
Η παρούσα οικονομική κρίση φέρνει στην επιφάνεια τα πάγια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, έτσι ώστε κάθε απόπειρα που θα διεκδικούσε μια ικανοποιητική προσέγγιση του ελληνικού προβλήματος οφείλει να εγκύπτει στα ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν την «ιδρυτική πράξη» του νέου ελληνικού κράτους. Ενός κράτους που προέκυψε ως τερατογενετικό αποτέλεσμα της διασταύρωσης των πιο προοδευτικών, κυρίως στην οθωνική περίοδο, πολιτειακών θεσμών (κοινοβουλευτισμός και καθολική ψηφοφορία) με τις πατριαρχικές σχέσεις, στάσεις και αξίες του οθωμανικού φεουδαλισμού. Όταν όμως μεταφέρονται πατριαρχικές αντιλήψεις και οι ομότροποι με τις αντιλήψεις αυτές εθισμοί βίου από την κοινωνία στην πολιτική, γεννιέται ένα ιδιόμορφο πλέγμα εξαρτήσεων στον άξονα προστασίας-υπακοής που αποκλήθηκε πελατειακή σχέση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού είναι αναπόφευκτη, ειδικά όταν σε συνθήκες οικονομικής καχεξίας εκείνο που μπορεί να εκποιηθεί είναι οι κρατικές θέσεις. Το δυστύχημα ήταν ότι την εκποίηση δεν την ανέλαβε μια εξορθολογισμένη αστική τάξη, όπως στην Ευρώπη, αλλά τα πολιτικά «τζάκια» των οποίων ο προαστικός και πατριαρχικός χαρακτήρας λειτούργησε δεσμευτικά και «υποδειγματικά» για όλες τις ελληνικές παρατάξεις μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα από τα εκάστοτε ιδεολογικά πρόσημα. Η διόγκωση του κράτους για λόγους κομματικού οφέλους υπήρξε, άμεσα ή έμμεσα, έργο όλου του πολιτικού φάσματος. Όλα τα κόμματα υπήρξαν εξ υπαρχής εξίσου κρατιστικά, ανεξάρτητα από το πώς αντιμετώπιζαν το κράτος στο επίπεδο των ιδεολογικών και προγραμματικών τους αρχών. Από τη συνάντηση, λοιπόν, του ανθρώπινου τύπου που «εκκολάφτηκε» σε προκρατικό περιβάλλον με τους νεωτερικούς θεσμούς διοίκησης, προέκυψαν συνδυασμοί ιλαροτραγικοί που συνιστούν το νεοελληνικό παράδοξο.
Η μεγάλη ζήτηση κρατικών θέσεων, ενώ δημιουργούσε, τουλάχιστον θεωρητικά, τις προϋποθέσεις αξιοκρατίας, στην πράξη φιλτραρισμένη από τον κυρίαρχο πελατειακό μηχανισμό διανομής οδήγησε στην εξαμβλωματική αύξηση θέσεων πέρα από τα όρια των λειτουργικών αναγκών του κράτους. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της «μεγαθυμίας» του κράτους ήταν οι «μίζεροι» μισθοί του Δημοσίου, παράδοση έκτοτε, και η εμπέδωση της λαϊκής φαντασίας ενός παντοδύναμου κράτους-τροφού με ανεξάντλητη ικανότητα να βολεύει τους πάντες και τα πάντα. Επειδή όμως η υπερτροφία νομοτελειακά φέρνει δυσκαμψία και αυτή, την αναποτελεσματικότητα, διαμορφώθηκε ένας άτυπος και πολυσχιδής μηχανισμός αντιρρόπησης που ανέδειξε το «παραθυράκι», το ρουσφέτι, το λάδωμα, την «εξατομίκευση», εν τέλει, του κάθε προβλήματος και της κάθε λύσης, έτσι που κάθε απόπειρα μακρόπνοης συλλογικής συσπείρωσης να υποθηκεύεται από προσωπικά «δίκτυα».
Η αλληλεξάρτηση αυτή οδήγησε σε έναν ιδιότυπο συμβιωτισμό κράτους-κοινωνίας, με το πρώτο να ζει παρασιτικά στο σώμα της δεύτερης μέχρι την τελική της απορρόφηση ή, αν θέλετε, σε ένα σαδομαζοχιστικό δίπολο με μια αέναη διαδοχή ρόλων στοργής και τυραννίας. Και όλα αυτά την ώρα που η διάκριση κράτους-κοινωνίας στη Δύση τροχοδρομούσε την απογείωση της βιομηχανίας και μιας σφύζουσας αστικοποίησης, που εδώ χάθηκε, ημιτελής, στα γρανάζια μιας γραφειοκρατίας η οποία δεν μπόρεσε να υποκαταστήσει την έλλειψη μιας κυρίαρχης, συνεκτικής από ιδεολογική και παραγωγική άποψη τάξης.
Μιλώντας με όρους κοινωνικής ανθρωπολογίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη Δύση συνέβηκε εσωτερίκευση των θεσμών από τον άνθρωπο, ώστε έγινε σχέση με τον ίδιο τον εαυτό του. Η εξατομίκευση στη Δύση λειτούργησε ταυτόχρονα ως ατομική αυτοέκφραση και σκληρότητα θεσμού, μεταξύ αναρχίας και αυτοκαταναγκασμού διότι απλούστατα εκεί ο θεσμός βιώνεται ως δικός τους. Με άλλα λόγια εκεί το κοινωνικό συμβόλαιο υπήρξε προΰπόθεση της εξατομίκευσης. Και βεβαίως είναι τούτο άμεσα συναρτημένο με το υπερασκητικό υπόβαθρο του καπιταλισμού, όπως έδειξε ο Μαξ Βέμπερ. H καθοσίωση της εργασίας κυρίως σε σκληροπυρηνικές προτεσταντικές κοινότητες, όπως οι Καλβινιστές και οι Μεθοδιστές και η αποτελεσματικότητα σε αυτήν (κέρδος-συσσώρευση κεφαλαίου) έγινε αντιληπτή ως ευλογία Θεού. Σε εμάς, μετά την επανάσταση του 1821 δεν υπήρξε το αναγκαίο φορτίο κοινωνικής οντολογίας διότι απλούστατα η Ελλάδα εντός οθωμανικής αυτοκρατορίας στερήθηκε την αυτοτελή κρατικο-κοινωνική της υπόσταση. Η βυζαντινή (και μετέπειτα οθωμανική-ελληνική) κοινότητα, ήταν υπαρξιακού χαρακτήρα κοινωνία που δεν υποβαστάζεται θεσμικά, αλλά βρίσκει τη δικαίωσή της στη διανθρώπινη «σχέση». Δεν είναι τυχαίος ο φορολογικός θεσμός του «αλληλέγγυου» επί Βασιλείου Β΄. Το άτομο ζώντας μέσα στο εμπειρικό περιβάλλον σχέσεων στέρησε τη λεγόμενη ανατολική εξατομίκευση από το να εκφραστεί κρατικοθεσμικά. Στη Δύση το χωρίς εμείς Εγώ, το υπερεξηρμένο του φυσικού Εγώ, όπως εκφράστηκε από το καρτεσιανό cogito ερειδόμενο στο ανθρωπολογικό υπόβαθρο της αυγουστίνειας και θωμιστικής αντίληψης ότι ο άνθρωπος είναι πρωτίστως ψυχή, με άλλες λέξεις το άτομο πάνω από την κοινότητα, οδήγησε στον homo clausus, στο εγκιβωτισμένο Εγώ άριστα προετοιμασμένο να ζήσει σε πλήρως εξορθολογισμένα, πειθαρχημένα και απρόσωπα θεσμικά μορφώματα. Αντίθετα το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε ιδρυτικά με την πρόθεση να είναι κάτι έξω από αυτό που μπορούσε να είναι. Έτσι εξηγείται η διπλή στάση του νεοέλληνα απέναντι στον κρατικό θεσμό: τον υπονομεύει και τον αποθεώνει ταυτόχρονα και η αδυναμία της νεοελληνικής κοινωνίας να γίνει μια θεσμική κοινωνία, παραμένοντας εσαεί φαντασιακή. Μια κοινωνία καθηλωμένη σε μεσαιωνικά-ησυχαστικά σχήματα σκέψης που λειτούργησαν απαγορευτικά για τη δόμηση ενός οντολογικά αυθυπόστατου εαυτού στο επίπεδο της πραγματικότητας κατά το ανθρωπιστικό-εκκοσμικευτικό πρότυπο της Δύσης. Σε αυτήν την κατάσταση «ελλείποντος» εαυτού εγκλωβισμένος στην ιδεαλιστική-συμβολική σχέση με το ριζικό Άλλο, το Θείον και με ό,τι το υποκαθιστά: κράτος, οικογένεια, ένδοξο παρελθόν κ.λ.π έμαθε στο θεωρείν και όχι στο πράττειν. Σπεύδω να δηλώσω ότι η διαπιστώσεις αυτές δεν έχουν αξιολογική χροιά.
Οι ραγδαίες ανακατατάξεις μεταπολεμικά και κυρίως μετά τον εμφύλιο σηματοδότησαν τη μετάβαση από το καθεστώς προστασίας-πελατείας και της «νόθας» αστικοποίησης στο καθεστώς μιας εξίσου «νόθας» μαζικής δημοκρατίας που ανίκανη να απαλλαγεί από τις νοοτροπίες που κληρονόμησε, επέτεινε τις διαρθρωτικές αδυναμίες του συστήματος. Ο εξίσου εξαμβλωματικός εκσυγχρονισμός του ΄50 και ΄60, παρά την πρόσκαιρη εκβιομηχάνιση μέχρι το 1974, περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα ήταν δεύτερη χώρα σε ρυθμό ανάπτυξης παγκοσμίως, οδηγήθηκε σε κατάρρευση από τα χτυπήματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1973, από την ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών μετά τη μεταπολίτευση, γιατί όχι και από την πίεση του ελεγχόμενου από την αριστερά μαζικού κινήματος που θα εκφραστεί στην πρωτότυπη κοινωνική ταξινομία του Ανδρέα Παπανδρέου σε προνομιούχους και μη προνομιούχους με κριτήριο την κατοχή «τίτλων» κρατικής εκποίησης.
Άμεση συνέπεια του νέου υποδείγματος «συσσώρευσης» που υιοθετείται μετά το 1981 ήταν η οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου κοινωνικής ισορροπίας με πυλώνες τις αυξήσεις αποδοχών, τη δημιουργία στοιχειώδους, έστω, κοινωνικού κράτους, το διπλασιασμό των δημοσίων υπαλλήλων και την αύξηση της ζήτησης. Και επειδή τίποτε στην οικονομία δεν έχει μεταφυσική διάσταση, το «θαύμα» αυτό επιτυγχάνεται δια του δημοσίου δανεισμού που αυξάνει από το 25% του ΑΕΠ, το 1980, σε πάνω από το 100% το 1990 και φυσικά των κοινοτικών κονδυλίων. Την ίδια στιγμή η βιομηχανική και αγροτική παραγωγή καταρρέουν κυρίως από τον ανταγωνισμό της ΕΕ, η σχέση εξαγωγών-εισαγωγών εξωθείται στο 1 προς 5, ειδικά μετά την ΟΝΕ. Ο δομικός παρασιτισμός των οικονομικών ελίτ εξαπλώνεται σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Το παραγωγικό ήθος και το αποταμιευτικό έθος υποκαθιστά η παροξυσμική και συνάμα ψυχαναγκαστική κατανάλωση προϊόντων και χρήματος. Εμφανίζεται μια νεόφερτη κρατικοδίαιτη και παρασιτική επιχειρηματική τάξη και ένας εσμός ημετέρων και «κουμπάρων» που ζουν από το κράτος-ξενιστή.
Η διανομή-κατοχή κρατικών θέσεων έφθασε σε τέτοιο σημείο «υπερχείλισης», που έγινε φαντασιακή εμμονή μιας κοινωνίας που αρνείται να αναλάβει το διακύβευμα του εκσυγχρονισμού της, ώστε επεκτάθηκε στον ίδιο τον αναπαραγωγικό της μηχανισμό, την παιδεία. Υπό το πρόσχημα «παιδεία για το λαό», εκποίησαν τους πανεπιστημιακούς τίτλους με την αθρόα εισαγωγή φοιτητών και τη σκανδαλώδη ίδρυση ΑΕΙ και ΑΤΕΙ, ώστε κάθε πόλη απέκτησε το ΑΕΙ της και κάθε κώμη το παράρτημα. Έτσι η χώρα πιστή στην παράδοση του ελληνοκεντρισμού, ήτοι την ορθοδοξία (περιφρόνηση των εγκοσμίων) και την αρχαιολατρία (υπεροχή του θεωρητικού βίου), ανάμεικτο βεβαίως με ολίγη προτεσταντική utilitas, έγινε το πλέον «υπερεκπαιδευμένο» έθνος του κόσμου, εφ’ όσον κάθε οικογένεια έχει να δείξει τον δικό της επιστήμονα.
Πολύ σύντομα όμως το σύστημα κήρυξε sold out και χιλιάδες πτυχιούχοι βρέθηκαν με πληθωριστικά παραστατικά ανά χείρας και με ένα υπερτροφικό Εγώ που προτιμά την αξιοπρεπή πενία από τη χειρωνακτική δουλειά. Άλλωστε αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο πόσα έχεις, αλλά πόσα μπορείς να καταναλώσεις και για τούτο φροντίζουν οι τράπεζες και οι μηχανισμοί κοινωνικής χειραγώγησης που εξέθρεψαν τον εγχώριο ακραίο τύπο του homo consumens και τις εγχώριες παρασιτικές ελίτ βεβαίως, που καλόμαθαν να εκλογικεύουν ή να απωθούν την απλή αλήθεια ότι ο μόνος δρόμος για υγιή ανάπτυξη είναι ο δρόμος της εντατικής εργασίας και της μερικής στέρησης, ότι η ανάπτυξη γίνεται μόνο με παραγωγικές επενδύσεις και αυτές μόνο με μείωση της κατανάλωσης, προπαντός αγαθών εισαγόμενων, με εισαγόμενο χρήμα. Αλλιώς η λήψη των αποφάσεων εκχωρείται στους δανειστές και στους ποικιλώνυμους γκαουλάϊτερ. Το πολιτικό προσωπικό, όπως προσφάτως λέγεται, δεν τα κατάφερε. Δυστυχώς η χώρα ήδη κηδεμονεύεται από τη γνωστή «συμμορία» των χρηματιστών της wall Street και της Goldman Sachs, που αφού στοχοποίησαν τον αδύναμο κρίκο της Ευρωπαΐκής Ένωσης με την εκούσια (εσχάτη προδοσία) ή ακούσια (πολιτική ιδιωτεία) συνέργεια ευένδοτων κυβερνήσεων, την μετέτρεψαν σε χωματερή των τοξικών αποβλήτων της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ρίχνοντας το λαό στην πιο φριχτή ταπείνωση).
Και είναι αδήριτα σίγουρο ότι η απώλεια της οικονομικής αυτοδυναμίας ακολουθείται από αναθεωρήσεις στο γεωπολιτικό πεδίο.
Το θέμα, όμως, δεν είναι η καταθλιπτική διαπίστωση των δημοσιογραφούντων για την αδυναμία θέσμισης ενός κράτους ευρωπαϊκών προδιαγραφών, ούτε εκείνη των επιστημόνων της πολιτικής, ότι δηλαδή το ελληνικό κράτος δομήθηκε βολονταριστικά και όχι ως φυσική διαδικασία καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, ότι η διαδικασία αυτή προσέκρουσε τελικά στους εγγενείς «αναχρονισμούς, στους κοινωνικούς αυτοματισμούς και στις θρησκευτικές προσηλώσεις που ανέδειξαν το ελληνικό παράδοξο, όπως είπαμε, αλλά αν μπορεί να υπάρξει «ελληνική πρόταση» που να λειτουργήσει ως πυλώνας ή έστω ως αντέρεισμα στην οικοδόμηση της νέας εποχής. Μπορεί η ανυπόληπτη Ελλάς να ξανακερδίσει την πολιτική της αυτοτέλεια και μέσα από τη διαδικασία αυτή, γιατί όχι, να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη στην αναψηλάφηση του «καινούργιου»; Ουτοπία; Έγκλημα καθοσιώσεως; Εθνικιστικό delirium; Ο Γκράμσι θα απαντούσε: «απαισιοδοξία της λογικής και αισιοδοξία της βούλησης».
Το ελληνικό πρόβλημα μόνο επιδερμικά είναι πρόβλημα ορθολογικότητας. Αντιθέτως, εν μέσω ενός υπερτροφικού επιθυμητικού και ενός υπερτροφικού λογιστικού το ζήτημα είναι η αποκατάσταση του απολεσθέντος θυμοειδούς - σκοτώσαμε τον έναν ίππο…(Βλ. Πλάτωνος "ο μύθος του άρματος") -. Όταν, λοιπόν, τα διαθέσιμα πολιτικά εργαλεία δεν επαρκούν, χρειάζεται να ανασύρουμε από την αποθήκη του συλλογικού μας Εγώ εγγυημένες «εξωπολιτικές» αξίες, όπως το φιλότιμο, την ελληνική, δηλαδή, εκδοχή αυτού που στη Δύση είπαν «κοινωνία πολιτών». Ιδού! Το ολόγραμμα της κρίσης σημαίνει ευκαιρία. Αναζητούνται πολιτικοί. Εμπνευσμένοι. Και κυρίως Πολίτες, αλλά, προς Θεού, όχι αθώοι…
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Ιωάννου.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
[b]Πολιτισμός της Ανατροπής − Φιλολογία της Αντιστροφής[/b]
[i]«Καθηλωμένη σε ησυχαστικά σχήματα σκέψης»[/i] μάς λέτε ότι βλέπετε, κ. Ναστούλη, τη νεοελληνική κοινωνία… Επιτρέψτε μου να αναρωτηθώ αν ζούμε στην ίδια χώρα.
[i]«Έμαθε[/i] [ο… “ελλείπων” ελληνικός “εαυτός”] [i]στο θεωρείν και όχι στο πράττειν»[/i] συνεχίζετε − απρόσκοπτος από οποιονδήποτε αναστοχασμό περί αυτών που ο επικυρίαρχος λόγος (ο οποίος προσωποποιείται, όπως καλά ξέρετε, στον Στ. Ράμφο) σας εκπαίδευσε να λέτε.
Συνεχίζετε φορτώνοντας, λοιπόν, αδιάκριτα στον (παραγωγικότατο) Έλληνα των τελευταίων 200 ετών τα… κατορθώματα τού (παρασιτικού τω βίω) Έλληνα της τελευταίας τριακονταετίας: Του πρώτου, ακριβώς, εκσυγχρονισμένου/αποϊεροποιημένου Έλληνα.
[i]«Ανίκανη να απαλλαγεί από τις νοοτροπίες που κληρονόμησε»[/i] χαρακτηρίζετε επιπλέον την «μεταπολεμική μαζική δημοκρατία» εκλαμβάνοντας, και πάλι, ως ασήμαντη λεπτομέρεια ότι ο Έλληνας της σταυρικής αυτοπροσφοράς είχε, εν τω μεταξύ, αντικατασταθεί από το Έλληνα που διαλαλούσε την αποτίναξη (επί λέξει!) του σταυρού από το χέρι του.
Δεν θα επεκταθώ σε άλλα κομβικά σημεία του κειμένου σας. Συνοψίζω μόνο ότι μας προσκομίζετε ως [i]πολιτιστικό υπαίτιο[/i] της παρούσας κρίσης τον Πολιτισμό ακριβώς, εκείνο, στου οποίου την Ανατροπή στοιχημάτισε η επικρατήσασα (ελέω Καθηγουμένης Διανόησης) νεοελληνική μορφοπλασία − και εξαιτίας της σαφούς επιτυχίας του στόχου της μάς προέκυψε η σοβούσα κατάρρευση.