Τό «Φαινόμενο Ζιράρ» Κεκρυμμένα ἀπό Καταβολῆς*

0
840

Κωνσταντίνος. Ἰ. Γκότσης

Κι ἂν εἶναι βαθιὰ πεπρωμένος ὁ Ποιητὴς
ἐκφράζει τὸ ἀνεξήγητο τοῦ ἐξηγητοῦ∙
τυγχάνει νόμιμος διάδοχος τοῦ ἐπιστήμονα
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

Τὸ Κεκρυμμένα ἀπὸ Καταβολῆς ἀποτελεῖ μιὰ μεγάλη στιγμὴ τῆς σύγχρονης σκέψης. Καί, ταυτοχρόνως, τὴν κορυφαία στιγμὴ τῆς ἐκπληκτικῆς πορείας ἑνὸς στοχαστῆ, ὁ ὁποῖος –καίτοι ὁ ἴδιος τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του στὴ συνέχεια τῶν συγχρόνων διανοητικῶν ρευμάτων– ἀκολούθησε μὲ πεῖσμα μιὰ ἐντελῶς προσωπικὴ διαδρομή, ποὺ τὸν ὁδήγησε σὲ ἀνακαλύψεις ἀπροσδόκητες καὶ συγκλονιστικές. Δομιστής, ἀρνήθηκε νὰ δεχτεῖ τὸν θάνατο τοῦ ὑποκειμένου, τὴν κατάργηση τῆς ἱστορίας, τὴν ἀπαξίωση τῆς ἀφετηρίας∙ θεωρητικὸς τῆς λογοτεχνίας, ἀρνήθηκε νὰ παγιδευθεῖ στὰ ἀδιέξοδα τοῦ φορμαλισμοῦ καὶ τῆς αὐτοαναφορικότητας: μηδενιστικὴ ἀπόρριψη ὁποιουδήποτε «ἀντικειμένου ἀναφορᾶς», ἀπουσία νοήματος κ.ἄ. Γιὰ τὸν Ρενὲ Ζιρὰρ νόημα καὶ ζωὴ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Καὶ ἡ ἀλήθεια πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει, ὅσο ἀπρόσμενος κι ἂν εἶναι ὁ τόπος της. Κατ’ ἀρχὰς στὰ κορυφαῖα λογοτεχνικὰ ἔργα. Ἐν συνεχείᾳ –καὶ κυρίως– στὰ Εὐαγγέλια... Ἐδῶ ὅμως ἐπιβάλλεται μιὰ ἀναδρομὴ σὲ δύο προγενέστερους μεγάλους σταθμοὺς τοῦ ζιραρντιανοῦ ὁδοιπορικοῦ.

1961. Κυκλοφορεῖ τὸ βιβλίο Ρομαντικὸ Ψεῦδος καὶ Μυθιστορηματικὴ Ἀλήθεια. Συγγραφέας ὁ Ρενὲ Ζιράρ, γάλλος κριτικὸς τῆς λογοτεχνίας ποὺ διδάσκει σὲ κάποιο ἀμερικανικὸ πανεπιστήμιο. Ἕνα βιβλίο λογοτεχνικῆς κριτικῆς, λοιπόν. Ναί, ἀλλὰ πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα σύγχρονα καὶ μεταγενέστερα τοῦ εἴδους του, τὰ ὁποῖα διακηρύσσουν ὅτι τὰ λογοτεχνικὰ ἔργα εἶναι ἐντελῶς αὐτονομημένα ἀπὸ τὴ ζωή. Διότι στὸ Ρομαντικὸ Ψεῦδος ἡ ἀνάλυση ἐπεδίωκε νὰ ὑπερβεῖ τὰ προστατευτικὰ τείχη μὲ τὰ ὁποῖα τὰ μεγάλα μυθιστορήματα περιβάλλουν τὸ ἴδιο τους τὸ μήνυμα, προκειμένου νὰ φέρει στὴν ἐπιφάνεια ἐκεῖνο ποὺ τὰ ἔργα αὐτὰ ἀποκαλύπτουν γιὰ τὰ ἀνθρώπινα πάθη: Νὰ διατυπώσει δηλαδὴ μιὰ θεωρία ὄχι περὶ λογοτεχνίας, ἀλλὰ περὶ ἐπιθυμίας. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, ὁ Ρενὲ Ζιρὰρ ἔδινε τὸν λόγο σὲ πέντε κορυφαίους συγγραφεῖς –Θερβάντες, Σταντάλ, Φλωμπέρ, Ντοστογιέφσκι, Προύστ. Καὶ αὐτοί –ἀποκρυπτογραφούμενοι– ξεσκεπάζουν χωρὶς περιστροφὲς τὴν ἀλήθεια τῆς ἐπιθυμίας. Ὁ ἄνθρωπος νομίζει ὅτι ἐπιλέγει ἐλεύθερα τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας του, ἀλλὰ πλανᾶται∙ στὴν πραγματικότητα τὸ σκοτεινὸ ἀντικείμενο τοῦ ἀνθρώπινου πόθου ὑποβάλλεται ἀπὸ τὸν ἄλλο. Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ μιὰ παράξενη καὶ ἀνεξήγητη ροπή, τὴν ὁποία ὁ Ζιρὰρ ἐσήμανε ἀργότερα μὲ τὴν ἑλληνικὴ λέξη  μ ί μ η σ ι ς, ἡ ὁποία προσδιορίζεται εἰδικότερα ὡς:

Μίμησις ἰδιοποιήσεως: μιμητικὴ δύναμη ἡ ὁποία ὠθεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐπιθυμοῦν αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦν ἤδη οἱ ἄλλοι. Συγκεκαλυμμένη ἀπὸ τοὺς Ρομαντικούς, οἱ ὁποῖοι καλλιεργοῦν τὴν αὐταπάτη περὶ ἑνικότητας τῆς ἐπιθυμίας καὶ αὐθορμησίας, ἡ δύναμη αὐτὴ ἀναδεικνύεται στὰ μεγάλα εὐρωπαϊκὰ μυθιστορήματα, τὰ ὁποῖα προβάλλουν τό:

Μιμητικὸ τρίγωνο: σχηματισμὸς ποὺ συνδέει τὸν ἐπιθυμοῦντα, τὸ ἐπιθυμούμενο ἀντικείμενο καὶ τὸν μεσολαβητή (ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ὑποβάλλει τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας – τὸ πρότυπο). Δομεῖ τὸν ἔρωτα, τὴ ματαιοδοξία, τὸν ἡρωϊσμό. Βρίσκεται πίσω ἀπὸ κάθε άνθρώπινο πάθος. Οἱ άνθρώπινες σχέσεις, λοιπόν, διέπονται ἀπό:

Μιμητική ἀντιπαλότητα: ἀνταγωνισμὸς ἀνάμεσα σὲ ἐπιθυμοῦντα ἄτομα, ὁ ὁποῖος τὰ ὠθεῖ νὰ ὁρμοῦν ὅλα μαζὶ πρὸς τὸ ἴδιο ἀντικείμενο, ἐπιφέροντας ὁλοένα καὶ περισσότερο, βίαιη ἐξάλειψη τῆς «ἀτομικότητάς» των καὶ μετατρέποντάς τα σέ:

Ὁμοιότυπα: μιμητικοὶ ἑταῖροι οἱ ὁποῖοι παγιδεύονται σὲ ἕνα μηχανισμὸ θετικῆς ἀναδράσεως καὶ ἐξαλλάσσονται σὲ πρότυπο-ἀντιπρότυπο ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο –πρότυπο-ἀντίπαλος καὶ πρότυπο-ἐμπόδιο–, καθιστάμενοι ἔτσι ἀξεχώριστοι ὡς πρὸς τὶς πράξεις τους καὶ τὸν λόγο τους. Ἀλλά, ὅπου ἐξαλείφεται ἡ διαφορά, ἐνεδρεύει ἡ ρήξη.

Τὸ μήνυμα εἶναι σαφὲς καὶ ἐκρηκτικό: ἡ σύγκλιση δύο ἢ περισσοτέρων ἐπιθυμιῶν θὰ προκαλέσει ἀναποφεύκτως σύγκρουση. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορά, θὰ πρέπει νὰ διακρίνουμε ἀνάμεσα στὴ λογικὴ τῶν ἰδεῶν καὶ τὴ λογικὴ τῆς ἐπιθυμίας: ἐὰν ὅλοι σκεφτόμαστε τὸ ἴδιο πράγμα, τότε βεβαίως θὰ συμφωνοῦμε, καὶ οἱ σχέσεις μας θὰ εἶναι ἁρμονικές∙ ἐὰν ὅλοι ἐπιθυμοῦμε τὸ ἴδιο πράγμα –κάτι ἀναπόφευκτο ἐὰν οἱ ἐπιθυμίες μας μιμοῦνται ἡ μία τὴν ἄλλη– θὰ μαίνεται ὁ ἀνταγωνισμὸς καὶ ἡ σύγκρουση – ὄχι  κ α τ’  ἐ κ τ ρ ο π ὴ ν  τῆς ὁμοιότητός μας, ἀλλὰ  ἐ ξ  α ἰ τ ί α ς  αὐτῆς.

Ἡ δομικὴ αὐτὴ ἀναγκαιότητα συγκρούσεως ὁδήγησε τὸν συγγραφέα στὸ σύμπαν τῆς ἱερῆς βίας στὸ ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένη ἡ Βία καὶ Ἱερότητα (1972) – ὁ δεύτερος μεγάλος σταθμὸς τῆς ἱστορίας μας.

Οἱ κορυφαῖοι συγγραφεῖς μᾶς ἀποκαλύπτουν τὴν ἀντιπαλότητα τῆς μιμητικῆς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ ἀποκρύπτουν τὴν ἐπακόλουθη βίαιη κλιμάκωση. Μιὰ τέτοια κλιμάκωση μᾶς ἀφηγεῖται τὸ μυθικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ βρίσκεται πλησιέστερα πρὸς τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴ λογοτεχνία. Ταυτοχρόνως ὅμως εἶναι καὶ μακρύτερα, διότι ἐξαφανίζει τὴ μιμητικὴ φύση τοῦ δράματος καὶ θεοποιεῖ τὸ θύμα.

Συνδυάζοντας λοιπὸν τὰ δύο αὐτὰ λογοτεχνικὰ εἴδη –μυθιστορήματα μὲ μιμητικὴ πλοκὴ καὶ μύθους συγκρουσιακούς–, ὁ Ζιρὰρ ἀνασυνθέτει ὁλόκληρη τὴ δραματουργικὴ ἀκολουθία. Ἡ ὁποία ἐκβάλλει στὸ συγκλονιστικὸ πρωταρχικὸ ἐκεῖνο συμβὰν ποὺ ὁ μύθος ἔκτοτε ἐπιτυχῶς –ἂν καὶ καλοπίστως– συγκαλύπτει: Στὸ ἕνα ἄκρο, ἡ μιμητικὴ ἐπιθυμία, ἡ ὁποία ταχύτατα ὁδηγεῖ σέ:

Μιμητικὴ κρίση: ἐξάπλωση τῆς μιμητικῆς ἀντιπαλότητας σὲ ὁλόκληρη τὴν προανθρώπινη ἢ πρωτογονικὴ «κοινότητα», ἡ ὁποία ἔτσι μετατρέπεται σὲ ὄχλο. Καὶ τὰ φαινόμενα τὰ ὁποῖα προκαλοῦνται ὅταν μιὰ κοινότητα μετατρέπεται σε ὄχλο εἶναι, σὲ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, πανομοιότυπα μὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα προκαλεῖ ἡ μιμητικὴ ἀντιπαλότητα σὲ ἐπίπεδο ἀτομικό: βίαιη ἐξάλειψη τῶν διαφορῶν καὶ κλιμακούμενη σύρραξη. Ἀλλά, στὴν κορύφωση τῆς κρίσης –στὸ ἄλλο ἄκρο τῆς ἀκολουθίας–, προκαλεῖται ἕνα φαινόμενο παράδοξο, τὸ ὁποῖο ὁρίζεται ὡς:

Θυματικὸς μηχανισμός: μιμητικὴ σύγκλιση τῆς ἐχθρότητας τῆς κοινότητας πάνω σὲ ἕνα τυχαῖο μέλος της καὶ συλλογικὴ θανάτωσή του. Χάρη στὴν ἐκτροπὴ αὐτὴ τῆς βίας πρὸς ἕνα καὶ μοναδικὸ ἄτομο ἀποκαθίσταται ἡ τάξη καὶ ἡ ὁμόνοια. Ἡ κοινότητα, ὅμως, ἀδυνατεῖ νὰ ἐξηγήσει ὀρθολογικῶς τὴν αἰφνίδια ὅσο καὶ ἀνέλπιστη αὐτὴ τροπή, γεγονὸς ποὺ τὴν ὁδηγεῖ σὲ μιὰ βασική: 

Παραγνώριση: μηχανισμὸς παρεμφερὴς μὲ ἐκεῖνον τῆς φροϋδικῆς ἀπωθήσεως, ποὺ συνίσταται σὲ μικτὴ «καταγραφὴ» τῶν συμβάντων: ἀντικειμενικὴ –«φωτογραφική», θὰ λέγαμε– ὡς πρὸς τὴ φαινομενολογικὴ ἀκολουθία τους, ὑποκειμενικὴ καὶ –καλῇ τῇ πίστει– ἐσφαλμένη ὡς πρὸς τὴν αἰτιακή τους σχέση. Ἐφ’ ὅσον τὸ θύμα διὰ τοῦ θανάτου του κατέπαυσε τὴ σύγκρουση, θὰ θεωρηθεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων καὶ γενεσιουργὸς αἰτία της, ἀποκτώντας ἔτσι δύο ὄψεις: κακοποιὸ ὅσο ζεῖ, ἀγαθοποιὸ μόλις πεθάνει. Ἑπομένως, πρόκειται γιὰ ὂν ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ σταθμά∙ εἶναι ἡ θεότητα, ὁ ἱδρυτὴς τῆς κοινότητας καὶ βασιλιάς της.

Ἡ συλλογικὴ θανάτωση τοῦ ἀποπομπαίου θύματος ἀποτελεῖ φαινόμενο ἀμιγῶς ἀνθρώπινο ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ καμμία ἐνστικτικὴ συμπεριφορά. «Σηματοδοτεῖ τὴ γένεση τοῦ πολιτισμικοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὁ τοκετὸς σηματοδοτεῖ τὴ γέννηση τοῦ βιολογικοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος –εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι καὶ ὁποιεσδήποτε καὶ ἂν εἶναι οἱ μελλοντικὲς προσπάθειές τους γιὰ νὰ τὸ ξεχάσουν–, γεννῶνται μέσα στὸν πόνο, τὶς κραυγὲς καὶ τὰ δάκρυα...»

Ἔτσι ὁ θυματικὸς μηχανισμὸς ἀποκαλύπτεται ὡς τὸ μέγα ἀνθρωπολογικὸ συμβὰν τὸ ὁποῖο ἀπεσόβησε τὴν αὐτοεξόντωση τοῦ εἴδους καὶ ἐπέτρεψε τὴν ἵδρυση καὶ ἀνάπτυξη τῆς ἀνθρώπινης πολιτείας. Ἀλλὰ ὁ μηχανισμός αὐτὸς στηρίζεται στὴν ἀνθρώπινη «παραγνώριση» τοῦ τρόπου λειτουργίας του. Τί συνέβαλε λοιπὸν στὴν ἀποκάλυψή του; Καὶ ποιές οἱ συνέπειες τῆς ἀποκαλύψεως αὐτῆς γιὰ τὴν ἀνθρώπινη κοινότητα;

Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀπαντήσει τὸ παρὸν ἔργο – τὸ κεντρικὸ ἔργο τοῦ Ρενὲ Ζιρὰρ καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ φιλόδοξα ἔργα τῆς ἐποχῆς μας.

Τὸ Κεκρυμμένα ἀπὸ Καταβολῆς ἀπαρτίζεται ἀπὸ τρία μεγάλα μέρη (βιβλία): «Βασικὴ ἀνθρωπολογία»∙ «Ἡ ἰουδαιοχριστιανικὴ Γραφή»∙ «Διατομιακὴ ψυχολογία».

Ἡ «Βασικὴ ἀνθρωπολογία» συγκροτεῖ τὶς ἀναλύσεις τῆς Βίας καὶ Ἱερότητας σὲ πλήρη θεωρία – μιὰ μεγάλη ἀνθρωπολογικὴ θεωρία περί θρησκείας, ἡ ὁποία ταυτοχρόνως εἶναι καὶ μιὰ συνεκτικὴ θρησκευτικὴ θεωρία περὶ ἀνθρώπου καὶ ἱστορίας.

Τὸ ἀποπομπαῖο θύμα, λόγῳ τοῦ ὅτι παραπέμπει εὐθέως καὶ πολλαπλῶς στὸ ἱδρυτικὸ συμβάν, βρίσκεται στὴν ἀφετηρία ὄχι μόνο τῶν μύθων, τῶν τελετουργικῶν και τῶν ἀπαγορεύσεων ἀλλὰ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ κοινωνικοῦ σχηματισμοῦ καὶ ὅλων τῶν πολιτισμικῶν μορφωμάτων: ἀπὸ τὴ συμβολικότητα καὶ τὴ γλώσσα ὣς τὶς σύγχρονες κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς δομές.

Ἡ «Ἰουδαιοχριστιανὴ Γραφή» κομίζει ἕνα στοιχεῖο ριζικῶς διάφορο ἀπὸ τὰ προηγούμενα. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κρατοῦσα ἄποψη, ἡ ὁποία ταυτίζει τὸ παλαιοδιαθηκικὸ κείμενο μὲ μιὰ αὐστηρότατη ἠθικὴ νομοθεσία καὶ τὸν χριστιανισμὸ μὲ τὴν ὑπέρβασή του μέσῳ μιᾶς ἠθικιστικῆς συναισθηματολογίας, ὁ Ζιρὰρ ἐπιχειρεῖ –ἀφήνοντας νὰ ὁμιλήσουν τὰ ἴδια τὰ κείμενα– νὰ ἀναδείξει τὸ πραγματικὸ πνεῦμα τῆς Γραφῆς: πνεῦμα χάριτος καὶ ἀληθείας.

Βεβαίως ἡ ζιραρντιανὴ προσέγγιση τοῦ βιβλικοῦ κειμένου, ὡς προσέγγισις ἀνθρωπολογική, ἑστιάζεται κυρίως στὴ δεύτερη διάσταση: τὴν ἀλήθεια. Ἀλλά, ὅπως ἔχουν παρατηρήσει διαπρεπεῖς θεολόγοι, τὸ «κατὰ Ρενὲ Ζιρὰρ εὐαγγέλιον» ἔχει προεκτάσεις ἀνυπολόγιστες σὲ ὅλη τὴ θεολογία.

Μέσῳ μιᾶς ἐκπληκτικῆς ἀναγνώσεως –ποιητικῆς μαζὶ καὶ τεκμηριωμένης– ὁ Ζιρὰρ ἀποδεικνύει ὅτι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ὅλες τὶς ἄλλες θρησκεῖες οἱ ὁποῖες ἀναδύονται ἀπὸ τὴ συμφιλιωτικὴ ἐπενέργεια τοῦ συλλογικοῦ φόνου ἑνὸς τυχαίου θύματος, τὸ ἰουδαιοχριστιανικὸ κείμενο ἀποκαλύπτει καὶ καταγγέλει τὸν μηχανισμὸ τῆς βίαιης αὐτῆς ὁμοθυμίας καὶ τὴν αἰσθητικοποιημένη τελετουργικὴ ἀναπαραγωγή του. Τὸ ούσιῶδες τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ὄχι οἱ θυσίες. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἀπέρριψαν τὴν εἰρήνη ποὺ προσφέρει ὁ Ἰησοῦς –τὴν εἰρήνην τὴν ὑπερέχουσα πάντα νοῦν–, παραμένοντες ἐτσι ὑποτελεῖς στὴν εἰρήνη τῆς βίας. Ἡ ἀπόλυτη χριστιανικὴ ἑνικότητα ἐξελήφθη ὡς ἁπλὴ ἐνδοθυσιακὴ διαφορὰ καὶ τὸ Πάθος ὡς μία ἀκόμη θυσία – γεγονὸς ποὺ κατὰ τὸν συγγραφέα ἀποτελεῖ τὴν πιὸ παράδοξη καὶ κολοσσιαία παρανόηση τῆς ἀνθρωπότητας, μὲ συνέπειες καταλυτικὲς γιὰ ὅλη τὴ μετέπειτα ἱστορία.

Ἡ «Διατομιακὴ ψυχολογία» ἐπιχειρεῖ νὰ σκιαγραφήσει ἕνα νέο ψυχολογικὸ σύστημα: Μιὰ ψυχολογία τοῦ μιμητικοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία «ἀναπαράγει» καὶ «ζωντανεύει» τὶς νοσολογικὲς ὀντότητες τῆς ψυχοπαθολογίας ὡς στιγμὲς διαδοχικὲς καὶ σημεῖα εὐδιάκριτα ἢ δυσδιάκριτα τῆς πολύπλοκης,  σ υ ν ε χ ο ῦ ς  καὶ  δ υ ν α μ ι κ ῆ ς  ἐκείνης διεργασίας ποὺ ἐκλύει καὶ κλιμακώνει ἡ μιμητικὴ ἐπιθυμία. Ἡ ὁποία, κατὰ τοὺς συγγραφεῖς, εἶναι ἀνέκαθεν προσανατολισμένη πρὸς τὴν ὀδύνη, τὴν τρέλλα καὶ τὸν θάνατο, μετατρέποντας τὰ πρότυπα σὲ ἐμπόδια καὶ τὰ ἐμπόδια σὲ πρότυπα. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀμιγέστερα ψυχολογικὰ συστήματα ποὺ ἔχουν προταθεῖ ποτέ, ἐφ’ ὅσον σ’ αὐτὸ ἀφετηρία τοῦ ψυχολογικοῦ γεγονότος δὲν εἶναι οὔτε τὸ ὑποκείμενο οὔτε τὸ ἀντικείμενο οὔτε ἡ σχέση μὲ τὸ ἀντικείμενο καθεαυτήν, ἀλλὰ ἡ ἑτερογονία αὐτῆς τῆς σχέσεως – δηλαδὴ ἡ μίμηση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ προτύπου καὶ ἡ ἐπακόλουθη ἐκρηκτικὴ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν δύο ἐπιθυμιῶν. Οἱ κοινωνικὲς σχέσεις προηγοῦνται τῶν ἀντικειμενοτρόπων σχέσεων καὶ τὶς ἐπικαθορίζουν. Κεντρικὴ ψυχαναλυτικὴ ἔννοια ἀναδεικνύεται ἐκείνη τῆς ταυτίσεως, ἐνῶ τὸ οἰδιπόδειο σχῆμα προβάλλει ὡς εἰδικὴ περίπτωση ἑνὸς καθολικοῦ τριγωνικοῦ ἀνθρώπινου τοπίου.

Τὸ Ρομαντικὸ Ψεῦδος ἀπέσπασε κατὰ τὴν ἔκδοσή του εὐμενῆ γενικῶς σχόλια, ἀλλὰ σύντομα ξεχάστηκε ἐντελῶς.

Ἀνάλογη τύχη εἶχε καὶ ἡ Βία καὶ Ἱερότητα. Ἀναγνωρίσθηκε ἡ μεγάλη πρωτοτυπία της, βραβεύθηκε ἀπὸ τὴ Γαλλικὴ Ἀκαδημία, καὶ μετά... λήθη.

Ἔτσι εἶχαν –ἢ μᾶλλον δὲν εἶχαν– τὰ πράγματα, ὅταν τὸ 1978 ἐκδόθηκε τὸ παρὸν ἔργο. Αὐτὴ τὴ φορὰ συνέβη κάτι σπανιότατο γιὰ ἔργο τοῦ εἴδους του∙ παρ’ ὅτι κυκλοφόρησε ἐντελῶς ἀθόρυβα, ἔδρασε ὡς σὸκ καὶ καταλύτης – ἀγκαλιάστηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ εὐρὺ κοινὸ καὶ τὰ μαζικὰ μέσα ἐνημέρωσης, ἀποτέλεσε ἐκδοτικὸ γεγονός, καί, ταυτοχρόνως, ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια τὸ Ρομαντικὸ Ψεῦδος καὶ τὴ Βία καὶ Ἱερότητα.

Ἐντελῶς διαφορετικὴ ὅμως ὑπῆρξε ἡ στάση ποὺ ἐπέδειξε μέρος τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητας: κραυγαλέα ἐπίθεση ἢ ἀπόλυτος σιγή... Τὰ παραθέματα ποὺ ἀκολουθοῦν συνοψίζουν τὴ συμπεριφορὰ αὐτή:

Ἡ τύχη τοῦ ζιραρντιανοῦ ἔργου εἶναι ἀρκετὰ παράδοξη σήμερα∙ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ φθάνει στὸ «μεγάλο κοινό», ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἀφ’ ἑνὸς βιαίων ἐπιθέσεων καὶ ἀφ’ ἑτέρου συστηματικῆς παρασιωπήσεως. Ὅσον ἀφορᾶ τὶς ἐπιθέσεις, ἂς ἀποφύγουμε καλύτερα νὰ ἀναφέρουμε τὸν παροξυσμὸ στὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ φθάσουν [...] Εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς μυθολογίας, ἀλλὰ ὁ Λεβὶ-Στρὼς δὲν ἀπαντᾶ, δὲν συζητεῖ [...] Οἱ ἱστορικοὶ καὶ οἱ κοινωνιολόγοι μελετοῦν ξανὰ τὸν Λὲ Μπόν, τὸν Τὰρντ καὶ τὴ φροϋδικὴ μεταψυχολογία, ἀλλὰ κανένας ὑπαινιγμὸς στὸ ἁπλὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ἐπανανακάλυψη αὐτὴ προηγήθηκε ὁ Ρενὲ Ζιράρ. 

Ἡ δύναμη τῆς ζιραρντιανῆς θεωρίας εἶναι τέτοια, ὥστε κανεὶς πλέον δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήσει σήμερα τὴ «μιμητικὴ ἀντιπαλότητα»∙ ὅμως ἡ ἀπαξίωση ποὺ περιβάλλει τὴ συγκεκριμένη ἔννοια εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε πολλοὶ δὲν τολμοῦν νὰ ὁμολογήσουν τὸ ὄφελος ποὺ ἀπεκόμισαν ἀπὸ αὐτή. Ἐν προκειμένῳ ἔχω καταγράψει διάφορες στάσεις τῶν εἰδικῶν τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν: Ὁρισμένοι ἀναφέρονται ρητῶς στὸν Ρενὲ Ζιράρ, συνοδεύοντας ὅμως συστηματικῶς τὴ μνεία αὐτὴ μὲ κατηγορηματικὴ ἐπιφύλαξη ἀπέναντι στὴ θεωρία ὡς σύνολο∙ ἄλλοι μιλοῦν γιὰ τὸ ἀποπομπαῖο θύμα, ἀποφεύγοντας ἁπλῶς νὰ μνημονεύσουν τὸν συγγραφέα∙ ἄλλοι, ἀναφερόμενοι στὴ μιμητικὴ ἀντιπαλότητα, προσθέτουν: «ὅπως λέγεται σήμερα [...]∙ πολλοί, τέλος, στηρίζονται στὴ συλλογιστικὴ τοῦ ζιραρντιανοῦ ἔργου, χωρὶς κἂν νὰ τὸ γνωρίζουν, γιατὶ ἡ θεωρία του ἔχει πραγματικὰ εἰσχωρήσει στὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε.

Στὸν ἀντίποδα τῆς παράδοξης αὐτῆς ὑποδοχῆς κραυγῶν ἢ σιωπῆς, ἄλλοι εἰδικοὶ χαιρέτησαν τὸ Κεκρυμμένα ἀπὸ Καταβολῆς μὲ ἐνθουσιασμὸ ὡς ἔργο-ὁρόσημο. Διασημότητες τοῦ πνεύματος, ἐξ ἄλλου, ἐπεδαψίλευσαν στὸν συγγραφέα του χαρακτηρισμοὺς ποὺ ἐλάχιστοι στοχαστὲς στὴν ἐποχή μας εἶχαν τὴν τύχη νὰ δεχθοῦν: «Δαρβῖνος τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν» (Μισὲλ Σέρρ)∙ «Ἔγελος τοῦ Χριστιανισμοῦ» (Ζὰν-Μαρὶ Ντομενάγκ)∙ «Ἀϊνστάϊν τῶν ἐπιστημῶν τοῦ ἀνθρώπου» (Πιὲρ Σωνύ). Τελικῶς, οἱ θετικὲς αὐτὲς φωνὲς ὑπῆρξαν τόσο πολλὲς καὶ ἰσχυρές, ὥστε ὁ Ζιρὰρ σύντομα ἔγινε «τὸ φαινόμενο Ζιρὰρ» ἢ ἀκόμη, «τὸ σκάνδαλο Ζιράρ».

Σύμφωνα μὲ μιὰ ἄποψη, ἡ ἐγκυρότητα συγκεκριμένης θεωρίας ἐλέγχεται καὶ ἀπὸ τὸ κατὰ πόσον αὐτὴ ἐξηγεῖ ὄχι μόνο τὸ φαινόμενο γιὰ τὸ ὁποῖο διατυπώθηκε, ἀλλὰ καὶ ἄλλα πολλὰ φαινόμενα θεωρούμενα ὣς τότε ἄσχετα καὶ μεταξύ τους καὶ μὲ τὸ ὑπὸ ἐξέτασιν φαινόμενο. Κριτήριο προφανῶς αὐστηρότατο, ἐξ ὁρισμοῦ ὅμως ἀπαραίτητο γιὰ τὸν ἔλεγχο τῶν «μεγάλων θεωριῶν». Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐφαρμοζόμενο στὴ ζιραρντιανὴ θεωρία, φαίνεται νὰ ἐπιβεβαιώνει καὶ τὴ δική του ἐγκυρότητα ὡς κριτήριο καὶ τὴν ἐγκυρότητα τῆς συγκεκριμένης θεωρίας, στὸν βαθμὸ ποὺ ἡ τελευταία προσδίδει μιὰ κοινὴ διάσταση –νέα καὶ ἀνυποψίαστη– σὲ πλῆθος ἀνομοιογενῶν φαινομένων. Χαρακτηριστικὸ ἐν προκειμένῳ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ζιραρντιανὸ ἔργο: (1) ἔχει ἀπασχολήσει ἑκατοντάδες κορυφαίους εἰδικοὺς –φίλους καὶ ἀντιπάλους– προερχομένους ὄχι μόνον ἀπὸ ὁλόκληρο σχεδὸν τὸ φάσμα τῶν θεωρητικῶν ἐπιστημῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὁρισμένες θετικές, (2) ὁδήγησε στὴν ἵδρυση τοῦ Κέντρου Ἐρευνῶν Ἐπιστημολογίας καὶ Αὐτονομίας στὴν Ἐκὸλ Πολυτεκνίκ, καὶ (3) ἔχει ἤδη ἐνταχθεῖ στὸ πρόγραμμα διαφόρων σχολῶν τῶν ἀμερικανικῶν πανεπιστημίων.

*Πρόλογος από το βιβλίο του Ρενὲ Ζιράρ, "Κεκρυμμένα ἀπὸ Καταβολῆς", σελ. 5-11, Ἀθήνα, εκ. Κουρής, 1994

Ευχαριστίες βαθύκαρδες στον Βασίλη Μούσκουρη για την πληκτρολόγηση.      

πηγή: Aντίφωνο                                   

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ