«Εγένετο δε μετά τους λόγους τούτους ωσεί ημέραι οκτώ και παραλαβών Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον ανέβη εις το όρος προσεύξασθαι. Και εγένετο εν τω προσεύχεσθαι αυτόν το είδος του προσώπου αυτού έτερον και ο ιματισμός αυτού λευκός, εξαστράπτων. Και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ, οίτινες ήσαν Μωυσής και Ηλίας, οί οφθέντες εν δόξει έλεγον την έξοδον αυτού, ην ήμελλεν πληρούν εν Ιερουσαλήμ.
Ο δε Πέτρος και οι συν αυτώ ήσαν βεβαρημένοι ύπνω∙ διαγρηγορήσαντες δε είδον την δόξαν αυτού και τους δύο άνδρας τους συνεστώτας αυτώ. Και εγένετο εν τω διαχωρίζεσθαι αυτούς απ’ αυτού είπεν ο Πέτρος προς τον Ιησούν∙ επιστάτα, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, μίαν σοι και μίαν Μωυσεί και μίαν Ηλίαν, μη ειδώς ό λέγει. Ταύτα δε αυτού λέγοντος εγένετο νεφέλη και επεσκίαζεν αυτούς∙ εφοβήθησαν δε εν τω εισελθείν αυτούς εις την νεφέλην. Και φωνή εγένετο εκ της νεφέλης λέγουσα∙ ούτος εστιν ο υιός μου ο εκλελεγμένος, αυτού ακούετε. Και εν τω γενέσθαι την φωνήν ευρέθη ο Ιησούς μόνος. Και αυτοί εσίγησαν και ουδενί απήγγειλαν εν εκείναις ταις ημέραις ουδέν ων εώρακαν».
«Αν θέλει κανείς να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και σηκώνοντας κάθε μέρα τον σταυρό του ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει, κι εκείνος που θα χάσει τη ζωή του εξ αιτίας μου, θα τη σώσει. Διότι τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος αν κερδίσει όλο τον κόσμο, αλλά χάσει τον εαυτό του ή υποστεί ζημιά;» (Λουκ. 9, 23-26). Οκτώ περίπου ημέρες μετά απ’ αυτούς τους λόγους ο Ιησούς παραλαμβάνει τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και ανεβαίνει στο όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί, καθότι σε βουνό, ανάμεσα ουρανού και γης, ελάμβαναν συχνά χώρα γεγονότα της θείας αποκαλύψεως. Και καθώς προσευχόταν άλλαξε η όψη του προσώπου του, και τα ενδύματά του έγιναν λευκά και αστραφτερά. Και ενώ οι μαθητές είχαν αποκοιμηθεί κουρασμένοι από την ανάβαση, ξυπνούν και βλέπουν τον Μωυσή και τον Ηλία, περιβεβλημένους την ίδια λαμπρότητα, να συνομιλούν μαζί του για τον θάνατό του που έμελλε να συμβεί στην Ιερουσαλήμ.
Η συνομιλία του Ιησού με τον Νομοθέτη Μωυσή και τον προεξάρχοντα των προφητών Ηλία για τον καιρό της εξόδου του και τον επερχόμενο σταυρικό του θάνατο, δείχνει την αποδοχή του προορισμού του πάνω στη γη. Η παρουσία των δύο αυτών προσώπων που υπήρξαν θεόπτες, στον πρώτο ο Θεός παρουσιάστηκε υπό τη μορφή της φλεγόμενης βάτου και ο έτερος τον άκουσε ως φωνή αύρας λεπτής, καθώς και η φωνή του Πατρός από την φωτεινή νεφέλη που τους σκεπάζει, σηματοδοτούν το βάθος της ενότητας που διέπει τις δύο Διαθήκες, την Παλαιά και την Καινή, ως ενιαίας επιτέλεσης της αποκαλύψεως του Θεού. Η εκ της νεφέλης φωνή για μια ακόμα φορά βεβαιώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού: «Ούτος εστιν ο υιός μου ο εκλελεγμένος, αυτού ακούετε». Είναι η ίδια φωνή που ακούγεται και κατά την βάπτιση του Ιησού: «Συ ει ο υιός μου ο αγαπητός».
Κατά τον Ησαΐα ο Ιησούς αναγγέλλεται ως ο εκλεκτός δούλος του Θεού που οδεύει προς το πάθος: «Ανηγγείλαμεν εναντίον αυτού ως παιδίον, ως ρίζα εν γη διψώση, ουκ έστιν είδος αυτώ ουδέ δόξα∙ και είδομεν αυτόν, και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος∙ αλλά το είδος αυτού άτιμον εκλείπον παρά πάντας ανθρώπους, άνθρωπος εν πληγή ων και ειδώς φέρει μαλακίαν, ότι απέστραπται το πρόσωπον αυτού, ητιμάσθη και ουκ ελογίσθη» (Ησ. 53, 2-3). (Αναγγείλαμε τον ερχομό του ωσάν μικρού και ασήμαντου παιδιού, σαν ρίζα που φυτρώνει σε γη διψασμένη. Δεν είχε εμφάνιση ένδοξη και ελκυστική. Και η παρουσία του ήταν χωρίς τιμή και σχεδόν απούσα ανάμεσα στους επερχόμενους των ανθρώπων. ΄Ανθρωπος ο ίδιος θα πληγωθεί και εν γνώσει του θα υποφέρει την ταπείνωση, διότι οι άνθρωποι θα αποστρέψουν το βλέμμα τους από το πρόσωπό του, και θα τον ατιμάσουν και δεν θα τον λογαριάσουν). Από την κατάσταση του πάσχοντος δούλου με την οποία εμφανίστηκε στους ανθρώπους, ως άνθρωπος περιφρονημένος και εγκαταλειμμένος, χωρίς κάλλος και είδος, στο όρος Θαβώρ μεταμορφώνεται, και αναγνωρίζεται η θεϊκή του προέλευση. Δεν είναι μόνον ο πάσχων δούλος, αλλά και ο Υιός του Θεού.
Στη Μεταμόρφωση ο Χριστός φανερώνεται σε όλη του τη δόξα παραπέμποντας στην Ανάσταση, στην ύπαρξη του πνευματικού κόσμου της βασιλείας του Θεού. Περιβάλλεται από ένα φως ζωής, που το βλέπουμε να λάμπει μέσα στο σκότος της ψυχής, και μπορούμε να το αισθανθούμε όταν η καρδιά μας ησυχάζει και είναι ανοιχτή και διάφανη. ΄Οπως ένα πρόσωπο που φανερώνεται μέσα σε ένα φως που δεν είχαμε υποψιαστεί, ικανό να ανατρέψει όλα τα δεδομένα της ζωής μας, διανοίγοντας την όρασή μας σε ένα επίπεδο επίγνωσης που δεν γνωρίζαμε καν την ύπαρξή του.
Σε πολλές αγιογραφικές αποτυπώσεις της Μεταμόρφωσης οι απόστολοι φαίνονται να ανατρέπονται από τη θέα της θείας δόξας, δείχνοντας την αδυναμία του ανθρώπου να αντέξει και να μεθέξει του θείου φωτός. Η παρουσία του θαβωρείου φωτός ωστόσο μεταμορφώνει το άτομο, και η μεταμόρφωση του ατόμου με την διάρρηξη των δερμάτινων χιτώνων της ατομικότητας προσφέρει τα μάτια για να αντικρίσει κανείς αυτό το φως. Το άτομο παύει να είναι απλώς άτομο, αποκτώντας άλλη χωρητικότητα, καθώς μέσα του χωρά και ο πλησίον, ο ξένος. Σε ένα τέτοιο μεταίχμιο κινούνται και οι μαθητές, ανάμεσα στο θείο και το φυσικό φως, ανάμεσα σε δύο οράσεις. Αν και είχε προηγηθεί η αναγνώριση του Ιησού ως Υιού του Θεού από τον Πέτρο, φαίνεται πως ο μαθητής δεν είχε συνειδητοποιήσει την σημασία των λόγων που είχε εκφέρει, αντιμετωπίζοντας τον Ιησού με τα κοινωνικά και ηθικά δεδομένα που γνώριζε. Στην ερώτηση του Ιησού, «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου;», οι μαθητές απαντούν: «Οι μεν Ιωάννην τον βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν, ή ένα των προφητών». Ενώ ο Πέτρος απαντά, «συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος». Και ο Ιησούς του αποκρίνεται: «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 16, 13-18). Γι’ αυτό και αντιδρά όταν ο Ιησούς μιλώντας για το μαρτύριό του προλέγει τα όσα μέλλει να πάθει από αρχιερείς και γραμματείς, ότι θα θανατωθεί και την τρίτη μέρα θα αναστηθεί, και προσπαθεί να τον αποτρέψει από μια τέτοια καταισχύνη και έναν άθλιο θάνατο, αντάξιο των περιτριμμάτων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας: «΄Ιλεώς σοι, Κύριε∙ ου μη έσται σοι τούτο» (Ματθ. 16, 22). (Ο Θεός να σε ευσπλαχνιστεί, Κύριε, ώστε να μη σου συμβεί τούτο). Ο τρόπος του θανάτου του Ιησού κι ακόμη περισσότερο η Ανάσταση θα έπρεπε να ηχούν ακατανόητα στα αυτιά των μαθητών.
«Και εγένετο εν τω διαχωρίζεσθαι αυτούς απ’ αυτού είπεν ο Πέτρος προς τον Ιησούν∙ επιστάτα, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, μίαν σοι και μίαν Μωυσεί και μίαν Ηλίαν, μη ειδώς ό λέγει» ( Και καθώς εκείνοι αποχωρίζονταν τον Ιησού, του λέγει ο Πέτρος∙ διδάσκαλε, καλό είναι για μας να μείνουμε εδώ, και να κάνουμε τρεις σκηνές, μία για σένα, μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία, χωρίς να ξέρει τι λέει). Ο Πέτρος προτείνει να φτιάξουν τρεις σκηνές και να μείνουν εκεί, μη γνωρίζοντας βέβαια τι λέει, εκφράζοντας ωστόσο την άπειρη νοσταλγία του, τη μύχια επιθυμία των μαθητών να παραμείνουν στον πνευματικό κόσμο, με την παρουσία των πρόσωπων στα οποία συγκεφαλαιώνονται η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. ΄Ηθελαν να μείνουν εκεί για πάντα, όπως συμβαίνει τις στιγμές που κάτι μας γεμίζει με ανείπωτη χαρά, με την πληρότητα ενός όλβου που δεν προσφέρει ο κόσμος. Σαν να εύχονταν να σταματήσει ο χρόνος και να μείνουν για πάντα εκεί. Στη θαυμαστή ειρήνη της μεταμορφωμένης οικουμένης που όλοι προσδοκούμε, αλλά παραμένει κρυφή και ξένη μέσα στον σκοτεινό, κρύο, και ορφανεμένο κόσμο.
Η πορεία προς το τέλος ωστόσο μόλις άρχιζε. ΄Επρεπε και πάλι να καταδυθούν στον κόσμο της αρρώστιας και του πόνου, να αντικρίσουν την αγωνία του πατέρα που το παιδί του δεν μπορούσε να βρει γιατρειά, αυτή την ανημποριά του ανθρώπου να σταθεί απέναντι και να θεραπεύσει το κακό του κόσμου. Ανημποριά που σκιαγραφεί το μέγεθος της απελπισίας μας.
«Εγένετο δε εν τη εξής ημέρα κατελθόντων αυτών από του όρους συνήντησεν αυτώ όχλος πολύς. Και ιδού ανήρ από του όχλου ανεβόησε λέγων∙ διδάσκαλε, δέομαί σου, επίβλεψον επί τον υιόν μου, ότι μονογενής μοι εστι∙ και ιδού πνεύμα λαμβάνει αυτόν, και εξαίφνης κράζει και σπαράσσει αυτόν μετά αφρού, και μόγις αποχωρεί απ’ αυτού συντρίβον αυτόν∙ και εδεήθην των μαθητών σου ίνα εκβάλωσι αυτό, και ουκ ηδυνήθησαν» (Λουκ. 9, 37-40). (Την επόμενη μέρα, κατεβαίνοντας από το όρος, τον συνάντησε πολύς κόσμος. Και ένας από το πλήθος φώναξε: Διδάσκαλε, σε ικετεύω, κοίταξε τον γιο μου που τον έχω μοναχοπαίδι. Και ξαφνικά τον αρπάζει ένα πνεύμα, κι εκείνος φωνάζει και σπαράζει βγάζοντας αφρούς. Τον συντρίβει και δύσκολα τον αφήνει. Και παρακάλεσα τους μαθητές σου να το βγάλουν, και δεν μπόρεσαν).
Η αδυναμία των μαθητών σηματοδοτεί και την αδυναμία του κόσμου μας να διαβεί αποφασιστικά το κατώφλι της πνευματικής ζωής, παραμένοντας εγκλωβισμένος στη φθορά και τη βία. ΄Οταν οι μαθητές τον ρωτούν γιατί δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν εκείνοι το παιδί, ο Ιησούς απαντά: «Τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Μαρκ. 9, 29). Τούτο το γένος δεν πρόκειται να εξέλθει απ’ το κακό που το μαστίζει, παρά με προσευχή και με νηστεία. Νηστεία όχι μόνο όσον αφορά την τροφή· αλλά μέσα από μια εσωτερική παραίτηση, μια εσωτερική αποκοπή από όλα όσα συνθέτουν το πλέγμα της ανθρώπινης κατάστασης στον επίγειο κόσμο, τον εγωκεντρισμό, την απληστία, την ανεξέλεγκτη επιθυμία που υποδουλώνει· και με την προσευχή που γεννά αυτή η παραίτηση.
«Ει τις έρχεται πρός με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου μαθητής είναι. Και όστις ου βαστάζει τον σταυρόν εαυτού και έρχεται οπίσω μου, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. 14, 26-27). (΄Οποιος έρχεται σ’ εμένα και δεν μισεί τον πατέρα του και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδερφούς και τις αδερφές, ακόμη και την ψυχή του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου. Και όποιος δεν βαστάζει τον σταυρό του και με ακολουθεί, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου). Ο σταυρός είναι το μερτικό που αναλαμβάνουμε απ’ το κακό που διέπει τον κόσμο. «Πιστεύω, Κύριε∙ βοήθει μου τη απιστία» (Μαρκ. 9, 24). Τι λογής είναι η πίστη για την οποία ομιλεί ο Ιησούς; Ποια είναι η πίστη που αν υπήρχε έστω και ως κόκκος σινάπεως θα μπορούσε να μετακινήσει βουνά; Είναι η πίστη των πολλών, όπου ο ένας θα στηρίξει τον άλλον και όλοι μαζί θα σωθούμε ή θα χαθούμε; «Πάντες ως πρόβατα επλανήθημεν, άνθρωπος τη οδώ αυτού επλανήθη» (Ησ. 53, 6).΄Ολοι μας σαν πρόβατα πλανηθήκαμε, και ο καθένας πήρε το δικό του δρόμο. Η πίστη αυτή δεν είναι μια πίστη που παρέχει βεβαιότητες, αλλά πίστη που οικοδομείται στην απόγνωση της ανήμπορης ικεσίας μας.
Φίλε Αλέξανδρε, ενώ απέχω από το να σχολιάζω κείμενα του Αντιφώνου, στην δικιά σου περίπτωση δεν μού επιτρέπεται να συνεχίσω την αποχή μου.
Ο Όσιος Νείλος λέει : “Ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς * και ει αληθώς προσεύχη θεολόγος ει”. Ε, εσύ, ακόλουθος του αγαπημένου σου Αποστόλου Παύλου, προσεύχεσαι αδιαλείπτως κι έτσι δέχομαι τον του Θεού-Λόγο σου.
Σ’ ευχαριστώ για το κείμενό σου.