Τὸ μεταφυσικὸ ἐρώτημα εἶναι κυριαρχικὰ παρὸν στὴν πορεία τοῦ Σέρραρντ ἀπὸ τὴ νεανική του ἡλικία μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Καὶ οἱ ἀπαντήσεις ποὺ προσπαθεῖ νὰ δώσει σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, δὲν ἀποβλέπουν στὴν κατάθεση ἢ τὴν ἐπεξεργασία μιᾶς σκέψης ποὺ θὰ προστεθεῖ στὴν τρέχουσα βιβλιογραφία προσθέτοντας ἕνα ἀκόμα ἀπὸ τὰ λεγόμενα «papers», ἀλλὰ ἐνδιαφέρουν πρωτίστως τὸν ἴδιο, ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸ ὑπαρκτικὸ ἐρώτημα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ κατὰ τὸ ποσοστὸ ποὺ οἱ μελέτες γύρω ἀπὸ τὸ ἐρώτημα καὶ οἱ ἀπαντήσεις σ᾿ αὐτὸ ἔχουν νὰ ποῦν κάτι σημαντικό, τότε αἰσθάνεται ὅτι ἔχει λόγο νὰ τὶς μοιραστεῖ μὲ ἄλλους.
Οἱ μελέτες του καὶ οἱ ἀπαντήσεις σὲ σχέση μὲ τὸ μεταφυσικὸ ἐρώτημα ἔχουν γιὰ τὸν Σέρραρντ ἀφετηρία τὴν ταυτότητα μὲ τὴν ὁποία σφραγίζεται ὅταν γεννιέται: τὴν παράδοση τοῦ δικοῦ του λαοῦ, τῆς δικῆς του θρησκείας. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ξεκινήσει, μὲ αὐτὴ τὴν παράδοση θὰ θελήσει νὰ διαλεχθεῖ, στοὺς ἀνθρώπους αὐτῆς τῆς παράδοσης ἐπιδιώκει νὰ καταθέσει τὴ σπουδή του καὶ τὰ βιώματά του. Οὐσιαστικὰ μελετάει αὐτὸ ποὺ συνηθίσαμε νὰ ὀνομάζομε «δυτικὴ παράδοση», «δυτικὸ πολιτισμό». Κατὰ τὸ ποσοστὸ μάλιστα ποὺ καὶ ἐμεῖς, καθὼς καὶ ἄλλοι λαοί, ἄλλων παραδόσεων, μετέχουμε πλέον αὐτοῦ τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, εἴμαστε κομμάτι του ἢ ἔχομε ἀφομοιωθεῖ σ᾿ αὐτόν, τότε ὁ λόγος τοῦ Σέρραρντ μᾶς ἐνδιαφέρει.
Γιὰ νὰ βρεῖ ἀπαντήσεις στὸ μεταφυσικὸ ἐρώτημα, ἀπαντήσεις βέβαια ποὺ ἐνδιαφέρουν τὸ γίγνεσθαι τῆς ἱστορίας, θὰ ὁδοιπορήσει μέσα ἀπὸ ἄλλες παραδόσεις ― ἀντιλαμβάνεται πολὺ νωρὶς ὅτι ἡ δική του παράδοση πῆρε ἕναν λαθεμένο δρόμο κάποτε. Θὰ διαβάσει καὶ θὰ μελετήσει ἄλλες μεγάλες πνευματικὲς παραδόσεις, ὅπως τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ, τοῦ Μωαμεθανισμοῦ, ἢ ἄλλες ἑρμηνεῖες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία, στὴν ὁποία καὶ θὰ ἐνταχθεῖ τὸ 1956.
Ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἀπὸ ἄλλους, κυρίως ἀπὸ εἰσηγητὲς κατὰ τὴν ἡμερίδα πρὸς τιμήν του ποὺ ἔγινε στὴ Θεσσαλονίκη τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1996, πρόσωπα, ἔργα καὶ διαδρομὲς ποὺ συνέβαλαν στὴ διαμόρφωση τῶν θέσεών του: ὁ γάλλος Γκενὸν καὶ ὁ γερμανὸς Σουόν, ποὺ καὶ οἱ δύο ἔγιναν Μωαμεθανοί, ὁ ἰνδουϊστὴς Κουμαρασουάμι, ὁ δικός μας Μάρκος Πάλλης (Ὀρθόδοξος καὶ μετέπειτα Βουδιστής), ἀλλὰ καὶ ἡ γνωριμία του μὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ μὲ μερικοὺς Ἕλληνες διανοούμενους (Σεφέρης, Λορεντζάτος, Ἐλύτης, Νάνος Βαλαωρίτης). Δὲν ἐννοῶ ὅτι τέτοια πρόσωπα τὸν ἐπηρέασαν, ἀλλὰ ὅτι μὲ τέτοια πρόσωπα διαλεγόταν διαμορφώνοντας τὶς δικές του σκέψεις. Γιατὶ παράλληλα εἶχε ἐπιδοθεῖ σὲ μελέτη τῶν μυστικῶν τῆς Δύσεως (Μάιστερ Ἔκχαρτ, Ἄγγελο Σιλέσιο, Οὐίλιαμ Μπλέηκ, Γέιτς), τῆς Ἀνατολῆς (Ρούμι, Καμπίρ), ἀλλὰ καὶ τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης (Μάξιμο Ὁμολογητή, Διονύσο Ἀρεοπαγίτη, Συμεὼν Νέο Θεολόγο, Γρηγόριο Παλαμᾶ). Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο Διοκλείας π. Κάλλιστο Γουὲρ μετέφρασαν στὰ ἀγγλικὰ τὴ Φιλοκαλία.
Σὲ ὅλα τὰ γραπτὰ κείμενα ποὺ μᾶς ἄφησε, εἴτε ἱστορικὰ δοκίμια, εἴτε ποίηση, εἴτε μελέτες φιλολογικές, εἴτε εἰσαγωγὲς σὲ μεταφράσεις ἔργων, τὸ μεταφυσικὸ ἐρώτημα εἶναι ἐκεῖ, παρὸν καὶ κυριαρχικό. Θὰ μέναμε ὅμως σὲ μιὰ ἀπορία ἂν θέλαμε νὰ τὸ μελετήσουμε στὶς παρεμβατικές του παρουσίες, οὐσιώδεις ἀσφαλῶς, μέσα στὰ πολλὰ αὐτὰ γραπτά του, ἂν δὲν εἴχαμε μερικὲς μελέτες του ποὺ μποροῦμε νὰ τὶς θεωρήσουμε κυρίως θεολογικές. Νομίζω ὅτι τὸ ἔργο του Ὁ βιασμὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς φύσεως εἶναι τὸ κατεξοχὴν θεολογικό του ἔργο, χωρὶς νὰ παραθεωρῶ τὴ σημαντικὴ παρουσία θεολογικῆς σκέψης στὰ ἔργα του Ἄνδρας καὶ γυναίκα – Ἡ μυσταγωγία τους, Ἡ σεξουαλικὴ σχέση στὴ χριστιανικὴ σκέψη, Ἡ Ἐκκλησία, ὁ Παπισμὸς καὶ τὸ σχίσμα, Τὸ ἱερὸ στὴ ζωὴ καὶ στὴν τέχνη, The Greek East and Latin West.
*
«Φεῦ! διατί ἀπὸ αὐτὴν τὴν λόχμην, τὴν ποικίλην καὶ πολύχρωμον καὶ ἀνθοφοροῦσαν νὰ ἐξέρχωνται ἄκανθαι, συρίζουσαι γλῶσσαι, ἔχιδναι; Καὶ πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως, καὶ τὸ μικρὸν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἐπεθεώρησε “καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν;”… Πόθεν τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας;»
Αὐτὸ τὸ μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ διήγημα «Ἁμαρτίας φάντασμα» τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀποτυπώνει τὸ μέγα ἐρώτημα στὸ ὁποῖο ἐπεχείρησε νὰ ἀπαντήσει ὁ Σέρραρντ. Ποιὸ εἶναι τὸ λάθος, ἢ τὰ λάθη, ποὺ ἔγιναν στὴν ἱστορία ὥστε νὰ φτάσουμε νὰ διαχειριζόμαστε τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, τὴ Δημιουργία, ὄχι διασώζοντάς το ἀλλὰ καταστρέφοντάς το; Μιὰ πρώτη ἀπάντηση βρίσκομε σ᾿ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει «ἀποϊεροποίηση» τῆς φύσης. Ξεκινάει ἀπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἐμπεριέχει στοιχεῖα τῆς θεότητας ποὺ τῆς ἐπιτρέπουν νὰ βρίσκεται σὲ μία διαρκὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Δὲν πρόκειται γιὰ αὐτὸ ποὺ ἡ δυτικὴ θεολογία ὀνομάζει «Χάρη» ― «θεία Χάρη»· οὔτε γιὰ αὐτὸ ποὺ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ὀνομάζει «ἐνέργειες» ― «ἄκτιστες ἐνέργειες». Μὲ βάση τὴ θεανδρικότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀντιλαμβάνεται κατὰ ἕνα θεανδρικὸ τρόπο καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἂν ὄχι ἐκ φύσεως, πάντως ἐκ δωρεᾶς: «Ἐπειδὴ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ ἄνθρωπος, εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε καὶ ἐμεῖς οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. […\ Τὸ νὰ εἴμαστε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ σημαίνει πὼς τὸ θεῖο εἶναι τὸ καθοριστικὸ στοιχεῖο τῆς ὕπαρξής μας» (σσ. 19-20). Αὐτὸ τὸν ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι «Ἡ ἰδέα πὼς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνθρώπινος χωριστὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ψεύτικη» (σ. 20). Ἀπὸ τὴν ἄλλη, «ὁ ἄνθρωπος ποὺ γίνεται Θεὸς ἐκπληρώνει μιὰ δυνατότητα ποὺ ἀνήκει στὴ φύση του, καὶ πραγματώνοντάς την ὑπερβαίνει τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστῆς ὕπαρξής του καὶ εἰσέρχεται στὴ σφαίρα τοῦ ἀκτίστου, τοῦ θείου» (σ. 33).
Γιὰ τὸν Σέρραρντ λοιπὸν ἡ ἄρνηση αὐτῆς τῆς θεανδρικότητας (ἢ θεανθρωπότητας) θὰ φέρει τὴ σκοτεινιὰ στὴν ἱστορία καὶ τὴ φύση. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ οὐμανισμοῦ, αὐτὸς ποὺ πίστεψε στὶς δικές του καὶ μόνο δυνάμεις, ἄρχισε νὰ πολιτεύεται κυριολεκτικὰ «χωρὶς τὸ Θεό του» καὶ ἄρχισε νὰ διαχειρίζεται τὴ Δημιουργία, τοῦ ἑαυτοῦ του συμπεριλαμβανομένου, ὡς ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης.
Ἀκόμα καὶ στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, πρότυπο τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἀνδρόγυνη σχέση, μιὰ ἀποϊεροποίηση θὰ ὁδηγήσει στὴ διαστροφή: ἀντὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀντιληφθεῖ τὴ διαφορὰ ἄρρενος καὶ θήλεος ὡς σκαλοπάτι διαρκοῦς διαλόγου γιὰ τὴν εὕρεση μιᾶς ἑνότητας ποὺ ὑπάρχει στὴν ἴδια τὴ θεότητα ―(«ὁ Θεὸς περιλαμβάνει τὶς ἀρχὲς τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ τοῦ θηλυκοῦ στὸν Ἑαυτό του. Εἶναι ὁ Ἴδιος ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό. Τὸ θεῖο εἶναι ἀνδρόγυνο» (Α&Γ, σ. 9)―, τὴν ἀντιλαμβάνεται ὡς διαφορὰ τῆς φύσεως ποὺ γεννάει τὸν ἀνταγωνισμὸ καὶ ὄχι τὴ σύνθεση.
Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐπισημάνει τὶς κυριότερες θέσεις του, τὶς ὁποῖες ἐν ἐπικεφαλίδι χαρακτήρησα θεολογικοὺς στοχασμούς:
1. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ φέροντας ἐντὸς τῆς φύσεώς του στοιχεῖα τῆς θεότητας. Οὐσιῶδες στοιχεῖο θείας προέλευσης εἶναι ὁ πνευματικὸς νοῦς ποὺ κατέχει καὶ ποὺ διακρίνεται ἀπὸ τὴ λογική. «Αὐτὸς ὁ πνευματικὸς νοῦς εἶναι ἡ θεόμορφη ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ πνεῦμα ποὺ ἐμφύσησε σ᾿ αὐτὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν πράξη τῆς δημιουργίας, καὶ ποὺ βρίσκεται στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής του» (ΒΑΦ, σ. 39).
2. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ διαχειριστεῖ τὴ Δημιουργία ὡς ἔργο ἱερό, νὰ σχετιστεῖ μαζί της καὶ νὰ τὴν ἀγαπήσει.
3. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἐπιτύχει τὴν ὑπέρβαση τῆς διάκριση ἄρρενος καὶ θήλεος, ὁδηγώντας τὴ σχέση ἀνδρὸς καὶ γυναικός, καὶ κατ᾿ ἐπέκταση κάθε σχέση μὲ τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα, σὲ ἑνότητα καὶ ἀλληλοπεριχώρηση.
4. Μιὰ ἐπιστήμη τῶν φαινομένων ἢ ἡ πρακτικὴ τεχνολογία ποὺ στηρίζεται πάνω της, ἔχοντας ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς τῆς Δημιουργίας, λειτουργεῖ στοὺς ἀντίποδες τῆς πραγματικότητας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς φύσης, μὲ ἀποτέλεσμα τὰ συμπεράσματα της ἢ οἱ πρακτικὲς ἐφαρμογὲς νὰ εἶναι καταστροφικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ φύση.
Μπορεῖ νὰ ἔχει κανεὶς ὁρισμένες ἀντιρρήσεις γιὰ τὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Σέρραρντ. Πρὶν ὅμως τὶς διατυπώσει, ἂν εἶναι Ἕλληνας ὀρθόδοξος, θὰ πρέπει νὰ λάβει ὑπόψη του ὅτι ὁ Σέρραρντ ἐπεχείρησε νὰ διαλεχθεῖ μὲ τὰ δυτικά, ὅπως τὰ ἀποκαλοῦμε, ρεύματα τῆς ἐποχῆς του, νὰ μιλήσει μὲ τὴ δική τους γλώσσα καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ τὰ ἁλώσει ἐκ τῶν ἔνδον. Ἔργο του ἦταν νὰ ξαναθυμήσει στοὺς σύγχρονούς του καὶ νὰ ἀφήσει παρακαταθήκη γιὰ τοὺς ἑπόμενους τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ ἔργο ποὺ ἀπεμπολίσαμε: νὰ ἐγχριστωθοῦμε καὶ νὰ παρασύρουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐγχρίστωση ὅλη τὴ Δημιουργία. Ἔχει περιγράψει αὐτὴ τὴν ἄσκηση στὴν ἐπανάληψη τῆς ζωοποιοῦ πράξης ποὺ τὴν ὀνομάζουμε θεία Εὐχαριστία. Ἐκεῖ ἐπιχειροῦμε νὰ ξαναβροῦμε ὅ,τι ὡς συστατικὸ εἶναι ἐμφυτευμένο μέσα μας, νὰ τὸ φέρουμε στὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ ξαναγίνουμε ἱερεῖς, προφῆτες καὶ βασιλεῖς αὐτοῦ τοῦ κόσμου ποὺ μᾶς χάρισε ἡ θεία ἀγάπη. Ὁ ἴδιος, ἔχοντας συνείδηση αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς, μελέτησε, στοχάστηκε, ἔγραψε, καί ―προπαντός― ἔπραξε ὅ,τι τοῦ ἀναλογοῦσε.
Ἀπομένει γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς νὰ πορευτοῦμε ἀνάλογα, πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Xρήστου Μποκόρου.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο