[«καὶ διὰ τοῦτο εὖ δοκεῖ ἔχειν τὸ τοῦ Βίαντος, ὅτι ἀρχὴ ἄνδρα δείξει· πρὸς ἕτερον γὰρ καὶ ἐν κοινωνίᾳ ἤδη ὁ ἄρχων» - Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1130a]
Την 29η Δεκεμβρίου εκάστου έτους, καθιερώθηκε να τιμάται από την Εκκλησία μας, η μνήμη των Αγίων 14.000 υπό Ηρώδου σφαγιασθέντων νηπίων, στη Βηθλεέμ.
Με την υπόψη θλιβερή αναθύμηση, η συμπάσχουσα Εκκλησία αναδεικνύει το ήθος της, τασσόμενη ξεκάθαρα και αταλάντευτα υπέρ της δικαιοσύνης και της αθωότητας. Υπέρ της υπεράσπισης των αδυνάμων και των αδικημένων. Υπέρ των αιωνίως εξιλαστήριων ή/και στοχοποιημένων θυμάτων∙ των βρεφών και παιδιών.
Όμως, η εν λόγω ασύλληπτη κτηνωδία, δίνει αφορμή ανάπτυξης ενός ευρύτερου, διττού προβληματισμού. Η πρώτη πτυχή του προβληματισμού τούτου σχετίζεται με τις νοσηρές πρακτικές, τις τυφλές και ακραίες αντιδράσεις που αδίστακτα αναπτύσσουν οι εξουσιαστές, εφόσον νιώσουν τα κεκτημένα να απειλούνται, την αυθεντία τους να αμφισβητείται. Το γεγονός υπενθυμίζει πως άμα οι εξουσίες, καθώς και οι πάσης φύσεως κάτοχοι ισχύος, έχουν διαστραφεί από, αλλά και διαστρέψει, την εξουσία που τους εδόθη -είτε προσωποποιώντας την, είτε νοθεύοντάς την με κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα, είτε αποκόπτοντάς την από το φυσικό της προορισμό, ήτοι τη διακονία του συνόλου κ.α.-, στο όνομα της προάσπισης των πλέον εγωτικών τους παραλογισμών και δικαιωμάτων, καθίστανται επιρρεπείς στην απελευθέρωση βίαιων συμπεριφορών, στην προληπτική καταστολή, στην αδυσώπητη δίωξη, στη διενέργεια αποτρόπαιων εγκλημάτων.
Πολλά μπορούν να επισημανθούν για τους ισχυρούς -τον κάθε ευρισκόμενο σε θέση ισχύος- και τη ψυχολογία τους. Για το πως αυτή διασαλεύεται όταν δεν είναι αναφορική ενός επέκεινα και της απόλυτης Αλήθειας, της ανιδιοτέλειας και της συν-ανθρωπιάς. Ή για το πως απομονωμένοι στον εγωκεντρισμό και την αλαζονεία, παραγκωνίζουν τον κάθε πλησίον, αρνούνται ή αδυνατούν να τον αποδεχθούν ως ισότιμο άλλο, ανασύροντάς τον εν τέλει καιροσκοπικά και συμφεροντολογικά στο προσκήνιο, αποκλειστικά και μόνο, ως αντικείμενο εκμετάλλευσης ή εξιλέωσης.
Θα προχωρήσουμε, όμως, στο δεύτερο μέρος του προβληματισμού, ο οποίος άπτεται της ιεράρχησης των ανθρώπινων σχέσεων. Οι επιμέρους ανθρώπινες σχέσεις, λοιπόν, όπως εκείνες μεταξύ αρχόντων - αρχομένων, εργοδοτών - εργαζομένων, συζύγων, γονέων - τέκνων κ.ο.κ. αποδεικνύονται εκπληκτικά ευάλωτες και με μια τρομαχτική (παρα)φυσικότητα διολισθαίνουν στην τυραννία, στην εκμετάλλευση, στην κακοποίηση, στη συζυγοκτονία ή παιδοκτονία ακόμη, εφόσον δεν έχουν εμπεδωμένη, δυναμικά και απαρέγκλιτα, ως προαπαιτούμενο, την κορωνίδα των σχέσεων: του ανθρώπου προς άνθρωπο. Από τη στιγμή που οι ανθρώπινες σχέσεις, σε όλες τους τις εκφάνσεις, δεν εδράζονται στον απόλυτο σεβασμό της ανθρώπινης υπάρξεως και υποστάσεως, στην ιερότητα του κάθε προσώπου -ασχέτως ηλικίας, καταβολής ή συγκυρίας- με εντυπωσιακή ευκολία καθίστανται συνώνυμες της εκμετάλλευσης, της άρνησης, της υποτίμησης ακόμη και της ηθικής, ψυχικής ή βιολογικής εξόντωσης.
Η κυριολεκτικά παρανοϊκή φιγούρα του Ηρώδη ίσως και να συγκεφαλαιώνει, αν όχι καθολικά σίγουρα σε μεγάλο ποσοστό, τα όσα αναφέρονται παραπάνω. Η αυτοαναφορική, ριζοσπαστικά εξατομικευμένη πρόσληψη της εξουσίας με όρους λατρείας, τον οδήγησαν όχι μόνο στη βρεφοκτονία της Βηθλεέμ, αλλά και στη δολοφονία γιων, συζύγων και συγγενών του, καθιερώνοντάς τον ως το χαρακτηριστικό –αναφανδόν προς αποφυγή- παράδειγμα εξουσιαστή ευρισκόμενου σε πλήρη πνευματική σύγχυση, φρενήρη ηθική κατρακύλα και απόλυτη (κυριολεκτικά δαιμονική) ασέβεια ως α) προς τη δωρεά της εξουσίας και τις ευθύνες που αυτή συνεπιφέρει, β) προς τον συνάνθρωπο και ειδικά προς τα βρέφη/παιδιά ως τα πλέον ανυπεράσπιστα, γ) προς τη ζωή και τη μοναδικότητα του κάθε άλλου, δ) προς τον Δημιουργό των πάντων και εν τέλει ε) προς τον ίδιο του τον εαυτό και την ανθρώπινη φύση εν γένει.
Κλείνουμε υπενθυμιστικά. Ως εκκολαπτήρια Ηρώδηδων και συναφών (μικρο)σατράπηδων, δε λειτουργούν μόνον οι πολιτικές εξουσίες ή οι οικονομικές ελίτ (ναι, τούτες ξεκάθαρα προσφέρουν ευνοϊκότερες συνθήκες εκκόλαψης), αλλά και πολλές γειτονικές, εργασιακές ή λοιπές πόρτες όπως της ανέχειας, της περιθωριοποίησης, της αδικίας. Και εκεί οφείλουν να διαδραματίσουν ρόλο όχι μόνο το Κράτος και οι δομές του, αλλά και όλοι όσοι το συν-διαμορφώνουν, με πράξεις ή με παραλείψεις. Και εκεί τσιτάτα και αφορισμοί του τύπου «άδικη κοινωνία» και «ανύπαρκτο κράτος» αποδεικνύονται δυστυχώς ανεπαρκή να καμουφλάρουν τη συνυπευθυνότητα.
Τέλος και δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!
Εύστοχη ερμηνευτική προσέγγιση!…
Συγχαρητήρια, κ. Τασούδη!
Κύριε Μανδηλά, καλημέρα και καλή η νέα χρονιά!
Σας ευχαριστώ εγκαρδίως!
Με εκτίμηση,
γ.κ.τ.
Θέλει πράγματι αρετή και τόλμη η ελευθερία.
Να, όπως εδώ:
«(…) τσιτάτα και αφορισμοί του τύπου “άδικη κοινωνία” και “ανύπαρκτο κράτος” αποδεικνύονται δυστυχώς ανεπαρκή να καμουφλάρουν τη συνυπευθυνότητα.»
Γι’ αυτό και – διακόσια χρόνια τώρα, στα μέρη μας – εξακολουθεί (η ελευθερία) να ισχύει ως “στοίχημα” με απολύτως αβέβαιη την έκβαση.
Παρενθετικά: Το εισέτι απομυθοποιητικότερο, μάλιστα, είναι ότι κι εκεί ακόμα όπου δεν προκύπτει «ανέχεια» ή «περιθωριοποίηση» – για τις μετανεωτερικές συντεταγμένες του δημόσιου βίου μιλώ – η πάσης υφής «αδικία» συνεχίζει να επιδεσπόζει αδυσώπητη. Με θεσμικά κυρωμένη, απλώς, την διαδικασία και… εκσυγχρονισμένο το πλαίσιο.
Σχέσεις επιβολής/κατεξουσιασμού/εκμετάλλευσης, λέω, καθιερώνει και σύμπας ο Νομικός Πολιτισμός της νεώτερης εποχής. Που επικαλύπτονται σε βαθμό ολοτελούς κατασκίασης, όμως, από έναν επίσημο λόγο ο οποίος διηγείται τα πράγματα με επιμελώς αντεστραμμένα ονόματα.
Στο προ-κείμενο: Ιδιαίτερα άξιο άρθρο. Επιμέρους δική μου αντίρρηση εις ό,τι αφορά το γενικό σχήμα «εμείς»-«αυτοί». Το οποίο (επαναλαμβάνω) υπερβαίνεται στις τελευταίες παραγράφους: Ατυχώς και συνάμα ευτυχώς, «αυτοί» πιστοποιούμαστε – όταν παρατηρήσουμε προσεκτικώτερα – οι ίδιοι «εμείς».
# Την Αρετή και την Τόλμη μιας τέτοιας παραδοχής, όμως, μόνο μέσα στον ορίζοντα μιας θεολογικών καταβολών ανθρωπολογίας θα τη συναντήσουμε. Πουθενά έξω απ΄ αυτόν. Γι’ αυτό και «το» πρόβλημα (όχι ακριβώς το πρόβλημα της εξουσίας: το πρόβλημα της προσωπικής κατεξουσιαστικής αστοχίας μας) επιτείνεται – μέσα από οσημέρες πυκνότερες αναδύσεις του.
Αγαπητέ μου κε Καστρινάκη, ευλογημένο το νέο έτος!
Σπουδή το (κάθε) σχόλιό σας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Με εκτίμηση,
γ.κ.τ.
Η οπτική σας είναι εξόχως ενδιαφέρουσα και δυστυχώς μάλλον ρεαλιστική, αλλά ήθελα να ρωτήσω κάτι δευτερεύον, που έχει όμως μια σημασία: Γράφετε αυτολεξεί “η μνήμη των Αγίων 14.000 υπό Ηρώδου σφαγιασθέντων νηπίων, στη Βηθλεέμ”. Δεν γνώριζα την καθιέρωση αυτής της εορτής, αλλά αναρωτιέμαι, από πού απορρέει ο χαρακτηρισμός των νηπίων ως αγίων. Επειδή απλώς σφαγιάστηκαν ανηλεώς και αδίκως και μάλιστα με αφορμή τη Θεία Γέννηση; Θα εκτιμούσα μια εξήγηση, αν γνωρίζετε.
Κύριε Μούσκουρη, καλημέρα και καλή χρονιά!
Σας ευχαριστώ για το σχόλιο. Από τα όσα λίγα που γνωρίζω, θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ.
Η αναφορά προέρχεται από την ιερή παράδοση της Εκκλησίας μας – από το εορτολογικό Συναξάρι της συγκεκριμένης ημέρας – με την επισήμανση ότι τα νήπια αυτά εντάσσονται στο χώρο των Μαρτύρων της Εκκλησίας και θεωρούνται ως οι πρώτοι ανώνυμοι και «αναρίθμητοι» μάρτυρες της Χριστιανικής πίστεως.
Η Εκκλησία, λοιπόν, ανακήρυξε Άγια τα σφαγιασθέντα βρέφη, γιατί θανατώθηκαν σε μια αθώα ηλικία και υπήρξαν, καθώς προαναφέρθηκε, οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού. Μπορεί να μη βαπτίστηκαν εν ύδατι, βαπτίστηκαν όμως, μέσα στο ίδιο ευλογημένο αίμα τους.
Με εκτίμηση,
γ.κ.τ.