελάχιστο κομματάκι ενός κάποιου ελληνικού λαού; Πώς περνάμε από τη γνώση την οποία μας παρέχουν οι λεγόμενοι ειδικοί στην αίσθηση; Τί μας επιτρέπει, όταν δηλώνουμε ότι είμαστε Έλληνες, να πιστεύουμε ότι εκφράζουμε κάτι που είναι ανεξίτηλα τυπωμένο στα κατάβαθα του είναι μας;   

Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι να πείσουμε τους άλλους για την ταυτότητά μας, αλλά τους εαυτούς μας. Έτσι μάλιστα όπως πάει ο κόσμος μας, θα καταντήσει μια μέρα να υπάρχουμε σαν Έλληνες για όλο τον υπόλοιπο κόσμο ενώ ετούτος ο χαρακτηρισμός δεν θα σημαίνει τίποτα για μας τους ίδιους. Δεν παραδοξολογώ. Δεν παίζω με τις λέξεις. Μιλάω για μια υπόθεση που επαληθεύεται δυστυχώς κάθε μέρα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Ο κόσμος που χτίζεται πια αποκλειστικά κατ’εικόνα και ομοίωση της Αγοράς έχει ως συνέπεια κάθε κύτταρό του, είτε ατομικό είναι αυτό το κύτταρο (ψυχή, συνείδηση, νους, σώμα, κλπ.) είτε συλλογικό, να συλλαμβάνεται, να πλάθεται και να διατίθεται ως προϊόν. Ο άνθρωπος «ιδιωτικοποιείται» έγραφε ο Κορνήλιος Καστοριάδης στις αρχές της δεκαετίας του 90. Προσοχή, «ιδιωτικοποιείται» και όχι «ιδιωτεύει» όπως το φοβόμασταν παλιότερα. Ήθελε να πει ότι σε συνθήκες οντολογικής επικυριαρχίας της Αγοράς, ο κάθε άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί, ιδιωτικοποιείται όπως οι πρώην εθνικοποιημένες επιχειρήσεις, αυτό-ορίζεται συθέμελα ως εκμεταλλεύσιμη και κερδοφόρα οντότητα, οικονομοποιείται στο εσωτερικό ενός καθολικά οικονομοποιημένου σύμπαντος. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς. Αποκτούν όπως τα προϊόντα μια ταυτότητα, ένα σήμα κατατεθέν, μια ετικέτα, μια κυκλοφορίσημη εικόνα, κάτι που να χτυπάει στο μάτι, και από κει και πέρα, όπως όλα τα υπόλοιπα προϊόντα, δεν έχουν παρά να φροντίζουν, πρώτον, για τη διατήρηση της εικόνας τους και, δεύτερον, για την διεύρυνση της σφαίρας επιρροής τους.

Υπερβολές; Καθόλου. Αρκεί ν’ανοίξουμε τα μάτια μας και να τεντώσουμε τ’αυτιά μας. Από παντού υψώνεται στους ουρανούς ένα και μοναδικό σύνθημα: ΕΙΜΑΣΤΕ! Είμαστε αυτό, είμαστε εκείνο, είμαστε το άλλο, είμαστε. Είμαστε γυναίκες, είμαστε παιδιά, είμαστε ομοφυλόφιλοι, είμαστε Ευρωπαίοι, είμαστε μωαμεθανοί και ούτω καθ’εξής. Μόλις κατακτηθεί η πρώτη φάση της επιβολής της εικόνας, αρχίζει η μάχη της διεκδίκησης του όλου και περισσότερου ζωτικού χώρου, η οποία διεκδίκηση, στο βαθμό που φέρνει θετικά αποτελέσματα, λειτουργεί με τη σειρά της υπέρ της ισχυροποίησης και της σταθεροποίησης της αρχικής εικόνας. Η γενική λοιπόν τάση των λαών (ή όποιων μερικότερων συνόλων της ανθρωπότητας) στις σημερινές συνθήκες είναι να εξισωθούν σημείο προς σημείο με την υποτιθέμενη ταυτότητά τους. Και μετά; Μετά ξεσπάει ο κύκλος της βίας. Γιατί ο πόλεμος των προϊόντων είναι διαρκής, ανελέητος και, σε αντίθεση με όλους τους άλλους πολέμους που γνώρισε ο άνθρωπος από καταβολής κόσμου, αναπόφευκτος και ολοκληρωτικός.

Ένας λαός ζει ως κάτι το ιδιαίτερο, ως μία αξία αναντικατάστατη, στο βαθμό που δημιουργείται διαρκώς μέσα στο χρόνο. Στο βαθμό που προχωράει φτιάχνοντας τον εαυτό του. Ο λαός είναι μια συλλογική δημιουργία η οποία παραδίδεται από γενιά σε γενιά όχι ως κλειστή και τελειωμένη μορφή αλλά ως υπόσχεση, ως προσανατολισμός, ως κάλεσμα από το μέλλον, ως υπέρβαση του υπάρχοντος, ως ιστορικό μόρφωμα μετέωρο ανάμεσα στο άγνωστο του μέλλοντος και στο ανεξήγητο μυστήριο του παρελθόντος, με μία λέξη, ως παράδοση. «Ό,τι ονομάζουμε παράδοση, γράφει ο Γιάννης Κιουρτσάκης στο Πρόβλημα της παράδοσης, δεν είναι παρά η σχετικά αποκρυσταλλωμένη μορφή μιας παλαιότερης ομαδικής δημιουργίας· και, αντίστοιχα, η ομαδική δημιουργία δεν είναι παρά η χρήση και η λειτουργία της παράδοσης.»

Για να χρησιμοποιήσουμε λοιπόν τις λέξεις του Κιουρτσάκη, ο λαός είναι μια «σχετικά αποκρυσταλλωμένη» ομαδική δημιουργία. Από πού όμως έρχεται αυτό το «σχετικά»; Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί η μη ολοκλήρωση της αποκρυστάλλωσης; Ποιό στοιχείο που πηγάζει από την ίδια την υπόσταση του λαού είναι ικανό να αναχαιτίζει και να μεταθέτει την ολική αποκρυστάλλωση; Λέω ότι αυτό το στοιχείο πρέπει να είναι εσωτερικό της έννοιας του λαού γιατί αδυνατώ να φανταστώ ότι θα μπορούσε η ανθρώπινη δημιουργία να υποκινούνταν από δυνάμεις έξω από την σφαίρα του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος φτιάχνει την Ιστορία και όχι το αντίθετο. Όπως πάντως κι αν έχει, να πού έρχονται στιγμές, σαν κι αυτές τις οποίες ζούμε τώρα, όπου, όπως ειπώθηκε ήδη, τα πάντα τείνουν, μιμούμενα τα προϊόντα, να καταλήξουν σε τέλεια αποκρυσταλλωμένες μορφές. Αν θέλουμε λοιπόν να συνεχιστεί η Ιστορία, αν θέλουμε να μιλάμε για δημιουργία και όχι για αέναη ανακύκλωση των ίδιων και των ίδιων πραγμάτων, μόνο στο στοιχείο που σχετικοποιεί και διαφοροποιεί τους λαούς από τα μέσα μπορούμε να ποντάρουμε.

Τούτο το στοιχείο δεν είναι ούτε μαγικό ούτε βρίσκεται καταχωνιασμένο κι εγώ δεν ξέρω σε ποιά απροσπέλαστα βάθη του φιλοσοφικού στοχασμού. Το έχουμε όλοι στα χείλη μας. Ή μάλλον το φέρνουμε στα χείλη μας όταν μπουχτίζουμε από το «είμαστε», όταν βαρεθούμε να διατυμπανίζουμε τις «αρετές» μας, όταν νιώσουμε ότι η ταυτότητά μας αδειάζει από τα μέσα, όταν διαπερνάει το είναι μας σαν αστραπή η υπόνοια ότι είτε υπάρχουμε είτε δεν υπάρχουμε είναι ένα και το αυτό, ότι η Ιστορία γράφεται πια χωρίς εμάς, ότι, ως συλλογικό είναι, έχουμε ήδη απο-ιστορικοποιηθεί. Ναι, τότε ψελλίζουμε: «Ποιοί είμαστε;» Αθώα, κοινή ερωτησούλα. Και όμως αρκεί να τεθεί για να διαλυθεί αυτομάτως η ύπνωση στην οποία μας βυθίζει το «είμαστε». Κάθε φορά που αναρωτιόμαστε για το ποιοί είμαστε, ανοίγουμε το παράθυρο της αυτογνωσίας. Δεν έχει σημασία εάν ικανοποιούμαστε από την απάντηση. Εξ άλλου ποτέ δεν είναι μία η απάντηση. Αλλά μία είναι η ερώτηση. Στην ερώτηση ανταμώνουμε όλοι μας. Τούτη η ερώτηση αφήνει ανοιχτή, ατελή την ταυτότητά μας, την κάνει να είναι πάντα σχετικά αποκρυσταλλωμένη. Γύρω από τούτη τη μοναδική ερώτηση συγκροτείται η ιστορική οντότητα που λέγεται λαός. Ακόμα και ο ένας ο οποίος θ’απαντήσει ότι είμαστε ένα τεράστιο τίποτα, ένα απολειφάδι ενός περασμένου για πάντα μεγαλείου, ένα συνονθύλευμα τηλεπολιτών ολόιδιο με όλα τ’άλλα που υπάρχουν σήμερα ανά τον κόσμο, ακόμα λέω κι αυτός, αν καταλήγει σ’αυτά τα μαύρα συμπεράσματα προσπαθώντας ν’απαντήσει στην κοινή ερώτηση, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του λαού μας. Αντίθετα αυτός που βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι είμαστε οι πρώτοι και καλύτεροι χωρίς ν’αναρωτηθεί ποτέ στα σοβαρά για το ποιοί είμαστε, ανήκει στα απονεκρωμένα κύτταρα του λαού μας. Έχει μόνο το όνομα: Έλληνας. Η χάρη της δημιουργίας τον έχει εγκαταλείψει. Εννοείται ότι αυτό που μπορεί να συμβεί σε κάθε άτομο χωριστά, μπορεί να συμβεί και στο λαό ολόκληρο. Εξ άλλου οι δύο τούτες κατηγορίες, άτομο και λαός, ανταλλάσσουν ακατάπαυστα τις καταστάσεις τους.

Φθάνουμε έτσι στο κρίσιμο ερώτημα: Σε ποιούς λαούς δίνεται η χάρη της δημιουργίας; (Δίνεται, τρόπος του λέγειν, μόνοι τους την κατακτούν) Απαντώ: Σ’αυτούς που είναι ελεύθεροι. Και συμπληρώνω, για να γίνει φανερή η διάκριση: Σ’αυτούς που είναι ελεύθεροι εσωτερικά. Γιατί για τη δημιουργία μόνο τούτη η εσωτερική ελευθερία μετράει. Η άλλη, η πολιτική, δεν παίζει καθοριστικό ρόλο. Δεν είναι απαραίτητη συνθήκη. Καμμιά φορά μάλιστα η ανυπαρξία της μπορεί, παραδόξως, να λειτουργήσει υπέρ της ενίσχυσης της εσωτερικής ελευθερίας. Όταν για παράδειγμα ο δεδομένος λαός είναι υπόδουλος σε μια ξένη δύναμη ή σε μια ντόπια κλίκα που νέμεται την εξουσία προς όφελός της. Σαν η απουσία της πολιτικής ελευθερίας να δρούσε υπέρ της αυτοπεποίθησης και της δημιουργικότητας του δοκιμαζόμενου λαού. Κάτι τέτοιο ισχυρίζεται ο Νίκος Σβορώνος ότι συμβαίνει με τη διαμόρφωση της ελληνικής συνείδησης στο πέρασμα των αιώνων και μου φαίνεται ότι δεν έχει καθόλου άδικο.

Τί σημαίνει όμως «εσωτερική» ελευθερία όταν ο λόγος δεν είναι περί ανθρώπου αλλά περί λαού; Δεν νομίζω ότι μπορούμε να την ορίσουμε κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Στο κάτω-κάτω, προέχει θα έλεγα σήμερα να προσπαθήσουμε να την αισθανθούμε, να προσπαθήσουμε να την ανακαλύψουμε μέσα μας ως κοινή εμπειρία ζωτικής σημασίας. Γι αυτό θα σταθώ σε δύο παραδείγματα. Το ένα είναι παρμένο από την παράδοσή μας. Το άλλο από την σύγχρονη πραγματικότητα.

Το πρώτο μας παρουσιάζει ένα λαό που έχει κατακτήσει αυτό που ονομάζω «εσωτερική ελευθερία» και το δεύτερο, έναν που την έχει χάσει. Το πρώτο παράδειγμα το κουβαλάω μέσα μου από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Μάθημα ιστορίας για την Αρχαία Ελλάδα. Κεφάλαιο, ο δίκαιος Αριστείδης. Παροιμιώδης η αίσθησή του της δικαιοσύνης. Υπήρξε δέ τόσο δίκαιος που σε παράκληση συμπολίτη του –ο οποίος δεν ήξερε γράμματα, ο οποίος επιθυμούσε να δει τον Αριστείδη να χάνει το αξίωμά του ως εκπρόσωπος του λαού και ο οποίος δεν ήξερε από ποιόν ζητούσε τούτη την εξυπηρέτηση–, δέχθηκε χωρίς αντίρρηση να γράψει το ίδιο του το όνομα στο όστρακο. Τόλμησε μόνο να ζητήσει να μάθει τους λόγους. Γιατί βαρέθηκα ν’ακούω συνέχεια ότι είναι δίκαιος, απάντησε ο συνομιλητής του. Δεν ξέρω αν η ιστορία που μας διηγήθηκε ο καθηγητής μας είναι αληθινή ή όχι. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να το μάθω. Είτε πάντως επρόκειτο για μύθο, είτε για φήμη διογκωμένη, είτε για πραγματικό περιστατικό, τούτη η «αφήγηση» έχει καταγραφεί στα τρίσβαθα της παράδοσής μας. Από εκεί μας γνέφει.

Τί μας λέει; Μας καλεί να παρατηρήσουμε κάτι που σε άλλους καιρούς δεν απασχόλησε τα μυαλά των ανθρώπων. Προφανώς γιατί το θεωρούσαν αυτονόητο. Μας προτρέπει λοιπον τούτο το ιστορικό ανέκδοτο ν’αφήσουμε κατά μέρος τον θαυμασμό μας για τον ακέραιο Αριστείδη και να σκεφτούμε τη σχέση αυτών των δύο ανθρώπων. Από τη μια ο μεγάλος στρατηγός του Μαραθώνα, ο πολεμιστής της Σαλαμίνας και των Πλαταιών, ο αδέκαστος διαχειριστής του δημόσιου χρήματος, από την άλλη ο αμόρφωτος, ο αδιάφορος για τα κοινά και, γιατί όχι, ο φαρσέρ. Τί συμπέρασμα βγαίνει; Σίγουρα ότι η αρχή της δημοκρατίας, ο δημοκρατικά κατοχυρωμένος νόμος, περνάει πάνω από τα πρόσωπα. Μόνο που η ιστορία που μας απευθύνει η παράδοσή μας δεν καταπιάνεται με τις αρχές, τους κανόνες και τα ήθη του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά με δύο πρόσωπα. Υπάρχει λοιπόν σε τούτη τη σκηνή κάτι που δεν λέγεται αλλά που εξυπονοείται. Κάτι χωρίς το οποίο ο διάλογος των δύο συμπολιτών θα φάνταζε στα μάτια των Αθηναίων ως άνευ νοήματος. Υπάρχει το γεγονός ότι η αυθόρμητη αντάποκριση του Αριστείδη δεν είναι μια απλή μηχανική εφαρμογή του νόμου αλλά μια χειρονομία καλής θέλησης, μια ευγενική συμπεριφορά. Του ζητήθηκε η βοήθεια και ανταποκρίθηκε πρόθυμα. Ολοφάνερα η σχέση ανάμεσα σε τούτους τους δυο ανθρώπους είναι σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συντροφικότητας, αλληλεγγύης, αποδοχής του άλλου ακόμα κι αν αυτός ο άλλος φαίνεται ως τελείως περιθωριακό και ανεύθυνο στοιχείο. Υπάρχει λοιπόν σε τούτο το διάλογο που διαφύλαξε η παράδοσή μας ένα βαθύ μήνυμα σχετικά με τον λαό που δημιούργησε τη δημοκρατία. Υπάρχει, πέρα και πάνω από το γράμμα ενός πολιτικού καθεστώτος, το πνεύμα του λαού που αυθόρμητα, πηγαία ανθίσταται στην αποκρυστάλλωσή του, του λαού που δημιουργεί τη δημοκρατία όχι απλά ως σύστημα διακυβέρνησης αλλά ως πεδίο άσκησης της ανθρώπινης ελευθερίας. Με άλλα λόγια, δεν φτιάχνει η δημοκρατία τους ανθρώπους, οι άνθρωποι την φτιάχνουν για να εξασφαλίσουν και να βαθύνουν την επιθυμία τους να ζουν μαζί ελεύθερα.

Το δεύτερο παράδειγμα το αντλώ από τα έργα και τις ημέρες της σημερινής Ευρώπης. Φέτος το καλοκαίρι, λίγες μέρες μετά το ΟΧΙ του ιρλανδικού λαού στο Σύμφωνο της Λισσαβώνας για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης των εικοσιεφτά, κάποιος αξιωματούχος των Βρυξελλών, ολοφάνερα χολωμένος από το αποτέλεσμα, δήλωσε δημόσια ότι κακώς επιλέγεται η διαδικασία του δημοψηφίσματος και ότι, εν πάση περιπτώσει, καλό είναι να θυμόμαστε ότι όλοι οι δικτάτορες εδραίωναν την εξουσία τους με το τέχνασμα των δημοψηφισμάτων. Το νόημα είναι απλούστατο: Αγαπητοί Ιρλανδοί, αργά ή γρήγορα θα πείτε ΝΑΙ και θα σκάσετε. Και όσο πιο γρήγορα το πείτε, τόσο το καλύτερο, για να μη σας κολληθεί και η ρετσινιά της αντιδημοκρατικής νοοτροπίας.

Την εποχή όπου ανά την Ευρώπη ποινικοποιείται η προσβολή στο διαπροσωπικό επίπεδο επιτρέπεται, απ’ότι φαίνεται, ένας πολιτικός εκπρόσωπος της Ευρώπης να βρίζει έναν ολόκληρο λαό χωρίς να υποστεί την παραμικρή κύρωση. Και επιπλέον: Για τί είδους δημοκρατία ετοιμάζεται η Ευρώπη όταν οι κυβερνώντες της μετά από μια εκλογική ανάμετρηση η οποία δεν τους βγήκε όπως το ζητήσαν, αμφισβητούν τους κανόνες του παιγνιδιού που οι ίδιοι καθιερώσαν; Μεμονωμένο περιστατικό; Έστω. Από πού όμως αντλεί, ετούτος ο μεμονωμένος εκπρόσωπος του λαού, την αυθάδη και υπεροπτική του στάση; Από το γεγονός, νομίζω, ότι οι αποφάσεις έχουν παρθεί ήδη και ότι οι κάλπες στήνονται για το θεαθήναι. Άς υποθέσουμε –δεν είναι του παρόντος ο σχολιασμός τους– ότι τούτες οι αποφάσεις είναι οι άριστες, οι πιο ευεργετικές, οι πιο ενδεδειγμένες, οι πιο συμφέρουσες για όλους τους πολίτες της Ευρώπης, για τα παιδιά τους και για τα εγγόνια τους. Και ας υποθέσουμε επίσης ότι ο ιρλανδικός λαός είναι αγνώμων, άσχετος, ανέμελος, ασυνεπής, ότι βάλθηκε από καπρίτσιο να καταστρέψει το μεγαλειώδες όραμα της ευρωπαϊκής οικογένειας. Και λοιπόν; Δεν είναι δικαίωμα του; Απ’όπου κι αν το δούμε το θέμα, η ιστορία είναι θλιβερά μία και μοναδική: η σημερινή Ευρώπη χτίζεται σε βάρος της ελευθερίας των λαών που την συνθέτουν. Και έτσι όπως ξεκίνησε, ξεχνώντας το βασικό, ξεχνώντας ότι η υπέρτατη αξία είναι η ελευθερία, η προάσπιση της ελευθερίας του συμπατριώτη, του συμπολίτη με οποιοδήποτε τίμημα, ακόμα κι αυτό της κατάρρευσης του ονείρου, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ένας δημιουργικός λαός.

Προς μεγάλη μας δυστυχία, ο δημόσιος άντρας ο οποίος συμβολίζει τον κόσμο στον οποίο ζούμε δεν είναι ο Αθηναίος Αριστείδης αλλά ο Ευρωπαίος κομισάριος. Θα ήταν μου φαίνεται καθαρός στρουθοκαμηλισμός εάν εξετάζαμε το οποιοδήποτε υπαρξιακό μας πρόβλημα, είτε ως ατόμων, είτε ως λαών, χωρίς να παίρνουμε υπ’όψιν μας την ειδικού τύπου σχέση που αναπτύσσεται σήμερα μπροστά στα μάτια μας ανάμεσα σ’αυτό το μηχανισμό που λέγεται Ευρώπη και στα μέλη που τον απαρτίζουν.

Λέω «μηχανισμός» για να διαχωρίσω τη μορφή της σημερινής Ευρώπης από τιςάλλες «σχετικά αποκρυσταλλωμένες μορφές» για τις οποίες μιλήσαμε πιο πάνω. Δεν έχει σημασία αν ετούτος εδώ ο μηχανισμός έχει στηθεί πλήρως και σε όλες του τις λεπτομέρειες. Η λογική του μετράει. Η Ευρώπη στήνεται με τη λογική τουμηχανισμού. Ήτοι της μορφής που της είναι αδύνατο ν’αγκαλιάσει –ας θυμηθούμε και πάλι τον Αριστείδη– την παραφωνία, τον οποιοδήποτε άνθρωπο και την οποιαδήποτε κατάσταση που ξεφεύγουν από την παγιωμένη δομή της. Και ποιά είναι τούτη η παγιωμένη δομή; Ποιά ταυτότητα επεξεργάζεται για τον εαυτό της η Ευρώπη; Ποιό είναι το πρότυπο, το σωστό, το ιδεώδες υποκείμενο με βάση το οποίο μπορεί ν’απορρίπτει το παράταιρο, το διαφορετικό; Όλοι το ξερουμε, δεν υπάρχει. Γι’αυτό το λόγο ίσως μυριάδες υπάλληλοι, είτε από τα γραφεία τους, είτε μετακινούμενοι από χώρα σε χώρα, προσπαθούν, σμιλεύοντας τους ήδη υπάρχοντες λαούς, να φτιάξουν τον τέλειο Ευρωπαίο. Ξεκινούν από την απλουστευτική παραδοχή ότι θα διεκπεραιώσουν την αποστολή τους ακόμα πιο εύκολα αν καταφέρουν να ξεκόψουν την Ευρώπη από τις ρίζες της, από τις παραδόσεις της, από την ιστορία της και, κυρίως, από την ουσιαστική πολυμορφία της. Θα τα καταφέρουν; Τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο. Έχουν όμως για την ώρα καταφέρει να ενσπείρουν τον φόβο.

Οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν αναρωτιούνται πια για το ποιοί είναι αλλά για το τί πρέπει να κάνουν προκειμένου να μοιάσουν όσο γίνεται περισσότερο με το πορτραίτο ρομπότ του καλού Ευρωπαίου που έχουν σχεδιάσει οι αρχιτέκτονες της σημερινής Ευρώπης. Για όλους τους Ευρωπαίους, και άρα και για μας, η απαραίτητη για την ανανέωση της ζωής μας κρίση αυτογνωσίας έχει αντικατασταθεί από την ψυχωτική κρίση εξομοίωσης. Το σατανικό του πράγματος είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιειται ή ίδια φράση: «Ποιοί είμαστε;» Αλλά το «ποιοί είμαστε» υπό την πίεση της Ευρώπης έχει αποκτήσει ένα τελείως νέο περιεχόμενο. Θέλει να πει: για να ψαχτούμε, για να κοιταχτούμε μήπως και παρουσιάζουμε ακόμα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αντιστέκονται στο κλάδεμα, μήπως έχουμε συνήθειες που δεναρμόζουν στο ευρωπαϊκό ιδεώδες –διάβαζε καλούπι–, μήπως καθυστερούμε, μήπωςείμαστε ανίκανοι να ρυθμίσουμε το βηματισμό μας με το ρυθμό που εισηγούνται οιντιρεκτίβες των Βρυξελλών και του Στρασβούργου, μήπως όντας έτσι όπως είμαστε απέχουμε πολύ από το μοντέλο που μας προτείνεται –διάβαζε που μας επιβάλλεται με το ζόρι–, μήπως ήρθε επιτέλους ο καιρός για να δούμε τα ελαττώματά μας; Καιδόστου συζητήσεις. Και δόστου έρευνες. Και δόστου στατιστικές. Και δόστου ευρωπαϊκή διαπαιδαγώγηση.

Η διαδικασία της αυτογνωσίας έχει μια πλευρά που είναι σίγουρα πολύ επώδυνη. αν θέλουμε να ζήσουμε ως λαός δημιουργικός δεν έχουμε άλλη επιλογή. Πολύφοβάμαι όμως ότι αντ’αυτού έχουμε υιοθετήσει, και όχι βέβαια μόνο εμείς, τηv διαδικασία της αυτοενοχοποίησης την οποία τεχνηέντως μας επέβαλαν οι μαθητευόμενοι μάγοι της Ευρώπης. Η αυτοενοχοποίηση είναι η αυτογνωσία από την ανάποδη. Η αυτογνωσία, η οποία διαλέγεται με το σύνολο της παράδοσης και όχι μόνο με τις κακές της όψεις, μας βοηθάει να καταλάβουμε, να ζήσουμε και ν’αλλάξουμε ελεύθερα αυτό που είμαστε. Η αυτοενοχοποίηση μας παρακινεί να τοξεχάσουμε. Αυτοενοχοποίηση σημαίνει να μάχεσαι ελαττώματα τα οποία άλλος έχει καταφέρει να σου φυτέψει στο κεφάλι. Όταν αρχίσεις να θεραπεύεσαι, είσαι πιανεκρός.

Οπότε;

Οπότε στο χρέος μας της αυτογνωσίας ως Ελλήνων προστίθεται ένα νέο: το χρέος μας της αυτογνωσίας ως Ευρωπαίων.

πηγή: antifono.gr, *Αύγουστος 2008

7 Σχόλια

  1. Συγχαρητήρια στον αρθρογράφο για την καθαρότητα της σκέψης του και την ολοκληρωμένη ανάλυση.
    Ξεχωρίζω τη φράση
    [i]Ολοφάνερα η σχέση ανάμεσα σε τούτους τους δυο ανθρώπους είναι σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συντροφικότητας, αλληλεγγύης, αποδοχής του άλλου ακόμα κι αν αυτός ο άλλος φαίνεται ως τελείως περιθωριακό και ανεύθυνο στοιχείο.[/i]

    που υποδηλώνει την παρότρυνση να μην ξεχωρίζουμε τους διπλανούς μας ανάλογα με τον “τύπο ανθρώπου” στον οποίο ανήκει αλλά με σεβασμό για το πρόσωπο του και με διάθεση να αφουγκραστούμε τις επιθυμίες , τις ανάγκες και τις αγωνίες του του και να συνυπάρξουμε…..

  2. διόρθωση…..

    που υποδηλώνει την παρότρυνση να μην ξεχωρίζουμε τον διπλανό μας ανάλογα με τον “τύπο ανθρώπου” στον οποίο ανήκει αλλά να τον δεχόμαστε με σεβασμό για το πρόσωπο του και με διάθεση να αφουγκραστούμε τις επιθυμίες , τις ανάγκες και τις αγωνίες του και να συνυπάρξουμε…..

  3. “Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι να πείσουμε τους άλλους για την ταυτότητά μας, αλλά τους εαυτούς μας”!!!!!!!!!!!!!!
    “Έχει μόνο το όνομα: Έλληνας. Η χάρη της δημιουργίας τον έχει εγκαταλείψει”!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
    “Σε ποιους λαούς δίνεται η χάρη της δημιουργίας; Σ’αυτούς που είναι ελεύθεροι εσωτερικά”!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
    “Tο πρώτο μας παρουσιάζει ένα λαό που έχει κατακτήσει αυτό που ονομάζω «εσωτερική ελευθερία» και το δεύτερο, έναν που την έχει χάσει”!!!!!!!!!!!!!!
    .” Είτε πάντως επρόκειτο για μύθο, είτε για φήμη διογκωμένη, είτε για πραγματικό περιστατικό, τούτη η «αφήγηση» έχει καταγραφεί στα τρίσβαθα της παράδοσής μας. Από εκεί μας γνέφει.”!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
    “Η διαδικασία της αυτογνωσίας έχει μια πλευρά που είναι σίγουρα πολύ επώδυνη”!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
    “μήπως ήρθε επιτέλους ο καιρός για να δούμε τα ελαττώματά μας”!!!!!!
    Κατά την γνώμη μου κύριε Λάκη Προγκίδη τα έχετε εντοπίσει ακριβώς όπως είναι.
    Συγχαρητηρια!!!!!!!

  4. ‘[i]Είμαστε διατεθημένοι να αντέξουμε τόσο πόνο;
    Υπάρχει κάτι που μπορεί να μας κάνει να αντέξουμε τόσο πόνο;[/i]

    Πόσο ουσιαστικό και ωραίο το ερώτημά σας!

    Θα επιχειρήσω μία (από τι πολλές ή λίγες ίσως, δεν ξέρω..) πιθανή απάντηση:
    Η Αγάπη μας για Ελευθερία να είναι τόσο μεγάλη που να μας οδηγεί στο να υπερασπιζόμαστε την Ελευθερία (εσωτερική αλλά πιθανόν και εξωτερική) των διπλανών μας. Η αλληλεγγύη ίσως είναι ένα βάλσαμο στον πόνο της αυτογνωσίας ……

  5. “Αυτό το παρόν δεν είναι παρά η υλοποίηση ενός μέλλοντος”
    “τα όνειρά μας είναι οι επθυμίες μας!”
    Όπως γράφει η κυρία Χρυσηίς Θεοδόση.
    Μακάρι βάσια μέσα στα όνειρά μας να υπάρχει και η αλληλεγγύη.
    Ας ελπίσουμε ότι θα καταφέρουμε να αλλάξουμε τα όνειρά μας.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ