Ο Φόβος και ο Τρόμος κα­τά τους Τρείς Ι­ε­ράρ­χες

1
1564

Ἡ ἐ­πο­χή μας, ἐ­πο­χή τοῦ (ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ) Χά­ους[1], τῆς ἀ­να­σφά­λει­ας καί τῆς ἀ­βε­βαι­ό­τη­τας, ἔ­χει κα­τα­ντή­σει, μέ τό μα­ζι­κό λαϊ­κι­σμό, τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς (κα­τα­να­λω­τι­κῆς) ἀ­γο­ρᾶς καί τή λα­τρεί­α τῆς δι­α­ση­μό­τη­τας, ἐ­πο­χή τοῦ ἀ­χα­λί­νω­του ἀ­το­μι­κι­σμοῦ καί τῆς «ἀ­ντι­κοι­νω­νι­κῆς»  (μέ τή βα­θει­ά ση­μα­σί­α τοῦ ὅ­ρου) γε­νι­κά συ­μπε­ρι­φο­ρᾶς[2]: «Πά­ντα θο­ρύ­βων γέ­μει καί τα­ρα­χῆς. Πά­ντα σκό­πε­λοι καί κρη­μνοί. Πά­ντα ὕ­φα­λοι καί σπι­λά­δες. Πά­ντα φό­βοι, καί κίν­δυ­νοι, καί ὑ­πο­ψί­αι, καί τρό­μοι, καί ἀ­γω­νί­αι»[3]. Συ­χνά οἱ ἐ­φη­με­ρί­δες, πού ὁ­μι­λοῦν γι­ά <Ἐ­πο­χή τοῦ τρό­μου>[4], πα­ρα­θέ­τουν τίτ­λους, ὅ­πως <Βι­ο­χη­μι­κός τρό­μος>[5], <Γκέ­το πλου­σί­ων στίς πο­λι­τεῖ­ες τοῦ φό­βου>[6], <Ὁ φα­να­τι­σμός αἱ­μα­το­κύ­λη­σε τήν Τ­ζα­κάρ­τα>[7], <Παι­δι­ά―θη­ρί­α ἔ­γλει­στα στά σχο­λεῖ­α>[8] κλπ., ἐ­πι­ση­μαί­νο­ντας, με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων, ὅ­τι αὐ­ξή­θη­κε ἐ­πι­κίν­δυ­να τό πο­σο­στό βί­ας ἀ­κό­μα καί με­τα­ξύ τῶν μα­θη­τῶν.

Ἐ­ξάλ­λου, ἡ λο­γο­τε­χνί­α τρό­μου ἀν­θεῖ, ἰ­δί­ως στήν Εὐ­ρώ­πη καί τήν Ἀ­με­ρι­κή. Νε­α­νι­κά μου­σι­κά συ­γκρο­τή­μα­τα «ἐκ­φρά­ζο­νται» ὁ­λο­έ­να καί πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ­σω τοῦ ἱ­ε­ροῦ τρό­μου (Fear of God), ἐ­νῶ εὐ­ρέ­ως κυ­κλο­φο­ροῦν καί ἀ­νά­λο­γα CDs. Πρό­σφα­τα, μά­λι­στα, κυ­κλο­φό­ρη­σαν καί στή χώ­ρα μας παι­δι­κές κοῦ­κλες μέ τρο­μα­κτι­κές ὄ­ψεις, πού, με­τά ἀ­πό σχε­τι­κές κα­ταγ­γε­λί­ες, ἀ­πο­σύρ­θη­καν, ὅ­πως καί ποι­κί­λα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά ἔρ­γα τρό­μου ἤ ἀ­νά­λο­γο ἐ­πι­τρα­πέ­ζι­ο παι­χνί­δι μέ τίτ­λο τρο­μό­πο­λη κλπ.

Στήν ἐ­πι­χει­ρού­με­νη κα­τω­τέ­ρω θρη­σκει­ο­ψυ­χο­λο­γι­κή καί θρη­σκει­ο­κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κή με­λέ­τη θά κι­νη­θοῦ­με κυ­ρί­ως μέ βά­ση τή δι­α­κει­με­νι­κή (ἑρ­μη­νευ­τι­κή) με­θο­δο­λο­γί­α, ἀ­φή­νο­ντας ἀ­να­γκα­στι­κά ἀ­νε­ξέ­τα­στα τό­σο τίς προ­σω­πι­κές ἐ­μπει­ρί­ες (ἐ­πί­πε­δο πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί ψυ­χο­λο­γι­κή ἰ­δι­ο­συ­γκρα­σί­α) τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, ὅ­σο καί τό πο­λι­τι­στι­κό τους πε­ρι­βάλ­λον (ἱ­στο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κό καί θρη­σκει­ο­λο­γι­κό / θε­ο­λο­γι­κό). 

ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ

Ἄν καί τό­σο ἀ­πό ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς ὅ­σο καί ἀ­πό θε­ο­λο­γι­κο―Πα­τε­ρι­κῆς[9] ἀ­πό­ψε­ως δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά ἀ­πο­μο­νώ­σει κα­νείς ὅ­λα τά εἴ­δη καί τίς μορ­φές φό­βου[10], πού ἀλ­λη­λο­σχε­τί­ζο­νται (συ­νει­δη­τά / ἀ­συ­νεί­δη­τα) κα­τά πλά­τος καί βά­θος, ὁ φό­βος (ἑ­βρ. pachad) καί ὁ τρό­μος (ἑ­βρ. arats), κα­τά μί­α ἁ­δρο­με­ρῆ δι­αί­ρε­ση, μπο­ροῦν νά ἐ­ξε­τα­σθοῦν τό­σο ψυ­χο­λο­γι­κο-κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κά, ὅ­σο καί φι­λο­σο­φι­κο-θε­ο­λο­γι­κά, ὅ­που μά­λι­στα καί συ­χνό­τε­ρα πα­ρα­νο­οῦ­νται.

Κα­τά τήν Κοι­νω­νι­ο­λο­γί­α, τρο­μο­κρα­τί­α, ὡς εἰ­δι­κή μορ­φή τυ­ραν­νί­ας[11], θε­ω­ρεῖ­ται ἡ συ­στη­μα­τι­κή χρή­ση τοῦ ἐκ­φο­βι­σμοῦ ἤ τῆς ἀ­πρό­βλε­πτης βί­ας κα­τά κυ­βερ­νή­σε­ων, ὁ­μά­δων ἤ ἀ­τό­μων μέ σκο­πό τήν ἐ­πί­τευ­ξη κά­ποι­ου πο­λι­τι­κοῦ στό­χου. Οἱ Ρω­μαῖ­οι αὐ­το­κρά­το­ρες, καί μά­λι­στα ὁ Τι­βέ­ρι­ος (14-37 μ.Χ.) καί ὁ Κα­λι­γού­λας (31-41 μ.Χ.), ἀ­σκοῦ­σαν ἕ­να εἶ­δος κρα­τι­κῆς τρο­μο­κρα­τί­ας. Ὁ ψυ­χο­λο­γι­κός πό­λε­μος, ἡ ἱ­σπα­νι­κή Ἱ­ε­ρά Ἐ­ξέ­τα­ση καί, στή συ­νέ­χει­α, ἡ Τρο­μο­κρα­τί­α τοῦ Ρο­βε­σπι­έ­ρου (1793-1794), ὅ­πως ἐ­πί­σης καί ἡ νο­τι­οα­με­ρι­κά­νι­κη τρο­μο­κρα­τι­κή ὀρ­γά­νω­ση Ku Klux Klan στίς ἀρ­χές τοῦ 19ου αἰ., ἤ οἱ Ἀ­ναρ­χι­κοί τῆς Δ. Εὐ­ρώ­πης καί τῆς Ρω­σί­ας στό δεύ­τε­ρο μι­σό τοῦ ἴ­δι­ου αἰ., ἀλ­λά καί οἱ τρο­μο­κρα­τι­κές μέ­θο­δοι τό­σο τῆς να­ζι­στι­κῆς Γερ­μα­νί­ας, ὅ­σο καί τοῦ Στα­λι­νι­σμοῦ μπο­ροῦν νά ἐ­ντα­χθοῦν σ’ αὐ­τή τήν κα­τη­γο­ρί­α. Ἀ­νά­με­σα στίς πι­ό ὑ­πο­λο­γί­σι­μες τρο­μο­κρα­τι­κές ὁ­μά­δες τοῦ 20οῦ αἰ. συ­γκα­τα­λέ­γο­νται ἡ BaaderMeinhof τῆς πρώ­ην Δ. Γερ­μα­νί­ας, ὁ ἰ­α­πω­νι­κός Ἐ­ρυ­θρός Στρα­τός, οἱ ἰ­τα­λι­κές Ἐ­ρυ­θρές Τα­ξι­αρ­χί­ες, ἡ alFatah καί ἄλ­λες πα­λαι­στι­νι­α­κές ὀρ­γα­νώ­σεις, τό Φω­τει­νό Μο­νο­πά­τι στό Πε­ρού κλπ.

Ἐ­ξάλ­λου, ὁ φό­βος καί ὁ τρό­μος ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν ἀ­νέ­κα­θεν τή Φι­λο­σο­φί­α. Ὡς γνω­στό, ὁ Πλά­των θέ­λει τή Φι­λο­σο­φί­α με­λέ­τη θα­νά­του. Ὁ φό­βος ἀ­πο­τε­λεῖ καί γι­ά τή ση­με­ρι­νή Φι­λο­σο­φί­α, ἰ­δί­ως τήν ὑ­παρ­ξι­στι­κή, μι­ά θε­με­λι­ώ­δη ἔν­νοι­α, ἀ­φοῦ ὁ­δη­γεῖ, ὅ­πως ἡ αἴ­σθη­ση τῆς μη­δα­μι­νό­τη­τας μπρο­στά στό Θε­ό[12], στήν ἀ­λη­θι­νή αὐ­το­γνω­σί­α (γνώ­ση τῶν ὁ­ρί­ων)[13]. Ὁ Heidegger ἀ­νευ­ρί­σκει στό φό­βο (Angst) μι­ά ἐ­μπει­ρί­α τοῦ «εἶ­ναι», δε­δο­μέ­νου ὅ­τι καί ὁ θά­να­τος συ­νι­στᾶ γε­γο­νός δι­ά τοῦ ὁ­ποί­ου «τε­λει­οῦ­ται» ἡ ὕ­παρ­ξη· ἔ­τσι, ὁ φό­βος (ἰ­δί­ως τοῦ θα­νά­του) προσ­δι­ο­ρί­ζει, κα­τ’ αὐ­τόν, τε­λεί­ως τή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀ­νή­κο­ντας στήν ἐ­σώ­τα­τη δο­μή τῆς ὕ­παρ­ξής του[14]. Ἄν «ἀρ­χή σο­φί­ας φό­βος Κυ­ρί­ου», ἡ οὐ­σί­α τῆς «ἀν­θρω­πι­ᾶς» ἔ­γκει­ται ἀ­κρι­βῶς στό Θ. φό­βο, ὅ­πως πολ­λούς αἰ­ῶ­νες πρίν εἶ­χε ὁ­μοί­ως πα­ρα­τη­ρή­σει ὁ τό­σο δι­ο­ρα­τι­κός ἱ. Χρυ­σό­στο­μος[15]. Γι­’ αὐ­τό, ἀ­πό μι­ά με­ρί­δα σύγ­χρο­νων Ἀν­θρω­πο­λό­γων ὁ φό­βος θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἡ κα­τ’ ἐ­ξο­χήν κα­τη­γο­ρί­α τοῦ ‘ἀν­θρω­πί­νου­’: «Ὁ μή φο­βού­με­νος τόν Θε­όν», κη­ρύτ­τει ὁ Χρυ­σορ­ρή­μων, «οὐκ ἄν­θρω­πος, ἀλ­λά ψευ­δής ἄν­θρω­πος…δι­ά τοῦ­το ὁ θε­ο­σε­βής, ἀ­λη­θι­νός φη­σιν»[16]. Ἡ ἴ­δι­α ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που, λό­γω τοῦ <κα­τ’ εἰ­κό­να> τοῦ φρι­κώ­δους Ἀρ­χε­τύ­που, συ­νι­στᾶ φο­βι­κή τήν ἀν­θρώ­πι­νη εἰ­κό­να[17]. Ἔ­πει­τα, ὁ Kierkegaard δι­α­κρί­νει δύ­ο εἴ­δη φό­βου: τόν πρω­το­γε­νῆ, πού προϋ­πάρ­χει τῆς ἐ­μπει­ρί­ας, καί τό δευ­τε­ρο­γε­νῆ, πού προϋ­πο­θέ­τει τήν ἐ­μπει­ρί­α[18]. Γι­ά τό Δα­νό Φι­λό­σο­φο τό ἄγ­χος πη­γά­ζει ἀ­πό τή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τοῦ ἀ­να­πό­φευ­κτου τοῦ θα­νά­του· πρό­κει­ται γι­ά τό λε­γό­με­νο <ἄγ­χος θα­νά­του>. Πρά­γμα­τι, οἱ Ὑ­παρ­ξι­στές, προ­σεγ­γί­ζο­ντας τούς στο­χα­σμούς τῆς Ἐ­ρή­μου, δι­α­πι­στώ­νουν στε­νή σχέ­ση με­τα­ξύ ἐ­γω­ι­σμοῦ καί φό­βου. Κα­τά τόν Ἰ­ωάν­νη τό Σι­ναΐ­τη, ὁ (νο­ση­ρός) φό­βος εἶ­ναι ση­μεῖ­ο «ὑ­πε­ρη­φά­νου ψυ­χῆς»[19]. Γι­ά τό Sartre αἰ­τί­α τοῦ φό­βου εἶ­ναι ὁ μη­δε­νι­σμός τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης. Ὅ­σο πι­ό ἐ­γω­ι­στι­κά ζεῖ κα­νείς, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρος εἶ­ναι ὁ φό­βος μπρο­στά στόν ἐ­περ­χό­με­νο θά­να­το, τό μη­δέν[20]. Ἐ­νῶ ὁ φό­βος γε­νι­κά δό­θη­κε ὡς εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τό Θε­ό γι­ά παι­δα­γω­γί­α καί δα­μα­σμό τῆς ἀν­θρώ­πι­νης αὐ­τάρ­κει­ας (Ὕ­βρις), πού προ­ξέ­νη­σε τόν «ἁ­μαρ­τω­λό» φό­βο (Προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα), ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος, ὄ­χι μό­νο μή φρο­νι­μα­τι­ζό­με­νος ἀλ­λά καί αὐ­ξά­νο­ντας στό ἔ­πα­κρο τόν Ἀν­θρω­πο­θεϊ­σμό του (Solipsismus), φο­βᾶ­ται, καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα, τό βι­ο­λο­γι­κό θά­να­το, ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς νο­μί­ζει ὅ­τι αὐ­τός τοῦ ἀ­φαι­ρεῖ / γκρε­μί­ζει αὐ­τό τό ἴ­δι­ο τό ὑ­περ­φί­α­λο (εἰ­δω­λο­ποι­η­μέ­νο) Ἐ­γώ του, καί ἔ­τσι ὄ­χι μό­νο (πα­ρα)μέ­νει μό­νος (μο­να­ξι­ά), ἀλ­λά καί κε­νός (Μη­δε­νι­σμός). Ὁ ἐ­νο­χι­κός φό­βος, πού τό­σο πα­ρα­στα­τι­κά ἐν­σάρ­κω­σε στίς ται­νί­ες του ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κός δι­ά­ση­μος σκη­νο­θέ­της A. Hitchcock, ἀ­πει­κο­νί­ζει ἀ­κρι­βῶς τό φό­βο τῶν ἀν­θρώ­πων, πού δέν ἀ­πο­δέ­χο­νται τήν «ἐν Χρι­στῶ» Θ. Ἀ­πο­λύ­τρω­ση. Ἀ­ντί τῆς ὀρ­θό­δο­ξης λύ­σης―θε­ρα­πεί­ας, δηλ. τῆς βί­ω­σης τῆς δι­α­προ­σω­πι­κῆς ἀ­γά­πης, τῆς ἄ­σκη­σης / ἀ­σκη­τι­κό­τη­τας (ὑ­πα­κο­ῆς, τα­πεί­νω­σης, νη­στεί­ας κλπ.), τῆς ἑ­κού­σι­ας «πτω­χεί­ας» καί τῆς ἀ­νά­λη­ψης τοῦ (χρι­στι­α­νι­κοῦ) σταυ­ροῦ, πού ἐ­πι­τυγ­χά­νουν τή Θεί­α <υἱ­ο­θε­σί­α> (εὐ­αγ­γε­λι­κή «παι­δι­κό­τη­τα» / Θεί­α ἐ­ξάρ­τη­ση), ὁ ἐ­κτός Χρι­στοῦ ἄν­θρω­πος εἰ­ση­γεῖ­ται ἐ­γω­ι­στι­κά μέ­τρα ἀ­ντι­πε­ρι­σπα­σμοῦ (ἀ­ντί­ποι­να), ὁ­πό­τε κι­νού­μα­στε ἀ­να­γκα­στι­κά σ’ ἕ­να φαῦ­λο κύ­κλο, πού μα­θη­μα­τι­κά μᾶς ὁ­δη­γεῖ στήν ὁ­μα­δι­κή αὐ­το­κα­τα­στρο­φή. Ἀλ­λά, κά­θε (ὑ­πο­κα­τά­στα­τη) προ­σπά­θει­α ὑ­πέρ­βα­σης τοῦ (ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ) τρό­μου δι­ά τοῦ (ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ) τρό­μου (βί­α στή βί­α) εὔ­κο­λα θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ἀ­πό τή σύγ­χρο­νη Βα­θυ­ψυ­χο­λο­γί­α καί Ἀν­θρω­πι­στι­κή Ψυ­χο­λο­γί­α ὡς ἕ­νας μη­χα­νι­σμός ἄ­μυ­νας ἤ μι­ά «κε­κα­λυμ­μέ­νη» (camouflage) ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ ἔ­σχα­του νο­ή­μα­τος τῆς ζω­ῆς, ἀ­φοῦ ἡ σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ τῆς, κα­τά Freud, «ὁρ­μῆς ζω­ῆς» [αὑ­θυ­πέρ­βα­σης (transgress) / <κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν>] καί «ὁρ­μῆς θα­νά­του» (μη­δε­νός / κτι­στό­τη­τας) ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά πα­ρα­μέ­νει, ὅ­σο οἱ ἄν­θρω­ποι ἑ­κού­σι­α δέν αὑ­το­κε­νώ­νο­νται («σταυ­ροῦ­σθαι»). Τε­λι­κά, δι­ε­ρω­τᾶ­ται ὁ U. Ecco, μή­πως «οἱ ἄν­θρω­ποι βά­ζουν βόμ­βες στά τρέ­να, ἐ­πει­δή ἀ­να­ζη­τοῦν τό Θε­ό;»[21]

Σύμ­φω­να μέ ὅ­λες τίς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κές ― μο­νο­θεϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες, ὑ­φί­στα­ται σα­φής δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ κο­σμι­κοῦ / ἀν­θρώ­πι­νου (hawf) καί Θεί­ου / θρη­σκευ­τι­κοῦ (khashyat) φό­βου· τή δι­ά­κρι­ση αὐ­τή, ἐ­νῶ ἀρ­νοῦ­νται οἱ W. James[22] καί E. Fromm[23], ἀ­πο­δέ­χε­ται ὁ W. Gruehn[24].

ΜΕ­ΡΟΣ Α­’

Ο ΚΟ­ΣΜΙ­ΚΟΣ ΦΟ­ΒΟΣ

Ι. ΓΕ­ΝΙ­ΚΑ

Ὁ φό­βος, ἀ­να­πό­φευ­κτα, ἀ­πο­τε­λεῖ μέ­ρος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς· σύμ­φω­να μέ τή Θεί­α παι­δα­γω­γί­α, «ἀ­νοί­γει τά μά­τι­α» σ’ αὐ­τούς πού βα­ρι­οῦ­νται (ἀρ­νοῦ­νται) νά στο­χα­στοῦν καί ἀ­ντι­με­τω­πί­σουν τήν «πρα­γμα­τι­κό­τη­τα». Μά­λι­στα δέ, τό συ­ναί­σθη­μα τοῦ (κο­σμι­κοῦ) φό­βου τοῦ παι­δι­οῦ λει­τουρ­γεῖ, κα­τά τόν Κ. Γε­ωρ­γού­λη[25], προ­παι­δευ­τι­κά γι­ά τόν ἀ­παρ­τι­σμό τῆς πρώ­της του θρη­σκευ­τι­κῆς ἐ­μπει­ρί­ας. Οἱ Πρω­τό­πλα­στοι, ὅ­ταν ἀ­ντι­λή­φτη­καν ὅ­τι ἦ­σαν γυ­μνοί, φο­βή­θη­καν καί ἔ­τρε­μαν[26]: «Τοι­οῦ­τον τῶν ἁ­μαρ­τα­νό­ντων τό ἔ­θος ἐ­στί. Πά­ντα ὑ­πο­πτεύ­ου­σι, τάς σκι­άς τρέ­μου­σι, πά­ντα ψό­φον δε­δοί­κα­σι…»[27]. Ὁ φό­βος καί ἡ τα­ρα­χή μπο­ρεῖ νά προ­κλη­θοῦν κα­θώς ὁ νοῦς, ὡς «βα­σι­λεύς», τρέ­μει τίς ἐ­πα­να­στά­σεις τῶν ἀ­λό­γων πα­θῶν[28]· ἀλ­λ’ «ἡ τοι­αύ­τη τα­ρα­χή γα­λή­νης μή­τηρ ἐ­στίν. Ὁ τοι­οῦ­τος φό­βος ἀ­δεί­ας ὑ­πό­θε­σις»[29], συμ­βου­λεύ­ει ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος. Πρά­γμα­τι, τό βί­ω­μα τοῦ γή­ι­νου φό­βου ἀ­πο­τε­λεῖ Θεῖ­ο φάρ­μα­κο τοῦ με­τα­πτω­τι­κοῦ ἀν­θρώ­που[30]. Κα­τά τήν Ψυ­χο­λο­γί­α, ὁ (ἀ­συ­νεί­δη­τος ἤ συ­νει­δη­τός) φό­βος ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­ναν πι­στό ὑ­πη­ρέ­τη τοῦ ἐν­στί­κτου τῆς αὐ­το­συ­ντή­ρη­σης.

Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ὁ­ρί­ζει τό φό­βο ὡς λύ­πη ἤ τα­ρα­χή ἀ­πό φα­ντα­σί­α μελ­λο­ντι­κοῦ κα­κοῦ[31]. Γι­ά τούς Στω­ι­κούς ὁ φό­βος συ­νι­στά μι­ά ἄ­λο­γη κί­νη­ση ψυ­χι­κῆς ἀ­πώ­θη­σης[32]. Ἡ φο­βι­κή ἀ­νη­συ­χί­α, πέ­ραν τῶν φο­βι­κῶν νευ­ρώ­σε­ων[33], ὁ­ρί­ζε­ται ὡς μι­ά κα­τά­στα­ση αὐ­ξη­μέ­νης συ­γκι­νη­σι­α­κῆς δι­έ­γερ­σης, πού ἐ­μπε­ρι­έ­χει ἕ­να ὀ­δυ­νη­ρό αἴ­σθη­μα ἐ­περ­χό­με­νης ἀ­πει­λῆς[34]: «φό­βος, ἐλ­πι­ζο­μέ­νων κα­κῶν ἐ­πί­τα­σις»[35], πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος.

Ι­Ι. Η ΛΕΙ­ΤΟΥΡ­ΓΙ­Α ΤΟΥ ΚΟ­ΣΜΙ­ΚΟΥ ΦΟ­ΒΟΥ

Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος, μέ βά­ση τούς ἀρ­χαί­ους γι­α­τρούς, ὁ­μι­λεῖ γι­ά πα­ρέ­σεις, τρό­μους καί ἀ­πο­πλη­ξί­ες, πού γεν­νι­οῦ­νται «τοῦ ψυ­χροῦ πλε­ο­νά­ζο­ντος»[36]. Κα­τά τήν Ψυ­χα­νά­λυ­ση, στήν ἡ­λι­κί­α τῶν 6 ἕ­ως 11 ἐ­τῶν δι­α­μορ­φώ­νε­ται προ­ο­δευ­τι­κά τό Ὑ­πε­ρε­γώ, πού κι­νη­το­ποι­εῖ τά συ­ναι­σθή­μα­τα τῆς ντρο­πῆς, τῆς ἐ­νο­χῆς, τῆς ἱ­κα­νο­ποί­η­σης καί τοῦ φό­βου[37]. Ἄν καί, κα­τά τό Μ. Βα­σί­λει­ο, ὑ­πάρ­χει ἀν­θρω­πο­λο­γι­κά χα­ρα­κτη­ρο­λο­γι­κό ἦ­θος «θο­ρυ­βο­ποι­όν καί τα­ρα­χῶ­δες»[38], εἶ­ναι δυ­να­τό καί ἔ­κτα­κτα ὁ Θε­ός νά ἐ­πι­τρέ­ψει τήν ἐν­στά­λα­ξη τοῦ κο­σμι­κοῦ φό­βου στίς καρ­δι­ές τῶν ἀν­θρώ­πων.

Στούς Πα­τέ­ρες ἡ λέ­ξη τρό­μος, με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων, ση­μαί­νει, κα­τ’ Ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή ἐ­πί­δρα­ση, τή σω­μα­τι­κή τρε­μού­λα, πα­ρά­λυ­ση, σπα­σμό κ.λ­π[39]. Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος χρη­σι­μο­ποι­εῖ τή λέ­ξη «βρά­σμα»[40] γι­ά νά ἀ­πο­δώ­σει κα­λύ­τε­ρα τήν ἔν­νοι­α τῆς ψυ­χο­λο­γι­κῆς τα­ρα­χῆς. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος ἐ­πι­μέ­νει στή δι­ε­ρεύ­νη­ση τῆς ψυ­χι­κῆς τα­ρα­χῆς, γι­’ αὐ­τό καί χρη­σι­μο­ποι­εῖ συ­χνό­τε­ρα τόν ὅ­ρο ἀ­τα­ρα­ξί­α. Νά πῶς ὁ με­γά­λος ἀ­να­τό­μος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς ἀ­να­λύ­ει τίς ἐν­δο­ψυ­χι­κές κι­νή­σεις: «Θό­ρυ­βος ἐ­άν γέ­νη­ται, ἡ καρ­δί­α κι­νεῖ­ται. Τά­ρα­χος ἐ­άν συμ­βῇ, ἡ καρ­δί­α θο­ρυ­βεῖ­ται. Ἐ­χθρῷ ἐ­πα­νά­στα­σις ἐ­άν τύ­χῃ, ἡ καρ­δί­α τα­ράσ­σε­ται. Φό­βος ἐ­άν γέ­νη­ται, ἡ καρ­δί­α παλ­μοῖς ἔν­δο­θεν τι­νασ­σο­μέ­νη συ­ντι­νάσ­σει καί τό πα­ρα­κεί­με­νον μέ­λος τοῦ σώ­μα­τος, καί ἀ­πο­λεί­που­σα, καί πά­λιν ἐ­πι­σπω­μέ­νη, οὐ συγ­χω­ρεῖ ἡ­συ­χά­ζειν, ἀλ­λά συ­χνό­τε­ρον κι­νου­μέ­νη μεί­ζο­να τόν ἀ­γῶ­να πα­ρέ­χει, καί ὅ­λον τα­ράσ­σει τό σῶ­μα, ἀλ­λοι­οῖ καί τό χρῶ­μα, με­τα­βάλ­λει καί τό σχῆ­μα, με­τα­ποι­εῖ τε τήν ἕ­ξιν, πε­λιδ­νόν καί τό πρό­σω­πον ἀ­περ­γά­ζε­ται, ἵ­στη­σι τῶν ὀ­φθαλ­μῶν τήν ἐ­νέρ­γει­αν, ὑ­πό­τρο­μα ποι­εῖ τά χεί­λη, τῶν γο­νά­των πα­ρα­λύ­ει τήν εὐ­το­νί­αν, καί τήν τά πά­ντα κι­νοῦ­σαν γλῶσ­σαν συν­δή­σα­σα, ψελ­λήν ἀ­πο­δεί­κνυ­σι, καί ὅ­λον, ὡς ἐ­στιν εἰ­πεῖν, ἄ­γρι­ον καί νε­κρο­ει­δῆ ἀ­πο­τε­λεῖ τόν ἄν­θρω­πον»[41].

Ι­ΙΙ. Ο­ΨΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟ­ΣΜΙ­ΚΟΥ ΦΟ­ΒΟΥ

Ἡ Ψυ­χο­λο­γί­α (πρβλ. Hadfield) δι­α­κρί­νει με­τα­ξύ φό­βου, ἄγ­χους καί φο­βί­ας, ἐ­νῶ ὁ L. D. Weatherhead ἔ­χει ἀ­φι­ε­ρώ­σει εἰ­δι­κό κε­φά­λαι­ο στό ἔρ­γο του Psychology in service of the soul (194619), γι­ά νά ἐ­πι­ση­μά­νει τή σα­φῆ (ψυ­χο­λο­γι­κή) δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ φό­βου (fear) καί τρό­μου (funk). Ἀ­νά­λο­γα μέ τό ἀ­ντι­κεί­με­νο τοῦ φό­βου / τρό­μου, πού ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τόν ψυ­χι­σμό, τήν κουλ­τού­ρα καί γε­νι­κά τό ἠ­θι­κό καί ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κό ἐ­πί­πε­δο τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου, οἱ Τρεῖς «στῦ­λοι τῆς εὐ­σε­βεί­ας», συλ­λαμ­βά­νο­ντας λί­γο ― πο­λύ ὅ­λο τό πλά­τος τοῦ μέ­σου τύ­που ἀν­θρώ­που, πα­ρα­θέ­τουν ὅ­λα σχε­δόν τά (γνω­στά) εἴ­δη τῶν ἀν­θρώ­πι­νων φό­βων καί φο­βι­ῶν[42]: φυ­σι­κό, ἠ­θι­κό / παι­δα­γω­γι­κό[43], κοι­νω­νι­κό, οἰ­κο­νο­μι­κό, πο­λι­τι­κό[44] καί θρη­σκευ­τι­κό. Ἔ­τσι, ὁ κο­σμι­κός φό­βος μπο­ρεῖ νά λά­βει δι­ά­φο­ρες μορ­φές. Μι­ά ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα μορ­φή κο­σμι­κοῦ φό­βου συ­νι­στᾶ ὁ ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νος (αἱ­ρε­τι­κός) θρη­σκευ­τι­κός φό­βος. Κα­τ’ αὐ­τόν, φο­βό­μα­στε ὁ­τι­δή­πο­τε (κτι­στό) ἄλ­λο (πρό­σω­πα, πρά­γμα­τα, ἰ­δέ­ες) σά «θε­ό»[45], ἤ, του­λά­χι­στον, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τόν ἕ­να καί ἀ­λη­θι­νό Θε­ό. Ἔ­τσι, φο­βό­μα­στε, γι­ά πα­ρά­δει­γμα, εἴ­τε νά μι­λή­σου­με γι­ά τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, εἴ­τε, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, νά ἐ­φαρ­μό­σου­με τίς ἐ­ντο­λές Του!

Φυ­σι­κούς φό­βους μνη­μο­νεύ­ει ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος πολ­λούς, ὅ­πως ἀ­πό τό ὕ­ψος[46], ἀ­πό τό τρι­κυ­μι­σμέ­νο πέ­λα­γος, ἀ­πό τίς φυ­σι­κές κα­τα­στρο­φές, ἀ­πό τούς σει­σμούς, ἀ­πό τά ἄ­γρι­α ζῶ­α κ.λ­π., οἱ ὁ­ποῖ­οι, βέ­βαι­α, γι­ά τό θε­ο­κε­ντρι­κά προ­σα­να­το­λι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο ἀ­πο­βαί­νουν παι­δα­γω­γι­κοί φό­βοι[47]. Ἀλ­λά, κα­τά τόν ἴ­δι­ο ἱ. Πα­τέ­ρα, ὁ πι­ό ἰ­σχυ­ρός ἀλ­λά καί ὁ πι­ό συ­νη­θι­σμέ­νος εἶ­ναι ὁ φό­βος τοῦ σω­μα­τι­κοῦ θα­νά­του[48]. Ὁ πα­τρι­άρ­χης Ἀ­βρα­άμ[49] καί ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας[50] φο­βοῦ­νταν γι­ά τή ζω­ή τους. Οἱ μα­θη­τές τοῦ Χρι­στοῦ φο­βοῦ­νταν γι­ά τή θα­νά­τω­ση τοῦ Ἰ­η­σοῦ[51]. Ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός μέ­σα στήν ἀ­γω­νί­α τῆς Γεθ­ση­μα­νῆς ἔ­τρε­με[52].

Ἐ­πί­σης, ὑ­φί­στα­ται ὁ λε­γό­με­νος ἐ­νο­χι­κός (συ­νει­δη­σι­α­κός) φό­βος[53] ἤ φό­βος (λ.χ. τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου) γι­ά τυ­χόν ἀ­πό­γνω­ση τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν. Στήν ἴ­δι­α κα­τη­γο­ρί­α ἀ­νή­κει καί ὁ τρό­μος εὐ­θύ­νης τῶν Κλη­ρι­κῶν[54], ἀ­φοῦ κά­θε (κα­λός) Ποι­μέ­νας (θά πρέ­πει νά) τρέ­μει γι­ά τυ­χόν ἀ­πώ­λει­α τοῦ λο­γι­κοῦ ποι­μνί­ου του[55].

Ἔ­πει­τα, με­γά­λος εἶ­ναι ὁ φό­βος τυ­χόν οἰ­κο­νο­μι­κῆς πτώ­χευ­σης[56]. Ὁ ἐ­μπα­θής ἄν­θρω­πος «δέ­δοι­κε καί τρέ­μει πε­νί­αν»[57]. Οἱ ἄν­θρω­ποι, λέ­ει ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος, τρέ­μουν τούς συ­ναν­θρώ­πους τους «ὑ­πέρ ἐ­νε­χύ­ρων, ὑ­πέρ τοῦ κε­φα­λαί­ου, ὑ­πέρ τῶν γραμ­μα­τεί­ων, ὑ­πέρ τῶν τό­κων, ὑ­πέρ τῶν ἐγ­γυ­ω­μέ­νων»[58]. Ὡ­στό­σο, καί οἱ πλού­σι­οι φο­βοῦ­νται καί τρέ­μουν[59]. Πα­ράλ­λη­λα, ὑ­πάρ­χει καί ὁ φό­βος τραυ­μα­τι­σμοῦ τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νει­ας[60], μή­πως δηλ. κά­ποι­ος φα­νεῖ /  θε­ω­ρη­θεῖ στά μά­τι­α τῶν ἄλ­λων ἀ­δύ­να­μος καί ἀ­νί­σχυ­ρος, ὅ­πως συ­νέ­βη μέ τόν αὐ­το­κρά­το­ρα Θε­ο­δό­σι­ο[61]· γι­’ αὐ­τό, καί οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι ἔ­τρε­μαν τήν πι­θα­νή Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου[62]. Ὁ­μοί­ως, ἀ­να­φέ­ρο­νται οἱ λε­γό­με­νοι φό­βοι τυ­χόν ζη­λο­φθο­νί­ας[63] καί ἀ­πόρ­ρι­ψης[64], ὅ­πως λ.χ. ἡ ἀ­πώ­λει­α τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ γο­ή­τρου[65] ἤ ἡ τυ­χόν ἰ­δε­ο­λο­γι­κο­θρη­σκευ­τι­κή ἥτ­τα[66]. Ἀ­κό­μα, συ­να­ντᾶ­με τό φό­βο τῆς λε­κτι­κῆς πα­ρα­νό­η­σης· ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λ.χ. φο­βό­ταν τυ­χόν δι­α­στρέ­βλω­ση τῶν λό­γων του[67]. Ἐ­ξάλ­λου, ἀ­να­φαί­νε­ται ὁ ἐν­δο­συ­ζυ­γι­κός τρό­μος (γι­ά πι­θα­νές μοι­χεῖ­ες[68], γι­ά ἄ­σχη­μη ἐμ­φα­νι­σθεῖ­σα ἀρ­γό­τε­ρα συ­μπε­ρι­φο­ρά κ.ο.κ.)[69].

Ἐ­κεῖ­νο, ὅ­μως, πού ἐ­ντο­νό­τε­ρα φαί­νε­ται νά ἀ­πα­σχο­λεῖ τούς Τρεῖς «πο­λυ­φώ­τους ἀ­στέ­ρας», εἶ­ναι ὁ, μέ­σω ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῶν[70] ἤ ἱ­στο­ρι­κῶν τῆς ἐ­πο­χῆς τους πε­ρι­στα­τι­κῶν, κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κός θό­ρυ­βος καί οἱ τα­ρα­χές, δηλ. ὁ πο­λι­τι­κός (πο­λε­μι­κός / στρα­τι­ω­τι­κός) φό­βος, σέ ἀ­ντι­δι­α­στο­λή μέ τήν εἰ­ρή­νη καί τήν ἡ­συ­χί­α τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας· καί τό φό­βο ὅ­μως αὐ­τό οἱ Πα­τέ­ρες κα­τόρ­θω­ναν, «ἐ­κμε­ταλ­λεύ­ο­ντάς» τον θε­τι­κά, νά με­τα­βάλ­λουν σέ παι­δα­γω­γι­κό ἔ­να­ντι τῆς Θ. Πρό­νοι­ας[71]. Οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες, ἐ­νῶ ἀ­γω­νί­στη­καν σκλη­ρά ὅ­σο ἀ­φο­ρᾶ τά κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά ζη­τή­μα­τα, πο­τέ δέ δί­δα­ξαν τήν τρο­μο­κρα­τί­α (ἤ τήν ἀ­ντι-τρο­μο­κρα­τί­α[72]), τά τυ­φλά χτυ­πή­μα­τα καί τήν ἀ­ναρ­χι­κή βί­α[73], ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ὁ Χρι­στός, πού, ἐ­νῶ πή­ρε φρα­γέλ­λι­ον (μα­στί­γι­ο) καί κα­θά­ρι­σε τό Να­ό ἀ­π’ τούς ἐ­μπό­ρους[74], ἀρ­νή­θη­κε τό μα­χαί­ρι τοῦ Πέ­τρου, λέ­γο­ντάς του «πά­ντες γάρ οἱ λα­βό­ντες μά­χαι­ραν ἐν μα­χαί­ρᾳ ἀ­πο­θα­νοῦ­νται»[75]. Γι­ά ἐ­μπρη­σμό «ἔ­ξω­θεν τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας»[76] καί γι­ά πο­λι­τι­κή στά­ση, πού εἶ­χε ξε­σπά­σει στήν Και­σά­ρει­α, ἀ­πει­λώ­ντας μέ φό­νο τούς κρα­τοῦ­ντες, δι­α­λαμ­βά­νει ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος[77]. Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος κά­νει λό­γο γι­ά τούς φό­βους τῶν Ἀ­χα­άβ καί Μα­νασ­σῆ. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος γνω­ρί­ζει τό­σο τίς δο­λο­φο­νί­ες καί τούς κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κούς φό­βους τῶν Κάϊν, Μω­ϋ­σῆ[78], Γι­ε­ζῆ[79], Δα­θάν, Ἀ­βει­ρών, υἱ­ῶν Κορ­ρέ (πού τι­μω­ρή­θη­καν μά­λι­στα πα­ρα­δει­γμα­τι­κά ἀ­πό τό Θε­ό)[80], Ἠ­λί­α, Ἰ­α­κώβ[81], Ἀ­βεν­νήρ, Μεμ­φι­βο­σθέ, Φι­λι­σταί­ων[82], Δαυ­ΐδ καί Σα­ούλ[83], τοῦ μα­θη­τῆ τοῦ Ἐ­λισ­σαί­ου[84], Ἐ­ζε­κί­α[85], Ἰσ­σά­χαρ[86], Ἡ­ρώ­δη[87], τῶν μα­θη­τῶν τοῦ Χρι­στοῦ (πρίν ἀ­πό τήν Ἀ­νά­στα­ση[88] καί τήν Πε­ντη­κο­στή[89]) καί τῶν ἀ­πο­στό­λων Πέ­τρου, Παύ­λου[90] κ.ἄ., ὅ­σο καί τούς «μι­α­ρούς καί παμ­μί­α­ρους»[91] τα­ρα­χο­ποι­ούς τῆς Ἀ­ντι­ό­χει­ας καί τῆς Κων­στα­ντι­νού­πο­λης (σχε­τι­κά μέ τόν Εὐ­τρό­πι­ο) κα­τά τήν ἐ­πο­χή του[92].

IV. ΤΡΟ­ΜΟ­ΚΡΑ­ΤΙ­Α ΚΑΙ ΧΡΙ­ΣΤΙ­Α­ΝΙ­ΚΟ Η­ΘΟΣ

 

Ἐ­πει­δή τό ζή­τη­μα τοῦ κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κοῦ τρό­μου (Τρο­μο­κρα­τί­ας) ἅ­πτε­ται τό­σο τῆς βί­ας, ὅ­σο καί τῆς ἐ­πα­νά­στα­σης, θά πρέ­πει «ἐν συ­ντο­μί­ᾳ» νά πα­ρα­τη­ρή­σου­με καί τά ἑ­ξῆς ἀ­πό πλευ­ρᾶς χρι­στι­α­νι­κῆς Ἠ­θι­κῆς.

Οἱ Ἀ­να­το­λι­κοί ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κοί Πα­τέ­ρες δέ­χο­νται ὅ­τι ὁ Θε­ός δρᾶ καί δι­ά μέ­σου τῆς ἱ­στο­ρί­ας / κοι­νω­νί­ας. Κά­θε νό­μι­μη ἐ­ξου­σί­α εἶ­ναι ἐκ Θε­οῦ, συ­νε­πῶς δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται μι­ά πι­θα­νή ἀ­να­τρο­πή της, πού θά ὁ­δη­γοῦ­σε στήν, κα­τά πο­λύ χει­ρό­τε­ρή της, Ἀ­ναρ­χί­α: «τῶν πό­λε­ων τούς ἄρ­χο­ντας ἄν ἀ­νέ­λῃς, θη­ρί­ων ἀ­λό­γων ἀ­λο­γώ­τε­ρον βι­ω­σό­με­θα βί­ον»[93], ἀ­φοῦ «καί γάρ ἡ ἀ­ναρ­χί­α πα­ντα­χοῦ κα­κόν, καί συγ­χύ­σε­ως αἴ­τι­ον…ὁ ἀ­ντι­τασ­σό­με­νος τῇ ἐ­ξου­σί­ᾳ, τῇ τοῦ Θε­οῦ δι­α­τα­γῇ ἀν­θέ­στη­κεν»[94], ὅ­πως κη­ρύτ­τει ἡ χρυ­σή γλώσ­σα. Ἄλ­λω­στε, κα­τά τό Μ. Βα­σί­λει­ο, ὁ ἑ­κού­σι­α φο­νεύ­σας, ἄν μέν εἶ­ναι Κλη­ρι­κός κα­θαι­ρεῖ­ται (ΝΕ­’ Κα­νών), ἐ­νῶ, ἄν εἶ­ναι λαϊ­κός, ἀ­φο­ρί­ζε­ται, ἐ­κτός, βέ­βαι­α, τῆς πε­ρί­πτω­σης ἀ­μυ­ντι­κοῦ καί δί­και­ου πο­λέ­μου, δηλ. ὑ­πέρ σω­φρο­σύ­νης καί εὐ­σε­βεί­ας, ὅ­που ὁ πό­λε­μος ὄ­χι μό­νο ἐ­παι­νεῖ­ται ἀ­πό τούς Χρυ­σό­στο­μο καί Βα­σί­λει­ο (ἐ­πι­στ. 188), ἀλ­λά καί χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό Γρη­γό­ρι­ο τό Να­ζι­αν­ζη­νό (Λόγ. 42, 21) ὡς «ἱ­ε­ρός». Σύμ­φω­να μέ τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, δύ­να­ται καί ὁ­λό­κλη­ρη πό­λη νά θο­ρυ­βη­θεῖ ἀ­πό Θεί­α ἀ­πει­λή, ὅ­πως ἔ­γι­νε ἀ­πό τόν προ­φή­τη Ἰ­ω­νᾶ στή Νι­νευ­ΐ[95]. Ὅ­μοι­α, κα­τά τόν ἴ­δι­ο ἱ. Πα­τέ­ρα, ὁ Θε­ός ἐ­πί Ἐ­ζε­κί­α κα­τέ­σει­σε τή δι­ά­νοι­α τῶν πο­λε­μί­ων, ἐρ­γα­ζό­με­νος «αὐ­τοῖς ἄῤ­ῥη­τον φό­βον τι­νά»[96].

Μέ­σα σ’ αὐ­τό τό «πνεῦ­μα» ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός τάσ­σε­ται καί ὑ­πέρ τῆς δί­και­ης καί ἐ­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κῆς ἐ­πα­νά­στα­σης. Τά μεσ­σι­α­νι­κά κη­ρύ­γμα­τα τῶν Ἑ­βραί­ων Προ­φη­τῶν ἦ­σαν ἐ­πα­να­στα­τι­κά, γι­’ αὐ­τό, καί οἱ συ­μπο­λί­τες τους τούς πρι­ό­νι­σαν· οἱ Προ­φῆ­τες ἐ­πα­να­στα­τοῦ­σαν κα­τά τοῦ πο­λι­τι­κοῦ καί θρη­σκευ­τι­κοῦ κα­τε­στη­μέ­νου τῆς ἐ­πο­χῆς τους γι­ά νά ἐμ­φα­νι­σθεῖ ἐ­πί Τουρ­κο­κρα­τί­ας ὁ Νε­ο­προ­φη­τι­σμός στό πρό­σω­πο πολ­λῶν Ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων. Κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, τό­σο τόν ἴ­δι­ο τό Χρι­στό, ὅ­σο καί τόν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο κα­τη­γο­ροῦ­σαν ὅ­τι δί­δα­σκαν «ἀ­πο­στα­σί­αν ἀ­πό τοῦ νό­μου», δηλ. ὅ­τι ἦ­σαν κοι­νοί ἐ­πα­να­στά­τες καί τα­ρα­χο­ποι­οί. Πρά­γμα­τι, γι­ά τούς Φα­ρι­σαί­ους ἡ συ­μπε­ρι­φο­ρά τοῦ Ἰ­η­σοῦ, πού πε­ρι­φρο­νοῦ­σε τό Νό­μο, τά Σάβ­βα­τα καί τίς νη­στεῖ­ες τῶν Φα­ρι­σαί­ων, ἦ­ταν ἐ­πα­να­στα­τι­κή. Στήν Κ.Δ. ὁ θά­να­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ ση­μαί­νει τό θά­να­το τοῦ πα­λαι­οῦ κό­σμου τοῦ ψεύ­δους καί τῆς ἀ­δι­κί­ας. Ἐ­πί­σης, ἡ Ἀ­νά­στα­σή Του δι­α­κη­ρύτ­τει τόν τα­χύ ἐρ­χο­μό τοῦ νέ­ου κό­σμου τῆς ἀ­λή­θει­ας καί τῆς δι­και­ο­σύ­νης. Ὅ­μοι­α, γι­ά τόν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο, Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Ἰ­η­σοῦ καί τοῦ κό­σμου ὁ­λό­κλη­ρου σή­μαι­νε ἐπ-α­νά­στα­ση ψυ­χο­κοι­νω­νι­κή. Συ­νε­πῶς, ὁ­λό­κλη­ρος ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἀ­πο­τε­λεῖ μι­ά «ἐ­πα­νά­στα­ση» ἐ­να­ντί­ον κά­θε μορ­φῆς κοι­νω­νι­κῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο ἀ­παι­τεῖ τήν πρώ­τη καί ρι­ζο­σπα­στι­κό­τε­ρη ἐ­πα­νά­στα­ση, δηλ. τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­ντι­στρο­φή ἀ­πό τόν κό­σμο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί τῆς ἀ­δι­κί­ας στόν κό­σμο τῆς Χά­ρης καί τῆς δι­και­ο­σύ­νης· ἀ­πό τόν κό­σμο τῆς ἐ­κμε­τάλ­λευ­σης, τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ, τῆς βί­ας, τῆς ὑ­πο­τέ­λει­ας, τοῦ ρα­τσι­σμοῦ καί τῆς βι­ο­μη­χα­νι­κῆς φυ­σι­κῆς κα­τα­στρο­φῆς πρός τόν κό­σμο τῆς ἀ­γά­πης, τῆς ἰ­σό­τη­τας, τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τῆς δι­α­κο­νί­ας καί τῆς ἄ­σκη­σης. Ἔ­τσι, οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας δέ δί­στα­ζαν νά ἐ­πι­κρο­τή­σουν μι­ά ἐ­πα­νά­στα­ση. Ὁ Ὠ­ρι­γέ­νης θε­ω­ρεῖ ὡς ἠ­θι­κά ὀρ­θή τή συ­νο­μω­σί­α κα­τά τῶν τυ­ράν­νων. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος συμ­βου­λεύ­ει ἐ­νερ­γη­τι­κή ἀ­νυ­πα­κο­ή σέ ἄ­δι­κα θε­σπί­σμα­τα τῶν βα­σι­λέ­ων, ἀ­φοῦ γι­ά ἀ­ντι­χρι­στι­α­νι­κές καί ἀ­νή­θι­κες πε­ρι­πτώ­σεις δέ θά πρέ­πει ὑ­πέρ­με­τρα νά φο­βό­μα­στε καί νά τρέ­μου­με τή γνώ­μη τῶν πολ­λῶν[97].

Πά­νω ἀ­πό ὅ­λα, ὅ­μως, οἱ Τρεῖς Ἅ­γι­οι προ­έ­κρι­ναν τούς πνευ­μα­τι­κούς ἀ­γῶ­νες («τόν ἀ­γῶ­να τόν κα­λόν»[98]), σύμ­φω­να μέ τό τοῦ Κυ­ρί­ου «ἡ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν βι­ά­ζε­ται, καί βι­α­σταί ἁρ­πά­ζου­σιν αὐ­τήν»[99]. Ἰ­ωάν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος ἀ­φε­νός μέν ἐ­παι­νεῖ τίς μάρ­τυ­ρες Δο­μνί­να, Προσ­δό­κη καί Βε­ρο­νί­κη γι­ά τήν τόλ­μη τοῦ θα­νά­του (αὐ­το­κτο­νί­ας), πού ἐ­πέ­δει­ξαν σάν ἀ­μνά­δες Χρι­στοῦ (μι­μού­με­νες τό Θεῖ­ο Ἀ­μνό), καί ὄ­χι σκο­τώ­νο­ντας ἀ­θώ­ους[100], καί ἀ­φε­τέ­ρου ἐ­ξαί­ρει τόν πα­τρι­άρ­χη Ἀ­βρα­άμ, ἐ­πει­δή ξε­πέ­ρα­σε σέ ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κή ἀ­ντο­χή κά­θε κο­σμι­κό τυ­ραν­νο­κτό­νο, νι­κώ­ντας τούς ἰ­δί­ους του λο­γι­σμούς[101]: «Τοι­οῦ­τοι τῶν ἁ­γί­ων οἱ ἀ­γῶ­νες καί τά σκάμ­μα­τα»[102].

ΜΕ­ΡΟΣ Β’

 

Ο ΘΕΙ­ΟΣ ΦΟ­ΒΟΣ

 

Ι. ΓΕ­ΝΙ­ΚΑ

φό­βος τοῦ Θε­οῦ (χαλ­δαϊ­κά alxr)[103], συ­νι­στώ­ντας θε­με­λι­α­κό θρη­σκει­ο­ψυ­χο­λο­γι­κό γε­γο­νός, τό πλέ­ον ἴ­σως οὐ­σι­α­στι­κό γι­ά τήν ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ή, δι­α­τρέ­χει ἔ­ντο­να καί τίς τρεῖς μο­νο­θεϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες (Ἰ­ου­δαϊ­σμό, Χρι­στι­α­νι­σμό καί Ἰσ­λα­μι­σμό). Ἀ­πό τήν ἀρ­χαι­οελ­λη­νι­κή Γραμ­μα­τεί­α οἱ Μέ­ναν­δρος καί Φω­κυ­λί­δης κυ­ρί­ως ἦ­ταν αὐ­τοί πού προ­έ­τα­ξαν τό φό­βο τοῦ Θε­οῦ ἔ­να­ντι κά­θε ἄλ­λου ἀν­θρω­πί­νου.

Ἐ­ντού­τοις, ὁ Θ. φό­βος στίς μέ­ρες μας, ἰ­δί­ως κά­τω α­πό τήν ἐ­πί­δρα­ση τῶν φι­λο­σο­φι­ῶν τῶν Schleiermacher, Ritschl, Bultmann, Ebeling κ.ἄ., καί τῶν ἐ­πι­τευ­γμά­των τῆς σύγ­χρο­νης Ἐ­πι­στή­μης (Φυ­σι­κή, Βι­ο­λο­γί­α, Ἰ­α­τρι­κή κλπ.) καί Τε­χνο­λο­γί­ας, πού πα­ρέ­χουν με­γα­λύ­τε­ρες (σω­μα­τι­κές) εὐ­κο­λί­ες, ἀ­νέ­σεις, ἀ­σφά­λει­α, εὐ­ζω­ΐα, ἐ­λεύ­θε­ρο χρό­νο κλπ., ἀλ­λά καί γρη­γο­ρό­τε­ρες, ἀ­κο­πί­α­στες καί θε­α­μα­τι­κό­τε­ρες ἐ­πι­τυ­χί­ες, φαί­νε­ται, ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως, ὅ­τι ἔ­χει πα­ρερ­μη­νευ­θεῖ (πα­ρε­ξη­γη­θεῖ) καί, κα­τά συ­νέ­πει­α, ἀ­το­νή­σει, μα­ζί μέ τήν πα­ρε­πό­με­νη ἀ­ντί­στοι­χη δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί Κο­λά­σε­ως (ὡς γε­νι­κῆς ἐ­σχα­το­λο­γι­κῆς καί πα­γκό­σμι­ας δι­και­α­κῆς Κρί­σης τοῦ Θε­οῦ). Ἐ­κτι­μᾶ­ται ὅ­τι τά δι­α­ζύ­γι­α στήν Ἀ­με­ρι­κή με­τα­ξύ τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν ἀ­νέρ­χο­νται στό 60% ἐ­πί τοῦ συ­νό­λου, πο­σο­στό κα­τά πο­λύ ὑ­ψη­λό­τε­ρο ἀ­π’ αὐ­τό τῶν μή Χρι­στι­α­νῶν· τοῦ­το, με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων, ἐ­ξη­γεῖ­ται, μέ­χρις ἑ­νός βα­θμοῦ, ἀ­πό τό γε­νι­κό­τε­ρο πνεῦ­μα ἡ­δο­νο­θη­ρί­ας, ἀ­νο­χῆς καί ἄμ­βλυν­σης τῶν ἠ­θι­κῶν ἀ­ξι­ῶν, πού μά­λι­στα, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ J. Herrin, κά­ποι­ες προ­τε­στα­ντι­κές ἐκ­κ­λη­σί­ες πυ­ρο­δο­τοῦν φορ­τι­κά: «ὁ Θε­ός θέ­λει νά εἶ­στε εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι· ἀ­κό­μα κι­’ ὅ­ταν χω­ρί­ζε­τε, ὁ Θε­ός σᾶς συγ­χω­ρεῖ. Δέ χρει­ά­ζε­τε, λοι­πόν, νά ἀ­νη­συ­χεῖ­τε, γι­α­τί δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α». Καί ὅ­λα αὐ­τά, βέ­βαι­α, σέ πλή­ρη ἀ­ντί­θε­ση μέ τό Λό­γο τοῦ Θε­οῦ στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή καί τήν ἱ. Πα­ρά­δο­ση (ἱ. Κα­νό­νες). Τό ἴ­δι­ο, λί­γο ― πο­λύ, συμ­βαί­νει καί γι­ά ὅ­λες τίς ἄλ­λες, μι­κρό­τε­ρες ἤ με­γα­λύ­τε­ρες, ἁ­μαρ­τί­ες.

Ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ρι­ά, ἡ βι­ο­θε­ω­ρί­α τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ, ὅ­που, ὑ­πό τό φῶς ἑ­νός Ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ (πρβλ. summum bonum τῶν Σχο­λα­στι­κῶν) καί συ­νά­μα ἑ­νός κρυ­πτο-Μαρ­κι­ω­νι­τι­σμοῦ, ἔ­κα­νε τήν ἐμ­φά­νι­σή της ἡ ρο­μα­ντι­κή ἀ­ντί­λη­ψη τοῦ «κα­λοῦ Θε­οῦ», σέ συν­δυ­α­σμό μέ τό χρι­στι­α­νι­κό (κυ­ρί­ως ρώ­σι­κο) Ὑ­παρ­ξι­σμό (πρβλ. Dostojewskij, Bulgakov, Berdiaeff κ.ἄ.), τήν Ἀν­θρω­πι­στι­κή Ψυ­χο­λο­γί­α, τό ἐ­πα­κο­λου­θῆ­σαν κῦ­μα τῶν ἀ­να­το­λι­κῶν φι­λο­σο­φι­ῶν (Βουδ­δι­σμοῦ – Karma κλπ.) καί τῆς «Θε­τι­κῆς σκέ­ψης» συ­νέ­τει­ναν στήν ἀ­πώ­θη­ση τῆς ἀ­ντι­λή­ψε­ως τοῦ Θεί­ου ὡς ἀ-γνώ­στου / ἀρ­ρή­του (μυ­στη­ρί­ου) καί ὑ­περ­λό­γου (πα­ρα­δό­ξου).

Πα­ράλ­λη­λα, με­τά τήν πλού­σι­α «ἐ­ξα­γω­γή» <ἱ­ε­ροῦ τρό­μου>[104], κυ­ρί­ως ἀ­πό τίς χῶ­ρες τοῦ Πα­κι­στάν, Ἀφ­γα­νι­στάν (Taliban), Ἰν­δο­νη­σί­ας (Jamaa al Islamiyia) κ.ἄ., ἀλ­λά καί τά φο­βε­ρά γε­γο­νό­τα τῆς 11ης Σε­πτεμ­βρί­ου 2001 μα­ζί μέ ὅ­λο τό συ­να­φές (πα­γκό­σμι­ο) «δί­κτυ­ο τοῦ τρό­μου»[105], πού σή­μα­ναν ἀλ­λα­γή πο­ρεί­ας ἀ­κό­μα καί γι­ά τό ἀ­με­ρι­κα­νι­κό σι­νε­μά καί τήν τη­λε­ό­ρα­ση[106], ἔ­κα­νε τήν ἐμ­φά­νι­σή του ἕ­νας ἰ­δε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κός λό­γος, πού θέ­τει τό «θρη­σκευ­τι­κό φό­βο» στό πε­ρι­θώ­ρι­ο· πρό­σφα­τα, μά­λι­στα, ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε προ­βο­κα­τό­ρι­κα ἀ­πό κά­ποι­ους νά συν­δε­θεῖ ἡ (Δι­ε­θνής;) Τρο­μο­κρα­τί­α μέ τή Σερ­βι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κ­λη­σί­α μέ­σω τοῦ «ἐ­πα­να­στα­τι­κοῦ Παν­σλα­βι­σμοῦ», πρᾶ­γμα πού ἐ­νέ­χει τόν κίν­δυ­νο ἀ­κό­μα καί οἱ δι­α­θρη­σκει­α­κοί δι­ά­λο­γοι νά τε­θοῦν στήν ὑ­πη­ρε­σί­α πο­λι­τι­κῶν σκο­πι­μο­τή­των! Πρό­κει­ται γι­ά τόν κίν­δυ­νο πυ­ρο­δό­τη­σης τοῦ <ἱ­ε­ροῦ πο­λέ­μου> (jihad), πού, σύμ­φω­να μέ τή γνω­στή θε­ω­ρί­α τοῦ S. Hundigton[107], ὑ­πο­θάλ­πει κά­θε Θρη­σκεί­α, καί πού ὡς ἀ­ντιρ­ρό­πη­ση οἱ θρη­σκευ­τι­κοί ἡ­γέ­τες ὅ­λου τοῦ κό­σμου ἐ­πι­χει­ροῦν νά ἀμ­βλύ­νουν (δι­α­σκε­δά­σουν) μέ εἰ­ρη­νι­στι­κά κη­ρύ­γμα­τα πε­ρί ἀ­νο­χῆς, δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τας καί κα­ταλ­λα­γῆς.

Ἡ ἀ­ντι­φα­τι­κή (συ­γκρου­σι­α­κή) ἐ­πο­χή μας, ἐ­νῶ (φαί­νε­ται, ἤ δή­λω­σε, ὅ­τι) «ἐ­ξω­βέ­λι­σε», θε­ω­ρη­τι­κά καί πρα­κτι­κά, τό (με­σαι­ω­νι­κό) φό­βο τοῦ Θε­οῦ, μα­στί­ζε­ται ἀ­πό μι­ά πλη­θώ­ρα (συ­νει­δη­τῶν καί ἀ­συ­νεί­δη­των) σύγ­χρο­νων φό­βων καί φο­βι­ῶν, ἐξ αἰ­τί­ας φυ­σι­κῶν (σει­σμοί, κα­το­λι­σθή­σεις, ἀ­νομ­βρί­α κλπ.) καί κο­σμι­κῶν (μέ­σω ἐ­πι­στη­μο­νι­κο­φα­νῶν καί κοι­νω­νι­κῶν μύ­θων, προ­λή­ψε­ων καί δει­σι­δαι­μο­νι­ῶν ἤ λι­μῶν, λοι­μῶν, ἐ­πα­να­στά­σε­ων, πο­λέ­μων, ἀ­νί­α­των ἀ­σθε­νει­ῶν, θα­νά­των κλπ.) ἀ­πει­λῶν ἤ κιν­δύ­νων. Ἀ­πω­θώ­ντας τό φό­βο ἐ­νώ­πι­ον τοῦ Ἑ­νός καί ἀ­λη­θι­νοῦ (ἀ­ό­ρα­του καί πνευ­μα­τι­κοῦ) Θε­οῦ, ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος, σάν τούς «γυ­μνούς» (κε­νούς, ἀ­νί­σχυ­ρους) Πρω­τό­πλα­στους, φο­βᾶ­ται τή Φύ­ση, τήν Ἱ­στο­ρί­α καί τόν ἑ­αυ­τό του, δηλ. κά­ποι­α «εἴ­δω­λα» τῶν χε­ρι­ῶν του! Ἔ­τσι, πα­ρα­τη­ρεῖ­ται τό ἑ­ξῆς πα­ρά­δο­ξο: ψυ­χο­λο­γι­κά καί κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κά νά βι­ώ­νε­ται ἐ­ντο­νό­τα­τα τό ἄγ­χος, ἡ βί­α, ὁ φό­βος καί ὁ τρό­μος σέ ὅ­λη τήν gamme τῆς προ­σω­πι­κῆς καί κοι­νω­νι­κῆς ζω­ῆς, καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη Ἐ­πι­στή­μη, Φι­λο­σο­φί­α καί Θε­ο­λο­γί­α ἐ­θε­λό­τυ­φλα νά τά ἀ­γνο­οῦν, πε­ρι­ο­ρι­ζό­με­νες ἁ­πλᾶ στήν κα­τα­γρα­φή καί ἐ­πι­σή­μαν­ση τῶν φαι­νο­μέ­νων, λές καί εἶ­ναι δυ­να­τό τά προ­βλή­μα­τα αὐ­τά νά ἐ­πι­λυ­θοῦν μέ κο­σμι­κά εὐ­χο­λό­γι­α! Ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ρι­ά, βέ­βαι­α, ἡ ἔν­νοι­α τοῦ Θεί­ου φό­βου τό­σο θρη­σκει­ο­ψυ­χο­λο­γι­κά, ὅ­σο καί θρη­σκει­ο­κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κά δέν ἔ­πα­ψε πο­τέ νά λει­τουρ­γεῖ, καί μά­λι­στα δρα­στι­κά, εἴ­τε ἀ­το­μι­κά εἴ­τε συλ­λο­γι­κά, ἄλ­λο­τε πι­ό ὑ­γι­ει­νά καί ἄλ­λο­τε πι­ό νο­ση­ρά.

Δέν εἶ­ναι τοῦ πα­ρό­ντος μι­ά συν­θε­τι­κή καί κρι­τι­κή ὅ­λων τῶν μέ­χρι τοῦ­δε σο­βα­ρῶν ἀ­ντιρ­ρή­σε­ων ἔ­να­ντι τῶν θέ­σε­ων τοῦ Hundigton· δυ­ό πρά­γμα­τα μό­νο θά ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με ἐ­δῶ: α) δέν εἶ­ναι (κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κά καί θρη­σκει­ο­λο­γι­κά) οὔ­τε ὅ­λο (ὅ­πως, του­λά­χι­στον, τό πα­ρου­σι­ά­ζουν σή­με­ρα στίς Η.Π.Α. πο­λε­μο­κά­πη­λοι συγ­γ­ρα­φεῖς[108]), οὔ­τε στήν ἐ­πί­ση­μη του­λά­χι­στον (θε­ω­ρη­τι­κή) δι­δα­σκα­λί­α του (Κο­ρά­νι) τό Ἰσ­λάμ βί­αι­ο καί πο­λε­μο­κά­πη­λο· φο­ντα­με­ντα­λι­στι­κά καί τρο­μο­κρα­τι­κά στοι­χεῖ­α εἶ­ναι δυ­να­τό νά βρε­θοῦν σέ κά­θε κοι­νω­νί­α καί θρη­σκεί­α· καί β) θά πρέ­πει, ἐ­πι­τέ­λους, νά γί­νει κα­τα­νο­η­τό ἀ­πό ὅ­λους ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος τρό­πος συ­νέ­χι­σης τῆς (προ­σω­πι­κῆς καί συλ­λο­γι­κῆς) ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς, μέ­σα μά­λι­στα σέ ἕ­να ὁ­λο­έ­να καί πε­ρισ­σό­τε­ρο πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό καί πα­γκο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον, ἀ­πό τήν ἀ­μοι­βαί­α ἀ­να­γνώ­ρι­ση καί τόν ἀλ­λη­λο­σε­βα­σμό τῶν δι­α­φό­ρων θρη­σκει­ῶν καί θρη­σκευ­τι­κο­τή­των (ἔ­μπρα­κτη ἀ­νε­ξι­θρη­σκεί­α), πρά­γμα­τα, ἄλ­λω­στε, πού πρα­γμα­τι­κά ἐξ-υ­ψώ­νουν τούς λά­τρεις ὅ­λων τῶν θρη­κει­ῶν πρός τόν ἐν­δό­τε­ρο καί οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρο πυ­ρή­να τῆς κά­θε θρη­σκεί­ας, πού εἶ­ναι ἡ φι­λαλ­λη­λί­α (φιλ-αν­θρω­πί­α) καί ἀ­γά­πη, τά ὁ­ποῖ­α καί προ­σπα­θοῦν νά καλ­λι­ερ­γοῦν· τοῦ­το, ἄλ­λω­στε, συ­νι­στᾶ ἀ­νέ­κα­θεν καί τή στά­ση τῆς ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξης Πα­ρά­δο­σής μας ἀ­πέ­να­ντι στούς ἀλ­λό­θρη­σκους καί ἑ­τε­ρό­δο­ξους.

Ι­Ι. Η ΠΡΟ­Ε­ΛΕΥ­ΣΗ ΤΟΥ Θ. ΦΟ­ΒΟΥ

Εἶ­ναι πα­λι­ό τό ἐ­ρώ­τη­μα γι­ά τήν προ­έ­λευ­ση τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ φό­βου: ὁ ἀν­θρώ­πι­νος φό­βος (ἄν­θρω­πος) γέν­νη­σε τό θε­ό τοῦ φό­βου (τή θρη­σκεί­α τοῦ φό­βου καί τό φό­βο τῆς θρη­σκεί­ας) ἤ ὁ θε­ός (ἡ θρη­σκεί­α) τό φό­βο[109]; Καί, ἄν μέν ὁ ἄν­θρω­πος «γέν­νη­σε» τό θρη­σκευ­τι­κό φό­βο, τοῦ­το εἶ­ναι μι­ά ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση φυ­σι­ο­λο­γι­κή (ἔμ­φυ­τη καί πα­ναν­θρώ­πι­νη) ἤ ἕ­να εἶ­δος μα­ζο­χι­σμοῦ; Συ­να­φές μέ αὐ­τά τά ἐ­ρω­τή­μα­τα εἶ­ναι καί τό ἀ­κό­λου­θο: ὁ Θ. φό­βος πη­γά­ζει ἀ­πό τήν ἀ­λη­θῆ θρη­σκεί­α (ἀ­πό τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό) ἤ ἀ­πό τήν πα­ρα­θρη­σκεί­α (ἀ­πό τό δι­ά­βο­λο ἤ τό ἀν­θρώ­πι­νο ἀ­συ­νεί­δη­το); Ὁ Ἐ­πί­κου­ρος, γι­ά πα­ρά­δει­γμα, ἀ­πέρ­ρι­πτε τή Θρη­σκεί­α, γι­α­τί τή θω­ροῦ­σε ὑ­παί­τι­ο τοῦ φό­βου τοῦ θα­νά­του[110]. Ὡ­στό­σο, δέν προ­κα­λεῖ τό­σο ἡ Θρη­σκεί­α τό φό­βο, ὅ­σο, κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, ἡ ἀ­ντι­θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, ὅ­πως πολ­λές φο­ρές ἐκ­δη­λώ­θη­κε μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α μέ τούς δι­ω­γμούς καί τά μαρ­τύ­ρι­α τῶν Χρι­στι­α­νῶν. Πολ­λοί ἀ­πό τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα μέ­χρι σή­με­ρα (Δη­μό­κρι­τος, Ἐ­πί­κου­ρος, Κρι­τί­ας, Λου­κρή­τι­ος, David Hume, L. Feuerbach, P. Holbach, B. Russell, J. Monod, Μ. Πλω­ρί­της κ.ἄ.) πι­στεύ­ουν ὅ­τι ἡ ἴ­δι­α ἡ Θρη­σκεί­α (ἤ καί σύ­μπας ὁ ἀν­θρώ­πι­νος πο­λι­τι­σμός[111]) προ­ῆλ­θε ἀ­πό τό φό­βο τοῦ ἀ­γνώ­στου, τοῦ μυ­στη­ρί­ου καί τοῦ θα­νά­του. Ἄλ­λω­στε, κα­τά μί­α ἐ­τυ­μο­λο­γί­α, ἡ ἴ­δι­α ἡ ἐλ­λη­νι­κή λέ­ξη θε­ός πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τό «δέ­ος»[112]. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι μά­λι­στα Λα­κε­δαι­μό­νι­οι εἶ­χαν ἱ­δρύ­σει Ἱ­ε­ρό πρός τι­μή τοῦ Φό­βου (γι­οῦ τοῦ Ἄ­ρη καί τῆς Ἀ­φρο­δί­της, κα­τά τή Μυ­θο­λο­γί­α), τόν ὁ­ποῖ­ο πα­ρί­στα­ναν μέ κε­φά­λι λι­ο­ντα­ρι­οῦ καί θε­ω­ροῦ­σαν ἐ­πι­βλα­βῆ θε­ό­τη­τα[113]. Ὁ­μοί­ως, οἱ Ρω­μαῖ­οι, ἤ­δη πρίν ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τοῦ Tullus Hostilius, λά­τρευ­αν εἰ­δι­κούς θε­ούς τοῦ φό­βου (Pavor καί Pallor)[114]. Κα­τά τόν Russell, ἐ­πει­δή ὁ φό­βος εἶ­ναι ὁ πα­τέ­ρας ὄ­χι μό­νο τῆς θρη­σκεί­ας, ἀλ­λά καί τῆς σκλη­ρό­τη­τας, θρη­σκεί­α καί σκλη­ρό­τη­τα συμ­βα­δί­ζουν. Ἔ­τσι, γι­’ αὐ­τόν ἡ θρη­σκεί­α εἶ­ναι νο­ση­ρό φαι­νό­με­νο.

Ὅ­σο ἀ­φο­ρᾶ του­λά­χι­στον τό Χρι­στι­α­νι­σμό, ὁ πυ­ρή­νας τῆς ὀρ­θό­δο­ξης αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, σύμ­φω­να μέ τούς Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες, εἶ­ναι ἡ Θεί­α φι­λαν­θρω­πί­α[115] καί ὄ­χι τό νο­μικ(ι­στικ)ό πνεῦ­μα τῆς Δύ­σης. Ἄν καί δυ­νά­μεις «οἰ­κεῖ­ες», πολ­λές φο­ρές, δύ­να­νται νά προ­κα­λέ­σουν φό­βο με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού θά προ­κα­λοῦ­σαν δυ­νά­μεις γνω­στές[116], τό ἄ­γνω­στο, τό μυ­στή­ρι­ο καί ὁ θά­να­τος ἀ­πο­βαί­νουν τρο­μα­κτι­κά, μό­νο ἐ­φό­σον ὑ­πάρ­χει συ­νεί­δη­ση. Ἔ­τσι, μό­νος ὁ φό­βος (χω­ρίς τή νό­η­ση) δέν μπο­ρεῖ νά δη­μι­ουρ­γή­σει θρη­σκεί­α. Ἀλ­λι­ῶς, καί τά ζῶ­α θά ἔ­πρε­πε νά εἶ­χαν θρη­σκεί­α. Ἔ­πει­τα, λέ­γο­ντας ὅ­τι ἡ Θρη­σκεί­α προ­ῆλ­θε ἀ­πό τό φό­βο, συγ­χέ­ου­με αἴ­τι­ο καί αἰ­τι­α­τό, ἀ­φοῦ πρίν φο­βη­θεῖ κά­ποι­ος, θά πρέ­πει νά ἔ­χει πι­στεύ­σει (ἄ­ρα καί «συ­να­ντή­σει») στήν ὕ­παρ­ξη ὄ­ντων, πού νά προ­κα­λοῦν φό­βο[117]· οἱ δαί­μο­νες προ­η­γοῦ­νται τῆς δαι­μο­νο­λα­τρί­ας! Ἐ­ξάλ­λου, ἡ ἴ­δι­α ἡ Θρη­σκεί­α δέν ἀ­παλ­λάσ­σει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τήν ἰ­δέ­α τοῦ θα­νά­του· ἀ­ντί­θε­τα, τήν προ­βάλ­λει δι­αρ­κῶς μπρο­στά του. Ἄλ­λω­στε, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τό ὁ ἄν­θρω­πος, θε­ω­ρώ­ντας ὡς ἅ­γι­α τά ἴ­δι­α τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να, νά ἕλ­κε­ται ἀ­πό τό προϊ­όν τοῦ φό­βου του, νά τό ἀ­γα­πᾶ καί πρω­τί­στως νά ἐ­μπι­στεύ­ε­ται τήν ὕ­παρ­ξή του σ’ αὐ­τό, ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ­ται ἀ­κό­μα καί σέ πρω­τό­γο­να θρη­σκεύ­μα­τα; Κά­τι τέ­τοι­ο δέν ὑ­φί­στα­ται οὔ­τε κάν στά ζῶ­α, πού δι­α­θέ­τουν τή λε­γό­με­νη «φο­βι­κή ἀ­ντί­δρα­ση»[118]. Τέ­λος, δέν εἶ­ναι ἀ­λή­θει­α ὅ­τι ἡ πί­στη στήν ἀ­θα­να­σί­α καί τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα εἶ­ναι πά­ντο­τε πα­ρή­γο­ρη· ἡ ἐ­κμη­δέ­νι­ση κα­μι­ά φο­ρά εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρη τῆς ἀ­θα­να­σί­ας, ἀ­φοῦ ἡ τε­λευ­ταί­α δέν κο­μί­ζει μό­νο γα­λή­νη, ἀλ­λά καί ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη εὐ­θύ­νη.

Εἶ­ναι γε­γο­νός ὅ­τι οἱ πά­ντες ἔ­χουν τούς φό­βους καί τίς φο­βί­ες τους· δι­και­ο­λο­γη­μέ­να ἤ ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τα, φυ­σι­ο­λο­γι­κά ἤ πα­θο­λο­γι­κά, φα­νε­ρά ἤ κρυ­φά, συ­νει­δη­τά ἤ ἀ­συ­νεί­δη­τα[119], ὁ φό­βος εἶ­ναι σύμ­φυ­τος μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση. Ὁ ἄν­θρω­πος ἵ­στα­ται μό­νος / δι­α­φο­ρε­τι­κός (βλ. ὑ­παρ­κτι­κή μο­να­ξι­ά) ἔ­να­ντι τό­σο τῆς «ἀ­ντι­κει­με­νι­κῆς πρα­γμα­τι­κό­τη­τας», ὅ­σο καί τοῦ (ἀν­θρω­πί­νως / λο­γι­κῶς) Ἀ­δύ­να­του ― Ἀ­πί­θα­νου. Ἄν αὐ­τό πού θε­ω­ροῦ­με ὡς τό Ἀ­πό­λυ­το (Θεῖ­ο) [καί Αὐ­τό ὄ­χι μό­νο θά πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει, γι­α­τί ἀλ­λι­ῶς δέν ἐ­ξη­γεῖ­ται λο­γι­κά τί­πο­τα (καί τό­τε θά πρέ­πει νά αὐ­το­πα­ρα­δο­θοῦ­με στήν τυ­χαι­ό­τη­τα), ἀλ­λά καί νά ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἔ­σχα­το ἀ­ντι­κεί­με­νο ἐ­ξάρ­τη­σης τοῦ ἀν­θρώ­που / δη­μι­ουρ­γή­μα­τος, προ­κει­μέ­νου τό δη­μι­ούρ­γη­μα νά μπο­ρεῖ νά συ­νε­χί­σει νά ζεῖ] δέν εἶ­ναι ἐ­ξω-αν­θρώ­πι­νο (μή κτι­στό) καί ὀ­ντο­λο­γι­κά (ποι­ο­τι­κά) δι­α­φο­ρε­τι­κό, τό­τε δέν ἀ­ξί­ζει νά λα­τρεύ­ε­ται ὡς Θε­ός, ἀ­φοῦ, ἁ­πλού­στα­τα, πρό­κει­ται γι­ά κά­ποι­ο νο­η­τό (projection) ἤ ὑ­λι­κό (βλ. Φύ­ση) εἴ­δω­λο. Γι­ά κά­ποι­ους, λοι­πόν, ὁ κο­σμι­κός (κτι­στός) φό­βος [αὐ­τόν δηλ. πού αἰ­σθά­νο­νται ἀ­πέ­να­ντι σέ ὅ,τι, κα­τά τή γνώ­μη τους, ἀ­σκεῖ με­γα­λύ­τε­ρη δύ­να­μη[120] πά­νω τους] εἶ­ναι ὁ φό­βος τοῦ ἤ τῶν «θε­ῶν» τους· καί συ­νή­θως τέ­τοι­οι (κα­θη­με­ρι­νοί καί γνω­στοί) «θε­οί» εἶ­ναι εἴ­τε ὁ Μα­μω­νᾶς, εἴ­τε τό «μέ­σον»· πρό­κει­ται γι­ά ἕ­ναν ἄ­θρη­σκο ἤ ἀ­συ­νεί­δη­το (ἀρ­χε­τυ­πι­κό) φό­βο Θε­οῦ. Γι­’ αὐ­τό, μό­νο μι­ά τρο­μα­κτι­κή (Ὑ­περ)Δύ­να­μη, ἀ­κό­μα καί μέ­σα στόν ἑ­κού­σι­ο αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­σμό, αὐ­το­α­ναί­ρε­ση [γι­ά πα­ρά­δει­γμα, ὁ αὐ­το­έ­λεγ­χος τῆς δύ­να­μης, πού συ­νι­στᾶ, κα­τά τό feedback, τήν αὑ­το­τε­λει­ό­τη­τα ἑ­νός συ­στή­μα­τος, μπο­ρεῖ νά φαί­νε­ται ὡς ἀ­δυ­να­μί­α] ἤ ἀ­χρη­στί­α της, μπο­ρεῖ νά ἀ­παλ­λά­ξει (σώ­σει) τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος ἀ­πό τήν κο­σμι­κή Τρο­μο­κρα­τί­α (τοῦ κα­κοῦ). Ἡ πα­ντο­δυ­να­μί­α (παν­δυ­να­μι­κή ἐ­νέρ­γει­α) τοῦ Θε­οῦ δέν ἀ­πο­τε­λεῖ οὔ­τε τό λό­γο (causa) τοῦ «εἶ­ναι» τοῦ Θε­οῦ, οὔ­τε μι­ά αὐ­τό­νο­μη με­τα­φυ­σι­κή ἀρ­χή, στήν ὁ­ποί­α «ὑ­πα­κού­ει» ἀ­πό ἀ­νά­γκη ὁ Θε­ός σά νά πρό­κει­ται γι­ά κά­ποι­ο ἄλ­λο Θε­ό, ἀλ­λά γι­ά «προ­σόν» (ἰ­δί­ω­μα) τῆς οὐ­σι­ώ­δους (ἄ­κτι­στης) ἐ­νέρ­γει­ας, πού ἀ­κο­λου­θεῖ τή βού­λη­σή Του. Ἔ­τσι, ὁ Θ. φό­βος δέν καθ-ο­ρί­ζει τό Θε­ό, ἀλ­λ’ ὁ Θε­ός τό (Θεῖ­ο) φό­βο. Ἄ­ρα, ὁ Θε­ός δέ φο­βᾶ­ται τή δύ­να­μή Του (πού συ­μπί­πτει μέ τή θέ­λη­σή Του), ἀλ­λ’ ἡ Δύ­να­μή Του πε­ρι­φρου­ρεῖ ἀλ­λά καί φο­βί­ζει τά λο­γι­κά δη­μι­ουρ­γή­μα­τα κα­τά τήν Κρί­ση Του.

Ι­ΙΙ. Υ­ΓΙ­ΗΣ ΚΑΙ ΠΑ­ΘΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΚΟΣ Θ. ΦΟ­ΒΟΣ

Ὁ ὅ­ρος φό­βος Θε­οῦ εἶ­ναι πο­λύ γε­νι­κός· μπο­ρεῖ, γι­ά πα­ρά­δει­γμα, νά πε­ρι­λαμ­βά­νει τήν ψυ­χο­πα­θο­λο­γι­κή (συ­νει­δη­τή ἤ ἀ­συ­νεί­δη­τη), τή θρη­σκει­α­κή, τή χρι­στι­α­νι­κή, τήν αἱ­ρε­τι­κή (λα­τρει­ῶν καί σε­κτῶν κλπ.) ἀλ­λά καί τήν ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­φο­βί­α (θε­ο­σέ­βει­α). Στό με­τα­ξύ, τό­σο τό ψυ­χο­πα­θο­λο­γι­κό ὅ­σο καί τό αἱ­ρε­τι­κό στοι­χεῖ­ο δι­α­κυ­μαί­νο­νται καί αὐ­ξο­μει­ώ­νο­νται εἴ­τε ἐ­ντός τοῦ «φυ­σι­ο­λο­γι­κοῦ», εἴ­τε ἐ­ντός τοῦ «ὀρ­θό­δο­ξου» ἀ­ντί­στοι­χα, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι οὔ­τε τό φυ­σι­ο­λο­γι­κό, οὔ­τε τό ὀρ­θό­δο­ξο ἀ­πο­τε­λοῦν κα­τη­γο­ρή­μα­τα στα­τι­κά, αὐ­το­νό­η­τα καί ἀ­πό­λυ­τα προσ­δι­ο­ρί­σι­μα θε­ω­ρη­τι­κῶς ἤ θε­σμι­κῶς: τό «πνεῦ­μα ὅ­που θέ­λει πνεῖ»[121]. Ἔ­τσι, κά­θε θρη­σκει­α­κός φό­βος οὔ­τε εἶ­ναι a priori ἰ­δε­ο­λη­πτι­κός (ἀρ­νη­τι­κός), οὔ­τε εἶ­ναι πά­ντα ὑ­γι­ής (θε­τι­κός)· μπο­ρεῖ νά λει­τουρ­γή­σει πό­τε «πα­θη­τι­κά» (δει­σι­δαι­μο­νι­κά καί πρω­τό­γο­να), καί πό­τε «ἐ­νερ­γη­τι­κά» (ἀ­ναρ­χι­κά καί φα­να­τι­κά). Ὑ­φί­στα­ται κι­’ ἐ­δῶ μι­ά ποι­κι­λί­α ὡς πρός τό πλά­τος καί τό βά­θος του. Τό ἅ­γι­ο καί τό δαι­μο­νι­κό, ὡς με­γέ­θη πνευ­μα­τι­κῆς τά­ξε­ως, εἶ­ναι «ἀ­ό­ρα­τα», γι­’ αὐ­τό καί δυσ­δι­ά­κρι­τα. Ὑ­πάρ­χουν λ.χ. οἱ με­τα­φυ­σι­κοί (φι­λο­σο­φι­κά ἤ ψυ­χο­λο­γι­κά), οἱ θρη­σκευ­τι­κο-α­πο­κα­λυ­πτι­κοί (ἔ­λευ­ση ἐ­ξω­γή­ι­νων, πτώ­ση κο­μη­τῶν, ἐμ­φά­νι­ση «ση­μεί­ων καί τε­ρά­των», Χι­λι­α­σμός κλπ.), οἱ πο­λυ­θεϊ­στι­κοί, οἱ πα­γα­νι­στι­κοί (πρβλ. τήν τυ­ραν­νί­α τῆς Εἱ­μαρ­μέ­νης κλπ.), οἱ πνευ­μα­τι­στι­κοί, οἱ ἀ­νι­μι­στι­κοί / πο­λυ-δαι­μο­νι­κοί (ἄ­με­σα ἤ ἔμ­με­σα, συ­νει­δη­τά ἤ ἀ­συ­νεί­δη­τα)[122], οἱ σα­τα­νι­κοί (πρα­γμα­τι­κά ἤ φα­ντα­στι­κά)[123], οἱ σα­τα­νι­στι­κοί (μέ «τε­χνη­τή» πρό­κλη­ση κα­τά τίς σα­τα­νι­στι­κές τε­λε­τές) φό­βοι / φο­βί­ες κλπ.

Ἡ ἐκ­φυ­λι­σμέ­νη μορ­φή θρη­σκεί­ας [πα­ρα­θρη­σκεί­α (δει­σι­δαι­μο­νί­α[124], μα­γεί­α, δαι­μο­νο­φο­βί­α κ.λ­π.)] δη­μι­ούρ­γη­σε ― καί δη­μι­ουρ­γεῖ μέ τίς σύγ­χρο­νες κα­τα­στρο­φι­κές λα­τρεῖ­ες ― τόν κα­τώ­τε­ρο / πρω­τό­γο­νο (δαι­μο­νι­κό) φό­βο ἔ­να­ντι τοῦ Θεί­ου, ὅ­που, μέ­σα σέ ἕ­να αἴ­σθη­μα κα­τω­τε­ρό­τη­τας, κλι­νι­κῆς φο­βί­ας καί πα­νι­κοῦ (< θε­ό Πά­να), κυ­ρι­αρ­χοῦν ἀ­πο­τρε­πτι­κές καί ἐ­ξι­λα­στή­ρι­ες λα­τρεῖ­ες[125], ἀλ­λ’ οὐ­δέ­πο­τε ἡ ἐ­σώ­τε­ρη ἀ­να­ζή­τη­ση καί ὁ Θεῖ­ος ἔ­ρως[126]. Κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, οἱ Εἰ­δω­λο­λά­τρες ἔ­τρε­μαν τά ἱ­ε­ρά ζῶ­α (totem) καί τά ἱ­ε­ρά δέν­δρα (taboo)[127], ὅ­πως καί τά κρόμ­μυ­α[128]. Ὁ­μοί­ως, ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος ἀ­σκη­τής Στα­γεί­ρι­ος, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ αὐ­τοῦ ἱ. Πα­τρός, ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό τέ­τοι­ους δαι­μο­νι­κούς τρό­μους[129]. Ὁ δι­ά­βο­λος, μο­λο­νό­τι φρίτ­τει πρό τοῦ Θε­οῦ[130], «φο­βεῖ καί τα­ράτ­τει» τούς ἀν­θρώ­πους[131], ὅ­πως θο­ρύ­βη­σε καί πεί­ρα­ξε τόν Σί­μω­να[132]. Οἱ Ἀ­το­μι­κοί Φι­λό­σο­φοι (Δη­μό­κρι­τος καί Λεύ­κιπ­πος), σέ ἀ­ντί­θε­ση μέ τήν Ἀ­πολ­λώ­νει­α λαϊ­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, εἶ­χαν πρό ὀ­φθαλ­μῶν κυ­ρί­ως τήν Ἡ­σι­ό­δει­α καί Ὀρ­φι­κή Θε­ο­λο­γί­α, πού πα­ρί­στα­νε τό «Θεῖ­ον» σκο­τει­νό, φο­βε­ρό καί ἀ­πει­λη­τι­κό (βλ. Zuesophobia)[133]. Σύμ­φω­να μέ τόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο, ὁ πρῶ­τος τυ­ρα­νο­κτό­νος καί συ­νά­μα πα­τρο­κτό­νος[134] βρί­σκε­ται στήν ἑλ­λη­νι­κή Μυ­θο­λο­γί­α, καί εἶ­ναι αὐ­τός ὁ θε­ός Ζεύς, πού μι­μή­θη­κε τόν πα­τέ­ρα του, τόν Κρό­νο[135]. Αὐ­τόν, καί τόν Προ­μη­θέ­α (ἤ, κα­τά τόν Ἰ­ου­δαι­ο­χρι­στι­α­νι­μό, τόν Ἑ­ω­σφό­ρο), ἤ­θε­λε νά μι­μη­θεῖ καί ὁ θι­α­σώ­της τους, Ἰ­ου­λι­α­νός ὁ Πα­ρα­βά­της, τολ­μη­ρά ἐ­πα­να­στα­τή­σας κα­τά τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως γρά­φει πά­λι ὁ Γρη­γό­ρι­ος[136].

Ὁ χρι­στι­α­νι­κός Θεῖ­ος φό­βος μπο­ρεῖ, ὁ­μοί­ως, νά βι­ώ­νε­ται εἴ­τε αἱ­ρε­τι­κά (νευ­ρω­τι­κά)[137], εἴ­τε ὀρ­θό­δο­ξα. Τό αἱ­ρε­τι­κῶς «θρη­σκεύ­ειν» ἔ­χει, βέ­βαι­α, καί τίς ἀ­νά­λο­γες ἐ­πι­πτώ­σεις του: κοι­νω­νι­κές, πο­λι­τι­κές, ψυ­χο­λο­γι­κές (νευ­ρώ­σεις) καί θε­ο­λο­γι­κές (πρβλ. κα­τα­στρο­φι­κές σέ­κτες). Ἐ­ντός τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ ὁ Καλ­βῖ­νος κυ­ρί­ως, κα­τ’ ἐ­πί­δρα­ση τοῦ Αὐ­γου­στι­νι­α­νι­σμοῦ, ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος πού κα­τέ­στη­σε τό Θε­ό ἀ­ντι­κεί­με­νο φό­βου[138]· ἡ δυ­τι­κή θρη­σκευ­τι­κή τέ­χνη (λ.χ. Γοτ­θι­κός ρυ­θμός κλπ.) φέ­ρει ἔ­ντο­να τά ση­μά­δι­α ἑ­νός τέ­τοι­ου Θε­οῦ. Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι σύγ­χρο­να φο­ντα­με­ντα­λι­στι­κά κι­νή­μα­τα «στε­γά­ζο­νται» εἴ­τε σέ ἰσ­λα­μι­κά[139], εἴ­τε σέ προ­τε­στα­ντι­κά[140] πε­ρι­βάλ­λο­ντα (βλ. Θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης).

Τε­λι­κά, ἐ­γεί­ρε­ται ἔ­ντο­να τό ζή­τη­μα πά­λι τῆς με­γά­λης Πα­τε­ρι­κῆς ἀ­ρε­τῆς τῆς δι­ά­κρι­σης με­τα­ξύ ὑ­γι­οῦς καί πα­θο­λο­γι­κοῦ Θ. φό­βου. Αὐ­τό πού μπο­ροῦ­με μό­νο νά ποῦ­με ἐ­δῶ, εἶ­ναι ἀ­φε­νός μέν ὅ­τι αὐ­στη­ρῶς ἐ­πι­στη­μο­νι­κά δέν ἐ­πι­τρέ­πο­νται ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε γε­νι­κεύ­σεις, καί ἀ­φε­τέ­ρου ὅ­τι ἀ­παι­τεῖ­ται με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή ἐ­μπει­ρί­α καί ὡ­ρι­μό­τη­τα, ἀ­φοῦ οἱ κα­τα­στά­σεις αὐ­τές, πολ­λές φο­ρές, ἀλ­λη­λο­κα­λύ­πτο­νται εἴ­τε συ­νει­δη­τά, εἴ­τε ἀ­συ­νεί­δη­τα.

IV. Ο ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΟΣ Θ. ΦΟ­ΒΟΣ

Α. ΓΕ­ΝΙ­ΚΑ

Ξε­χω­ρι­στή θέ­ση ἀ­πό ὅ­λες τίς μορ­φές φό­βου κα­τα­λαμ­βά­νει ὁ ἀ­πα­θής ὀρ­θό­δο­ξος χρι­στι­α­νι­κός Θ. φό­βος[141]. Ἡ «πο­ρεί­α» τῆς ζω­ῆς μέ­σα στό φό­βο «τοῦ Κυ­ρί­ου»[142], ὡς ὁ ἀ­λη­θι­νός πλοῦ­τος (θη­σαυ­ρός) τοῦ κά­θε πι­στοῦ[143], ἀ­πο­τε­λεῖ βα­σι­κό θε­ο­λο­γι­κό στοι­χεῖ­ο ὅ­λων τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας[144]. Ὁ ὑ­παρ­ξι­α­κός συ­γκλο­νι­σμός (δό­νη­ση) ὁ­λό­κλη­ρης τῆς ὕ­παρ­ξης ἀ­πό τήν ἀ­νη­συ­χη­τι­κή καί ἴ­σως καί ἐ­πί­πο­νη αἴ­σθη­ση ἑ­νός θάμ­βους (θαύ­μα­τος), πού στι­γμι­αῖ­α πα­ρα­λύ­ει τόν ψυ­χο­σω­μα­τι­κό ὀρ­γα­νι­σμό,  συ­νι­στᾶ τήν πλέ­ον ὕ­ψι­στη συ­γκί­νη­ση τοῦ χοϊ­κοῦ ἀν­θρώ­που, γι­α­τί συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πό ἕ­να αἴ­σθη­μα μυ­στι­κῆς εὐ­φρο­σύ­νης καί ἀ­γαλ­λί­α­σης. Οἱ ἐ­μπει­ρί­ες τῶν δι­καί­ων καί ἁ­γί­ων (ἀ­πό τήν Π.Δ., τήν Κ.Δ. καί τήν ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κή Πα­ρά­δο­ση) βί­ω­σης τοῦ Θ. φό­βου, ἀ­να­γνω­ρι­ζό­με­νες ἀ­πό τήν Ψυ­χο­λο­γί­α τῆς Θρη­σκεί­ας εἴ­τε ὡς peak―ἐ­μπει­ρί­ες[145], εἴ­τε ὡς ἕ­να ἀ­πό τά γνω­ρί­σμα­τα τῆς ὥ­ρι­μης (mature) θρη­σκεί­ας[146], θε­ω­ροῦ­νται ὀρ­θό­δο­ξα ὡς «προ­γεύ­σεις» καί ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κές θε­ο­φά­νει­ες τῆς κα­τα­στά­σε­ως τῆς θε­ώ­σε­ως. Ὁ ἅ­γι­ος καί δί­και­ος φό­βος τοῦ Θε­οῦ, μι­σώ­ντας τό κα­κό[147], ἀ­πο­τε­λεῖ γι­ά τόν ἄν­θρω­πο πη­γή τῆς αὐ­θε­ντι­κῆς (ἀ­λη­θι­νῆς) ζω­ῆς[148], ἐ­φό­σον κα­θί­στα­ται πρό­ξε­νος ὅ­λων τῶν πνευ­μα­τι­κῶν δω­ρε­ῶν (Χα­ρι­σμά­των).

Ἡ ἄρ­νη­ση τοῦ Θ. φό­βου ὀ­φεί­λε­ται, συ­νή­θως, εἴ­τε σέ θε­ο­λο­γι­κή ἄ­γνοι­α[149] ἤ ἡ­μι­μά­θει­α (τῆς «φύ­σης», τῶν ἰ­δι­ο­τή­των καί ἐ­νερ­γει­ῶν τοῦ Θε­οῦ), εἴ­τε σέ ἀ­θεΐ­α (ἀ­πι­στί­α) ἤ ὀ­λι­γο­πι­στί­α. Θε­ο­λο­γι­κή ἄ­γνοι­α ση­μαί­νει ἄ­γνοι­α τῆς ὀρ­θό­δο­ξης θε­ο­γνω­σί­ας, πού τό μό­νο πού γνω­ρί­ζει εἶ­ναι ἡ ἀ­κα­τα­λη­ψί­α τοῦ Θε­οῦ[150]! Ἀ­ντί­θε­τα, ἡ κο­σμι­κή ἄ­γνοι­α τοῦ Θε­οῦ ση­μαί­νει ἄ­γνοι­α ἑ­αυ­τοῦ· ἄ­γνοι­α δέ ἑ­αυ­τοῦ ση­μαί­νει ἀ­φρο­σύ­νη (πα­ρα­λο­γι­σμό) καί ἔλ­λει­ψη σο­φί­ας, κα­τά τήν ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α: «Στοι­χεῖ­ον οὖν ἐ­στι τῆς σο­φί­ας ὁ φό­βος τοῦ Κυ­ρί­ου», βε­βαι­ώ­νει ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος[151]. Ὡς δέ δι­και­ο­λο­γί­ες προ­βάλ­λο­νται εἴ­τε ὁ ἀν­θρώ­πι­νος ψυ­χι­σμός καί ἡ ἀν­θρώ­πι­νη βαρ­βα­ρό­τη­τα, εἴ­τε ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή καί πο­λι­τι­σμι­κή κα­θυ­στέ­ρη­ση. Τό Θεῖ­ον, λέ­νε, εἶ­ναι ἀ­πα­θές (καί ἄ­ρα δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά μι­σεῖ ἤ νά ἀ­γα­πᾶ, νά φο­βί­ζει ἤ νά ἕλ­κει κλπ.), καί τό ὅ­τι λέ­ει ἡ Γρα­φή ὅ­τι εἶ­ναι Ἀ­γά­πη, τό λέ­ει μό­νο καί μό­νο ἐ­πι­λέ­γο­ντας ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κά τήν πι­ό ὑ­ψη­λή ἀ­πό τίς ἀν­θρώ­πι­νες ἀ­ξί­ες γι­ά νά Τό πε­ρι­γρά­ψει κά­πως (ἀ­να­λο­γι­κῶς). Ἐ­πί­σης, ἰ­σχυ­ρί­ζο­νται ὅ­τι τέ­τοι­οι ἀν­θρω­πο­μορ­φι­σμοί εἶ­ναι πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κοί, πού ναί μέν πα­λαι­ό­τε­ρα (μπο­ρεῖ νά) ἦ­σαν χρή­σι­μοι ψυ­χο­παι­δα­γω­γι­κά, ἀλ­λ’ ὡ­στό­σο δέν ἔ­χουν θέ­ση πλέ­ον σέ μι­ά πνευ­μα­τι­κό­τε­ρη «θρη­σκεί­α», ὅ­πως εἶ­ναι αὐ­τή τoῦ Εὐ-αγ­γε­λί­ου. Ἀ­κό­μα, δι­δά­σκουν ὅ­τι μι­ά τέ­τοι­α ἀ­ντί­λη­ψη ἐ­νι­σχύ­ει τή φροϋ­δι­κή πε­ρί Θε­οῦ ψυ­χο­λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α ὡς πα­ραί­σθη­σης μέ­σω μι­ᾶς πα­τρι­κῆς προ­βο­λῆς (projection). Τέ­λος, ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­τι οἱ ἀ­πό­ψεις αὐ­τές, ἀ­πό­ψεις μι­ᾶς «αὐ­ταρ­χι­κῆς» θρη­σκεί­ας (E. Fromm), εὐ­νο­οῦν τίς πε­ρί Κο­λά­σε­ως ἰ­δέ­ες, πού ὑ­πο­βι­βά­ζουν γε­νι­κά τό ἀν­θρώ­πι­νο καί ἐ­νο­χο­ποι­οῦν τόν ἀν­θρώ­πι­νο δυ­να­μι­σμό, (ξα­να)γυ­ρί­ζο­ντάς μας πί­σω στό Με­σαί­ω­να.

Οἱ ἰ­σχυ­ρι­σμοί, ὅ­μως, αὐ­τοί λη­σμο­νοῦν ἀ­φε­νός μέν ὅ­τι αὐ­τό τό Θεῖ­ον χρι­στι­α­νι­κά εἶ­ναι ζῶν πρό­σω­πο, καί ὄ­χι παν­θεϊ­στι­κά κά­ποι­ο ἄ-λο­γο μέ­γε­θος ἤ ἀ­φη­ρη­μέ­νη Ἰ­δέ­α, μέ ἀ­συ­νεί­δη­τες ψυ­χο­λο­γι­κά, συ­νε­πῶς, με­τα­βι­βά­σεις (Uebertragung) καί ἀ­ντι­με­τα­βι­βά­σεις (Gegenübertragung) ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀν­θρώ­που[152], καί ἀ­φε­τέ­ρου ὅ­τι, ὡς μυ­στη­ρι­ώ­δους οὐ­σί­ας (φύ­σε­ως), εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά πε­ρι-ο­ρι­σθεῖ μο­νι­στι­κά σέ μι­ά ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κή ἀ­γά­πη (πρβλ. Ἀ­γα­πι­σμός). Ἐ­ξάλ­λου, ἀ­κό­μα καί ἡ (ὠ­κε­ά­νει­α) «σα­λό­τη­τα» τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ, πού ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος (μυ­στή­ρι­ο Θ. Οἰ­κο­νο­μί­ας), προ­κα­λεῖ στό σώ­φρο­να ἄν­θρω­πο ἕ­να εἶ­δος τρό­μου. Ἔ­τσι, φό­βος μπο­ρεῖ νά ἐ­γερ­θεῖ στούς δι­καί­ους, ὅ­πως στόν Ἰ­α­κώβ, ἀ­κό­μα καί ἀ­πό τήν «πολ­λήν τοῦ Θε­οῦ φι­λαν­θρω­πί­αν»[153]! Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη Πα­τε­ρι­κή ἑρ­μη­νευ­τι­κή Πα­ρά­δο­ση [καί τό δό­γμα, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου καί αὐ­τοῦ τῆς αἰ­ώ­νι­ας Κό­λα­σης, δέν τό «κα­τα­σκευ­ά­ζου­με» λο­γι­κά (βλ. δι­α­λε­κτι­κή μέ­θο­δος), ἀλ­λά τό ἀ­πο-δε­χό­μα­στε ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κά / τα­πει­νά (βλ. ἀ­πο­δει­κτι­κή μέ­θο­δος μέ­σω τῆς Ἁγ. Γρα­φῆς)] δι­α­τη­ρεῖ τή λε­πτή ἰ­σορ­ρο­πί­α με­τα­ξύ Θ. φό­βου καί Θ. ἔ­ρω­τος, ὅ­πως θά δοῦ­με στή συ­νέ­χει­α. Ἔ­πει­τα, ὁ παι­δα­γω­γι­κός χα­ρα­κτή­ρας δέν ἐ­κλεί­πει οὔ­τε προ­σω­πι­κά (πνευ­μα­τι­κά), οὔ­τε συλ­λο­γι­κά (ἱ­στο­ρι­κά), ἐ­φό­σον ναί μέν ἔ­χου­με «συμ-πλή­ρω­ση» τῆς Πα­λαι­ᾶς ἀ­πό τήν Κ.Δ., ἀλ­λ’ ὡ­στό­σο ἀ­φε­νός μέν ὁ «κα­τα­πα­τή­σας» τόν Υἱ­όν τοῦ Θε­οῦ στήν ἐ­πο­χή τῆς Κ.Δ. «χεί­ρο­νος ἀ­ξι­ω­θή­σε­ται τι­μω­ρί­ας»[154], ἀ­φε­τέ­ρου ὁ κά­θε πι­στός «αὐ­ξά­νε­ται» πνευ­μα­τι­κά μέ­χρι ὅ­λοι νά «κα­τα­ντή­σω­μεν…εἰς ἄν­δρα τέ­λει­ον»[155]. Ὁ Θ. φό­βος ἀ­γκα­λι­ά­ζο­ντας ὁ­λό­κλη­ρη τή ζω­ή τοῦ πι­στοῦ, εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος τό­σο στόν ἀρ­χά­ρι­ο (νή­πι­ο) στήν πί­στη, ὅ­σο καί στόν ὥ­ρι­μο πνευ­μα­τι­κά. Ὁ φό­βος τοῦ Θε­οῦ γεν­νᾶ καί τρέ­φει τήν πί­στη, ἀλ­λά καί ἡ πί­στη προϋ­πο­τί­θε­ται γι­ά τό Θ. φό­βο. Τό (ὑ­παρ­ξι­α­κό) «ἅλ­μα» τῆς πί­στε­ως ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται, λοι­πόν, μέ­σα στό Θ. φό­βο. Ἀ­πό τήν ἀ­κρό­α­ση ἤ με­λέ­τη τοῦ Θ. Λό­γου μέ­χρι τήν ἔ­μπρα­κτη βί­ω­ση τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς αὐ­το­θυ­σί­ας ὁ φό­βος τοῦ Θε­οῦ, σάν τό «συ­ντη­ρη­τι­κό» ἅ­λας μέ­σα στήν κά­θε Θεί­α ἐ­ντο­λή καί ἀ­ντί­στοι­χη ἀ­ρε­τή, εἶ­ναι ἀ­να­γκαῖ­ος γι­ά νά μᾶς δι­α­τη­ρεῖ μυ­στα­γω­γι­κά μέ­σα στό ἀ­νά­λο­γο (Θεῖ­ο) κλῖ­μα. Ἐ­ξάλ­λου, τό ὅ­τι ἡ φροϋ­δι­κή Ψυ­χα­νά­λυ­ση ἀ­νί­χνευ­σε ὁ­μοι­ό­τη­τες τοῦ Θ. φό­βου μέ τόν πα­τρι­κό φό­βο δέ ση­μαί­νει ὅ­τι ἀ­πο­δεί­χτη­κε θρη­σκει­ο­λο­γι­κά ἡ θε­ο­ποί­η­ση τοῦ πα­τέ­ρα· μά­λι­στα, νε­ό­τε­ροι Ψυ­χα­να­λυ­τές καί Ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τές, ἀ­σκώ­ντας ἔ­ντο­νη κρι­τι­κή σ’ αὐ­τές τίς ἀ­πό­ψεις, ὁ­μι­λοῦν ὄ­χι μό­νο θε­τι­κά γι­ά τή θρη­σκεί­α καί τήν πα­τρο­ποί­η­ση τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ Θεί­ου, ἀλ­λά καί γι­ά τή θε­ο­λο­γι­κή ― καί ὄ­χι ὑ­πό τήν ψυ­χο­λο­γι­κο­ποι­η­μέ­νη πρό­τε­ρη μορ­φή της ― ἔν­νοι­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας (I. Caruso, V. Frankl, O. H. Mowrer, K. Menninger, M. Spero κ.ἄ.) καί τοῦ φό­βου, πού, μά­λι­στα, ἀ­ντί­στρο­φα ἀ­πό τόν Freud, ἐ­κλαμ­βά­νουν ὄ­χι ἀρ­νη­τι­κά ὡς ἀ­να­σταλ­τι­κό πα­ρά­γο­ντα τῆς προ­ό­δου, ἀλ­λά θε­τι­κά ὡς τή δη­μι­ουρ­γι­κή πη­γή κά­θε πο­λι­τι­σμοῦ (J. Monod)[156].

Τε­λι­κά, ὅ­λες οἱ προ­η­γού­με­νες ἀ­ντιρ­ρή­σεις φαί­νε­ται νά εἶ­ναι εἴ­τε προ­φά­σεις, προ­κει­μέ­νου ὁ ἄν­θρω­πος νά μή συμ­μορ­φω­θεῖ (ἠ­θι­κά) μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, συ­νε­χί­ζο­ντας νά ζεῖ ἐ­γω­ι­στι­κά (βλ. Ἑ­ω­σφο­ρι­σμός), εὐ­δαι­μο­νι­κά, ἁ­μαρ­τω­λά (ἐ­θε­λο­θρη­σκεί­α), εἴ­τε κά­ποι­α προ­βο­λή (projection) νο­μι­ζό­με­νης σκλη­ρό­τη­τας καί μνη­σι­κα­κί­ας ἐκ μέ­ρους ἑ­νός «ἐκ­δι­κη­τι­κοῦ» Θε­οῦ (ἀ­συ­νεί­δη­τος φό­βος / ἐ­νο­χή) μι­ᾶς δι­κῆς μας ἀ­πάν­θρω­πης καί ἁ­μαρ­τω­λῆς ζω­ῆς[157], ἔ­να­ντι μά­λι­στα τῶν ἐ­πι­κρα­του­σῶν σή­με­ρα ἰ­δε­ῶν τῆς ἀ­πο­μυ­θο­ποί­η­σης, τῆς ἐκ­κο­σμί­κευ­σης, τῆς ἀ­το­μι(στι)κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τοῦ πλου­ρα­λι­σμοῦ, τῆς δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τας καί τῆς ἀ­νε­κτι­κό­τη­τας. Ἐ­νῶ μέ τό Θ. φό­βο ὁ πι­στός ἐκ­φρά­ζει τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη (εὐ­χα­ρι­στί­α) του πρός τό Θε­ό, μέ τήν ἀ­πώ­θη­ση αὐ­τοῦ τοῦ φό­βου προ­βάλ­λει τήν ἀ­σε­βή του ἀ­ναί­δει­α (Ὕ­βρις). Ἀλ­λ’ ὁ χρι­στι­α­νι­κός Θε­ός συ­μπά­σχει μέ­χρι θα­νά­του, «θα­νά­του δέ σταυ­ροῦ», μέ τόν ἁ­μαρ­τω­λό καί δέν τόν μι­σεῖ, ὁ­πό­τε ὁ ἁ­μαρ­τω­λός θά πρέ­πει πε­ρισ­σό­τε­ρο νά φο­βᾶ­ται νά μή λυ­πεῖ τό πρό­σω­πο τοῦ Κυ­ρί­ου, πα­ρά τήν ἐ­σχα­το­λο­γι­κή Κό­λα­ση. Συ­νε­πῶς, δέν τί­θε­ται θέ­μα πε­ρι­ο­ρι­σμοῦ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας[158] καί εὐ­τε­λι­σμοῦ τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που, ἀ­φοῦ ἄν ὁ ἄν­θρω­πος πρα­γμα­τι­κά μέ τήν ἀ­πο­στα­σί­α του βρῆ­κε τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α του, γι­α­τί συ­νε­χῶς τήν ἀ­να­ζη­τᾶ, καί μά­λι­στα, τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, τή φο­βᾶ­ται;[159] Κά­θε Θεί­α «ἀ­πα­γό­ρευ­ση», ἐ­νῶ ψυ­χα­να­λυ­τι­κά βι­ώ­νε­ται ὡς σκάν­δα­λο (πει­ρα­σμός) καί «φρα­γμός τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας»[160], ἀ­πο­τε­λεῖ sine qua non ὅ­ρο γι­ά τήν ἄ­σκη­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας· ἀ­κό­μα καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας νά «φο­βᾶ­ται» τό Θε­ό! Μι­ά ἄ­νευ Θε­οῦ ἀ­πο­θέ­ω­ση (θε­ο-ποί­η­ση) τοῦ ἀν­θρώ­που δέν εἶ­ναι θέ­ω­ση, ἀλ­λά δαι­μο­νι­σμός καί νεύ­ρω­ση, ἀ­φοῦ ὁ ἰ­δι­ο­τε­λής δέν ἀ­γα­πᾶ πρα­γμα­τι­κά τόν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λά τόν μι­σεῖ[161], δε­δο­μέ­νου ὅ­τι οἱ ἐ­γω­ι­στι­κές ὁρ­μές ἀλ­λη­λο­συ­γκρού­ο­νται[162]. Σύμ­φω­να μέ τό Γρη­γό­ρι­ο τό Θε­ο­λό­γο, μό­νο ὁ Θ. φό­βος πρα­γμα­τι­κά ἐ­λευ­θε­ρώ­νει (ἀ­παλ­λά­σει) τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό κά­θε ἄλ­λο φό­βο[163], γι­α­τί δέν εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς πού θέ­σα­με τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α στόν ἑ­αυ­τό μας, ἀλ­λ’ ἁ­πλᾶ οἱ χρῆ­στες της, ὁ­πό­τε «εἴ­μα­στε ἀ­να­γκα­σμέ­νοι νά εἴ­μα­στε ἐ­λεύ­θε­ροι»· τό πρό­βλη­μα, ὅ­μως, βρί­σκε­ται στό ἄν θά ἐ­πι­λέ­ξου­με (ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α) τήν (ἀ­πό­λυ­τη) Ἐ­λευ­θε­ρί­α (Θε­ό) ἤ τό ἀ­ντί­θε­τό της, τή Δου­λεί­α (τό δι­ά­βο­λο). Ὁ μό­νος πα­νε­λεύ­θε­ρος εἶ­ναι ὁ πλέ­ον ἰ­σχυ­ρός (πα­ντο­δύ­να­μος), καί αὐ­τός δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἄλ­λος ἀ­πό τό Δη­μι­ουρ­γό καί χο­ρη­γό κά­θε ἐ­λευ­θε­ρί­ας, σύμ­φω­να μέ τή χρι­στι­α­νι­κή Πί­στη.

Β. Ο­ΡΙ­Ο­ΘΕ­ΤΗ­ΣΕΙΣ ΤΟΥ Θ. ΦΟ­ΒΟΥ

Ὁ ὀρ­θό­δο­ξος Θ. φό­βος ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­ναν ἰ­δι­αί­τε­ρο τρό­πο ζω­ῆς (θε­ο­σέ­βει­α). Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὁ φό­βος τοῦ Θε­οῦ συ­νί­στα­ται στήν ἔκ­πλη­ξη, στό θάμ­βος[164], στό ἱ­ε­ρό δέ­ος (τρό­μο)[165], στήν αἰ­δώ[166], στό σε­βα­σμό[167], στήν εὐ­λά­βει­α[168], στήν τι­μή, στήν προ­σκύ­νη­ση, στή λα­τρεί­α καί στή δο­ξο­λο­γί­α ἀ­πέ­να­ντι κυ­ρί­ως στό πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ, στό ὄ­νο­μά Του[169], στή δι­και­ο­σύ­νη Του[170], στό Λό­γο Του[171], στή μα­νι­κή ἀ­γά­πη Του («ζη­λω­τής»)[172], καί ἔμ­με­σα, καί στούς Ἁ­γί­ους Του, πού με­τέ­χουν τῆς ἄ­κτι­στης Χά­ρης Του (Θεί­ας Ἐ­νέρ­γει­ας). Με­τά καί «ἐν Χρι­στῷ» ὁ φό­βος τοῦ πι­στοῦ ἔ­να­ντι τοῦ προ­σώ­που τοῦ Θε­οῦ δέν εἶ­ναι οὔ­τε ὁ τυ­φλός τρό­μος τῶν πο­λυ­δαι­μο­νι­κῶν θρη­σκει­ῶν, οὔ­τε ὁ νο­μι­κός φό­βος τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ἄν καί οἱ Θεῖ­ες ἐ­μπει­ρί­ες τῶν δι­καί­ων καί τῶν Προ­φη­τῶν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι τῆς αὐ­τῆς πο­σό­τη­τας καί ποι­ό­τη­τας, ἐ­φό­σον ἐ­ξαρ­τῶ­νται ἀ­πό τό βα­θμό δε­κτι­κό­τη­τας τῶν ὑ­πο­κει­μέ­νων καί ὄ­χι ἀ­πό τήν ι­στο­ρι­κο-πο­λι­τι­σμι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη / ὡ­ρί­μαν­ση. Ὁ «ἐν Χρι­στῶ» Θ. φό­βος εἶ­ναι ἕ­νας συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νος, νη­φά­λι­ος καί ἀ­νώ­τε­ρος «φό­βος» ἀ­πέ­να­ντι στήν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα καί τίς ἄ­κτι­στες ἐ­νέρ­γει­ές Της. Ὁ Θ. Πα­τήρ (abba), μαρ­τυ­ρού­με­νος ὑ­πό τοῦ Υἱ­οῦ, ἀ­πο­βάλ­λει τήν πρω­τό­γο­νη τρο­μα­κτι­κό­τη­τά Του, [θέ­το­ντας τό οὐ­ρά­νι­ο Τό­ξο «εἰς ση­μεῖ­ον δι­α­θή­κης» ὅ­τι «οὐκ ἀ­πο­θα­νεῖ­ται πᾶ­σα σάρ­ξ ἔ­τι ἀ­πό τοῦ ὕ­δα­τος τοῦ κα­τα­κλυ­σμοῦ»[173]], ἀλ­λ’ ὄ­χι καί τό θεϊ­κό με­γα­λεῖ­ο Του ὡς ἡ δη­μι­ουρ­γι­κή καί προ­νο­η­τι­κή αἰ­τί­α τῶν πά­ντων. Ὁ Θ. Λό­γος, μαρ­τυ­ρού­με­νος ὑ­πό τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος, «κε­νοῦ­ται» ἀ­κέ­νω­τα· ὄ­ντας ταυ­τό­χρο­να ἁ­μνός[174] καί λέ­ων[175], ἀ­πο­τε­λεῖ καί τό μο­να­δι­κό «με­σί­τη» τοῦ Ἀν­θρώ­που ἀ­πέ­να­ντι στό Θε­ό, ἀλ­λά καί τόν ἔ­σχα­το Κρι­τή «ζώ­ντων καί νε­κρῶν». Αὐ­τός πού ἤ­γει­ρε (τό­σο μέ τό πρό­σω­πό Του, ὅ­σο καί μέ τούς λό­γους Του) πο­λύ φό­βο στούς μα­θη­τές καί τό λα­ό, δέν εἶ­ναι ἄλ­λος ἀ­πό τό «γλυ­κύ» Να­ζω­ραῖ­ο[176]! Τέ­λος, τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, μαρ­τυ­ρού­με­νο ὑ­πό τοῦ Υἱ­οῦ καί τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, «ὑ­πε­ρε­ντυγ­χά­νει ὑ­πέρ ἡ­μῶν στε­να­γμοῖς ἀ­λα­λή­τοις»[177] χω­ρίς νά παύ­ει νά εἶ­ναι Θε­ός. Ὁ­μοί­ως, ὁ «ἐν Χρι­στῷ» πι­στός φο­βᾶ­ται τή Θ. Χά­ρη ὄ­χι κα­τά μί­α μη­χα­νι­στι­κή καί μα­γι­κή ἔν­νοι­α, ἀλ­λ’ ὡς μί­α προ­σω­πι­κή (ἄ­κτι­στη) Ἐ­νέρ­γει­α τοῦ Πα­ρα­κλή­του, πού, ὅ­μως, ἄν με­τα­σχε­θεῖ ἀ­νά­ξι­α, μπο­ρεῖ νά συ­ντρί­ψει τόν με­τέ­χο­ντα[178]. Ἡ ἄ­με­ση ἐ­πα­φή, ἄ­νευ πνευ­μα­τι­κῆς προ­πα­ρα­σκευ­ῆς καί κα­θάρ­σε­ως, τοῦ κτι­στοῦ με­τά τοῦ ἀ­κτί­στου συ­ντρί­βει τό κτι­στό, γι­’ αὐ­τό καί δι­ά τῆς συ­γκα­τα­βά­σε­ως ἔ­πρε­πε τό ἄ­κτι­στο νά σαρ­κω­θεῖ, προ­κει­μέ­νου νά «κοι­νω­νή­σει» ὀ­ντο­λο­γι­κά τοῦ κτι­στοῦ.

Πρό τοῦ Θεί­ου ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­πως καί οἱ Ἄγ­γε­λοι[179], δο­κι­μά­ζει ἱ­ε­ρό δέ­ος καί ἱ­ε­ρή φρι­κί­α­ση (κα­τά­νυ­ξη καί ἀ­γω­νί­α μυ­στι­κή), [ὅ­πως, τη­ρου­μέ­νων τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν, (analogia entis), κα­τά τόν S. H. Northrup, εἴ­μα­στε ἐ­ξαι­ρε­τι­κά προ­σε­κτι­κοί, ὅ­ταν ἀ­κου­μπᾶ­με ἕ­να ἠ­λε­κτρο­φό­ρο κα­λώ­δι­ο ὑ­ψη­λῆς τά­σης (πρβλ. mana―δυ­να­μοῦ­χο ἐ­νέρ­γει­α)], καί ὄ­χι, βέ­βαι­α, ἕ­να κοι­νό (κο­σμι­κό) φό­βο ἤ κά­ποι­ο (ἀν­θρώ­πι­νο) ἐκ­φο­βι­σμό· πρό­κει­ται δηλ. γι­ά μι­ά με­τα­φυ­σι­κή ἀ­νη­συ­χί­α τοῦ πι­στοῦ, γι­ά ἕ­να φό­βο ἀ­πέ­να­ντι σ’ Αὐ­τό, πού, ἄν γι­ά τόν κά­θε ἄν­θρω­πο δέν ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κό (Ὑ­πο­κει­με­νι­σμός), θά συ­νι­στοῦ­σε, ἀ­ντι­κει­με­νι­κά, τήν ἔ­σχα­τη καί ἀ­πό­λυ­τη πρα­γμα­τι­κό­τη­τα (Θε­ός) τοῦ κα­θε­νός. Συ­νε­πῶς, ὁ Θ. φό­βος ἀ­να­φέ­ρε­ται στό πλέ­ον σο­βα­ρῶς λαμ­βα­νό­με­νο ὑ­πό­ψη τῆς ζω­ῆς μας, τό ὁ­ποῖ­ο, ὡς ἐκ τού­του, καί λο­γι­κά δι­εκ­δι­κεῖ αὐ­ξη­μέ­νη προ­σε­κτι­κό­τη­τα, σο­βα­ρή ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα καί ἀ­πο­κλει­στι­κή ἀ­φο­σί­ω­ση[180]. Ἔ­τσι, ὁ φό­βος τοῦ Θε­οῦ συ­νι­στᾶ μι­ά «ἐν δι­αρ­κεῖ με­τα­νοί­ᾳ» (ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κή) δυ­να­μι­κή τοῦ ἀ­νε­ξέ­λε­γκτου, τοῦ ἀ­πρό­ο­πτου, τοῦ ἀ­προσ­δό­κη­του, τοῦ ἀ­προϋ­πό­θε­του, τοῦ ἀ­πρό­σμε­νου, τοῦ ἄ­δι­κου, τοῦ μυ­στη­ρι­ώ­δους, τοῦ ἄ-λο­γου ἤ πα­ρά­λο­γου… Ἰ­δού πῶς ἑρ­μη­νεύ­ει ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος τό «Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σο­μαί σοι, ὅ­τι φο­βε­ρῶς ἐ­θαυ­μα­στώ­θης. Τί ἐ­στι φο­βε­ρῶς; Πολ­λά θαυ­μά­ζο­μεν μό­νον, ἀλ­λ’ οὐ με­τά φό­βου, οἷ­ον κι­ό­νων κάλ­λος, τοί­χων ζω­γρα­φί­αν, ἄν­θη σω­μά­των. Θαυ­μά­ζο­μεν πά­λιν τῆς θα­λάσ­σης τό πέ­λα­γος καί τόν ἄ­πει­ρον βυ­θόν, ἀλ­λά με­τά φό­βου, ὅ­ταν πρός τό βά­θος κα­τα­κύ­ψω­μεν. Οὕ­τω τοί­νυν καί ὁ προ­φή­της πρός τό ἄ­πει­ρον καί ἀ­χα­νές πέ­λα­γος τῆς τοῦ Θε­οῦ κα­τα­κύ­ψας σο­φί­ας καί ἰ­λιγ­γι­ά­σας, με­τά φό­βου πολ­λοῦ θαυ­μά­σας ἀ­νε­χώ­ρη­σε»[181]. Κα­τά τό Μ. Βα­σί­λει­ο, ὁ προ­φη­τά­ναξ Δαυ­ΐδ, ἄν καί βα­σι­λι­άς «δι­ά τόν φό­βον καί τήν ἐμ­βρί­μη­σιν» τοῦ Θε­οῦ πο­ρευ­ό­ταν «ὅ­λην τήν ἡ­μέ­ραν σκυ­θρω­πά­ζων»[182]· πρό­κει­ται γι­ά τό λε­γό­με­νο νη­πτι­κό φό­βο[183], δηλ. γι­ά τό ἀ­πύ­θμε­νο ἐ­κεῖ­νο αἴ­σθη­μα ἐ­νο­χῆς τοῦ πι­στοῦ «ἐν (ἐ­σχα­το­λο­γι­κῇ) ἀ­να­μο­νῇ» τῆς Κρί­σε­ως τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως, γι­ά πα­ρά­δει­γμα, βλέ­που­με νά τό βι­ώ­νει ὁ ἅ­γι­ος Ἐ­φραίμ ὁ Σύ­ρος[184].

Γ. Η ΣΚΟ­ΠΙ­ΜΟ­ΤΗ­ΤΑ ΤΟΥ Θ. ΦΟ­ΒΟΥ

φό­βος τοῦ Θε­οῦ, ἄν καί μέ δι­α­φο­ρε­τι­κές μορ­φές, ὑ­φί­στα­ται ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κά εἴ­τε γι­ά δο­κι­μα­σί­α καί παρ­ρη­σί­α ἀ­πέ­να­ντι στό Θε­ό[185], εἴ­τε γι­ά ἠ­θι­κή κά­θαρ­ση[186] καί με­τά­νοι­α[187], εἴ­τε γι­ά τι­μω­ρί­α (Κάϊν[188], Μω­άβ[189] κλπ.) ἀ­πό τυ­χόν ἀ­θέ­τη­ση τῆς Δι­α­θή­κης (συμ­φω­νί­ας) τοῦ Θε­οῦ, εἴ­τε γι­ά ἐν­δυ­νά­μω­ση (ἐ­νί­σχυ­ση καί ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση) τῆς πί­στης[190], εἴ­τε ὡς κί­νη­τρο ἠ­θι­κῶν πρά­ξε­ων[191], εἴ­τε γι­ά δι­αρ­κῆ ὑ­πό­μνη­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἀ­νε­πάρ­κει­ας καί τοῦ Θεί­ου πα­ρά­γο­ντα, εἴ­τε γι­ά πνευ­μα­τι­κή ἐ­γρή­γορ­ση καί ἑ­τοι­μό­τη­τα[192], εἴ­τε γι­ά προ­σα­να­το­λι­σμό καί ὑ­παρ­ξι­α­κή (πνευ­μα­τι­κή) ἐ­ξάρ­τη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τό Θε­ό, εἴ­τε γι­ά προ­πα­ρα­σκευ­ή (προ­σω­πι­κῆς / μυ­στι­κῆς) Ἀ­πο­κά­λυ­ψης καί φω­τι­σμοῦ θε­ο­γνω­σί­ας[193] κλπ. Κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, τήν ψυ­χή πού μέ τό Θεῖ­ο φό­βο εἶ­ναι κα­θη­λω­μέ­νη στό Θε­ό, δέν μπο­ρεῖ, σάν τίς πλα­τει­ές ρί­ζες τῆς βε­λα­νι­δι­ᾶς, νά τήν ἀ­πο­μα­κρύ­νει κα­νέ­νας πει­ρα­σμι­κός ἄ­νε­μος[194]. «Ὁ γάρ φό­βος τοῦ Θε­οῦ ὡς μά­χαι­ρα δί­στο­μός ἐ­στι, συ­γκό­πτων πᾶ­σαν ἐ­πι­θυ­μί­αν πο­νη­ράν»[195], ση­μει­ώ­νει ὁ αὐ­τός ἱ. Πα­τήρ. Ἡ κα­τά­νυ­ξη[196], πού κα­τέ­λα­βε τόν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο ἀ­πό τή Χρι­στο­φά­νει­α καί τήν αἰ­φνί­δι­α σω­μα­τι­κή του τύ­φλω­ση, θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο ἱ. Πα­τέ­ρα κα­θαρ­τι­κός φω­τι­σμός[197], ἀ­φοῦ, κα­τά τό Μ. Βα­σί­λει­ο, «φό­βος Κυ­ρί­ου κα­θάρ­σι­ον ψυ­χῆς»[198]. Ὁ φό­βος τοῦ Θε­οῦ, γρά­φει ὁ π. Σω­φρό­νι­ος Σα­χά­ρωφ, εἶ­ναι συ­νέ­πει­α πνευ­μα­τι­κῆς ἐλ­λάμ­ψε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που[199]: «Ἀρ­χή σο­φί­ας, φό­βος Κυ­ρί­ου»[200]. Ἀ­κό­μα, ὑ­πάρ­χει πε­ρί­πτω­ση, θέ­λο­ντας ὁ Θε­ός νά δο­κι­μά­σει τόν δί­και­ο, νά ἐ­πι­τρέ­ψει στό Σα­τα­νά νά τόν φο­βί­σει μέ ἐ­νύ­πνι­α καί νά τόν κα­τα­πλή­ξει μέ ὁ­ρά­μα­τα, ὅ­πως δι­ε­νερ­γή­θη­κε στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἰ­ώβ[201]. Μά­λι­στα δέ, ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος, κα­το­νο­μά­ζο­ντας συ­χνά τόν ἠ­θι­κό φό­βο (ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα σω­τη­ρί­ας)[202], ἕ­να δηλ. δέ­ος τυ­χόν ἠ­θι­κῆς μας πτώ­σε­ως, νου­θε­τεῖ: «Μᾶλ­λον ὁ δί­και­ος ὀ­φεί­λει φο­βεῖ­σθαι τήν ἀ­πό­νοι­αν ἤ ὁ ἁ­μαρ­τω­λός»[203].

Δ. Ο Θ. ΦΟ­ΒΟΣ ΚΑ­ΤΑ ΤΗΝ Α­ΓΙ­Α ΓΡΑ­ΦΗ

Ὁ φό­βος στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή ἀ­πα­ντᾶ­ται πό­τε με­μο­νω­μέ­να (ὡς φο­βε­ρι­σμός, φό­βη­μα, φό­βη­τρον κλπ.) καί πό­τε σέ συ­νά­φει­α μέ τούς ὅ­ρους κυ­ρί­ως θλῖ­ψις, στε­να­γμός[204] καί «σέ­βειν»[205]. Τό θαυ­μα­σμό καί τό θρη­σκευ­τι­κό δέ­ος δι­α­βλέ­πει πα­ντοῦ ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος μέ­σα σ’ ὅ­λη τή Θ. Ἀ­πο­κά­λυ­ψη· ἀ­πό τή Γέ­νε­ση μέ­χρι τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη[206]: μέ τόν κα­τα­κλυ­σμό τοῦ Νῶ­ε[207], μέ τήν κα­τα­στρο­φή τῶν Σο­δό­μων, ὅ­ταν ὁ Μω­ϋ­σῆς βρέ­θη­κε μπρο­στά στή βά­το[208], ὅ­ταν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δέ­χο­νταν ἀ­πό τό Θε­ό ποι­κί­λα θαυ­μα­στά[209], ὅ­ταν οἱ Μά­γοι προ­σκύ­νη­σαν τό Θεῖ­ο βρέ­φος[210], ὅ­ταν Ἰ­ωάν­νης ὁ Πρό­δρο­μος βά­πτι­σε τό Χρι­στό[211], μέ τίς πα­ρα­βο­λές (λ.χ. τῶν δέ­κα παρ­θέ­νων κλπ.) τοῦ ἴ­δι­ου τοῦ Χρι­στοῦ, ἤ ὅ­ταν Αὐ­τός θαυ­μα­τουρ­γοῦ­σε· με­τά ἀ­πό κά­θε θαῦ­μα Του τό­σο οἱ θε­ρα­πευ­μέ­νοι, ὅ­σο καί ὁ πα­ρι­στά­με­νος ὄ­χλος κα­τα­λαμ­βά­νο­νταν ἀ­πό ἕ­να ἱ­ε­ρό δέ­ος, ὅ­πως καί π.Χ. ὅ­λα τά θαυ­μα­στά γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς τοῦ ἰσ­ρα­η­λι­τι­κοῦ λα­οῦ συ­νο­δεύ­ο­νταν μέ τό «φό­βο Κυ­ρί­ου»[212]. Με­τά τήν ἠ­ρε­μί­α τῆς θά­λασ­σας, πού θαυ­μα­τουρ­γι­κά ἐ­νήρ­γη­σε ὁ Κύ­ρι­ος, ὅ­ταν μα­ζί μέ τούς μα­θη­τές Του βρι­σκό­ταν μέ­σα στή βάρ­κα καί ξέ­σπα­σε θύ­ελ­λα, οἱ μα­θη­τές ἦ­σαν πι­ό ἔ­ντρο­μοι ἀ­πό ὅ,τι προ­η­γου­μέ­νως ἀ­πό τό φό­βο τῶν στοι­χεί­ων τῆς Φύ­σης· γνώ­ρι­ζαν καί προ­η­γου­μέ­νως τό μέ­γι­στο κίν­δυ­νο πού δι­έ­τρε­χαν ἀ­πό τόν κλύ­δω­να, ὅ­μως τώ­ρα μά­θαι­ναν, καί μά­λι­στα ἔ­μπρα­κτα, ἕ­ναν ἄλ­λο ὑ­ψη­λό­τε­ρο φό­βο, τό φό­βο ἀ­πέ­να­ντι σέ ἕ­να προ­σω­πι­κό Θε­ό, πού μπο­ρεῖ νά δα­μά­σει ἀ­κό­μα καί τή Φύ­ση! Ὁ­μοί­ως, ἔ­ντρο­μος κα­τέ­στη ἡ γυ­νή, πού θε­ρα­πεύ­τη­κε, μό­λις «ἥ­ψα­το τῶν ἱ­μα­τί­ων του»[213] ἤ ὁ ἑ­κα­τό­νταρ­χος[214] κ.ο.κ. Τό ἴ­δι­ο συ­νέ­βη καί κα­τά τή Με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­που οἱ πρό­κρι­τοι τῶν μα­θη­τῶν «ἔ­πε­σον ἐ­πί πρό­σω­πον αὐ­τῶν καί ἐ­φο­βή­θη­σαν σφό­δρα»[215]. Κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, ὁ Χρι­στός, ἰ­δί­ως μέ τήν Ἀ­νά­στα­σή Του, προ­κά­λε­σε φυ­σι­κές (ἔ­κλει­ψη ἡ­λί­ου, σει­σμός, σχί­σι­μο λί­θων, δι­άρ­ρη­ξη κα­τα­πε­τά­σμα­τος τοῦ Να­οῦ) καί ψυ­χο­λο­γι­κές (Ρω­μαί­ων στρα­τι­ω­τῶν, γυ­ναί­κας Πι­λά­του κ.λ­π.) τα­ρα­χές[216]. Οἱ Μυ­ρο­φό­ρες, μό­λις εἶ­δαν τό κε­νό μνη­μεῖ­ο καί τόν Ἄγ­γε­λο, κα­τα­λή­φτη­καν ἀ­πό τρό­μο καί ἔκ­στα­ση[217]. Ἐ­πί­σης, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος «ἀ­νελ­θών εἰς τρί­τον οὐ­ρα­νόν ἰ­λιγ­γί­α­σε πρός ταύ­την τήν ἄ­βυσ­σον»[218].

Ε. ΜΟΡ­ΦΕΣ ΤΟΥ Θ. ΦΟ­ΒΟΥ

Κα­τά τόν οὐ­ρα­νο­φά­ντο­ρα Βα­σί­λει­ο, ὁ θρη­σκευ­τι­κός φό­βος δι­α­κρί­νε­ται σέ σω­τη­ρι­α­κό, εἰ­σα­γω­γι­κό[219], ἁ­γι­α­στι­κό καί τε­λει­ω­τι­κό[220]. Ὡς γνω­στό, ὁ Κύ­ρι­ος μᾶς κα­λεῖ νά γί­νου­με παι­δι­ά, προ­κει­μέ­νου νά εἰ­σέλ­θου­με στή «Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν»[221], ἀλ­λ’ ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ παι­δι­κός βι­ο­λο­γι­κά (νο­η­τι­κά) φό­βος τοῦ Θε­οῦ (ἀ­τε­λής), καί ἄλ­λος ὁ παι­δι­κός πνευ­μα­τι­κά (τέ­λει­ος), δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ὑ­πάρ­χει με­γά­λη δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ ἡ­λι­κι­α­κοῦ βι­ο­λο­γι­κά «παι­δι­σμοῦ» καί πνευ­μα­τι­κῆς θρη­σκει­ο­ψυ­χο­λο­γι­κά «παι­δι­κό­τη­τας», ὅ­πως καί με­τα­ξύ ψυ­χι­κῆς θρη­σκευ­τι­κά «δου­λι­κό­τη­τας» καί πνευ­μα­τι­κῆς θρη­σκει­ο­ψυ­χο­λο­γι­κά δου­λεί­ας[222]. Γι­’ αὐ­τό, ἀ­ντί­στοι­χα μέ τίς τρεῖς βα­σι­κές στά­σεις θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, κά­νου­με λό­γο γι­ά «δου­λι­κή», «ἀ­ντα­πο­δο­τι­κή» καί «υἱ­ϊ­κή» μορ­φή Θ. φό­βου. Ὁ δου­λι­κός Θ. φό­βος εἶ­ναι ἕ­νας ἀρ­χέ­γο­νος, ἄ­λο­γος, σκο­τει­νός, ἄ­γρι­ος καί πε­ρί­τρο­μος φό­βος ἀ­πέ­να­ντι σέ μί­α τε­λεί­ως ἄ­γνω­στη Ὑ­περ-Δύ­να­μη[223]. Στήν κα­τη­γο­ρί­α αὐ­τή μπο­ρεῖ νά ἐ­ντα­χθεῖ, ἄν καί ἱ­στά­με­νος λί­γο ψη­λό­τε­ρα, καί ὁ (ἐ­νο­χι­κός) Θ. φό­βος τῆς τι­μω­ρί­ας[224]. Ἐ­ξάλ­λου, ὁ ἀ­ντ-α­πο­δο­τι­κός Θ. φό­βος εἶ­ναι μι­ά κατ-α­να­γκα­στι­κή καί ὠ­φε­λι­μι­στι­κή (χρη­σι­μο­θη­ρι­κή) θε­ο­σέ­βει­α. Ὁ λά­τρης χρη­σι­μο­ποι­εῖ τό Θ. φό­βο γι­ά τίς ψυ­χι­κές του (συ­νει­δη­τές ἤ ἀ­συ­νεί­δη­τες) ἀ­νά­γκες· μέ τό φό­βο του δηλ. πρός τό Θεῖ­ο συμ-πλη­ρώ­νε­ται καί ὁ ἴ­δι­ος. Πρό­κει­ται γι­ά ἕ­να νο­μι­κό καί τυ­πο­λα­τρι­κό (φα­ρι­σαϊ­κό) φό­βο, ὅ­μοι­ο μέ ἐ­κεῖ­νον τῆς ἰ­ου­δαϊ­κῆς Πί­στης[225]. Ὁ υἱ­ϊ­κός, τέ­λος, (εὐ­σε­βής) Θ. φό­βος εἶ­ναι ὁ πλέ­ον ἐ­ξευ­γε­νι­σμέ­νος ― ἀν­θρώ­πι­νος Θ. φό­βος (εὐ­λά­βει­α) τοῦ (κτι­στοῦ) προ­σώ­που ἔ­να­ντι τοῦ προ­σω­πι­κοῦ του Δη­μι­ουρ­γοῦ[226]. Ἐ­δῶ ὁ «κα­τά Χά­ριν» υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ δέ φο­βᾶ­ται τό­σο τήν τι­μω­ρί­α ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ (Κό­λα­ση), ὅ­σο μή­πως ἄ­θε­λά του (μέ κά­ποι­ο ἁ­μάρ­τη­μα ― ἀ­στο­χί­α του) λυ­πή­σει τό πρό­σω­πο, πού ὑ­πε­ρα­γα­πᾶ («ἐν προ­κει­μέ­νῳ», τό πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ / Χρι­στοῦ)[227]· φο­βᾶ­ται δηλ. ἀ­πό ὑ­περ­βο­λι­κή ἀ­γά­πη μή­πως τό χά­σει, μή­πως χά­σει τήν ἐ­κτί­μη­ση καί ἐ­μπι­στο­σύ­νη του (θε­οε­γκα­τά­λει­ψη), λό­γω πι­θα­νῆς, σο­βα­ρῆς (τύ­φλω­ση) ἤ λι­γό­τε­ρο σο­βα­ρῆς, «πτώ­σης» του, καί μά­λι­στα λί­γο πρό τοῦ θα­νά­του του (φό­βος ἀ­πό­γνω­σης). «Ἕν φο­βη­θῶ­μεν μό­νον, τό φο­βη­θῆ­ναί τι Θε­οῦ πλέ­ον, καί κα­θυ­βρί­σαι τήν εἰ­κό­να δι­ά κα­κί­ας», δι­α­κη­ρύτ­τουν οἱ θε­ό­φθογ­γοι Γρη­γό­ρι­ος[228] καί Χρυ­σό­στο­μος[229]. Ἔ­τσι, τό εἶ­δος αὐ­τό τοῦ φό­βου δέ στρέ­φε­ται πρός τόν ἄλ­λο, ἀλ­λά πρός τόν ἑ­αυ­τό μας.

Ὡ­στό­σο, κα­τά τούς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ἀ­κό­μα καί τά δύ­ο πρῶ­τα εἴ­δη Θ. φό­βου μπο­ροῦν νά γί­νουν ἀ­πο­δε­κτά[230], καί ἔ­τσι ­― τουλάχιστον προσωρινά ― νά λειτουργήσουν ψυχοπαιδαγωγικά, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ὡς πρός τίς προθέσεις, τά κίνητρα, τήν ἐπίγνωση, τή διάθεση καί τό ζῆλο, δεδομένου ὅτι κάθε μορφή Θ. φόβου βιώνεται ἀνάλογα μέ τό βαθμό πνευματικότητας τοῦ πιστοῦ.

ΣΤ. Η ΘΡΗΣΚΕΙΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ

Ὁ (ὑγιής) Θεῖος φόβος (τό δέος καί τό θάμβος) δέν προέρχεται οὔτε ἀπό ἐξιδανικευμένους (σεξουαλικούς ἤ κοπροφιλικούς) φόβους ἤ (ἀσυνείδητες) ἐπιθυμίες (sublimation) καί ὀνειροφαντασίες, οὔτε ἀπό ἀτελῆ ἐξελικτικά ἠθική ἀνάπτυξη, οὔτε ἀπό (τή φυσιοδυφική / ἐπιστημονική) ἄγνοια (Πρωτογονισμός), ὅπως πολλοί ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα πιστεύουν[231], ἀλλά προκύπτει ἀβίαστα ἀπό τή συνειδητοποίηση ἐκ μέρους ἑνός σώφρονα νοῦ ἀφενός μέν τοῦ «ἀπείρου», «μεγαλειώδους»[232] καί «ὑψηλοῦ» τοῦ Θείου[233] σέ σχέση μέ τό σχετικό καί πεπερασμένο τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσης[234] (μηδαμινότητα[235], ἀδυναμία, ἀνεπάρκεια, τρεπτότητα, φθαρτότητα, ἀναξιότητα καί ἁμαρτωλότητα)[236], ὅπως ἐπίσης καί ἀπό τήν ἄβυσσο τῆς «ὀντολογικῆς» τους «διαφορᾶς» [βλ. «συναίσθημα συντριβῆς» ἤ «συναίσθημα τοῦ δημιουργήματος» (Kreaturgefühl)[237]], καί ἀφετέρου τῆς Θείας ἁγιότητας (ἑβρ. qôdèš)[238], παντοδυναμίας (βλ. αὐθεντίας, δυνάμεως καί ἐξουσίας τοῦ Κ.Η.Ι.Χ.)[239], παντογνωσίας (πανσοφίας) καί πανταχοῦ παρουσίας. Ὅσο κανείς ἀναγνωρίζει (αὐτογνωσία) τή μηδαμινότητά του, τόσο «γνωρίζει» καλύτερα τό Θεό (θεογνωσία), καί τἀνάπαλι. Ὅσο περισσότερο ταπεινώνεται («κενοῦται»), τόσο πιό πολύ ἐξυψώνει («πληροῦται») μέσα του τό Θεό: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον»· ὁ Θεός δηλ. γίνεται γι’ αὐτόν πιό «ὑψηλός», πιό θαυμαστός, πιό σεβαστός. Ἡ Βιβλική ἔννοια τῆς ταπεινοφροσύνης ἐνέχει ὀντολογική καί ὄχι ἠθική σημασία· γιά τήν ἰουδαιοχριστιανική Παράδοση ἡ ταπεινοφροσύνη συνιστᾶ ἕνα ἀνθρωπολογικό γνώρισμα, πού ὀφείλεται στή «φυσική» ὑπεροχή καί ἀπαράβλητη σύγκριση κτιστοῦ ― ἀκτίστου[240]. Ὡς δημιουργήματα, οὔτε μποροῦμε νά (προσδι)ορίσουμε (γνωρίσουμε ἀπόλυτα ὡς πρός τήν οὐσία / φύση) τό Δημιουργό μας καί ἔτσι νά Τόν «κατέχουμε» (ἐλέγχουμε), οὔτε μποροῦμε νά αἰσθανόμαστε ὑπαρξιακά ἀσφαλεῖς ἀπέναντί Του, ὅσο ἀφορᾶ κάποια τυχόν «πτώση» μας ἀπ’ Αὐτόν. Ὁ Θεός, ὀρθόδοξα, δέν ὁρίζεται ὡς πρός τήν οὐσία Του (Ἀποφατισμός), γι’ αὐτό καί μόνο περιγράφεται συμβατικά μέ κραταιά ὀνόματα ἤ ἔννοιες, ὅπως, γιά παράδειγμα, «πῦρ καταναλίσκον»[241], σεισμός[242], θύελλα[243], καταιγίδα[244], βροντή, λάμψη ἀστραπῆς, ἐκκοφαντικός ἦχος, ἡφαιστιογενής καπνός[245], στρατός[246] κλπ. Χρησιμοποιώντας οἱ Προφῆτες (Ἠσαΐας, Ἱερεμίας κ.ἄ.) ἀλλά καί ἡ μετάφραση τῶν Ο’ γιά τό Θεό τή λέξη «φόβο» (yirah) καί ὄχι «σεβασμό» (mowra), τό κάνουν συνειδητά, ἀφοῦ ὁ σεβασμός εἶναι κατάλληλος μόνο μεταξύ ἴσων (L. R. Eyres). Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ γιά ἕνα δέος θεολογικῆς καταλήψεως ἤ μᾶλλον ἀκαταληψίας (Θείου γνόφου), χρησιμοποιώντας ἐπ’ αὐτοῦ τίς λέξεις θεοειδέοςθεουδέος καί τάρβος. Στήν Ἁγία Γραφή, «τό Κύριος, οὐκ οὐσίας ἐστίν, ἀλλ’ ἐξουσίας ὄνομα»[247], ἐπεξηγεῖ ὁ Μ. Βασίλειος· γι’ αὐτό καί, κατά τόν ἴδιο, ὁ «φοβούμενος τόν Κύριον» ταυτίζεται μέ τόν καινοδιαθηκικά «πτωχόν» (δίκαιο, εὐσεβῆ)[248]. Ἑπομένως, ὁ Θ. φόβος, μή ὄντας ἕνας φυσικός φόβος, ὀφείλεται στό συναίσθημα τῆς δυναμικῆς ἀπόστασης Θείου καί ἀνθρωπίνου, καί κυρίως σέ μιά διαίσθηση μυστηρίου τοῦ ἄγνωστου καί ἀπρόσιτου, πού τή συνοδεύει[249]. Ὡστόσο, στήν Ὀρθοδοξία ἡ «ἀπόσταση» αὐτή, μή ὄντας οὔτε νεστοριανική, οὔτε μονοφυσιτική, οὔτε ἀπομακρύνει ἀπό-κοσμα τό Θεό ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἐμπνέοντας (τυφλό) τρόμο (βλ. Αὐγουστινιανισμός), οὔτε ἀποθαρρύνει μηδενίζοντας (βλ. ἀπόγνωση) τόν πιστό, ἀλλά τόν συγ-κινεῖ σέ μεγαλύτερη προθυμία καί ἰσχυρότερους πνευματικούς ἀγῶνες γιά «κοινωνία» μαζί Του μέ τήν ἐνίσχυση (Χάρη) πάντα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος[250]. Ἐξάλλου, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἴτε ὡς ἄσαρκος (στήν ΠΔ), εἴτε ὡς σαρκωμένος (στήν ΚΔ), ὄχι μόνο εἶναι Αὐτός πού ἔθεσε τό φόβο Του στίς καρδιές μας[251], ἀλλά καί εὐσπλαγχνίζεται καί εὐλογεῖ «τούς φοβουμένους Αὐτόν»[252]· καί τοῦτο, ὄχι ἐπειδή εἶναι προσωπολήπτης[253] ἤ σαδιστής, ἀλλ’ ἐπειδή δέ θέλει «τόν θάνατον τοῦ ἀνόμουὡς τό ἀποστρέψαι αὐτόν»[254], καθότι «Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδέ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων»[255].

Ἐντούτοις, γιά νά ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ «συνειδητοποίηση» καί ἐπίγνωση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖται θε-ανθρώπινη συνεργία. Τό Talmud γράφει χαρακτηριστικά ὅτι «ὅλα εἶναι στά χέρια τοῦ Οὐρανοῦ ἐκτός ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θ. φόβος, ὅμως, δέν εἶναι ἀποκλειστικά ἕνα ἀνθρώπινο (φυσικό-βιολογικό) «ἀντανακλαστικό» προϊόν, πού προκαλεῖται αὐτόματα καί τυφλά, ὅπως στά ζῶα, μπροστά σέ ὁ,τιδήποτε τό ἐκπληκτικό καί ὑπέροχο (τῆς Φύσεως ἤ τῆς Ἱστορίας)· προϋποθέτει προσωπικότητα θεοκεντρικά προσανατολισμένη, καί δή τριαδολογικά, χριστολογικά καί ἁγιοπνευματικά. Ὁ Θεός καλεῖ, ἀλλ’ οὔτε ὅλοι ἀνταποκρίνονται στήν κλήση Του, οὔτε κατά τόν αὐτό βαθμό ποσοτικά καί ποιοτικά. Γι’ αὐτό, ὁ φόβος Θεοῦ, κατά τούς Πατέρες, συνιστᾶ, ὅπως καί ἡ πίστη[256], (Θεῖο) δῶρο (Χάρισμα) ἀλλά καί ἀπαίτηση μαζί· κατά μέν τό Μ. Βασίλειο, ἀποτελεῖ καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[257], κατά δέ τόν ἱ. Χρυσόστομο, ἄριστο ἐπιθετικό ὅπλο τῆς πνευματικῆς πανοπλίας τοῦ πιστοῦ[258].

Ζ. ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ

Τό θρησκευτικό δέος, ἔτσι ὅπως ἐμφανίζεται σ’ ὅλη τή Θεία Ἀποκάλυψη, ἐκδηλώνεται, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, μέσω τῆς Φύσης (φῶς, φωτιά, σεισμός[259], ἔκρηξη ἡφαιστείου), τῆς κοινωνίας / ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας καί τοῦ συν-ανθρώπου, ὄχι ὅμως κατά ἕνα στανικό τρόπο, ἀλλ’ ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἄνθρωπος «μεταμορφωθεῖ» θεοκεντρικά μέ τή συνεργία τῆς Θ. Χάρης. Τότε ἀντιμετωπίζει τό φυσικό φόβο εἴτε ὡς ἀφορμή φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ (Φυσική Θεολογία), εἴτε ὡς Θεία ἀπειλή παιδαγωγικά.

Ὁμοίως, ὁ Θ. φόβος διαχέει στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα ὄχι μόνο τή διαπροσωπική ἀγάπη[260], ἀλλά καί τή Θεία παρρησία[261]. Σύμφωνα μέ τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομεῖται καί πληθύνεται, ὅταν πορεύεται «τῷ φόβῳ τοῦ Κυρίου»[262]. Στόν ὀρθόδοξο Θ. φόβο ἡ πίστη μεταμορφώνει τό φόβο σέ θαυμασμό, καί τό θαυμασμό σέ δοξολογία[263]. Θεῖος ἴλιγγος[264], ζάλη πνευματική (σκοτοδινία) καί βίωση τοῦ Θείου γνόφου πρό τῆς Θείας ἀκαταληψίας καί σοφίας καταλαμβάνουν τόν πιστό, ἰδίως τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, σύμφωνα μέ τίς Τρεῖς «λύρες τοῦ Πνεύματος»[265]. «Τρέμει γάρ καί ἐκπέπληκται ἡ ψυχή ἐπί πολύ ταῖς ἄνω ἐνδιατρίβουσα θεωρίαις»[266], κατά Χρυσοστομική διαπίστωση. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες συμφωνοῦν ὅτι ἡ ἀληθής (ὀρθό-δοξη) λατρεία θά πρέπει νά γίνεται «μετά φόβου καί τρόμου»[267]. Ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, Παῦλος, παραγγέλλει νά λατρεύουμε «εὐαρέστως τῷ Θεῷ μετά εὐλαβείας καί δέους»[268]. Πρό «τῶν φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων»[269] ἅπαντες (οὐράνιες δυνάμεις, Κλῆρος καί λαός) ἵστανται ἔμφοβοι[270]. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, κάνοντας λόγο γιά «φοβεράν καί ἀναίμακτον θυσίαν», ἐπισυνάπτει: «Τό γάρ διακονεῖν σοι, μέγα καί φοβερόν»[271]. Κατά δέ τίς Θ. Λειτουργίες Βασιλείου[272] καί Χρυσοστόμου[273] ὁ ἱερεύς ἀναφωνεῖ: «Καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παῤῥησίας, ἀκατακρίτως τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σέ τόν ἐπουράνιον Θεόν Πατέρα, καί λέγειν»[274]. Μάλιστα δέ, στήν ἀρχαία βυζαντινή παρασημαντική ὑπῆρχε καί τό λεγόμενο τρομικόν μουσικό σύμβολο, πού ἀπαιτοῦσε ἔντρομη (μουσική) ἐκτέλεση. Ἐπουδενί ἐπιτρέπεται τό γέλιο μέσα στόν ἱ. ναό, καί μάλιστα κατά τήν ὥρα τῶν ἱ. μυστηρίων[275]. Ὅλες σχεδόν οἱ ὁμιλίες τῶν Τριῶν Πατέρων εἶναι κατάσπαρτες ἀπό ὅσα καθημερινά ἀκοῦμε καί ψάλλουμε στίς ἱ. Ἀκολουθίες[276]: «Μακάριοι πάντες οἱ φοβούμενοι τόν Κύριον»[277], «Μακάριος ἀνήρ ὁ φοβούμενος τόν Κύριον ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα»[278], «Ὁ ἐπιβλέπων ἐπί τήν γῆν καί ποιῶν αὐτήν τρέμειν»[279], «Aποστρέψαντος δέ σου τό πρόσωπον ταραχθσονται»[280], «Καθώς οἰκτείρει πατήρ υἱούς ᾠκτείρησε Κύριος τούς φοβουμένους αὐτόν»[281], «Τό ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεάς καί γενεάς τοῖς φοβουμένοις αὐτόν»[282], «Ὁ Θεός ἐνδοξαζόμενος ἐν βουλῇ ἁγίων μέγας καί φοβερός ἐπί πάντας τούς περικύκλῳ αὐτοῦ»[283], «Μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε καί τῶν φυλασσόντων τάς ἐντολάς σου»[284]. Ἐπίσης, στούς ἐξορκισμούς τοῦ Μ. Βασιλείου ἐκφωνοῦμε: «Σοῦ γάρ ὑμνεῖται, καί μεγαλύνεται, καί παρά πάσης πνοῆς ἐν φόβῳ δοξάζεται τό πανάγιον ὄνομα τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος»[285]. Σέ ἕνα δέ λογοποιητικό οἶστρο ὁ πρύτανης τῶν Χριστιανῶν ρητόρων, ἀπευθυνόμενος πρός τούς καταφρονητές τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, λέει: «Οἱ οὖν τῷ σταυρῷ καταφρονητικῶς καί ἀφόβως πλησιάζοντες, βροντόβραστοι, βριμόβρυχοι, ἀστραπόφρικτοι, βελοβυθοθαμβοσεισμοφόνοι γενήσονται»[286].

Η. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΒΙΩΣΗΣ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ

Ὁ Θ. φόβος, ἄν καί μπορεῖ μερικές φορές νά φαίνεται ἐνοχλητικός ἤ καί ὀδυνηρός[287], ἐντούτοις ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι ὠφέλιμος καί σωτήριος γιά τόν ἄνθρωπο, λειτουργώντας ὅπως περίπου ὁ πόνος. Αὐτός πού δέν αἰσθάνεται καθόλου πόνο, βρίσκεται σέ συνεχῆ κίνδυνο· εἶναι, λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, σάν τόν «πυρέσσοντα» ἤ σάν τόν ὑδερικό (ὑδρωπικό), πού, παρά τή νόσο τους, ἐξακολουθοῦν νά πίνουν νερό[288]. Ἀλλά, ἄν ὁ ἐπίγειος Θ. φόβος εἶναι ἐνοχλητικός, ἡ ὠφέλειά του εἶναι ἄπειρα μεγαλύτερη, ἐφόσον διασώζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν αἰώνια (ἐσχατολογική) αἰσχύνη, ὀδύνη, θλίψη καί στεναγμό.

Ἐνῶ ὁ ὑγιής θρησκειοψυχολογικά Θ. φόβος μπορεῖ νά ἐπιφέρει παροδικές ψυχοσωματικές διαταραχές[289], ὁ παθολογικός Θ. φόβος προκαλεῖ συνήθως ποικίλες νευρώσεις (ἀγχωτική νεύρωση, ὑστερία, καταναγκατική νεύρωση) καί ψυχώσεις (σχιζοφρένεια, κατάθλιψη, μελαγχολία κλπ.)[290]. Εἴτε ἀπό αἱρετική (πρωτογονική) ἀντίληψη τοῦ Θ. φόβου (λ.χ. ὡς tabu), εἴτε ἀπό λαθεμένη (ἀπωθημένη) βίωση τοῦ Θ. φόβου ὁ ἄνθρωπος (πιστός ἤ ἀναγνωρισμένος ὡς ἄθεος) εἶναι δυνατό νά ἀντιμετωπίσει τόσο ἰσχυρές ἐνοχές, πού νά τόν ὁδηγήσουν ἀκόμα καί στό σωματικό θάνατο[291].

Ἐνῶ ἡ ἀπώθηση τοῦ Θ. φόβου ἤ ὁ ἰδεοληπτικός Θ. φόβος ὁδηγοῦν εἴτε σέ ἐνοχικά αἰσθήματα, εἴτε σέ καταναγκαστικές νευρώσεις[292] ἀντίστοιχα, πού κρατοῦν τόν ἁμαρτωλό σέ ἀπόσταση ἀπό τό Θεό, ὁ ἁγνός καί υἱϊκός (ἀπό εὐλαβικό σεβασμό) Θ. φόβος, τηρώντας «τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ», δέν ἐνέχει καμία ἀπειλή, καί ἔτσι δωρίζει στήν ψυχή εἰρήνη, γαλήνη καί μακαριότητα, δηλ. τήν κατάσταση τῆς τέλειας ἀγάπης, ἀφοῦ «αὕτη ἐστίν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἵνα τάς ἐντολάς αὐτοῦ τηρῶμεν»[293]. Ἔπειτα, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, λειτουργώντας

ἀντι-δραστικά (θεραπευτικά), ἐξουδετερώνει κάθε ἄλλο (κοσμικό) φόβο (ἀφοβία)[294], καί μάλιστα τόν ἔσχατο ὅλων, τό φόβο τοῦ βιολογικοῦ θανάτου. Ἐφόσον ὁ Θ. φόβος προξενεῖ τό «κατά Θεόν πένθος» (τό καθημερινό σταύρωμα), ἡ ψυχή δέν ἔχει νά φοβηθεῖ πλέον τίποτα τό κοσμικό, καί ἄρα ἀποκτᾶ θᾶρρος (Μ. Ἀντώνιος). Ἐνῶ π.Χ. ὁ θάνατος ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ γιά τούς ἐκτός Χριστοῦ ἀνθρώπους τό μεγαλύτερο φόβο, «μετά τόν θάνατον τοῦ Κυρίου παίγνιον καί νηπίοις γέγονεν ὁ θάνατος»[295], μέσω τοῦ ἰδίου θανάτου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἐπίσης, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ χαρίζει ψυχική ἀνάπαυση (μακαριότητα), εὐτυχία, εὐημερία[296], μακροημέρευση[297], προστασία[298], ἀσφάλεια[299], ἐκπλήρωση τῶν ἐπιθυμιῶν[300], αἴσθημα αὐτοεκτίμησης (τιμή καί δόξα)[301], ἐλπίδα[302], ἐνθάρρυνση στίς ἀντιξοότητες καί τά προβλήματα ἀλλά καί νόημα στή ζωή[303].

Ἐξάλλου, ὁ Θ. φόβος, μή ὄντας ἕνας ἄ-Λογος φόβος, εἰσάγει τόν πιστό στήν ἀληθινή (ἐπιστημονική) ἔρευνα, μάθηση καί γνώση (σοφία), πού, βέβαια, διαφέρει ἀπό τήν τυφλή ὑποταγή[304].

Τέλος, ἡ δύναμη τοῦ Θ. φόβου ἀποτελεῖ πρώτιστο κίνητρο γιά ἐνάσκηση καί καλλιέργεια ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ ὑγιής (ὀρθό-δοξος) φόβος τοῦ Θεοῦ, ἕλκοντας τήν προσοχή[305], τήν ἐμπιστοσύνη[306], τήν εὐδοκία[307], τή χρηστότητα[308], τήν εὔνοια (εὐλογία, Χάρη)[309], τό ἔλεος[310] καί τόν οἶκτο[311] τοῦ Κυρίου, ἐξασφαλίζει (ὄχι τή θρησκευτική τρομοκρατία ἤ τήν ἀπόγνωση, ἀλλά) τήν ἐνίσχυση τῆς πίστης, τό Θεῖο ἔρωτα, τό «κατά Θεόν» πένθος, τήν ταπείνωση, τήν ἀποτροπή τῆς ἁμαρτίας, τήν ἐλπίδα τῆς συγχώρησης, τήν ἐπιθυμία τῆς μεταμέλειας (μετάνοια)[312], τήν εὐχαριστία πρός τό Θεό[313], τή θεογνωσία, τή διάκριση[314], τόν ἁγιασμό, τήν πλήρη (κατά πλάτος) καί «γεμάτη» (βλ. πλοῦτος) ἀληθινή ζωή (πνευματική ἀναζωογόνηση)[315] καί γενικά τή σωτηρία[316].

Θ. ΚΙΝΗΤΡΑ ΑΦΥΠΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ

Ὁ Θ. φόβος δι-εγείρεται (ἀφυπνίζεται) ἀπό τήν ἴδια τή Θεία παρουσία (Θεοφανία) μέσω τοῦ ἀσυνειδήτου, τοῦ ὀνείρου, τῆς φαντασίας, τῶν λογισμῶν, τῆς ταπεινόφρονης διάθεσης, τῆς σκέψης, τῆς πιστότητας στή Διαθήκη τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐπίκλησης ἤ ἀνάμνησης / προσευχῆς (ἰδίως τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ)[317], τῆς γνώσης (πληροφόρησης) τῶν Θείων ἐνεργημάτων («σημεῖα καί τέρατα» / θαύματα) σέ ὅλη τήν ἱστορία τῆς Θ. Οἰκονομίας, τῆς ἀκρόασης ἤ διδασκαλίας καί μελέτης (τοῦ Θ. Λόγου), τῆς συναναστροφῆς μέ ἅγια πρόσωπα (Ἁγίους) κλπ.

Ἡ διάνοια τοῦ Ἰώβ θορυβήθηκε ἀπό μεταφυσικές συγκρούσεις[318]. Προφητικά ὁράματα εἶναι δυνατό νά συνταράξουν τήν ψυχή, ὅπως συνέβη μέ τόν Δανιήλ[319].

Ἐξάλλου, τό «Θεός οὐ μυκτηρίζεται»[320], ἡ ἐσχατολογική «φοβερά» ἡμέρα «τῆς Κρίσεως»[321], τό «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι»[322], ἡ Αἰώνια Κόλαση[323], τό σκότος[324], τά ἀποκαλυπτικά (ἐσχατολογικά) θηρία[325], ὁ «τριγμός τῶν ὀδόντων» κ.λπ. εἶναι δυνατό νά ταράξουν ὄχι μόνο τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά καί αὐτούς τούς Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Θρόνους, Κυριότητες, Ἀρχές καί Ἐξουσίες, κατά τό «σεισθήσονται αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν»[326], ἀφοῦ, κατά τό Μ. Βασίλειο, «κρίσις ἕπεται χάριτι»[327]: «Ἄνθρωπε, ἤ τήν γέενναν φοβήθητι, ἤ τῆς Βασιλείας ἀντιποιήθητι»[328], βοᾶ ὁ αὐτός Πατήρ, δεδομένου ὅτι «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος»[329]· «φοβηθῆτε δέ μᾶλλον τόν δυνάμενον καί ψυχήν καί σῶμα ἀπολέσαι εἰς γέενναν»[330], ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Ὁ ἴδιος δέ ἐρωτᾶ: «Πῶς οὐ δέδοικας, ἄνθρωπε, τολμηρά φθεγγόμενος, ὅταν λέγῃς, ὅτι Φιλάνθρωπός ἐστιν ὁ Θεός, καί οὐ κολάζει; Καί ἐάν κολάσῃ, εὑρίσκεται κατά σέ οὐκ ἔτι φιλάνθρωπος ὤν; Ὁρᾷς εἰς οἷα ῥήματα ὑμᾶς ὁ διάβολος ἄγει;»[331].  

Ἀλλά, καί τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων καταπλήσσουν[332]. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος μέ τά θαύματα, πού ἐπιτελοῦσε, ἰδίως τή θανατική καταδίκη τοῦ Ἀνανία καί τῆς Σαπφείρας ἀλλά καί τήν ἀνάσταση τῆς Ταβιθᾶ, «ἐδυσωπεῖτο ὑπό τῶν πιστῶν»[333].

«Φοβηθῶμεν τοίνυν, ἀγαπητοί, τό ταῦτα ἀκοῦσαι τά ῥήματα. Οὐκ ἔστι παίγνιον ὁ βίος· μᾶλλον δέ ὁ μέν παρών βίος παίγνιον, τά δέ μέλλοντα οὐ παίγνια. Τάχα δέ οὐδέ παίγνιον μόνον ὁ βίος, ἀλλά καί τούτου χεῖρον»[334].

Ι. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ Θ. ΦΟΒΟΥ

Ὁ Θ. φόβος, σύμφωνα μέ σύνολη τήν ἁγιογραφική καί Πατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι διδακτός[335]. Εἰδικότερα, ὁ ἱ. Χρυσότομος ἀσχολεῖται ἐπισταμένα, ὅπως σύγχρονοι (χριστιανοί) Παιδαγωγοί καί Θρησκειοψυχολόγοι, μέ τήν ἐπισήμανση τῆς καταλληλότερης ἡλικίας γιά τήν προσφορά διδασκαλίας τοῦ Θ. φόβου[336]. Μάλιστα δέ, ὁ ἅγιος Ἱεράρχης ἐπιλέγει καί συγκεκριμένα θέματα, κυρίως ἀπό τήν Π.Δ. γιά τίς μικρότερες ἡλικίες, τά ὁποῖα συνιστᾶ νά διδάκονται σταδιακά σύμφωνα μέ ὁρισμένη σειρά, ἀνάλογα δηλ. μέ τό βαθμό «φοβικότητάς» τους, γιά νά κορυφωθεῖ ἡ ἐντύπωση τοῦ Θ. φόβου κατά τήν ἐφηβική περίπου ἡλικία μέ τή σχετική διδασκαλία περί Κολάσεως. Ἀλλά, ἀφοῦ ὁ Θ. φόβος διδάσκεται, θά πρέπει καί νά συν-αυξάνεται: ποσοτικά, ἀλλά, ταυτόχρονα, καί ποιοτικά. Ἐκεῖνος ὁ ἅγιος πού ἔχει φθάσει σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας, δέ σημαίνει ὅτι φοβᾶται λιγότερο (ποσοτικά) τό Θεό· φοβούμενος τό Θεό πνευματικότερα (πιό ποιοτικά), Τόν φοβᾶται πιό συνειδητοποιημένα, πιό «ἀποκαθαρμένα» (ἀπό ὀθνεῖα στοιχεῖα) καί ἄρα πιό βαθιά καί σοβαρά. Ὁμοίως, τό μικρό παιδάκι, ὅταν λέμε ὅτι εἶναι θεοφοβούμενο ἤ ὅτι «φοβᾶται τό Θεό», δέν ἐννοοῦμε ὅτι Τόν φοβᾶται ψυχολογικά καί Τόν τρέμει, ἀλλ’ ὅτι ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξή Του, τόν ἐμπιστεύεται καί τόν ἀγαπᾶ, γιατί γιά τήν ἡλικία ἀκριβῶς τοῦ νηπίου [ἀφοῦ στήν ἀμέσως μεγαλύτερη ― παιδική ― ἡλικία ὁ Θεός ἀναγνωρίζεται ὡς παντο-κράτωρ καί ἐκεῖ ἀρχίζει νά ἀναπτύσσεται ὁ κατώτερος ποιοτικά Θ. φόβος, σύμφωνα πάντα μέ τά γονεϊκά πρότυπα] ὁ φόβος τοῦ (ἀληθινοῦ) Θεοῦ δέν εἶναι καί δέν μπορεῖ νά ἐκδηλωθεῖ μέ κανένα ἄλλο τρόπο, εἰμή μόνο μέ τό σεβασμό (ὡς «χρέος» ἀπέναντι σ’ ἕνα πρόσωπο, φορέα αὐθεντίας), πού, κατά τόν J. Piaget, συνιστᾶ ἕνα ἀνάμεικτο συναίσθημα στοργῆς καί φόβου[337]. Ἐντούτοις, ἡ αὔξηση καί ἡ καλλιέργεια τοῦ Θ. φόβου συναντοῦν καί ὁρισμένα ἐμπόδια, πού προέρχονται εἴτε ἀπό τό ἴδιο τό ὑποκείμενο, εἴτε ἀπό τό περιβάλλον του. Ἡ ἡλικιακή ἀνάπτυξη, οἱ ψυχικές συγκρούσεις [μέ τήν εὐμεταβλητότητα καί τήν ἀστάθεια τοῦ χαρακτήρα, τήν ὀλιγοπιστία, τά πάθη (ἀλαζονεία, ἀπληστία, φθόνο, φιληδονία κ.ἄ.), τούς πειρασμούς, τίς ἀπογοητεύσες κλπ.] καί οἱ κοινωνικές ἀντιξοότητες ἤ καί συναναστροφές συμβάλλουν συνήθως στήν πνευματική σκλήρυνση (πώρωση) τοῦ ἀνθρώπου (ἀμετανοησία), πού, σέ συνδυασμό μέ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τή μυστηριακή ζωή, ἀποδιώχνουν τό Θ. φόβο.

Ὁ Θ. φόβος, μέσω τῆς οἰκογενειακῆς (ὑγιοῦς / ἰσόρροπου γονεϊκοῦ σεβασμοῦ) ἀγωγῆς ἀλλά καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαίδευσης (κατήχησης) ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία, μπορεῖ νά ἀναπτυχθεῖ ὀρθά μέ τήν πίστη[338], τήν ταπείνωση, τή μετάνοια, τήν προσευχή (ἀκόμα καί γιά τή δωρεά τοῦ Χαρίσματος τοῦ Θ. φόβου), τήν ἀκρόαση καί μελέτη τοῦ Θ. Λόγου καί μέ τήν ἐπίτευξη τῶν ἀρετῶν, δηλ. μέ τόν «ἐν μετανοίᾳ» γενικά (ὀρθόδοξο) τρόπο ζωῆς, πού συμπεριλαμβάνει καί σύσσωμη τήν ἀνατολική ἐκκλησιαστική τέχνη (ναοδομία, ἁγιογραφία, βυζαντινή μουσική). Τά «ὄργανα τῆς Χάριτος», μέ γλώσσα Παύλεια, παραγγέλλουν τήν ἐπιτέλεση τῆς ἁγιωσύνης «ἐν φόβῳ Θεοῦ»[339] καί τήν ἐκκλησιαστική ὑποταγή (ὑπακοή) «ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ»[340], κατεργαζόμενοι τή σωτηρία μας «μετά φόβου καί τρόμου»[341]. Οἱ Ἑβραῖοι γιά νά θυμοῦνται ὅτι ἔπρεπε διαρκῶς νά βρίσκονται στήν κατάσταση τοῦ Θ. φόβου, φόραγαν στό κεφάλι καί στό χέρι τους τό tefillin[342].

ΜΕΡΟΣ Γ’

 

Θ. ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Θ. ΕΡΩΣ

Ι. ΓΕΝΙΚΑ

Ὁ ὀρθόδοξος θρησκευ>τικός φόβος δέν λειτουργεῖ μονιστικά· κατά ἕνα λογικό παράδοξο, συνυπάρχει μέ τό Θεῖο ἔρωτα[343], ὅπως ἡ δικαιοσύνη μέ τήν ἀγάπη Του ἤ ὁ γνόφος μέ τό (ἄκτιστο) φῶς. Κατά τήν Ψυχολογία, ὁ φόβος καί ἡ ἀγάπη συνιστοῦν τά πιό ἰσχυρά συναισθήματα, πού ὑπάρχουν «φύσει» σέ κάθε ἄνθρωπο. Μέσα σέ μιά ὥριμη ἀγαπητική σχέση τά πρόσωπα γνωρίζουν πότε νά λένε ΝΑΙ καί πότε ΟΧΙ[344]. Δέν ὑπάρχει καμιά βαθειά καί πραγματική ἀγάπη χωρίς ἕναν ἐσωτερικό φόβο (θαυμασμό καί ἀνιδιοτελῆ σεβασμό)[345], χωρίς δηλ. κάποια δέσμευση, ὑποχρέωση, ρίσκο καί κίνδυνο[346]. Ἔτσι, καί ἡ συνάντηση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, πού συνιστᾶ τό ὕψιστο ὑπαρξιακό γεγονός πνευματικῆς ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου, κατ’ ἀνάγκη θά κινητοποιεῖ τά δύο αὐτά συναισθήματα[347].

Τή συνύπαρξη τῶν (λογικά) ἀντιθέτων (Τριάς / Μονάς, Θεῖο / ἀνθρώπινο, Μητέρα / Παρθένα, ἀγάπη / δικαιοσύνη, Θ. φόβος / Θ. ἔρως, πίστη / γνώση, χαρά / λύπη κλπ.), πού ἀκόμα καί ἡ «θύραθεν» Ἐπιστήμη (π.χ. L. Barnell), ἡ Φιλοσοφία (π.χ. ἐναντιοδρομία, νεῖκοςφιλότης[348] κλπ.), ἡ Φυσική (π.χ. Komplementarität), ἡ Κοινωνιολογία (π.χ. διαλεκτική), ἡ Ψυχολογία (π.χ. tabu)[349], ἡ Θρησκειολογία (π.χ. ΤΑΟ, ἰσλαμιστής H. Vahya κ.ἄ.) κλπ. ἀνιχνεύουν εἴτε, κατά τήν analogia entis, στόν ὑλικό, εἴτε στόν ψυχοπνευματικό κόσμο, ἀρνοῦνται συνήθως κάποιοι, ἀφενός μέν γιατί δέ συμβιβάζεται λογικά καί, κατά συνέπεια, δέν τήν κατανοοῦν, ἀφετέρου γιατί, κατ’ αὐτούς, τό «Θεῖον» δέν εἶναι δυνατό νά λειτουργεῖ παρά-λογα. Πρόκειται γιά Ὀρθολογιστές (τοῦ 17ου αἰῶνα)[350], πού προκρούστεια ἐπιδιώκουν νά «στριμώξουν» τό ἄπειρο τῆς Θ. πανσοφίας μέσα στόν κτιστό καί πεπερασμένο τους ἐγκέφαλο, ἀρνούμενοι a priori τό μυστήριο / παράδοξο (ὑπέρ-λογο καί μετα-λογικό)[351], ὁ ὁποῖος, ὡστόσο, ἐγκέφαλος, ἐνῶ κατά τόν προηγούμενο αἰῶνα ἔβλεπε μέ τή μαθηματική (Ἀριστοτελική) του λογική ἀδύνατο τό «ἅλμα» τῆς Φύσεως (Determinismus), σήμερα, ἀναθεωρώντας, δέν τό θεωρεῖ πλέον ὡς ἀπίθανο (πρβλ. ἀρχή τῆς ἀπροσδιοριστίας).

Ἀλλ’ ὑπάρχουν κι’ ἐκεῖνοι, ἰδίως στά πρόσφατα χρόνια, πού προβάλλοντας τό γνωστό χωρίο τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον»[352], φαίνεται (ἄθελα ἤ ἠθελημένα) νά ἀγνοοῦν τόσο τό βιβλικό context, ὅσο καί σύνολο τόν <Κανόνα τῆς Πίστεως> (Regula Fidei). Ἔτσι, ὅμως ἀποδεικνύονται καί ἀντιεπιστημονικοί, ἀλλά καί ἀντιπαραδοσιακοί, δεδομένου ὅτι αὐτή ἡ φιλοκαλική νηπτική παράδοση, πού διακρίνεται γιά τό (μυστικό) Θεῖο ἔρωτα, βρίθει σέ λήμματα σχετικά μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Σύμπασα ἡ ὀρθόδοξη Πατερική ἑρμηνεία (Κλήμης Ἀλεξανδρεύς[353], Ἰουστῖνος[354], Δίδυμος[355], Κύριλλος Ἱεροσολύμων[356], Ἀμβρόσιος[357], Αὐγουστῖνος[358], Ἰωάννης Σιναΐτης[359], Μάξιμος Ὁμολογητής[360], Διάδοχος Φωτικῆς[361] κ.ἄ.) τοῦ Α’ Ἰω. 4, 18 ὁμιλεῖ γιά «διττό φόβο» (ἁγνό καί παθητικό)[362].

ΙΙ. ΤΟ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ Ι. ΑΜΦΙΘΥΜΙΑΣ

Σύμφωνα μέ τόν ἱ. Χρυσόστομο, ἡ ὀρθό-δοξη στάση τοῦ πιστοῦ ἔναντι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά εἶναι τό ἀμφιθυμικό βίωμα τοῦ Θ. φόβου μέ τό Θ. ἔρωτα: «μετά φόβου τοίνυν ἀγαπῶμεν τόν Θεόν»[363]. Τό μυστήριο τῆς ἕλξης (Θ. ἔρωτος), ἐνῶ εἶναι κοινό (ὡς πρός τό ἐξωτερικό «ἀντικείμενο» τῆς μυστικῆς ἕνωσης), ἄν καί ὑπό ποικιλία μορφῶν, καί στίς τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, διαφέρει οὐσιωδῶς στό Ζέν―Βουδδισμό[364], πού, ὡς γνωστό, δέ δέχεται «κοινωνία» μέ κάτι Ἄλλο, ἀλλά τή λεγόμενη αὐτοπραγμάτωση (self-realization)[365]. Ὁ γνωστός Θρησκειολόγος Rudolf Otto, πού βασίστηκε κυρίως στόν ἱ. Χρυσόστομο, μελετώντας στό περίφημο ἔργο του Das Heilige (1917) τό βίωμα τοῦ Θείου, διατυπώνει τό <mysterium tremendum> (ἱερή κατάπληξη) καί τό <mysterium fascinans> (ἱερή ἕλξη)[366]. Ὁ Kierkegaard ὁρίζει τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία ὡς συμπαθητική ἀντιπάθεια καί ἀντιπαθητική συμπάθεια, ὁμιλεῖ δέ γιά γλυκειά ἀγωνία, γλυκό φόβο, θαυμαστή ἀγωνία καί φοβερή ἀγωνία. Δεδομένου ὅτι «ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος ἡδονῆς πλήρης ὤν»[367], δέν πρόκειται γιά κάποια ἀγχώδη κατάσταση ἐξαναγκασμοῦ, φοβικό complex ἤ φοβία, ἀλλά γιά ἕνα φόβο ταπείνωσης, σεβασμοῦ, εὐλάβειας, ἐμπιστοσύνης, ἐλευθερίας καί ἀγάπης[368]: «Οὐ πάντων Θεός ὁ Θεός ἀλλά τῶν οἰκειωθέντων αὐτῷ διά τοῦ φόβου καί τῆς ἀγάπης»[369], διαπιστώνει ὁ Μ. Βασίλειος.

Ἡ συσχέτιση τοῦ φόβου καί τῆς ἀγάπης γίνεται, κατά τόν αὐτό ἱ. Πατέρα, ἀφενός μέν γιά νά μή λησμονοῦμε τή θνητή μας φύση αὐτοθεοποιούμενοι, καί ἀφετέρου γιά νά μή, «ἀπογινώσκοντες», αὐτοεκμηδενιστοῦμε[370].

ΙΙΙ. Η Ι. ΑΜΦΙΘΥΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή κάνει λόγο γιά συνύπαρξη φόβου καί ἀγάπης (ἐλέους)[371]. Ἡ Π.Δ. ἔχει χαρακτηρισθεῖ συχνά ὡς νόμος τοῦ φόβου, ἐνῶ ἡ Κ.Δ. ὡς νόμος τῆς ἀγάπης· χαρακτηρισμοί σχετικοί καί κατά προσέγγγιση, πού παραλείπουν πολλές λεπτότερες ἀποχρώσεις. Στήν πραγματικότητα ὁ Θ. φόβος, ὡς βάση κάθε γνήσιας θρησκευτικῆς στάσης, δέν καταργεῖται στήν Κ.Δ. Ἀκόμα καί ἡ παραίνεση «μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν» ἔχει πάντα σάν προϋπόθεση τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅπως παραδέχεται αὐτός ὁ Bultmann[372]. Τόσο, λοιπόν, ὁ φόβος ὅσο καί ἡ ἀγάπη ἔχουν τίς ρίζες τους στήν Π.Δ.[373], ἐνῶ συνεχίζουν νά συνυπάρχουν, «πνευματοποιούμενοι», μέσω τῶν καινοδιαθηκικῶν μυστηρίων τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Κύριος βαδίζει πρός τό θάνατο σά νά πηγαίνει σέ γάμο. «Χριστός ἐν σαρκί, τρόμῳ καί χαρᾷ ἀγαλλιᾶσθε· τρόμῳ, διά τήν ἁμαρτίαν· χαρᾷ, διά τήν ἐλπίδα»[374], μυσταγωγεῖ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Οἱ Μυροφόρες ἔφυγαν «ἀπό τοῦ μνημείου μετά φόβου καί χαρᾶς μεγάλης»[375]. Στήν Ἀποκάλυψη ἡ Ἐκκλησία τῆς Λαοδίκειας ἐπιτιμᾶται, γιατί δέ διαθέτει φόβο Θεοῦ[376]. Ποιόν, ἀλήθεια, θά συνέφερε νά διδάσκεται ὅτι δέν πρέπει νά φοβόμαστε τό Θεό, τόν «ἠγαπημένο» μαθητή τῆς Ἀγάπης, εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ἤ τό Σατανᾶ;

Ἡ Ἐκκλησία «φοβᾶται» τό Χριστό, ὅπως ἡ σύζυγος (νύμφη) τό σύζυγο (Νυμφίο)[377], δηλ. μέ μιά ἀγαπητική ἀγωνία, καί ὄχι ὅπως ἡ πόρνη, πού περιμένει ἀδιάφορα καί ψυχρά τόν πελάτη της! «Οἴδαμεν τόν Θεόν», βεβαιώνει ὁ Μ. Βασίλειος, «καί δίκαιον καί φιλάνθρωπον καί προγνωστικόν καί ἀνταποδοτικόν»[378]. Καί συνεχίζει ὁ ἴδιος: «Ἀγαθός ὁ Θεός, ἀλλά καί δίκαιος…Ἐλεήμων, ἀλλά καί κριτής…Ἐλεήμων γάρ ὁ Κύριος, καί δίκαιος. Μή οὖν ἐξ ἡμισείας τόν Θεόν γνωρίζωμεν, μηδέ ἀφορμήν ῥαθυμίας τήν αὐτοῦ φιλανθρωπίαν λαμβάνωμεν…Ὁ τόν ἥλιον ἀνατέλλων, καί ἀβλεψίαν καταδικάζει. Ὁ τόν ὄμβρον διδούς, καί τό πῦρ βρέχει. Ἐκεῖνα τῆς χρηστότητος, ταῦτα τῆς ἀποτομίας»[379]. Κατά δέ τόν ἱ. Χρυσόστομο, «ὁμοῦ καί δικαστής, καί ἰατρός, καί διδάσκαλος ἐστίν ὁ Θεός»[380]. Ὁμοίως, ὁ Fleming Rutledge παρατηρεῖ: «Ὁ Κύριος εἶναι ταυτόχρονα εὐσπλαχνικός καί τρομακτικός, ἀπειλητικός καί ἐλεήμων»[381]. Ἡ Θ. Ἐνανθρώπηση οὔτε θεοποιεῖ (Ἀρειανισμός), οὔτε ἀπο-θεοποιεῖ (Νεστοριανισμός) τόν Ἰ. Χριστό, ἔτσι ὥστε νά Τόν θεωροῦμε μόνο ὡς συνάνθρωπο, ἀδελφό, φίλο ἤ σύντροφο.

IV. Η ΘΡΗΣΚΕΙΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ Ι. ΑΜΦΙΘΥΜΙΑΣ

Κατά καιρούς κάποιοι Ψυχολόγοι ἰσχυρίστηκαν ὅτι ἡ παρατηρούμενη (θρησκευτική) ἀμφιθυμία σέ ὁρισμένους ἀνθρώπους παρουσιάζει πολλές ὁμοιότητες μέ τή σχιζοφρένεια· οἱ ἀσθενεῖς, αἰσθανόμενοι τήν ἀνάγκη κάποιας ψυχικῆς πίεσης (πού συνήθως ἐκφράζεται ὡς ἀπόσυρση καί ἐξάρτηση ταυτόχρονα), προκαλοῦν φαντασιακά τόσο τό Θ. ἔρωτα, ὅσο καί τό Θ. φόβο (τρομολαγνεία). Ὅμως, οἱ μύστες τῶν ἱερῶν αὐτῶν βιωμάτων δέ θά πρέπει ἀ-διάκριτα νά συγχέονται ἤ ἐξομοιώνονται μέ τούς ἀντίστοιχους ὅλων τῶν θρησκευμάτων, ὅπως λ.χ. Προφητῶν (τοῦ Ἰσραήλ), «προφητῶν» (τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων), μάντεων (τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν), Mediums κλπ. Ἡ διαφορά / διάκριση (ἀληθινοῦ) προφήτη καί μάντη (ψευδοπροφήτη) συνιστᾶ καίριο ζήτημα γιά τόν Ἰουδαιοχριστιανισμό, γι’ αὐτό καί διαθέτει πλούσια σχετική φιλολογία. Ἡ αὐθεντική (ἐκ Θεοῦ, καί μάλιστα τοῦ Ἑνός καί ἀληθινοῦ) προφητεία ὄχι μόνο δέν παρουσιάζει παθολογικά συμπτώματα σάν αὐτά τῆς μαντείας, ἀλλά καί εἶναι σαφῶς κοινωνική καί ὄχι ἀτομική[382]. Ἐπιπλέον, προσφέρει νέα δημιουργική πνοή στό φορέα της τόσο σέ προσωπικό (βλ. ἀγώνας γιά αὔξηση τῆς πνευματικότητας), ὅσο καί σέ κοινωνικοπολιτικό ἐπίπεδο (βλ. Προφητισμός). Στήν ἀληθινή θρησκεία ἡ βίωση τῆς ἱερῆς ἀμφιθυμίας λειτουργεῖ ἀφενός μέν παθητικο-ενεργητικά ἐκ μέρους τοῦ ὑποκειμένου, κι’ ἀφετέρου συνεργιακά ἐκ μέρους τοῦ «ἀντικειμένου» (Θεοῦ). Συνεπῶς, ἡ συνύπαρξη τοῦ Θ. φόβου μέσα στή  Θεία ἀγάπη δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ πάντα ἐκδήλωση μιᾶς «ἀρρωστημένης ψυχῆς» (W. James, 1842-1910).

Θ. Φόβος καί Θ. Ἔρως ἔχουν τήν αἰτία τους στόν τριαδικό Θεό· τοῦτο «θεοπρεπῶς» σημαίνει τόσο ὅτι τό κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐμπνέει σεβασμό καί ἀγάπη πρός τό ἄλλο, ὅσο καί ὅτι ἡ Θ. Χάρη ἐνεργεῖ πρός τά ἔξω μέ ἕνα ἀμφιθυμικό τρόπο δέους καί ἀγάπης.

Ψυχαναλυτικά, ὁ φόβος καί ἡ ἕλξη τοῦ Θείου ἀνάγουν τήν προέλευσή τους στά πρώιμα βρεφικά στάδια τοῦ ἀνθρώπου· ὅπως τό παιδί αἰσθάνεται τόν πατέρα του, πού τοῦ εἶναι ἀπαραίτητος γιά τήν ἀσφάλειά του, ταυτόχρονα ὡς ἐπιθυμητό καί φοβερό[383], ἔτσι καί ὁ ἐνήλικας ἀντιμετωπίζει τόν πολιτισμό (θρησκεία), πού τοῦ εἶναι ἀναγκαῖος ὁμοίως γιά τήν ἀσφάλειά του (ἔναντι τοῦ τυφλοῦ νόμου τῆς ζούγκλας), μέ ἕνα διπλό συναίσθημα ἀποδοχῆς καί ἀποστροφῆς. Κατά τόν S. Freud, καί ἡ ἴδια ἡ Libido ἐνέχει στοιχεῖα ἐπιθετικά (καταστροφικά) καί ἀγαπητικά (ἐρωτικά)[384]. Ἀπό μιά ἄλλη ὀπτική, ὁ C. Jung τήν ἱερή αὐτή ἀμφιρροπία (Ambivalenz) μεταξύ ἑνός ἀσυνείδητου μεταφυσικοῦ (μυστηριώδους / θρησκευτικοῦ) φόβου καί ἑνός ἀσυνείδητου μεταφυσικοῦ (μυστηριώδους / θρησκευτικοῦ) ἔρωτα τοῦ κόσμου / Φύσης (βλ. principle of opposites) βλέπει ὡς Ἀρχέτυπο τοῦ Συλλογικοῦ Ἀσυνειδήτου. Ἐξάλλου, μεταξύ τῶν διαφόρων (θρησκευτικῶν) Lifestyles ἡ λεγόμενη, κατά τόν R. Crapps[385], «θρησκεία τοῦ αὐθορμητιμοῦ» ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ (ὑπαρξιακή) ἐγγύτητα τοῦ Θείου προκαλεῖ φόβο, ἀφοῦ ἡ ἔλευση τοῦ μόνου Παντο-κράτορα πλησίον τοῦ πιστοῦ ἀναγκαστικά κινητοποιεῖ μιά σύγ-κριση καί αὐτο-κριτική, συνεπῶς καί ἐπίγνωση (συνειδητοποίηση) τῆς δικῆς του ἀφενός ἀνεπάρκειας καί ἁμαρτωλότητας, καί ἀφετέρου αὐτογνωμοσύνης καί ὑπεροψίας, ἐπιτείνοντας ἔτσι τήν κατανυκτική ἀγωνία. Πράγματι, τό βίωμα τῆς Θείας ἐπι-κοινωνίας περιποιεῖ τόσο τήν ἐσωτερική εἰρήνη, ὅσο καί τήν <πάλη μέ τό Θεό>[386].

V. ΜΕΣΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ Ι. ΑΜΦΙΘΥΜΙΑΣ

Ἡ ζωή τῆς χαρμολύπης παρουσιάζεται κατ’ ἐξοχήν στόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, ἔτσι ὅπως αὐτός ἀποτυπώνεται στά πεζογραφήματα κυρίως τῶν Ἀ. Παπαδιαμάντη, Δ. Βικέλα, Φ. Κόντογλου, Ζ. Παπαντωνίου κ.ἄ[387].

Ἐκεῖ, ὅμως, πού, ἀναμφισβήτητα, ἡ ἔκκληση τῶν δύο αὐτῶν ἀντιθετικῶν συναισθημάτων (Θ. φόβου καί Θ. ἔρωτος) κορυφώνεται, εἶναι μέσα στή Θ. Λατρεία. Ἀνατολικά θρησκεύματα (Βουδδισμός, Ἰνδουισμός κλπ.) καί δυτικός Χριστιανισμός (Ρωμαιοκαθολικισμός, Προτεσταντισμός) χρησιμοποίησαν καί χρησιμοποιοῦν, πολλές φορές μέχρι καταχρήσεως, τή συγκίνηση καί τό συναίσθημα στό κήρυγμα, στήν ψαλμωδία καί γενικά στό ὅλο decor τοῦ «ναοῦ»[388].

Ἐντονότερα, ἀλλά καί ἰσορροπημένα, ἡ ἱερή αὐτή ἀμφιθυμία φαίνεται νά λειτουργεῖ στήν ὀρθόδοξη Πατερική μας Παράδοση[389], ἀφοῦ ὅλα τά στοιχεῖα, πού συνιστοῦν τό “numinous” [ἀκαταληψία – ἀποφατικότητα – μυστήριο σιγῆς[390] (Ἡσυχασμός[391]), μακαριότητα – κενότητα / δράση – πάθος], ἐμφανίζονται καθαρά, μέσω κατηχητικῶν / ὁμιλητικῶν, ἠθικῶν / συμπεριφορικῶν, ἀσκητικῶν, λατρευτικῶν, λεκτικῶν (θαυμασμοῦ – δοξολογίας / αἰτήσεως – δεήσεως, εὐχαριστίας / θυσίας κλπ.), ἀν-εἰκονικῶν καί ἠχητικῶν / ἀκουστικῶν (μουσικῶν) ἐκφράσεων, στά ἔργα καί τήν Παράδοση τῶν Τριῶν Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, ὁ πιστός πρό τῆς Θείας Κοινωνίας (θά πρέπει νά), νοιώθει ταυτόχρονα, σάν τόν Ἡσαΐα[392] ἤ τούς Τρεῖς Μάγους μπροστά στό βρέφος Χριστό, τρόμο[393] (λίβανος) καί χαρά (σμύρνα) ― «ἔστι γάρ ταῦτα ὁμοῦ συνελθεῖν ἀμφότερα»[394] ―, σύμφωνα μέ τό ἱερατικό παράγγελμα: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως, καί ἀγάπης προσέλθετε»[395]. Αὐτή ἡ ἴδια ἱ. ἀμφιθυμία διατρέχει ἐπίσης καί τό σύνολο τῆς ὀρθόδοξης Ὑμνογραφίας[396] καί Ἁγιογραφίας[397].

VI. ΚΑΡΠΟΙ ΚΑΙ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ Ι. ΑΜΦΙΘΥΜΙΑΣ

Τό μεταλογικό βίωμα τοῦ Θείου φόβου / ἔρωτος ἐκλύει, ὅπως εἴδαμε, τή διαλεκτική τοῦ θεοσεβοῦς βίου[398]. Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τόσο περισσότερο (θά πρέπει νά) Τόν φοβᾶται καί (νά) Τόν ὑπακούει[399]. Μέσα σέ ἕνα τέτοιο (ἀμφιθυμικό) συναίσθημα ὁ πιστός βιώνει τό λεγόμενο χαροποιό πένθος, ὅπως, mutatis mutandis, οἱ ἀρχαῖοι Σπαρτιάτες, πού (κάτω, βέβαια, ἀπό ἄλλο σκεπτικό, φιλοσοφία καί προϋποθέσεις), πρίν ἀπό τή μάχη, λούζονταν, χτενίζονταν, τραγούδαγαν καί γλένταγαν. Ἡ Θεία παρότρυνση πρός τούς φίλους τοῦ Θεοῦ «μή φοβοῦ» ὁδηγεῖ σέ ἕνα αἴσθημα ἐμπιστοσύνης πρός τό Θεό. Ἡ ἀγάπη τῶν υἱοθετημένων τέκνων τοῦ Θεοῦ, πού ἐμπιστεύονται τή δικαιώνουσα Χάρη Του[400], «ἔξω βάλλει τόν φόβον»[401]. Μιά τέτοια συμπεριφορά δικαιολογεῖται ἐπίσης ἀπό τό ὅτι, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, «καί γάρ στρατιώτης ὁμοῦ καί νυμφίος ἐστιν»[402] ὁ Χριστός (πρβλ. hierogamia). Σύμφωνα μέ τόν Jones (1953), ὁ Freud εἶχε παραδεχθεῖ ὅτι κατά τήν ἑβραϊκή γαμήλια τελετή ἑνός φίλου του εἶχε νοιώσει ἕνα «σαγηνευτικό τρόμο». Πράγματι, κατά Συμεών τό Νέο Θεολόγο, κάθε ἄνθρωπος πού ἐργάστηκε μέ φόβο Θεοῦ τή μετάνοια, θά δοκιμάσει τή (ὀδυνηρή) χαρά[403].

Ἀλλ’, ἐπειδή «ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι»[404], ὁ Μ. Βασίλειος διδάσκει τήν ἀντίστοιχη συμπεριφορά μας παράλληλα ὡς υἱῶν, πού ἀγαποῦν τόν Πατέρα, ἀλλά καί ὡς ἀχρείων δούλων, πού μέ φόβο καί τρόμο κατεργάζονται τή σωτηρία τους[405]: «Δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καί ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ»[406]· «ἄλλη γάρ ἡδονή οὐκ ἔστιν εἰ μή τό φοβεῖσθαι τόν Κύριον»[407]. Ἄλλωστε, ὁ προελθών ἀπό τό διπλό αὐτό ἱερό συναίσθημα φόβος ἀντιστοιχεῖ μέ τήν κατάσταση «ταπείνωσης» τοῦ πιστοῦ, ὅπως καί ἡ ἀγάπη μέ τήν κατάσταση τῆς ἔκστασης.

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ

 

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στήν ἐποχή μας, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, ὁ τρόμος ἔχει ἐπικίνδυνα ἁπλωθεῖ παντοῦ.

Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, ὁ πιστός δέ θά πρέπει νά ἀπελπίζεται ἀπό τό κοσμικό κακό, ἀφοῦ καί ὁ Χριστός ἀπό βρέφος εἶχε περιπέσει σέ κινδύνους[408]. Ὅμοια, δέ θά πρέπει νά φοβόμαστε κανέναν καί τίποτα πλήν τοῦ Θεοῦ[409]: «Ἕν μόνον φοβώμεθα, τήν ἁμαρτίαν»[410], ἡ ὁποία καί μᾶς ἀποδιώκει τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι φόβοι παιδικοί[411].

ὀρθό-δοξος <Θεῖος φόβος>, διατηρώντας τήν ψυχοπνευματική ἐκείνη ἰσορροπία (τό «σχοινοβατεῖν»), πού ἀντιστοιχεῖ στή σταυροαναστάσιμη βιωτή[412], μπορεῖ νά ἐμπνέει φόβο, ἀκόμα καί στό Σατανᾶ, χωρίς ὅμως νά εἶναι καί καταστροφικός, συνδυάζοντας ἔτσι τήν αὐστηρότητα μέ τήν ἐπιείκεια καί τή δικαιοσύνη μέ τήν ἀγάπη. Οἱ Χριστιανοί δέν ἀνέχονται τήν προσκύνηση ὁποιουδήποτε Ναβουχοδονόσορα, οὔτε θυσιάζουν στό βωμό ὁποιουδήποτε Καίσαρα. Πραότητα (ἑβρ. anvimaniim), χριστιανικά, δέ σημαίνει μή «ἀντίσταση» (παθητικότητα), ἀλλά τό πλῆρες δόσιμο ― παράδοσή μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ: «Ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε»[413]· καί «ὁ πραΰς ἔστω μαχητής»[414]. Ὁ Θεός τῆς Ἀποφατικῆς Θεο-λογίας ἐπεμβαίνει δυναμικά καί «παράδοξα» (ἀντινομικά) μέσα στήν Ἱστορία (τῆς Θ. Οἰκονομίας). Ἔτσι, καί τό Ἀρνί ὀργίζεται[415] καί τιμωρεῖ εἴτε ἄμεσα (Σατάν, Βαβέλ, Ἀνανία, Σαπφείρα), εἴτε ἔμμεσα[416]· μπορεῖ λ.χ. νά γαληνέψει μιά κατάσταση μέ ἕνα θαῦμα, ἀπευθείας, ἤ μέσῳ ἑνός ἡγέτη, ἤ μέσῳ ἑνός πολιτικοῦ συμβάντος κλπ.

Ἑπομένως, οἱ Χριστιανοί ὄχι μόνο δέν ἀδιαφοροῦν γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ κακοῦ, ἀλλά, μέ τήν ἀντίσταση, τό δημόσιο ἔλεγχο, τή διαφώτιση, τήν προσευχή καί τό μαρτύριο, ἀγωνίζονται ν’ ἀντιπαρατάξουν στήν ἄλογη, ἀναρχική καί σατανική βία τήν ὀρθόδοξη καί ἁγιοπνευματική βία, πού «οὐκ ἔστι πρός αἷμα καί σάρκα»[417]. Ὁ Χριστός διακήρυξε «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν»[418]. Ἄν ἡ Ἔξοδος συμβόλιζε στήν Π.Δ. τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πολιτικοοικονομική δουλεία, τό χριστιανικό Πάσχα συμβολίζει τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο, ἀφοῦ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε ἡ βιαιότερη εἰσβολή στό βασίλειο τοῦ Ἅδη γιά τή συντριβή τοῦ θανάτου, τήν κατάλυση τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἀπελευθέρωση τῶν «ἀπ’ αἰώνων κεκοιμημένων». Τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού κατά τή Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίστηκε ὡς λευκή περιστερά[419], κατά τήν Πεντηκοστή ἔκανε αἰσθητή τήν παρουσία Του μέ βιαία πνοή[420]! Ὅμοια, ἡ θέληση τοῦ βαπτισμένου Χριστιανοῦ «βιάζει» καί κατανικᾶ τά ἁμαρτωλά πάθη τῆς ψυχῆς του[421].

Ὑπάρχει «καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης»[422]. Ὁ λαός ὡς Ἐκκλησία εὔχεται τήν «ἄνωθεν» εἰρήνη, ἀφοῦ μιά λαθεμένη, αἱρετική καί δαιμονική εἰρήνη εἶναι χειρότερη ἀπό τόν πόλεμο, κατά Γρηγόριο τό Θεολόγο[423]. Ὁ Χριστιανός, μέ τό μαρτύριό του, ὀφείλει ν’ ἀντιδρᾶ μέχρι θανάτου στή βία, πού ἀποσκοπεῖ στήν ἀθέτηση τῆς Πίστης του.

Οἱ Πατέρες, γενικά, στό θέμα τῶν πάσης φύσεως τρομοκρατιῶν, ἐπιδίωκαν, μέ πνεῦμα ἐπιείκειας, τήν ἐπαναφορά τῆς πολιτικῆς δικαιοσύνης, καθησυχάζοντας τό λαό καί ἐπαναφέροντας τήν κοινωνική γαλήνη, τάξη καί ἡσυχία: «Ὅπου γάρ Θεός πάρεστιν, ἀπελήλατο κίνδυνος χάριτι Θεοῦ»[424], ἀφοῦ «ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων»[425], κατά τή χρυσή κιθάρα τοῦ Πνεύματος.

Ἄν ἡ πάσης φύσεως τρομοκρατία ἀνθεῖ σέ μιά ψυχή ἤ σέ μιά κοινωνία κουρασμένη, ἀπογοητευμένη καί ἀποδυναμωμένη ἠθικά, ἰδεολογικοπολιτικά καί οἰκονομικά, ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, δηλ. ὡς φῶς, ἅλας[426] καί ζύμη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἔχουμε ὑποχρέωση ὄχι μόνο νά συμβάλουμε στή θεραπεία τῆς σύγχρονης αὐτῆς μάστιγας, ἀλλά καί νά ἀναστήσουμε τή ζωή τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους.

 


[1] Πρβλ. W. R. R o g e r s, “Order and Chaos in Psychopathology and Ontology”, in: P. Homans (ed.), The dialogue between Theology and Psychology, Essays in Divinity Series, ed. G. C. Brauer, Chicago: University of Chicago Press, 1968, σ. 259-260, I. S t e w a r t, Παίζει ὁ Θεός ζάρια; Ἡ ἐπιστήμη τοῦ Χάους, μτφρ. Κ. Σαμαρᾶ, ἐκδ. Κωσταράκη, Ἀθήνα 1991, Ἀ. Μ. Σ τ α υ ρ ό π ο υ λ ο υ, «Προσωπικά καί πνευματικά μέσα γιά τή δημιουργική ἀντιμετώπιση τοῦ χάους», Ἀξίες καί Πολιτισμός, (ἀφιέρωμα στόν καθηγητή Ε. Θεοδώρου), Ἀθήνα 1991, σσ. 65-83, τοῦ ἴ δ ι ο υ, Συμβουλευτική Ποιμαντική, Ἀθήνα 2000, σ. 26 ἑξ., Λ. Χ ρ ι σ τ ά κ η, Χάος καί κουλτούρα, ἐκδ. Αποπειρα.

[2] Βλ. Μ. J a c q u e s, «Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἡ ἐποχή τοῦ ἐγωϊσμοῦ», Καθημερινη, 29/12/2002, σ. 5.

[3] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ὁμιλία ὅτε Σατορνῖνος καί Αὐρηλιανός ἐξωρίσθησαν, ΜPG 52, 415.

[4] Καθημερινη 7/9/2003.

[5] Καθημερινη 14/10/2001 (εἰδική ἔκδοση).

[6] Καθημερινη 15/12/2002.

[7] Καθημερινη 10/8/2003.

[8] Καθημερινη 15/12/2002.

[9] Ἰ ω. Δ α μ α σ κ., Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, βιβλ. Β’, λβ’.

[10] Ἰ ω. Δ α μ α σ κ., ὅπ. π.: «ὄκνος, αἰδώς, αἰσχύνη, κατάπληξη, ἔκπληξη καί ἀγωνία». Πρβλ. Ἀποκ. 21, 8, Ματθ. 8, 26, Ἰω. 14, 27.

[11] Λεξικό Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν, Unesco, ΑΘΗΝΑΙ 1972, τ. 3, σ. 994.

[12] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς ψαλμ. 110, 8, MPG 55, 289. Πρβλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό Ἦθος, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 151-152.

[13] Βλ. Π. Κ α ν ε λ λ ό π ο υ λ ο υ, Μεταφυσικῆς Προλεγόμενα, Ἀθήνα 2003, σ. 95.

[14] Πρβλ. Μ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, Δογματική καί Ἠθική, Ἀθῆναι 1973, σ. 159.

[15] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, Ἀθήνα 2000, σ. 291.

[16] Σχόλια εἰς Ἰώβ, 4, MPG 56, 563. Πρβλ. Ἐκκλ. 12, 13.

[17] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ἀρετῆς τῆς ψυχῆς, MPG 64, 473.

[18] Πρβλ. S. K i e r k e g a a r d, Frygt og boven (Fear and trembling), transl. W. Lowrie, 1954.

[19] Κλῖμαξ, Λόγ. 20, Περί δειλίας γ’, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1978, σ. 234. Βλ. H. B a l m f o r t h, L. D e w a r, C. E. H u d s o n, E. W. S a r a, An Introduction to Pastoral Theology, Hodder & Stoughton Limited, London 1937, σ. 215.

[20] Βλ. Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, Μηδενισμός, Ἀθῆναι 1973, σ. 30.

[21] Βλ. Ο ὐ μ. Ἔ κ ο, Τό ἐκκρεμές τοῦ Φουκώ, μτφρ. Έ. Καλλιφατίδη, Ἀθήνα 19892, σ. 407.

[22] Πρβλ. The Varieties of religious experience, Longmans, Green & Co, 1935.

[23] The art of loving, Unwin Paperbacks, London, 1980, σ. 56-71.

[24] Religionspsychologie, Ferdinand Hirt in Breslau, 1926, σ. 112. Πρβλ. Μον. Μ ω ϋ σ έ ω ς Ἁγιορείτου, Καλή καί κακή ἀγωνία, Ἀθήνα 1998.

[25] οὐσία καί διδακτική τῶν Θρησκευτικῶν, Ἀθῆναι 1975, σ. 54.

[26] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν γέννησιν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ 3, 28, MPG 61, 757. Πρβλ. Γεν. 3, 10.

[27] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τούς Ἀνδριάντας 8, ΜPG 49, 99.

[28] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός τούς μή ἀπαντήσαντας εἰς τήν σύναξιν, MPG 51, 178.

[29] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ψαλμ. Ϛ, 5, MPG 55, 78.

[30] Γεν. 3, 1-19, 1, 1-10, Ψαλμ. 139, 7-12. Πρβλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν Γένεσιν 27, MPG 53, 245, Εἰς τούς Ἀνδριάντας 8, MPG 49, 97.

[31] Ρητορ. ΙΙ, 5, 1382α, 21.

[32] Βλ. J – B. G o u r i n a t, Les Stoiciens et l’ âme, μτφρ. Κ. Ν. Πετρόπουλος, ἐκδ. Α. Καρδαμιτσα, Ἀθήνα 1999, σ. 122.

[33] Μ. Β α σ ι λ., Εἰς Ψαλμ. ΛΓ’, MPG 29, 369: «Οὐ πᾶς φόβος ἀγαθόν ἐστι καί σωτήριον, ἀλλ’ ἔστι τις καί ἐχθρός φόβος, ὅν ἀπεύχεται ὁ προφήτης». Σύμφωνα μέ τήν Ψυχολογία τοῦ Βάθους, ὁ νευρωσικός φόβος δέ συνειδητοποιεῖ τό ἀντικείμενο τοῦ τρόμου του. Πρβλ. Σ. Ἰ. Μ π α λ ο γ ι ά ν ν η, Ποιμαντική Ψυχολογία, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 226 ἑξ.

[34] Βλ. C h. R y c r o f t, A critical Dictionary of Psychoanalysis, Penguin Books, repr. 1968, σ. 50-51.

[35] Εἰς τό Εἶδον τόν Κύριον 1, 2, MPG 56, 129. Πρβλ. Μάρκ. 9, 5-6.

[36] Εἰς τούς Ἀνδριάντας 10, MPG 49, 113.

[37] Βλ. Π. Κ ο υ φ ο γ ι ά ν ν η ― Κ α ρ κ α ν ι ᾶ, Ἡ Συμβουλευτική Ψυχολογία στή χριστιανική Ἀγωγή, Ἀθήνα 2001, σ. 61. Πρβλ. E. J o n e s, Hamlet and Oedipus, Gollancz, London 1949.

[38] Ὅροι κατά πλάτος, MPG 31, 1060.

[39] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Ὅσα ἄν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, MPG 60, 760, Κατά Ἰουδαίων, 8, MPG 48, 927.

[40] Συντακτήριος εἰς τήν τῶν ρνἐπισκόπων παρουσίαν, MPG 36, 488.

[41] Εἰς Ψαλμ. 100, MPG 55, 632.

[42] Βλ. Ἰ. Ν. Π α ρ α σ κ ε υ ό π ο υ λ ο υ, Στοιχεῖα Κλινικῆς Ψυχολογίας, Ἀθήνα 1984, σ. 17-18.

[43] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός τούς σκανδαλισθέντας, 8, 2, MPG 52, 479.

[44] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγ., ΜPG 47, 490.

[45] Ἐξαιτίας κάποιου κοσμικοῦ φόβου ὁ ἴδιος ὁ κόσμος λειτουργεῖ, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, σά θεός. Ὁρισμένα, μάλιστα, θεοκρατικά καθεστῶτα, πολλές φορές, ἐκμεταλλεύονται αὐτόν τόν κοσμικό φόβο γιά δικά τους ὀφέλη.

[46] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός ἄπιστον πατέρα, MPG 47, 345.

[47] Εἰς τό ῥητόν τοῦ Παύλου Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν 10, 25, MPG 51, 246, Εἰς Γέν. 9, 4, MPG 53, 79. Πρβλ. Σ. Τ σ ι τ σ ί –  γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σσ. 150, 183.

[48] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν ἁγ. μάρτυρα Δροσίδα, ΜPG 50, 691, Εἰς Α’ Θεσ., MPG 62, 441, Ἐπιστ. εἰς Ὀλυμπ. 10, 3, MPG 52, 590, Εἰς τάς μάρτυρας Βερνίκη καί Προσδόκη, ΜPG 50, 633, Εἰς τόν τετραήμερον Λάζαρον, MPG 50, 641, Περί ὑπομονῆς, MPG 60, 726.

[49] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ἐπιστ. εἰ Ὀλυμπ. 10, 3, MPG 52, 590.

[50] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τάς μάρτυρας Βερνίκη καί Προσδόκη, ΜPG 50, 633.

[51] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τόν τετραήμερον Λάζαρον, MPG 50, 641.

[52] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ὑπομονῆς, MPG 60, 726. Πρβλ. Ἰ ω. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἡ ἀνθρώπινη κραυγή, Θεσσαλονίκη 1979.

[53] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἰω. 88, MPG 59, 482, Εἰς Λάζαρον, MPG 48, 979.

[54] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ἱερωσύνης 3, 13, MPG 48, 644.

[55] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Πράξεων, MPG 51, 100.

[56] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί τῆς τῶν μελλόντων ἀπολαύσεως, ΜPG 51, 347, Εἰς τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα, 6, 38, MPG 52, 463.

[57] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί μετανοίας 9, ΜPG 51, 347.

[58] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ. 56, MPG 58, 556.

[59] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα, 6, 38, MPG 52, 465.

[60] Πρβλ. K. H o r n e y, Neurosis and Human Growth, μτφρ. Κ. Δ. Χριστοφίδου, ἐκδ. Επταλοφοσ ΑΒΕΕ, Ἀθῆναι χ.χ., σσ. 114, 124, 294, 363, τῆς ἴ δ ι α ς, Our Inner Conflicts, 1964, μτφρ. Τ. Χ. Εὐδόκα, ἐκδ. Ταμασοσ, Ἀθήνα ― Λευκωσία 1978, σσ. 198-200, 292.

[61] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἀνδριάντας 21, MPG 49, 217.

[62] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Πράξεων, MPG 51, 110.

[63] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Πράξ. 52, MPG 60, 366.

[64] Βλ. Δ. Γ ε ώ ρ γ α, Κοινωνική Ψυχολογία, Ἀθήνα 19954, τ. Β’, σ. 54 ἑξ.

[65] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τούς Ἀνδριάντας 21, MPG 49, 217.

[66] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Πράξεων, MPG 51, 110.

[67] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ἱερωσύνης 3, 7, MPG 48, 624.

[68] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί παρθενίας, 52, 59, ΜPG 52, 75.

[69] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί παρθενίας 52, 59, MPG 52, 75.

[70] Οἱ Ἑβραῖοι, γιά παράδειγμα, ἔτρεμαν τούς Φιλισταίους (Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό ἀποστολικόν, Ὄφελον ἀνέχεσθαί μου, MPG 51, 306), ὅπως καί ὁ Ἡρώδης τό νέο μικρό βασιλιά Χριστό (Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ. 6, MPG 57, 68).

[71] Βλ. S t e p h e n, Life of St. Chrysostom, xi, ἀπό: A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, London 1925, σ. 135.

[72] Ὡς ἀρνητικά ἀποτελέσματα μιᾶς σύγχρονης ἀντιτρομοκρατικῆς ἐκστρατείας, μεταξύ τῶν ἄλλων, φέρονται: ἡ κατακόρυφη ἄνοδος τῆς τιμῆς τοῦ πετρελαίου καί ἡ σοβαρή ἔλλειψή του σέ διεθνές ἐπίπεδο, ὁ περιορισμός τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί ἡ μείωση τοῦ τουρισμοῦ.

[73] «Μή ἐπί τούς τυχόντας ἀγῶνας ἕλκεσθαι» (Εἰς Ματθ. 15, MPG 57, 231), «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί» καί «οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης» (πρβλ. Κανών ΡΙΘ’, 113 τῆς ἐν Καρθαγένῃ συνόδου, Χ. Ἀ ν δ ρ ο ύ τ σ ο υ, Μελέται καί διατριβαί, Θεσσαλονίκη 1964, τ. Α’, σ. 127).

[74] Ἰω. 2, 14-17.

[75] Ματθ. 26, 52.

[76] Περί τοῦ μή προσηλῶσθαι τοῖς βιωτικοῖς, καί περί τοῦ γενομένου ἐμπρησμοῦ ἔξωθεν τῆς Ἐκκλησίας, 21, MPG 31, 540-564.

[77] Μαρτινιανῷ, Ἐπιστ. 74, 3, MPG 32, 444.

[78] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός Σταγείριον, MPG 47, 474.

[79] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Πράξ., MPG 60, 104.

[80] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Εἶδον τόν Κύριον 5, 2, MPG 56, 129.

[81] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγ., MPG 47, 466.

[82] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Ὄφελον ἀνέχεσθαί μου, MPG 51, 306.

[83] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός τούς μή ἀπαντήσαντας εἰς τήν σύναξιν, MPG 51, 184.

[84] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἐφ. 9, MPG 62, 70.

[85] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἠσ. 2, 9, MPG 56, 27, Εἰς Ψαλμ. ΜϚ’, MPG 55, 219.

[86] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἠσ. 7, 2, MPG 56, 77.

[87] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ., MPG 57, 68.

[88] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ὀλυμπ. 7, 5, MPG 52, 576.

[89] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ὀλυμπ. 7, 5, MPG 52, 576.

[90] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Τῇ προτέρᾳ συνάξει, MPG 51, 377.

[91] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τούς Ἀνδριάντας 14. 21, MPG 49, 143. 214.

[92] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Εὐτρόπιον, MPG 52, 393.

[93] Εἰς τούς Ἀνδριάντας, Ϛ’, ΜPG 49, 81.

[94] Εἰς Ρωμ., ΜPG 60, 616.

[95] Εἰς μετάνοιαν Νινευϊτῶν, MPG 64, 424.

[96] Εἰς Ψαλμ. 47, MPG 55, 219.

[97] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ἱερωσύνης 5, 4, MPG 48, 674.

[98] Β’ Τιμ. 4, 7. Πρβλ. Α’ Τιμ. 6, 12.

[99] Ματθ. 11, 12.

[100] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τάς ἁγίας μάρτυρας Βερνίκην καί Προσδόκην παρθένους, καί Δομνίναν τήν μητέρα αὐτῶν MPG 50, 629.

[101] Εἰς Β’ Κορ., MPG 61, 412.

[102] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ψαλμ. 118, MPG 55, 702.

[103] Πρβλ. J. B u n y a n, Fear of God, Gam Publications, 1988, J. B e v e r e, Embrace the Fear of God, 2001.

[104] Πρβλ. F. C o n w a y & J. S i e g e l m a n, Holy Terror, 1982, B. H o f f m a n, “Holy Terror”: The Implications of Terrorism motivated by religious Imperative, Rand, 1993.

[105] Ὑπολογίζεται ὅτι στό δίκτυο αὐτό συμμετέχουν 24 ἰσλαμικές τρομοκρατικές ὀργανώσεις ἀπό 50 τουλάχιστον χῶρες τοῦ κόσμου (Καθημερινη 10/8/2003).

[106] Καθημερινη 7/10/2001.

[107] “The Crash of Civilizations?”, in: Foreign Affairs, Summer 1993, σσ. 22-49.

[108] Καθημερινη 7/9/2003.

[109] Βλ. E. B e r g g r a v, Ἡ ψυχική πηγή τῆς θρησκείας, μτφρ. Ν. Λούβαρι, Ἀθῆναι 1946, σ. 17 ἑξ.

[110] Ἡ σκέψη αὐτή διατρέχει τή «θύραθεν» Φιλοσοφία ἀπό τόν D e s c a r t e s μέχρι τόν W i t t g e n s t e i n· δέχεται δέ ὅτι, δεδομένου τοῦ δισύνθετου (σώματος καί ψυχῆς) τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς διάλυσης αὐτοῦ τοῦ σώματος μέ τό φυσικό θάνατο (πρᾶγμα πού προκαταβολικά προκαλεῖ ἀπέραντη ὀδύνη), τό Ἐγώ ἀναπληρώνει αὐτή τήν ἀπώλεια μέ τήν ἐλπίδα (βλ. Θρησκεῖες) τῆς ἀθανασίας τοῦ δεύτερου συστατικοῦ του στοιχείου, τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, τό μέν (ἀνθρώπινο) σῶμα εἶναι στενά συνυφασμένο μέ τό φόβο τοῦ θανάτου, ἡ δέ ψυχή μέ τήν ἐλπίδα, πού παρέχουν οἱ Θρησκεῖες! Ὀρθό-δοξα, ἡ διακριτική ἑνότητα σώματος καί ψυχῆς φαίνεται νά συγκλίνει πρός τόν ὁλιστικό δυισμό, πού ἰσορροπεῖ μεταξύ ἑνός ψυχοσωματικοῦ δυισμοῦ καί ἑνός ψυχοσωματικοῦ ὁλισμοῦ (γιά περισσότερα βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 313). Πρβλ. Ἰατρική τῆς προσωπικότητας καί ὄχι τῶν μερῶν (faculty Psychology).

[111] Βλ. Μ. Λ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, «Ἐπιστήμη καί Θρησκεία», ΘΕΟΛΟΓΙΑ 69 / 2 (1998) 276, ὑποσ. 56.

[112]Dictum volunt θεον alii a nomine δεος, i.e. metus”, Scapula.

[113] Π λ ο υ τ., Ἆγις καί Κλεομένης, 1, 808.

[114] Λ α κ τ ά ν τ., Divinae Institut. I, 1, 20.

[115] D a n i e l, “On Divine philanthropy from Plato to Jojn Chrysostom”, Θεολογια, 53/2 (1982) 592 ἑξ., 54/3 (1983) 612-626., 4, σσ. 1051-1083, 54/1 (1983) 152., 2, σσ. 243-249., 3, σσ. 569-594.

[116] Βλ. Ἀ. Π α ρ α σ κ ε υ ό π ο υ λ ο υ, Θρησκεία κατά τούς Ψυχαναλυτικούς, Ἀθῆναι 1947, σ. 57.

[117] Βλ. Ν. Β. Χ ρ ο ν ό π ο υ λ ο υ, ἐξελικτική ἐκδοχή τῶν ἀπαρχῶν τῆς θρησκείας, Ἀθήνα 1990, σ. 49.

[118] Βλ. Κ. L o r e n z, Die Rückseite des Spiegels, München 1973, μτφρ. Μ. Δερμιτζάκης, ἐκδ. Θυμαρι, Ἀθήνα 1982, σ. 87 ἑξ.

[119] C. G. J u n g, Ψυχολογία καί Θρησκεία, μτφρ. Ε. Σταματόπουλου, Ἀθήνα, ἐκδ. Αριων, σ. 18: «Πέρα ἀπό κάθε φυσική δειλία, ντροπή καί τάκτ, ὑπάρχει ἕνας μυστικός φόβος γιά τούς ἄγνωστους κινδύνους τῆς ψυχῆς…Ποτέ δέν εἴμαστε σίγουροι πώς μιά καινούργια ἰδέα δέν θά κυριεύσει ἤ ἐμᾶς ἤ τούς γείτονές μας…ὑπάρχουν ἀρκετοί λόγοι γιά νά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φοβᾶται τίς μή προσωπικές δυνάμεις πού κατοικοῦν στό ἀσυνείδητο».

[120] Τό, κατά Nietzsche, «ἔνστικτο τῆς δύναμης» (πρβλ. «ὀντολογία τῆς ἰσχύος», π. Ν. Λ ο υ δ ο β ί κ ο υ, Ἡ ἀποφατική Ἐκκλησιολογία τοῦ ὁμοουσίου, Ἀθήνα 2002, σ. 243 ἑξ.) ― βλ. τό δεύτερο πειρασμό τοῦ Ἰησοῦ ― ἐκμεταλλεύεται καί τό κίνημα τῆς λεγόμενης θετικῆς σκέψης, τό ὁποῖο, ὡς πρός τό θεολογικό του background, χρησιμοποιώντας τό Θεό, ὑπόσχεται προσωπική δύναμη (βλ. R. W. C r a p p s, An Introduction to Psychology of Religion, 1976, σ. 327).

[121] Ἰω. 3, 8.

[122] Βλ. S c h w e i t z e r, On the Edge of the Primeval Forest, σ. 154 (ἀπό: A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, σ. 136).

[123] Πρβλ. J. T. R i c h a r d s o n, J. B e s t & D. G. B r o m l e (Eds), The Satanism scare, New York, Aldine de Gruyter, 1991, R. D. S h a w, “Another way of looking at the Data: A reaction to Ph. Stevens”, Journal of Psychology & Theology 20 / 3 (1992) 245-247.

[124] Πρόκειται γιά ἕναν παράλογο φόβο πρό τοῦ Θείου, πού σχετίζεται στενά μέ τήν Ἀστρολογία, τή μαντεία καί τή μαγεία (βλ. Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ, Περί δεισιδαιμονίας, (τήν ὁποία ὁρίζει ὡς «πάθος ἐκ λόγου ψευδοῦς ἐγγεγενημένον», θεωρώντας τούς θεούς ὡς αἰτίους τῆς χαρᾶς καί τοῦ θάρρους, ἐνῶ ἑρμηνεύει τό σαββατισμό τῶν Ἰουδαίων ὡς δεισιδαιμονία). Πρβλ. P. J. K o e t z, Δεισιδαιμονία. A contribution to the knowledge of the religious terminology in Greek, Utrecht 1929, P. H o l b a c h, La contagion sacrée ou Histoire naturelle de la superstition, 1768, Ν. Κ ε φ α λ ᾶ, Τό γνῶθι σαυτόν, Ἀθῆναι 1904, 19622, σ. 54, Ν. Γ. Π ο λ ί τ ο υ, Λαογραφικά Σύμμεικτα, τ. Α’, Ἀθήνα 1920, σσ. 29-41.

[125] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ., MPG 57, 87, Εἰς Σταγείριον, MPG 47, 426. 434, Εἰς Ματθ., MPG 58, 741.

[126] Πρβλ. Ἀ. Π. Χ α σ τ ο ύ π η, Οὐσία τῆς Θρησκείας, ἐν Ἀθήναις 1977.

[127] Μιά ἄποψη πού διατυπώθηκε θρησκειολογικά μέ τό γνωστό ἔργο The Golden Bough (New York: Macmillan, 1922) τοῦ J. G. F r a z e r, καί πού στά νεότερα χρόνια καλλιεργήθηκε συστηματικότερα, φθάνοντας γενικευμένα νά ἐξηγεῖ σύμπασα τή θρησκευτικότητα ἀπό τό φόβο τῶν φυσικῶν φαινομένων.

[128] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ. 8, MPG 57, 87.

[129] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγείριον, MPG 47, 426.

[130] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τόν Σταυρόν καί εἰς τόν ληστήν, MPG 49, 404.

[131] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγείριον, MPG 47, 434.

[132] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ., 82, MPG 58, 741.

[133] Βλ. Μ. Λ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, «Ἐπιστήμη καί Θρησκεία», Θεολογια, 64 / 1-2 (1993) 50, 71.

[134] Ψυχο-αναλυτικά ἔχει μεγάλη σημασία ἡ ταύτιση πατροκτονίας καί θεοκτονίας, ὅπως καί ἡ ἰουδαϊκή ἑορτή τοῦ Ἐξιλασμοῦ (Yom Kippur) μέ τήν ἀπειλή / φόβο τοῦ εὐνουχισμοῦ (βλ. περιτομή) ἀπό τόν πατέρα.

[135] Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ  Θ ε ο λ ό γ ο υ, Κατά Ἰουλιανοῦ, MPG 35, 661.

[136] Κατά Ἰουλιανοῦ, MPG 35, 717.

[137] Σύμφωνα μέ τόν P f i s t e r (1944), ὁ νευρωτικός θρησκευτικός φόβος, πού δίνει ἔμφαση στήν ἐνοχή καί τήν (Παπική) Ἄφεση, χαρακτηρίζει βασικά τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία.

[138] Βλ. Β. Κ. Σ τ ε φ α ν ί δ ο υ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθῆναι 19784, σ. 605.

[139] Οἱ πρόσφατες τρομοκρατικές ἐπιθέσεις ξεκίνησαν ἀπό ἐξτρεμιστικές ὀργανώσεις τοῦ Ἰσλάμ, τοῦ ὁποίου ἀκόμα καί ὁ Σουφισμός εἶναι διαποτισμένος μέ τό Θ. φόβο (βλ. R. A. N i c h o l s o n, Mystics of Islam, σ. 4, ἀπό: A. C. U n d e r –   w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, σ. 134).

[140] Τόσο ὁ Λούθηρος (βλ. L i n d s a y, History of the Reformation, i, σ. 198 ἑξ.) ὅσο καί οἱ διάφοροι (θρησκευτικοί) Ἀφυπνιστές (Th. Beza, J. Edward, Wesley, G. Booth κ.ἄ.) «μεταστράφηκαν» (ἀφυπνίστηκαν) στό Χριστιανισμό ἀπό τό φόβο τοῦ πυρός τῆς αἰώνιας Κόλασης, κατά τίς μαρτυρίες τῶν ἰδίων (βλ. A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, σ. 135 ἑξ.).

[141] Βλ. Ἀ. Ἠ. Σ π υ ρ ά κ η, Ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο ἀγάπη, Ἀθήνα 1999, σ. 28 ἑξ., Ἀρχιμ. Θ. Χ α ρ α λ α μ π ό π ο υ λ ο υ, Περί τῆς θέσεως τῆς γυναικός ἔναντι τοῦ ἀνδρός κατά τήν ὀρθόδοξον χριστιανικήν Ἐκκλησίαν καί περί φόβου Θεοῦ, ἐν Ἀθήναις 20022.

[142] Πράξ. 9, 31, Ἐφ. 6, 5. Βλ. M. Β α σ ι λ. Ἀσκητικά, MPG 31, 901. 920, Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Β’ Κορ., 5, 3, MPG 61, 432, 13, 3, MPG 61, 494. Ἀ. Ἠ. Σ π υ ρ ά κ η, ὅπ. π., σ. 28 ἑξ.

[143] Ἡσ. 33, 6.

[144] Ἑ ρ μ ᾶ, Ποιμήν 125. 3, 10, 2, Διδαχή 19, 1, Ἐπιστ. Βαρνάβα 20, Ἰ σ ί δ. Π η λ., MPG 78, 260, Μ. Ἀ ν τ ω ν., MPG 89, 1829. 136, 973, Μ. Ἀ θ α ν., ΒΕΠΕΣ 31, 260, Κ υ ρ ί λ λ ο υ  Ἀ λ., ΕΠΕ, τ. 2, σ. 22, 48, 98, 190, Ἐ φ ρ α ί μ  Σ ύ ρ ο υ, Ἀσκητικά, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 51 ἑξ. καί 90 ἑξ., Ἰ ω ά ν ν ο υ  Σ ι ν α ΐ τ η, Κλῖμαξ, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1978, σ. 43, 272, 292, 329, 376, Μ α ξ ί μ. Ὁ μ ο λ., Κεφ. διάφορα Α’ 69, MPG 90, 1208. 91, 597. Κατά τόν ἅγιο Γ ρ η γ ό ρ ι ο τόν Π α λ α μ ᾶ, ὁ ἱερός τρόμος ἤ ἅγιος φόβος εἶναι τό θεμέλιο τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας· αὐτός γεννᾶ τή συνεχή καί ἀδιάλειπτη προσευχή πρός τό Θεό [βλ. Ἀ. Τ ρ ι β υ ζ α δ ά κ η, «Ἡ διαμόρφωσις τοῦ Τέμπλου», Θεοδρομια, 1-3 (2002) 251].

[145] Βλ. A. M a s l o w, Religion, Values and Peak-Experiences, New York: Viking, 1964, σσ. 59-68. Πρβλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί – γ κ ο υ, Ψυχολογία τῆς Θρησκείας ― σύγχρονες τάσεις, Ἀθήνα 2002, σ. 62.

[146] Βλ. Jr. O. S t r u n k, Mature Religion, Nashville: Abingdon, 1965, 144-145.

[147] Ἐξ. 18, 21, Παρ. 3, 7. 8, 13. 16, 6, Ψαλμ. 118, 113.

[148] Παροιμ. 14, 26-27.

[149]Παροιμ. 1, 7.

[150] Μ. Β α σ ι λ, Πρός Ἀμφιλόχιον, ἐπιστ. 234, MPG 32, 869. Πρβλ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ  Ν ύ σ σ η ς, Βίος Μωϋσ., MPG 44, 377, Ἐ π ι φ α ν ί ο υ, Βιβλίον Γ’, 70, MPG 42, 345, Ἰ ω. Δ α μ α σ κ., Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Ι, 4, MPG 94, 800: «ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί ἀκατάληπτον καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία».

[151] Μ. Β α σ ι λ., Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Παροιμιῶν, MPG 31, 393. 473, Ἀ μ β ρ ο σ ί ο υ Μεδιολ., Εἰς Ψαλμ. 118 [ἀπό: E. B.    P u s e y (Ed.), Advice on Hearing Confession, Oxford 18782]. Βλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ. , Πρός πιστόν πατέρα, MPG 47, 368: «Ἀρχή Παιδείας, φόβος Κυρίου ὄντως σοφία καί ὄντως παίδευσις οὐδέν ἕτερόν ἐστιν, ἀλλ τοῦ Θεοῦ φόβος». Πρβλ. Παροιμ. 9, 10, Ψαλμ. 110, 10.

[152] Βλ. V. E. F r a n k l, The Unconscious God, μτφρ. Π. & Ε. Περσιάνη, ἐκδ. Ταμασοσ, Λευκωσία 1979, σ. 64.

[153] Εἰς Γέν. 54, 4, MPG 54, 477. Πρβλ. Ὠσ. 3, 5.

[154] Ἑβρ. 10, 29.

[155] Ἐφ. 4, 13.

[156] Zufall und Notwendigkeit, 19919, σ. 146.

[157] Ματθ. 25, 24-26. Πρβλ. Π. Κ ο υ φ ο γ ι ά ν ν η ― Κ α ρ κ α ν ι ᾶ, Ἡ Συμβουλευτική Ψυχολογία στή χριστιανική Ἀγωγή, σ. 85. Ὁ παθολογικός αὐτός Θ. φόβος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα μεταποιημένο πατρικό μῖσος (βλ. Μ. Κ.    Μ α κ ρ ά κ η, Ψυχαναλυτική ἑρμηνεία τῆς θρησκείας, Ἀθήνα 1995, σ. 79 ἑξ.). Τελικά, ἡ «ὑπερεγωγική» ἐνοχή συνιστᾶ ἕνα φόβο ἀπόρριψης, ἀφοῦ τό ὑποκείμενο ἐπιθυμεῖ νά ἐπιδοκιμάζεται καί νά ἀγαπᾶται, φοβούμενο τήν ἀπώλεια αὐτῆς τῆς ἀγάπης καί ἐπιδοκιμασίας. Βλ. J. W. G l a s s e r, “Conscience and Superego”, in: J. J. H e a n e y (ed.), Psyche and Spirit: Readings in Psychology and Religion, New York: Paulist, 1973, σ. 36-37.

[158] Βλ. E. F r o m m, The fear of freedom, μτφρ. Δ. Θεοδωρακάτου, ἐκδ. Μπουκουμανη, Ἀθῆναι 19713, σ. 50.

[159] Βλ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Αὐτοσυνειδησία καί Πατερικός «αὐτόνομος Ἀναρχισμός», Θεσσαλονίκη 1984, σ. 22.

[160] Βλ. E. F r o m m, Man for himself, μτφρ. Δ. Θεοδωρακάτου, ἐκδ. Μπουκουμανη, Ἀθῆναι 1974, σ. 202.

[161] Βλ. E. F r o m m, ὅπ. π., σ. 180.

[162] Βλ. Ἰ ω. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἐγχειρίδιον Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας, τεῦχ. Α’, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 84-88, Σ. Κ. Τ σ ι -τ σ ί γ κ ο υ, «Ὁ ‘ἐμφύλιος’ πόλεμος τῆς ψυχῆς κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο» (ὁμιλία, πού ἐκφωνήθηκε στή συνεδριακή αἴθουσα τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἱ. Μονή Ἀσωμάτων ―  Πετράκη, 13/11/2001).

[163] Εἰς ἑαυτόν, ἐξ ἀγροῦ ἐπανήκοντα μετά τά κατά Μάξιμον, λόγ. ΚΖ’, MPG 35, 1228. Πρβλ. Ματθ. 10, 28- 33, Πράξ. 5, 29.

[164] Ψαλμ. 8, 1-9.

[165] Ψαλμ. 32, 8, Φιλιπ. 2, 12. Γιά τή διάκριση μεταξύ φόβου καί δέους βλ. Χ. Μ π ο ύ κ η, Θρησκεία καί φόβος, ἐν Ἀθήναις 1964, σ. 33, Μ. Κ. Μ α κ ρ ά κ η, Ψυχολογία τῆς θρησκείας, Ἀθήνα 1993, σ. 190, ὑποσ. 27.

[166] Ἑβρ. 12, 28.

[167] Πρβλ. Φιλιπ. 2, 12.

[168] Ρωμ. 1, 21. 3, 18, Ἑβρ. 12, 28.

[169] Ἐξ. 20, 7, Δευτ. 28, 58, Ψαλμ. 85, 11. 113, 9.

[170] Ἀποκ. 14, 7. Βλ. Μ. Β α σ ι λ., Ἀσκητικά, MPG 31, 1221: «Κατά fÚsin ¹ prosdok…a pantÕj deinoà fÒbou ™stˆ poihtik». OÛtw g¦r kaˆ t¦ qhr…a foboÚmeqa, kaˆ toÝj ¥rcontaj, kakoà tinoj pe‹ran ™x aÙtîn prosdokîntej. ‘E¦n oân tij pisteÚsV, Óti ¢lhqe‹j e„sin aƒ ¢peilaˆ toà Kur…ou, kaˆ prosdok»sV t¾n frikèdh kaˆ deinot£thn aÙtîn pe‹ran fobe‹tai t¦ kr…mata toà Qeoà». Πρβλ. Α’ Βασ. 2, Α’ Παραλ. 13, 9-10, Ματθ. 10, 28, Ἑβρ. 10, 26-31, Πράξ. 5.

[171] Ἔσδρα 9, 4, Ἠσ. 66, 2.

[172] Ἐξ. 20, 5, Δευτ. 29, 19, Ψαλμ. 66, 8, Α’ Βασ. 12, 24.

[173] Γεν. 9, 11. 13.

[174] Ἰω. 1, 29. 36, Πράξ. 8, 32.

[175] Γεν. 49, 9.

[176] Λουκ. 16, 23-24, Μάρκ. 9, 42-49, Ματθ. 10, 28. Βλ. καί φόβος – φοβική ἀπάντηση ἀπόστολου Πέτρου πρός τόν Ἰησοῦ (Λουκ. 5, 8).

[177] Ρωμ. 8, 26.

[178] Γεν. 3, 24, Α’ Κορ. 11, 27-30.

[179] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Τῇ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ, MPG 63, 474: «τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ οὐδέ ἀντιβλέψαι ἐτόλμων», Εἰς τόν Σταυρόν, MPG 49, 414.

[180] Β’ Βασ. 17, 35-36.

[181] Περί Ἀκαταλήπτου 1, 212, MPG 48, 697.

[182] Εἰς Ψαλμ. 37, ΜPG 30, 93, Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Λόγος πρός Στελέχιον, ΜPG 47, 417.

[183] Γιά περισσότερα βλ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἡ Θεία Λειτουργία τῆς ὑπάρξεως, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 142 ἑξ.

[184] Βλ. Ἰ. Κ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Πατερικά βιώματα τῆς ἐνδεκάτης ὥρας, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 20.

[185] Α’ Ἰω. 4, 16-18.

[186] Β’ Κορ. 7, 1, Α’ Πέτρ. 1, 17.

[187] Μ. Β α σ ι λ., Ἀσκητικά, MPG 31, 1088: «œpeita d fÒbou mn did£skalon lamb£nein t¾n ¢peil¾n tÁj a„wn…ou kr…sewj kaˆ kol£sewj, dakrÚwn d kairÕn gnwr…zein tÕn kairÕn tÁj metano…aj, æj ™d…daxen Ð Dabˆd ™n tù ›ktJ yalmù». Πρβλ. A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, σ. 134.

[188] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγ., MPG 47, 431, Κατά Ἰουδαίων, MPG 48, 930.

[189] Ἱερ. 31, 44.

[190] Ἰω. 16, 33, Ἑβρ. 2, 15. Πρβλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό ἦθος, σ. 139.

[191] Ἐφ. 5, 21, Β’ Κορ. 5, 11. Πρβλ. Π. Χ. Δ η μ η τ ρ ό π ο υ λ ο υ, Ὀρθόδοξος χριστιανική Ἠθική, ἐν Ἀθήναις 1970, σ. 39.

[192] Α’ Κορ. 10, 12.

[193] Ψαλμ. 26, 14, Παροιμ. 1, 7. 9, 10. Πρβλ. J. B e v e r e, The Fear of the Lord: Discover the key to intimately knowing God, 1997.

[194] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό ἦθος, σ. 139.

[195] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί παρθενίας, MPG 64, 40.

[196] Βλ. A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non-Christian, σ. 135.

[197] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός τούς ἐγκαλέσαντας ὑπέρ τοῦ μήκους τῶν προοιμίων, MPG 51, 140. Πρβλ. Σ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν . Χρυσόστομο, σ. 230.

[198] Ἠσ. 6, 15. Βλ. Ν. Κ ε φ α λ ᾶ, Ἱερῶν καί φιλοσοφικῶν λογίων Θησαύρισμα, ἐν Ἀθήνας 1895, τ. Α’, σ. 47.

[199] Βλ. Σ. Σ α χ ά ρ ω φ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν, μτφρ. ἱερομ. Ζαχαρίου, Ἔσσεξ 19963, σ. 29.

[200] Παροιμ. 9, 10, Ψαλμ. 110, 10. Πρβλ. Μ. Β α σ ι λ., Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Παροιμιῶν,  MPG 31, 393. 473, Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Πρός πιστόν πατέρα, MPG 47, 368.

[201] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Φιλιπ., MPG 62, 243.

[202] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Φιλιπ., MPG 62, 239: «Φοβοῦμαι μή πως ἄλλοις κηρύξας, αὐτός ἀδόκιμος γένωμαι». Ἡ σημασία τοῦ ὑπαρξιακοῦ ρίσκου εἶναι στενά συνυφασμένη μέ τήν ἔννοια τῆς εὐθύνης· κατά τόν G. A l l p o r t, μιά τέλεια (ὥριμη) θρησκεία εἶναι ἀναπόφευκτα «ὑβριστική» (The Individual and his Religion: A Psychological Interpretation, New York: Macmillan, 1950, σ. 72-74).

[203] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Εἶδον τόν Κύριον 4, 4, MPG 56, 131.

[204] Βλ. Γ. Ε. Π α π α τ ζ α ν ά κ η, Ἡ περί θλίψεων διδασκαλία κατά τήν Κ. Διαθήκην, Αθῆναι 1988, σσ. 22, 29. Πρβλ. J. B e c k e r, Gottesfurcht im Alten Testament, 1965.

[205] Πρβλ. Μ. Κ. Μ α κ ρ ά κ η, Ψυχολογία τῆς θρησκείας, σ. 190, ὑποσ. 68.

[206] Γεν. 31, 42, Ἐξ. 20, 20, Λευϊτ. 19, 14, Ἀρ. 16. 31, 32-33. 38, Δευτ. 5, 32, Ἠσ. 8, 12-13, Ψαλμ. 2, 11. 24, 14. 32, 18. 33, 8. 10. 35, 2-5. 54, 20. 84, 10. 102, 11. 13. 17. 110, 5. 113, 19. 118, 120. 144, 19. 146, 11, Ἰώβ 22, 16-17, Παροιμ. 19, 23, Μαλ. 1, 6. 3, 5, Ἱερ. 5, 21-24, Λουκ. 1, 50. 18, 2. 23, 40, Πράξ. 5, 11, Β’ Κορ. 7, 1. 5, 10-11, Ρωμ. 3, 18. 11, 20-22, Ἑβρ. 10, 26-30. 11, 7. 12, 18-21, Ἐφ. 6, 5, Φιλιπ. 2, 12, Α’ Πέτρ. 1, 17. 2, 17. Πρβλ. Ἠ. Τ σ ι ά κ ο υ, Θεματολόγιο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἀθήνα 1983, σ. 303, X. L é o n – D u f o u r, Vocabulaire de Théologie Biblique, 1971, μτφρ. Σ. Ἀγουρίδη, ἐκδ. ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ, Ἀθήνα 1980, σ. 981 ἑξ.

[207] Ἑβρ. 11, 7.

[208] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Πράξ. 16, MPG 60, 131.

[209] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ψαλμ. Δ’, MPG 55, 48.

[210] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Α’ Κορ. 24, MPG 61, 204.

[211] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Πρόδρομον, MPG 50, 801.

[212] Γεν. 28, 17, Ἐξ. 3, 6. 20, 18. Πρβλ. Γ. Ε. Π α π α τ ζ α ν ά κ η, Ἡ περί θλίψεων διδασκαλία κατά τήν Κ. Διαθήκην, σ. 54.

[213] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ., MPG 57, 372.

[214] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων, MPG 61, 771.

[215] Ματθ. 17, 5-6. Πρβλ. Σ. Ζ ο υ μ π ο υ λ ά κ η, «Τό νόημα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος», Απολυτρωσισ, Ιούλ.-Αὔγ., 430-431 (2003) 4-6.

[216] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Πάτερ, εἰ δυνατόν, MPG 51, 32.

[217] Μάρκ. 16, 8. Πρβλ. Γ ρ η γ. Θ ε ο λ., Χριστός Πάσχων, 5, 2197.

[218] ἱ. Χ ρ υ σ., Εἰς Σταγείριον, MPG 47, 441, Κατά αἱρετικῶν, MPG 59,712.

[219] Στήν ἐναρκτήρια πρός τήν πίστη κατάσταση τοῦ πιστοῦ ἀντιστοιχεῖ, σύμφωνα μέ τό Μ. Β α σ ί λ ε ι ο, ἡ «διά τοῦ φόβου στοιχείωσις» (Ἀσκητικά, MPG 31, 920). Τόν ἀρχικό φόβο μνημονεύει καί ὁ Θ ω μ ᾶ ς Ἀκινάτης (Summa II-II, Q, xix).

[220] Εἰς Ψαλμ. 32, MPG 29, 337, Εἰς Ψαλμ. 33, MPG 29, 365: «Ἐάν μή φόβος παιδευῃ ἡμῶν τήν ζωήν, ἀμήχανον κατορθωθῆναι τόν ἁγιασμόν ἐν τῷ σώματι».

[221] Ματθ. 18, 3.

[222] Λουκ. 17, 10.

[223] Γεν. 3, 10, Δευτ. 29, 20, Ρωμ. 8, 15, Ἑβρ. 2, 15.

[224] Ματθ. 25, 24-25, Λουκ. 19, 21.

[225] Β’ Βασ. 17.

[226] Ἑβρ. 12, 28.

[227] Βλ. Ἰ ο υ σ τ ί ν ο υ, Ἀποκρίσεις πρός Ὀρθοδόξους, ϞΗ’, ΒΕΠΕΣ, 4, 117.

[228] Εἰς Γρηγόριον Νύσσης, MPG 35, 837, Ἔπη Ἠθικά, MPG 37, 917: «Θεόν φόβου πρώτιστα».

[229] Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα, 1035: «Τέκνον, τόν Θεόν φοβοῦ μόνον καί πλήν αὐτοῦ μή φοβοῦ ἕτερον». Πρβλ. Ψαλμ. 89, 11.

[230] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 288.

[231] Πρβλ. Χ. Ν. Μ π ο ύ κ η, Θρησκεία καί φόβος, ἐν Ἀθήναις 1964.

[232] Ἱερ. 10, 7.

[233] Δευτ. 10, 12-17, Ἠσ. 2, 19. 21.

[234] Κατά τόν M. H e i d e g g e r, ἡ «ὑπαρξιακή» ψυχο-θεραπεία συνίσταται στήν ἀποδοχή (συνειδητή ἀναγνώριση) τοῦ πεπερασμένου τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου (βλ. Κ. Σ τ ε φ α ν ῆ, Μαθήματα Ψυχιατρικῆς μέ στοιχεῖα Ψυχολογίας, τεῦχ. Α’, Γενικό Μέρος, Ἀθῆναι 1973, σσ. 150, 152-153).

[235] Γεν. 18, 27, Ψαλμ. 21, 7, Σ. Σειρ. 18, 10, Ἐκκλ. 1, 2. 3, 19. 12, 8, Ματθ. 24, 36, Α’ Κορ. 4, 13, Ἰακ. 1, 10, Α’ Πέτρ. 1, 24.

[236] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ταπεινοφροσύνης 7, MPG 63, 616-617. Πρβλ. π. Θ. Ν. Ζ ή σ η, Ἄνθρωπος καί κόσμος ἐν τῇ οἰκονομίᾳ τοῦ Θεοῦ κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 67-68, 92-93, Κ. Σ. Β λ ά χ ο υ, «Τό ‘μή μέγα φρονεῖν’ (ἡ κατά τόν ἱ. Χρυσόστομον προσέγγισις τῶν ἐπαγγελιῶν τῆς Π. Διαθήκης)», Θεολογια, 63 / 2 (1992) 466, Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό Ἦθος, σ. 160.

[237] Ἠσ. 6, 5. 57, 15, Μάρκ. 10, 32, Λουκ. 5, 8-9. Πρβλ. G. S. S p i n k s, Psychology and Religion: An Introduction to contemporary Views, London, Methuen & Co Ltd, 1963, σσ. 42, 47, Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό Ἦθος, σ. 159.

[238] Ἀποκ. 15, 4.

[239] Ἰ. Ναυῆ 4, 23- 24, Ἱερ. 32, 13. 17, Ματθ. 28, 18, Μάρκ. 11, 29, Λουκ. 6, 19. 10, 19. 20, 8, Ἰω. 10. 19, 11, Ρωμ. 1, 20, Β’ Κορ. 12, 9, Β’ Πέτρ. 1, 16, Ἀποκ. 12, 10. 19, 1.

[240] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν ἀσάφειαν, 2, 5, MPG 56, 182. Βλ. Σ. Σειρ. 29, 20. Πρβλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό  Ἦθος, σ. 160.

[241] Ἐξ. 19, 18, Δευτ. 4, 24. 9, 3, Ἡσ. 33, 14, Ἑβρ. 10, 27. 30. 12, 29.

[242] Ἡσ. 29, 6, Ἰεζ. 3, 12, Ἑβρ. 12, 26, Ματθ. 27, 51. 28, 4.

[243] Ἐξ. 10, 22, Δευτ. 4, 11. 5, 22, Ἑβρ. 12, 18.

[244] Ψαλμ. 82, 16. 106, 25. 148, 8.

[245] Ἐξ. 20, 18.

[246] Γ’ Βασ. 22, 19, Β’ Παρ. 33, 5, Νεεμ. 9, 6, Σοφ. 1, 5, Ἱερ. 7, 18. 8, 2, Δ’ Μακ. 4, 11, Λουκ. 2, 13, Πράξ. 7, 42.

[247] Πρός Εὐνόμιον, MPG 29, 577.

[248] Μ. Β α σ ι λ., Εἰς Ψαλμ. ΛΓ’, MPG 29, 364.

[249] Βλ. Λ. Φ ι λ ι π π ί δ η, Πρωτογόνων θρησκευτική ζωή, Ἀθῆναι 1964, σ. 57, Ἰ. Θ ε ο δ ω ρ α κ ό π ο υ λ ο υ, «Ἡ οὐσία τῆς θρησκείας», Επιστημονικο Βημα του Δασκαλου, 2 (1975) 4.

[250] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό  Ἦθος, σ. 161.

[251] Ἱερ. 32, 38-40.

[252] Ψαλμ. 102, 13.

[253] Πράξ. 10, 34-35.

[254] Ἰεζ. 18, 23, 31-32.

[255] Σ. Σολ. 1, 13.

[256] Ψαλμ. 30, 20.

[257] Εἰς προφ. Ἠσ. 4, 134, MPG 30, 333: «πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καί ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καί εὐσεβείας, πνεῦμα φόβου Θεοῦ». Βλ. Ἠσ. 11, 2, Πράξ. 10, 34 ἑξ. Πρβλ. Θ ω μ ᾶ  Ἀ κ ι ν ά τ η, Summa II-II, Q, xix: “De dono timoris”, Σ. Σ α χ ά ρ ω φ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν, μτφρ. ἱερομ. Ζαχαρίου, Ἔσσεξ 19963.

[258] Βλ. Σ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 228.

[259] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Βάσσον μάρτυρα, MPG 50, 719.

[260] Ἑβρ. 12, 28, Β’ Κορ. 7, 1, Φιλιπ. 2, 12. Πρβλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ἐπανελθόντος ἀπό τῆς προτέρας ἐξορίας, MPG 52, 443.

[261] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Τό Χρυσοστομικό ἦθος, σ. 124.

[262] Πράξ. 9, 31.

[263] Ψαλμ. 21, 23-24.

[264] Βλ. Π. Κ. Χ ρ ή σ τ ο υ, «Ὁ ἴλιγγος ἐνώπιον τῆς Θείας παρουσίας κατά τόν Ἰωάννην Χρυσόστομον», Θεολογικα Μελετηματα, 2 (1953) 269-272.

[265] Μ. Β α σ., Λόγος Α’, MPG 29, 540, Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ψαλμ. 5, MPG 55, 66.

[266] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί Ἀκαταλήπτου 3, MPG 48, 720.

[267] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ψαλμ. 5, MPG 55, 66. Πρβλ. Ψαλμ. 5, 8.

[268] Ἑβρ. 12, 28.

[269] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἰω., MPG 59, 261.

[270] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἱερωσύνην, 2, 4, MPG 48, 625.

[271] Γ ρ η γ., Λειτουργία, MPG 36, 701.

[272] Μ. Β α σ ι λ., Λειτουργία, MPG 31, 1632: «Καί δός ἡμῖν μετά παντός φόβου καί συνειδήσεως καθαρᾶς προσκομίσαι σοι τήν πνευματικήν ταύτην καί ἀναίμακτον θυσίαν».

[273] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Α’ Κορ., MPG 61, 203: «Μή, παρακαλῶ, μή κατασφάξωμεν ἑαυτούς διά τῆς ἀναισχυντίας, ἀλλά μετά φρίκης καί καθαρότητος ἁπάσης αὐτῷ προσίωμεν».

[274] M. Β α σ ι λ., Λειτουργία, MPG 31, 1644.

[275] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἑβρ. 15, 4, MPG 63, 122.

[276] Βλ. Εὐ. Δ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, Ἡ μορφωτική ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριωδίου, ἐν Ἀθήναις 1958.

[277] Ψαλμ. 127, 1. Πρβλ. Μ. Β α σ., Εἰς Ψαλμ., MPG 29, 260.

[278] Ψαλμ. 111, 1.

[279] Ψαλμ. 103, 32.

[280] Ψαλμ. 103, 29.

[281] Ψαλμ. 102, 13.

[282] Λουκ. 1, 50.

[283] Ψαλμ. 88, 8.

[284] Ψαλμ. 118, 63.

[285] Ἐξορκισμοί, ΜPG 31, 1680.

[286] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Πάτερ, εἰ δυνατόν, MPG 62, 752.

[287] Ὁ W. G r u e h n (Religionspsychologie, 1926, σ. 109) κατατάσσει τό δέος στά δυσάρεστα θρησκευτικά συναισθήματα.

[288] Εἰς Α’ Κορ. 14, MPG 61, 120, Πρός ἄπιστον πατέρα, MPG 47, 335.

[289] Πρβλ. σπασμούς καί παράλυση Προφητῶν (Δαν. 8, 17-18, Ἠσ. 6, 2, Πρβλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί σωτηρίας ψυχῆς, ΜPG 60, 736, Περί Ἀκαταλήπτου 3, 230, MPG 48, 724), ἀλαλία ἱερέα Ζαχαρία (Λουκ. 1, 20), ἐφίδρωση Ἰησοῦ (Λουκ. 22, 44), φοβικός πρηνισμός τῶν μαθητῶν (Ματθ. 17, 6) καί τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη (Ἀποκ. 1, 17), τύφλωση ἀπ. Παύλου (Πράξ. 9, 4-9) κ.ο.κ.

[290] L. D. W e a t h e r h e a d, Psychology, Religion and Healing, Hodder & Stoughton Limited, 1951, σσ. 377, 499 ἑξ., V.     F r a n k l, The Unconscious God, μτφρ. Π. Περσιάνη, ἐκδ. Ταμασοσ, Λευκωσία 1980, σ. 68.

[291] Α’ Κορ. 11, 30. Ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἀναφέρονται ὡς τέτοια παραδείγματα οἱ: Τιρίβαζος, Μίδας, Ἀριστόδημος, Νικίας κ.ἄ. Πρβλ. L. D. W e a t h e r h e a d, Psychology, Religion and Healing, σ. 325.

[292] Βλ. V. E. F r a n k l, The Unconscious God, ὅπ. π., σ. 67.

[293] Α’ Ἰω. 5, 3.

[294] Ἐξ. 20, 20, Ἡσ. 8, 13, Γεν. 9, 2: «Καί ὁ τρόμος καί ὁ φόβος ὑμῶν ἔσται ἐπί πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, ἐπί πάντα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί ἐπί πάντα τά κινούμενα ἐπί τῆς γῆς καί ἐπί πάντας τούς ἰχθύας τῆς θαλάσσης· ὑπό χεῖρας ὑμῖν δέδωκα».

[295] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί μετανοίας, λόγ. 3, MPG 60, 705.

[296] Ψαλμ. 33, 10. 110, 5. 127, 4.

[297] Παροιμ. 10, 27.

[298] Ψαλμ. 33, 7-8.

[299] Ψαλμ. 33, 8-10, Β’ Πέτρ. 1, 3.

[300] Ψαλμ. 144, 19.

[301] Παροιμ. 22, 4.

[302] Παροιμ. 14, 26.

[303] Παροιμ. 22, 4.

[304] Παροιμ. 1, 7. 9, 10. 15, 33. 22, 4, Ψαλμ. 110, 10, Ἰώβ 28, 28. Πρβλ. Ἀ μ β ρ ο σ ί ο υ Μεδιολ., Εἰς ψαλμ. 118 [ἀπό: E. B. P u s e y (Ed.), Advice on Hearing Confession, Oxford 18782].

[305] Ψαλμ. 32, 18.

[306] Ψαλμ. 24, 14, Παροιμ. 14, 26-27.

[307] Ἠσ. 11, 14, Ψαλμ. 146, 11.

[308] Ψαλμ. 30, 20.

[309] Α’ Βασ. 12, 24, Ψαλμ. 113, 21.

[310] Ψαλμ. 102, 11. 17, Λουκ. 1, 50, Πράξ. 10, 35.

[311] Ψαλμ. 102, 13.

[312] Ψαλμ. 130, 4. Πρβλ. F. G. B e l t o n, A manual for Confessors, London 19557, σ. 31.

[313] Βλ. Φ. Κ ό ν τ ο γ λ ο υ, «Λόγος ἄτεχνος γιά τή θεοσέβεια», στό: Μυστικός Κῆπος, Ἀθῆναι 1975, σ. 9.

[314] Διαθέτοντας ὁ ἄνθρωπος τό φόβο τοῦ Θεοῦ, καί ἄρα τήν ἱκανότητα τῆς διά-κρισης, νομιμοποιεῖται πνευματικά νά ἀσκεῖ πνευματική «ἐξουσία» καί ἠθικό ἔλεγχο (Νεεμ. 5, 9-10, Α’ Κορ. 2, 15).

[315] Ψαλμ. 33, 11-13, Ἡσ. 33, 6, Παροιμ. 19, 23. 22, 4.

[316] Ψαλμ. 84, 10.

[317] Ψαλμ. 3, 5. 85, 11, Ἡσ. 59, 19.

[318] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τόν Ἱερεμίαν τόν προφήτην, ΜPG 64, 872.

[319] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί σωτηρίας ψυχῆς, ΜPG 60, 736, Περί Ἀκαταλήπτου 3, 230, MPG 48, 724.

[320] Γαλ. 6, 7.

[321] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ. 48, MPG 58, 492, Εἰς Ρωμ. 5, MPG 60, 430, Εἰς τήν ἁγίαν Πεντηκοστήν, MPG 50, 461, Μ.      Β α σ ι λ., Περί μελλούσης κρίσεως, MPG 32, 1297.

[322] Ματθ. 25, 41.

[323] Βλ. W. J a m e s, The Varieties of Religious Experience, New York: Modern Library, 1902, σ. 264. Γιά τή χρήση τοῦ φόβου ὡς πρός τήν ἀλλαγή τῶν στάσεων βλ. Δ. Γ ε ώ ρ γ α, Κοινωνική Ψυχολογία, τ. Α’, σ. 180, 191.

[324] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Θεόδ. ἐκπ., 10, 25, MPG 47, 280.

[325] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος, MPG 50, 798, Εἰς Α’ Θεσ., MPG 62, 441, Μ. Β α σ ι λ., Λόγος περί τῶν συνεισάκτων, MPG 30, 813.

[326] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί παρθενίας, ΜPG 64, 42, Εἰς Σταγ., MPG 47, 431, Εἰς τόν Σταυρόν, MPG 49, 404, Εἰς Θεόδ. ἐκπ. 12, 89, MPG 47, 300, Μ. Β α σ., ἐρ. ΣΘ’, MPG 31, 1221: «Ἐάν οὖν τις πιστεύσῃ, ὅτι ἀληθεῖς εἰσιν αἱ ἀπειλαί τοῦ Κυρίου, καί προσδοκήσῃ τήν φρικώδη καί δεινοτάτην αὐτῶν πεῖραν φοβεῖται τά κρίματα τοῦ Θεοῦ». Πρβλ. Ψαλμ. 118, 120.

[327] Μ. Β α σ ι λ., Περί ταπεινοφροσύνης, MPG 31, 532, Περί μετανοίας, MPG 32, 1229: «Ἄνθρωπε, ἤ τήν γέενναν φοβήθητι, ἤ τῆς Βασιλείας ἀντιποιήθητι».

[328] Μ. Β α σ ι λ., Περί μετανοίας, MPG 32, 1229.

[329] Ἑβρ. 10, 31.

[330] Εἰς Θεόδ. ἐκπ. 16, 25, MPG 47, 280.

[331] Εἰς τόν ἄσωτον υἱόν, MPG 59, 629.

[332] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Πράξ., MPG 60, 121: «Ἔστι γάρ, ἔστι καί πρόσωπα χάριτος γέμοντα πνευματικῆς, ἐπέραστα τοῖς ποθοῦσιν εἶναι, καί αἰδέσιμα τοῖς μισοῦσι καί φοβερά».

[333] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς ἅλυσ. ἁγ. Πέτρου 9. Πρβλ. Πράξ. 5, 11.

[334] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ματθ. 1, 9, MPG 57, 318.

[335] Δευτ. 4, 10. 14, 23. 6, 1-7, Ψαλμ. 33, 12.

[336] Πρβλ. Σ. Κ ο υ λ ό μ ζ ι ν, Τό ὀρθόδοξο βίωμα καί τά παιδιά μας, μτφρ. Π. Τσαλίκη, ἐκδ. Ακριτασ, Ἀθήνα 1989, σ. 59.

[337] Ψυχολογία καί Παιδαγωγική, μτφρ. Α. Βερβερίδης, ἐκδ. Νεα Συνορα ― Λιβανησ, Ἀθήνα 1979, σ. 190. Πρβλ. Θ. Χ. Β ά ρ ε λ η, Ψυχολογική καί Παιδαγωγική θεώρηση τῆς ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικότητας τοῦ παιδιοῦ στή σχολική ἡλικία, Ἀθήνα 2000, σ. 166.

[338] Ἑβρ. 11, 7.

[339] Β’ Κορ. 7, 1.

[340] Μ. Β α σ ι λ., Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, MPG 31, 1081. Πρβλ. Δευτ. 10, 12-13, Ἰώβ 1, 8, Ἐφ. 5, 21.

[341] Φιλιπ. 2, 12. Πρβλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ἐπανελθόντος ἀπό τῆς προτέρας ἐξορίας, MPG 52, 443.

[342] Μ. Μ α ϊ μ ο ν ί δ ο υ, Νόμοι Τefillin 4, 25.

[343] Μ. Β α σ ι λ., Ἠθικά, MPG 31, 692. Πρβλ. Ἰ. Θ. Π α ν α γ ο π ο ύ λ ο υ, Μόρφωση καί Μεταμόρφωση, Ἀθήνα 2000, σ. 62.

[344] Πρβλ. M. S. P e c k, The road less traveled: A new Psychology of love, traditional values and spiritual growth, Simon & Schuster, New York 1978, μτφρ. Σ. Ζαχαρόπουλος, ἐκδ. Κεδροσ, Ἀθήνα 1988, σ. 107, 109.

[345] «…πλήν καί ὑμεῖς οἱ καθ’ ἕνα ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα» (Ἐφ. 5, 33).

[346] Ματθ. 25, 14-30. Πρβλ. Φ. Ν τ ο λ τ ό, Les Évangiles et la foi au risque de la psychanalyse, Gallimard, 1996, μτφρ. Ε. Κούκη, ἐκδ. Εστια, Ἀθήνα 2002, σ. 303.

[347] Βλ. A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non – Christian, σ. 207. Πρβλ. Μ. Μ α κ ρ ά κ η, Ψυχολογικοί παράγοντες τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ἰδιαίτερα ὁ φόβος καί ἡ ἀγάπη, Ἀθήνα 1987 (ἀνάτυπο: Θεολογια).

[348] M. C. N a h m (ed.), Selections from early Greek Philosophy, N. York, Appleton – Century – Crofts, 1947, Γ. Κ ω σ τ α -ρ ᾶ, Φιλοσοφική Προπαιδεία, Ἀθήνα 19944, σ. 199.

[349] Γιά τήν ἀμφιθυμική σημασία τοῦ tabu βλ. S. F r e u d, Τοτέμ καί Ταμπού, μτφρ. Σ. Φερεντίνου, Ἀθῆναι χ.χ., σ. 41 ἑξ. Πρβλ. Ἀ. Π α ρ α σ κ ε υ ό π ο υ λ ο υ, Ἡ Θρησκεία κατά τούς Ψυχαναλυτικούς, σ. 23.

[350] Πρβλ. J. T o l a n d, Christianity not mysterious, London 1696, New York: Garland 1978.

[351] Ἡ, κατά S. K i e r k e g a a r d, θεολογική κατηγορία τοῦ (ἀπόλυτου) παραδόξου (πρβλ. absurdum Τερτυλλιανοῦ) ὡς τῶν λογικά ἀλληλοαποκλειομένων ἐννοιῶν, πού διατρέχει ὁλόκληρη τήν Ἁγ. Γραφή (λ.χ. Ψαλμ. 8, 5-6. 13, 1-3, Ρωμ. 3, 10-12 κλπ.) καί τήν ἱ. Παράδοση (βλ. P. T i l l i c h, Systematic Theology, I, 56- 57, 150- 152. 3, 165- 172, 223- 228), ἔχει ἀρκετά μελετηθεῖ τά τελευταῖα χρόνια ὑπό τό πρῖσμα τῆς λεγόμενης «γνωσιακῆς παραφωνίας». Πρβλ. L. F e s t i n g e r, A theory of Cognitive Dissonance, Stanford CA: Stanford University Press, 1957, R. W. C r a p p s, An Introduction to Psychology of Religion, σ. 201 ἑξ. Τό ὑπέρλογο στήν ἔννοια τοῦ Θείου δέν καταργεῖ τό λογικό, ἀλλά, κατά ἕνα παράδοξο τρόπο, συνυπάρχει (Komplex-Idee) μαζί του (βλ. Ε. Δ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, Κριτική εἰσαγωγή εἰς τό ζήτημα τῶν σχέσεων θρησκείας καί γνώσεως, Ἀθῆναι 1955, σ. 81).

[352] Α’ Ἰω. 4, 18.

[353] Στρωμ. Δ’, XVI, ΒΕΠΕΣ, τ. 8, σ. 84.

[354] Ἀποκρίσεις πρός Ὀρθοδόξους, ϞΗ’, ΒΕΠΕΣ, τ. 4, σ. 117.

[355] Ὑπόμν. εἰς Ψαλμ. 21, 24 (190), ΒΕΠΕΣ, τ. 45, σ. 342.

[356] Κατήχ. ΙΔ’, 841, ΒΕΠΕΣ, τ. 39, σ. 176.

[357] Εἰς Ψαλμ. 118, ἀπό: E. B. P u s e y (Ed.), Advice on Hearing Confession, Oxford 18782.

[358] Confessiones, μτφρ. Α. Δαλεζίου, Ἀθῆναι 1980, Βιβλ. ΣΤ’, σ. 134.

[359] Κλῖμαξ, Λόγ. 30, Περί ἀγάπης γ’, σ. 376: «Αὔξησις φόβου ἀρχή ἀγάπης».

[360] Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἑκατοντάς τρίτη, ξθ’, Φιλοκαλια των Ιερων Νηπτικων, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι 19754, τ. Β’, σ. 103.

[361] Λόγος Ἀσκητικός, λε’, Φιλοκαλια των Ιερων Νηπτικων, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι 19754, τ. Α’, σ. 244.

[362] Μ α ξ ί μ ο υ  Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Κεφ. διάφορα Α’ 69, MPG 90, 1208: Ὁ φόβος εἶναι «διττός, ἁγνός καί μή ἁγνός».

[363] Εἰς Α’ Τιμ. 15, 3, MPG 62, 583.

[364] Pratt 1928, Schjelderups 1932.

[365] Πρβλ. B. S. P r a b h u p ā d a, The Science of self-Realization, The Bhaktivedanta Book trust, ISKCON, P.O. Box 324, Borehamwood 197710.

[366] Ἡ ὕπαρξη τῆς θρησκειοψυχολογικῆς ἀμφιθυμίας αὐτῆς, παρά τίς κατά καιρούς ἐμφανισθεῖσες ἐνστάσεις, ἐξακολουθεῖ, ἀκόμα καί ὑπό τή μορφή τῶν ἁπλῶς ἀσχολουμένων (θετικά ἤ ἀρνητικά) μέ τό numinous, νά ἐπιβεβαιώνεται ἀπό ἐρευνητές διαφορετικῶν πεποιθήσεων (Schjelderups 1932, Bolley 1949, 1965, 1976, Thun 1959, Bindle 1965 κ.ἄ.)· ἐνῶ, γιά παράδειγμα, οἱ Jaynes (1976) καί Tuzin (1984) προσπαθοῦν νά ἐξηγήσουν τό mysterium tremendum et fascinans μέ βάση τήν (ἀριστερή καί δεξιά) διαίρεση τῶν ἐγκεφαλικῶν ἡμισφαιρίων, ἤ μέσω τῆς ἔκκρισης τῶν ἐνδορφινῶν (Jelik 1982, Goodman 1988), ὁ μέν C. Jung (1938) τό ἀνάγει στό Συλλογικό Ἀσυνείδητο, ὁ δέ L. Casler (1968) στίς ἠθολογικές συμπεριφορές· ἐνῶ, πάλι, ὁ La Barre (1972) τό ἐξηγεῖ ἀπό τή σχέση πατέρα καί παιδιοῦ (πρβλ. Οἰδιπόδειο / εὐνουχισμοῦ complex, Freud 1924, Róheim 1925), οἱ «μαθητές» τῆς M. Klein (1882-1960) καί ὁ Erikson (1966), ἀντίθετα, ἀπό τή σχέση μητέρας καί παιδιοῦ κ.ο.κ. Βέβαια, κατά τόν H. F a b e r (Psychology of Religion, Philadelphia: Westminster, 1975, pp. 157-190), ἡ στάση τοῦ Erikson δέ συμφωνεῖ μέ τήν τελευταία ἑρμηνεία, ἀλλά μέ τήν ἄποψη πού θέλει τή σχέση τοῦ νηπίου νά ἐξαρτᾶται καί ἀπό τούς δύο γονεῖς (πατέρα καί μητέρα). Ἐντούτοις, ἄν τό «πνεῦμα» τοῦ Μ. Βασιλείου, μέ ψυχολογική γλῶσσα, εἶναι περισσότερο «ἀνδροπρεπές» («ἐπιστημονικό») καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου περισσότερο «μητρικό» (θρηνῶδες, πένθιμο κλπ.), ἡ ἀντίστοιχη σκέψη τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου φαίνεται νά καλύπτει καί τά δύο φῦλα, ἐφόσον ὁμιλεῖ γιά μιά (ἀντίστοιχη τοῦ Θείου ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο) γονεϊκή (ἀμφιθυμική) συμπεριφορά, ἀνάλογη μέ τή γαμική σχέση ἄνδρα (φόβου) καί γυναίκας (ἀγάπης), πού εἰκονίζει τή Θ. Ἐνανθρώπηση (Ἐκκλησία). Βλ. H. F a b e r, Psychology of Religion, Philadelphia: Westminster, 1975 καί S. T s i t s i g k o s, Spiritual fatherhood according to St. John Chrysostom’ s homilies on penance in the light of Psychology of Depth, Θεολογια 70, 4 (2000) 826-960.

[367] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Ὅτι δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς κἄν τούς οἰκέτας ἡμῶν, MPG 63, 866.

[368] Ψαλμ. 2, 11. 26, 1. 3.

[369] Εἰς Ψαλμ. 29, MPG 29, 309.

[370] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 209.

[371] Δευτ. 10, 12, Ψαλμ. 102, 11. 17-18, Σ. Σειρ. 2, 15-16, Λουκ. 1, 50, Ρωμ. 11, 22, Ἑβρ. 5, 7, Ἐφ. 5, 33, Α’ Πέτρ. 1, 17-19. 2, 17.

[372] Ματθ. 6, 25. Βλ. R. B u l t m a n n, Ὕπαρξη καί πίστη, 1960, μτφρ. Φ. Τερζάκη, Ἀθήνα 1995, σ. 398.

[373] Δευτ. 10, 12: «…φοβεῖσθαι κύριον τόν θεόν σου πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καί ἀγαπᾶν αὐτόν καί λατρεύειν κυρίῳ τῷ θεῷ σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου». Πρβλ. Νεεμ. 1, 5.

[374] Εἰς Θεοφάνεια Α’, MPG 36, 313.

[375] Ματθ. 28, 8.

[376] Ἀποκ. 3, 14-19.

[377] Δευτ. 6, 13. 10, 20, Ψαλμ. 44, 11-13, Ἐφ. 5, 32-33.

[378] Ἐπιστ. 234, 1, MPG 32, 868.

[379] Ὅροι κατά πλάτος, MPG 31, 900.

[380] Εἰς τούς Ἀνδριάντας 7, MPG 49, 93.

[381] Ἀπό: L. J. V a n d e r  Z e e, “Holy Fear and the Wildness of God”, Internet, 26/8/2001.

[382] Βλ. Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 269. Πρβλ. Ἀρχιμ. Ἰ. Γ ι α ν ν α κ ό –  π ο υ λ ο υ, Ἡ Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 19702, τ. 6, σ. 3 ἑξ.

[383] Βλ. Μ. Κ. Μ α κ ρ ά κ η, Ψυχαναλυτική ἑρμηνεία τῆς θρησκείας, σ. 88 ἑξ.

[384] Βλ. Μ. Κ. Μ α κ ρ ά κ η, ὅπ. π., σ. 57 ἑξ.

[385] An Intoduction to Psychology of Religion, σ. 333.

[386] Γεν. 32, 24. Πρβλ. P. E v d o k i m o v, The Struggle with God, μτφρ. Ἰ. Κ. Παπαδοπούλου, Θεσσαλονίκη 1970, H.        C o o p e r (Ed.), Soul Searching, SCM Press LTD, 1988, σ. 121.

[387] Βλ. Χαρμολύπη, ἐκδ. Ακριτασ, Ἀθήνα 1999.

[388] Βλ. A. C. U n d e r w o o d, Conversion: Christian and non – Christian, σ. 207-208.

[389] Βλ. Ἀρχιμ. Σ ω φ ρ ο ν ί ο υ, Ἅγιος Σιλουανός, ἐκδ. Ορθοδοξη Κυψελη, σ. 187: «Διά νά τό γευθῆ αὐτό ὁ ἄνθρωπος καί νά ἐννοήση τό χάος τό ὑπό τῶν ποδῶν του καί τήν Χάρη καί τόν Παράδεισο τόν γλυκύτατο ἄνωθέν του καί νά ταννυστῆ μεταξύ φόβου καί χαρᾶς πρέπει νά καταπαύσουν οἱ αἰσθήσεις. Ὄχι μόνο αἱ ἐξωτερικαί ἀλλά καί αἱ ἐσωτερικαί τοιαῦται καί νά μείνη μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ».

[390] Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θεολόγου, Ἔπη ἱστορικά, βίβλος Β’, λόγ. ΜΓ’, MPG 38, 449.

[391] Ἡ ἀμφιθυμία τοῦ (ὀρθόδοξου) Ἡσυχασμοῦ (κατά Θεόν πένθος καί αἴσθημα μακαριότητας) ἔχει ἐπιχειρηθεῖ ἀπό κοσμικούς Ψυχολόγους νά ἑρμηνευθεῖ ὀρθολογικά ὡς “the omnipotence maneuver” (R. Prince 1982), δηλ. ἕνα εἶδος ψυχολογικῆς ὁμοιόστασης.

[392] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί μετανοίας 9, MPG 49, 346.

[393] Πρβλ. Μ. Β α σ ι λ, Ἀσκητικά, MPG 31, 1196: «Potapù fÒbJ, À po…v plhrofor…v, À po…v diaqšsei metal£bwmen toà sèmatoj kaˆ toà a†matoj toà Cristoà; TÕn mn fÒbon did£skei ¹m©j Ð ‘ApÒstoloj lšgwn· `O ™sq…wn kaˆ p…nwn ¢nax…wj kr‹ma ˜autù…».

[394] Εἰς Ματθ. 7, 5, MPG 57, 79.

[395] Θ. Λειτουργία ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

[396] Στό γνωστό ποίημα <Χριστός Πάσχων>, πού ἀποδίδεται στό Γρηγόριο τό Θεολόγο, ἡ Θεοτόκος ἀνακράζει «τῇ χαρᾷ καί τῷ φόβῳ» (2097, MPG 38, 456).

[397] Εἶναι γνωστή καί πολύ χαρακτηριστική ἡ εἰκόνα τοῦ Παντοκράτορα στό Δαφνί, πού δείχνει τό Χριστό μέ τά μάτια νά κοιτάζει γεμάτος ἀπειλή, ἐνῶ μέ τά χέρια Του νά εὐλογεῖ· ὅμοια, ἡ εἰκόνα τοῦ Παντοκράτορα τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Σινᾶ (6ου αἰ.) δείχνει τό ἕνα μάτι τοῦ Χριστοῦ ἀγριωπό, ἐνῶ τό ἄλλο γαλήνιο.

[398] Ἱερ. 20, 7. 14-15. Πρβλ. R. W. C r a p p s, An Introduction to Psychology of Religion, σ. 333, Σ. Κ. Τ σ ι τ σ ί γ κ ο υ, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, σ. 207.

[399] Γεν. 22, 12, Δευτ. 17, 19, Α’ Βασ. 12, 24, Ψαλμ. 85, 11. 111, 1. 127, 1, Ἐκκλ. 12, 13, Ἰω. 14, 15.

[400] Ρωμ. 3, 23.

[401] Α’ Ἰω. 4, 18. 3, 20. Πρβλ. Β. Ἰ. Κ α λ λ ι α κ μ ά ν η, Ἀπό τό φόβο στήν ἀγάπη, Θεσσαλονίκη 1993.

[402] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ρωμ. 24, MPG 60, 623.

[403] Βλ. Ἱερομ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ, Ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις, Ἅγιον Ὄρος 1999, σ. 200.

[404] Ἰακ. 2, 26.

[405] Λόγος περί ἀσκήσεως, MPG 31, 652.

[406] Ψαλμ. 2, 11. Βλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί μετανοίας 2, MPG 49, 327, Ἐπιστ., 283, MPG 52, 750: «δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ· τοῦτο εἶπεν ἐν καιρῷ προσευχῆς. Καί ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ· καί τοῦτο εἶπεν ἐν καιρῷ τροφῆς. Οὐκ εἶπεν ἐν γέλωτι καί ἀδιαφορίᾳ, ἀλλ’ ἐν φόβῳ καί τρόμῳ». Πρβλ. Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τό Εἶδον τόν Κύριον 1, 3. 12, MPG 56, 129. 134: «Τί οὖν ἐστι τό δουλεύειν τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ; Τό πᾶσαν ἐντολήν ἀποπληροῦντας φόβῳ καί συστολῇ ταύτηνκατεργάζεσθαι, τό συντετριμμένῃ καρδίᾳ καί τεταπεινωμένῳ νοΐ τάς ἱκεσίας προβάλλεσθαι».

[407] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί παρθενίας, MPG 64, 42.

[408] Εἰς Ματθ. 10, MPG 57, 183.

[409] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Περί ἱερωσύνης 5, 4, MPG 48, 673.

[410] Περί Ἀκαταλήπτου 4, MPG 48, 728, τ ο ῦ  ἴ δ ι ο υ, Ὅτε τῆς Εκκλησίας ἔξω εὑρεθείς Εὐτρόπιος, MPG 52, 400.

[411] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τούς Ἀνδριάντας 5, MPG 49, 73.

[412] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν προσκύνησιν τοῦ τιμίου ξύλου, MPG 62, 752, Μ. Β α σ ι λ., Ὅροι κατἐπιτομήν, τιβ, MPG 31, 1305.

[413] Ψαλμ. 4, 4.

[414] Ἰωήλ 3, 11.

[415] Ἑβρ. 10, 31, Ἀπ. 6, 16.

[416] Α’ Κορ. 5, 5, Β΄ Κορ. 2, 6.

<

[417] Μ. Β α σ ι λ., Εἰς τό Μή δῷς ὕπνον σοῖς ὀφθαλμοῖς, MPG 31, 1508. Βλ. Ἐφ. 6, 12. Πρβλ. Π. Ι. Π α ν α γ ι ω τ ά κ ο υ, «Βία», ΘΗΕ, τ. 3, σ. 857-859.

[418] Ματθ. 10, 34.

[419] Ματθ. 3, 16.

[420] Πράξ. 2, 2.

[421] Ματθ. 11, 12, Λουκ. 16, 16.

[422] Ἐκκλ. 3, 8.

[423] Ἀπολογητικός 2, MPG 35, 488: «κρείσσων γάρ ἐπαινετός πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ. καί διά τοῦτο τόν πραῢν μαχητήν ὁπλίζει τό πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον». «Οὐδέν ὄφελος ἡμῖν», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ν ε κ τ ά – ρ ι ο ς, «ἄν πρός πάντας ᾦμεν εἰρηνικοί, πρός δέ τόν Θεόν ἐκπεπολεμωμένοι, ὥσπερ οὐδέν βλάβος ἡμῖν, ἄν παρά πάντων πολεμώμεθα, τῷ δέ Θεῷ εἰρηνεύωμεν» (Τό γνῶθι σαυτόν, ὅπ.π, σ. 155).

[424] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τόν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, MPG 59, 674.

[425] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς τήν Γέν., 39, MPG 55, 362.

[426] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., Εἰς Ἰω. 52, 4, ΜPG 59, 292: «…καί φῶς, καί ἅλας εἶναι βούλεται τόν Χριστιανόν»

1 σχόλιο

  1. Εξαιρετική η ανάλυση του θέματος.

    Η προσωπική μου άποψη, στο τελικό συμπέρασμα της τελευταίας παραγράφου ([i]…ἔχουμε ὑποχρέωση ὄχι μόνο νά συμβάλουμε στή θεραπεία τῆς σύγχρονης αὐτῆς μάστιγας, ἀλλά καί νά ἀναστήσουμε τή ζωή τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους[/i]), είναι ότι η κατάσταση φαίνεται πλέον μή αναστρέψιμη.
    Αυτό βέβαια δεν αναιρεί την ανωτέρω υποχρέωση μας.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ