Νάσος Βαγενάς*
Η άποψη ότι το ποδόσφαιρο ενισχύει τον εθνικισμό, στον βαθμό που δηλώνει ότι τον ενισχύει εξ ορισμού- με αυτή την έννοια κυκλοφορεί στις μέρες μας- είναι μύθος· ιδεολόγημα που διατυπώνεται από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα από ποδόσφαιρο, ενώ ταυτόχρονα η γνώση τους της έννοιας του εθνικισμού είναι προβληματική. Αναφέρομαι βέβαια στους κήρυκες και στους θιασώτες της πολιτικής ορθότητας, γιατί αυτοί είναι οι κατασκευαστές και καλλιεργητές τού εν λόγω μύθου. Είναι, μεταξύ άλλων, και η πεποίθησή τους ότι το ποδόσφαιρο ενισχύει τον εθνικισμό εκείνο που δείχνει ότι γνωρίζουν πλημμελώς την έννοια του εθνικισμού.
Τα ιδεολογήματα παράγονται και από την ταύτιση ενός πράγματος με τη χρήση του. Μύθους δεν παράγει μόνο ο εθνικισμός, αλλά και ο αντιεθνικισμός. Το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να ενισχύσει τον εθνικισμό περισσότερο απ΄ όσο μπορεί να τον ενισχύσει οποιοδήποτε άλλο άθλημα ή αθλοπαιδιά, ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο του ανθρώπινου βίου (η θρησκεία, λ.χ., ή η τέχνη). Συνεπώς, το να το ξεχωρίζουμε και να το δακτυλοδεικτούμε ως ενισχυτή του εθνικισμού δεν έχει νόημα. Ενας αγώνας μπάσκετ ή υδατοσφαίρισης μεταξύ εθνικών ομάδων, αν εκτραχυνθεί, μπορεί να προκαλέσει εθνικιστικές εκδηλώσεις, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι εκδηλώσεις αυτές απέρρευσαν από τη φύση του αγωνίσματος. Ο ισλαμισμός ενθαρρύνει τον εθνικισμό και ο χριστιανισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εθνικιστικούς λόγους (βλέπε τις «πατριωτικές» κορόνες του μακαριστού Χριστόδουλου και του μακαρίου Ανθίμου), αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η θρησκευτική πίστη συνεπάγεται εξ ορισμού τον εθνικισμό. Το αίσθημα εθνικής ικανοποίησης που μπορεί να αισθάνεται ένας Ιταλός, ένας Κολομβιανός ή ένας Ελληνας για την απονομή του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας στον Μοντάλε, στον Μάρκες ή στον Ελύτη, αντιστοίχως, δεν είναι αναγκαστικά εθνικιστικό. Το να πιστεύει κάποιος το αντίθετο είναι σαν να υποστήριζε ότι η ύπαρξη του αυτοκινήτου ενισχύει τα αυτοκινητικά δυστυχήματα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όσοι πιστεύουν ότι το ποδόσφαιρο και ο εθνικισμός βρίσκονται σε αναγκαστική συνάρτηση μεταξύ τους παρατηρούν και χαρακτηρίζουν εθνικιστικές (ταυτίζοντας το εθνικό με το εθνικιστικό) μόνο εξάρσεις ενθουσιασμού ή έκτροπα που μπορούν να προκληθούν σε έναν διεθνή ποδοσφαιρικό αγώνα, ως εάν οι εκδηλώσεις αυτές να είναι κατ΄ ουσίαν διαφορετικές από τις εκδηλώσεις που προκαλούν στους οπαδούς μιας ομάδας οι νίκες της επί ομάδων της δικής της χώρας ή οι ήττες της από αυτές. Διαφεύγει την προσοχή τους ότι εξίσου, αν όχι περισσότερο, απ΄ όσο μπορούν να ενισχύσουν τον εθνικισμό, οι διεθνείς ποδοσφαιρικοί αγώνες μπορούν να συντελέσουν και στην εκτόνωσή του. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι οπαδοί μιας ηττημένης εθνικής ομάδας (που είναι βέβαια στη μέγιστη πλειονότητά τους ομοεθνείς με τους παίκτες της) επευφημούν τους παίκτες της αντίπαλης εθνικής ομάδας για το ανώτερο παίξιμό της αναγνωρίζοντας την υπεροχή της. «Ο καταλανός τεχνικός Τσάβι», διαβάζουμε στο «Βήμα» (7 Ιουλίου), εξηγεί: «Στην Ισπανία η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου επιτελεί μια σημαντική λειτουργία. Οι διάφορες επαρχίες της χώρας, όπως η Γαλικία, η Καταλωνία και κυρίως η χώρα των Βάσκων, προβάλλουν τον ιδιαίτερο εθνικό χαρακτήρα τους. Τελικά, η εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου είναι από τα ελάχιστα που ενώνουν όλους τους Ισπανούς». Με άλλα λόγια, εξίσου, αν όχι περισσότερο απ΄ όσο μπορεί να χωρίζει, το ποδόσφαιρο μπορεί και να φέρνει κοντά αντίπαλους φιλάθλους και λαούς.
Περισσότερο απ΄ ό,τι στην άγνοια του ποδοσφαίρου, ο μύθος ότι το ποδόσφαιρο ενισχύει τον εθνικισμό οφείλεται στην προβληματική γνώση που έχουν οι θιασώτες του της έννοιας του εθνικισμού. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι ο μύθος αυτός κυκλοφορεί στις μέρες μας με ιδιαίτερη έμφαση. Διότι η εποχή μας, εκτός από εποχή της παγκοσμιοποίησης, είναι και εποχή της πολιτικής ορθότητας, η οποία είναι απόρροια, κυρίως, της άκριτης εφαρμογής μιας σημαντικής κατάκτησης που προώθησε η παγκοσμιοποίηση: της αναγνώρισης των δικαιωμάτων της ετερότητας- πρωτίστως των δικαιωμάτων των διαφόρων μειονοτήτων-, δηλαδή του Αλλου. Η άκρατη θεωρητικοποίηση αυτής της αναγνώρισης, που οδήγησε στον σεβασμό προς την ταυτότητα του Αλλου ως τη φετιχιστική λατρεία της (παρότι, συγχρόνως, οι κωδικοποιητές αυτού του σεβασμού χαρακτηρίζουν, αντιφατικά, την εποχή μας ως εποχή διάλυσης του υποκειμένου, δηλαδή της ταυτότητας), είχε ως αποτέλεσμα σε πολλούς την καταφρόνηση της ταυτότητας του Ιδίου, τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής, και την αλόγιστη επίκρισή της ως πηγής κάθε είδους ανοσιουργήματος.
Ετσι φτάσαμε στο σημείο η αίσθηση κάποιου ότι είναι Γάλλος, Βούλγαρος ή Αρμένιος να χαρακτηρίζεται ως εξ ολοκλήρου κατασκευή, δηλαδή ψευδαίσθηση· η άποψη ότι είναι το έθνος εκείνο που γεννάει τον εθνικισμό και όχι ο εθνικισμός εκείνο που γεννάει το έθνος να καταγράφεται ως εθνικιστική· ο πατριωτισμός να θεωρείται επιγέννημα του εθνικισμού· και να υποστηρίζεται με πάθος από αρκετούς «η κατάργηση, ως προϊόντος του εθνικισμού, του παγκοσμίου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου».
#Η άποψη ότι το ποδόσφαιρο ενισχύει τον εθνικισμό, στον βαθμό που δηλώνει ότι τον ενισχύει εξ ορισμού- με αυτή την έννοια κυκλοφορεί στις μέρες μας- είναι μύθος· ιδεολόγημα που διατυπώνεται από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα από ποδόσφαιρο, ενώ ταυτόχρονα η γνώση τους της έννοιας του εθνικισμού είναι προβληματική.#
Πάμε πάλι από την αρχή. Εθνικισμός είναι η συνειδητοποίηση του προσωπικού Εγω ενός λαού. Όπως αντιστοίχως συμβαίνει και με έναν άνθρωπο, για την ακρίβεια, όταν αυτός γίνεται πρόσωπο και αποκτά ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ και καταλαβαίνει [b]ποιός είναι[/b].
(Άντε, ας γράψω εθνισμό σε περίπτωση που ανάβουν πάλι τα αίματα με μια τέτοια συζήτηση.)
Πατριωτισμός από την άλλη, είναι το ΦΥΣΙΚΟ συναίσθημα, το οποίο εδρεύει σε κάθε ανθρώπινη καρδιά.
Όποιος έχει την ψευδαίσθηση ότι αυτά τα δύο -εθνισμός και πατριωτισμός- είναι ξένα στοιχεία του εαυτού του, είναι (ας μου επιτραπεί) βαθιά νυχτωμένος.
Κι ένα σχόλιο για τις λέξεις που πολύ τις παιδεύουμε. Ας μάθουμε να μην τις φοβόμαστε και ας προσεγγίσουμε την έννοιά τους:
θα μας βοηθήσουν έτσι κι αυτές να πλησιάσουμε και να γνωρίσουμε τον εαυτό μας.