Ἡ ἐποχή μας, ἐποχή τοῦ (ἐπιστημονικοῦ) Χάους[1], τῆς ἀνασφάλειας καί τῆς ἀβεβαιότητας, ἔχει καταντήσει, μέ τό μαζικό λαϊκισμό, τήν κυριαρχία τῆς (καταναλωτικῆς) ἀγορᾶς καί τή λατρεία τῆς διασημότητας, ἐποχή τοῦ ἀχαλίνωτου ἀτομικισμοῦ καί τῆς «ἀντικοινωνικῆς» (μέ τή βαθειά σημασία τοῦ ὅρου) γενικά συμπεριφορᾶς[2]: «Πάντα θορύβων γέμει καί ταραχῆς. Πάντα σκόπελοι καί κρημνοί. Πάντα ὕφαλοι καί σπιλάδες. Πάντα φόβοι, καί κίνδυνοι, καί ὑποψίαι, καί τρόμοι, καί ἀγωνίαι»[3]. Συχνά οἱ ἐφημερίδες, πού ὁμιλοῦν γιά <Ἐποχή τοῦ τρόμου>[4], παραθέτουν τίτλους, ὅπως <Βιοχημικός τρόμος>[5], <Γκέτο πλουσίων στίς πολιτεῖες τοῦ φόβου>[6], <Ὁ φανατισμός αἱματοκύλησε τήν Τζακάρτα>[7], <Παιδιά―θηρία ἔγλειστα στά σχολεῖα>[8] κλπ., ἐπισημαίνοντας, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι αὐξήθηκε ἐπικίνδυνα τό ποσοστό βίας ἀκόμα καί μεταξύ τῶν μαθητῶν.
Ἐξάλλου, ἡ λογοτεχνία τρόμου ἀνθεῖ, ἰδίως στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική. Νεανικά μουσικά συγκροτήματα «ἐκφράζονται» ὁλοένα καί περισσότερο μέσω τοῦ ἱεροῦ τρόμου (Fear of God), ἐνῶ εὐρέως κυκλοφοροῦν καί ἀνάλογα CDs. Πρόσφατα, μάλιστα, κυκλοφόρησαν καί στή χώρα μας παιδικές κοῦκλες μέ τρομακτικές ὄψεις, πού, μετά ἀπό σχετικές καταγγελίες, ἀποσύρθηκαν, ὅπως καί ποικίλα κινηματογραφικά ἔργα τρόμου ἤ ἀνάλογο ἐπιτραπέζιο παιχνίδι μέ τίτλο τρομόπολη κλπ.
Στήν ἐπιχειρούμενη κατωτέρω θρησκειοψυχολογική καί θρησκειοκοινωνιολογική μελέτη θά κινηθοῦμε κυρίως μέ βάση τή διακειμενική (ἑρμηνευτική) μεθοδολογία, ἀφήνοντας ἀναγκαστικά ἀνεξέταστα τόσο τίς προσωπικές ἐμπειρίες (ἐπίπεδο πνευματικότητας καί ψυχολογική ἰδιοσυγκρασία) τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὅσο καί τό πολιτιστικό τους περιβάλλον (ἱστορικοκοινωνικό καί θρησκειολογικό / θεολογικό).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἄν καί τόσο ἀπό ἐπιστημονικῆς ὅσο καί ἀπό θεολογικο―Πατερικῆς[9] ἀπόψεως δέν εἶναι δυνατό νά ἀπομονώσει κανείς ὅλα τά εἴδη καί τίς μορφές φόβου[10], πού ἀλληλοσχετίζονται (συνειδητά / ἀσυνείδητα) κατά πλάτος καί βάθος, ὁ φόβος (ἑβρ. pachad) καί ὁ τρόμος (ἑβρ. arats), κατά μία ἁδρομερῆ διαίρεση, μποροῦν νά ἐξετασθοῦν τόσο ψυχολογικο-κοινωνιολογικά, ὅσο καί φιλοσοφικο-θεολογικά, ὅπου μάλιστα καί συχνότερα παρανοοῦνται.
Κατά τήν Κοινωνιολογία, τρομοκρατία, ὡς εἰδική μορφή τυραννίας[11], θεωρεῖται ἡ συστηματική χρήση τοῦ ἐκφοβισμοῦ ἤ τῆς ἀπρόβλεπτης βίας κατά κυβερνήσεων, ὁμάδων ἤ ἀτόμων μέ σκοπό τήν ἐπίτευξη κάποιου πολιτικοῦ στόχου. Οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες, καί μάλιστα ὁ Τιβέριος (14-37 μ.Χ.) καί ὁ Καλιγούλας (31-41 μ.Χ.), ἀσκοῦσαν ἕνα εἶδος κρατικῆς τρομοκρατίας. Ὁ ψυχολογικός πόλεμος, ἡ ἱσπανική Ἱερά Ἐξέταση καί, στή συνέχεια, ἡ Τρομοκρατία τοῦ Ροβεσπιέρου (1793-1794), ὅπως ἐπίσης καί ἡ νοτιοαμερικάνικη τρομοκρατική ὀργάνωση Ku Klux Klan στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ., ἤ οἱ Ἀναρχικοί τῆς Δ. Εὐρώπης καί τῆς Ρωσίας στό δεύτερο μισό τοῦ ἴδιου αἰ., ἀλλά καί οἱ τρομοκρατικές μέθοδοι τόσο τῆς ναζιστικῆς Γερμανίας, ὅσο καί τοῦ Σταλινισμοῦ μποροῦν νά ἐνταχθοῦν σ’ αὐτή τήν κατηγορία. Ἀνάμεσα στίς πιό ὑπολογίσιμες τρομοκρατικές ὁμάδες τοῦ 20οῦ αἰ. συγκαταλέγονται ἡ Baader―Meinhof τῆς πρώην Δ. Γερμανίας, ὁ ἰαπωνικός Ἐρυθρός Στρατός, οἱ ἰταλικές Ἐρυθρές Ταξιαρχίες, ἡ al–Fatah καί ἄλλες παλαιστινιακές ὀργανώσεις, τό Φωτεινό Μονοπάτι στό Περού κλπ.
Ἐξάλλου, ὁ φόβος καί ὁ τρόμος ἀπασχολοῦσαν ἀνέκαθεν τή Φιλοσοφία. Ὡς γνωστό, ὁ Πλάτων θέλει τή Φιλοσοφία μελέτη θανάτου. Ὁ φόβος ἀποτελεῖ καί γιά τή σημερινή Φιλοσοφία, ἰδίως τήν ὑπαρξιστική, μιά θεμελιώδη ἔννοια, ἀφοῦ ὁδηγεῖ, ὅπως ἡ αἴσθηση τῆς μηδαμινότητας μπροστά στό Θεό[12], στήν ἀληθινή αὐτογνωσία (γνώση τῶν ὁρίων)[13]. Ὁ Heidegger ἀνευρίσκει στό φόβο (Angst) μιά ἐμπειρία τοῦ «εἶναι», δεδομένου ὅτι καί ὁ θάνατος συνιστᾶ γεγονός διά τοῦ ὁποίου «τελειοῦται» ἡ ὕπαρξη· ἔτσι, ὁ φόβος (ἰδίως τοῦ θανάτου) προσδιορίζει, κατ’ αὐτόν, τελείως τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀνήκοντας στήν ἐσώτατη δομή τῆς ὕπαρξής του[14]. Ἄν «ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου», ἡ οὐσία τῆς «ἀνθρωπιᾶς» ἔγκειται ἀκριβῶς στό Θ. φόβο, ὅπως πολλούς αἰῶνες πρίν εἶχε ὁμοίως παρατηρήσει ὁ τόσο διορατικός ἱ. Χρυσόστομος[15]. Γι’ αὐτό, ἀπό μιά μερίδα σύγχρονων Ἀνθρωπολόγων ὁ φόβος θεωρεῖται ὡς ἡ κατ’ ἐξοχήν κατηγορία τοῦ ‘ἀνθρωπίνου’: «Ὁ μή φοβούμενος τόν Θεόν», κηρύττει ὁ Χρυσορρήμων, «οὐκ ἄνθρωπος, ἀλλά ψευδής ἄνθρωπος…διά τοῦτο ὁ θεοσεβής, ἀληθινός φησιν»[16]. Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, λόγω τοῦ <κατ’ εἰκόνα> τοῦ φρικώδους Ἀρχετύπου, συνιστᾶ φοβική τήν ἀνθρώπινη εἰκόνα[17]. Ἔπειτα, ὁ Kierkegaard διακρίνει δύο εἴδη φόβου: τόν πρωτογενῆ, πού προϋπάρχει τῆς ἐμπειρίας, καί τό δευτερογενῆ, πού προϋποθέτει τήν ἐμπειρία[18]. Γιά τό Δανό Φιλόσοφο τό ἄγχος πηγάζει ἀπό τή συνειδητοποίηση τοῦ ἀναπόφευκτου τοῦ θανάτου· πρόκειται γιά τό λεγόμενο <ἄγχος θανάτου>. Πράγματι, οἱ Ὑπαρξιστές, προσεγγίζοντας τούς στοχασμούς τῆς Ἐρήμου, διαπιστώνουν στενή σχέση μεταξύ ἐγωισμοῦ καί φόβου. Κατά τόν Ἰωάννη τό Σιναΐτη, ὁ (νοσηρός) φόβος εἶναι σημεῖο «ὑπερηφάνου ψυχῆς»[19]. Γιά τό Sartre αἰτία τοῦ φόβου εἶναι ὁ μηδενισμός τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὅσο πιό ἐγωιστικά ζεῖ κανείς, τόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ φόβος μπροστά στόν ἐπερχόμενο θάνατο, τό μηδέν[20]. Ἐνῶ ὁ φόβος γενικά δόθηκε ὡς εὐλογία ἀπό τό Θεό γιά παιδαγωγία καί δαμασμό τῆς ἀνθρώπινης αὐτάρκειας (Ὕβρις), πού προξένησε τόν «ἁμαρτωλό» φόβο (Προπατορικό ἁμάρτημα), ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὄχι μόνο μή φρονιματιζόμενος ἀλλά καί αὐξάνοντας στό ἔπακρο τόν Ἀνθρωποθεϊσμό του (Solipsismus), φοβᾶται, καί περισσότερο ἀπό ὅλα, τό βιολογικό θάνατο, ἐπειδή ἀκριβῶς νομίζει ὅτι αὐτός τοῦ ἀφαιρεῖ / γκρεμίζει αὐτό τό ἴδιο τό ὑπερφίαλο (εἰδωλοποιημένο) Ἐγώ του, καί ἔτσι ὄχι μόνο (παρα)μένει μόνος (μοναξιά), ἀλλά καί κενός (Μηδενισμός). Ὁ ἐνοχικός φόβος, πού τόσο παραστατικά ἐνσάρκωσε στίς ταινίες του ὁ Ρωμαιοκαθολικός διάσημος σκηνοθέτης A. Hitchcock, ἀπεικονίζει ἀκριβῶς τό φόβο τῶν ἀνθρώπων, πού δέν ἀποδέχονται τήν «ἐν Χριστῶ» Θ. Ἀπολύτρωση. Ἀντί τῆς ὀρθόδοξης λύσης―θεραπείας, δηλ. τῆς βίωσης τῆς διαπροσωπικῆς ἀγάπης, τῆς ἄσκησης / ἀσκητικότητας (ὑπακοῆς, ταπείνωσης, νηστείας κλπ.), τῆς ἑκούσιας «πτωχείας» καί τῆς ἀνάληψης τοῦ (χριστιανικοῦ) σταυροῦ, πού ἐπιτυγχάνουν τή Θεία <υἱοθεσία> (εὐαγγελική «παιδικότητα» / Θεία ἐξάρτηση), ὁ ἐκτός Χριστοῦ ἄνθρωπος εἰσηγεῖται ἐγωιστικά μέτρα ἀντιπερισπασμοῦ (ἀντίποινα), ὁπότε κινούμαστε ἀναγκαστικά σ’ ἕνα φαῦλο κύκλο, πού μαθηματικά μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὁμαδική αὐτοκαταστροφή. Ἀλλά, κάθε (ὑποκατάστατη) προσπάθεια ὑπέρβασης τοῦ (ἐσωτερικοῦ) τρόμου διά τοῦ (ἐξωτερικοῦ) τρόμου (βία στή βία) εὔκολα θά μποροῦσε νά ἐξηγηθεῖ ἀπό τή σύγχρονη Βαθυψυχολογία καί Ἀνθρωπιστική Ψυχολογία ὡς ἕνας μηχανισμός ἄμυνας ἤ μιά «κεκαλυμμένη» (camouflage) ἀναζήτηση τοῦ ἔσχατου νοήματος τῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἡ σύγκρουση μεταξύ τῆς, κατά Freud, «ὁρμῆς ζωῆς» [αὑθυπέρβασης (transgress) / <καθ’ ὁμοίωσιν>] καί «ὁρμῆς θανάτου» (μηδενός / κτιστότητας) ἐξακολουθεῖ νά παραμένει, ὅσο οἱ ἄνθρωποι ἑκούσια δέν αὑτοκενώνονται («σταυροῦσθαι»). Τελικά, διερωτᾶται ὁ U. Ecco, μήπως «οἱ ἄνθρωποι βάζουν βόμβες στά τρένα, ἐπειδή ἀναζητοῦν τό Θεό;»[21]
Σύμφωνα μέ ὅλες τίς ἀποκαλυπτικές ― μονοθεϊστικές θρησκεῖες, ὑφίσταται σαφής διάκριση μεταξύ κοσμικοῦ / ἀνθρώπινου (hawf) καί Θείου / θρησκευτικοῦ (khashyat) φόβου· τή διάκριση αὐτή, ἐνῶ ἀρνοῦνται οἱ W. James[22] καί E. Fromm[23], ἀποδέχεται ὁ W. Gruehn[24].
ΜΕΡΟΣ Α’
Ο ΚΟΣΜΙΚΟΣ ΦΟΒΟΣ
Ι. ΓΕΝΙΚΑ
Ὁ φόβος, ἀναπόφευκτα, ἀποτελεῖ μέρος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς· σύμφωνα μέ τή Θεία παιδαγωγία, «ἀνοίγει τά μάτια» σ’ αὐτούς πού βαριοῦνται (ἀρνοῦνται) νά στοχαστοῦν καί ἀντιμετωπίσουν τήν «πραγματικότητα». Μάλιστα δέ, τό συναίσθημα τοῦ (κοσμικοῦ) φόβου τοῦ παιδιοῦ λειτουργεῖ, κατά τόν Κ. Γεωργούλη[25], προπαιδευτικά γιά τόν ἀπαρτισμό τῆς πρώτης του θρησκευτικῆς ἐμπειρίας. Οἱ Πρωτόπλαστοι, ὅταν ἀντιλήφτηκαν ὅτι ἦσαν γυμνοί, φοβήθηκαν καί ἔτρεμαν[26]: «Τοιοῦτον τῶν ἁμαρτανόντων τό ἔθος ἐστί. Πάντα ὑποπτεύουσι, τάς σκιάς τρέμουσι, πάντα ψόφον δεδοίκασι…»[27]. Ὁ φόβος καί ἡ ταραχή μπορεῖ νά προκληθοῦν καθώς ὁ νοῦς, ὡς «βασιλεύς», τρέμει τίς ἐπαναστάσεις τῶν ἀλόγων παθῶν[28]· ἀλλ’ «ἡ τοιαύτη ταραχή γαλήνης μήτηρ ἐστίν. Ὁ τοιοῦτος φόβος ἀδείας ὑπόθεσις»[29], συμβουλεύει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Πράγματι, τό βίωμα τοῦ γήινου φόβου ἀποτελεῖ Θεῖο φάρμακο τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου[30]. Κατά τήν Ψυχολογία, ὁ (ἀσυνείδητος ἤ συνειδητός) φόβος ἀποτελεῖ ἕναν πιστό ὑπηρέτη τοῦ ἐνστίκτου τῆς αὐτοσυντήρησης.
Ὁ Ἀριστοτέλης ὁρίζει τό φόβο ὡς λύπη ἤ ταραχή ἀπό φαντασία μελλοντικοῦ κακοῦ[31]. Γιά τούς Στωικούς ὁ φόβος συνιστά μιά ἄλογη κίνηση ψυχικῆς ἀπώθησης[32]. Ἡ φοβική ἀνησυχία, πέραν τῶν φοβικῶν νευρώσεων[33], ὁρίζεται ὡς μιά κατάσταση αὐξημένης συγκινησιακῆς διέγερσης, πού ἐμπεριέχει ἕνα ὀδυνηρό αἴσθημα ἐπερχόμενης ἀπειλῆς[34]: «φόβος, ἐλπιζομένων κακῶν ἐπίτασις»[35], παρατηρεῖ ὁ ἱ. Χρυσόστομος.
ΙΙ. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΙΚΟΥ ΦΟΒΟΥ
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος, μέ βάση τούς ἀρχαίους γιατρούς, ὁμιλεῖ γιά παρέσεις, τρόμους καί ἀποπληξίες, πού γεννιοῦνται «τοῦ ψυχροῦ πλεονάζοντος»[36]. Κατά τήν Ψυχανάλυση, στήν ἡλικία τῶν 6 ἕως 11 ἐτῶν διαμορφώνεται προοδευτικά τό Ὑπερεγώ, πού κινητοποιεῖ τά συναισθήματα τῆς ντροπῆς, τῆς ἐνοχῆς, τῆς ἱκανοποίησης καί τοῦ φόβου[37]. Ἄν καί, κατά τό Μ. Βασίλειο, ὑπάρχει ἀνθρωπολογικά χαρακτηρολογικό ἦθος «θορυβοποιόν καί ταραχῶδες»[38], εἶναι δυνατό καί ἔκτακτα ὁ Θεός νά ἐπιτρέψει τήν ἐνστάλαξη τοῦ κοσμικοῦ φόβου στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.
Στούς Πατέρες ἡ λέξη τρόμος, μεταξύ τῶν ἄλλων, σημαίνει, κατ’ Ἀριστοτελική ἐπίδραση, τή σωματική τρεμούλα, παράλυση, σπασμό κ.λπ[39]. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χρησιμοποιεῖ τή λέξη «βράσμα»[40] γιά νά ἀποδώσει καλύτερα τήν ἔννοια τῆς ψυχολογικῆς ταραχῆς. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἐπιμένει στή διερεύνηση τῆς ψυχικῆς ταραχῆς, γι’ αὐτό καί χρησιμοποιεῖ συχνότερα τόν ὅρο ἀταραξία. Νά πῶς ὁ μεγάλος ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ἀναλύει τίς ἐνδοψυχικές κινήσεις: «Θόρυβος ἐάν γένηται, ἡ καρδία κινεῖται. Τάραχος ἐάν συμβῇ, ἡ καρδία θορυβεῖται. Ἐχθρῷ ἐπανάστασις ἐάν τύχῃ, ἡ καρδία ταράσσεται. Φόβος ἐάν γένηται, ἡ καρδία παλμοῖς ἔνδοθεν τινασσομένη συντινάσσει καί τό παρακείμενον μέλος τοῦ σώματος, καί ἀπολείπουσα, καί πάλιν ἐπισπωμένη, οὐ συγχωρεῖ ἡσυχάζειν, ἀλλά συχνότερον κινουμένη μείζονα τόν ἀγῶνα παρέχει, καί ὅλον ταράσσει τό σῶμα, ἀλλοιοῖ καί τό χρῶμα, μεταβάλλει καί τό σχῆμα, μεταποιεῖ τε τήν ἕξιν, πελιδνόν καί τό πρόσωπον ἀπεργάζεται, ἵστησι τῶν ὀφθαλμῶν τήν ἐνέργειαν, ὑπότρομα ποιεῖ τά χείλη, τῶν γονάτων παραλύει τήν εὐτονίαν, καί τήν τά πάντα κινοῦσαν γλῶσσαν συνδήσασα, ψελλήν ἀποδείκνυσι, καί ὅλον, ὡς ἐστιν εἰπεῖν, ἄγριον καί νεκροειδῆ ἀποτελεῖ τόν ἄνθρωπον»[41].
ΙΙΙ. ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΙΚΟΥ ΦΟΒΟΥ
Ἡ Ψυχολογία (πρβλ. Hadfield) διακρίνει μεταξύ φόβου, ἄγχους καί φοβίας, ἐνῶ ὁ L. D. Weatherhead ἔχει ἀφιερώσει εἰδικό κεφάλαιο στό ἔργο του Psychology in service of the soul (194619), γιά νά ἐπισημάνει τή σαφῆ (ψυχολογική) διάκριση μεταξύ φόβου (fear) καί τρόμου (funk). Ἀνάλογα μέ τό ἀντικείμενο τοῦ φόβου / τρόμου, πού ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ψυχισμό, τήν κουλτούρα καί γενικά τό ἠθικό καί ψυχοπνευματικό ἐπίπεδο τοῦ ὑποκειμένου, οἱ Τρεῖς «στῦλοι τῆς εὐσεβείας», συλλαμβάνοντας λίγο ― πολύ ὅλο τό πλάτος τοῦ μέσου τύπου ἀνθρώπου, παραθέτουν ὅλα σχεδόν τά (γνωστά) εἴδη τῶν ἀνθρώπινων φόβων καί φοβιῶν[42]: φυσικό, ἠθικό / παιδαγωγικό[43], κοινωνικό, οἰκονομικό, πολιτικό[44] καί θρησκευτικό. Ἔτσι, ὁ κοσμικός φόβος μπορεῖ νά λάβει διάφορες μορφές. Μιά ἐνδιαφέρουσα μορφή κοσμικοῦ φόβου συνιστᾶ ὁ ἀλλοτριωμένος (αἱρετικός) θρησκευτικός φόβος. Κατ’ αὐτόν, φοβόμαστε ὁτιδήποτε (κτιστό) ἄλλο (πρόσωπα, πράγματα, ἰδέες) σά «θεό»[45], ἤ, τουλάχιστον, περισσότερο ἀπό τόν ἕνα καί ἀληθινό Θεό. Ἔτσι, φοβόμαστε, γιά παράδειγμα, εἴτε νά μιλήσουμε γιά τόν ἀληθινό Θεό, εἴτε, πολύ περισσότερο, νά ἐφαρμόσουμε τίς ἐντολές Του!
Φυσικούς φόβους μνημονεύει ὁ ἱ. Χρυσόστομος πολλούς, ὅπως ἀπό τό ὕψος[46], ἀπό τό τρικυμισμένο πέλαγος, ἀπό τίς φυσικές καταστροφές, ἀπό τούς σεισμούς, ἀπό τά ἄγρια ζῶα κ.λπ., οἱ ὁποῖοι, βέβαια, γιά τό θεοκεντρικά προσανατολισμένο ἄνθρωπο ἀποβαίνουν παιδαγωγικοί φόβοι[47]. Ἀλλά, κατά τόν ἴδιο ἱ. Πατέρα, ὁ πιό ἰσχυρός ἀλλά καί ὁ πιό συνηθισμένος εἶναι ὁ φόβος τοῦ σωματικοῦ θανάτου[48]. Ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ[49] καί ὁ προφήτης Ἠλίας[50] φοβοῦνταν γιά τή ζωή τους. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ φοβοῦνταν γιά τή θανάτωση τοῦ Ἰησοῦ[51]. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέσα στήν ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆς ἔτρεμε[52].
Ἐπίσης, ὑφίσταται ὁ λεγόμενος ἐνοχικός (συνειδησιακός) φόβος[53] ἤ φόβος (λ.χ. τοῦ ἀποστόλου Παύλου) γιά τυχόν ἀπόγνωση τῶν ἁμαρτωλῶν. Στήν ἴδια κατηγορία ἀνήκει καί ὁ τρόμος εὐθύνης τῶν Κληρικῶν[54], ἀφοῦ κάθε (καλός) Ποιμένας (θά πρέπει νά) τρέμει γιά τυχόν ἀπώλεια τοῦ λογικοῦ ποιμνίου του[55].
Ἔπειτα, μεγάλος εἶναι ὁ φόβος τυχόν οἰκονομικῆς πτώχευσης[56]. Ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος «δέδοικε καί τρέμει πενίαν»[57]. Οἱ ἄνθρωποι, λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, τρέμουν τούς συνανθρώπους τους «ὑπέρ ἐνεχύρων, ὑπέρ τοῦ κεφαλαίου, ὑπέρ τῶν γραμματείων, ὑπέρ τῶν τόκων, ὑπέρ τῶν ἐγγυωμένων»[58]. Ὡστόσο, καί οἱ πλούσιοι φοβοῦνται καί τρέμουν[59]. Παράλληλα, ὑπάρχει καί ὁ φόβος τραυματισμοῦ τῆς ὑπερηφάνειας[60], μήπως δηλ. κάποιος φανεῖ / θεωρηθεῖ στά μάτια τῶν ἄλλων ἀδύναμος καί ἀνίσχυρος, ὅπως συνέβη μέ τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο[61]· γι’ αὐτό, καί οἱ Ἰουδαῖοι ἔτρεμαν τήν πιθανή Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου[62]. Ὁμοίως, ἀναφέρονται οἱ λεγόμενοι φόβοι τυχόν ζηλοφθονίας[63] καί ἀπόρριψης[64], ὅπως λ.χ. ἡ ἀπώλεια τοῦ κοινωνικοῦ γοήτρου[65] ἤ ἡ τυχόν ἰδεολογικοθρησκευτική ἥττα[66]. Ἀκόμα, συναντᾶμε τό φόβο τῆς λεκτικῆς παρανόησης· ὁ ἀπόστολος Παῦλος λ.χ. φοβόταν τυχόν διαστρέβλωση τῶν λόγων του[67]. Ἐξάλλου, ἀναφαίνεται ὁ ἐνδοσυζυγικός τρόμος (γιά πιθανές μοιχεῖες[68], γιά ἄσχημη ἐμφανισθεῖσα ἀργότερα συμπεριφορά κ.ο.κ.)[69].
Ἐκεῖνο, ὅμως, πού ἐντονότερα φαίνεται νά ἀπασχολεῖ τούς Τρεῖς «πολυφώτους ἀστέρας», εἶναι ὁ, μέσω ἁγιογραφικῶν[70] ἤ ἱστορικῶν τῆς ἐποχῆς τους περιστατικῶν, κοινωνικοπολιτικός θόρυβος καί οἱ ταραχές, δηλ. ὁ πολιτικός (πολεμικός / στρατιωτικός) φόβος, σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν εἰρήνη καί τήν ἡσυχία τῆς Ἐκκλησίας· καί τό φόβο ὅμως αὐτό οἱ Πατέρες κατόρθωναν, «ἐκμεταλλεύοντάς» τον θετικά, νά μεταβάλλουν σέ παιδαγωγικό ἔναντι τῆς Θ. Πρόνοιας[71]. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἐνῶ ἀγωνίστηκαν σκληρά ὅσο ἀφορᾶ τά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, ποτέ δέ δίδαξαν τήν τρομοκρατία (ἤ τήν ἀντι-τρομοκρατία[72]), τά τυφλά χτυπήματα καί τήν ἀναρχική βία[73], ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χριστός, πού, ἐνῶ πήρε φραγέλλιον (μαστίγιο) καί καθάρισε τό Ναό ἀπ’ τούς ἐμπόρους[74], ἀρνήθηκε τό μαχαίρι τοῦ Πέτρου, λέγοντάς του «πάντες γάρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται»[75]. Γιά ἐμπρησμό «ἔξωθεν τῆς Ἐκκλησίας»[76] καί γιά πολιτική στάση, πού εἶχε ξεσπάσει στήν Καισάρεια, ἀπειλώντας μέ φόνο τούς κρατοῦντες, διαλαμβάνει ὁ Μ. Βασίλειος[77]. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος κάνει λόγο γιά τούς φόβους τῶν Ἀχαάβ καί Μανασσῆ. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος γνωρίζει τόσο τίς δολοφονίες καί τούς κοινωνικοπολιτικούς φόβους τῶν Κάϊν, Μωϋσῆ[78], Γιεζῆ[79], Δαθάν, Ἀβειρών, υἱῶν Κορρέ (πού τιμωρήθηκαν μάλιστα παραδειγματικά ἀπό τό Θεό)[80], Ἠλία, Ἰακώβ[81], Ἀβεννήρ, Μεμφιβοσθέ, Φιλισταίων[82], Δαυΐδ καί Σαούλ[83], τοῦ μαθητῆ τοῦ Ἐλισσαίου[84], Ἐζεκία[85], Ἰσσάχαρ[86], Ἡρώδη[87], τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ (πρίν ἀπό τήν Ἀνάσταση[88] καί τήν Πεντηκοστή[89]) καί τῶν ἀποστόλων Πέτρου, Παύλου[90] κ.ἄ., ὅσο καί τούς «μιαρούς καί παμμίαρους»[91] ταραχοποιούς τῆς Ἀντιόχειας καί τῆς Κωνσταντινούπολης (σχετικά μέ τόν Εὐτρόπιο) κατά τήν ἐποχή του[92].
IV. ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΗΘΟΣ
Ἐπειδή τό ζήτημα τοῦ κοινωνικοπολιτικοῦ τρόμου (Τρομοκρατίας) ἅπτεται τόσο τῆς βίας, ὅσο καί τῆς ἐπανάστασης, θά πρέπει «ἐν συντομίᾳ» νά παρατηρήσουμε καί τά ἑξῆς ἀπό πλευρᾶς χριστιανικῆς Ἠθικῆς.
Οἱ Ἀνατολικοί ἐκκλησιαστικοί Πατέρες δέχονται ὅτι ὁ Θεός δρᾶ καί διά μέσου τῆς ἱστορίας / κοινωνίας. Κάθε νόμιμη ἐξουσία εἶναι ἐκ Θεοῦ, συνεπῶς δέν ἐπιτρέπεται μιά πιθανή ἀνατροπή της, πού θά ὁδηγοῦσε στήν, κατά πολύ χειρότερή της, Ἀναρχία: «τῶν πόλεων τούς ἄρχοντας ἄν ἀνέλῃς, θηρίων ἀλόγων ἀλογώτερον βιωσόμεθα βίον»[93], ἀφοῦ «καί γάρ ἡ ἀναρχία πανταχοῦ κακόν, καί συγχύσεως αἴτιον…ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ, τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν»[94], ὅπως κηρύττει ἡ χρυσή γλώσσα. Ἄλλωστε, κατά τό Μ. Βασίλειο, ὁ ἑκούσια φονεύσας, ἄν μέν εἶναι Κληρικός καθαιρεῖται (ΝΕ’ Κανών), ἐνῶ, ἄν εἶναι λαϊκός, ἀφορίζεται, ἐκτός, βέβαια, τῆς περίπτωσης ἀμυντικοῦ καί δίκαιου πολέμου, δηλ. ὑπέρ σωφροσύνης καί εὐσεβείας, ὅπου ὁ πόλεμος ὄχι μόνο ἐπαινεῖται ἀπό τούς Χρυσόστομο καί Βασίλειο (ἐπιστ. 188), ἀλλά καί χαρακτηρίζεται ἀπό Γρηγόριο τό Ναζιανζηνό (Λόγ. 42, 21) ὡς «ἱερός». Σύμφωνα μέ τόν ἱ. Χρυσόστομο, δύναται καί ὁλόκληρη πόλη νά θορυβηθεῖ ἀπό Θεία ἀπειλή, ὅπως ἔγινε ἀπό τόν προφήτη Ἰωνᾶ στή Νινευΐ[95]. Ὅμοια, κατά τόν ἴδιο ἱ. Πατέρα, ὁ Θεός ἐπί Ἐζεκία κατέσεισε τή διάνοια τῶν πολεμίων, ἐργαζόμενος «αὐτοῖς ἄῤῥητον φόβον τινά»[96].
Μέσα σ’ αὐτό τό «πνεῦμα» ὁ Χριστιανισμός τάσσεται καί ὑπέρ τῆς δίκαιης καί ἐθνικοαπελευθερωτικῆς ἐπανάστασης. Τά μεσσιανικά κηρύγματα τῶν Ἑβραίων Προφητῶν ἦσαν ἐπαναστατικά, γι’ αὐτό, καί οἱ συμπολίτες τους τούς πριόνισαν· οἱ Προφῆτες ἐπαναστατοῦσαν κατά τοῦ πολιτικοῦ καί θρησκευτικοῦ κατεστημένου τῆς ἐποχῆς τους γιά νά ἐμφανισθεῖ ἐπί Τουρκοκρατίας ὁ Νεοπροφητισμός στό πρόσωπο πολλῶν Ἐθνομαρτύρων. Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, τόσο τόν ἴδιο τό Χριστό, ὅσο καί τόν ἀπόστολο Παῦλο κατηγοροῦσαν ὅτι δίδασκαν «ἀποστασίαν ἀπό τοῦ νόμου», δηλ. ὅτι ἦσαν κοινοί ἐπαναστάτες καί ταραχοποιοί. Πράγματι, γιά τούς Φαρισαίους ἡ συμπεριφορά τοῦ Ἰησοῦ, πού περιφρονοῦσε τό Νόμο, τά Σάββατα καί τίς νηστεῖες τῶν Φαρισαίων, ἦταν ἐπαναστατική. Στήν Κ.Δ. ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ σημαίνει τό θάνατο τοῦ παλαιοῦ κόσμου τοῦ ψεύδους καί τῆς ἀδικίας. Ἐπίσης, ἡ Ἀνάστασή Του διακηρύττει τόν ταχύ ἐρχομό τοῦ νέου κόσμου τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης. Ὅμοια, γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο, Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ κόσμου ὁλόκληρου σήμαινε ἐπ-ανάσταση ψυχοκοινωνική. Συνεπῶς, ὁλόκληρος ὁ Χριστιανισμός ἀποτελεῖ μιά «ἐπανάσταση» ἐναντίον κάθε μορφῆς κοινωνικῆς ἁμαρτίας. Τό Εὐαγγέλιο ἀπαιτεῖ τήν πρώτη καί ριζοσπαστικότερη ἐπανάσταση, δηλ. τήν ὁλοκληρωτική ἀντιστροφή ἀπό τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀδικίας στόν κόσμο τῆς Χάρης καί τῆς δικαιοσύνης· ἀπό τόν κόσμο τῆς ἐκμετάλλευσης, τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς βίας, τῆς ὑποτέλειας, τοῦ ρατσισμοῦ καί τῆς βιομηχανικῆς φυσικῆς καταστροφῆς πρός τόν κόσμο τῆς ἀγάπης, τῆς ἰσότητας, τῆς ἐλευθερίας, τῆς διακονίας καί τῆς ἄσκησης. Ἔτσι, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέ δίσταζαν νά ἐπικροτήσουν μιά ἐπανάσταση. Ὁ Ὠριγένης θεωρεῖ ὡς ἠθικά ὀρθή τή συνομωσία κατά τῶν τυράννων. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος συμβουλεύει ἐνεργητική ἀνυπακοή σέ ἄδικα θεσπίσματα τῶν βασιλέων, ἀφοῦ γιά ἀντιχριστιανικές καί ἀνήθικες περιπτώσεις δέ θά πρέπει ὑπέρμετρα νά φοβόμαστε καί νά τρέμουμε τή γνώμη τῶν πολλῶν[97].
Πάνω ἀπό ὅλα, ὅμως, οἱ Τρεῖς Ἅγιοι προέκριναν τούς πνευματικούς ἀγῶνες («τόν ἀγῶνα τόν καλόν»[98]), σύμφωνα μέ τό τοῦ Κυρίου «ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν»[99]. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀφενός μέν ἐπαινεῖ τίς μάρτυρες Δομνίνα, Προσδόκη καί Βερονίκη γιά τήν τόλμη τοῦ θανάτου (αὐτοκτονίας), πού ἐπέδειξαν σάν ἀμνάδες Χριστοῦ (μιμούμενες τό Θεῖο Ἀμνό), καί ὄχι σκοτώνοντας ἀθώους[100], καί ἀφετέρου ἐξαίρει τόν πατριάρχη Ἀβραάμ, ἐπειδή ξεπέρασε σέ ψυχοπνευματική ἀντοχή κάθε κοσμικό τυραννοκτόνο, νικώντας τούς ἰδίους του λογισμούς[101]: «Τοιοῦτοι τῶν ἁγίων οἱ ἀγῶνες καί τά σκάμματα»[102].
ΜΕΡΟΣ Β’
Ο ΘΕΙΟΣ ΦΟΒΟΣ
Ι. ΓΕΝΙΚΑ
Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ (χαλδαϊκά alxr)[103], συνιστώντας θεμελιακό θρησκειοψυχολογικό γεγονός, τό πλέον ἴσως οὐσιαστικό γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή, διατρέχει ἔντονα καί τίς τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες (Ἰουδαϊσμό, Χριστιανισμό καί Ἰσλαμισμό). Ἀπό τήν ἀρχαιοελληνική Γραμματεία οἱ Μένανδρος καί Φωκυλίδης κυρίως ἦταν αὐτοί πού προέταξαν τό φόβο τοῦ Θεοῦ ἔναντι κάθε ἄλλου ἀνθρωπίνου.
Ἐντούτοις, ὁ Θ. φόβος στίς μέρες μας, ἰδίως κάτω από τήν ἐπίδραση τῶν φιλοσοφιῶν τῶν Schleiermacher, Ritschl, Bultmann, Ebeling κ.ἄ., καί τῶν ἐπιτευγμάτων τῆς σύγχρονης Ἐπιστήμης (Φυσική, Βιολογία, Ἰατρική κλπ.) καί Τεχνολογίας, πού παρέχουν μεγαλύτερες (σωματικές) εὐκολίες, ἀνέσεις, ἀσφάλεια, εὐζωΐα, ἐλεύθερο χρόνο κλπ., ἀλλά καί γρηγορότερες, ἀκοπίαστες καί θεαματικότερες ἐπιτυχίες, φαίνεται, ὁμολογουμένως, ὅτι ἔχει παρερμηνευθεῖ (παρεξηγηθεῖ) καί, κατά συνέπεια, ἀτονήσει, μαζί μέ τήν παρεπόμενη ἀντίστοιχη διδασκαλία περί Κολάσεως (ὡς γενικῆς ἐσχατολογικῆς καί παγκόσμιας δικαιακῆς Κρίσης τοῦ Θεοῦ). Ἐκτιμᾶται ὅτι τά διαζύγια στήν Ἀμερική μεταξύ τῶν χριστιανικῶν οἰκογενειῶν ἀνέρχονται στό 60% ἐπί τοῦ συνόλου, ποσοστό κατά πολύ ὑψηλότερο ἀπ’ αὐτό τῶν μή Χριστιανῶν· τοῦτο, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἐξηγεῖται, μέχρις ἑνός βαθμοῦ, ἀπό τό γενικότερο πνεῦμα ἡδονοθηρίας, ἀνοχῆς καί ἄμβλυνσης τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, πού μάλιστα, ὅπως σημειώνει ὁ J. Herrin, κάποιες προτεσταντικές ἐκκλησίες πυροδοτοῦν φορτικά: «ὁ Θεός θέλει νά εἶστε εὐτυχισμένοι· ἀκόμα κι’ ὅταν χωρίζετε, ὁ Θεός σᾶς συγχωρεῖ. Δέ χρειάζετε, λοιπόν, νά ἀνησυχεῖτε, γιατί δέν εἶναι ἁμαρτία». Καί ὅλα αὐτά, βέβαια, σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἱ. Παράδοση (ἱ. Κανόνες). Τό ἴδιο, λίγο ― πολύ, συμβαίνει καί γιά ὅλες τίς ἄλλες, μικρότερες ἤ μεγαλύτερες, ἁμαρτίες.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἡ βιοθεωρία τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅπου, ὑπό τό φῶς ἑνός Ὀρθολογισμοῦ (πρβλ. summum bonum τῶν Σχολαστικῶν) καί συνάμα ἑνός κρυπτο-Μαρκιωνιτισμοῦ, ἔκανε τήν ἐμφάνισή της ἡ ρομαντική ἀντίληψη τοῦ «καλοῦ Θεοῦ», σέ συνδυασμό μέ τό χριστιανικό (κυρίως ρώσικο) Ὑπαρξισμό (πρβλ. Dostojewskij, Bulgakov, Berdiaeff κ.ἄ.), τήν Ἀνθρωπιστική Ψυχολογία, τό ἐπακολουθῆσαν κῦμα τῶν ἀνατολικῶν φιλοσοφιῶν (Βουδδισμοῦ – Karma κλπ.) καί τῆς «Θετικῆς σκέψης» συνέτειναν στήν ἀπώθηση τῆς ἀντιλήψεως τοῦ Θείου ὡς ἀ-γνώστου / ἀρρήτου (μυστηρίου) καί ὑπερλόγου (παραδόξου).
Παράλληλα, μετά τήν πλούσια «ἐξαγωγή» <ἱεροῦ τρόμου>[104], κυρίως ἀπό τίς χῶρες τοῦ Πακιστάν, Ἀφγανιστάν (Taliban), Ἰνδονησίας (Jamaa al Islamiyia) κ.ἄ., ἀλλά καί τά φοβερά γεγονότα τῆς 11ης Σεπτεμβρίου 2001 μαζί μέ ὅλο τό συναφές (παγκόσμιο) «δίκτυο τοῦ τρόμου»[105], πού σήμαναν ἀλλαγή πορείας ἀκόμα καί γιά τό ἀμερικανικό σινεμά καί τήν τηλεόραση[106], ἔκανε τήν ἐμφάνισή του ἕνας ἰδεολογικοπολιτικός λόγος, πού θέτει τό «θρησκευτικό φόβο» στό περιθώριο· πρόσφατα, μάλιστα, ἐπιχειρήθηκε προβοκατόρικα ἀπό κάποιους νά συνδεθεῖ ἡ (Διεθνής;) Τρομοκρατία μέ τή Σερβική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέσω τοῦ «ἐπαναστατικοῦ Πανσλαβισμοῦ», πρᾶγμα πού ἐνέχει τόν κίνδυνο ἀκόμα καί οἱ διαθρησκειακοί διάλογοι νά τεθοῦν στήν ὑπηρεσία πολιτικῶν σκοπιμοτήτων! Πρόκειται γιά τόν κίνδυνο πυροδότησης τοῦ <ἱεροῦ πολέμου> (jihad), πού, σύμφωνα μέ τή γνωστή θεωρία τοῦ S. Hundigton[107], ὑποθάλπει κάθε Θρησκεία, καί πού ὡς ἀντιρρόπηση οἱ θρησκευτικοί ἡγέτες ὅλου τοῦ κόσμου ἐπιχειροῦν νά ἀμβλύνουν (διασκεδάσουν) μέ εἰρηνιστικά κηρύγματα περί ἀνοχῆς, διαφορετικότητας καί καταλλαγῆς.
Ἡ ἀντιφατική (συγκρουσιακή) ἐποχή μας, ἐνῶ (φαίνεται, ἤ δήλωσε, ὅτι) «ἐξωβέλισε», θεωρητικά καί πρακτικά, τό (μεσαιωνικό) φόβο τοῦ Θεοῦ, μαστίζεται ἀπό μιά πληθώρα (συνειδητῶν καί ἀσυνείδητων) σύγχρονων φόβων καί φοβιῶν, ἐξ αἰτίας φυσικῶν (σεισμοί, κατολισθήσεις, ἀνομβρία κλπ.) καί κοσμικῶν (μέσω ἐπιστημονικοφανῶν καί κοινωνικῶν μύθων, προλήψεων καί δεισιδαιμονιῶν ἤ λιμῶν, λοιμῶν, ἐπαναστάσεων, πολέμων, ἀνίατων ἀσθενειῶν, θανάτων κλπ.) ἀπειλῶν ἤ κινδύνων. Ἀπωθώντας τό φόβο ἐνώπιον τοῦ Ἑνός καί ἀληθινοῦ (ἀόρατου καί πνευματικοῦ) Θεοῦ, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, σάν τούς «γυμνούς» (κενούς, ἀνίσχυρους) Πρωτόπλαστους, φοβᾶται τή Φύση, τήν Ἱστορία καί τόν ἑαυτό του, δηλ. κάποια «εἴδωλα» τῶν χεριῶν του! Ἔτσι, παρατηρεῖται τό ἑξῆς παράδοξο: ψυχολογικά καί κοινωνιολογικά νά βιώνεται ἐντονότατα τό ἄγχος, ἡ βία, ὁ φόβος καί ὁ τρόμος σέ ὅλη τήν gamme τῆς προσωπικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς, καί ἀπό τήν ἄλλη Ἐπιστήμη, Φιλοσοφία καί Θεολογία ἐθελότυφλα νά τά ἀγνοοῦν, περιοριζόμενες ἁπλᾶ στήν καταγραφή καί ἐπισήμανση τῶν φαινομένων, λές καί εἶναι δυνατό τά προβλήματα αὐτά νά ἐπιλυθοῦν μέ κοσμικά εὐχολόγια! Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, βέβαια, ἡ ἔννοια τοῦ Θείου φόβου τόσο θρησκειοψυχολογικά, ὅσο καί θρησκειοκοινωνιολογικά δέν ἔπαψε ποτέ νά λειτουργεῖ, καί μάλιστα δραστικά, εἴτε ἀτομικά εἴτε συλλογικά, ἄλλοτε πιό ὑγιεινά καί ἄλλοτε πιό νοσηρά.
Δέν εἶναι τοῦ παρόντος μιά συνθετική καί κριτική ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε σοβαρῶν ἀντιρρήσεων ἔναντι τῶν θέσεων τοῦ Hundigton· δυό πράγματα μόνο θά ὑπογραμμίσουμε ἐδῶ: α) δέν εἶναι (κοινωνιολογικά καί θρησκειολογικά) οὔτε ὅλο (ὅπως, τουλάχιστον, τό παρουσιάζουν σήμερα στίς Η.Π.Α. πολεμοκάπηλοι συγγραφεῖς[108]), οὔτε στήν ἐπίσημη τουλάχιστον (θεωρητική) διδασκαλία του (Κοράνι) τό Ἰσλάμ βίαιο καί πολεμοκάπηλο· φονταμενταλιστικά καί τρομοκρατικά στοιχεῖα εἶναι δυνατό νά βρεθοῦν σέ κάθε κοινωνία καί θρησκεία· καί β) θά πρέπει, ἐπιτέλους, νά γίνει κατανοητό ἀπό ὅλους ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος συνέχισης τῆς (προσωπικῆς καί συλλογικῆς) ἀνθρώπινης ζωῆς, μέσα μάλιστα σέ ἕνα ὁλοένα καί περισσότερο πολυπολιτισμικό καί παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ἀπό τήν ἀμοιβαία ἀναγνώριση καί τόν ἀλληλοσεβασμό τῶν διαφόρων θρησκειῶν καί θρησκευτικοτήτων (ἔμπρακτη ἀνεξιθρησκεία), πράγματα, ἄλλωστε, πού πραγματικά ἐξ-υψώνουν τούς λάτρεις ὅλων τῶν θρηκειῶν πρός τόν ἐνδότερο καί οὐσιαστικότερο πυρήνα τῆς κάθε θρησκείας, πού εἶναι ἡ φιλαλληλία (φιλ-ανθρωπία) καί ἀγάπη, τά ὁποῖα καί προσπαθοῦν νά καλλιεργοῦν· τοῦτο, ἄλλωστε, συνιστᾶ ἀνέκαθεν καί τή στάση τῆς ἑλληνορθόδοξης Παράδοσής μας ἀπέναντι στούς ἀλλόθρησκους καί ἑτερόδοξους.
ΙΙ. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ
Εἶναι παλιό τό ἐρώτημα γιά τήν προέλευση τοῦ θρησκευτικοῦ φόβου: ὁ ἀνθρώπινος φόβος (ἄνθρωπος) γέννησε τό θεό τοῦ φόβου (τή θρησκεία τοῦ φόβου καί τό φόβο τῆς θρησκείας) ἤ ὁ θεός (ἡ θρησκεία) τό φόβο[109]; Καί, ἄν μέν ὁ ἄνθρωπος «γέννησε» τό θρησκευτικό φόβο, τοῦτο εἶναι μιά ψυχική κατάσταση φυσιολογική (ἔμφυτη καί πανανθρώπινη) ἤ ἕνα εἶδος μαζοχισμοῦ; Συναφές μέ αὐτά τά ἐρωτήματα εἶναι καί τό ἀκόλουθο: ὁ Θ. φόβος πηγάζει ἀπό τήν ἀληθῆ θρησκεία (ἀπό τόν ἀληθινό Θεό) ἤ ἀπό τήν παραθρησκεία (ἀπό τό διάβολο ἤ τό ἀνθρώπινο ἀσυνείδητο); Ὁ Ἐπίκουρος, γιά παράδειγμα, ἀπέρριπτε τή Θρησκεία, γιατί τή θωροῦσε ὑπαίτιο τοῦ φόβου τοῦ θανάτου[110]. Ὡστόσο, δέν προκαλεῖ τόσο ἡ Θρησκεία τό φόβο, ὅσο, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, ἡ ἀντιθρησκευτικότητα, ὅπως πολλές φορές ἐκδηλώθηκε μέσα στήν Ἱστορία μέ τούς διωγμούς καί τά μαρτύρια τῶν Χριστιανῶν. Πολλοί ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα (Δημόκριτος, Ἐπίκουρος, Κριτίας, Λουκρήτιος, David Hume, L. Feuerbach, P. Holbach, B. Russell, J. Monod, Μ. Πλωρίτης κ.ἄ.) πιστεύουν ὅτι ἡ ἴδια ἡ Θρησκεία (ἤ καί σύμπας ὁ ἀνθρώπινος πολιτισμός[111]) προῆλθε ἀπό τό φόβο τοῦ ἀγνώστου, τοῦ μυστηρίου καί τοῦ θανάτου. Ἄλλωστε, κατά μία ἐτυμολογία, ἡ ἴδια ἡ ἐλληνική λέξη θεός παράγεται ἀπό τό «δέος»[112]. Οἱ ἀρχαῖοι μάλιστα Λακεδαιμόνιοι εἶχαν ἱδρύσει Ἱερό πρός τιμή τοῦ Φόβου (γιοῦ τοῦ Ἄρη καί τῆς Ἀφροδίτης, κατά τή Μυθολογία), τόν ὁποῖο παρίσταναν μέ κεφάλι λιονταριοῦ καί θεωροῦσαν ἐπιβλαβῆ θεότητα[113]. Ὁμοίως, οἱ Ρωμαῖοι, ἤδη πρίν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Tullus Hostilius, λάτρευαν εἰδικούς θεούς τοῦ φόβου (Pavor καί Pallor)[114]. Κατά τόν Russell, ἐπειδή ὁ φόβος εἶναι ὁ πατέρας ὄχι μόνο τῆς θρησκείας, ἀλλά καί τῆς σκληρότητας, θρησκεία καί σκληρότητα συμβαδίζουν. Ἔτσι, γι’ αὐτόν ἡ θρησκεία εἶναι νοσηρό φαινόμενο.
Ὅσο ἀφορᾶ τουλάχιστον τό Χριστιανισμό, ὁ πυρήνας τῆς ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας, σύμφωνα μέ τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, εἶναι ἡ Θεία φιλανθρωπία[115] καί ὄχι τό νομικ(ιστικ)ό πνεῦμα τῆς Δύσης. Ἄν καί δυνάμεις «οἰκεῖες», πολλές φορές, δύνανται νά προκαλέσουν φόβο μεγαλύτερο ἀπό ἐκεῖνο πού θά προκαλοῦσαν δυνάμεις γνωστές[116], τό ἄγνωστο, τό μυστήριο καί ὁ θάνατος ἀποβαίνουν τρομακτικά, μόνο ἐφόσον ὑπάρχει συνείδηση. Ἔτσι, μόνος ὁ φόβος (χωρίς τή νόηση) δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει θρησκεία. Ἀλλιῶς, καί τά ζῶα θά ἔπρεπε νά εἶχαν θρησκεία. Ἔπειτα, λέγοντας ὅτι ἡ Θρησκεία προῆλθε ἀπό τό φόβο, συγχέουμε αἴτιο καί αἰτιατό, ἀφοῦ πρίν φοβηθεῖ κάποιος, θά πρέπει νά ἔχει πιστεύσει (ἄρα καί «συναντήσει») στήν ὕπαρξη ὄντων, πού νά προκαλοῦν φόβο[117]· οἱ δαίμονες προηγοῦνται τῆς δαιμονολατρίας! Ἐξάλλου, ἡ ἴδια ἡ Θρησκεία δέν ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἰδέα τοῦ θανάτου· ἀντίθετα, τήν προβάλλει διαρκῶς μπροστά του. Ἄλλωστε, πῶς εἶναι δυνατό ὁ ἄνθρωπος, θεωρώντας ὡς ἅγια τά ἴδια τά φυσικά φαινόμενα, νά ἕλκεται ἀπό τό προϊόν τοῦ φόβου του, νά τό ἀγαπᾶ καί πρωτίστως νά ἐμπιστεύεται τήν ὕπαρξή του σ’ αὐτό, ὅπως παρατηρεῖται ἀκόμα καί σέ πρωτόγονα θρησκεύματα; Κάτι τέτοιο δέν ὑφίσταται οὔτε κάν στά ζῶα, πού διαθέτουν τή λεγόμενη «φοβική ἀντίδραση»[118]. Τέλος, δέν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ πίστη στήν ἀθανασία καί τήν αἰωνιότητα εἶναι πάντοτε παρήγορη· ἡ ἐκμηδένιση καμιά φορά εἶναι προτιμότερη τῆς ἀθανασίας, ἀφοῦ ἡ τελευταία δέν κομίζει μόνο γαλήνη, ἀλλά καί ἀπεριόριστη εὐθύνη.
Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ πάντες ἔχουν τούς φόβους καί τίς φοβίες τους· δικαιολογημένα ἤ ἀδικαιολόγητα, φυσιολογικά ἤ παθολογικά, φανερά ἤ κρυφά, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα[119], ὁ φόβος εἶναι σύμφυτος μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ ἄνθρωπος ἵσταται μόνος / διαφορετικός (βλ. ὑπαρκτική μοναξιά) ἔναντι τόσο τῆς «ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας», ὅσο καί τοῦ (ἀνθρωπίνως / λογικῶς) Ἀδύνατου ― Ἀπίθανου. Ἄν αὐτό πού θεωροῦμε ὡς τό Ἀπόλυτο (Θεῖο) [καί Αὐτό ὄχι μόνο θά πρέπει νά ὑπάρχει, γιατί ἀλλιῶς δέν ἐξηγεῖται λογικά τίποτα (καί τότε θά πρέπει νά αὐτοπαραδοθοῦμε στήν τυχαιότητα), ἀλλά καί νά ἀποτελεῖ τό ἔσχατο ἀντικείμενο ἐξάρτησης τοῦ ἀνθρώπου / δημιουργήματος, προκειμένου τό δημιούργημα νά μπορεῖ νά συνεχίσει νά ζεῖ] δέν εἶναι ἐξω-ανθρώπινο (μή κτιστό) καί ὀντολογικά (ποιοτικά) διαφορετικό, τότε δέν ἀξίζει νά λατρεύεται ὡς Θεός, ἀφοῦ, ἁπλούστατα, πρόκειται γιά κάποιο νοητό (projection) ἤ ὑλικό (βλ. Φύση) εἴδωλο. Γιά κάποιους, λοιπόν, ὁ κοσμικός (κτιστός) φόβος [αὐτόν δηλ. πού αἰσθάνονται ἀπέναντι σέ ὅ,τι, κατά τή γνώμη τους, ἀσκεῖ μεγαλύτερη δύναμη[120] πάνω τους] εἶναι ὁ φόβος τοῦ ἤ τῶν «θεῶν» τους· καί συνήθως τέτοιοι (καθημερινοί καί γνωστοί) «θεοί» εἶναι εἴτε ὁ Μαμωνᾶς, εἴτε τό «μέσον»· πρόκειται γιά ἕναν ἄθρησκο ἤ ἀσυνείδητο (ἀρχετυπικό) φόβο Θεοῦ. Γι’ αὐτό, μόνο μιά τρομακτική (Ὑπερ)Δύναμη, ἀκόμα καί μέσα στόν ἑκούσιο αὐτοπεριορισμό, αὐτοαναίρεση [γιά παράδειγμα, ὁ αὐτοέλεγχος τῆς δύναμης, πού συνιστᾶ, κατά τό feedback, τήν αὑτοτελειότητα ἑνός συστήματος, μπορεῖ νά φαίνεται ὡς ἀδυναμία] ἤ ἀχρηστία της, μπορεῖ νά ἀπαλλάξει (σώσει) τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν κοσμική Τρομοκρατία (τοῦ κακοῦ). Ἡ παντοδυναμία (πανδυναμική ἐνέργεια) τοῦ Θεοῦ δέν ἀποτελεῖ οὔτε τό λόγο (causa) τοῦ «εἶναι» τοῦ Θεοῦ, οὔτε μιά αὐτόνομη μεταφυσική ἀρχή, στήν ὁποία «ὑπακούει» ἀπό ἀνάγκη ὁ Θεός σά νά πρόκειται γιά κάποιο ἄλλο Θεό, ἀλλά γιά «προσόν» (ἰδίωμα) τῆς οὐσιώδους (ἄκτιστης) ἐνέργειας, πού ἀκολουθεῖ τή βούλησή Του. Ἔτσι, ὁ Θ. φόβος δέν καθ-ορίζει τό Θεό, ἀλλ’ ὁ Θεός τό (Θεῖο) φόβο. Ἄρα, ὁ Θεός δέ φοβᾶται τή δύναμή Του (πού συμπίπτει μέ τή θέλησή Του), ἀλλ’ ἡ Δύναμή Του περιφρουρεῖ ἀλλά καί φοβίζει τά λογικά δημιουργήματα κατά τήν Κρίση Του.
ΙΙΙ. ΥΓΙΗΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΟΣ Θ. ΦΟΒΟΣ
Ὁ ὅρος φόβος Θεοῦ εἶναι πολύ γενικός· μπορεῖ, γιά παράδειγμα, νά περιλαμβάνει τήν ψυχοπαθολογική (συνειδητή ἤ ἀσυνείδητη), τή θρησκειακή, τή χριστιανική, τήν αἱρετική (λατρειῶν καί σεκτῶν κλπ.) ἀλλά καί τήν ὀρθόδοξη θεοφοβία (θεοσέβεια). Στό μεταξύ, τόσο τό ψυχοπαθολογικό ὅσο καί τό αἱρετικό στοιχεῖο διακυμαίνονται καί αὐξομειώνονται εἴτε ἐντός τοῦ «φυσιολογικοῦ», εἴτε ἐντός τοῦ «ὀρθόδοξου» ἀντίστοιχα, δεδομένου ὅτι οὔτε τό φυσιολογικό, οὔτε τό ὀρθόδοξο ἀποτελοῦν κατηγορήματα στατικά, αὐτονόητα καί ἀπόλυτα προσδιορίσιμα θεωρητικῶς ἤ θεσμικῶς: τό «πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ»[121]. Ἔτσι, κάθε θρησκειακός φόβος οὔτε εἶναι a priori ἰδεοληπτικός (ἀρνητικός), οὔτε εἶναι πάντα ὑγιής (θετικός)· μπορεῖ νά λειτουργήσει πότε «παθητικά» (δεισιδαιμονικά καί πρωτόγονα), καί πότε «ἐνεργητικά» (ἀναρχικά καί φανατικά). Ὑφίσταται κι’ ἐδῶ μιά ποικιλία ὡς πρός τό πλάτος καί τό βάθος του. Τό ἅγιο καί τό δαιμονικό, ὡς μεγέθη πνευματικῆς τάξεως, εἶναι «ἀόρατα», γι’ αὐτό καί δυσδιάκριτα. Ὑπάρχουν λ.χ. οἱ μεταφυσικοί (φιλοσοφικά ἤ ψυχολογικά), οἱ θρησκευτικο-αποκαλυπτικοί (ἔλευση ἐξωγήινων, πτώση κομητῶν, ἐμφάνιση «σημείων καί τεράτων», Χιλιασμός κλπ.), οἱ πολυθεϊστικοί, οἱ παγανιστικοί (πρβλ. τήν τυραννία τῆς Εἱμαρμένης κλπ.), οἱ πνευματιστικοί, οἱ ἀνιμιστικοί / πολυ-δαιμονικοί (ἄμεσα ἤ ἔμμεσα, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα)[122], οἱ σατανικοί (πραγματικά ἤ φανταστικά)[123], οἱ σατανιστικοί (μέ «τεχνητή» πρόκληση κατά τίς σατανιστικές τελετές) φόβοι / φοβίες κλπ.
Ἡ ἐκφυλισμένη μορφή θρησκείας [παραθρησκεία (δεισιδαιμονία[124], μαγεία, δαιμονοφοβία κ.λπ.)] δημιούργησε ― καί δημιουργεῖ μέ τίς σύγχρονες καταστροφικές λατρεῖες ― τόν κατώτερο / πρωτόγονο (δαιμονικό) φόβο ἔναντι τοῦ Θείου, ὅπου, μέσα σέ ἕνα αἴσθημα κατωτερότητας, κλινικῆς φοβίας καί πανικοῦ (< θεό Πάνα), κυριαρχοῦν ἀποτρεπτικές καί ἐξιλαστήριες λατρεῖες[125], ἀλλ’ οὐδέποτε ἡ ἐσώτερη ἀναζήτηση καί ὁ Θεῖος ἔρως[126]. Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, οἱ Εἰδωλολάτρες ἔτρεμαν τά ἱερά ζῶα (totem) καί τά ἱερά δένδρα (taboo)[127], ὅπως καί τά κρόμμυα[128]. Ὁμοίως, ὁ δαιμονισμένος ἀσκητής Σταγείριος, κατά τή μαρτυρία τοῦ αὐτοῦ ἱ. Πατρός, ὑπέφερε ἀπό τέτοιους δαιμονικούς τρόμους[129]. Ὁ διάβολος, μολονότι φρίττει πρό τοῦ Θεοῦ[130], «φοβεῖ καί ταράττει» τούς ἀνθρώπους[131], ὅπως θορύβησε καί πείραξε τόν Σίμωνα[132]. Οἱ Ἀτομικοί Φιλόσοφοι (Δημόκριτος καί Λεύκιππος), σέ ἀντίθεση μέ τήν Ἀπολλώνεια λαϊκή θρησκευτικότητα, εἶχαν πρό ὀφθαλμῶν κυρίως τήν Ἡσιόδεια καί Ὀρφική Θεολογία, πού παρίστανε τό «Θεῖον» σκοτεινό, φοβερό καί ἀπειλητικό (βλ. Zuesophobia)[133]. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο, ὁ πρῶτος τυρανοκτόνος καί συνάμα πατροκτόνος[134] βρίσκεται στήν ἑλληνική Μυθολογία, καί εἶναι αὐτός ὁ θεός Ζεύς, πού μιμήθηκε τόν πατέρα του, τόν Κρόνο[135]. Αὐτόν, καί τόν Προμηθέα (ἤ, κατά τόν Ἰουδαιοχριστιανιμό, τόν Ἑωσφόρο), ἤθελε νά μιμηθεῖ καί ὁ θιασώτης τους, Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης, τολμηρά ἐπαναστατήσας κατά τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως γράφει πάλι ὁ Γρηγόριος[136].
Ὁ χριστιανικός Θεῖος φόβος μπορεῖ, ὁμοίως, νά βιώνεται εἴτε αἱρετικά (νευρωτικά)[137], εἴτε ὀρθόδοξα. Τό αἱρετικῶς «θρησκεύειν» ἔχει, βέβαια, καί τίς ἀνάλογες ἐπιπτώσεις του: κοινωνικές, πολιτικές, ψυχολογικές (νευρώσεις) καί θεολογικές (πρβλ. καταστροφικές σέκτες). Ἐντός τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁ Καλβῖνος κυρίως, κατ’ ἐπίδραση τοῦ Αὐγουστινιανισμοῦ, ἦταν ἐκεῖνος πού κατέστησε τό Θεό ἀντικείμενο φόβου[138]· ἡ δυτική θρησκευτική τέχνη (λ.χ. Γοτθικός ρυθμός κλπ.) φέρει ἔντονα τά σημάδια ἑνός τέτοιου Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι σύγχρονα φονταμενταλιστικά κινήματα «στεγάζονται» εἴτε σέ ἰσλαμικά[139], εἴτε σέ προτεσταντικά[140] περιβάλλοντα (βλ. Θεολογία τῆς Ἐπανάστασης).
Τελικά, ἐγείρεται ἔντονα τό ζήτημα πάλι τῆς μεγάλης Πατερικῆς ἀρετῆς τῆς διάκρισης μεταξύ ὑγιοῦς καί παθολογικοῦ Θ. φόβου. Αὐτό πού μποροῦμε μόνο νά ποῦμε ἐδῶ, εἶναι ἀφενός μέν ὅτι αὐστηρῶς ἐπιστημονικά δέν ἐπιτρέπονται ὁποιεσδήποτε γενικεύσεις, καί ἀφετέρου ὅτι ἀπαιτεῖται μεγάλη πνευματική ἐμπειρία καί ὡριμότητα, ἀφοῦ οἱ καταστάσεις αὐτές, πολλές φορές, ἀλληλοκαλύπτονται εἴτε συνειδητά, εἴτε ἀσυνείδητα.
IV. Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ Θ. ΦΟΒΟΣ
Α. ΓΕΝΙΚΑ
Ξεχωριστή θέση ἀπό ὅλες τίς μορφές φόβου καταλαμβάνει ὁ ἀπαθής ὀρθόδοξος χριστιανικός Θ. φόβος[141]. Ἡ «πορεία» τῆς ζωῆς μέσα στό φόβο «τοῦ Κυρίου»[142], ὡς ὁ ἀληθινός πλοῦτος (θησαυρός) τοῦ κάθε πιστοῦ[143], ἀποτελεῖ βασικό θεολογικό στοιχεῖο ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας[144]. Ὁ ὑπαρξιακός συγκλονισμός (δόνηση) ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξης ἀπό τήν ἀνησυχητική καί ἴσως καί ἐπίπονη αἴσθηση ἑνός θάμβους (θαύματος), πού στιγμιαῖα παραλύει τόν ψυχοσωματικό ὀργανισμό, συνιστᾶ τήν πλέον ὕψιστη συγκίνηση τοῦ χοϊκοῦ ἀνθρώπου, γιατί συνοδεύεται ἀπό ἕνα αἴσθημα μυστικῆς εὐφροσύνης καί ἀγαλλίασης. Οἱ ἐμπειρίες τῶν δικαίων καί ἁγίων (ἀπό τήν Π.Δ., τήν Κ.Δ. καί τήν ἐκκλησιαστική Παράδοση) βίωσης τοῦ Θ. φόβου, ἀναγνωριζόμενες ἀπό τήν Ψυχολογία τῆς Θρησκείας εἴτε ὡς peak―ἐμπειρίες[145], εἴτε ὡς ἕνα ἀπό τά γνωρίσματα τῆς ὥριμης (mature) θρησκείας[146], θεωροῦνται ὀρθόδοξα ὡς «προγεύσεις» καί ἀποκαλυπτικές θεοφάνειες τῆς καταστάσεως τῆς θεώσεως. Ὁ ἅγιος καί δίκαιος φόβος τοῦ Θεοῦ, μισώντας τό κακό[147], ἀποτελεῖ γιά τόν ἄνθρωπο πηγή τῆς αὐθεντικῆς (ἀληθινῆς) ζωῆς[148], ἐφόσον καθίσταται πρόξενος ὅλων τῶν πνευματικῶν δωρεῶν (Χαρισμάτων).
Ἡ ἄρνηση τοῦ Θ. φόβου ὀφείλεται, συνήθως, εἴτε σέ θεολογική ἄγνοια[149] ἤ ἡμιμάθεια (τῆς «φύσης», τῶν ἰδιοτήτων καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ), εἴτε σέ ἀθεΐα (ἀπιστία) ἤ ὀλιγοπιστία. Θεολογική ἄγνοια σημαίνει ἄγνοια τῆς ὀρθόδοξης θεογνωσίας, πού τό μόνο πού γνωρίζει εἶναι ἡ ἀκαταληψία τοῦ Θεοῦ[150]! Ἀντίθετα, ἡ κοσμική ἄγνοια τοῦ Θεοῦ σημαίνει ἄγνοια ἑαυτοῦ· ἄγνοια δέ ἑαυτοῦ σημαίνει ἀφροσύνη (παραλογισμό) καί ἔλλειψη σοφίας, κατά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία: «Στοιχεῖον οὖν ἐστι τῆς σοφίας ὁ φόβος τοῦ Κυρίου», βεβαιώνει ὁ Μ. Βασίλειος[151]. Ὡς δέ δικαιολογίες προβάλλονται εἴτε ὁ ἀνθρώπινος ψυχισμός καί ἡ ἀνθρώπινη βαρβαρότητα, εἴτε ἡ ἐπιστημονική καί πολιτισμική καθυστέρηση. Τό Θεῖον, λένε, εἶναι ἀπαθές (καί ἄρα δέν εἶναι δυνατό νά μισεῖ ἤ νά ἀγαπᾶ, νά φοβίζει ἤ νά ἕλκει κλπ.), καί τό ὅτι λέει ἡ Γραφή ὅτι εἶναι Ἀγάπη, τό λέει μόνο καί μόνο ἐπιλέγοντας ἀνθρωπομορφικά τήν πιό ὑψηλή ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἀξίες γιά νά Τό περιγράψει κάπως (ἀναλογικῶς). Ἐπίσης, ἰσχυρίζονται ὅτι τέτοιοι ἀνθρωπομορφισμοί εἶναι παλαιοδιαθηκικοί, πού ναί μέν παλαιότερα (μπορεῖ νά) ἦσαν χρήσιμοι ψυχοπαιδαγωγικά, ἀλλ’ ὡστόσο δέν ἔχουν θέση πλέον σέ μιά πνευματικότερη «θρησκεία», ὅπως εἶναι αὐτή τoῦ Εὐ-αγγελίου. Ἀκόμα, διδάσκουν ὅτι μιά τέτοια ἀντίληψη ἐνισχύει τή φροϋδική περί Θεοῦ ψυχολογική ἑρμηνεία ὡς παραίσθησης μέσω μιᾶς πατρικῆς προβολῆς (projection). Τέλος, ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ἀπόψεις αὐτές, ἀπόψεις μιᾶς «αὐταρχικῆς» θρησκείας (E. Fromm), εὐνοοῦν τίς περί Κολάσεως ἰδέες, πού ὑποβιβάζουν γενικά τό ἀνθρώπινο καί ἐνοχοποιοῦν τόν ἀνθρώπινο δυναμισμό, (ξανα)γυρίζοντάς μας πίσω στό Μεσαίωνα.
Οἱ ἰσχυρισμοί, ὅμως, αὐτοί λησμονοῦν ἀφενός μέν ὅτι αὐτό τό Θεῖον χριστιανικά εἶναι ζῶν πρόσωπο, καί ὄχι πανθεϊστικά κάποιο ἄ-λογο μέγεθος ἤ ἀφηρημένη Ἰδέα, μέ ἀσυνείδητες ψυχολογικά, συνεπῶς, μεταβιβάσεις (Uebertragung) καί ἀντιμεταβιβάσεις (Gegenübertragung) ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου[152], καί ἀφετέρου ὅτι, ὡς μυστηριώδους οὐσίας (φύσεως), εἶναι ἀδύνατο νά περι-ορισθεῖ μονιστικά σέ μιά ἀνθρωπομορφική ἀγάπη (πρβλ. Ἀγαπισμός). Ἐξάλλου, ἀκόμα καί ἡ (ὠκεάνεια) «σαλότητα» τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος (μυστήριο Θ. Οἰκονομίας), προκαλεῖ στό σώφρονα ἄνθρωπο ἕνα εἶδος τρόμου. Ἔτσι, φόβος μπορεῖ νά ἐγερθεῖ στούς δικαίους, ὅπως στόν Ἰακώβ, ἀκόμα καί ἀπό τήν «πολλήν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν»[153]! Ἡ ὀρθόδοξη Πατερική ἑρμηνευτική Παράδοση [καί τό δόγμα, συμπεριλαμβανομένου καί αὐτοῦ τῆς αἰώνιας Κόλασης, δέν τό «κατασκευάζουμε» λογικά (βλ. διαλεκτική μέθοδος), ἀλλά τό ἀπο-δεχόμαστε ἀποκαλυπτικά / ταπεινά (βλ. ἀποδεικτική μέθοδος μέσω τῆς Ἁγ. Γραφῆς)] διατηρεῖ τή λεπτή ἰσορροπία μεταξύ Θ. φόβου καί Θ. ἔρωτος, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια. Ἔπειτα, ὁ παιδαγωγικός χαρακτήρας δέν ἐκλείπει οὔτε προσωπικά (πνευματικά), οὔτε συλλογικά (ἱστορικά), ἐφόσον ναί μέν ἔχουμε «συμ-πλήρωση» τῆς Παλαιᾶς ἀπό τήν Κ.Δ., ἀλλ’ ὡστόσο ἀφενός μέν ὁ «καταπατήσας» τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ στήν ἐποχή τῆς Κ.Δ. «χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας»[154], ἀφετέρου ὁ κάθε πιστός «αὐξάνεται» πνευματικά μέχρι ὅλοι νά «καταντήσωμεν…εἰς ἄνδρα τέλειον»[155]. Ὁ Θ. φόβος ἀγκαλιάζοντας ὁλόκληρη τή ζωή τοῦ πιστοῦ, εἶναι ἀπαραίτητος τόσο στόν ἀρχάριο (νήπιο) στήν πίστη, ὅσο καί στόν ὥριμο πνευματικά. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ γεννᾶ καί τρέφει τήν πίστη, ἀλλά καί ἡ πίστη προϋποτίθεται γιά τό Θ. φόβο. Τό (ὑπαρξιακό) «ἅλμα» τῆς πίστεως ἐπιτυγχάνεται, λοιπόν, μέσα στό Θ. φόβο. Ἀπό τήν ἀκρόαση ἤ μελέτη τοῦ Θ. Λόγου μέχρι τήν ἔμπρακτη βίωση τῆς προσευχῆς καί τῆς αὐτοθυσίας ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, σάν τό «συντηρητικό» ἅλας μέσα στήν κάθε Θεία ἐντολή καί ἀντίστοιχη ἀρετή, εἶναι ἀναγκαῖος γιά νά μᾶς διατηρεῖ μυσταγωγικά μέσα στό ἀνάλογο (Θεῖο) κλῖμα. Ἐξάλλου, τό ὅτι ἡ φροϋδική Ψυχανάλυση ἀνίχνευσε ὁμοιότητες τοῦ Θ. φόβου μέ τόν πατρικό φόβο δέ σημαίνει ὅτι ἀποδείχτηκε θρησκειολογικά ἡ θεοποίηση τοῦ πατέρα· μάλιστα, νεότεροι Ψυχαναλυτές καί Ψυχοθεραπευτές, ἀσκώντας ἔντονη κριτική σ’ αὐτές τίς ἀπόψεις, ὁμιλοῦν ὄχι μόνο θετικά γιά τή θρησκεία καί τήν πατροποίηση τῆς ἔννοιας τοῦ Θείου, ἀλλά καί γιά τή θεολογική ― καί ὄχι ὑπό τήν ψυχολογικοποιημένη πρότερη μορφή της ― ἔννοια τῆς ἁμαρτίας (I. Caruso, V. Frankl, O. H. Mowrer, K. Menninger, M. Spero κ.ἄ.) καί τοῦ φόβου, πού, μάλιστα, ἀντίστροφα ἀπό τόν Freud, ἐκλαμβάνουν ὄχι ἀρνητικά ὡς ἀνασταλτικό παράγοντα τῆς προόδου, ἀλλά θετικά ὡς τή δημιουργική πηγή κάθε πολιτισμοῦ (J. Monod)[156].
Τελικά, ὅλες οἱ προηγούμενες ἀντιρρήσεις φαίνεται νά εἶναι εἴτε προφάσεις, προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά μή συμμορφωθεῖ (ἠθικά) μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, συνεχίζοντας νά ζεῖ ἐγωιστικά (βλ. Ἑωσφορισμός), εὐδαιμονικά, ἁμαρτωλά (ἐθελοθρησκεία), εἴτε κάποια προβολή (projection) νομιζόμενης σκληρότητας καί μνησικακίας ἐκ μέρους ἑνός «ἐκδικητικοῦ» Θεοῦ (ἀσυνείδητος φόβος / ἐνοχή) μιᾶς δικῆς μας ἀπάνθρωπης καί ἁμαρτωλῆς ζωῆς[157], ἔναντι μάλιστα τῶν ἐπικρατουσῶν σήμερα ἰδεῶν τῆς ἀπομυθοποίησης, τῆς ἐκκοσμίκευσης, τῆς ἀτομι(στι)κῆς ἐλευθερίας, τοῦ πλουραλισμοῦ, τῆς διαφορετικότητας καί τῆς ἀνεκτικότητας. Ἐνῶ μέ τό Θ. φόβο ὁ πιστός ἐκφράζει τήν εὐγνωμοσύνη (εὐχαριστία) του πρός τό Θεό, μέ τήν ἀπώθηση αὐτοῦ τοῦ φόβου προβάλλει τήν ἀσεβή του ἀναίδεια (Ὕβρις). Ἀλλ’ ὁ χριστιανικός Θεός συμπάσχει μέχρι θανάτου, «θανάτου δέ σταυροῦ», μέ τόν ἁμαρτωλό καί δέν τόν μισεῖ, ὁπότε ὁ ἁμαρτωλός θά πρέπει περισσότερο νά φοβᾶται νά μή λυπεῖ τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, παρά τήν ἐσχατολογική Κόλαση. Συνεπῶς, δέν τίθεται θέμα περιορισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας[158] καί εὐτελισμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀφοῦ ἄν ὁ ἄνθρωπος πραγματικά μέ τήν ἀποστασία του βρῆκε τήν ἐλευθερία του, γιατί συνεχῶς τήν ἀναζητᾶ, καί μάλιστα, τίς περισσότερες φορές, τή φοβᾶται;[159] Κάθε Θεία «ἀπαγόρευση», ἐνῶ ψυχαναλυτικά βιώνεται ὡς σκάνδαλο (πειρασμός) καί «φραγμός τῆς ἐλευθερίας»[160], ἀποτελεῖ sine qua non ὅρο γιά τήν ἄσκηση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας· ἀκόμα καί τῆς ἐλευθερίας νά «φοβᾶται» τό Θεό! Μιά ἄνευ Θεοῦ ἀποθέωση (θεο-ποίηση) τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι θέωση, ἀλλά δαιμονισμός καί νεύρωση, ἀφοῦ ὁ ἰδιοτελής δέν ἀγαπᾶ πραγματικά τόν ἑαυτό του, ἀλλά τόν μισεῖ[161], δεδομένου ὅτι οἱ ἐγωιστικές ὁρμές ἀλληλοσυγκρούονται[162]. Σύμφωνα μέ τό Γρηγόριο τό Θεολόγο, μόνο ὁ Θ. φόβος πραγματικά ἐλευθερώνει (ἀπαλλάσει) τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε ἄλλο φόβο[163], γιατί δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού θέσαμε τήν ἐλευθερία στόν ἑαυτό μας, ἀλλ’ ἁπλᾶ οἱ χρῆστες της, ὁπότε «εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά εἴμαστε ἐλεύθεροι»· τό πρόβλημα, ὅμως, βρίσκεται στό ἄν θά ἐπιλέξουμε (ἀνθρώπινη ἐλευθερία) τήν (ἀπόλυτη) Ἐλευθερία (Θεό) ἤ τό ἀντίθετό της, τή Δουλεία (τό διάβολο). Ὁ μόνος πανελεύθερος εἶναι ὁ πλέον ἰσχυρός (παντοδύναμος), καί αὐτός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος ἀπό τό Δημιουργό καί χορηγό κάθε ἐλευθερίας, σύμφωνα μέ τή χριστιανική Πίστη.
Β. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ
Ὁ ὀρθόδοξος Θ. φόβος ἀποτελεῖ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο ζωῆς (θεοσέβεια). Εἰδικότερα, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ συνίσταται στήν ἔκπληξη, στό θάμβος[164], στό ἱερό δέος (τρόμο)[165], στήν αἰδώ[166], στό σεβασμό[167], στήν εὐλάβεια[168], στήν τιμή, στήν προσκύνηση, στή λατρεία καί στή δοξολογία ἀπέναντι κυρίως στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, στό ὄνομά Του[169], στή δικαιοσύνη Του[170], στό Λόγο Του[171], στή μανική ἀγάπη Του («ζηλωτής»)[172], καί ἔμμεσα, καί στούς Ἁγίους Του, πού μετέχουν τῆς ἄκτιστης Χάρης Του (Θείας Ἐνέργειας). Μετά καί «ἐν Χριστῷ» ὁ φόβος τοῦ πιστοῦ ἔναντι τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι οὔτε ὁ τυφλός τρόμος τῶν πολυδαιμονικῶν θρησκειῶν, οὔτε ὁ νομικός φόβος τοῦ Ἰσραήλ, ἄν καί οἱ Θεῖες ἐμπειρίες τῶν δικαίων καί τῶν Προφητῶν μπορεῖ νά εἶναι τῆς αὐτῆς ποσότητας καί ποιότητας, ἐφόσον ἐξαρτῶνται ἀπό τό βαθμό δεκτικότητας τῶν ὑποκειμένων καί ὄχι ἀπό τήν ιστορικο-πολιτισμική ἐξέλιξη / ὡρίμανση. Ὁ «ἐν Χριστῶ» Θ. φόβος εἶναι ἕνας συνειδητοποιημένος, νηφάλιος καί ἀνώτερος «φόβος» ἀπέναντι στήν Ἁγία Τριάδα καί τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Της. Ὁ Θ. Πατήρ (abba), μαρτυρούμενος ὑπό τοῦ Υἱοῦ, ἀποβάλλει τήν πρωτόγονη τρομακτικότητά Του, [θέτοντας τό οὐράνιο Τόξο «εἰς σημεῖον διαθήκης» ὅτι «οὐκ ἀποθανεῖται πᾶσα σάρξ ἔτι ἀπό τοῦ ὕδατος τοῦ κατακλυσμοῦ»[173]], ἀλλ’ ὄχι καί τό θεϊκό μεγαλεῖο Του ὡς ἡ δημιουργική καί προνοητική αἰτία τῶν πάντων. Ὁ Θ. Λόγος, μαρτυρούμενος ὑπό τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, «κενοῦται» ἀκένωτα· ὄντας ταυτόχρονα ἁμνός[174] καί λέων[175], ἀποτελεῖ καί τό μοναδικό «μεσίτη» τοῦ Ἀνθρώπου ἀπέναντι στό Θεό, ἀλλά καί τόν ἔσχατο Κριτή «ζώντων καί νεκρῶν». Αὐτός πού ἤγειρε (τόσο μέ τό πρόσωπό Του, ὅσο καί μέ τούς λόγους Του) πολύ φόβο στούς μαθητές καί τό λαό, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τό «γλυκύ» Ναζωραῖο[176]! Τέλος, τό Ἅγιο Πνεῦμα, μαρτυρούμενο ὑπό τοῦ Υἱοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, «ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις»[177] χωρίς νά παύει νά εἶναι Θεός. Ὁμοίως, ὁ «ἐν Χριστῷ» πιστός φοβᾶται τή Θ. Χάρη ὄχι κατά μία μηχανιστική καί μαγική ἔννοια, ἀλλ’ ὡς μία προσωπική (ἄκτιστη) Ἐνέργεια τοῦ Παρακλήτου, πού, ὅμως, ἄν μετασχεθεῖ ἀνάξια, μπορεῖ νά συντρίψει τόν μετέχοντα[178]. Ἡ ἄμεση ἐπαφή, ἄνευ πνευματικῆς προπαρασκευῆς καί καθάρσεως, τοῦ κτιστοῦ μετά τοῦ ἀκτίστου συντρίβει τό κτιστό, γι’ αὐτό καί διά τῆς συγκαταβάσεως ἔπρεπε τό ἄκτιστο νά σαρκωθεῖ, προκειμένου νά «κοινωνήσει» ὀντολογικά τοῦ κτιστοῦ.
Πρό τοῦ Θείου ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καί οἱ Ἄγγελοι[179], δοκιμάζει ἱερό δέος καί ἱερή φρικίαση (κατάνυξη καί ἀγωνία μυστική), [ὅπως, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, (analogia entis), κατά τόν S. H. Northrup, εἴμαστε ἐξαιρετικά προσεκτικοί, ὅταν ἀκουμπᾶμε ἕνα ἠλεκτροφόρο καλώδιο ὑψηλῆς τάσης (πρβλ. mana―δυναμοῦχο ἐνέργεια)], καί ὄχι, βέβαια, ἕνα κοινό (κοσμικό) φόβο ἤ κάποιο (ἀνθρώπινο) ἐκφοβισμό· πρόκειται δηλ. γιά μιά μεταφυσική ἀνησυχία τοῦ πιστοῦ, γιά ἕνα φόβο ἀπέναντι σ’ Αὐτό, πού, ἄν γιά τόν κάθε ἄνθρωπο δέν ἦταν διαφορετικό (Ὑποκειμενισμός), θά συνιστοῦσε, ἀντικειμενικά, τήν ἔσχατη καί ἀπόλυτη πραγματικότητα (Θεός) τοῦ καθενός. Συνεπῶς, ὁ Θ. φόβος ἀναφέρεται στό πλέον σοβαρῶς λαμβανόμενο ὑπόψη τῆς ζωῆς μας, τό ὁποῖο, ὡς ἐκ τούτου, καί λογικά διεκδικεῖ αὐξημένη προσεκτικότητα, σοβαρή ὑπευθυνότητα καί ἀποκλειστική ἀφοσίωση[180]. Ἔτσι, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ μιά «ἐν διαρκεῖ μετανοίᾳ» (ψυχοπνευματική) δυναμική τοῦ ἀνεξέλεγκτου, τοῦ ἀπρόοπτου, τοῦ ἀπροσδόκητου, τοῦ ἀπροϋπόθετου, τοῦ ἀπρόσμενου, τοῦ ἄδικου, τοῦ μυστηριώδους, τοῦ ἄ-λογου ἤ παράλογου… Ἰδού πῶς ἑρμηνεύει ὁ ἱ. Χρυσόστομος τό «Ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι φοβερῶς ἐθαυμαστώθης. Τί ἐστι φοβερῶς; Πολλά θαυμάζομεν μόνον, ἀλλ’ οὐ μετά φόβου, οἷον κιόνων κάλλος, τοίχων ζωγραφίαν, ἄνθη σωμάτων. Θαυμάζομεν πάλιν τῆς θαλάσσης τό πέλαγος καί τόν ἄπειρον βυθόν, ἀλλά μετά φόβου, ὅταν πρός τό βάθος κατακύψωμεν. Οὕτω τοίνυν καί ὁ προφήτης πρός τό ἄπειρον καί ἀχανές πέλαγος τῆς τοῦ Θεοῦ κατακύψας σοφίας καί ἰλιγγιάσας, μετά φόβου πολλοῦ θαυμάσας ἀνεχώρησε»[181]. Κατά τό Μ. Βασίλειο, ὁ προφητάναξ Δαυΐδ, ἄν καί βασιλιάς «διά τόν φόβον καί τήν ἐμβρίμησιν» τοῦ Θεοῦ πορευόταν «ὅλην τήν ἡμέραν σκυθρωπάζων»[182]· πρόκειται γιά τό λεγόμενο νηπτικό φόβο[183], δηλ. γιά τό ἀπύθμενο ἐκεῖνο αἴσθημα ἐνοχῆς τοῦ πιστοῦ «ἐν (ἐσχατολογικῇ) ἀναμονῇ» τῆς Κρίσεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως, γιά παράδειγμα, βλέπουμε νά τό βιώνει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος[184].
Γ. Η ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ
Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἄν καί μέ διαφορετικές μορφές, ὑφίσταται ἁγιοπατερικά εἴτε γιά δοκιμασία καί παρρησία ἀπέναντι στό Θεό[185], εἴτε γιά ἠθική κάθαρση[186] καί μετάνοια[187], εἴτε γιά τιμωρία (Κάϊν[188], Μωάβ[189] κλπ.) ἀπό τυχόν ἀθέτηση τῆς Διαθήκης (συμφωνίας) τοῦ Θεοῦ, εἴτε γιά ἐνδυνάμωση (ἐνίσχυση καί ἐπιβεβαίωση) τῆς πίστης[190], εἴτε ὡς κίνητρο ἠθικῶν πράξεων[191], εἴτε γιά διαρκῆ ὑπόμνηση τῆς ἀνθρώπινης ἀνεπάρκειας καί τοῦ Θείου παράγοντα, εἴτε γιά πνευματική ἐγρήγορση καί ἑτοιμότητα[192], εἴτε γιά προσανατολισμό καί ὑπαρξιακή (πνευματική) ἐξάρτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, εἴτε γιά προπαρασκευή (προσωπικῆς / μυστικῆς) Ἀποκάλυψης καί φωτισμοῦ θεογνωσίας[193] κλπ. Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, τήν ψυχή πού μέ τό Θεῖο φόβο εἶναι καθηλωμένη στό Θεό, δέν μπορεῖ, σάν τίς πλατειές ρίζες τῆς βελανιδιᾶς, νά τήν ἀπομακρύνει κανένας πειρασμικός ἄνεμος[194]. «Ὁ γάρ φόβος τοῦ Θεοῦ ὡς μάχαιρα δίστομός ἐστι, συγκόπτων πᾶσαν ἐπιθυμίαν πονηράν»[195], σημειώνει ὁ αὐτός ἱ. Πατήρ. Ἡ κατάνυξη[196], πού κατέλαβε τόν ἀπόστολο Παῦλο ἀπό τή Χριστοφάνεια καί τήν αἰφνίδια σωματική του τύφλωση, θεωρεῖται ἀπό τόν ἴδιο ἱ. Πατέρα καθαρτικός φωτισμός[197], ἀφοῦ, κατά τό Μ. Βασίλειο, «φόβος Κυρίου καθάρσιον ψυχῆς»[198]. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, γράφει ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, εἶναι συνέπεια πνευματικῆς ἐλλάμψεως τοῦ ἀνθρώπου[199]: «Ἀρχή σοφίας, φόβος Κυρίου»[200]. Ἀκόμα, ὑπάρχει περίπτωση, θέλοντας ὁ Θεός νά δοκιμάσει τόν δίκαιο, νά ἐπιτρέψει στό Σατανά νά τόν φοβίσει μέ ἐνύπνια καί νά τόν καταπλήξει μέ ὁράματα, ὅπως διενεργήθηκε στήν περίπτωση τοῦ Ἰώβ[201]. Μάλιστα δέ, ὁ ἱ. Χρυσόστομος, κατονομάζοντας συχνά τόν ἠθικό φόβο (ἀβεβαιότητα σωτηρίας)[202], ἕνα δηλ. δέος τυχόν ἠθικῆς μας πτώσεως, νουθετεῖ: «Μᾶλλον ὁ δίκαιος ὀφείλει φοβεῖσθαι τήν ἀπόνοιαν ἤ ὁ ἁμαρτωλός»[203].
Δ. Ο Θ. ΦΟΒΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Ὁ φόβος στήν Ἁγία Γραφή ἀπαντᾶται πότε μεμονωμένα (ὡς φοβερισμός, φόβημα, φόβητρον κλπ.) καί πότε σέ συνάφεια μέ τούς ὅρους κυρίως θλῖψις, στεναγμός[204] καί «σέβειν»[205]. Τό θαυμασμό καί τό θρησκευτικό δέος διαβλέπει παντοῦ ὁ ἱ. Χρυσόστομος μέσα σ’ ὅλη τή Θ. Ἀποκάλυψη· ἀπό τή Γένεση μέχρι τήν Ἀποκάλυψη[206]: μέ τόν κατακλυσμό τοῦ Νῶε[207], μέ τήν καταστροφή τῶν Σοδόμων, ὅταν ὁ Μωϋσῆς βρέθηκε μπροστά στή βάτο[208], ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι δέχονταν ἀπό τό Θεό ποικίλα θαυμαστά[209], ὅταν οἱ Μάγοι προσκύνησαν τό Θεῖο βρέφος[210], ὅταν Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος βάπτισε τό Χριστό[211], μέ τίς παραβολές (λ.χ. τῶν δέκα παρθένων κλπ.) τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ἤ ὅταν Αὐτός θαυματουργοῦσε· μετά ἀπό κάθε θαῦμα Του τόσο οἱ θεραπευμένοι, ὅσο καί ὁ παριστάμενος ὄχλος καταλαμβάνονταν ἀπό ἕνα ἱερό δέος, ὅπως καί π.Χ. ὅλα τά θαυμαστά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ συνοδεύονταν μέ τό «φόβο Κυρίου»[212]. Μετά τήν ἠρεμία τῆς θάλασσας, πού θαυματουργικά ἐνήργησε ὁ Κύριος, ὅταν μαζί μέ τούς μαθητές Του βρισκόταν μέσα στή βάρκα καί ξέσπασε θύελλα, οἱ μαθητές ἦσαν πιό ἔντρομοι ἀπό ὅ,τι προηγουμένως ἀπό τό φόβο τῶν στοιχείων τῆς Φύσης· γνώριζαν καί προηγουμένως τό μέγιστο κίνδυνο πού διέτρεχαν ἀπό τόν κλύδωνα, ὅμως τώρα μάθαιναν, καί μάλιστα ἔμπρακτα, ἕναν ἄλλο ὑψηλότερο φόβο, τό φόβο ἀπέναντι σέ ἕνα προσωπικό Θεό, πού μπορεῖ νά δαμάσει ἀκόμα καί τή Φύση! Ὁμοίως, ἔντρομος κατέστη ἡ γυνή, πού θεραπεύτηκε, μόλις «ἥψατο τῶν ἱματίων του»[213] ἤ ὁ ἑκατόνταρχος[214] κ.ο.κ. Τό ἴδιο συνέβη καί κατά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, ὅπου οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν «ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα»[215]. Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, ὁ Χριστός, ἰδίως μέ τήν Ἀνάστασή Του, προκάλεσε φυσικές (ἔκλειψη ἡλίου, σεισμός, σχίσιμο λίθων, διάρρηξη καταπετάσματος τοῦ Ναοῦ) καί ψυχολογικές (Ρωμαίων στρατιωτῶν, γυναίκας Πιλάτου κ.λπ.) ταραχές[216]. Οἱ Μυροφόρες, μόλις εἶδαν τό κενό μνημεῖο καί τόν Ἄγγελο, καταλήφτηκαν ἀπό τρόμο καί ἔκσταση[217]. Ἐπίσης, ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἀνελθών εἰς τρίτον οὐρανόν ἰλιγγίασε πρός ταύτην τήν ἄβυσσον»[218].
Ε. ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ
Κατά τόν οὐρανοφάντορα Βασίλειο, ὁ θρησκευτικός φόβος διακρίνεται σέ σωτηριακό, εἰσαγωγικό[219], ἁγιαστικό καί τελειωτικό[220]. Ὡς γνωστό, ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νά γίνουμε παιδιά, προκειμένου νά εἰσέλθουμε στή «Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»[221], ἀλλ’ ἄλλος εἶναι ὁ παιδικός βιολογικά (νοητικά) φόβος τοῦ Θεοῦ (ἀτελής), καί ἄλλος ὁ παιδικός πνευματικά (τέλειος), δεδομένου ὅτι ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ἡλικιακοῦ βιολογικά «παιδισμοῦ» καί πνευματικῆς θρησκειοψυχολογικά «παιδικότητας», ὅπως καί μεταξύ ψυχικῆς θρησκευτικά «δουλικότητας» καί πνευματικῆς θρησκειοψυχολογικά δουλείας[222]. Γι’ αὐτό, ἀντίστοιχα μέ τίς τρεῖς βασικές στάσεις θρησκευτικότητας, κάνουμε λόγο γιά «δουλική», «ἀνταποδοτική» καί «υἱϊκή» μορφή Θ. φόβου. Ὁ δουλικός Θ. φόβος εἶναι ἕνας ἀρχέγονος, ἄλογος, σκοτεινός, ἄγριος καί περίτρομος φόβος ἀπέναντι σέ μία τελείως ἄγνωστη Ὑπερ-Δύναμη[223]. Στήν κατηγορία αὐτή μπορεῖ νά ἐνταχθεῖ, ἄν καί ἱστάμενος λίγο ψηλότερα, καί ὁ (ἐνοχικός) Θ. φόβος τῆς τιμωρίας[224]. Ἐξάλλου, ὁ ἀντ-αποδοτικός Θ. φόβος εἶναι μιά κατ-αναγκαστική καί ὠφελιμιστική (χρησιμοθηρική) θεοσέβεια. Ὁ λάτρης χρησιμοποιεῖ τό Θ. φόβο γιά τίς ψυχικές του (συνειδητές ἤ ἀσυνείδητες) ἀνάγκες· μέ τό φόβο του δηλ. πρός τό Θεῖο συμ-πληρώνεται καί ὁ ἴδιος. Πρόκειται γιά ἕνα νομικό καί τυπολατρικό (φαρισαϊκό) φόβο, ὅμοιο μέ ἐκεῖνον τῆς ἰουδαϊκῆς Πίστης[225]. Ὁ υἱϊκός, τέλος, (εὐσεβής) Θ. φόβος εἶναι ὁ πλέον ἐξευγενισμένος ― ἀνθρώπινος Θ. φόβος (εὐλάβεια) τοῦ (κτιστοῦ) προσώπου ἔναντι τοῦ προσωπικοῦ του Δημιουργοῦ[226]. Ἐδῶ ὁ «κατά Χάριν» υἱός τοῦ Θεοῦ δέ φοβᾶται τόσο τήν τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ (Κόλαση), ὅσο μήπως ἄθελά του (μέ κάποιο ἁμάρτημα ― ἀστοχία του) λυπήσει τό πρόσωπο, πού ὑπεραγαπᾶ («ἐν προκειμένῳ», τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ / Χριστοῦ)[227]· φοβᾶται δηλ. ἀπό ὑπερβολική ἀγάπη μήπως τό χάσει, μήπως χάσει τήν ἐκτίμηση καί ἐμπιστοσύνη του (θεοεγκατάλειψη), λόγω πιθανῆς, σοβαρῆς (τύφλωση) ἤ λιγότερο σοβαρῆς, «πτώσης» του, καί μάλιστα λίγο πρό τοῦ θανάτου του (φόβος ἀπόγνωσης). «Ἕν φοβηθῶμεν μόνον, τό φοβηθῆναί τι Θεοῦ πλέον, καί καθυβρίσαι τήν εἰκόνα διά κακίας», διακηρύττουν οἱ θεόφθογγοι Γρηγόριος[228] καί Χρυσόστομος[229]. Ἔτσι, τό εἶδος αὐτό τοῦ φόβου δέ στρέφεται πρός τόν ἄλλο, ἀλλά πρός τόν ἑαυτό μας.
Ὡστόσο, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καί τά δύο πρῶτα εἴδη Θ. φόβου μποροῦν νά γίνουν ἀποδεκτά[230], καί ἔτσι ― τουλάχιστον προσωρινά ― νά λειτουργήσουν ψυχοπαιδαγωγικά, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ὡς πρός τίς προθέσεις, τά κίνητρα, τήν ἐπίγνωση, τή διάθεση καί τό ζῆλο, δεδομένου ὅτι κάθε μορφή Θ. φόβου βιώνεται ἀνάλογα μέ τό βαθμό πνευματικότητας τοῦ πιστοῦ.
ΣΤ. Η ΘΡΗΣΚΕΙΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ
Ὁ (ὑγιής) Θεῖος φόβος (τό δέος καί τό θάμβος) δέν προέρχεται οὔτε ἀπό ἐξιδανικευμένους (σεξουαλικούς ἤ κοπροφιλικούς) φόβους ἤ (ἀσυνείδητες) ἐπιθυμίες (sublimation) καί ὀνειροφαντασίες, οὔτε ἀπό ἀτελῆ ἐξελικτικά ἠθική ἀνάπτυξη, οὔτε ἀπό (τή φυσιοδυφική / ἐπιστημονική) ἄγνοια (Πρωτογονισμός), ὅπως πολλοί ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα πιστεύουν[231], ἀλλά προκύπτει ἀβίαστα ἀπό τή συνειδητοποίηση ἐκ μέρους ἑνός σώφρονα νοῦ ἀφενός μέν τοῦ «ἀπείρου», «μεγαλειώδους»[232] καί «ὑψηλοῦ» τοῦ Θείου[233] σέ σχέση μέ τό σχετικό καί πεπερασμένο τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσης[234] (μηδαμινότητα[235], ἀδυναμία, ἀνεπάρκεια, τρεπτότητα, φθαρτότητα, ἀναξιότητα καί ἁμαρτωλότητα)[236], ὅπως ἐπίσης καί ἀπό τήν ἄβυσσο τῆς «ὀντολογικῆς» τους «διαφορᾶς» [βλ. «συναίσθημα συντριβῆς» ἤ «συναίσθημα τοῦ δημιουργήματος» (Kreaturgefühl)[237]], καί ἀφετέρου τῆς Θείας ἁγιότητας (ἑβρ. qôdèš)[238], παντοδυναμίας (βλ. αὐθεντίας, δυνάμεως καί ἐξουσίας τοῦ Κ.Η.Ι.Χ.)[239], παντογνωσίας (πανσοφίας) καί πανταχοῦ παρουσίας. Ὅσο κανείς ἀναγνωρίζει (αὐτογνωσία) τή μηδαμινότητά του, τόσο «γνωρίζει» καλύτερα τό Θεό (θεογνωσία), καί τἀνάπαλι. Ὅσο περισσότερο ταπεινώνεται («κενοῦται»), τόσο πιό πολύ ἐξυψώνει («πληροῦται») μέσα του τό Θεό: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον»· ὁ Θεός δηλ. γίνεται γι’ αὐτόν πιό «ὑψηλός», πιό θαυμαστός, πιό σεβαστός. Ἡ Βιβλική ἔννοια τῆς ταπεινοφροσύνης ἐνέχει ὀντολογική καί ὄχι ἠθική σημασία· γιά τήν ἰουδαιοχριστιανική Παράδοση ἡ ταπεινοφροσύνη συνιστᾶ ἕνα ἀνθρωπολογικό γνώρισμα, πού ὀφείλεται στή «φυσική» ὑπεροχή καί ἀπαράβλητη σύγκριση κτιστοῦ ― ἀκτίστου[240]. Ὡς δημιουργήματα, οὔτε μποροῦμε νά (προσδι)ορίσουμε (γνωρίσουμε ἀπόλυτα ὡς πρός τήν οὐσία / φύση) τό Δημιουργό μας καί ἔτσι νά Τόν «κατέχουμε» (ἐλέγχουμε), οὔτε μποροῦμε νά αἰσθανόμαστε ὑπαρξιακά ἀσφαλεῖς ἀπέναντί Του, ὅσο ἀφορᾶ κάποια τυχόν «πτώση» μας ἀπ’ Αὐτόν. Ὁ Θεός, ὀρθόδοξα, δέν ὁρίζεται ὡς πρός τήν οὐσία Του (Ἀποφατισμός), γι’ αὐτό καί μόνο περιγράφεται συμβατικά μέ κραταιά ὀνόματα ἤ ἔννοιες, ὅπως, γιά παράδειγμα, «πῦρ καταναλίσκον»[241], σεισμός[242], θύελλα[243], καταιγίδα[244], βροντή, λάμψη ἀστραπῆς, ἐκκοφαντικός ἦχος, ἡφαιστιογενής καπνός[245], στρατός[246] κλπ. Χρησιμοποιώντας οἱ Προφῆτες (Ἠσαΐας, Ἱερεμίας κ.ἄ.) ἀλλά καί ἡ μετάφραση τῶν Ο’ γιά τό Θεό τή λέξη «φόβο» (yirah) καί ὄχι «σεβασμό» (mowra), τό κάνουν συνειδητά, ἀφοῦ ὁ σεβασμός εἶναι κατάλληλος μόνο μεταξύ ἴσων (L. R. Eyres). Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ γιά ἕνα δέος θεολογικῆς καταλήψεως ἤ μᾶλλον ἀκαταληψίας (Θείου γνόφου), χρησιμοποιώντας ἐπ’ αὐτοῦ τίς λέξεις θεοειδέος ἤ θεουδέος καί τάρβος. Στήν Ἁγία Γραφή, «τό Κύριος, οὐκ οὐσίας ἐστίν, ἀλλ’ ἐξουσίας ὄνομα»[247], ἐπεξηγεῖ ὁ Μ. Βασίλειος· γι’ αὐτό καί, κατά τόν ἴδιο, ὁ «φοβούμενος τόν Κύριον» ταυτίζεται μέ τόν καινοδιαθηκικά «πτωχόν» (δίκαιο, εὐσεβῆ)[248]. Ἑπομένως, ὁ Θ. φόβος, μή ὄντας ἕνας φυσικός φόβος, ὀφείλεται στό συναίσθημα τῆς δυναμικῆς ἀπόστασης Θείου καί ἀνθρωπίνου, καί κυρίως σέ μιά διαίσθηση μυστηρίου τοῦ ἄγνωστου καί ἀπρόσιτου, πού τή συνοδεύει[249]. Ὡστόσο, στήν Ὀρθοδοξία ἡ «ἀπόσταση» αὐτή, μή ὄντας οὔτε νεστοριανική, οὔτε μονοφυσιτική, οὔτε ἀπομακρύνει ἀπό-κοσμα τό Θεό ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἐμπνέοντας (τυφλό) τρόμο (βλ. Αὐγουστινιανισμός), οὔτε ἀποθαρρύνει μηδενίζοντας (βλ. ἀπόγνωση) τόν πιστό, ἀλλά τόν συγ-κινεῖ σέ μεγαλύτερη προθυμία καί ἰσχυρότερους πνευματικούς ἀγῶνες γιά «κοινωνία» μαζί Του μέ τήν ἐνίσχυση (Χάρη) πάντα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος[250]. Ἐξάλλου, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἴτε ὡς ἄσαρκος (στήν ΠΔ), εἴτε ὡς σαρκωμένος (στήν ΚΔ), ὄχι μόνο εἶναι Αὐτός πού ἔθεσε τό φόβο Του στίς καρδιές μας[251], ἀλλά καί εὐσπλαγχνίζεται καί εὐλογεῖ «τούς φοβουμένους Αὐτόν»[252]· καί τοῦτο, ὄχι ἐπειδή εἶναι προσωπολήπτης[253] ἤ σαδιστής, ἀλλ’ ἐπειδή δέ θέλει «τόν θάνατον τοῦ ἀνόμου…ὡς τό ἀποστρέψαι αὐτόν»[254], καθότι «Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδέ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων»[255].
Ἐντούτοις, γιά νά ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ «συνειδητοποίηση» καί ἐπίγνωση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖται θε-ανθρώπινη συνεργία. Τό Talmud γράφει χαρακτηριστικά ὅτι «ὅλα εἶναι στά χέρια τοῦ Οὐρανοῦ ἐκτός ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θ. φόβος, ὅμως, δέν εἶναι ἀποκλειστικά ἕνα ἀνθρώπινο (φυσικό-βιολογικό) «ἀντανακλαστικό» προϊόν, πού προκαλεῖται αὐτόματα καί τυφλά, ὅπως στά ζῶα, μπροστά σέ ὁ,τιδήποτε τό ἐκπληκτικό καί ὑπέροχο (τῆς Φύσεως ἤ τῆς Ἱστορίας)· προϋποθέτει προσωπικότητα θεοκεντρικά προσανατολισμένη, καί δή τριαδολογικά, χριστολογικά καί ἁγιοπνευματικά. Ὁ Θεός καλεῖ, ἀλλ’ οὔτε ὅλοι ἀνταποκρίνονται στήν κλήση Του, οὔτε κατά τόν αὐτό βαθμό ποσοτικά καί ποιοτικά. Γι’ αὐτό, ὁ φόβος Θεοῦ, κατά τούς Πατέρες, συνιστᾶ, ὅπως καί ἡ πίστη[256], (Θεῖο) δῶρο (Χάρισμα) ἀλλά καί ἀπαίτηση μαζί· κατά μέν τό Μ. Βασίλειο, ἀποτελεῖ καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[257], κατά δέ τόν ἱ. Χρυσόστομο, ἄριστο ἐπιθετικό ὅπλο τῆς πνευματικῆς πανοπλίας τοῦ πιστοῦ[258].
Ζ. ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ
Τό θρησκευτικό δέος, ἔτσι ὅπως ἐμφανίζεται σ’ ὅλη τή Θεία Ἀποκάλυψη, ἐκδηλώνεται, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, μέσω τῆς Φύσης (φῶς, φωτιά, σεισμός[259], ἔκρηξη ἡφαιστείου), τῆς κοινωνίας / ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας καί τοῦ συν-ανθρώπου, ὄχι ὅμως κατά ἕνα στανικό τρόπο, ἀλλ’ ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἄνθρωπος «μεταμορφωθεῖ» θεοκεντρικά μέ τή συνεργία τῆς Θ. Χάρης. Τότε ἀντιμετωπίζει τό φυσικό φόβο εἴτε ὡς ἀφορμή φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ (Φυσική Θεολογία), εἴτε ὡς Θεία ἀπειλή παιδαγωγικά.
Ὁμοίως, ὁ Θ. φόβος διαχέει στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα ὄχι μόνο τή διαπροσωπική ἀγάπη[260], ἀλλά καί τή Θεία παρρησία[261]. Σύμφωνα μέ τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομεῖται καί πληθύνεται, ὅταν πορεύεται «τῷ φόβῳ τοῦ Κυρίου»[262]. Στόν ὀρθόδοξο Θ. φόβο ἡ πίστη μεταμορφώνει τό φόβο σέ θαυμασμό, καί τό θαυμασμό σέ δοξολογία[263]. Θεῖος ἴλιγγος[264], ζάλη πνευματική (σκοτοδινία) καί βίωση τοῦ Θείου γνόφου πρό τῆς Θείας ἀκαταληψίας καί σοφίας καταλαμβάνουν τόν πιστό, ἰδίως τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, σύμφωνα μέ τίς Τρεῖς «λύρες τοῦ Πνεύματος»[265]. «Τρέμει γάρ καί ἐκπέπληκται ἡ ψυχή ἐπί πολύ ταῖς ἄνω ἐνδιατρίβουσα θεωρίαις»[266], κατά Χρυσοστομική διαπίστωση. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες συμφωνοῦν ὅτι ἡ ἀληθής (ὀρθό-δοξη) λατρεία θά πρέπει νά γίνεται «μετά φόβου καί τρόμου»[267]. Ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, Παῦλος, παραγγέλλει νά λατρεύουμε «εὐαρέστως τῷ Θεῷ μετά εὐλαβείας καί δέους»[268]. Πρό «τῶν φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων»[269] ἅπαντες (οὐράνιες δυνάμεις, Κλῆρος καί λαός) ἵστανται ἔμφοβοι[270]. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, κάνοντας λόγο γιά «φοβεράν καί ἀναίμακτον θυσίαν», ἐπισυνάπτει: «Τό γάρ διακονεῖν σοι, μέγα καί φοβερόν»[271]. Κατά δέ τίς Θ. Λειτουργίες Βασιλείου[272] καί Χρυσοστόμου[273] ὁ ἱερεύς ἀναφωνεῖ: «Καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παῤῥησίας, ἀκατακρίτως τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σέ τόν ἐπουράνιον Θεόν Πατέρα, καί λέγειν»[274]. Μάλιστα δέ, στήν ἀρχαία βυζαντινή παρασημαντική ὑπῆρχε καί τό λεγόμενο τρομικόν μουσικό σύμβολο, πού ἀπαιτοῦσε ἔντρομη (μουσική) ἐκτέλεση. Ἐπουδενί ἐπιτρέπεται τό γέλιο μέσα στόν ἱ. ναό, καί μάλιστα κατά τήν ὥρα τῶν ἱ. μυστηρίων[275]. Ὅλες σχεδόν οἱ ὁμιλίες τῶν Τριῶν Πατέρων εἶναι κατάσπαρτες ἀπό ὅσα καθημερινά ἀκοῦμε καί ψάλλουμε στίς ἱ. Ἀκολουθίες[276]: «Μακάριοι πάντες οἱ φοβούμενοι τόν Κύριον»[277], «Μακάριος ἀνήρ ὁ φοβούμενος τόν Κύριον ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα»[278], «Ὁ ἐπιβλέπων ἐπί τήν γῆν καί ποιῶν αὐτήν τρέμειν»[279], «’Aποστρέψαντος δέ σου τό πρόσωπον ταραχθσονται»[280], «Καθώς οἰκτείρει πατήρ υἱούς ᾠκτείρησε Κύριος τούς φοβουμένους αὐτόν»[281], «Τό ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεάς καί γενεάς τοῖς φοβουμένοις αὐτόν»[282], «Ὁ Θεός ἐνδοξαζόμενος ἐν βουλῇ ἁγίων μέγας καί φοβερός ἐπί πάντας τούς περικύκλῳ αὐτοῦ»[283], «Μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε καί τῶν φυλασσόντων τάς ἐντολάς σου»[284]. Ἐπίσης, στούς ἐξορκισμούς τοῦ Μ. Βασιλείου ἐκφωνοῦμε: «Σοῦ γάρ ὑμνεῖται, καί μεγαλύνεται, καί παρά πάσης πνοῆς ἐν φόβῳ δοξάζεται τό πανάγιον ὄνομα τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος»[285]. Σέ ἕνα δέ λογοποιητικό οἶστρο ὁ πρύτανης τῶν Χριστιανῶν ρητόρων, ἀπευθυνόμενος πρός τούς καταφρονητές τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, λέει: «Οἱ οὖν τῷ σταυρῷ καταφρονητικῶς καί ἀφόβως πλησιάζοντες, βροντόβραστοι, βριμόβρυχοι, ἀστραπόφρικτοι, βελοβυθοθαμβοσεισμοφόνοι γενήσονται»[286].
Η. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΒΙΩΣΗΣ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ
Ὁ Θ. φόβος, ἄν καί μπορεῖ μερικές φορές νά φαίνεται ἐνοχλητικός ἤ καί ὀδυνηρός[287], ἐντούτοις ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι ὠφέλιμος καί σωτήριος γιά τόν ἄνθρωπο, λειτουργώντας ὅπως περίπου ὁ πόνος. Αὐτός πού δέν αἰσθάνεται καθόλου πόνο, βρίσκεται σέ συνεχῆ κίνδυνο· εἶναι, λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, σάν τόν «πυρέσσοντα» ἤ σάν τόν ὑδερικό (ὑδρωπικό), πού, παρά τή νόσο τους, ἐξακολουθοῦν νά πίνουν νερό[288]. Ἀλλά, ἄν ὁ ἐπίγειος Θ. φόβος εἶναι ἐνοχλητικός, ἡ ὠφέλειά του εἶναι ἄπειρα μεγαλύτερη, ἐφόσον διασώζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν αἰώνια (ἐσχατολογική) αἰσχύνη, ὀδύνη, θλίψη καί στεναγμό.
Ἐνῶ ὁ ὑγιής θρησκειοψυχολογικά Θ. φόβος μπορεῖ νά ἐπιφέρει παροδικές ψυχοσωματικές διαταραχές[289], ὁ παθολογικός Θ. φόβος προκαλεῖ συνήθως ποικίλες νευρώσεις (ἀγχωτική νεύρωση, ὑστερία, καταναγκατική νεύρωση) καί ψυχώσεις (σχιζοφρένεια, κατάθλιψη, μελαγχολία κλπ.)[290]. Εἴτε ἀπό αἱρετική (πρωτογονική) ἀντίληψη τοῦ Θ. φόβου (λ.χ. ὡς tabu), εἴτε ἀπό λαθεμένη (ἀπωθημένη) βίωση τοῦ Θ. φόβου ὁ ἄνθρωπος (πιστός ἤ ἀναγνωρισμένος ὡς ἄθεος) εἶναι δυνατό νά ἀντιμετωπίσει τόσο ἰσχυρές ἐνοχές, πού νά τόν ὁδηγήσουν ἀκόμα καί στό σωματικό θάνατο[291].
Ἐνῶ ἡ ἀπώθηση τοῦ Θ. φόβου ἤ ὁ ἰδεοληπτικός Θ. φόβος ὁδηγοῦν εἴτε σέ ἐνοχικά αἰσθήματα, εἴτε σέ καταναγκαστικές νευρώσεις[292] ἀντίστοιχα, πού κρατοῦν τόν ἁμαρτωλό σέ ἀπόσταση ἀπό τό Θεό, ὁ ἁγνός καί υἱϊκός (ἀπό εὐλαβικό σεβασμό) Θ. φόβος, τηρώντας «τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ», δέν ἐνέχει καμία ἀπειλή, καί ἔτσι δωρίζει στήν ψυχή εἰρήνη, γαλήνη καί μακαριότητα, δηλ. τήν κατάσταση τῆς τέλειας ἀγάπης, ἀφοῦ «αὕτη ἐστίν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἵνα τάς ἐντολάς αὐτοῦ τηρῶμεν»[293]. Ἔπειτα, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, λειτουργώντας
ἀντι-δραστικά (θεραπευτικά), ἐξουδετερώνει κάθε ἄλλο (κοσμικό) φόβο (ἀφοβία)[294], καί μάλιστα τόν ἔσχατο ὅλων, τό φόβο τοῦ βιολογικοῦ θανάτου. Ἐφόσον ὁ Θ. φόβος προξενεῖ τό «κατά Θεόν πένθος» (τό καθημερινό σταύρωμα), ἡ ψυχή δέν ἔχει νά φοβηθεῖ πλέον τίποτα τό κοσμικό, καί ἄρα ἀποκτᾶ θᾶρρος (Μ. Ἀντώνιος). Ἐνῶ π.Χ. ὁ θάνατος ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ γιά τούς ἐκτός Χριστοῦ ἀνθρώπους τό μεγαλύτερο φόβο, «μετά τόν θάνατον τοῦ Κυρίου παίγνιον καί νηπίοις γέγονεν ὁ θάνατος»[295], μέσω τοῦ ἰδίου θανάτου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐπίσης, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ χαρίζει ψυχική ἀνάπαυση (μακαριότητα), εὐτυχία, εὐημερία[296], μακροημέρευση[297], προστασία[298], ἀσφάλεια[299], ἐκπλήρωση τῶν ἐπιθυμιῶν[300], αἴσθημα αὐτοεκτίμησης (τιμή καί δόξα)[301], ἐλπίδα[302], ἐνθάρρυνση στίς ἀντιξοότητες καί τά προβλήματα ἀλλά καί νόημα στή ζωή[303].
Ἐξάλλου, ὁ Θ. φόβος, μή ὄντας ἕνας ἄ-Λογος φόβος, εἰσάγει τόν πιστό στήν ἀληθινή (ἐπιστημονική) ἔρευνα, μάθηση καί γνώση (σοφία), πού, βέβαια, διαφέρει ἀπό τήν τυφλή ὑποταγή[304].
Τέλος, ἡ δύναμη τοῦ Θ. φόβου ἀποτελεῖ πρώτιστο κίνητρο γιά ἐνάσκηση καί καλλιέργεια ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ ὑγιής (ὀρθό-δοξος) φόβος τοῦ Θεοῦ, ἕλκοντας τήν προσοχή[305], τήν ἐμπιστοσύνη[306], τήν εὐδοκία[307], τή χρηστότητα[308], τήν εὔνοια (εὐλογία, Χάρη)[309], τό ἔλεος[310] καί τόν οἶκτο[311] τοῦ Κυρίου, ἐξασφαλίζει (ὄχι τή θρησκευτική τρομοκρατία ἤ τήν ἀπόγνωση, ἀλλά) τήν ἐνίσχυση τῆς πίστης, τό Θεῖο ἔρωτα, τό «κατά Θεόν» πένθος, τήν ταπείνωση, τήν ἀποτροπή τῆς ἁμαρτίας, τήν ἐλπίδα τῆς συγχώρησης, τήν ἐπιθυμία τῆς μεταμέλειας (μετάνοια)[312], τήν εὐχαριστία πρός τό Θεό[313], τή θεογνωσία, τή διάκριση[314], τόν ἁγιασμό, τήν πλήρη (κατά πλάτος) καί «γεμάτη» (βλ. πλοῦτος) ἀληθινή ζωή (πνευματική ἀναζωογόνηση)[315] καί γενικά τή σωτηρία[316].
Θ. ΚΙΝΗΤΡΑ ΑΦΥΠΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ
Ὁ Θ. φόβος δι-εγείρεται (ἀφυπνίζεται) ἀπό τήν ἴδια τή Θεία παρουσία (Θεοφανία) μέσω τοῦ ἀσυνειδήτου, τοῦ ὀνείρου, τῆς φαντασίας, τῶν λογισμῶν, τῆς ταπεινόφρονης διάθεσης, τῆς σκέψης, τῆς πιστότητας στή Διαθήκη τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐπίκλησης ἤ ἀνάμνησης / προσευχῆς (ἰδίως τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ)[317], τῆς γνώσης (πληροφόρησης) τῶν Θείων ἐνεργημάτων («σημεῖα καί τέρατα» / θαύματα) σέ ὅλη τήν ἱστορία τῆς Θ. Οἰκονομίας, τῆς ἀκρόασης ἤ διδασκαλίας καί μελέτης (τοῦ Θ. Λόγου), τῆς συναναστροφῆς μέ ἅγια πρόσωπα (Ἁγίους) κλπ.
Ἡ διάνοια τοῦ Ἰώβ θορυβήθηκε ἀπό μεταφυσικές συγκρούσεις[318]. Προφητικά ὁράματα εἶναι δυνατό νά συνταράξουν τήν ψυχή, ὅπως συνέβη μέ τόν Δανιήλ[319].
Ἐξάλλου, τό «Θεός οὐ μυκτηρίζεται»[320], ἡ ἐσχατολογική «φοβερά» ἡμέρα «τῆς Κρίσεως»[321], τό «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι»[322], ἡ Αἰώνια Κόλαση[323], τό σκότος[324], τά ἀποκαλυπτικά (ἐσχατολογικά) θηρία[325], ὁ «τριγμός τῶν ὀδόντων» κ.λπ. εἶναι δυνατό νά ταράξουν ὄχι μόνο τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά καί αὐτούς τούς Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Θρόνους, Κυριότητες, Ἀρχές καί Ἐξουσίες, κατά τό «σεισθήσονται αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν»[326], ἀφοῦ, κατά τό Μ. Βασίλειο, «κρίσις ἕπεται χάριτι»[327]: «Ἄνθρωπε, ἤ τήν γέενναν φοβήθητι, ἤ τῆς Βασιλείας ἀντιποιήθητι»[328], βοᾶ ὁ αὐτός Πατήρ, δεδομένου ὅτι «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος»[329]· «φοβηθῆτε δέ μᾶλλον τόν δυνάμενον καί ψυχήν καί σῶμα ἀπολέσαι εἰς γέενναν»[330], ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Ὁ ἴδιος δέ ἐρωτᾶ: «Πῶς οὐ δέδοικας, ἄνθρωπε, τολμηρά φθεγγόμενος, ὅταν λέγῃς, ὅτι Φιλάνθρωπός ἐστιν ὁ Θεός, καί οὐ κολάζει; Καί ἐάν κολάσῃ, εὑρίσκεται κατά σέ οὐκ ἔτι φιλάνθρωπος ὤν; Ὁρᾷς εἰς οἷα ῥήματα ὑμᾶς ὁ διάβολος ἄγει;»[331].
Ἀλλά, καί τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων καταπλήσσουν[332]. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος μέ τά θαύματα, πού ἐπιτελοῦσε, ἰδίως τή θανατική καταδίκη τοῦ Ἀνανία καί τῆς Σαπφείρας ἀλλά καί τήν ἀνάσταση τῆς Ταβιθᾶ, «ἐδυσωπεῖτο ὑπό τῶν πιστῶν»[333].
«Φοβηθῶμεν τοίνυν, ἀγαπητοί, τό ταῦτα ἀκοῦσαι τά ῥήματα. Οὐκ ἔστι παίγνιον ὁ βίος· μᾶλλον δέ ὁ μέν παρών βίος παίγνιον, τά δέ μέλλοντα οὐ παίγνια. Τάχα δέ οὐδέ παίγνιον μόνον ὁ βίος, ἀλλά καί τούτου χεῖρον»[334].
Ι. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ
Ὁ Θ. φόβος, σύμφωνα μέ σύνολη τήν ἁγιογραφική καί Πατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι διδακτός[335]. Εἰδικότερα, ὁ ἱ. Χρυσότομος ἀσχολεῖται ἐπισταμένα, ὅπως σύγχρονοι (χριστιανοί) Παιδαγωγοί καί Θρησκειοψυχολόγοι, μέ τήν ἐπισήμανση τῆς καταλληλότερης ἡλικίας γιά τήν προσφορά διδασκαλίας τοῦ Θ. φόβου[336]. Μάλιστα δέ, ὁ ἅγιος Ἱεράρχης ἐπιλέγει καί συγκεκριμένα θέματα, κυρίως ἀπό τήν Π.Δ. γιά τίς μικρότερες ἡλικίες, τά ὁποῖα συνιστᾶ νά διδάκονται σταδιακά σύμφωνα μέ ὁρισμένη σειρά, ἀνάλογα δηλ. μέ τό βαθμό «φοβικότητάς» τους, γιά νά κορυφωθεῖ ἡ ἐντύπωση τοῦ Θ. φόβου κατά τήν ἐφηβική περίπου ἡλικία μέ τή σχετική διδασκαλία περί Κολάσεως. Ἀλλά, ἀφοῦ ὁ Θ. φόβος διδάσκεται, θά πρέπει καί νά συν-αυξάνεται: ποσοτικά, ἀλλά, ταυτόχρονα, καί ποιοτικά. Ἐκεῖνος ὁ ἅγιος πού ἔχει φθάσει σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας, δέ σημαίνει ὅτι φοβᾶται λιγότερο (ποσοτικά) τό Θεό· φοβούμενος τό Θεό πνευματικότερα (πιό ποιοτικά), Τόν φοβᾶται πιό συνειδητοποιημένα, πιό «ἀποκαθαρμένα» (ἀπό ὀθνεῖα στοιχεῖα) καί ἄρα πιό βαθιά καί σοβαρά. Ὁμοίως, τό μικρό παιδάκι, ὅταν λέμε ὅτι εἶναι θεοφοβούμενο ἤ ὅτι «φοβᾶται τό Θεό», δέν ἐννοοῦμε ὅτι Τόν φοβᾶται ψυχολογικά καί Τόν τρέμει, ἀλλ’ ὅτι ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξή Του, τόν ἐμπιστεύεται καί τόν ἀγαπᾶ, γιατί γιά τήν ἡλικία ἀκριβῶς τοῦ νηπίου [ἀφοῦ στήν ἀμέσως μεγαλύτερη ― παιδική ― ἡλικία ὁ Θεός ἀναγνωρίζεται ὡς παντο-κράτωρ καί ἐκεῖ ἀρχίζει νά ἀναπτύσσεται ὁ κατώτερος ποιοτικά Θ. φόβος, σύμφωνα πάντα μέ τά γονεϊκά πρότυπα] ὁ φόβος τοῦ (ἀληθινοῦ) Θεοῦ δέν εἶναι καί δέν μπορεῖ νά ἐκδηλωθεῖ μέ κανένα ἄλλο τρόπο, εἰμή μόνο μέ τό σεβασμό (ὡς «χρέος» ἀπέναντι σ’ ἕνα πρόσωπο, φορέα αὐθεντίας), πού, κατά τόν J. Piaget, συνιστᾶ ἕνα ἀνάμεικτο συναίσθημα στοργῆς καί φόβου[337]. Ἐντούτοις, ἡ αὔξηση καί ἡ καλλιέργεια τοῦ Θ. φόβου συναντοῦν καί ὁρισμένα ἐμπόδια, πού προέρχονται εἴτε ἀπό τό ἴδιο τό ὑποκείμενο, εἴτε ἀπό τό περιβάλλον του. Ἡ ἡλικιακή ἀνάπτυξη, οἱ ψυχικές συγκρούσεις [μέ τήν εὐμεταβλητότητα καί τήν ἀστάθεια τοῦ χαρακτήρα, τήν ὀλιγοπιστία, τά πάθη (ἀλαζονεία, ἀπληστία, φθόνο, φιληδονία κ.ἄ.), τούς πειρασμούς, τίς ἀπογοητεύσες κλπ.] καί οἱ κοινωνικές ἀντιξοότητες ἤ καί συναναστροφές συμβάλλουν συνήθως στήν πνευματική σκλήρυνση (πώρωση) τοῦ ἀνθρώπου (ἀμετανοησία), πού, σέ συνδυασμό μέ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τή μυστηριακή ζωή, ἀποδιώχνουν τό Θ. φόβο.
Ὁ Θ. φόβος, μέσω τῆς οἰκογενειακῆς (ὑγιοῦς / ἰσόρροπου γονεϊκοῦ σεβασμοῦ) ἀγωγῆς ἀλλά καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαίδευσης (κατήχησης) ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία, μπορεῖ νά ἀναπτυχθεῖ ὀρθά μέ τήν πίστη[338], τήν ταπείνωση, τή μετάνοια, τήν προσευχή (ἀκόμα καί γιά τή δωρεά τοῦ Χαρίσματος τοῦ Θ. φόβου), τήν ἀκρόαση καί μελέτη τοῦ Θ. Λόγου καί μέ τήν ἐπίτευξη τῶν ἀρετῶν, δηλ. μέ τόν «ἐν μετανοίᾳ» γενικά (ὀρθόδοξο) τρόπο ζωῆς, πού συμπεριλαμβάνει καί σύσσωμη τήν ἀνατολική ἐκκλησιαστική τέχνη (ναοδομία, ἁγιογραφία, βυζαντινή μουσική). Τά «ὄργανα τῆς Χάριτος», μέ γλώσσα Παύλεια, παραγγέλλουν τήν ἐπιτέλεση τῆς ἁγιωσύνης «ἐν φόβῳ Θεοῦ»[339] καί τήν ἐκκλησιαστική ὑποταγή (ὑπακοή) «ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ»[340], κατεργαζόμενοι τή σωτηρία μας «μετά φόβου καί τρόμου»[341]. Οἱ Ἑβραῖοι γιά νά θυμοῦνται ὅτι ἔπρεπε διαρκῶς νά βρίσκονται στήν κατάσταση τοῦ Θ. φόβου, φόραγαν στό κεφάλι καί στό χέρι τους τό tefillin[342].
ΜΕΡΟΣ Γ’
Θ. ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Θ. ΕΡΩΣ
Ι. ΓΕΝΙΚΑ
Ὁ ὀρθόδοξος θρησκευ>τικός φόβος δέν λειτουργεῖ μονιστικά· κατά ἕνα λογικό παράδοξο, συνυπάρχει μέ τό Θεῖο ἔρωτα[343], ὅπως ἡ δικαιοσύνη μέ τήν ἀγάπη Του ἤ ὁ γνόφος μέ τό (ἄκτιστο) φῶς. Κατά τήν Ψυχολογία, ὁ φόβος καί ἡ ἀγάπη συνιστοῦν τά πιό ἰσχυρά συναισθήματα, πού ὑπάρχουν «φύσει» σέ κάθε ἄνθρωπο. Μέσα σέ μιά ὥριμη ἀγαπητική σχέση τά πρόσωπα γνωρίζουν πότε νά λένε ΝΑΙ καί πότε ΟΧΙ[344]. Δέν ὑπάρχει καμιά βαθειά καί πραγματική ἀγάπη χωρίς ἕναν ἐσωτερικό φόβο (θαυμασμό καί ἀνιδιοτελῆ σεβασμό)[345], χωρίς δηλ. κάποια δέσμευση, ὑποχρέωση, ρίσκο καί κίνδυνο[346]. Ἔτσι, καί ἡ συνάντηση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, πού συνιστᾶ τό ὕψιστο ὑπαρξιακό γεγονός πνευματικῆς ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου, κατ’ ἀνάγκη θά κινητοποιεῖ τά δύο αὐτά συναισθήματα[347].
Τή συνύπαρξη τῶν (λογικά) ἀντιθέτων (Τριάς / Μονάς, Θεῖο / ἀνθρώπινο, Μητέρα / Παρθένα, ἀγάπη / δικαιοσύνη, Θ. φόβος / Θ. ἔρως, πίστη / γνώση, χαρά / λύπη κλπ.), πού ἀκόμα καί ἡ «θύραθεν» Ἐπιστήμη (π.χ. L. Barnell), ἡ Φιλοσοφία (π.χ. ἐναντιοδρομία, νεῖκος ― φιλότης[348] κλπ.), ἡ Φυσική (π.χ. Komplementarität), ἡ Κοινωνιολογία (π.χ. διαλεκτική), ἡ Ψυχολογία (π.χ. tabu)[349], ἡ Θρησκειολογία (π.χ. ΤΑΟ, ἰσλαμιστής H. Vahya κ.ἄ.) κλπ. ἀνιχνεύουν εἴτε, κατά τήν analogia entis, στόν ὑλικό, εἴτε στόν ψυχοπνευματικό κόσμο, ἀρνοῦνται συνήθως κάποιοι, ἀφενός μέν γιατί δέ συμβιβάζεται λογικά καί, κατά συνέπεια, δέν τήν κατανοοῦν, ἀφετέρου γιατί, κατ’ αὐτούς, τό «Θεῖον» δέν εἶναι δυνατό νά λειτουργεῖ παρά-λογα. Πρόκειται γιά Ὀρθολογιστές (τοῦ 17ου αἰῶνα)[350], πού προκρούστεια ἐπιδιώκουν νά «στριμώξουν» τό ἄπειρο τῆς Θ. πανσοφίας μέσα στόν κτιστό καί πεπερασμένο τους ἐγκέφαλο, ἀρνούμενοι a priori τό μυστήριο / παράδοξο (ὑπέρ-λογο καί μετα-λογικό)[351], ὁ ὁποῖος, ὡστόσο, ἐγκέφαλος, ἐνῶ κατά τόν προηγούμενο αἰῶνα ἔβλεπε μέ τή μαθηματική (Ἀριστοτελική) του λογική ἀδύνατο τό «ἅλμα» τῆς Φύσεως (Determinismus), σήμερα, ἀναθεωρώντας, δέν τό θεωρεῖ πλέον ὡς ἀπίθανο (πρβλ. ἀρχή τῆς ἀπροσδιοριστίας).
Ἀλλ’ ὑπάρχουν κι’ ἐκεῖνοι, ἰδίως στά πρόσφατα χρόνια, πού προβάλλοντας τό γνωστό χωρίο τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον»[352], φαίνεται (ἄθελα ἤ ἠθελημένα) νά ἀγνοοῦν τόσο τό βιβλικό context, ὅσο καί σύνολο τόν <Κανόνα τῆς Πίστεως> (Regula Fidei). Ἔτσι, ὅμως ἀποδεικνύονται καί ἀντιεπιστημονικοί, ἀλλά καί ἀντιπαραδοσιακοί, δεδομένου ὅτι αὐτή ἡ φιλοκαλική νηπτική παράδοση, πού διακρίνεται γιά τό (μυστικό) Θεῖο ἔρωτα, βρίθει σέ λήμματα σχετικά μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Σύμπασα ἡ ὀρθόδοξη Πατερική ἑρμηνεία (Κλήμης Ἀλεξανδρεύς[353], Ἰουστῖνος[354], Δίδυμος[355], Κύριλλος Ἱεροσολύμων[356], Ἀμβρόσιος[357], Αὐγουστῖνος[358], Ἰωάννης Σιναΐτης[359], Μάξιμος Ὁμολογητής[360], Διάδοχος Φωτικῆς[361] κ.ἄ.) τοῦ Α’ Ἰω. 4, 18 ὁμιλεῖ γιά «διττό φόβο» (ἁγνό καί παθητικό)[362].
ΙΙ. ΤΟ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ Ι. ΑΜΦΙΘΥΜΙΑΣ
Σύμφωνα μέ τόν ἱ. Χρυσόστομο, ἡ ὀρθό-δοξη στάση τοῦ πιστοῦ ἔναντι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά εἶναι τό ἀμφιθυμικό βίωμα τοῦ Θ. φόβου μέ τό Θ. ἔρωτα: «μετά φόβου τοίνυν ἀγαπῶμεν τόν Θεόν»[363]. Τό μυστήριο τῆς ἕλξης (Θ. ἔρωτος), ἐνῶ εἶναι κοινό (ὡς πρός τό ἐξωτερικό «ἀντικείμενο» τῆς μυστικῆς ἕνωσης), ἄν καί ὑπό ποικιλία μορφῶν, καί στίς τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, διαφέρει οὐσιωδῶς στό Ζέν―Βουδδισμό[364], πού, ὡς γνωστό, δέ δέχεται «κοινωνία» μέ κάτι Ἄλλο, ἀλλά τή λεγόμενη αὐτοπραγμάτωση (self-realization)[365]. Ὁ γνωστός Θρησκειολόγος Rudolf Otto, πού βασίστηκε κυρίως στόν ἱ. Χρυσόστομο, μελετώντας στό περίφημο ἔργο του Das Heilige (1917) τό βίωμα τοῦ Θείου, διατυπώνει τό <mysterium tremendum> (ἱερή κατάπληξη) καί τό <mysterium fascinans> (ἱερή ἕλξη)[366]. Ὁ Kierkegaard ὁρίζει τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία ὡς συμπαθητική ἀντιπάθεια καί ἀντιπαθητική συμπάθεια, ὁμιλεῖ δέ γιά γλυκειά ἀγωνία, γλυκό φόβο, θαυμαστή ἀγωνία καί φοβερή ἀγωνία. Δεδομένου ὅτι «ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος ἡδονῆς πλήρης ὤν»[367], δέν πρόκειται γιά κάποια ἀγχώδη κατάσταση ἐξαναγκασμοῦ, φοβικό complex ἤ φοβία, ἀλλά γιά ἕνα φόβο ταπείνωσης, σεβασμοῦ, εὐλάβειας, ἐμπιστοσύνης, ἐλευθερίας καί ἀγάπης[368]: «Οὐ πάντων Θεός ὁ Θεός ἀλλά τῶν οἰκειωθέντων αὐτῷ διά τοῦ φόβου καί τῆς ἀγάπης»[369], διαπιστώνει ὁ Μ. Βασίλειος.
Ἡ συσχέτιση τοῦ φόβου καί τῆς ἀγάπης γίνεται, κατά τόν αὐτό ἱ. Πατέρα, ἀφενός μέν γιά νά μή λησμονοῦμε τή θνητή μας φύση αὐτοθεοποιούμενοι, καί ἀφετέρου γιά νά μή, «ἀπογινώσκοντες», αὐτοεκμηδενιστοῦμε[370].
ΙΙΙ. Η Ι. ΑΜΦΙΘΥΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή κάνει λόγο γιά συνύπαρξη φόβου καί ἀγάπης (ἐλέους)[371]. Ἡ Π.Δ. ἔχει χαρακτηρισθεῖ συχνά ὡς νόμος τοῦ φόβου, ἐνῶ ἡ Κ.Δ. ὡς νόμος τῆς ἀγάπης· χαρακτηρισμοί σχετικοί καί κατά προσέγγγιση, πού παραλείπουν πολλές λεπτότερες ἀποχρώσεις. Στήν πραγματικότητα ὁ Θ. φόβος, ὡς βάση κάθε γνήσιας θρησκευτικῆς στάσης, δέν καταργεῖται στήν Κ.Δ. Ἀκόμα καί ἡ παραίνεση «μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν» ἔχει πάντα σάν προϋπόθεση τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅπως παραδέχεται αὐτός ὁ Bultmann[372]. Τόσο, λοιπόν, ὁ φόβος ὅσο καί ἡ ἀγάπη ἔχουν τίς ρίζες τους στήν Π.Δ.[373], ἐνῶ συνεχίζουν νά συνυπάρχουν, «πνευματοποιούμενοι», μέσω τῶν καινοδιαθηκικῶν μυστηρίων τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Κύριος βαδίζει πρός τό θάνατο σά νά πηγαίνει σέ γάμο. «Χριστός ἐν σαρκί, τρόμῳ καί χαρᾷ ἀγαλλιᾶσθε· τρόμῳ, διά τήν ἁμαρτίαν· χαρᾷ, διά τήν ἐλπίδα»[374], μυσταγωγεῖ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Οἱ Μυροφόρες ἔφυγαν «ἀπό τοῦ μνημείου μετά φόβου καί χαρᾶς μεγάλης»[375]. Στήν Ἀποκάλυψη ἡ Ἐκκλησία τῆς Λαοδίκειας ἐπιτιμᾶται, γιατί δέ διαθέτει φόβο Θεοῦ[376]. Ποιόν, ἀλήθεια, θά συνέφερε νά διδάσκεται ὅτι δέν πρέπει νά φοβόμαστε τό Θεό, τόν «ἠγαπημένο» μαθητή τῆς Ἀγάπης, εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ἤ τό Σατανᾶ;
Ἡ Ἐκκλησία «φοβᾶται» τό Χριστό, ὅπως ἡ σύζυγος (νύμφη) τό σύζυγο (Νυμφίο)[377], δηλ. μέ μιά ἀγαπητική ἀγωνία, καί ὄχι ὅπως ἡ πόρνη, πού περιμένει ἀδιάφορα καί ψυχρά τόν πελάτη της! «Οἴδαμεν τόν Θεόν», βεβαιώνει ὁ Μ. Βασίλειος, «καί δίκαιον καί φιλάνθρωπον καί προγνωστικόν καί ἀνταποδοτικόν»[378]. Καί συνεχίζει ὁ ἴδιος: «Ἀγαθός ὁ Θεός, ἀλλά καί δίκαιος…Ἐλεήμων, ἀλλά καί κριτής…Ἐλεήμων γάρ ὁ Κύριος, καί δίκαιος. Μή οὖν ἐξ ἡμισείας τόν Θεόν γνωρίζωμεν, μηδέ ἀφορμήν ῥαθυμίας τήν αὐτοῦ φιλανθρωπίαν λαμβάνωμεν…Ὁ τόν ἥλιον ἀνατέλλων, καί ἀβλεψίαν καταδικάζει. Ὁ τόν ὄμβρον διδούς, καί τό πῦρ βρέχει. Ἐκεῖνα τῆς χρηστότητος, ταῦτα τῆς ἀποτομίας»[379]. Κατά δέ τόν ἱ. Χρυσόστομο, «ὁμοῦ καί δικαστής, καί ἰατρός, καί διδάσκαλος ἐστίν ὁ Θεός»[380]. Ὁμοίως, ὁ Fleming Rutledge παρατηρεῖ: «Ὁ Κύριος εἶναι ταυτόχρονα εὐσπλαχνικός καί τρομακτικός, ἀπειλητικός καί ἐλεήμων»[381]. Ἡ Θ. Ἐνανθρώπηση οὔτε θεοποιεῖ (Ἀρειανισμός), οὔτε ἀπο-θεοποιεῖ (Νεστοριανισμός) τόν Ἰ. Χριστό, ἔτσι ὥστε νά Τόν θεωροῦμε μόνο ὡς συνάνθρωπο, ἀδελφό, φίλο ἤ σύντροφο.
IV. Η ΘΡΗΣΚΕΙΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ Ι. ΑΜΦΙΘΥΜΙΑΣ
Κατά καιρούς κάποιοι Ψυχολόγοι ἰσχυρίστηκαν ὅτι ἡ παρατηρούμενη (θρησκευτική) ἀμφιθυμία σέ ὁρισμένους ἀνθρώπους παρουσιάζει πολλές ὁμοιότητες μέ τή σχιζοφρένεια· οἱ ἀσθενεῖς, αἰσθανόμενοι τήν ἀνάγκη κάποιας ψυχικῆς πίεσης (πού συνήθως ἐκφράζεται ὡς ἀπόσυρση καί ἐξάρτηση ταυτόχρονα), προκαλοῦν φαντασιακά τόσο τό Θ. ἔρωτα, ὅσο καί τό Θ. φόβο (τρομολαγνεία). Ὅμως, οἱ μύστες τῶν ἱερῶν αὐτῶν βιωμάτων δέ θά πρέπει ἀ-διάκριτα νά συγχέονται ἤ ἐξομοιώνονται μέ τούς ἀντίστοιχους ὅλων τῶν θρησκευμάτων, ὅπως λ.χ. Προφητῶν (τοῦ Ἰσραήλ), «προφητῶν» (τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων), μάντεων (τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν), Mediums κλπ. Ἡ διαφορά / διάκριση (ἀληθινοῦ) προφήτη καί μάντη (ψευδοπροφήτη) συνιστᾶ καίριο ζήτημα γιά τόν Ἰουδαιοχριστιανισμό, γι’ αὐτό καί διαθέτει πλούσια σχετική φιλολογία. Ἡ αὐθεντική (ἐκ Θεοῦ, καί μάλιστα τοῦ Ἑνός καί ἀληθινοῦ) προφητεία ὄχι μόνο δέν παρουσιάζει παθολογικά συμπτώματα σάν αὐτά τῆς μαντείας, ἀλλά καί εἶναι σαφῶς κοινωνική καί ὄχι ἀτομική[382]. Ἐπιπλέον, προσφέρει νέα δημιουργική πνοή στό φορέα της τόσο σέ προσωπικό (βλ. ἀγώνας γιά αὔξηση τῆς πνευματικότητας), ὅσο καί σέ κοινωνικοπολιτικό ἐπίπεδο (βλ. Προφητισμός). Στήν ἀληθινή θρησκεία ἡ βίωση τῆς ἱερῆς ἀμφιθυμίας λειτουργεῖ ἀφενός μέν παθητικο-ενεργητικά ἐκ μέρους τοῦ ὑποκειμένου, κι’ ἀφετέρου συνεργιακά ἐκ μέρους τοῦ «ἀντικειμένου» (Θεοῦ). Συνεπῶς, ἡ συνύπαρξη τοῦ Θ. φόβου μέσα στή Θεία ἀγάπη δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ πάντα ἐκδήλωση μιᾶς «ἀρρωστημένης ψυχῆς» (W. James, 1842-1910).
Θ. Φόβος καί Θ. Ἔρως ἔχουν τήν αἰτία τους στόν τριαδικό Θεό· τοῦτο «θεοπρεπῶς» σημαίνει τόσο ὅτι τό κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐμπνέει σεβασμό καί ἀγάπη πρός τό ἄλλο, ὅσο καί ὅτι ἡ Θ. Χάρη ἐνεργεῖ πρός τά ἔξω μέ ἕνα ἀμφιθυμικό τρόπο δέους καί ἀγάπης.
Ψυχαναλυτικά, ὁ φόβος καί ἡ ἕλξη τοῦ Θείου ἀνάγουν τήν προέλευσή τους στά πρώιμα βρεφικά στάδια τοῦ ἀνθρώπου· ὅπως τό παιδί αἰσθάνεται τόν πατέρα του, πού τοῦ εἶναι ἀπαραίτητος γιά τήν ἀσφάλειά του, ταυτόχρονα ὡς ἐπιθυμητό καί φοβερό[383], ἔτσι καί ὁ ἐνήλικας ἀντιμετωπίζει τόν πολιτισμό (θρησκεία), πού τοῦ εἶναι ἀναγκαῖος ὁμοίως γιά τήν ἀσφάλειά του (ἔναντι τοῦ τυφλοῦ νόμου τῆς ζούγκλας), μέ ἕνα διπλό συναίσθημα ἀποδοχῆς καί ἀποστροφῆς. Κατά τόν S. Freud, καί ἡ ἴδια ἡ Libido ἐνέχει στοιχεῖα ἐπιθετικά (καταστροφικά) καί ἀγαπητικά (ἐρωτικά)[384]. Ἀπό μιά ἄλλη ὀπτική, ὁ C. Jung τήν ἱερή αὐτή ἀμφιρροπία (Ambivalenz) μεταξύ ἑνός ἀσυνείδητου μεταφυσικοῦ (μυστηριώδους / θρησκευτικοῦ) φόβου καί ἑνός ἀσυνείδητου μεταφυσικοῦ (μυστηριώδους / θρησκευτικοῦ) ἔρωτα τοῦ κόσμου / Φύσης (βλ. principle of opposites) βλέπει ὡς Ἀρχέτυπο τοῦ Συλλογικοῦ Ἀσυνειδήτου. Ἐξάλλου, μεταξύ τῶν διαφόρων (θρησκευτικῶν) Life–styles ἡ λεγόμενη, κατά τόν R. Crapps[385], «θρησκεία τοῦ αὐθορμητιμοῦ» ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ (ὑπαρξιακή) ἐγγύτητα τοῦ Θείου προκαλεῖ φόβο, ἀφοῦ ἡ ἔλευση τοῦ μόνου Παντο-κράτορα πλησίον τοῦ πιστοῦ ἀναγκαστικά κινητοποιεῖ μιά σύγ-κριση καί αὐτο-κριτική, συνεπῶς καί ἐπίγνωση (συνειδητοποίηση) τῆς δικῆς του ἀφενός ἀνεπάρκειας καί ἁμαρτωλότητας, καί ἀφετέρου αὐτογνωμοσύνης καί ὑπεροψίας, ἐπιτείνοντας ἔτσι τήν κατανυκτική ἀγωνία. Πράγματι, τό βίωμα τῆς Θείας ἐπι-κοινωνίας περιποιεῖ τόσο τήν ἐσωτερική εἰρήνη, ὅσο καί τήν <πάλη μέ τό Θεό>[386].
V. ΜΕΣΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ Ι. ΑΜΦΙΘΥΜΙΑΣ
Ἡ ζωή τῆς χαρμολύπης παρουσιάζεται κατ’ ἐξοχήν στόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, ἔτσι ὅπως αὐτός ἀποτυπώνεται στά πεζογραφήματα κυρίως τῶν Ἀ. Παπαδιαμάντη, Δ. Βικέλα, Φ. Κόντογλου, Ζ. Παπαντωνίου κ.ἄ[387].
Ἐκεῖ, ὅμως, πού, ἀναμφισβήτητα, ἡ ἔκκληση τῶν δύο αὐτῶν ἀντιθετικῶν συναισθημάτων (Θ. φόβου καί Θ. ἔρωτος) κορυφώνεται, εἶναι μέσα στή Θ. Λατρεία. Ἀνατολικά θρησκεύματα (Βουδδισμός, Ἰνδουισμός κλπ.) καί δυτικός Χριστιανισμός (Ρωμαιοκαθολικισμός, Προτεσταντισμός) χρησιμοποίησαν καί χρησιμοποιοῦν, πολλές φορές μέχρι καταχρήσεως, τή συγκίνηση καί τό συναίσθημα στό κήρυγμα, στήν ψαλμωδία καί γενικά στό ὅλο decor τοῦ «ναοῦ»[388].
Ἐντονότερα, ἀλλά καί ἰσορροπημένα, ἡ ἱερή αὐτή ἀμφιθυμία φαίνεται νά λειτουργεῖ στήν ὀρθόδοξη Πατερική μας Παράδοση[389], ἀφοῦ ὅλα τά στοιχεῖα, πού συνιστοῦν τό “numinous” [ἀκαταληψία – ἀποφατικότητα – μυστήριο σιγῆς[390] (Ἡσυχασμός[391]), μακαριότητα – κενότητα / δράση – πάθος], ἐμφανίζονται καθαρά, μέσω κατηχητικῶν / ὁμιλητικῶν, ἠθικῶν / συμπεριφορικῶν, ἀσκητικῶν, λατρευτικῶν, λεκτικῶν (θαυμασμοῦ – δοξολογίας / αἰτήσεως – δεήσεως, εὐχαριστίας / θυσίας κλπ.), ἀν-εἰκονικῶν καί ἠχητικῶν / ἀκουστικῶν (μουσικῶν) ἐκφράσεων, στά ἔργα καί τήν Παράδοση τῶν Τριῶν Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, ὁ πιστός πρό τῆς Θείας Κοινωνίας (θά πρέπει νά), νοιώθει ταυτόχρονα, σάν τόν Ἡσαΐα[392] ἤ τούς Τρεῖς Μάγους μπροστά στό βρέφος Χριστό, τρόμο[393] (λίβανος) καί χαρά (σμύρνα) ― «ἔστι γάρ ταῦτα ὁμοῦ συνελθεῖν ἀμφότερα»[394] ―, σύμφωνα μέ τό ἱερατικό παράγγελμα: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως, καί ἀγάπης προσέλθετε»[395]. Αὐτή ἡ ἴδια ἱ. ἀμφιθυμία διατρέχει ἐπίσης καί τό σύνολο τῆς ὀρθόδοξης Ὑμνογραφίας[396] καί Ἁγιογραφίας[397].
VI. ΚΑΡΠΟΙ ΚΑΙ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ Ι. ΑΜΦΙΘΥΜΙΑΣ
Τό μεταλογικό βίωμα τοῦ Θείου φόβου / ἔρωτος ἐκλύει, ὅπως εἴδαμε, τή διαλεκτική τοῦ θεοσεβοῦς βίου[398]. Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τόσο περισσότερο (θά πρέπει νά) Τόν φοβᾶται καί (νά) Τόν ὑπακούει[399]. Μέσα σέ ἕνα τέτοιο (ἀμφιθυμικό) συναίσθημα ὁ πιστός βιώνει τό λεγόμενο χαροποιό πένθος, ὅπως, mutatis mutandis, οἱ ἀρχαῖοι Σπαρτιάτες, πού (κάτω, βέβαια, ἀπό ἄλλο σκεπτικό, φιλοσοφία καί προϋποθέσεις), πρίν ἀπό τή μάχη, λούζονταν, χτενίζονταν, τραγούδαγαν καί γλένταγαν. Ἡ Θεία παρότρυνση πρός τούς φίλους τοῦ Θεοῦ «μή φοβοῦ» ὁδηγεῖ σέ ἕνα αἴσθημα ἐμπιστοσύνης πρός τό Θεό. Ἡ ἀγάπη τῶν υἱοθετημένων τέκνων τοῦ Θεοῦ, πού ἐμπιστεύονται τή δικαιώνουσα Χάρη Του[400], «ἔξω βάλλει τόν φόβον»[401]. Μιά τέτοια συμπεριφορά δικαιολογεῖται ἐπίσης ἀπό τό ὅτι, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, «καί γάρ στρατιώτης ὁμοῦ καί νυμφίος ἐστιν»[402] ὁ Χριστός (πρβλ. hierogamia). Σύμφωνα μέ τόν Jones (1953), ὁ Freud εἶχε παραδεχθεῖ ὅτι κατά τήν ἑβραϊκή γαμήλια τελετή ἑνός φίλου του εἶχε νοιώσει ἕνα «σαγηνευτικό τρόμο». Πράγματι, κατά Συμεών τό Νέο Θεολόγο, κάθε ἄνθρωπος πού ἐργάστηκε μέ φόβο Θεοῦ τή μετάνοια, θά δοκιμάσει τή (ὀδυνηρή) χαρά[403].
Ἀλλ’, ἐπειδή «ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι»[404], ὁ Μ. Βασίλειος διδάσκει τήν ἀντίστοιχη συμπεριφορά μας παράλληλα ὡς υἱῶν, πού ἀγαποῦν τόν Πατέρα, ἀλλά καί ὡς ἀχρείων δούλων, πού μέ φόβο καί τρόμο κατεργάζονται τή σωτηρία τους[405]: «Δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καί ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ»[406]· «ἄλλη γάρ ἡδονή οὐκ ἔστιν εἰ μή τό φοβεῖσθαι τόν Κύριον»[407]. Ἄλλωστε, ὁ προελθών ἀπό τό διπλό αὐτό ἱερό συναίσθημα φόβος ἀντιστοιχεῖ μέ τήν κατάσταση «ταπείνωσης» τοῦ πιστοῦ, ὅπως καί ἡ ἀγάπη μέ τήν κατάσταση τῆς ἔκστασης.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στήν ἐποχή μας, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, ὁ τρόμος ἔχει ἐπικίνδυνα ἁπλωθεῖ παντοῦ.
Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, ὁ πιστός δέ θά πρέπει νά ἀπελπίζεται ἀπό τό κοσμικό κακό, ἀφοῦ καί ὁ Χριστός ἀπό βρέφος εἶχε περιπέσει σέ κινδύνους[408]. Ὅμοια, δέ θά πρέπει νά φοβόμαστε κανέναν καί τίποτα πλήν τοῦ Θεοῦ[409]: «Ἕν μόνον φοβώμεθα, τήν ἁμαρτίαν»[410], ἡ ὁποία καί μᾶς ἀποδιώκει τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι φόβοι παιδικοί[411].
Ὁ ὀρθό-δοξος <Θεῖος φόβος>, διατηρώντας τήν ψυχοπνευματική ἐκείνη ἰσορροπία (τό «σχοινοβατεῖν»), πού ἀντιστοιχεῖ στή σταυροαναστάσιμη βιωτή[412], μπορεῖ νά ἐμπνέει φόβο, ἀκόμα καί στό Σατανᾶ, χωρίς ὅμως νά εἶναι καί καταστροφικός, συνδυάζοντας ἔτσι τήν αὐστηρότητα μέ τήν ἐπιείκεια καί τή δικαιοσύνη μέ τήν ἀγάπη. Οἱ Χριστιανοί δέν ἀνέχονται τήν προσκύνηση ὁποιουδήποτε Ναβουχοδονόσορα, οὔτε θυσιάζουν στό βωμό ὁποιουδήποτε Καίσαρα. Πραότητα (ἑβρ. anvim–aniim), χριστιανικά, δέ σημαίνει μή «ἀντίσταση» (παθητικότητα), ἀλλά τό πλῆρες δόσιμο ― παράδοσή μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ: «Ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε»[413]· καί «ὁ πραΰς ἔστω μαχητής»[414]. Ὁ Θεός τῆς Ἀποφατικῆς Θεο-λογίας ἐπεμβαίνει δυναμικά καί «παράδοξα» (ἀντινομικά) μέσα στήν Ἱστορία (τῆς Θ. Οἰκονομίας). Ἔτσι, καί τό Ἀρνί ὀργίζεται[415] καί τιμωρεῖ εἴτε ἄμεσα (Σατάν, Βαβέλ, Ἀνανία, Σαπφείρα), εἴτε ἔμμεσα[416]· μπορεῖ λ.χ. νά γαληνέψει μιά κατάσταση μέ ἕνα θαῦμα, ἀπευθείας, ἤ μέσῳ ἑνός ἡγέτη, ἤ μέσῳ ἑνός πολιτικοῦ συμβάντος κλπ.
Ἑπομένως, οἱ Χριστιανοί ὄχι μόνο δέν ἀδιαφοροῦν γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ κακοῦ, ἀλλά, μέ τήν ἀντίσταση, τό δημόσιο ἔλεγχο, τή διαφώτιση, τήν προσευχή καί τό μαρτύριο, ἀγωνίζονται ν’ ἀντιπαρατάξουν στήν ἄλογη, ἀναρχική καί σατανική βία τήν ὀρθόδοξη καί ἁγιοπνευματική βία, πού «οὐκ ἔστι πρός αἷμα καί σάρκα»[417]. Ὁ Χριστός διακήρυξε «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν»[418]. Ἄν ἡ Ἔξοδος συμβόλιζε στήν Π.Δ. τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πολιτικοοικονομική δουλεία, τό χριστιανικό Πάσχα συμβολίζει τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο, ἀφοῦ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε ἡ βιαιότερη εἰσβολή στό βασίλειο τοῦ Ἅδη γιά τή συντριβή τοῦ θανάτου, τήν κατάλυση τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἀπελευθέρωση τῶν «ἀπ’ αἰώνων κεκοιμημένων». Τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού κατά τή Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίστηκε ὡς λευκή περιστερά[419], κατά τήν Πεντηκοστή ἔκανε αἰσθητή τήν παρουσία Του μέ βιαία πνοή[420]! Ὅμοια, ἡ θέληση τοῦ βαπτισμένου Χριστιανοῦ «βιάζει» καί κατανικᾶ τά ἁμαρτωλά πάθη τῆς ψυχῆς του[421].
Ὑπάρχει «καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης»[422]. Ὁ λαός ὡς Ἐκκλησία εὔχεται τήν «ἄνωθεν» εἰρήνη, ἀφοῦ μιά λαθεμένη, αἱρετική καί δαιμονική εἰρήνη εἶναι χειρότερη ἀπό τόν πόλεμο, κατά Γρηγόριο τό Θεολόγο[423]. Ὁ Χριστιανός, μέ τό μαρτύριό του, ὀφείλει ν’ ἀντιδρᾶ μέχρι θανάτου στή βία, πού ἀποσκοπεῖ στήν ἀθέτηση τῆς Πίστης του.
Οἱ Πατέρες, γενικά, στό θέμα τῶν πάσης φύσεως τρομοκρατιῶν, ἐπιδίωκαν, μέ πνεῦμα ἐπιείκειας, τήν ἐπαναφορά τῆς πολιτικῆς δικαιοσύνης, καθησυχάζοντας τό λαό καί ἐπαναφέροντας τήν κοινωνική γαλήνη, τάξη καί ἡσυχία: «Ὅπου γάρ Θεός πάρεστιν, ἀπελήλατο κίνδυνος χάριτι Θεοῦ»[424], ἀφοῦ «ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων»[425], κατά τή χρυσή κιθάρα τοῦ Πνεύματος.
Ἄν ἡ πάσης φύσεως τρομοκρατία ἀνθεῖ σέ μιά ψυχή ἤ σέ μιά κοινωνία κουρασμένη, ἀπογοητευμένη καί ἀποδυναμωμένη ἠθικά, ἰδεολογικοπολιτικά καί οἰκονομικά, ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, δηλ. ὡς φῶς, ἅλας[426] καί ζύμη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἔχουμε ὑποχρέωση ὄχι μόνο νά συμβάλουμε στή θεραπεία τῆς σύγχρονης αὐτῆς μάστιγας, ἀλλά καί νά ἀναστήσουμε τή ζωή τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους.
[1] Πρβλ. W. R. R o g e r s, “Order and Chaos in Psychopathology and Ontology”, in: P. Homans (ed.), The dialogue between Theology and Psychology, Essays in Divinity Series, ed. G. C. Brauer, Chicago: University of Chicago Press, 1968, σ. 259-260, I. S t e w a r t, Παίζει ὁ Θεός ζάρια; Ἡ ἐπιστήμη τοῦ Χάους, μτφρ. Κ. Σαμαρᾶ, ἐκδ. Κωσταράκη, Ἀθήνα 1991, Ἀ. Μ. Σ τ α υ ρ ό π ο υ λ ο υ, «Προσωπικά καί πνευματικά μέσα γιά τή δημιουργική ἀντιμετώπιση τοῦ χάους», Ἀξίες καί Πολιτισμός, (ἀφιέρωμα στόν καθηγητή Ε. Θεοδώρου), Ἀθήνα 1991, σσ. 65-83, τοῦ ἴ δ ι ο υ, Συμβουλευτική Ποιμαντική, Ἀθήνα 2000, σ. 26 ἑξ., Λ. Χ ρ ι σ τ ά κ η, Χάος καί κουλτούρα, ἐκδ. Αποπειρα.
[2] Βλ. Μ. J a c q u e s, «Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἡ ἐποχή τοῦ ἐγωϊσμοῦ», Καθημερινη, 29/12/2002, σ. 5.
[3] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ὁμιλία ὅτε Σατορνῖνος καί Αὐρηλιανός ἐξωρίσθησαν, ΜPG 52, 415.
[4] Καθημερινη 7/9/2003.
[5] Καθημερινη 14/10/2001 (εἰδική ἔκδοση).
[6] Καθημερινη 15/12/2002.
[7] Καθημερινη 10/8/2003.
[8] Καθημερινη 15/12/2002.
[9] Ἰ ω. Δ α μ α σ κ., Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, βιβλ. Β’, λβ’.
[10] Ἰ ω. Δ α μ α σ κ., ὅπ. π.: «ὄκνος, αἰδώς, αἰσχύνη, κατάπληξη, ἔκπληξη καί ἀγωνία». Πρβλ. Ἀποκ. 21, 8, Ματθ. 8, 26, Ἰω. 14, 27.
[11] Λεξικό Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν, Unesco, ΑΘΗΝΑΙ 1972, τ. 3, σ. 994.
[12] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς ψαλμ. 110, 8, MPG 55, 289. Πρβλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό Ἦθος, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 151-152.
[13] Βλ. Π. Κ α ν ε λ λ ό π ο υ λ ο υ, Μεταφυσικῆς Προλεγόμενα, Ἀθήνα 2003, σ. 95.
[14] Πρβλ. Μ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, Δογματική καί Ἠθική, Ἀθῆναι 1973, σ. 159.
[15] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, Ἀθήνα 2000, σ. 291.
[16] Σχόλια εἰς Ἰώβ, 4, MPG 56, 563. Πρβλ. Ἐκκλ. 12, 13.
[17] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ἀρετῆς τῆς ψυχῆς, MPG 64, 473.
[18] Πρβλ. S. K i e r k e g a a r d, Frygt og boven (Fear and trembling), transl. W. Lowrie, 1954.
[19] Κλῖμαξ, Λόγ. 20, Περί δειλίας γ’, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1978, σ. 234. Βλ. H. B a l m f o r t h, L. D e w a r, C. E. H u d s o n, E. W. S a r a, An Introduction to Pastoral Theology, Hodder & Stoughton Limited, London 1937, σ. 215.
[20] Βλ. Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, Ὁ Μηδενισμός, Ἀθῆναι 1973, σ. 30.
[21] Βλ. Ο ὐ μ. Ἔ κ ο, Τό ἐκκρεμές τοῦ Φουκώ, μτφρ. Έ. Καλλιφατίδη, Ἀθήνα 19892, σ. 407.
[22] Πρβλ. The Varieties of religious experience, Longmans, Green & Co, 1935.
[23] The art of loving, Unwin Paperbacks, London, 1980, σ. 56-71.
[24] Religionspsychologie, Ferdinand Hirt in Breslau, 1926, σ. 112. Πρβλ. Μον. Μ ω ϋ σ έ ω ς Ἁγιορείτου, Καλή καί κακή ἀγωνία, Ἀθήνα 1998.
[25] Ἡ οὐσία καί ἡ διδακτική τῶν Θρησκευτικῶν, Ἀθῆναι 1975, σ. 54.
[26] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν γέννησιν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ 3, 28, MPG 61, 757. Πρβλ. Γεν. 3, 10.
[27] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τούς Ἀνδριάντας 8, ΜPG 49, 99.
[28] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός τούς μή ἀπαντήσαντας εἰς τήν σύναξιν, MPG 51, 178.
[29] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ψαλμ. Ϛ‘, 5, MPG 55, 78.
[30] Γεν. 3, 1-19, 1, 1-10, Ψαλμ. 139, 7-12. Πρβλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν Γένεσιν 27, MPG 53, 245, Εἰς τούς Ἀνδριάντας 8, MPG 49, 97.
[31] Ρητορ. ΙΙ, 5, 1382α, 21.
[32] Βλ. J – B. G o u r i n a t, Les Stoiciens et l’ âme, μτφρ. Κ. Ν. Πετρόπουλος, ἐκδ. Α. Καρδαμιτσα, Ἀθήνα 1999, σ. 122.
[33] Μ. Β α σ ι λ., Εἰς Ψαλμ. ΛΓ’, MPG 29, 369: «Οὐ πᾶς φόβος ἀγαθόν ἐστι καί σωτήριον, ἀλλ’ ἔστι τις καί ἐχθρός φόβος, ὅν ἀπεύχεται ὁ προφήτης». Σύμφωνα μέ τήν Ψυχολογία τοῦ Βάθους, ὁ νευρωσικός φόβος δέ συνειδητοποιεῖ τό ἀντικείμενο τοῦ τρόμου του. Πρβλ. Σ. Ἰ. Μ π α λ ο γ ι ά ν ν η, Ποιμαντική Ψυχολογία, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 226 ἑξ.
[34] Βλ. C h. R y c r o f t, A critical Dictionary of Psychoanalysis, Penguin Books, repr. 1968, σ. 50-51.
[35] Εἰς τό Εἶδον τόν Κύριον 1, 2, MPG 56, 129. Πρβλ. Μάρκ. 9, 5-6.
[36] Εἰς τούς Ἀνδριάντας 10, MPG 49, 113.
[37] Βλ. Π. Κ ο υ φ ο γ ι ά ν ν η ― Κ α ρ κ α ν ι ᾶ, Ἡ Συμβουλευτική Ψυχολογία στή χριστιανική Ἀγωγή, Ἀθήνα 2001, σ. 61. Πρβλ. E. J o n e s, Hamlet and Oedipus, Gollancz, London 1949.
[38] Ὅροι κατά πλάτος, MPG 31, 1060.
[39] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Ὅσα ἄν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, MPG 60, 760, Κατά Ἰουδαίων, 8, MPG 48, 927.
[40] Συντακτήριος εἰς τήν τῶν ρν‘ ἐπισκόπων παρουσίαν, MPG 36, 488.
[41] Εἰς Ψαλμ. 100, MPG 55, 632.
[42] Βλ. Ἰ. Ν. Π α ρ α σ κ ε υ ό π ο υ λ ο υ, Στοιχεῖα Κλινικῆς Ψυχολογίας, Ἀθήνα 1984, σ. 17-18.
[43] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός τούς σκανδαλισθέντας, 8, 2, MPG 52, 479.
[44] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγ., ΜPG 47, 490.
[45] Ἐξαιτίας κάποιου κοσμικοῦ φόβου ὁ ἴδιος ὁ κόσμος λειτουργεῖ, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, σά θεός. Ὁρισμένα, μάλιστα, θεοκρατικά καθεστῶτα, πολλές φορές, ἐκμεταλλεύονται αὐτόν τόν κοσμικό φόβο γιά δικά τους ὀφέλη.
[46] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός ἄπιστον πατέρα, MPG 47, 345.
[47] Εἰς τό ῥητόν τοῦ Παύλου Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν 10, 25, MPG 51, 246, Εἰς Γέν. 9, 4, MPG 53, 79. Πρβλ. Σ. Τ σ ι τ σ ί – γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σσ. 150, 183.
[48] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν ἁγ. μάρτυρα Δροσίδα, ΜPG 50, 691, Εἰς Α’ Θεσ., MPG 62, 441, Ἐπιστ. εἰς Ὀλυμπ. 10, 3, MPG 52, 590, Εἰς τάς μάρτυρας Βερνίκη καί Προσδόκη, ΜPG 50, 633, Εἰς τόν τετραήμερον Λάζαρον, MPG 50, 641, Περί ὑπομονῆς, MPG 60, 726.
[49] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ἐπιστ. εἰ Ὀλυμπ. 10, 3, MPG 52, 590.
[50] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τάς μάρτυρας Βερνίκη καί Προσδόκη, ΜPG 50, 633.
[51] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τόν τετραήμερον Λάζαρον, MPG 50, 641.
[52] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ὑπομονῆς, MPG 60, 726. Πρβλ. Ἰ ω. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἡ ἀνθρώπινη κραυγή, Θεσσαλονίκη 1979.
[53] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἰω. 88, MPG 59, 482, Εἰς Λάζαρον, MPG 48, 979.
[54] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ἱερωσύνης 3, 13, MPG 48, 644.
[55] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Πράξεων, MPG 51, 100.
[56] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί τῆς τῶν μελλόντων ἀπολαύσεως, ΜPG 51, 347, Εἰς τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα, 6, 38, MPG 52, 463.
[57] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί μετανοίας 9, ΜPG 51, 347.
[58] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ. 56, MPG 58, 556.
[59] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα, 6, 38, MPG 52, 465.
[60] Πρβλ. K. H o r n e y, Neurosis and Human Growth, μτφρ. Κ. Δ. Χριστοφίδου, ἐκδ. Επταλοφοσ ΑΒΕΕ, Ἀθῆναι χ.χ., σσ. 114, 124, 294, 363, τῆς ἴ δ ι α ς, Our Inner Conflicts, 1964, μτφρ. Τ. Χ. Εὐδόκα, ἐκδ. Ταμασοσ, Ἀθήνα ― Λευκωσία 1978, σσ. 198-200, 292.
[61] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἀνδριάντας 21, MPG 49, 217.
[62] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Πράξεων, MPG 51, 110.
[63] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Πράξ. 52, MPG 60, 366.
[64] Βλ. Δ. Γ ε ώ ρ γ α, Κοινωνική Ψυχολογία, Ἀθήνα 19954, τ. Β’, σ. 54 ἑξ.
[65] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τούς Ἀνδριάντας 21, MPG 49, 217.
[66] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Πράξεων, MPG 51, 110.
[67] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ἱερωσύνης 3, 7, MPG 48, 624.
[68] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί παρθενίας, 52, 59, ΜPG 52, 75.
[69] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί παρθενίας 52, 59, MPG 52, 75.
[70] Οἱ Ἑβραῖοι, γιά παράδειγμα, ἔτρεμαν τούς Φιλισταίους (Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό ἀποστολικόν, Ὄφελον ἀνέχεσθαί μου, MPG 51, 306), ὅπως καί ὁ Ἡρώδης τό νέο μικρό βασιλιά Χριστό (Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ. 6, MPG 57, 68).
[71] Βλ. S t e p h e n, Life of St. Chrysostom, xi, ἀπό: A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, London 1925, σ. 135.
[72] Ὡς ἀρνητικά ἀποτελέσματα μιᾶς σύγχρονης ἀντιτρομοκρατικῆς ἐκστρατείας, μεταξύ τῶν ἄλλων, φέρονται: ἡ κατακόρυφη ἄνοδος τῆς τιμῆς τοῦ πετρελαίου καί ἡ σοβαρή ἔλλειψή του σέ διεθνές ἐπίπεδο, ὁ περιορισμός τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί ἡ μείωση τοῦ τουρισμοῦ.
[73] «Μή ἐπί τούς τυχόντας ἀγῶνας ἕλκεσθαι» (Εἰς Ματθ. 15, MPG 57, 231), «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί» καί «οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης» (πρβλ. Κανών ΡΙΘ’, 113 τῆς ἐν Καρθαγένῃ συνόδου, Χ. Ἀ ν δ ρ ο ύ τ σ ο υ, Μελέται καί διατριβαί, Θεσσαλονίκη 1964, τ. Α’, σ. 127).
[74] Ἰω. 2, 14-17.
[75] Ματθ. 26, 52.
[76] Περί τοῦ μή προσηλῶσθαι τοῖς βιωτικοῖς, καί περί τοῦ γενομένου ἐμπρησμοῦ ἔξωθεν τῆς Ἐκκλησίας, 21, MPG 31, 540-564.
[77] Μαρτινιανῷ, Ἐπιστ. 74, 3, MPG 32, 444.
[78] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός Σταγείριον, MPG 47, 474.
[79] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Πράξ., MPG 60, 104.
[80] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Εἶδον τόν Κύριον 5, 2, MPG 56, 129.
[81] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγ., MPG 47, 466.
[82] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Ὄφελον ἀνέχεσθαί μου, MPG 51, 306.
[83] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός τούς μή ἀπαντήσαντας εἰς τήν σύναξιν, MPG 51, 184.
[84] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἐφ. 9, MPG 62, 70.
[85] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἠσ. 2, 9, MPG 56, 27, Εἰς Ψαλμ. ΜϚ’, MPG 55, 219.
[86] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἠσ. 7, 2, MPG 56, 77.
[87] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ., MPG 57, 68.
[88] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ὀλυμπ. 7, 5, MPG 52, 576.
[89] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ὀλυμπ. 7, 5, MPG 52, 576.
[90] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Τῇ προτέρᾳ συνάξει, MPG 51, 377.
[91] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τούς Ἀνδριάντας 14. 21, MPG 49, 143. 214.
[92] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Εὐτρόπιον, MPG 52, 393.
[93] Εἰς τούς Ἀνδριάντας, Ϛ’, ΜPG 49, 81.
[94] Εἰς Ρωμ., ΜPG 60, 616.
[95] Εἰς μετάνοιαν Νινευϊτῶν, MPG 64, 424.
[96] Εἰς Ψαλμ. 47, MPG 55, 219.
[97] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ἱερωσύνης 5, 4, MPG 48, 674.
[98] Β’ Τιμ. 4, 7. Πρβλ. Α’ Τιμ. 6, 12.
[99] Ματθ. 11, 12.
[100] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τάς ἁγίας μάρτυρας Βερνίκην καί Προσδόκην παρθένους, καί Δομνίναν τήν μητέρα αὐτῶν MPG 50, 629.
[101] Εἰς Β’ Κορ., MPG 61, 412.
[102] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ψαλμ. 118, MPG 55, 702.
[103] Πρβλ. J. B u n y a n, Fear of God, Gam Publications, 1988, J. B e v e r e, Embrace the Fear of God, 2001.
[104] Πρβλ. F. C o n w a y & J. S i e g e l m a n, Holy Terror, 1982, B. H o f f m a n, “Holy Terror”: The Implications of Terrorism motivated by religious Imperative, Rand, 1993.
[105] Ὑπολογίζεται ὅτι στό δίκτυο αὐτό συμμετέχουν 24 ἰσλαμικές τρομοκρατικές ὀργανώσεις ἀπό 50 τουλάχιστον χῶρες τοῦ κόσμου (Καθημερινη 10/8/2003).
[106] Καθημερινη 7/10/2001.
[107] “The Crash of Civilizations?”, in: Foreign Affairs, Summer 1993, σσ. 22-49.
[108] Καθημερινη 7/9/2003.
[109] Βλ. E. B e r g g r a v, Ἡ ψυχική πηγή τῆς θρησκείας, μτφρ. Ν. Λούβαρι, Ἀθῆναι 1946, σ. 17 ἑξ.
[110] Ἡ σκέψη αὐτή διατρέχει τή «θύραθεν» Φιλοσοφία ἀπό τόν D e s c a r t e s μέχρι τόν W i t t g e n s t e i n· δέχεται δέ ὅτι, δεδομένου τοῦ δισύνθετου (σώματος καί ψυχῆς) τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς διάλυσης αὐτοῦ τοῦ σώματος μέ τό φυσικό θάνατο (πρᾶγμα πού προκαταβολικά προκαλεῖ ἀπέραντη ὀδύνη), τό Ἐγώ ἀναπληρώνει αὐτή τήν ἀπώλεια μέ τήν ἐλπίδα (βλ. Θρησκεῖες) τῆς ἀθανασίας τοῦ δεύτερου συστατικοῦ του στοιχείου, τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, τό μέν (ἀνθρώπινο) σῶμα εἶναι στενά συνυφασμένο μέ τό φόβο τοῦ θανάτου, ἡ δέ ψυχή μέ τήν ἐλπίδα, πού παρέχουν οἱ Θρησκεῖες! Ὀρθό-δοξα, ἡ διακριτική ἑνότητα σώματος καί ψυχῆς φαίνεται νά συγκλίνει πρός τόν ὁλιστικό δυισμό, πού ἰσορροπεῖ μεταξύ ἑνός ψυχοσωματικοῦ δυισμοῦ καί ἑνός ψυχοσωματικοῦ ὁλισμοῦ (γιά περισσότερα βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 313). Πρβλ. Ἰατρική τῆς προσωπικότητας καί ὄχι τῶν μερῶν (faculty Psychology).
[111] Βλ. Μ. Λ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, «Ἐπιστήμη καί Θρησκεία», ΘΕΟΛΟΓΙΑ 69 / 2 (1998) 276, ὑποσ. 56.
[112] “Dictum volunt θεον alii a nomine δεος, i.e. metus”, Scapula.
[113] Π λ ο υ τ., Ἆγις καί Κλεομένης, 1, 808.
[114] Λ α κ τ ά ν τ., Divinae Institut. I, 1, 20.
[115] D a n i e l, “On Divine philanthropy from Plato to Jojn Chrysostom”, Θεολογια, 53/2 (1982) 592 ἑξ., 54/3 (1983) 612-626., 4, σσ. 1051-1083, 54/1 (1983) 152., 2, σσ. 243-249., 3, σσ. 569-594.
[116] Βλ. Ἀ. Π α ρ α σ κ ε υ ό π ο υ λ ο υ, Ἡ Θρησκεία κατά τούς Ψυχαναλυτικούς, Ἀθῆναι 1947, σ. 57.
[117] Βλ. Ν. Β. Χ ρ ο ν ό π ο υ λ ο υ, Ἡ ἐξελικτική ἐκδοχή τῶν ἀπαρχῶν τῆς θρησκείας, Ἀθήνα 1990, σ. 49.
[118] Βλ. Κ. L o r e n z, Die Rückseite des Spiegels, München 1973, μτφρ. Μ. Δερμιτζάκης, ἐκδ. Θυμαρι, Ἀθήνα 1982, σ. 87 ἑξ.
[119] C. G. J u n g, Ψυχολογία καί Θρησκεία, μτφρ. Ε. Σταματόπουλου, Ἀθήνα, ἐκδ. Αριων, σ. 18: «Πέρα ἀπό κάθε φυσική δειλία, ντροπή καί τάκτ, ὑπάρχει ἕνας μυστικός φόβος γιά τούς ἄγνωστους κινδύνους τῆς ψυχῆς…Ποτέ δέν εἴμαστε σίγουροι πώς μιά καινούργια ἰδέα δέν θά κυριεύσει ἤ ἐμᾶς ἤ τούς γείτονές μας…ὑπάρχουν ἀρκετοί λόγοι γιά νά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φοβᾶται τίς μή προσωπικές δυνάμεις πού κατοικοῦν στό ἀσυνείδητο».
[120] Τό, κατά Nietzsche, «ἔνστικτο τῆς δύναμης» (πρβλ. «ὀντολογία τῆς ἰσχύος», π. Ν. Λ ο υ δ ο β ί κ ο υ, Ἡ ἀποφατική Ἐκκλησιολογία τοῦ ὁμοουσίου, Ἀθήνα 2002, σ. 243 ἑξ.) ― βλ. τό δεύτερο πειρασμό τοῦ Ἰησοῦ ― ἐκμεταλλεύεται καί τό κίνημα τῆς λεγόμενης θετικῆς σκέψης, τό ὁποῖο, ὡς πρός τό θεολογικό του background, χρησιμοποιώντας τό Θεό, ὑπόσχεται προσωπική δύναμη (βλ. R. W. C r a p p s, An Introduction to Psychology of Religion, 1976, σ. 327).
[121] Ἰω. 3, 8.
[122] Βλ. S c h w e i t z e r, On the Edge of the Primeval Forest, σ. 154 (ἀπό: A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, σ. 136).
[123] Πρβλ. J. T. R i c h a r d s o n, J. B e s t & D. G. B r o m l e (Eds), The Satanism scare, New York, Aldine de Gruyter, 1991, R. D. S h a w, “Another way of looking at the Data: A reaction to Ph. Stevens”, Journal of Psychology & Theology 20 / 3 (1992) 245-247.
[124] Πρόκειται γιά ἕναν παράλογο φόβο πρό τοῦ Θείου, πού σχετίζεται στενά μέ τήν Ἀστρολογία, τή μαντεία καί τή μαγεία (βλ. Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ, Περί δεισιδαιμονίας, (τήν ὁποία ὁρίζει ὡς «πάθος ἐκ λόγου ψευδοῦς ἐγγεγενημένον», θεωρώντας τούς θεούς ὡς αἰτίους τῆς χαρᾶς καί τοῦ θάρρους, ἐνῶ ἑρμηνεύει τό σαββατισμό τῶν Ἰουδαίων ὡς δεισιδαιμονία). Πρβλ. P. J. K o e t z, Δεισιδαιμονία. A contribution to the knowledge of the religious terminology in Greek, Utrecht 1929, P. H o l b a c h, La contagion sacrée ou Histoire naturelle de la superstition, 1768, Ν. Κ ε φ α λ ᾶ, Τό γνῶθι σαυτόν, Ἀθῆναι 1904, 19622, σ. 54, Ν. Γ. Π ο λ ί τ ο υ, Λαογραφικά Σύμμεικτα, τ. Α’, Ἀθήνα 1920, σσ. 29-41.
[125] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ., MPG 57, 87, Εἰς Σταγείριον, MPG 47, 426. 434, Εἰς Ματθ., MPG 58, 741.
[126] Πρβλ. Ἀ. Π. Χ α σ τ ο ύ π η, Οὐσία τῆς Θρησκείας, ἐν Ἀθήναις 1977.
[127] Μιά ἄποψη πού διατυπώθηκε θρησκειολογικά μέ τό γνωστό ἔργο The Golden Bough (New York: Macmillan, 1922) τοῦ J. G. F r a z e r, καί πού στά νεότερα χρόνια καλλιεργήθηκε συστηματικότερα, φθάνοντας γενικευμένα νά ἐξηγεῖ σύμπασα τή θρησκευτικότητα ἀπό τό φόβο τῶν φυσικῶν φαινομένων.
[128] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ. 8, MPG 57, 87.
[129] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγείριον, MPG 47, 426.
[130] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τόν Σταυρόν καί εἰς τόν ληστήν, MPG 49, 404.
[131] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγείριον, MPG 47, 434.
[132] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ., 82, MPG 58, 741.
[133] Βλ. Μ. Λ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, «Ἐπιστήμη καί Θρησκεία», Θεολογια, 64 / 1-2 (1993) 50, 71.
[134] Ψυχο-αναλυτικά ἔχει μεγάλη σημασία ἡ ταύτιση πατροκτονίας καί θεοκτονίας, ὅπως καί ἡ ἰουδαϊκή ἑορτή τοῦ Ἐξιλασμοῦ (Yom Kippur) μέ τήν ἀπειλή / φόβο τοῦ εὐνουχισμοῦ (βλ. περιτομή) ἀπό τόν πατέρα.
[135] Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Κατά Ἰουλιανοῦ, MPG 35, 661.
[136] Κατά Ἰουλιανοῦ, MPG 35, 717.
[137] Σύμφωνα μέ τόν P f i s t e r (1944), ὁ νευρωτικός θρησκευτικός φόβος, πού δίνει ἔμφαση στήν ἐνοχή καί τήν (Παπική) Ἄφεση, χαρακτηρίζει βασικά τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία.
[138] Βλ. Β. Κ. Σ τ ε φ α ν ί δ ο υ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθῆναι 19784, σ. 605.
[139] Οἱ πρόσφατες τρομοκρατικές ἐπιθέσεις ξεκίνησαν ἀπό ἐξτρεμιστικές ὀργανώσεις τοῦ Ἰσλάμ, τοῦ ὁποίου ἀκόμα καί ὁ Σουφισμός εἶναι διαποτισμένος μέ τό Θ. φόβο (βλ. R. A. N i c h o l s o n, Mystics of Islam, σ. 4, ἀπό: A. C. U n d e r – w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, σ. 134).
[140] Τόσο ὁ Λούθηρος (βλ. L i n d s a y, History of the Reformation, i, σ. 198 ἑξ.) ὅσο καί οἱ διάφοροι (θρησκευτικοί) Ἀφυπνιστές (Th. Beza, J. Edward, Wesley, G. Booth κ.ἄ.) «μεταστράφηκαν» (ἀφυπνίστηκαν) στό Χριστιανισμό ἀπό τό φόβο τοῦ πυρός τῆς αἰώνιας Κόλασης, κατά τίς μαρτυρίες τῶν ἰδίων (βλ. A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, σ. 135 ἑξ.).
[141] Βλ. Ἀ. Ἠ. Σ π υ ρ ά κ η, Ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο ἀγάπη, Ἀθήνα 1999, σ. 28 ἑξ., Ἀρχιμ. Θ. Χ α ρ α λ α μ π ό π ο υ λ ο υ, Περί τῆς θέσεως τῆς γυναικός ἔναντι τοῦ ἀνδρός κατά τήν ὀρθόδοξον χριστιανικήν Ἐκκλησίαν καί περί φόβου Θεοῦ, ἐν Ἀθήναις 20022.
[142] Πράξ. 9, 31, Ἐφ. 6, 5. Βλ. M. Β α σ ι λ. Ἀσκητικά, MPG 31, 901. 920, Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Β’ Κορ., 5, 3, MPG 61, 432, 13, 3, MPG 61, 494. Ἀ. Ἠ. Σ π υ ρ ά κ η, ὅπ. π., σ. 28 ἑξ.
[143] Ἡσ. 33, 6.
[144] Ἑ ρ μ ᾶ, Ποιμήν 125. 3, 10, 2, Διδαχή 19, 1, Ἐπιστ. Βαρνάβα 20, Ἰ σ ί δ. Π η λ., MPG 78, 260, Μ. Ἀ ν τ ω ν., MPG 89, 1829. 136, 973, Μ. Ἀ θ α ν., ΒΕΠΕΣ 31, 260, Κ υ ρ ί λ λ ο υ Ἀ λ., ΕΠΕ, τ. 2, σ. 22, 48, 98, 190, Ἐ φ ρ α ί μ Σ ύ ρ ο υ, Ἀσκητικά, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 51 ἑξ. καί 90 ἑξ., Ἰ ω ά ν ν ο υ Σ ι ν α ΐ τ η, Κλῖμαξ, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1978, σ. 43, 272, 292, 329, 376, Μ α ξ ί μ. Ὁ μ ο λ., Κεφ. διάφορα Α’ 69, MPG 90, 1208. 91, 597. Κατά τόν ἅγιο Γ ρ η γ ό ρ ι ο τόν Π α λ α μ ᾶ, ὁ ἱερός τρόμος ἤ ἅγιος φόβος εἶναι τό θεμέλιο τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας· αὐτός γεννᾶ τή συνεχή καί ἀδιάλειπτη προσευχή πρός τό Θεό [βλ. Ἀ. Τ ρ ι β υ ζ α δ ά κ η, «Ἡ διαμόρφωσις τοῦ Τέμπλου», Θεοδρομια, 1-3 (2002) 251].
[145] Βλ. A. M a s l o w, Religion, Values and Peak-Experiences, New York: Viking, 1964, σσ. 59-68. Πρβλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί – γ κ ο υ, Ψυχολογία τῆς Θρησκείας ― σύγχρονες τάσεις, Ἀθήνα 2002, σ. 62.
[146] Βλ. Jr. O. S t r u n k, Mature Religion, Nashville: Abingdon, 1965, 144-145.
[147] Ἐξ. 18, 21, Παρ. 3, 7. 8, 13. 16, 6, Ψαλμ. 118, 113.
[148] Παροιμ. 14, 26-27.
[149]Παροιμ. 1, 7.
[150] Μ. Β α σ ι λ, Πρός Ἀμφιλόχιον, ἐπιστ. 234, MPG 32, 869. Πρβλ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Ν ύ σ σ η ς, Βίος Μωϋσ., MPG 44, 377, Ἐ π ι φ α ν ί ο υ, Βιβλίον Γ’, 70, MPG 42, 345, Ἰ ω. Δ α μ α σ κ., Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Ι, 4, MPG 94, 800: «ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί ἀκατάληπτον καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία».
[151] Μ. Β α σ ι λ., Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Παροιμιῶν, MPG 31, 393. 473, Ἀ μ β ρ ο σ ί ο υ Μεδιολ., Εἰς Ψαλμ. 118 [ἀπό: E. B. P u s e y (Ed.), Advice on Hearing Confession, Oxford 18782]. Βλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ. , Πρός πιστόν πατέρα, MPG 47, 368: «Ἀρχή Παιδείας, φόβος Κυρίου…ἡ ὄντως σοφία καί ἡ ὄντως παίδευσις οὐδέν ἕτερόν ἐστιν, ἀλλ‘ ἤ ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος». Πρβλ. Παροιμ. 9, 10, Ψαλμ. 110, 10.
[152] Βλ. V. E. F r a n k l, The Unconscious God, μτφρ. Π. & Ε. Περσιάνη, ἐκδ. Ταμασοσ, Λευκωσία 1979, σ. 64.
[153] Εἰς Γέν. 54, 4, MPG 54, 477. Πρβλ. Ὠσ. 3, 5.
[154] Ἑβρ. 10, 29.
[155] Ἐφ. 4, 13.
[156] Zufall und Notwendigkeit, 19919, σ. 146.
[157] Ματθ. 25, 24-26. Πρβλ. Π. Κ ο υ φ ο γ ι ά ν ν η ― Κ α ρ κ α ν ι ᾶ, Ἡ Συμβουλευτική Ψυχολογία στή χριστιανική Ἀγωγή, σ. 85. Ὁ παθολογικός αὐτός Θ. φόβος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα μεταποιημένο πατρικό μῖσος (βλ. Μ. Κ. Μ α κ ρ ά κ η, Ψυχαναλυτική ἑρμηνεία τῆς θρησκείας, Ἀθήνα 1995, σ. 79 ἑξ.). Τελικά, ἡ «ὑπερεγωγική» ἐνοχή συνιστᾶ ἕνα φόβο ἀπόρριψης, ἀφοῦ τό ὑποκείμενο ἐπιθυμεῖ νά ἐπιδοκιμάζεται καί νά ἀγαπᾶται, φοβούμενο τήν ἀπώλεια αὐτῆς τῆς ἀγάπης καί ἐπιδοκιμασίας. Βλ. J. W. G l a s s e r, “Conscience and Superego”, in: J. J. H e a n e y (ed.), Psyche and Spirit: Readings in Psychology and Religion, New York: Paulist, 1973, σ. 36-37.
[158] Βλ. E. F r o m m, The fear of freedom, μτφρ. Δ. Θεοδωρακάτου, ἐκδ. Μπουκουμανη, Ἀθῆναι 19713, σ. 50.
[159] Βλ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Αὐτοσυνειδησία καί Πατερικός «αὐτόνομος Ἀναρχισμός», Θεσσαλονίκη 1984, σ. 22.
[160] Βλ. E. F r o m m, Man for himself, μτφρ. Δ. Θεοδωρακάτου, ἐκδ. Μπουκουμανη, Ἀθῆναι 1974, σ. 202.
[161] Βλ. E. F r o m m, ὅπ. π., σ. 180.
[162] Βλ. Ἰ ω. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἐγχειρίδιον Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας, τεῦχ. Α’, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 84-88, Σ. Κ. Τ σ ι -τ σ ί γ κ ο υ, «Ὁ ‘ἐμφύλιος’ πόλεμος τῆς ψυχῆς κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο» (ὁμιλία, πού ἐκφωνήθηκε στή συνεδριακή αἴθουσα τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἱ. Μονή Ἀσωμάτων ― Πετράκη, 13/11/2001).
[163] Εἰς ἑαυτόν, ἐξ ἀγροῦ ἐπανήκοντα μετά τά κατά Μάξιμον, λόγ. ΚΖ’, MPG 35, 1228. Πρβλ. Ματθ. 10, 28- 33, Πράξ. 5, 29.
[164] Ψαλμ. 8, 1-9.
[165] Ψαλμ. 32, 8, Φιλιπ. 2, 12. Γιά τή διάκριση μεταξύ φόβου καί δέους βλ. Χ. Μ π ο ύ κ η, Θρησκεία καί φόβος, ἐν Ἀθήναις 1964, σ. 33, Μ. Κ. Μ α κ ρ ά κ η, Ψυχολογία τῆς θρησκείας, Ἀθήνα 1993, σ. 190, ὑποσ. 27.
[166] Ἑβρ. 12, 28.
[167] Πρβλ. Φιλιπ. 2, 12.
[168] Ρωμ. 1, 21. 3, 18, Ἑβρ. 12, 28.
[169] Ἐξ. 20, 7, Δευτ. 28, 58, Ψαλμ. 85, 11. 113, 9.
[170] Ἀποκ. 14, 7. Βλ. Μ. Β α σ ι λ., Ἀσκητικά, MPG 31, 1221: «Κατά fÚsin ¹ prosdok…a pantÕj deinoà fÒbou ™stˆ poihtik». OÛtw g¦r kaˆ t¦ qhr…a foboÚmeqa, kaˆ toÝj ¥rcontaj, kakoà tinoj pe‹ran ™x aÙtîn prosdokîntej. ‘E¦n oân tij pisteÚsV, Óti ¢lhqe‹j e„sin aƒ ¢peilaˆ toà Kur…ou, kaˆ prosdok»sV t¾n frikèdh kaˆ deinot£thn aÙtîn pe‹ran fobe‹tai t¦ kr…mata toà Qeoà». Πρβλ. Α’ Βασ. 2, Α’ Παραλ. 13, 9-10, Ματθ. 10, 28, Ἑβρ. 10, 26-31, Πράξ. 5.
[171] Ἔσδρα 9, 4, Ἠσ. 66, 2.
[172] Ἐξ. 20, 5, Δευτ. 29, 19, Ψαλμ. 66, 8, Α’ Βασ. 12, 24.
[173] Γεν. 9, 11. 13.
[174] Ἰω. 1, 29. 36, Πράξ. 8, 32.
[175] Γεν. 49, 9.
[176] Λουκ. 16, 23-24, Μάρκ. 9, 42-49, Ματθ. 10, 28. Βλ. καί φόβος – φοβική ἀπάντηση ἀπόστολου Πέτρου πρός τόν Ἰησοῦ (Λουκ. 5, 8).
[177] Ρωμ. 8, 26.
[178] Γεν. 3, 24, Α’ Κορ. 11, 27-30.
[179] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Τῇ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ, MPG 63, 474: «τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ οὐδέ ἀντιβλέψαι ἐτόλμων», Εἰς τόν Σταυρόν, MPG 49, 414.
[180] Β’ Βασ. 17, 35-36.
[181] Περί Ἀκαταλήπτου 1, 212, MPG 48, 697.
[182] Εἰς Ψαλμ. 37, ΜPG 30, 93, Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Λόγος πρός Στελέχιον, ΜPG 47, 417.
[183] Γιά περισσότερα βλ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἡ Θεία Λειτουργία τῆς ὑπάρξεως, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 142 ἑξ.
[184] Βλ. Ἰ. Κ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Πατερικά βιώματα τῆς ἐνδεκάτης ὥρας, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 20.
[185] Α’ Ἰω. 4, 16-18.
[186] Β’ Κορ. 7, 1, Α’ Πέτρ. 1, 17.
[187] Μ. Β α σ ι λ., Ἀσκητικά, MPG 31, 1088: «œpeita d fÒbou mn did£skalon lamb£nein t¾n ¢peil¾n tÁj a„wn…ou kr…sewj kaˆ kol£sewj, dakrÚwn d kairÕn gnwr…zein tÕn kairÕn tÁj metano…aj, æj ™d…daxen Ð Dabˆd ™n tù ›ktJ yalmù». Πρβλ. A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, σ. 134.
[188] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγ., MPG 47, 431, Κατά Ἰουδαίων, MPG 48, 930.
[189] Ἱερ. 31, 44.
[190] Ἰω. 16, 33, Ἑβρ. 2, 15. Πρβλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό ἦθος, σ. 139.
[191] Ἐφ. 5, 21, Β’ Κορ. 5, 11. Πρβλ. Π. Χ. Δ η μ η τ ρ ό π ο υ λ ο υ, Ὀρθόδοξος χριστιανική Ἠθική, ἐν Ἀθήναις 1970, σ. 39.
[192] Α’ Κορ. 10, 12.
[193] Ψαλμ. 26, 14, Παροιμ. 1, 7. 9, 10. Πρβλ. J. B e v e r e, The Fear of the Lord: Discover the key to intimately knowing God, 1997.
[194] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό ἦθος, σ. 139.
[195] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί παρθενίας, MPG 64, 40.
[196] Βλ. A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, σ. 135.
[197] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός τούς ἐγκαλέσαντας ὑπέρ τοῦ μήκους τῶν προοιμίων, MPG 51, 140. Πρβλ. Σ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 230.
[198] Ἠσ. 6, 15. Βλ. Ν. Κ ε φ α λ ᾶ, Ἱερῶν καί φιλοσοφικῶν λογίων Θησαύρισμα, ἐν Ἀθήνας 1895, τ. Α’, σ. 47.
[199] Βλ. Σ. Σ α χ ά ρ ω φ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν, μτφρ. ἱερομ. Ζαχαρίου, Ἔσσεξ 19963, σ. 29.
[200] Παροιμ. 9, 10, Ψαλμ. 110, 10. Πρβλ. Μ. Β α σ ι λ., Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Παροιμιῶν, MPG 31, 393. 473, Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός πιστόν πατέρα, MPG 47, 368.
[201] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Φιλιπ., MPG 62, 243.
[202] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Φιλιπ., MPG 62, 239: «Φοβοῦμαι μή πως ἄλλοις κηρύξας, αὐτός ἀδόκιμος γένωμαι». Ἡ σημασία τοῦ ὑπαρξιακοῦ ρίσκου εἶναι στενά συνυφασμένη μέ τήν ἔννοια τῆς εὐθύνης· κατά τόν G. A l l p o r t, μιά τέλεια (ὥριμη) θρησκεία εἶναι ἀναπόφευκτα «ὑβριστική» (The Individual and his Religion: A Psychological Interpretation, New York: Macmillan, 1950, σ. 72-74).
[203] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Εἶδον τόν Κύριον 4, 4, MPG 56, 131.
[204] Βλ. Γ. Ε. Π α π α τ ζ α ν ά κ η, Ἡ περί θλίψεων διδασκαλία κατά τήν Κ. Διαθήκην, Αθῆναι 1988, σσ. 22, 29. Πρβλ. J. B e c k e r, Gottesfurcht im Alten Testament, 1965.
[205] Πρβλ. Μ. Κ. Μ α κ ρ ά κ η, Ψυχολογία τῆς θρησκείας, σ. 190, ὑποσ. 68.
[206] Γεν. 31, 42, Ἐξ. 20, 20, Λευϊτ. 19, 14, Ἀρ. 16. 31, 32-33. 38, Δευτ. 5, 32, Ἠσ. 8, 12-13, Ψαλμ. 2, 11. 24, 14. 32, 18. 33, 8. 10. 35, 2-5. 54, 20. 84, 10. 102, 11. 13. 17. 110, 5. 113, 19. 118, 120. 144, 19. 146, 11, Ἰώβ 22, 16-17, Παροιμ. 19, 23, Μαλ. 1, 6. 3, 5, Ἱερ. 5, 21-24, Λουκ. 1, 50. 18, 2. 23, 40, Πράξ. 5, 11, Β’ Κορ. 7, 1. 5, 10-11, Ρωμ. 3, 18. 11, 20-22, Ἑβρ. 10, 26-30. 11, 7. 12, 18-21, Ἐφ. 6, 5, Φιλιπ. 2, 12, Α’ Πέτρ. 1, 17. 2, 17. Πρβλ. Ἠ. Τ σ ι ά κ ο υ, Θεματολόγιο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἀθήνα 1983, σ. 303, X. L é o n – D u f o u r, Vocabulaire de Théologie Biblique, 1971, μτφρ. Σ. Ἀγουρίδη, ἐκδ. ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ, Ἀθήνα 1980, σ. 981 ἑξ.
[207] Ἑβρ. 11, 7.
[208] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Πράξ. 16, MPG 60, 131.
[209] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ψαλμ. Δ’, MPG 55, 48.
[210] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Α’ Κορ. 24, MPG 61, 204.
[211] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Πρόδρομον, MPG 50, 801.
[212] Γεν. 28, 17, Ἐξ. 3, 6. 20, 18. Πρβλ. Γ. Ε. Π α π α τ ζ α ν ά κ η, Ἡ περί θλίψεων διδασκαλία κατά τήν Κ. Διαθήκην, σ. 54.
[213] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ., MPG 57, 372.
[214] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων, MPG 61, 771.
[215] Ματθ. 17, 5-6. Πρβλ. Σ. Ζ ο υ μ π ο υ λ ά κ η, «Τό νόημα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος», Απολυτρωσισ, Ιούλ.-Αὔγ., 430-431 (2003) 4-6.
[216] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Πάτερ, εἰ δυνατόν, MPG 51, 32.
[217] Μάρκ. 16, 8. Πρβλ. Γ ρ η γ. Θ ε ο λ., Χριστός Πάσχων, 5, 2197.
[218] ἱ. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγείριον, MPG 47, 441, Κατά αἱρετικῶν, MPG 59,712.
[219] Στήν ἐναρκτήρια πρός τήν πίστη κατάσταση τοῦ πιστοῦ ἀντιστοιχεῖ, σύμφωνα μέ τό Μ. Β α σ ί λ ε ι ο, ἡ «διά τοῦ φόβου στοιχείωσις» (Ἀσκητικά, MPG 31, 920). Τόν ἀρχικό φόβο μνημονεύει καί ὁ Θ ω μ ᾶ ς Ἀκινάτης (Summa II-II, Q, xix).
[220] Εἰς Ψαλμ. 32, MPG 29, 337, Εἰς Ψαλμ. 33, MPG 29, 365: «Ἐάν μή φόβος παιδευῃ ἡμῶν τήν ζωήν, ἀμήχανον κατορθωθῆναι τόν ἁγιασμόν ἐν τῷ σώματι».
[221] Ματθ. 18, 3.
[222] Λουκ. 17, 10.
[223] Γεν. 3, 10, Δευτ. 29, 20, Ρωμ. 8, 15, Ἑβρ. 2, 15.
[224] Ματθ. 25, 24-25, Λουκ. 19, 21.
[225] Β’ Βασ. 17.
[226] Ἑβρ. 12, 28.
[227] Βλ. Ἰ ο υ σ τ ί ν ο υ, Ἀποκρίσεις πρός Ὀρθοδόξους, ϞΗ’, ΒΕΠΕΣ, 4, 117.
[228] Εἰς Γρηγόριον Νύσσης, MPG 35, 837, Ἔπη Ἠθικά, MPG 37, 917: «Θεόν φόβου πρώτιστα».
[229] Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα, 1035: «Τέκνον, τόν Θεόν φοβοῦ μόνον καί πλήν αὐτοῦ μή φοβοῦ ἕτερον». Πρβλ. Ψαλμ. 89, 11.
[230] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 288.
[231] Πρβλ. Χ. Ν. Μ π ο ύ κ η, Θρησκεία καί φόβος, ἐν Ἀθήναις 1964.
[232] Ἱερ. 10, 7.
[233] Δευτ. 10, 12-17, Ἠσ. 2, 19. 21.
[234] Κατά τόν M. H e i d e g g e r, ἡ «ὑπαρξιακή» ψυχο-θεραπεία συνίσταται στήν ἀποδοχή (συνειδητή ἀναγνώριση) τοῦ πεπερασμένου τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου (βλ. Κ. Σ τ ε φ α ν ῆ, Μαθήματα Ψυχιατρικῆς μέ στοιχεῖα Ψυχολογίας, τεῦχ. Α’, Γενικό Μέρος, Ἀθῆναι 1973, σσ. 150, 152-153).
[235] Γεν. 18, 27, Ψαλμ. 21, 7, Σ. Σειρ. 18, 10, Ἐκκλ. 1, 2. 3, 19. 12, 8, Ματθ. 24, 36, Α’ Κορ. 4, 13, Ἰακ. 1, 10, Α’ Πέτρ. 1, 24.
[236] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ταπεινοφροσύνης 7, MPG 63, 616-617. Πρβλ. π. Θ. Ν. Ζ ή σ η, Ἄνθρωπος καί κόσμος ἐν τῇ οἰκονομίᾳ τοῦ Θεοῦ κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 67-68, 92-93, Κ. Σ. Β λ ά χ ο υ, «Τό ‘μή μέγα φρονεῖν’ (ἡ κατά τόν ἱ. Χρυσόστομον προσέγγισις τῶν ἐπαγγελιῶν τῆς Π. Διαθήκης)», Θεολογια, 63 / 2 (1992) 466, Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό Ἦθος, σ. 160.
[237] Ἠσ. 6, 5. 57, 15, Μάρκ. 10, 32, Λουκ. 5, 8-9. Πρβλ. G. S. S p i n k s, Psychology and Religion: An Introduction to contemporary Views, London, Methuen & Co Ltd, 1963, σσ. 42, 47, Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό Ἦθος, σ. 159.
[238] Ἀποκ. 15, 4.
[239] Ἰ. Ναυῆ 4, 23- 24, Ἱερ. 32, 13. 17, Ματθ. 28, 18, Μάρκ. 11, 29, Λουκ. 6, 19. 10, 19. 20, 8, Ἰω. 10. 19, 11, Ρωμ. 1, 20, Β’ Κορ. 12, 9, Β’ Πέτρ. 1, 16, Ἀποκ. 12, 10. 19, 1.
[240] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν ἀσάφειαν, 2, 5, MPG 56, 182. Βλ. Σ. Σειρ. 29, 20. Πρβλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό Ἦθος, σ. 160.
[241] Ἐξ. 19, 18, Δευτ. 4, 24. 9, 3, Ἡσ. 33, 14, Ἑβρ. 10, 27. 30. 12, 29.
[242] Ἡσ. 29, 6, Ἰεζ. 3, 12, Ἑβρ. 12, 26, Ματθ. 27, 51. 28, 4.
[243] Ἐξ. 10, 22, Δευτ. 4, 11. 5, 22, Ἑβρ. 12, 18.
[244] Ψαλμ. 82, 16. 106, 25. 148, 8.
[245] Ἐξ. 20, 18.
[246] Γ’ Βασ. 22, 19, Β’ Παρ. 33, 5, Νεεμ. 9, 6, Σοφ. 1, 5, Ἱερ. 7, 18. 8, 2, Δ’ Μακ. 4, 11, Λουκ. 2, 13, Πράξ. 7, 42.
[247] Πρός Εὐνόμιον, MPG 29, 577.
[248] Μ. Β α σ ι λ., Εἰς Ψαλμ. ΛΓ’, MPG 29, 364.
[249] Βλ. Λ. Φ ι λ ι π π ί δ η, Πρωτογόνων θρησκευτική ζωή, Ἀθῆναι 1964, σ. 57, Ἰ. Θ ε ο δ ω ρ α κ ό π ο υ λ ο υ, «Ἡ οὐσία τῆς θρησκείας», Επιστημονικο Βημα του Δασκαλου, 2 (1975) 4.
[250] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό Ἦθος, σ. 161.
[251] Ἱερ. 32, 38-40.
[252] Ψαλμ. 102, 13.
[253] Πράξ. 10, 34-35.
[254] Ἰεζ. 18, 23, 31-32.
[255] Σ. Σολ. 1, 13.
[256] Ψαλμ. 30, 20.
[257] Εἰς προφ. Ἠσ. 4, 134, MPG 30, 333: «πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καί ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καί εὐσεβείας, πνεῦμα φόβου Θεοῦ». Βλ. Ἠσ. 11, 2, Πράξ. 10, 34 ἑξ. Πρβλ. Θ ω μ ᾶ Ἀ κ ι ν ά τ η, Summa II-II, Q, xix: “De dono timoris”, Σ. Σ α χ ά ρ ω φ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν, μτφρ. ἱερομ. Ζαχαρίου, Ἔσσεξ 19963.
[258] Βλ. Σ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 228.
[259] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Βάσσον μάρτυρα, MPG 50, 719.
[260] Ἑβρ. 12, 28, Β’ Κορ. 7, 1, Φιλιπ. 2, 12. Πρβλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ἐπανελθόντος ἀπό τῆς προτέρας ἐξορίας, MPG 52, 443.
[261] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό ἦθος, σ. 124.
[262] Πράξ. 9, 31.
[263] Ψαλμ. 21, 23-24.
[264] Βλ. Π. Κ. Χ ρ ή σ τ ο υ, «Ὁ ἴλιγγος ἐνώπιον τῆς Θείας παρουσίας κατά τόν Ἰωάννην Χρυσόστομον», Θεολογικα Μελετηματα, 2 (1953) 269-272.
[265] Μ. Β α σ., Λόγος Α’, MPG 29, 540, Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ψαλμ. 5, MPG 55, 66.
[266] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί Ἀκαταλήπτου 3, MPG 48, 720.
[267] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ψαλμ. 5, MPG 55, 66. Πρβλ. Ψαλμ. 5, 8.
[268] Ἑβρ. 12, 28.
[269] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἰω., MPG 59, 261.
[270] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἱερωσύνην, 2, 4, MPG 48, 625.
[271] Γ ρ η γ., Λειτουργία, MPG 36, 701.
[272] Μ. Β α σ ι λ., Λειτουργία, MPG 31, 1632: «Καί δός ἡμῖν μετά παντός φόβου καί συνειδήσεως καθαρᾶς προσκομίσαι σοι τήν πνευματικήν ταύτην καί ἀναίμακτον θυσίαν».
[273] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Α’ Κορ., MPG 61, 203: «Μή, παρακαλῶ, μή κατασφάξωμεν ἑαυτούς διά τῆς ἀναισχυντίας, ἀλλά μετά φρίκης καί καθαρότητος ἁπάσης αὐτῷ προσίωμεν».
[274] M. Β α σ ι λ., Λειτουργία, MPG 31, 1644.
[275] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἑβρ. 15, 4, MPG 63, 122.
[276] Βλ. Εὐ. Δ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, Ἡ μορφωτική ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριωδίου, ἐν Ἀθήναις 1958.
[277] Ψαλμ. 127, 1. Πρβλ. Μ. Β α σ., Εἰς Ψαλμ., MPG 29, 260.
[278] Ψαλμ. 111, 1.
[279] Ψαλμ. 103, 32.
[280] Ψαλμ. 103, 29.
[281] Ψαλμ. 102, 13.
[282] Λουκ. 1, 50.
[283] Ψαλμ. 88, 8.
[284] Ψαλμ. 118, 63.
[285] Ἐξορκισμοί, ΜPG 31, 1680.
[286] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Πάτερ, εἰ δυνατόν, MPG 62, 752.
[287] Ὁ W. G r u e h n (Religionspsychologie, 1926, σ. 109) κατατάσσει τό δέος στά δυσάρεστα θρησκευτικά συναισθήματα.
[288] Εἰς Α’ Κορ. 14, MPG 61, 120, Πρός ἄπιστον πατέρα, MPG 47, 335.
[289] Πρβλ. σπασμούς καί παράλυση Προφητῶν (Δαν. 8, 17-18, Ἠσ. 6, 2, Πρβλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί σωτηρίας ψυχῆς, ΜPG 60, 736, Περί Ἀκαταλήπτου 3, 230, MPG 48, 724), ἀλαλία ἱερέα Ζαχαρία (Λουκ. 1, 20), ἐφίδρωση Ἰησοῦ (Λουκ. 22, 44), φοβικός πρηνισμός τῶν μαθητῶν (Ματθ. 17, 6) καί τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη (Ἀποκ. 1, 17), τύφλωση ἀπ. Παύλου (Πράξ. 9, 4-9) κ.ο.κ.
[290] L. D. W e a t h e r h e a d, Psychology, Religion and Healing, Hodder & Stoughton Limited, 1951, σσ. 377, 499 ἑξ., V. F r a n k l, The Unconscious God, μτφρ. Π. Περσιάνη, ἐκδ. Ταμασοσ, Λευκωσία 1980, σ. 68.
[291] Α’ Κορ. 11, 30. Ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἀναφέρονται ὡς τέτοια παραδείγματα οἱ: Τιρίβαζος, Μίδας, Ἀριστόδημος, Νικίας κ.ἄ. Πρβλ. L. D. W e a t h e r h e a d, Psychology, Religion and Healing, σ. 325.
[292] Βλ. V. E. F r a n k l, The Unconscious God, ὅπ. π., σ. 67.
[293] Α’ Ἰω. 5, 3.
[294] Ἐξ. 20, 20, Ἡσ. 8, 13, Γεν. 9, 2: «Καί ὁ τρόμος καί ὁ φόβος ὑμῶν ἔσται ἐπί πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, ἐπί πάντα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί ἐπί πάντα τά κινούμενα ἐπί τῆς γῆς καί ἐπί πάντας τούς ἰχθύας τῆς θαλάσσης· ὑπό χεῖρας ὑμῖν δέδωκα».
[295] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί μετανοίας, λόγ. 3, MPG 60, 705.
[296] Ψαλμ. 33, 10. 110, 5. 127, 4.
[297] Παροιμ. 10, 27.
[298] Ψαλμ. 33, 7-8.
[299] Ψαλμ. 33, 8-10, Β’ Πέτρ. 1, 3.
[300] Ψαλμ. 144, 19.
[301] Παροιμ. 22, 4.
[302] Παροιμ. 14, 26.
[303] Παροιμ. 22, 4.
[304] Παροιμ. 1, 7. 9, 10. 15, 33. 22, 4, Ψαλμ. 110, 10, Ἰώβ 28, 28. Πρβλ. Ἀ μ β ρ ο σ ί ο υ Μεδιολ., Εἰς ψαλμ. 118 [ἀπό: E. B. P u s e y (Ed.), Advice on Hearing Confession, Oxford 18782].
[305] Ψαλμ. 32, 18.
[306] Ψαλμ. 24, 14, Παροιμ. 14, 26-27.
[307] Ἠσ. 11, 14, Ψαλμ. 146, 11.
[308] Ψαλμ. 30, 20.
[309] Α’ Βασ. 12, 24, Ψαλμ. 113, 21.
[310] Ψαλμ. 102, 11. 17, Λουκ. 1, 50, Πράξ. 10, 35.
[311] Ψαλμ. 102, 13.
[312] Ψαλμ. 130, 4. Πρβλ. F. G. B e l t o n, A manual for Confessors, London 19557, σ. 31.
[313] Βλ. Φ. Κ ό ν τ ο γ λ ο υ, «Λόγος ἄτεχνος γιά τή θεοσέβεια», στό: Ὁ Μυστικός Κῆπος, Ἀθῆναι 1975, σ. 9.
[314] Διαθέτοντας ὁ ἄνθρωπος τό φόβο τοῦ Θεοῦ, καί ἄρα τήν ἱκανότητα τῆς διά-κρισης, νομιμοποιεῖται πνευματικά νά ἀσκεῖ πνευματική «ἐξουσία» καί ἠθικό ἔλεγχο (Νεεμ. 5, 9-10, Α’ Κορ. 2, 15).
[315] Ψαλμ. 33, 11-13, Ἡσ. 33, 6, Παροιμ. 19, 23. 22, 4.
[316] Ψαλμ. 84, 10.
[317] Ψαλμ. 3, 5. 85, 11, Ἡσ. 59, 19.
[318] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τόν Ἱερεμίαν τόν προφήτην, ΜPG 64, 872.
[319] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί σωτηρίας ψυχῆς, ΜPG 60, 736, Περί Ἀκαταλήπτου 3, 230, MPG 48, 724.
[320] Γαλ. 6, 7.
[321] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ. 48, MPG 58, 492, Εἰς Ρωμ. 5, MPG 60, 430, Εἰς τήν ἁγίαν Πεντηκοστήν, MPG 50, 461, Μ. Β α σ ι λ., Περί μελλούσης κρίσεως, MPG 32, 1297.
[322] Ματθ. 25, 41.
[323] Βλ. W. J a m e s, The Varieties of Religious Experience, New York: Modern Library, 1902, σ. 264. Γιά τή χρήση τοῦ φόβου ὡς πρός τήν ἀλλαγή τῶν στάσεων βλ. Δ. Γ ε ώ ρ γ α, Κοινωνική Ψυχολογία, τ. Α’, σ. 180, 191.
[324] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Θεόδ. ἐκπ., 10, 25, MPG 47, 280.
[325] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος, MPG 50, 798, Εἰς Α’ Θεσ., MPG 62, 441, Μ. Β α σ ι λ., Λόγος περί τῶν συνεισάκτων, MPG 30, 813.
[326] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί παρθενίας, ΜPG 64, 42, Εἰς Σταγ., MPG 47, 431, Εἰς τόν Σταυρόν, MPG 49, 404, Εἰς Θεόδ. ἐκπ. 12, 89, MPG 47, 300, Μ. Β α σ., ἐρ. ΣΘ’, MPG 31, 1221: «Ἐάν οὖν τις πιστεύσῃ, ὅτι ἀληθεῖς εἰσιν αἱ ἀπειλαί τοῦ Κυρίου, καί προσδοκήσῃ τήν φρικώδη καί δεινοτάτην αὐτῶν πεῖραν φοβεῖται τά κρίματα τοῦ Θεοῦ». Πρβλ. Ψαλμ. 118, 120.
[327] Μ. Β α σ ι λ., Περί ταπεινοφροσύνης, MPG 31, 532, Περί μετανοίας, MPG 32, 1229: «Ἄνθρωπε, ἤ τήν γέενναν φοβήθητι, ἤ τῆς Βασιλείας ἀντιποιήθητι».
[328] Μ. Β α σ ι λ., Περί μετανοίας, MPG 32, 1229.
[329] Ἑβρ. 10, 31.
[330] Εἰς Θεόδ. ἐκπ. 16, 25, MPG 47, 280.
[331] Εἰς τόν ἄσωτον υἱόν, MPG 59, 629.
[332] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Πράξ., MPG 60, 121: «Ἔστι γάρ, ἔστι καί πρόσωπα χάριτος γέμοντα πνευματικῆς, ἐπέραστα τοῖς ποθοῦσιν εἶναι, καί αἰδέσιμα τοῖς μισοῦσι καί φοβερά».
[333] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς ἅλυσ. ἁγ. Πέτρου 9. Πρβλ. Πράξ. 5, 11.
[334] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ. 1, 9, MPG 57, 318.
[335] Δευτ. 4, 10. 14, 23. 6, 1-7, Ψαλμ. 33, 12.
[336] Πρβλ. Σ. Κ ο υ λ ό μ ζ ι ν, Τό ὀρθόδοξο βίωμα καί τά παιδιά μας, μτφρ. Π. Τσαλίκη, ἐκδ. Ακριτασ, Ἀθήνα 1989, σ. 59.
[337] Ψυχολογία καί Παιδαγωγική, μτφρ. Α. Βερβερίδης, ἐκδ. Νεα Συνορα ― Λιβανησ, Ἀθήνα 1979, σ. 190. Πρβλ. Θ. Χ. Β ά ρ ε λ η, Ψυχολογική καί Παιδαγωγική θεώρηση τῆς ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικότητας τοῦ παιδιοῦ στή σχολική ἡλικία, Ἀθήνα 2000, σ. 166.
[338] Ἑβρ. 11, 7.
[339] Β’ Κορ. 7, 1.
[340] Μ. Β α σ ι λ., Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, MPG 31, 1081. Πρβλ. Δευτ. 10, 12-13, Ἰώβ 1, 8, Ἐφ. 5, 21.
[341] Φιλιπ. 2, 12. Πρβλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ἐπανελθόντος ἀπό τῆς προτέρας ἐξορίας, MPG 52, 443.
[342] Μ. Μ α ϊ μ ο ν ί δ ο υ, Νόμοι Τefillin 4, 25.
[343] Μ. Β α σ ι λ., Ἠθικά, MPG 31, 692. Πρβλ. Ἰ. Θ. Π α ν α γ ο π ο ύ λ ο υ, Μόρφωση καί Μεταμόρφωση, Ἀθήνα 2000, σ. 62.
[344] Πρβλ. M. S. P e c k, The road less traveled: A new Psychology of love, traditional values and spiritual growth, Simon & Schuster, New York 1978, μτφρ. Σ. Ζαχαρόπουλος, ἐκδ. Κεδροσ, Ἀθήνα 1988, σ. 107, 109.
[345] «…πλήν καί ὑμεῖς οἱ καθ’ ἕνα ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα» (Ἐφ. 5, 33).
[346] Ματθ. 25, 14-30. Πρβλ. Φ. Ν τ ο λ τ ό, Les Évangiles et la foi au risque de la psychanalyse, Gallimard, 1996, μτφρ. Ε. Κούκη, ἐκδ. Εστια, Ἀθήνα 2002, σ. 303.
[347] Βλ. A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non – Christian, σ. 207. Πρβλ. Μ. Μ α κ ρ ά κ η, Ψυχολογικοί παράγοντες τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ἰδιαίτερα ὁ φόβος καί ἡ ἀγάπη, Ἀθήνα 1987 (ἀνάτυπο: Θεολογια).
[348] M. C. N a h m (ed.), Selections from early Greek Philosophy, N. York, Appleton – Century – Crofts, 1947, Γ. Κ ω σ τ α -ρ ᾶ, Φιλοσοφική Προπαιδεία, Ἀθήνα 19944, σ. 199.
[349] Γιά τήν ἀμφιθυμική σημασία τοῦ tabu βλ. S. F r e u d, Τοτέμ καί Ταμπού, μτφρ. Σ. Φερεντίνου, Ἀθῆναι χ.χ., σ. 41 ἑξ. Πρβλ. Ἀ. Π α ρ α σ κ ε υ ό π ο υ λ ο υ, Ἡ Θρησκεία κατά τούς Ψυχαναλυτικούς, σ. 23.
[350] Πρβλ. J. T o l a n d, Christianity not mysterious, London 1696, New York: Garland 1978.
[351] Ἡ, κατά S. K i e r k e g a a r d, θεολογική κατηγορία τοῦ (ἀπόλυτου) παραδόξου (πρβλ. absurdum Τερτυλλιανοῦ) ὡς τῶν λογικά ἀλληλοαποκλειομένων ἐννοιῶν, πού διατρέχει ὁλόκληρη τήν Ἁγ. Γραφή (λ.χ. Ψαλμ. 8, 5-6. 13, 1-3, Ρωμ. 3, 10-12 κλπ.) καί τήν ἱ. Παράδοση (βλ. P. T i l l i c h, Systematic Theology, I, 56- 57, 150- 152. 3, 165- 172, 223- 228), ἔχει ἀρκετά μελετηθεῖ τά τελευταῖα χρόνια ὑπό τό πρῖσμα τῆς λεγόμενης «γνωσιακῆς παραφωνίας». Πρβλ. L. F e s t i n g e r, A theory of Cognitive Dissonance, Stanford CA: Stanford University Press, 1957, R. W. C r a p p s, An Introduction to Psychology of Religion, σ. 201 ἑξ. Τό ὑπέρλογο στήν ἔννοια τοῦ Θείου δέν καταργεῖ τό λογικό, ἀλλά, κατά ἕνα παράδοξο τρόπο, συνυπάρχει (Komplex-Idee) μαζί του (βλ. Ε. Δ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, Κριτική εἰσαγωγή εἰς τό ζήτημα τῶν σχέσεων θρησκείας καί γνώσεως, Ἀθῆναι 1955, σ. 81).
[352] Α’ Ἰω. 4, 18.
[353] Στρωμ. Δ’, XVI, ΒΕΠΕΣ, τ. 8, σ. 84.
[354] Ἀποκρίσεις πρός Ὀρθοδόξους, ϞΗ’, ΒΕΠΕΣ, τ. 4, σ. 117.
[355] Ὑπόμν. εἰς Ψαλμ. 21, 24 (190), ΒΕΠΕΣ, τ. 45, σ. 342.
[356] Κατήχ. ΙΔ’, 841, ΒΕΠΕΣ, τ. 39, σ. 176.
[357] Εἰς Ψαλμ. 118, ἀπό: E. B. P u s e y (Ed.), Advice on Hearing Confession, Oxford 18782.
[358] Confessiones, μτφρ. Α. Δαλεζίου, Ἀθῆναι 1980, Βιβλ. ΣΤ’, σ. 134.
[359] Κλῖμαξ, Λόγ. 30, Περί ἀγάπης γ’, σ. 376: «Αὔξησις φόβου ἀρχή ἀγάπης».
[360] Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἑκατοντάς τρίτη, ξθ’, Φιλοκαλια των Ιερων Νηπτικων, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι 19754, τ. Β’, σ. 103.
[361] Λόγος Ἀσκητικός, λε’, Φιλοκαλια των Ιερων Νηπτικων, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι 19754, τ. Α’, σ. 244.
[362] Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Κεφ. διάφορα Α’ 69, MPG 90, 1208: Ὁ φόβος εἶναι «διττός, ἁγνός καί μή ἁγνός».
[363] Εἰς Α’ Τιμ. 15, 3, MPG 62, 583.
[364] Pratt 1928, Schjelderups 1932.
[365] Πρβλ. B. S. P r a b h u p ā d a, The Science of self-Realization, The Bhaktivedanta Book trust, ISKCON, P.O. Box 324, Borehamwood 197710.
[366] Ἡ ὕπαρξη τῆς θρησκειοψυχολογικῆς ἀμφιθυμίας αὐτῆς, παρά τίς κατά καιρούς ἐμφανισθεῖσες ἐνστάσεις, ἐξακολουθεῖ, ἀκόμα καί ὑπό τή μορφή τῶν ἁπλῶς ἀσχολουμένων (θετικά ἤ ἀρνητικά) μέ τό numinous, νά ἐπιβεβαιώνεται ἀπό ἐρευνητές διαφορετικῶν πεποιθήσεων (Schjelderups 1932, Bolley 1949, 1965, 1976, Thun 1959, Bindle 1965 κ.ἄ.)· ἐνῶ, γιά παράδειγμα, οἱ Jaynes (1976) καί Tuzin (1984) προσπαθοῦν νά ἐξηγήσουν τό mysterium tremendum et fascinans μέ βάση τήν (ἀριστερή καί δεξιά) διαίρεση τῶν ἐγκεφαλικῶν ἡμισφαιρίων, ἤ μέσω τῆς ἔκκρισης τῶν ἐνδορφινῶν (Jelik 1982, Goodman 1988), ὁ μέν C. Jung (1938) τό ἀνάγει στό Συλλογικό Ἀσυνείδητο, ὁ δέ L. Casler (1968) στίς ἠθολογικές συμπεριφορές· ἐνῶ, πάλι, ὁ La Barre (1972) τό ἐξηγεῖ ἀπό τή σχέση πατέρα καί παιδιοῦ (πρβλ. Οἰδιπόδειο / εὐνουχισμοῦ complex, Freud 1924, Róheim 1925), οἱ «μαθητές» τῆς M. Klein (1882-1960) καί ὁ Erikson (1966), ἀντίθετα, ἀπό τή σχέση μητέρας καί παιδιοῦ κ.ο.κ. Βέβαια, κατά τόν H. F a b e r (Psychology of Religion, Philadelphia: Westminster, 1975, pp. 157-190), ἡ στάση τοῦ Erikson δέ συμφωνεῖ μέ τήν τελευταία ἑρμηνεία, ἀλλά μέ τήν ἄποψη πού θέλει τή σχέση τοῦ νηπίου νά ἐξαρτᾶται καί ἀπό τούς δύο γονεῖς (πατέρα καί μητέρα). Ἐντούτοις, ἄν τό «πνεῦμα» τοῦ Μ. Βασιλείου, μέ ψυχολογική γλῶσσα, εἶναι περισσότερο «ἀνδροπρεπές» («ἐπιστημονικό») καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου περισσότερο «μητρικό» (θρηνῶδες, πένθιμο κλπ.), ἡ ἀντίστοιχη σκέψη τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου φαίνεται νά καλύπτει καί τά δύο φῦλα, ἐφόσον ὁμιλεῖ γιά μιά (ἀντίστοιχη τοῦ Θείου ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο) γονεϊκή (ἀμφιθυμική) συμπεριφορά, ἀνάλογη μέ τή γαμική σχέση ἄνδρα (φόβου) καί γυναίκας (ἀγάπης), πού εἰκονίζει τή Θ. Ἐνανθρώπηση (Ἐκκλησία). Βλ. H. F a b e r, Psychology of Religion, Philadelphia: Westminster, 1975 καί S. T s i t s i g k o s, Spiritual fatherhood according to St. John Chrysostom’ s homilies on penance in the light of Psychology of Depth, Θεολογια 70, 4 (2000) 826-960.
[367] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ὅτι δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς κἄν τούς οἰκέτας ἡμῶν, MPG 63, 866.
[368] Ψαλμ. 2, 11. 26, 1. 3.
[369] Εἰς Ψαλμ. 29, MPG 29, 309.
[370] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 209.
[371] Δευτ. 10, 12, Ψαλμ. 102, 11. 17-18, Σ. Σειρ. 2, 15-16, Λουκ. 1, 50, Ρωμ. 11, 22, Ἑβρ. 5, 7, Ἐφ. 5, 33, Α’ Πέτρ. 1, 17-19. 2, 17.
[372] Ματθ. 6, 25. Βλ. R. B u l t m a n n, Ὕπαρξη καί πίστη, 1960, μτφρ. Φ. Τερζάκη, Ἀθήνα 1995, σ. 398.
[373] Δευτ. 10, 12: «…φοβεῖσθαι κύριον τόν θεόν σου πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καί ἀγαπᾶν αὐτόν καί λατρεύειν κυρίῳ τῷ θεῷ σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου». Πρβλ. Νεεμ. 1, 5.
[374] Εἰς Θεοφάνεια Α’, MPG 36, 313.
[375] Ματθ. 28, 8.
[376] Ἀποκ. 3, 14-19.
[377] Δευτ. 6, 13. 10, 20, Ψαλμ. 44, 11-13, Ἐφ. 5, 32-33.
[378] Ἐπιστ. 234, 1, MPG 32, 868.
[379] Ὅροι κατά πλάτος, MPG 31, 900.
[380] Εἰς τούς Ἀνδριάντας 7, MPG 49, 93.
[381] Ἀπό: L. J. V a n d e r Z e e, “Holy Fear and the Wildness of God”, Internet, 26/8/2001.
[382] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 269. Πρβλ. Ἀρχιμ. Ἰ. Γ ι α ν ν α κ ό – π ο υ λ ο υ, Ἡ Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 19702, τ. 6, σ. 3 ἑξ.
[383] Βλ. Μ. Κ. Μ α κ ρ ά κ η, Ψυχαναλυτική ἑρμηνεία τῆς θρησκείας, σ. 88 ἑξ.
[384] Βλ. Μ. Κ. Μ α κ ρ ά κ η, ὅπ. π., σ. 57 ἑξ.
[385] An Intoduction to Psychology of Religion, σ. 333.
[386] Γεν. 32, 24. Πρβλ. P. E v d o k i m o v, The Struggle with God, μτφρ. Ἰ. Κ. Παπαδοπούλου, Θεσσαλονίκη 1970, H. C o o p e r (Ed.), Soul Searching, SCM Press LTD, 1988, σ. 121.
[387] Βλ. Χαρμολύπη, ἐκδ. Ακριτασ, Ἀθήνα 1999.
[388] Βλ. A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non – Christian, σ. 207-208.
[389] Βλ. Ἀρχιμ. Σ ω φ ρ ο ν ί ο υ, Ἅγιος Σιλουανός, ἐκδ. Ορθοδοξη Κυψελη, σ. 187: «Διά νά τό γευθῆ αὐτό ὁ ἄνθρωπος καί νά ἐννοήση τό χάος τό ὑπό τῶν ποδῶν του καί τήν Χάρη καί τόν Παράδεισο τόν γλυκύτατο ἄνωθέν του καί νά ταννυστῆ μεταξύ φόβου καί χαρᾶς πρέπει νά καταπαύσουν οἱ αἰσθήσεις. Ὄχι μόνο αἱ ἐξωτερικαί ἀλλά καί αἱ ἐσωτερικαί τοιαῦται καί νά μείνη μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ».
[390] Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θεολόγου, Ἔπη ἱστορικά, βίβλος Β’, λόγ. ΜΓ’, MPG 38, 449.
[391] Ἡ ἀμφιθυμία τοῦ (ὀρθόδοξου) Ἡσυχασμοῦ (κατά Θεόν πένθος καί αἴσθημα μακαριότητας) ἔχει ἐπιχειρηθεῖ ἀπό κοσμικούς Ψυχολόγους νά ἑρμηνευθεῖ ὀρθολογικά ὡς “the omnipotence maneuver” (R. Prince 1982), δηλ. ἕνα εἶδος ψυχολογικῆς ὁμοιόστασης.
[392] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί μετανοίας 9, MPG 49, 346.
[393] Πρβλ. Μ. Β α σ ι λ, Ἀσκητικά, MPG 31, 1196: «Potapù fÒbJ, À po…v plhrofor…v, À po…v diaqšsei metal£bwmen toà sèmatoj kaˆ toà a†matoj toà Cristoà; TÕn mn fÒbon did£skei ¹m©j Ð ‘ApÒstoloj lšgwn· `O ™sq…wn kaˆ p…nwn ¢nax…wj kr‹ma ˜autù…».
[394] Εἰς Ματθ. 7, 5, MPG 57, 79.
[395] Θ. Λειτουργία ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
[396] Στό γνωστό ποίημα <Χριστός Πάσχων>, πού ἀποδίδεται στό Γρηγόριο τό Θεολόγο, ἡ Θεοτόκος ἀνακράζει «τῇ χαρᾷ καί τῷ φόβῳ» (2097, MPG 38, 456).
[397] Εἶναι γνωστή καί πολύ χαρακτηριστική ἡ εἰκόνα τοῦ Παντοκράτορα στό Δαφνί, πού δείχνει τό Χριστό μέ τά μάτια νά κοιτάζει γεμάτος ἀπειλή, ἐνῶ μέ τά χέρια Του νά εὐλογεῖ· ὅμοια, ἡ εἰκόνα τοῦ Παντοκράτορα τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Σινᾶ (6ου αἰ.) δείχνει τό ἕνα μάτι τοῦ Χριστοῦ ἀγριωπό, ἐνῶ τό ἄλλο γαλήνιο.
[398] Ἱερ. 20, 7. 14-15. Πρβλ. R. W. C r a p p s, An Introduction to Psychology of Religion, σ. 333, Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 207.
[399] Γεν. 22, 12, Δευτ. 17, 19, Α’ Βασ. 12, 24, Ψαλμ. 85, 11. 111, 1. 127, 1, Ἐκκλ. 12, 13, Ἰω. 14, 15.
[400] Ρωμ. 3, 23.
[401] Α’ Ἰω. 4, 18. 3, 20. Πρβλ. Β. Ἰ. Κ α λ λ ι α κ μ ά ν η, Ἀπό τό φόβο στήν ἀγάπη, Θεσσαλονίκη 1993.
[402] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ρωμ. 24, MPG 60, 623.
[403] Βλ. Ἱερομ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ, Ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις, Ἅγιον Ὄρος 1999, σ. 200.
[404] Ἰακ. 2, 26.
[405] Λόγος περί ἀσκήσεως, MPG 31, 652.
[406] Ψαλμ. 2, 11. Βλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί μετανοίας 2, MPG 49, 327, Ἐπιστ., 283, MPG 52, 750: «δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ· τοῦτο εἶπεν ἐν καιρῷ προσευχῆς. Καί ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ· καί τοῦτο εἶπεν ἐν καιρῷ τροφῆς. Οὐκ εἶπεν ἐν γέλωτι καί ἀδιαφορίᾳ, ἀλλ’ ἐν φόβῳ καί τρόμῳ». Πρβλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Εἶδον τόν Κύριον 1, 3. 12, MPG 56, 129. 134: «Τί οὖν ἐστι τό δουλεύειν τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ; Τό πᾶσαν ἐντολήν ἀποπληροῦντας φόβῳ καί συστολῇ ταύτηνκατεργάζεσθαι, τό συντετριμμένῃ καρδίᾳ καί τεταπεινωμένῳ νοΐ τάς ἱκεσίας προβάλλεσθαι».
[407] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί παρθενίας, MPG 64, 42.
[408] Εἰς Ματθ. 10, MPG 57, 183.
[409] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ἱερωσύνης 5, 4, MPG 48, 673.
[410] Περί Ἀκαταλήπτου 4, MPG 48, 728, τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Ὅτε τῆς Εκκλησίας ἔξω εὑρεθείς Εὐτρόπιος, MPG 52, 400.
[411] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τούς Ἀνδριάντας 5, MPG 49, 73.
[412] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν προσκύνησιν τοῦ τιμίου ξύλου, MPG 62, 752, Μ. Β α σ ι λ., Ὅροι κατ‘ ἐπιτομήν, τιβ‘, MPG 31, 1305.
[413] Ψαλμ. 4, 4.
[414] Ἰωήλ 3, 11.
[415] Ἑβρ. 10, 31, Ἀπ. 6, 16.
[416] Α’ Κορ. 5, 5, Β΄ Κορ. 2, 6.
<
[417] Μ. Β α σ ι λ., Εἰς τό Μή δῷς ὕπνον σοῖς ὀφθαλμοῖς, MPG 31, 1508. Βλ. Ἐφ. 6, 12. Πρβλ. Π. Ι. Π α ν α γ ι ω τ ά κ ο υ, «Βία», ΘΗΕ, τ. 3, σ. 857-859.
[418] Ματθ. 10, 34.
[419] Ματθ. 3, 16.
[420] Πράξ. 2, 2.
[421] Ματθ. 11, 12, Λουκ. 16, 16.
[422] Ἐκκλ. 3, 8.
[423] Ἀπολογητικός 2, MPG 35, 488: «κρείσσων γάρ ἐπαινετός πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ. καί διά τοῦτο τόν πραῢν μαχητήν ὁπλίζει τό πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον». «Οὐδέν ὄφελος ἡμῖν», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ν ε κ τ ά – ρ ι ο ς, «ἄν πρός πάντας ᾦμεν εἰρηνικοί, πρός δέ τόν Θεόν ἐκπεπολεμωμένοι, ὥσπερ οὐδέν βλάβος ἡμῖν, ἄν παρά πάντων πολεμώμεθα, τῷ δέ Θεῷ εἰρηνεύωμεν» (Τό γνῶθι σαυτόν, ὅπ.π, σ. 155).
[424] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τόν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, MPG 59, 674.
[425] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν Γέν., 39, MPG 55, 362.
[426] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἰω. 52, 4, ΜPG 59, 292: «…καί φῶς, καί ἅλας εἶναι βούλεται τόν Χριστιανόν»
Εξαιρετική η ανάλυση του θέματος.
Η προσωπική μου άποψη, στο τελικό συμπέρασμα της τελευταίας παραγράφου ([i]…ἔχουμε ὑποχρέωση ὄχι μόνο νά συμβάλουμε στή θεραπεία τῆς σύγχρονης αὐτῆς μάστιγας, ἀλλά καί νά ἀναστήσουμε τή ζωή τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους[/i]), είναι ότι η κατάσταση φαίνεται πλέον μή αναστρέψιμη.
Αυτό βέβαια δεν αναιρεί την ανωτέρω υποχρέωση μας.