Σήμερα, που είναι η τελευταία ημέρα διαμονής-μου στο Τρόοδος, θυμήθηκα πως
όταν, σ’ αυτή την ιστοσελίδα, μιλούσαμε για τον (συννεφώδη) ευρωπαϊκό
σχολαστικισμό, είχα δώσει την υπόσχεση να μιλήσω κάποτε και για τον αντίποδά-
του, όπως τον διαμόρφωσε στον, κρυσταλλίνως διαυγή, χώρο-του ο ελληνικός
τρόπος. Και αυτό θα κάνω τώρα. Θα διηγηθώ δηλ. και πώς τον γνώρισα εγώ.
Ήμουνα δευτεροετής σπουδαστής του ΕΜΠ, όταν πήρα την πρόσκληση για μια
(ολιγομελή) συνάντηση νέων ανθρώπων, στην οδό Γριβαίων 3, όπου κάτι ήθελε να
μοιραστεί μαζί-μας, νέος τότε και αυτός, (ήτανε δεν ήτανε 25 χρόνων) ο Χρήστος
Γιανναράς. Έσπευσα φυσικά στη συνάντηση αυτή, η οποία έμελλε να είναι για μένα
μια νέα πηγή εμπειρίας, μια πηγή εμπειρικής γνώσης καλύτερα! Ο Γιανναράς μας
ανακοίνωσε το τι του είχε εκείνου αναθέσει, ο νέος προϊστάμενος της Αδελφότητος
“ΖΩΗ”, ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος: Την έκδοση νέου μηνιαίου περιοδικού,
(όπως οι ΕΙΚΟΝΕΣ, ή ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ της εποχής εκείνης) προοριζόμενο για
νέους, φοιτητές και μη, σε μοντέρνα εκτύπωση “όφσετ”, με πνευματικό όμως
περιεχόμενο, κατά κύριο λόγο βέβαια. Όνομα δε του περιοδικού ήταν "Σκαπάνη".
Είχε μάλιστα πρόθεση ο π. Ηλίας, να χρηματοδοτήσει, το περιοδικό αυτό για την
“νέα γενεά”, ως ένα βαθμό βεβαίως. Αυτό το “ως ένα βαθμό”, βεβαίως, σήμαινε, μας
τόνισε ο Γιανναράς, ότι όσοι θα εργαζόμαστε γι’ αυτή την έκδοση, θα το κάναμε
προσφέροντας εθελοντική τη συνεισφορά-μας! Περιττό να πω ότι όλοι
συμφωνήσαμε ενθουσιαστικά.
Για την ιστορία, πρέπει να πω ότι εθελοντικοί συντελεστές του περιοδικού, με τακτικά
άρθρα-τους ήσαν, ανάμεσα σε άλλους και οι δυο πολύφωτοι αστέρες της εποχής, ο
Δημήτριος Τρακατέλης, (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, Δημήτριος) και ο
Αναστάσιος Γιαννουλάτος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, Αναστάσιος). Στη
στενότερη όμως ομάδα διεκπεραίωσης της εργασίας, εκτός από τον (χαλκέντερο)
Γιανναρά, ήταν μονίμως παρούσα η ποιήτρια Καίτη Χιωτέλλη. Επίσης ο Μ.
Μουτσούλας, της Αστρονομίας, ο Γ. Σκουτέρης της Φυσικής, ο Δανιήλ Σαχάς της
Θεολογικής, η Θεοδώρα Τζόλα της Φιλολογικής. Ακόμα ήταν μαζί-μας και ο Ανδρέας
Δρυμιώτης, που πρόσφερε τις υπηρεσίες-του σε φωτογραφίες για το περιοδικό.
Στα γραφεία του περιοδικού βέβαια, ήσαν κατά κύριο λόγο η Καίτη Χιωτέλλη, και ο
Χρήστος Γιανναράς. Εκτός από την εργασία για την έκδοση του περιοδικού σ’ εκείνα
τα γραφεία, και επί μονίμου βάσεως, γινόταν ένας παράλληλος διάλογος γύρω από
το φαινόμενο ελληνισμός και της παρουσίας-του στο ιστορικό γίγνεσθαι. Και πρέπει
να πω, ότι σε εκείνο το γραφείο, ακούγοντας κυρίως εκείνο το “τέρας” το καλούμενο
Χρήστος Γιανναράς, σπούδασα εγώ τη φιλοσοφία, ή ακριβέστερα την ελληνική
εκδοχή για τη φιλοσοφία. Το τι ακριβώς απεκόμισα, και για το οποίο οφείλω σ΄ εκείνο
το κερί που άναψα στον πανεπιστημιακό ναό της Καπνικαρέας, μόλις επέστρεψα
από την Κύπρο, και είναι ό,τι με «έσωσε» από τον δυτικό σχολαστικισμό, θα το
περιγράψω, αν τα καταφέρω, αμέσως πιο κάτω.
Είναι δηλαδή, ο τρόπος που αναπτύχθηκε, το πάλαι, η φιλοσοφία, στις δυο ακτές
του Αιγαίου: Σ’ αυτές τις δυο ακτές, και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, τέθηκε αίτημα περί της αλήθειας: Τι είναι ορθό και τι είναι πλανημένο. Κάτι περισσότερο, που κάνει και την ειδοποιό διαφορά των Ελλήνων: Πώς θα γίνει αναγνώριση του ορθού, και πώς ο διαχωρισμός-του από το πλανημένο. Πολύ ενωρίς, ο χαρισματικός εκείνος λαός, διέκρινε το ΤΙ από το ΠΩΣ! Όχι δηλ. ΤΙ είναι το αληθές, αλλά ΠΩΣ θα διαπιστωθεί το αληθές! Δεδομένου ότι το αληθές δεν πεθαίνει, δεν φθείρεται δεν αλλοιώνεται, αλλά αντίθετα είναι αιώνιο!
Οι Έλληνες, συνήθιζε να μας λέει ο Γιανναράς, πατούν στη γη, αλλά θεώνται συνάμα
και το σύμπαν, τον κόσμο δηλ. που τους περιβάλλει. Και από πολύ ενωρίς το
διαπίστωσαν ότι ο κόσμος αυτός περιέχει στη δομή-του, δυνάμει, ό,τι αναζητούν: Το
κάθε ρόδο, το κάθε χρυσάνθεμο, ακόμα και η κάθε γάτα, το κάθε ζαρκάδι, τα
υπαρκτά δηλ. είναι όλα όντα φθαρτά! Όμως ο ΤΡΟΠΟΣ που το ρόδο είναι ρόδο, το
χρυσάνθεμο είναι χρυσάνθεμο, η γάτα είναι γάτα και το ζαρκάδι είναι ζαρκάδι, πάντα
είναι ο ίδιος. Όταν το ρόδο μαραθεί και μετά πεθάνει, ένα άλλο ρόδο θα
αντικαταστήσει το χαμένο, και εκείνο ένα επόμενο, σε μια ακολουθία που είναι
αιώνια, είναι άφθαρτη, είναι αθάνατη. Ο ΤΡΟΠΟΣ λοιπόν των υπαρκτών, και όχι τα
υπαρκτά καθ’ εαυτά, είναι αιώνια. Διότι, καθώς έλεγε ο μεγάλος πρόγονος, ο
Ηράκλειτος από την Έφεσο, ακολουθούν τον συμπαντικό νόμο-τρόπο «της του
παντός διοικήσεως»! Ιδού λοιπόν το αληθές!
Η ορθότητα για τον ελληνικό κόσμο, δεν υπάρχει σε κάποιαν (απρόσωπη) αρχή,
αλάνθαστη έστω! Αλλά η αλήθεια βρίσκεται σε ένα κριτήριο ορθότητας! Και κριτήριο,
κατάληξαν από πολύ ενωρίς οι Έλληνες, βρίσκεται σ’ αυτό τον τρόπο της του
παντός διοικήσεως. Και η αλήθεια δεν έχει ως κριτήριό-της κάποιαν άνωθεν
δεδομένη ορθότητα, αλλά η αλήθεια είναι μια μετοχή στον συμπαντικό νόμο της του
παντός διοικήσεως. Είναι μια κοινωνούμενη εμπειρία, όπου «όλοι ομονοούν και
έκαστος επιμαρτυρεί» θα πει πάλι ο Ηράκλειτος. Μετοχή λοιπόν αλλά και
συμμετοχή, των υπαρκτών: Αν το χρυσάνθεμο και η μέλισσα δεν «συνεργαστούν»
αν δεν «κοινωνήσουν», δεν θα γονιμοποιηθεί ο σπόρος και το χρυσάνθεμο κάποτε
θα εξαφανιστεί δια παντός. Και γι’ αυτό είπε πάλι ο ίδιος Ηράκλειτος, αν
κοινωνήσομε αληθεύομε, ενώ αν ιδιάσομε ψευδόμεθα. Ιδού και ο εσωτερικός νόμος
που γέννησε τη ζωή της κοινωνούμενης πόλεως, όπου πραγματώθηκε η
κοινωνούμενη εμπειρία, όπου «όλοι ομονοούν και έκαστος επιμαρτυρεί»!
Συνοψίζοντας επιγραμματικά την ελληνική συλλογιστική: Όλα τα υπαρκτά είναι
εφήμερα, θνητά! Ο τρόπος με τον οποίο υπάρχουν όμως (ο τρόπος που ένα
τριαντάφυλλο είναι τριαντάφυλλο, ή η γάτα είναι γάτα) αυτός είναι ο ίδιος
απαράλλαχτα μέσα στους αιώνες: Όπως και ο τρόπος της σ υ ν ύ π α ρ ξ η ς είναι
μια λογική αρμονία. Όλα στον κόσμο λειτουργούν κατά λόγον. Ο λόγος αυτός είναι
που δεν αλλάζει, δεν φθείρεται δεν πεθαίνει! Αυτό είναι το όντως υπαρκτό! Αυτό να
μιμηθούμε, αναζητώντας την αλήθεια... Έτσι προέκυψε και η πόλη, ως άθλημα
αληθείας!
Η αναζήτηση δηλ. της ορθότητας ως κριτήριου (και όχι γνώσεως) είναι καθαρά
ελληνική υπόθεση. Είναι ο ελληνικός τρόπος του βίου. Αντίθετα, την αναζήτηση της
ορθότητας ως γνώσης, οι Έλληνες την θεώρησαν ως προϊόν βαρβαρότητας. Και μια
χιλιετία σχεδόν αργότερα αποδείχθηκε πως, και σ’ αυτό είχαν δίκαιο, από τον τρόπο
γέννησης της (φραγκοτευτονικής) Ευρώπης...
Πράγματι! Όταν τα βαρβαρικά φύλα που εισέβαλαν (μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα) στη
δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, εξαφανίζοντας τους λαούς-της, ασπάστηκαν βέβαια
τον Χριστιανισμό, αφού αυτό ήταν για την εποχή εκείνη τεκμήριο πολιτισμού, αλλά
δεν απέβαλαν την «βαρβαρική» νοοτροπία-τους: Αντιμετώπισαν την αλήθεια ως
«ορθότητα»! Ορθότητα δε η οποία ανάγεται σε μια «πηγή αλήθειας». Πηγή δε της
αλήθειας, είναι μια άνωθεν δεδομένη αυθεντία που έχει ex officio το αλάθητο, κατέχει
δε την πάσα αλήθεια! Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναλύσω πάλι το νοσηρό αυτό
φαινόμενο (το βαρβαρικό, θα έλεγαν οι τότε Έλληνες!) Η εξέλιξή-του και μόνη είναι
εύγλωττη. Άρχων οφικιάλιος της πάσας αλήθειας, ήταν για πολλούς αιώνες η
αυθεντία του Πάπα Ρώμης! (Θέση την οποία, από πολύ ενωρίς κατείχαν φυσικά
πάπες φραγκοτευτονικής καταγωγής) Η γέννηση συνεπώς του σχολαστικισμού εκεί,
είναι ένα απλό, δευτερεύον μάλιστα, επεισόδιο...
Όταν η κατάσταση των παπών έγινε αφόρητη (απ’ αυτούς προήλθε και η ευρωπαϊκή
μάστιγα τού ολοκληρωτισμού) έγινε και η πρώτη επανάσταση, η οποία όμως πάλι
αναζητούσε το ορθό σε μια άλλη πηγή αλήθειας, που τώρα δεν ήτανε ο Πάπας, αλλά
ήταν οι ίδιες οι Γραφές! Τότε γεννήθηκε στην Ευρώπη ο Προτεσταντισμός. Όταν δε
αργότερα, οι Προτεστάντες αλληλοσπαράζονταν, νέα «πηγή αλήθειας» (πάλι!),
εμφανίστηκε τώρα: Η επιστήμη, η οποία γέννησε και την λαίλαπα του Διαφωτισμού,
τον όποιο τόσο βίαια τον έψεξε ο Φρειδερίκος Νίτσε! Ο οποίος εντούτοις δεν
μπόρεσε να ανακόψει τις εκατόμβες των «ανθρωποθυσιών» τις οποίες χρεώθηκε ο
20ος αιώνας!
Πλην όμως ούτε με τις εκατόμβες η Ευρώπη, ανένηψε: Νέο τώρα κριτήριο
ορθότητας, (και όχι ελληνότροπη εκδοχή, κριτήριου μετοχής) ακριβέστερα, κριτήρια
ορθότητας, είναι πια, είτε το χρήμα, το κόμμα, ο γκουρού ή ο ψυχαναλυτής. Μόνος
ακλόνητος βεβαίως παραμένει ο σχολαστικισμός...
Πώς να μην ευγνωμονώ εγώ το κερί εκείνο της Καπνικαρέας;
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Γυμνό με κανάτι") είναι έργο του Πολύκλειτου Ρέγκου.