«Όταν στην τέχνη του τέλους του Μεσαίωνα και σε αυτήν της Αναγέννησης μεταξύ 1350 και 1550, οι ζωγράφοι αποκαλύπτουν στα μάτια του θεατή το φύλο του μωρού Χριστού, αυτό δεν συμβαίνει, όπως υποστηρίζουν οι ιστορικοί τέχνης Ζερόμ Μπασέ και Ζαν- Κλοντ Σμιτ, για λόγους ρεαλισμού ή νατουραλισμού, ούτε, όπως στην περίπτωση του Διόνυσου, για να τονιστεί η αρρενωπή του δύναμη, αλλά για να υποδηλωθεί η συμμετοχή του στην ανθρώπινη συνθήκη» (Jean-Claude Schmitt, J. Baschet: “La ‘sexualité’ du Christ”, σε: Β. Levet, Η θεωρία του φύλου ή Ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος, εκδ. Ποικίλη Στοά, 2019, 145)
Με κάθε αφορμή, από την τραγική ιστορία της «Δήμητρας της Λέσβου» μέχρι το έγκλημα στα Γλυκά Νερά, μία μερίδα της κοινωνίας, η οποία θεωρείται φιλελεύθερη, επιτίθεται στον άδικο και καταπιεστικό κόσμο της πατριαρχίας, των έμφυλων διαχωρισμών και των προκαταλήψεων. Σε επίπεδο «αριστεράς», αυτός ο ιδεολογικός ακτιβισμός έχει πολλά να μας πει για την- από ένα σημείο και μετά- εγκατάλειψη της ταξικής αναφοράς και την υποκατάστασή της από το αφήγημα περί δικαιωμάτων. Δεν περιορίζεται όμως αυτός στους κύκλους της αριστεράς. Ακόμα και νέο-χριστιανοί και κεντροδεξιοί είναι έτοιμοι να καταγγείλουν τον λαϊκισμό και την οπισθοδρομικότητα πεπαλαιωμένων αντιλήψεων, που ακόμα επιμένουν και μιλούν για ετεροφυλία, γάμους και παιδιά. Άλλωστε, στο περίφημο συνέδριο για την γονιμότητα ο σάλος που δημιουργήθηκε ήταν δυσανάλογος της εμβέλειας του ίδιου του συνεδρίου.
Εάν κάποιος θέλει να κρατήσει αποστάσεις από την «καυτή» επικαιρότητα και να δώσει το στίγμα μίας ιστορικής συνθήκης, δεν θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα να διαπιστώσει ότι, όπως στο ζήτημα της «λατρείας» και ειδωλοποίησης των μεταναστών και προσφύγων, έχουμε εδώ το φαινόμενο η εν ενεργεία (νέο-) καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση να παράγει κοινωνικά υποκείμενα με τα αξιακά συστήματα, που θέλει αυτή η παγκοσμιοποίηση. Όπως ο «βικτωριανός» καπιταλισμός είχε τη δική του ηθική και ιδεολογία, έτσι και ο σημερινός ευνοεί κάθε αναφορά στην ελευθερία των μετακινήσεων, στην αποδόμηση «νησίδων» στοιχειώδους κοινωνικής σταθερότητας όπως είναι η οικογένεια και ο γάμος. Οι ιστορικές συνθήκες αυτού που λέγεται «δικαιωματισμός» είναι σαφείς. Εάν δεν «διαλύσει» κανείς μέσα του κάθε κοινωνική συνεκτικότητα, δεν μπορεί να εργασθεί και να παράγει (ή να επιβιώσει) στη σύγχρονη κοινωνία. Κατά τρόπο φαινομενικά και μόνο παράδοξο αυτό συνδυάζεται και από μία έξαρση του συναισθηματικού και του βιωματικού στοιχείου σε σημείο παρωδίας: πώς μπορεί άλλωστε να εκλάβει κανείς όλη αυτή την έγνοια και τη μέριμνα για τα ζώα συντροφιάς, όταν όλο το υπόλοιπο πλαίσιο τείνει να γίνει σκληρό όσο ο πιο σκοτεινός Μεσαίωνας;
Η θεωρία του φύλου είναι μία ακόμη φιλοσοφική σχολή αυτής της εποχής. Η σεξουαλική ταυτότητα δεν οφείλει τίποτα απολύτως στη φύση. Το να είναι κανείς άνδρας ή γυναίκα, δεν είναι ένα δεδομένο της φύσης, αλλά του πολιτισμού. Η υπαρξιακή ουδετερότητα είναι πρωταρχική, και μένει στην κοινωνία να παράγει μαζικά άνδρες και γυναίκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σουηδικοί παιδικοί σταθμοί που απαγόρευσαν την χρήση των αρσενικών και θηλυκών προσωπικών αντωνυμιών, προτιμώντας έναν κατασκευασμένο όρο, τη λέξη hen, που αντιστοιχεί στο ουδέτερο. Σκοπός είναι να μπερδέψουμε τα φύλα ως κοινωνικές νόρμες (gender blending). Εφόσον το αρσενικό και το θηλυκό έχουν χάσει κάθε βάση στη φύση, εφόσον αποτελούν μόνο πολύπλοκες κοινωνικές κατασκευές, όλοι μας είμαστε «τραβεστί», παίζοντας συνεχώς ρόλους. Το πεπερασμένο και η ατέλεια της ανθρώπινης συνθήκης προκαλούν αποστροφή. Το έμφυλο καθεστώς και η σεξουαλική ετερότητα μυρίζουν πολύ «ανθρωπίλα», και αυτό δεν το θέλει ο σύγχρονος Γνωστικισμός. Δεν υπάρχουν φύλα δεδομένα παρά μόνο άτομα. Χαράς ευαγγέλια για τους (νέο-) καπιταλιστές, αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Εδώ έχουμε την κατάληξη μίας αντίληψης που ξεκινά πολύ παλιά και αμφισβητεί κάθε δεδομένη παράδοση ή συνθήκη (Θεό ή φύση): το άτομο είναι αυτεξούσιο και ελεύθερο να ορίσει τον εαυτό του και να πειραματίζεται συνεχώς. Στη θέση του «πνεύματος» ή της «ψυχής» υπάρχει μόνο η ατομική βούληση που αποτελεί και την κινητήρια δύναμη. Και αν η Σταχτοπούτα και η Χιονάτη εξοβελίζονται από την θέση τους και αντικαθίστανται από ιστορίες όπως «Το Κίβι και το τρομερό σκυλί», όπου ο ήρωας έχει ένα άφυλο όνομα, τα πράγματα σοβαρεύουν και αγριεύουν αλλού: «η θεωρία του φύλου είναι ένας νέος πουριτανισμός. Απόδειξη το παράδειγμα της φιλοσόφου Μπεατρίς Πρεσιάδο, αρθρογράφου στη Libération, που καλεί να καταργήσουμε το ζεύγος κόλπος- πέος υπέρ ενός άλλου, πρωκτού- δονητή, που θα επέτρεπε μία ‘απεργία της μήτρας’. Προτείνει λοιπόν: αυνανισμό, σοδομισμό, φετιχισμό, κοπροφαγία, ζωοφιλία. Το πρόγραμμά της: ‘να μην επιτρέψουμε να εισχωρήσει στον κόλπο μας ούτε μία σταγόνα εθνικού, καθολικού σπέρματος΄» (Β. Levet, Η θεωρία του φύλου ή Ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος, 12). Ναι, η βαρβαρότητα προχωρά με ηπιότητα. Η ναζιστική (και όχι μόνο) ευγονική ήταν πολύ βάρβαρη για να επικρατήσει. Κληροδότησε όμως την γνωστικίζουσα απέχθεια προς την ανθρώπινη συνθήκη. Οι διάδοχοι της θέλουν και αυτοί να πειραματιστούν και να αλλάξουν την ανθρώπινη φύση. Αυτός ο Γνωστικισμός φάνηκε, ίσως και σε παγκόσμιο επίπεδο, με τον πανικό και την υστερία απέναντι στη νόσο και στον θάνατο της πανδημίας. Το σύγχρονο άτομο είναι έτοιμο να καταναλώσει χιλιάδες σκευάσματα και εμβόλια, να απομονωθεί για μήνες στο σπίτι του, αρκεί να μη νοσήσει και πεθάνει, διότι αυτό του υπενθυμίζει την ανθρώπινη φύση του. Η εικονική μέσω διαδικτύου ενασχόλησή του τον έχει πείσει ότι είναι άυλος, μη πραγματικός και χειροπιαστός, κατά συνέπεια και τα «φύλα» είναι συμβάσεις, κατασκευές, εικονικές αναπαραστάσεις. Αλλάζεις φύλο όπως αλλάζεις όνομα στα facebook. Όμως, η απειλή του θανάτου (από τον όποιον ιό) είναι πραγματική, και αυτό δεν αντέχεται. Εάν ο νεοτερικός άνθρωπος κατεδάφισε τον Θεό της κοινότητας και την εκκλησία, βάζοντας στην θέση τους την ατομικότητά του, ο άνθρωπος της εποχής μας μεταθέτει την ατομικότητα του σε μία εικονική αναπαράστασή της. Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι οι κωμικές αντιδράσεις μίας κοινωνίας που δεν ξέρει ότι αυτοκτονεί. Κάπου όμως αυτό το αξιακό μοντέλο, αυτή η νοοτροπία, η νέα πίστη του Γνωστικισμού, κάτι καταλαβαίνει και «μπερδεύεται». Επειδή θέλει να είναι «άφυλη», όπως θέλει να είναι εικονική, μακριά από κάθε ανθρώπινη ατέλεια, δεν μπορεί να κατανοήσει τη διαλεκτική του «αμαυρωμένου» (αλλά όχι σβησμένου) κατ’ εικόνα. Κατεξοχήν, η αμφιθυμία και η αμφιβολία της γυναίκας. Η γυναίκα που για να αιχμαλωτίσει την ανδρική επιθυμία αποθεώνει τη δύναμη γοητείας του σώματος της, ενώ ταυτόχρονα θέλει να την επιθυμούν ως άνθρωπο. Εδώ ο Γνωστικισμός μπερδεύεται: κραυγάζει για πατριαρχίες, ανδρικές αλητείες, δικαιώματα. Αρνείται να δει ότι το μοντέλο (ως παράδειγμα) που εκπορνεύει την εικόνα του, είναι αυτό το ίδιο που θέλει να αγαπηθεί και να κάνει οικογένεια και παιδιά. Η περίπτωση των Γλυκών Νερών είναι μία άλλη εκδοχή αυτής της αδυναμίας αντιμετώπισης της σύνθετης ανθρώπινης φύσης. Οι άφυλοι Γνωστικοί κάνουν λόγο εύκολα για γυναικοκτονίες, δηλαδή προσδίδουν σε μία πολύπλοκη και τραγική σχέση ετικέτα αποστασιοποίησης, διακήρυξης και πουριτανισμού. Δεν εντρυφούν στον ανθρώπινο «βάλτο», στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, αλλά κάνουν ακτιβισμό. Διότι όπως όλοι οι Γνωστικοί πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι ουδέτερος και αμόλυντος, αθώος και ειρηνικός, με μόνα προβλήματα τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα των συντηρητικών και σεξιστών.
«Ο Μάρτιν μου είπε ότι ζεις ακόμη με τη Λωράνς […] όλα καλά λοιπόν;»
«Ξέρεις πως είναι, είναι νέα. Όσο δεν της ζητάω πολλά ή δεν ζητάει αυτή πολλά…»
«Ναι, πρόσεξε όμως, αν κανείς δεν ζητάει τίποτα από κανέναν… Θα μου φαινόταν περίεργο αν σε αγαπάει έτσι» (Διάλογος, από την ταινία του Κλοντ Σοτέ, Μία απλή ιστορία)
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας: Η αφίσα από την ταινία "Μια απλή ιστορία", του Κλοντ Σοτέ (1977).