Στα άδυτα της σχέσης εγκεφάλου και ψυχής – Η 3η θεωρία
Μια «κεντρώα» θεωρία, ανάμεσα στον δυϊσμό και τον δημοκρίτειο ή επιστημονικό υλισμό, για τη σχέση της ύλης και του ψυχισμού καταθέτει με το βιβλίο του «Ύλη και Γνώση – Η σχέση του ψυχισμού και του εγκεφάλου από την προκλασική αρχαιότητα έως τον αιώνα της τεχνητής νοημοσύνης» (εκδ.GUTENBERG, 2023) ο ομότιμος καθηγητής Κλινικών Νευροεπιστημών του πανεπιστημίου του Tennessee Ανδρέας Κ. Παπανικολάου[1]. Την ονομάζει «πραγματιστική προσέγγιση», στηρίζεται στα πορίσματα της σύγχρονης φυσικής και στον αυστηρό επιστημονικό πειραματισμό και επιχειρεί να απαντήσει στο αίτημα της αντιστοιχίας μεταξύ νευρωνικών σημάτων και εμπειριών.
Ο στιβαρός ερευνητής που είχα την τύχη να απολαύσω στο προηγούμενο βιβλίο του «Μυστική Γνώση - Μια επιστημονική προσέγγιση του θρησκευτικού, φιλοσοφικού και φαρμακογενούς μυστικισμού» (εκδ. GUTENBERG, 2021), Ανδρέας Παπανικολάου έχει τη γνώση και το θάρρος να αναπτύξει διεξοδικά και αντικειμενικά όλες τις προηγηθείσες θεωρήσεις ή δόγματα για να τις αξιολογήσει, τις αποτιμήσει και εν τέλει να αποκαλύψει τις εύλογες αδυναμίες τους.
Το «Ύλη και Γνώση» δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο. Προϋποθέτει συγκέντρωση και σταδιακή εξοικείωση με φιλοσοφικούς όρους και των επιστημών του εγκεφάλου, όμως είναι συναρπαστικό καθώς αναφέρεται σε μια τεράστια βιβλιογραφία και κυρίως παρουσιάζει με εύληπτο τρόπο μια σειρά πειραμάτων για το πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και συγκροτεί μέσα από την εμπειρία γνώση.
Ξεκινάει με τα δύο βασικά δόγματα μεταφυσικών πεποιθήσεων, τα εύλογα αφηγήματα. Τον δυϊσμό, όπου η ύλη και το πνεύμα (ψυχή) αποτελούν αναγκαία συνθήκη παραγωγής εμπειριών και συνειδητών πράξεων. Το δόγμα αυτό είναι κυρίαρχο στις πολιτισμένες κοινωνίες, αλλά οδηγεί σε γνωσιολογικά αδιέξοδα, βασικότερο των οποίων είναι ο τρόπος συμπράξεως του άυλου παράγοντα με τα εγκεφαλικά δίκτυα. Αναφέρεται διεξοδικά στους δύο βασικούς δυϊσμούς, του Πλάτωνα και του Καρτέσιου, αλλά και σε τέσσερις που ακολούθησαν.
Κατ΄ανάλογο τρόπο προσεγγίζει τον επιστημονικό υλισμό (μονισμός), που θεωρεί ότι ένας και μόνος ουσιαστικός παράγοντας υπάρχει, η ύλη. Αναφέρεται στον υλιστικό μονισμό του Δημόκριτου, στον αριστοτελικό μονισμό (η πραγματικότητα παρουσιάζεται ως πνεύμα και ως ύλη) και στον αντίθετό τους υλιστικό μονισμό του Μπέρκελεϊ. Ο επιστημονικός υλισμός άλλωστε είναι το κυρίαρχο δόγμα στους νευροεπιστήμονες. Τα «διάφορα λειτουργικά δίκτυα (του εγκεφάλου) θεωρούνται όχι μόνο αναγκαία, αλλά και ικανά για την γένεση κάθε εκφάνσεως ψυχισμού, δηλαδή για την γένεση των παντοειδών εμπειριών και συνειδητών πράξεων»… «οι εμπειρίες θεωρούνται αιτιακώς αδρανή υποπροϊόντα των νευρωνικών σημάτων του εγκεφάλου. Η άποψη αυτή ονομάζεται και θεωρία της ταυτότητας, διότι δηλώνει ότι τα δίκτυα του εγκεφάλου είναι ταυτόχρονα και εμπειρίες. Όμως, όπως αποδεικνύει με τη χρήση πολλών πειραμάτων και λογικών αναλύσεων, κι αυτή οδηγεί σε γνωσιολογικά αδιέξοδα.
Ο αφελής ρεαλισμός και οι λειτουργίες του εγκεφάλου
Στις φυσικές επιστήμες πραγματικό θεωρείται οτιδήποτε έχει αιτιακή επάρκεια. Στην ανθρώπινη αντίληψη ύλη είναι ότι είναι χειροπιαστό. Ο Δημόκριτος ανέδειξε τις δευτερεύουσες ιδιότητες των αντικειμένων, χρώμα, οσμή κλπ που είναι παράγωγα αλληλεπιδράσεως κάποιου είδους ενέργειας που εκπορεύεται από αυτά και του αισθητηρίου συστήματος του ανθρώπου.
Η σύγχρονη φυσική πηγαίνει πέρα από τις δευτερεύουσες στις ουσιαστικές ιδιότητες που καθορίζουν τη φύση των αντικειμένων και οι οποίες δεν ανήκουν στα αντικείμενα αλλά στην αλληλεπίδρασή τους με τα άλλα, συμπεριλαμβανομένων των αισθητηρίων συστημάτων των ζώων και του ανθρώπου. Πρόκειται, τονίζει ο Παπανικολάου για μια καταπληκτική καινοτομία, την οποία ακόμη και σήμερα δεν έχουν συνειδητοποιήσει παρά ελάχιστοι. Τίποτα δεν υπάρχει από μόνο του αλλά όλα προκύπτουν από αλληλεπιδράσεις.
Ναι, αλλά ως αφελής ρεαλιστής διακρίνω ένα κοινό τραπέζι. Αυτό παύει να υπάρχει, όταν ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος το αντιλαμβάνεται; …είναι το εύλογο ερώτημα. Η απάντηση των σύγχρονων φυσικών είναι: «εκεί που υπάρχει το τραπέζι της κοινής αφελούς εμπειρίας είναι και παραμένει μια αφηρημένη και μόνο μαθηματικά προσδιορίσιμη δομή (όπως το βινίλιο ως ταυτότητα δομής με τη μουσική), την οποία υλοποιούν οι κατά τα άλλα άρρητες ταλαντώσεις που ανακαλύπτουμε καταβαίνοντας την κλίμακα των μεγεθών έως το απώτερο όριο του μικρόκοσμου». Αυτά εισαγωγικά για την ύλη.
Ο ψυχισμός ορίζεται από τις λειτουργίες του που περιλαμβάνουν το θυμικό, την βούληση, τις έξεις και τις τάσεις που προσδιορίζουν την προσωπικότητα, την αίσθηση, την αντίληψη, τη μνήμη και τον λόγο ως λογική και ως γλώσσα. Η συνειδητότητα είναι μια επιπρόσθετη λειτουργία που καθιστά συνειδητές τις εμπειρίες ή βιώματα. Τώρα, ποιο είναι το ποιητικό αίτιο που καθιστά την πληροφορία εμπειρία παραμένει άλυτο μυστήριο, επισημαίνει ο Παπανικολάου. Οι νευροεπιστήμονες υποθέτουν έναν εγκεφαλικό μηχανισμό. Άγνωστο είναι και το ειδικό αίτιο που μετατρέπει την εμπειρία σε γνώση. Εμπειρία είναι η επίγνωση ότι το συμπέρασμα είναι σωστό ή λάθος.
Η συνείδηση διαφοροποιεί την έννοια του ποιού της εμπειρίας, από τη γνώση ως πληροφορία. Τα βασικά είδη εμπειριών είναι τα αντιλήμματα, που αναφέρονται στο σημείο από το οποίο ξεκινά να παράγεται ένα ψυχολογικό ή φυσιολογικό αποτέλεσμα. Νοήματα είναι όλες οι έννοιες που είναι σύμβολα ειδών εμπειρίας. Αυτοσυνείδηση είναι η γνώση του εαυτού μέσω αυτοπαρατήρησης ή ενδοσκόπησης.
Υποθέτουμε ότι υπάρχουν διακριτά εγκεφαλικά δίκτυα για τις λειτουργίες του νου, οι οποίες παράγουν έννοιες, τους συλλογισμούς, σκέψεις και αποφάσεις. Οι εγκεφαλικές λειτουργίες νοούνται ως αλγόριθμοι, ως κάτι ανάλογο των προγραμμάτων ή του λογισμικού των ηλεκτρονικών υπολογιστών, το οποίο είναι αναγκαίο για την επίτευξη ορισμένων αποτελεσμάτων.
Ο εγκεφαλικός μηχανισμός ή λειτουργικό δίκτυο απαρτίζεται από διασυνδεδεμένους νευρώνες που «γεφυρώνονται» ηλεκτροχημικά μέσω μακρομορίων που λέγονται νευροδιαβιβαστές. Η λειτουργική συνοχή των δικτύων μπορεί να είναι γενετικά προδιαγεγραμμένη ή να επιτυγχάνεται με την επανειλημμένη ενεργοποίηση για παραγωγή εμπειριών. Τα λειτουργικά δίκτυα διατελούν είτε εν ηρεμία είτε εν ενεργεία. Η ενεργοποίηση ενός δικτύου συνεπάγεται τρεις αλληλέγγυες φυσιολογικές διεργασίες: 1) επιτάχυνση του ρυθμού επικοινωνίας μεταξύ των νευρώνων, 2) αύξηση του μεταβολισμού της γλυκόζης και του οξυγόνου που αποτελούν τα καύσιμα των νευρώνων και 3) αύξηση του ρυθμού αιματώσεων των ενεργοποιημένων νευρώνων, για να αναπληρωθούν τα καύσιμα.
Η νευρωνική βάση της αν-ανελευθέρας βουλήσεως
Η γνώση μας για τις λειτουργίες και τα μέρη των λειτουργιών του εγκεφάλου προέρχονται κυρίως από τις βλάβες του εγκεφάλου που προκαλούν επιλεκτικές δυσχέρειες λειτουργιών, από τα απεικονιστικά σύγχρονα συστήματα (λΜΤ-λειτουργική μαγνητική τομογραφία), τις επιθανάτιες εμπειρίες και τα πειράματα. Δηλαδή, μέσω των επιπτώσεων τραυμάτων ή βλαβών που αφαιρούν ανθρώπινες λειτουργίες ταυτοποιούμε δίκτυα και λειτουργίες με την τεχνική απεικόνιση.
Από την ανάλυση των επεμβατικών και νευροαπεικονιστικών μεθόδων προκύπτει και μία διακριτή λειτουργία του συνειδέναι ή της γνώσεως (Σ) –γνώναι-συνειδέναι. Επίσης, ανάλογη είναι η γνώση μας από τις σωματικές αντιδράσεις (Κ) που απαρτίζουν το φαινόμενο της συγκινήσεως , τα συναισθήματα και τις μη συνειδητές πράξεις που καταγράφουν τα μηχανήματα.
Οι υλιστές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ελευθερία της βουλήσεως είναι μια απλή ψευδαίσθηση, μία πλάνη. Πειράματα για το αν η απόφαση προηγείται της διαμορφώσεως του δυναμικού ετοιμότητας έγιναν και γίνονται και μάλλον καταλήγουν πως οι νευρωνικές αποφάσεις πάντα έπονταν των νευρωνικών διεργασιών οι οποίες διέπονται από την άκαμπτη νομοτέλεια της ύλης. Άρα, δεν υπάρχει ελευθερία βούλησης, αφού οι ηλεκτροφυσιολογικές και νευροαπεικονιστικές μελέτες έδειξαν τις προηγηθείσες διεργασίες.
Όμως, είναι πειστικές οι ενδείξεις αυτές ότι η διαίσθηση της ελευθερίας της βουλήσεως είναι αυταπάτη και ότι η διαίσθηση αυτή έπεται των νευρωνικών της αιτίων; Ο Παπανικολάου θέτει επιπλέον μερικά ακόμη κρίσιμα ερωτήματα: Ποια είναι η φύση της βουλήσεως, η προέλευσή της και ο τρόπος του εμπειρικού της ελέγχου; Ποια είναι η διαίσθηση της προθετικότητας , αφού ο πράττων είναι το ποιητικό αίτιο των πράξεών του. Πώς εξηγείται το αίσθημα της προσπάθειας, ως δύναμη της βουλήσεως;
Η πρώτη του απάντηση είναι πως η υλιστική θέση είναι μάλλον παράλογη, γιατί με τη θεωρία της ταυτότητας συνεπάγεται ότι κάποιοι σχηματισμοί νευρωνικών σημάτων, πέραν του ότι αντιστοιχούν σε συνειδητές εμπειρίες, είναι οι εμπειρίες. Επιπλέον οι ενδείξεις των πειραμάτων είναι ανακόλουθες και αφορούν άσχετες προς την βούληση ψυχονοητικές εμπειρίες. Επίσης τα πειράματα δεν ήταν έγκυρα γιατί οι συμμετέχοντες έπρεπε να εκτελούν πολλά και προκαθορισμένα έργα.
«Η αποτυχία ταυτοποιήσεων των νευρωνικών αιτίων των φαινομενικώς «ελευθέρων» αποφάσεων δεν συνεπάγεται, βέβαια, ότι τέτοιες αιτίες δεν υπάρχουν. Αποδεικνύει, όμως, ότι ο ισχυρισμός ότι η ελευθερία της ανθρώπινης βουλήσεως είναι ψευδαίσθηση παραμένει μια απλή εικασία και σε καμιά περίπτωση ένα επιστημονικά τεκμηριωμένο γεγονός. Καμιά επιστημονική μελέτη δεν έχει ανακαλύψει ενδείξεις νευρωνικών αιτίων της βουλήσεως. Αντιθέτως, εκείνο που πράγματι συνέβη είναι ότι μερικοί επιστήμονες συγχέουν τις εικασίες τους και τις μεταφυσικές τους πεποιθήσεις με εμπειρικές ενδείξεις» (σελ. 101).
Επιπλέον, ο Παπανικολάου παραθέτει το φυσικό πείραμα ενός παιδεραστού στον εγκέφαλο του οποίου διαπιστώθηκε ένας όγκος ο οποίος αφαιρέθηκε και έτσι έχασε την ανεξέλεγκτη αυτή έξη. Όμως, όταν η νεοπλασία επανήλθε και πίεσε πάλι τα νευρωνικά κυκλώματα, επανήλθε και η ακράτεια και άρση των αναστολών. Ο όγκος και πάλι αφαιρέθηκε και η παιδεραστική τάση εξαφανίστηκε. Ήταν η μνήμη, ο αυτοματισμός που λειτούργησε τη δεύτερη φορά ή η παρέμβαση ενός άυλου ψυχικού παράγοντα; Πάντως, εξ αντανακλάσεως προκύπτει ότι η «δύναμη της θελήσεως» είναι κι αυτή ζήτημα νευροχημείας, αφού η κατάσταση των νευρωνικών δικτύων είναι μια αναγκαία συνθήκη για την φυσιολογική ή την παθολογική λειτουργία της βουλήσεως.
Νευροαισθητική και νευροθεολογία
Προς την ενίσχυση του δημοκρίτειου υλισμού σύμφωνα με τον οποίο κάθε έκφανση του ανθρώπινου ψυχισμού είναι αποκλειστικά ένα νευρωνικό συμβάν, συγκροτήθηκαν τα τελευταία χρόνια δύο τομείς επιστημονικής έρευνας , η νευροαισθητική και η νευροθεολογία, οι οποίοι διερευνούν ζητήματα όπως «το ερώτημα της ωραιότητας» καθώς απεικονίστηκαν δύο συστήματα του εγκεφάλου που ενεργοποιήθηκαν μπροστά στο καλλιτέχνημα, ενώ άλλοι μελετούν τη μυστική θρησκευτική εμπειρία και τις εμπειρίες με ψυχοδηλωτικές ουσίες. Η ένσταση του Παπανικολάου, όπως και στις περισσότερες αμφιβολίες που διατυπώνει, έγκειται στο ότι «η ταυτοποίηση των περιοχών του εγκεφάλου οι οποίες ενεργοποιούνται, δεν συνεπάγεται ταυτοποίηση του τρόπου της λειτουργίας τους, η οποία δημιουργεί ή ποιεί (εάν ποιεί) τις αισθητικές εμπειρίες» (σελ.129).
Στη συνέχεια ο Παπανικολάου ξανοίγεται σε πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα όπως η επάρκεια των αναισθησιογόνων και των ψυχοφαρμάκων σε σχέση με το συνειδέναι, στα δίκτυα ηρεμίας και στη συνειδητότητα, στην εξειδίκευση των μονήρων νευρώνων και στα επιτεύγματα της νευροπροσθετικής και της τεχνητής νοημοσύνης που πραγματοποιούν συνεχούς άθλους με θεαματικά αποτελέσματα. Πάντως αμφιβάλει αν ένα νοητικό λειτουργικό δίκτυο μπορεί να αντικατασταθεί πλήρως από ένα ανάλογο τεχνητό. Από την άλλη εκτιμά πως ένα ανδροειδές που συμπεριφέρεται καθ΄όλα ως ενσυνείδητος , δεν θα έχουμε πλέον κριτήριο, βάσει του οποίου να αποφανθούμε μετά βεβαιότητος περί της συνειδητότητάς του.
Κατόπιν αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην αμφισβήτηση του υλιστικού μοντέλου από τους δυϊστές με έμφαση στα πορίσματα των περιθανάτιων εμπειριών, των εξωσωματικών εμπειριών, την αδιαπραγμάτευτη αληθοφάνεια αυτών των εμπειριών, τις εκλάμψεις συνειδητότητας κατά την διάρκεια εγχειρήσεων βαθειάς αναισθητοποίησης ή της καθολικής μνήμης του καναλιού της γεννήσεως για να επισημάνει την αστάθμητη εγκυρότητα των υποτιθέμενων άυλων ψυχικών παραγόντων που υποτίθεται ότι παρεμβαίνουν για να καταλήξει πως «η αληθοφάνεια των εμπειριών δεν αποτελεί πειστική ένδειξη της αλήθειας τους. Παρουσιάζει, όμως, ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα για τον επιστημονικό υλισμό».
Ιδιαίτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι παρατηρήσεις που έχουν γίνει σε άτομα με παθήσεις όπως ο υδροκεφαλισμός, η απλασία κ.ά. που ενίοτε συνδυάζονται με το σύνδρομο της υπερμάθειας και των αριμθομνημονικών δεξιοτήτων. Παραθέτει εκτενή αποσπάσματα από την εμπειρία του Βρετανού νευρολόγου και συγγραφέα Oliver Sacks[2] με δύο δίδυμα αυτιστικά αδέρφια με δείκτη ευφυΐας 60, που «συνομιλούσαν-έπαιζαν» με ανταλλαγές εξαψήφιων πρώτων αριθμών. Ο Sacks έχοντας ένα τόμο με πρώτους αριθμούς ανά χείρας μπήκε στο «παιγνίδι» και σταδιακά ανέβασαν το σκορ σε εικοσαψήφιους πρώτους αριθμούς! Κάθε φορά οι δίδυμοι συγκεντρώνονταν έντονα με τα πρόσωπά τους να απορούν και μετά από μισό λεπτό να χαμογελούν αφού μετά από μια αφάνταστη εσωτερική διαδικασία που έβρισκαν πρώτους αριθμούς, φανέρωναν μεγάλη χαρά.
Το κεφάλαιο κλείνει με διάφορες μορφές ψυχικού ελέγχου επί του υλικού σώματος , όπως ο voodoo death ή η σύνθετη αντίδραση επιθέσεως ή φυγής και τις διασυνδέσεις του νευρικού με το ενδοκρινικό σύστημα και τις ακραίες εμπειρίες σωματικού ελέγχου από γιόγκι και όχι μόνο (έλεγχος καρδιακού παλμού, πίεσης, θερμοκρασίας και άλλων λειτουργιών του αυτόνομου νευρικού συστήματος).
Η 3η θεωρία για την υπόσταση της ψυχής
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι το τελειότερο προϊόν τυχαίων γονιδιακών μεταλλάξεων και της φυσικής επιλογής ή κατ΄άλλους το τελειότερο επίτευγμα ενός ευφυούς ποιητικού αιτίου; Το δίλημμα θεωρείται κομβικό σημείο, όπου συναντώνται και ομιλούν προς άλληλα ο ψυχισμός και η ύλη. Με αυτή τη διαπίστωση ο Παπανικολάου μας ξενάγησε εξαντλητικά στις επιστημονικά καταγεγραμμένες εμπειρικές ενδείξεις των δύο βασικών θεωριών για την υπόσταση της ψυχής, ήτοι την απόλυτη «υλικότητά» της ή την άυλη ύπαρξή της, για να καταθέσει ενστάσεις και αμφιβολίες τόσο στο μεθοδολογικό επίπεδο καταγραφής και συμπερασμάτων, όσο και στο λογικό-λεκτικό πεδίο. Αποτέλεσμα των ενδοιασμών του είναι η σχέση ύλης-ψυχής να παραμένει ασαφής.
Στηρίζει την ενδιάμεση θεωρία του σε ένα νοητικό πείραμα που βασίζεται στο αίτημα της αντιστοιχίας μεταξύ σχηματισμών νευρωνικών σχημάτων και εμπειριών με τη χρήση ενός νευροαπεικονιστικού συστήματος, όπου ο άνθρωπος παρακολουθεί ταυτόχρονα σε μία οθόνη το οπτικό αντίλημμα μιας ελιάς και δίπλα σε μία άλλη, το οπτικό αντίλημμα ενός σμήνους ιόντων που κινούνται στα δίκτυα του εγκεφάλου του. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι «για το ίδιο ερέθισμα, το τμήμα των σχηματισμών στον πρωτοταγή φλοιό έχει την ίδια μορφή ενώ στον υπόλοιπο εγκέφαλο η μορφή του είναι συμβατή με τις διάφορες όψεις της κάθε εμπειρίας του. Το πείραμα τεκμηριώνει την αντιστοιχία σχηματισμών και εμπειριών: για κάθε διαφορετικό αντίλημμα (ελιά, τραπέζι, ποδήλατο κλπ) υπάρχει κι ένας ιδιόμορφος σχηματισμός νευρωνικών σχημάτων. Τεκμηριώνει δηλαδή την ύπαρξη ενός ψυχοφυσικού παραλληλισμού.
Ο νευροεπιστήμονας θα ερμηνεύσει τα αποτελέσματα με τη θεωρία της νευρωνικής ταυτότητας σύμφωνα με την οποία τα ζεύγη των φαινομένων είναι ένα και το αυτό κάθε φορά, ενώ ο δυϊστής θα επικαλεστεί το νου ως αποκρυπτογράφο των σημάτων και φορέα αξιών και νοημάτων. Ο Παπανικολάου καταθέτει απέναντι στις δύο εξηγήσεις την δική του, την πραγματιστική, που την αντιδιαστέλει με τη μεταφυσική θεωρία της διπλής όψεως και όχι με εκείνη του υλιστικού ή δυϊστικού αφηγήματος. Για να αναλύσει το πόρισμα του νοητικού πειράματος στηρίζεται στα εξής θεμέλια:
Πρώτον, «κανένα αντικείμενο, δηλαδή, από αυτά που συναπαρτίζουν τον κόσμο μας δεν είναι αυθύπαρκτο. Όλα είναι παράγωγα αλληλεπιδράσεων μεταξύ παραγόντων, των οποίων η ουσία είναι εμπειρικά απροσπέλαστη».
Δεύτερον, «όντας όλα παράγωγα, κανένα αντικείμενο δεν έχει αντικειμενικότητα, δηλαδή ύπαρξη ανεξάρτητη του υποκειμένου που το βιώνει, αλλά και ανεξάρτητη από όποιους άλλους γενεσιουργούς του παράγοντες οι οποίοι, αλληλεπιδρώντας το γέννησαν».
Τρίτον, «καμία από τις ιδιότητες που καθορίζουν τη φύση των αντιλημμάτων, δεν έχει αντικειμενικότητα. Αυτά που θεωρούμε γνωρίσματα της υλικότητάς τους, η σύγχρονη φυσική δεν τα θεωρεί ως ενδεικτικά της ουσίας τους».
Τέταρτον, «εκεί που τα αισθητήριά μας εντοπίζουν χειροπιαστή ύλη, η φυσική ανάλυση εντοπίζει μια αφηρημένη δομή σχέσεων και συμβόλων (Αριστοτέλης, πρωτογενή αδιαμόρφωτη ύλη – Καντ, αυτογενές, Ding an sich)».
Πέμπτον, επικαλείται επίσης τη θεωρία της διπλής όψεως σύμφωνα με την οποία «η φύση του παντός είναι μία και ενιαία από όπου εν είδη ηλιακών ακτίνων εκπορεύονται οι παντοειδείς υλικές και πνευματικές υποστάσεις που συναπαρτίζουν το σύμπαν (Ινδική φιλοσοφία, Σπινόζα).
Και ρωτάει: «αν η φύση των αντιλημμάτων είναι, αποδεδειγμένα, μη υλική, τι μπορεί να είναι;». «ποια είναι η ουσία, πίσω από τα φαινόμενα;»
Η πραγματιστική του προσέγγιση θυμίζει την κβαντομηχανική που ασχολείται με την συμπεριφορά της ύλης και του φωτός σε ατομική και υποατομική κλίμακα. Δεν ορίζει, αλλά εξ αντιδιαστολής αποτρέπει. Με τη θεώρησή του «αίρεται η διχοτόμηση της ουσίας των πραγμάτων σε υλικά και πνευματικά» και «λύνεται το θεωρητικό πρόβλημα της αλληλεπιδράσεως των δύο οντοτήτων, οι οποίες, εξ ορισμού (υπογράμμιση δική μου), είναι αδύνατον να αλληλεπιδράσουν». Ακόμη, αίρονται οι βασικές θέσεις του υλισμού (όλες ανεξαιρέτως οι πράξεις είναι αποτέλεσμα ομοιόμορφης και απόλυτης νομοτέλειας, άρα δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση) και του δυϊσμού (η ψυχή και το μόριό της που αποκαλούμε βούληση είναι απολύτως ανεξάρτητο από την ύλη).
Για ένα νέο λεξικό
Ο Παπανικολάου στηρίζει τη θεώρησή του στο γεγονός ότι η σύγχρονη φυσική δεν έχει απαντήσει στο τι ακριβώς είναι η ύλη. Μα αυτό συνέβαινε και πριν από τον εντοπισμό των υποατομικών καταστάσεων και εκφάνσεων της ύλης. Στην ουσία λέει «δεν είναι ύλη, δεν είναι πνεύμα, αλλά υπάρχει». Έχουμε ήδη εισέλθει στα μετά τα φυσικά. Όμως είναι καιρός τα φυσικά και τα μεταφυσικά να ενοποιηθούν γιατί οι επιστημονικές ενδείξεις γι΄ αυτό είναι πλέον πάμπολλες. Το πρόβλημα είναι λεκτικό και ορισμών και κατ΄εξοχήν λογικό. Όταν προηγουμένως υπογράμμισα την έννοια «εξ ορισμού» ήταν ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο. Εξ ορισμού, σημαίνει «αξιωματικά» με βάσει την συμβατική (διάβαζε πολιτικώς ορθή) ανθρώπινη εμπειρία.
Ο Παπανικολάου έμμεσα θίγει το ζήτημα των όρων γράφοντας ότι ο υλισμός και ο δυϊσμός «προσποιούνται ότι λύνουν (τα μεταφυσικά ζητήματα), όπως προσποιήθηκε ο Αλέξανδρος στην περίπτωση του Γόρδιου Δεσμού». Δεν τον έλυσε, τον έκοψε!... Συνεπώς, όπως έχω επισημάνει σε διάφορα κείμενά μου η ανάγκη ριζικού επαναπροσδιορισμού των επιστημονικών όρων όπου κάθε επιμέρους επιστημονική ειδικότητα χρησιμοποιεί τους ίδιους όρους με τη δική της έννοια και οπτική είναι απολύτως αναγκαία. Το ίδιο ισχύει και για την ορολογία της φιλοσοφίας και για την ονομαστική σχέση του φιλοσοφικού και του επιστημονικού λεξιλογίου.
Αλλά πέρα από τα νοήματα των λέξεων και των εννοιών, είναι σαφές από την ξενάγηση του Παπανικολάου στα άδυτα του εγκεφάλου ότι έχουμε εντοπίσει σε αρκετό βαθμό ποια τμήματά του ενεργοποιούνται και διασυνδέονται με τα εκάστοτε ερεθίσματα – εμπειρίες, αλλά δεν ξέρουμε ακόμα -και ίσως να μη μάθουμε ποτέ- πως αυτά τα νευρωνικά δίκτυα λειτουργούν και παράγουν την φαινομενολογία της ψυχής. Αυτή η μυστηριώδης ουσία που κρύβεται πίσω από όλα αυτά, γιατί πρέπει να είναι άυλη ή κάποια ενδιάμεση κβαντικού τύπου υλοενέργεια και όχι μια άλλη μορφή ενέργειας (δηλ. ύλης) σε ένα κανονιστικό περιβάλλον (πέρα από τον μικρόκοσμο και τον μεγάκοσμο) που ακόμη δεν έχουμε ανακαλύψει κάτι σαν μια λευκή τρύπα στον 11διάστατο χωρόχρονο, όπου εκεί όλα τα υπερβατικά ή παραφυσικά φαινόμενα εντάσσονται στα απολύτως φυσικά.
Αν και η αμφιβολία είναι το λάδι στον κινητήρα της περιέργειας και της επιστημονικής έρευνας, φοβάμαι την επιστροφή της θρησκευτικής σωτηριολογίας (όχι του μεταφυσικού δέους) μέσα από τα εργαστήρια. Η απόγνωση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι η μύτη από την οποία μπορεί να εισπνεύσει τον ιό της «σωτηρίας» με κίνδυνο την πλήρη υποταγή στον ελέω Θεού επιστήμονα πίσω από τον οποίο μπορεί να κρύβεται ο πολιτικός εξουσιαστής και πίσω από αυτόν ο χρηματοδότης κεφαλαιοκράτης …
[1] Ο Ανδρέας Κ. Παπανικολάου διηύθυνε τον φερώνυμο τομέα στο Tennessee, είναι πρόεδρος του Κέντρου Εφηρμοσμένων Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου και επίτιμο μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Νευροφυσιολογίας και της Ελληνικής Νευροψυχολογικής Εταιρείας. Χρημάτισε Σύμβουλος Ιδρύματος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής του Κέντρου Κλινικών Νευροεπιστημών στο Πανεπιστήμιο του Τέξας – Houston Medical Center, καθηγητής στην Νευροχειρουργική και Νευρολογική Κλινική του ίδιου πανεπιστημίου και έκτακτος καθηγητής Ψυχολογίας και Γλωσσολογίας στα Πανεπιστήμια Houston και Rice, αντιστοίχως. Συνέστησε και διηύθυνε το Summer Institute of Advanced Studies της International Neuropsychological Society, συνέστησε την International Society of Clinical Magnetoencephalography, ενώ σχεδίασε και διηύθυνε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Νευροψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει άνω των 300 άρθρων στην διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία στους τομείς της λειτουργικής οργανώσεως και της προεγχειρητικής χαρτογραφήσεως του εγκεφάλου, κλινικά εγχειρίδια, τεχνικές, θεωρητικές και φιλοσοφικές μονογραφίες, καθώς και μία νουβέλα.
[2] Sacks Oliver, Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο, εκδ. Άγρα, 2011