Είναι λένε στα υπόγεια κάτεργα του Άδη, εγκατεστημένο ένα σκουλήκι που ποτέ του δε κοιμάται, παρά μονάχα, αδιάκοπα σουβλίζει τις σάρκες των κολασμένων. Κι έπειτα τούτη τη κατάσταση δε τη μαρτυρά όποιος κι όποιος, αλλά ο ευαγγελιστής άγιος Μάρκος ως κουβέντα του ίδιου του Χριστού (9, 48), τονισμένη ακόμη περισσότερο απ΄τις ιουδαϊκές αποκαλυπτικές τις ρίζες (Is 66, 24 και Jdth 16,17). Aκόμη κι αν ετούτη η εικόνα είναι μία εκ των άπαξ λεγομένων στο περιβόλι της Καινής Διαθήκης, ωστόσο δυναμικά περνά στη παράδοση της Εκκλησίας ως εικονολογικός τύπος των γραπτών και των παραστατικών έργων της τέχνης του Λόγου.
Το΄χω βρει αυτό το σκουλήκι να σέρνεται μέσα σε αρκετές τοιχογραφίες ναών του τόπου μας κι έχω στο νου μου και τον Σεφέρη που το συνάντησε στο τύμπανο του ιερού της Ασίνου στην Κύπρο: ΄΄ Έβαλε λέει τον παραυλακιστή, τον παραζυγιαστή, τον παραμυλωνά και τον κατάλαλο/ έβαλε την αποστρέφουσα τα νήπια και την αποκαλόγρια/ και στην άκρη, σχεδόν απόκρυφο, το ακοίμητο σκουλήκι΄΄. (Λεπτομέρειες στην Κύπρο)
Ο ποιητής κοντά σε όλους τους αδίκους του βυζαντινού νομοκάνονα διακρίνει το σκουλήκι να πιάνει τον δικό του ίσκιο. Φαίνεται πως αυτό το τρομακτικό πλάσμα αποκτά κεντρική θέση μες τις απόκρυφες περιγραφές των αγιολογικών κειμένων, ως συμπαραστάτης και συστρατιώτης των δυνάμεων του κακού. Κι έχω την αίσθηση πως η βουλιμική μορφή του, θρεμμένη κορμιά, μάλλον έπαιξε και παίζει ρόλο βασικότερο στη διαμόρφωση των σκοτεινών θαλάμων της συνείδησης, απ΄ ό,τι οι προτάσεις της Δογματικής και οι όροι του Κανονικού Δικαίου.
Τώρα βέβαια η περίπτωση του Θεόδωρου Πρόδρομου είναι διαφορετική. Ο ποιητής αντί να διακρίνει το εξουσιαστικό του Θεού, σαν τον προφήτη Δανιήλ, για να περιγράψει τα δεινά που περιμένουν τον άνθρωπο που σα λαμπάδα θα καίγεται, κατά την υμνογραφία, μες τους κλιβάνους του πυρός, αυτός ο βυζαντηνός ουμανιστής τους δωδεκάτου αιώνος, κοιτά να μιλήσει για τη φτώχια και τη κατάντια του, εκείνη που νιώθει στερούμενος των βασικών, λογαριάζοντας αυτό το μαρτύριο μιας ζωής γεμάτης στερήσεις, ως ασύγκριτο μπροστά σε εκείνα που μετά τον θάνατο ίσως ακολουθήσουν :
(…)Ἀπὸ γὰρ τῆς πτωχείας μου καὶ βλασφημῶ καὶ λέγω,
καὶ λέγουν με «σιγὰ σαλὲ καὶ μὴ πολλὰ φωνάζῃς,
μήπως καὶ μετὰ θάνατον καταδικάσουσίν σε
εἰς σκώληκα ἀκοίμητον, εἰς τάρταρον, εἰς σκότος.»
Ἐγὼ δέ, κοσμοκράτορ μου, ταύτας τὰς τρεῖς κολάσεις
ἐνταῦθα τὰς κολάζομαι καὶ πρὸ τῆς τελευτῆς μου·
σκώληκα τὸν ἀκοίμητον κέκτημαι τὴν πενίαν,
ἥτις μὲ τρώγει πάντοτε καὶ καταδαπανᾶ με,
τάρταρον τὸν τουρτουρισμόν, τὸν τουρτουρίζω τώρα,
ὡς ἐν χειμῶνι παγετός, καὶ τί φορεῖν οὐκ ἔχω,
καὶ γὰρ μὴ ἔχων τί φορεῖν μεγάλως τουρτουρίζω,
σκότος δὲ πάλιν ἀφεγγὲς τὸν σκοτασμόν μου κρίνω,
ὃν ἔχω τότε, βασιλεῦ, ὅταν ψωμὶν οὐκ ἔχω,
καὶ γὰρ μὴ ἔχων τί φαγεῖν σκοτίζομαι τῇ πείνῃ·
ἰδοὺ γοῦν σκώληξ, τάρταρος καὶ ἀφεγγὲς τὸ σκότος.
(Θεοδώρου Πρόδρομου, Μάθε παιδί μου γράμματα)
Ο Πρόδρομος επιγραμματικά αναφέρεται σε τρεις κολασμούς: το σκοτάδι, τον τάρταρο και το ακοίμητο σκουλήκι. Στο σύνολό τους όμως, γνωρίζουν μία μετατροπή μες τη μελάνη του ποιητή και από συνθήκες συμβόλου, ορθώνονται ως καταστασιακές προτάσεις. Το γεγονός, πως τα δεινά της κόλασης συμπίπτουν ποιοτικά και ποσοτικά με εκείνα των εγκόσμιων στερήσεων, διόλου δε σημαίνει πως ο ποιητής αντιλαμβάνεται το κακό ως αυτοφυώς ριζωμένο στον κόσμο. Το κακό τρέχει πάνω κάτω τον ιστορικό τόπο ως συνάρτηση όλων των συνθηκών που καθιστούν το ανθρώπινο πρόσωπο, όποιο κι αν είναι αυτό, ανελεύθερο και τσαλαπατημένο. Ας πούμε, πως είναι το σκουλήκι εκείνο που εισβάλλει στην Ιστορία ως καρπός της, προκαλώντας της φθορά και γέννα, ανάλογη με την ηρακλείτεια κοσμική μετρική. ΄΄Σχεδόν απόκρυφο, στην άκρη, το ακοίμητο σκουλήκι΄΄, λέει ο Σεφέρης. Έτσι μυστικά και σιωπηλά κι ανεξάντλητα να κατατρώγει τις δομές του Κόσμου με ρυθμό σταθερό. Το ίδιο πράγμα και με τον κολασμό: διυλίζεται ο άνθρωπος στους φούρνους της κολάσεως- καθώς κι ο άνθρωπος διύλιζε τον συνάνθρωπο στα καμίνια των στρατοπέδων- εξακολουθώντας να φορά το κορμί, μένοντας βουτηγμένος στη συνείδηση, χωρίς να μπορεί ούτε στιγμή να μην είναι. Πάντα θα΄ναι μες τη βάσανο του κολασμού σωματικώς και ενσυνειδήτως, γιατί πόνος υπάρχει μόνο εκεί που υπάρχει η συνείδηση. Ο πόνος είναι η πιο εξατομικευμένη κατάσταση, αφήνοντας πίσω κατά πολύ τον έρωτα, αν τελικά κι ο έρωτας δεν αρθρώνεται ως πόνος. Και τούτο το λέω μιας και ποτέ του δε μοιράζεται στα δυο, παρά χαρίζεται στο όλον του, όντας ολωσδιόλου αφοσιωμένος σε εκείνον που τον σηκώνει.
Ο Πρόδρομος, πιστός ανθρωπιστής, αποκαθηλώνει όλα αυτά τα σύμβολα και τα μετατρέπει σε καταστάσεις ενδοϊστορικές, συνθήκες στερήσεως και κακουχίας πέραν της όποιας μετά-φυσικής αντιλήψεως. Θα΄λεγα πως η στοιχειώδης εδώ μετά-φυσική του αντίληψη ξεκινά και τελειώνει στον άνθρωπο. Αυτή ακριβώς η ενδοϊστορική τους θέαση τα καθιστά εξ΄αρχής τρωτά τείνοντας να τα εναποθέσει στο χωράφι της ανυπαρξίας. Ως αιτήματα του μηδενός τείνουν ακάθεκτα προς το μηδέν και το μηδέν για να θεραπευτεί πρέπει να εξαλειφτεί το κακό, όχι ο πόνος. Αλλά έχουμε ξαναπεί πως το δράμα γεννά την Ιστορία, ο πόνος δηλαδή που ξεπετιέται ως δύναμη ποιητική, ως η υπεροχή του προσώπου μες την άκρα ταπείνωσή του. Δεν είναι το κακό όρος ζωής, αλλά ο πόνος που ζητά θεραπεία, απαιτώντας διάθεση εαυτού στα χέρια του άλλου, ίσα για να υπηρετήσω την ασθένειά του, όχι ως κατηγορικά εντεταλμένος, αλλ΄ως ταμείο πίκρας κι αγάπης. Σε τούτη την αδρή χαρά, τη δοσμένη απ΄αυτή την ανταλλαγή Σταυρών -για να θυμίσω εκείνη την εικόνα του Μίσκιν και του Ραγκόζιν στον Ηλίθιο- ο τάρταρος, τα σκοτάδια και το σκουλήκι, θέση δεν έχουν. Αυτά όλα είναι καταστάσεις τυραννίας και θανάτου, που΄χουν ως βάλσαμό τους μονάχα την κατανόηση του συμβολικού τους τύπου, ως θέση και αντίθεση της Ιστορίας, ως τροχιοδεικτικά προς την συντριβή του α-λόγου (όχι του παρά-λόγου). Ο μόνος τρόπος για να μας μιλήσουν αυτά τα σύμβολα είναι θεραπεύοντας τα μες το μποστάνι της Ιστορίας, αλλιώς το Άουσβιτς, το Νταχάου και κάθε τάφος του ανθρώπινου βλέμματος, θα΄ναι απλά ο προθάλαμος. Ο Λόγος στέκει ανερμήνευτος μπροστά στο κακό, το κακό ερμηνεύεται μόνον δια του Λόγου. Λέει ο Emmanuel Levinas: rien ne peut choquer une raison. Raison et langage sont extérieurs à la violence.
Για να επιστρέψω στα εκκλησιολογικά, μου φαίνεται πως η αποστολική παράδοση, με όλη αυτή της την μεσσιανική αρμύρα, δείχνει να αντιλαμβάνεται τον καημό του Θεόδωρου Πρόδρομου, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν οι οξύτατες αντιθέσεις των σχημάτων της: ο Σταυρός καταργείται δια του Σταυρού, τα δεσμά του Παύλου δια δεσμών και φυλακής, ο σκόλοπάς του μέσα απ΄την βαρύτερη ανάληψή του, η κοινωνία δια της ερημίας, η απιστία του Θωμά γίνεται καλή απιστία και πρώτο και έσχατο, ο θάνατος καταλύεται δια του θανάτου. Αυτό το σχήμα χαρακτηριστικά το διακρίνουμε στο 2, 8- 11 της Αποκαλύψεως: Kαι στον Διοικητή του Δεύτερου Τάγματος της Καβάλας γράψε. Αυτά λέει ο Πρώτος και ο Ύστερος, που ήτανε νεκρός και ανέζησε: έμαθα για τα έργα σου και τον καημό σου και την φτώχια σου΄ είσαι όμως πλούσιος΄ και τα καμώματα των Δήθεν Πατριωτών μην τα φοβάσαι, γιατί όλοι τους ανήκουν στη Φάρα του Διαβόλου. Καθόλου μη φοβάσαι για όσα μέλλεις να πάθεις. Οι Μπασκίνες θα χώσουνε στη Φυλακή καμπόσους από σας και θα τους βασανίσουν, και Δέκα Μερόνυχτα θα κρατήσει αυτή η Τυράγνια. Νάσαι Πιστός ως τον Θάνατο, και θα σου δόσω την Ευτυχία της Ζωής. Εκείνος που έχει αφτιά ας ακούσει τι λέει το Στρατηγείο στα Τάγματα. Όποιος πεθαίνει Νικητής δεν φοβάται Δεύτερον Θάνατο.
Παρέθεσα την ΄΄χυδαία Παράφραση΄΄ της Αποκάλυψης του Ιωάννη του Ηλία Πετρόπουλου, κυρίως, μιας και θέλω να βλέπω μες την προφητεία το ιστορικό της παρόν. Κι αν πραγματικά η Αποκάλυψη είναι το κατ΄εξοχήν προφητικό κείμενο, τούτο συμβαίνει γιατί η ερμηνεία της φανερώνεται διαρκώς σε κάθε ανάσα της Ιστορίας, πιάνοντάς τη απ΄τα μαλλιά και πετώντας τη εκεί που δεν έχει πέρας. Ίσως εδώ ο Hegel αναπαύεται κάπως: Η Ιστορία του Κόσμου είναι η Κρίση του Κόσμου ( Weltgeschichte ist Weltgericht). Ή αλλιώς ο πόνος είναι η Κρίση της Ιστορίας, μαζί και η ίδια η Ιστορία.
Το σκουλήκι το ακοίμητο το ξεχάσαμε, μα θα πω κλείνοντας πως κι αυτό είναι μια μεγάλη ευλογία. Ευλογία, ίδια με την καλή απιστία του Θωμά. Φαγωμάρα αγιασμένη, ένα είδος εσώτατης διαλεκτικής. Να πως γίνεται: o βυζαντηνός αγιογράφος λέει ο Σεφέρης, βάζει το σκουλήκι να μπαίνει σιωπηλά μες το κάδρο της ιστορίας, κάνοντας παρέα με κάθε μορφή αδίκου. Αν είναι να με κατατρώγει το σκουλήκι όσο είμαι άδικος, ίσα για να θάψω τούτη μου την αδικία, τότε αυτό το ονομάζω ευλογία. Μα και δίκαιος να΄μαι, αν πάλι με τρώει τούτο το σκουλήκι, κι αυτό πάλι ευλογία το λέω, ώσπου να βρει η δύναμή μου το πλήρωμά της μες τη χασούρα μου.
Όλα είναι ευλογημένα, όσο μπορούν να γίνουν το βήμα, που θα σε βγάλει εκεί όπου τάχθηκες.
Ο Νίκος Καρούζος έχει ΄΄καταγράψει΄΄ την προσευχή του Σκουληκιού, κι εγώ εδώ την αντιγράφω για το Αντίφωνο:
Άκου Κύριε τον καλό σου φίλο
που αγαπά τους καρπούς και τους τάφους.
Εσύ είσαι ό,τι με συνδέει μ΄έναν καρπό και μ΄έναν τάφο.
Και τον καρπό ασχημίζω και τον τάφο.
Αλλ΄όμως είμαι θέλημά σου
γέννημα στην απέραντη καρδιά σου…
Δεν έχω ερωτήματα
και ταξιδεύω με κίνηση αργή προς τον Πατέρα.
Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα.
Και μάταια τα μάτια της σαρκός μου
γλυκά που αγγίζονται με λουλούδια.
<<Δεν έχεις ερωτήματα;>>- μου λέει το φθαρτό.
Σελήνη φευγαλέα εσύ τάχα ρωτάς αυτή τη νύχτα;
Ή με ρωτούν τα νέφη που σε ακολουθούν;
Χαίρομαι την ευφορία του αργύρου σου
και τη διαπερνώ με την πίστη.
Αυτή ΄ναι η αξία εμάς των σκουληκιών
που δεν έχουμε παρά μονάχα ένα δρόμο…
Το χώμα είν΄η μοίρα μου αντίκρυ των άστρων.
Αγάπη όνειρο θαλασσί τύλιξέ με.
Ποια ευφροσύνη δεν σου παραστέκει;
Αγάπη, πράξη και ουσία του θεού μου
σερνάμενο κι αν είμαι πλέω στη χαρά.
πηγή: Αντίφωνο
“Κι αν πραγματικά η Αποκάλυψη είναι το κατ΄εξοχήν προφητικό κείμενο, τούτο συμβαίνει γιατί η ερμηνεία της φανερώνεται διαρκώς σε κάθε ανάσα της Ιστορίας, πιάνοντάς τη απ΄τα μαλλιά και πετώντας τη εκεί που δεν έχει πέρας.”_ χορεύεις λογοτεχνικά ανάμεσα στην Ποίηση και την Ζωγραφική. Εύχομαι εν τέλει να μείνει ο Λόγος σου ωσάν Αγιογραφία.
Από τι να προφυλαχθεί κανείς;
Από τους ποιητές που γράφουν ό,τι τους κατέβει ή από αυτούς που παρασύρονται από την «πνευματικότητα» των ποιητών τους και προσπαθούν να ‘ερμηνεύσουν’ κατά το δοκούν τα πνευματικά και δεν μένουν σ’αυτούς που μας βεβαιώνουν λέγοντάς μας:
[b]«ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν» ![/b]
Δύσκολη εποχή!
Αγαπητέ Θεοφάνη, είναι η πρώτη φορά που βιάζομαι να κουβεντιάσω με φίλο αναγνώστη των κειμένων μου. Πραγματικά πείτε μου, τι σας ξενίζει ή μάλλον από τι πρέπει να προφυλαχθεί κανείς?Θα σας παρακαλούσα να μου πείτε ακόμη, ποιά ποιητική παραπομπή σας κάνει να νιώθετε πως η Εκκλησία μας χάνει κάτι? Σας λέω ρητά πως δε διεκδικώ για τον εαυτό μου τον χαρακτηρισμό του ερμηνευτή των γραφών, μα ούτε και τους ποιητές κτήμα μου. Βλέπω τον άνθρωπο μες την Ιστορία, είτε δοξασμένο, είτε καταρρακωμένο και βλέπω επίσης παντού το Τέλος της. Αν αυτό σας ενοχλεί, πραγματικά δε ξέρω άλλο πεδίο εκτός Ιστορίας για να κουβεντιάσουμε! Ξέρετε μάλλον σε τι μπορεί να διαφωνούμε?Προσωπικά πιστεύω πως οι καιροί ήταν πάντοτε δύσκολοι. Σε αυτό! Μα όπως και να΄χει ευχαριστώ για την κατάθεση και την τιμή να με διαβάσετε!
Κύριοι Καστρινάκη και Παπαδόπουλε σας ευχαριστώ!
Για το ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν διαβάζουμε ποιητές (ποιητές, συγγραφείς, στοχαστές κ.α.) δε μπαίνει θέμα! Απορώ που ρωτάτε. Εσείς δέχεστε ό,τι σας πουν χωρίς δεύτερη κουβέντα;
Ήδη από αυτούς που αναφέρετε στο κείμενό σας ο ένας, από την πρώτη του αράδα, μας λέει πως βλαστημά. Χρειάζεται να διαβάσει κάποιος και την επόμενη; Νομίζω πως όχι! Ούτε καν από περιέργεια!
Ο άλλος του οποίου παραθέτετε την ‘[i]χυδαία παράφραση[/i]’ έχει δείξει δείγματα, ουκ ολίγα, για το κατά πόσον θα πρέπει να τον διαβάζουμε χωρίς … ‘προφυλάξεις’!
Ζητάτε ακόμη να σας πω ποια παραπομπή σας με κάνει να νοιώθω … κάπως;
Ας πούμε και για τον βραβευμένο μας ποιητή! Αν μένατε στο ‘[i]σχεδόν απόκρυφο, ακοίμητο σκουλήκι. (Λεπτομέρειες στην Κύπρο)[/i]’, καλώς!
Αλλά έτσι όπως τα γράψατε είναι σα να μας λέει ο Σεφέρης τα λόγια που παραθέσατε προς το τέλος του κειμένου σας:
«[i]o βυζαντηνός αγιογράφος λέει ο Σεφέρης, βάζει το σκουλήκι να μπαίνει σιωπηλά μες το κάδρο της ιστορίας, κάνοντας παρέα με κάθε μορφή αδίκου. Αν είναι να με κατατρώγει το σκουλήκι όσο είμαι άδικος, ίσα για να θάψω τούτη μου την αδικία, τότε αυτό το ονομάζω ευλογία. Μα και δίκαιος να΄μαι, αν πάλι με τρώει τούτο το σκουλήκι, κι αυτό πάλι ευλογία το λέω, ώσπου να βρει η δύναμή μου το πλήρωμά της μες τη χασούρα μου[/i].»
Αν δεν είναι αυτά κατά το δοκούν ερμηνείες τι είναι; Κι αν είναι του Σεφέρη τότε έγιναν τρεις οι ενστάσεις μου για ισάριθμους ποιητές σας που λένε ό,τι θέλουν!
Αν δεν είναι όμως λόγια του Σεφέρη(δε γνωρίζω αν είναι δικά του) τότε είναι δικά σας. Να λοιπόν μια κατά το δοκούν ερμηνεία σας.
Μια ακόμη παρόμοια: «[i]Σε τούτη την αδρή χαρά, τη δοσμένη απ΄αυτή την ανταλλαγή Σταυρών ……[/i] [b]ο τάρταρος, τα σκοτάδια και το σκουλήκι, θέση δεν έχουν[/b]» Εσείς το λέτε αυτό.
Όπως και το : «[i]Το σκουλήκι το ακοίμητο το ξεχάσαμε, μα θα πω κλείνοντας πως[/i] [b]κι αυτό είναι μια μεγάλη ευλογία»[/b]
Πού το ακούσατε αυτό ή που το είδατε στις γραφές;!
Μήπως είναι κι αυτό ένα αυθαίρετο συμπέρασμα;
Μας λέτε ακόμη ότι βλέπετε τον άνθρωπο μες στην Ιστορία, είτε δοξασμένο, είτε καταρρακωμένο και βλέπετε επίσης παντού το Τέλος της! Εγώ γιατί έχω την εντύπωση ότι προσπαθείτε να δείτε τον άνθρωπο εκτός της Ιστορίας, αφού έλθει το τέλος και βρεθούν κάποιοι εκεί [i]‘όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται’; [/i]
Κι άλλα θα μπορούσα να γράψω αλλά ας μείνουμε σ’αυτά. Ας δω και τις ενστάσεις σας και συνεχίζουμε…
Καλησπέρα σας.
Αγαπητέ Θεοφάνη, μπορώ να αντιληφθώ κάθε σας ένσταση και προβληματισμό επί του κειμένου μου. Δεν έχω να σας δώσω ωστόσο μια σαφή απάντηση. Μονάχα θα σας πω, πως πιστεύω ή μάλλον τολμώ και πιστεύω, πως αν ένα κείμενο μένει κλειστό σε μία ερμήνευσή του και μόνο, χάνει τη λειτουργία του. Κι αυτό νομίζω το λέει σε πολλά σημεία ο Σεφέρης. Όσο για τα Ιερά Κείμενα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως συμφωνώ μαζί σας. Και μένω εδώ.Και πάλι σας ευχαριστώ!
“Αλλά έχουμε ξαναπεί πως το δράμα γεννά την Ιστορία, ο πόνος δηλαδή που ξεπετιέται ως δύναμη ποιητική, ως η υπεροχή του προσώπου μες την άκρα ταπείνωσή του. Δεν είναι το κακό όρος ζωής, αλλά ο πόνος που ζητά θεραπεία, απαιτώντας διάθεση εαυτού στα χέρια του άλλου, ίσα για να υπηρετήσω την ασθένειά του, όχι ως κατηγορικά εντεταλμένος, αλλ΄ως ταμείο πίκρας κι αγάπης.”
Koυβέντα αληθινή, με συντελεστή υψηλής δυσκολίας η πραγματοποίηση της.
Θυμάμαι τα λόγια του L. Febvre : ‘Η ιστορία είναι ένα μέσο οργάνωσης του παρελθόντος, ώστε αυτό να μη βαραίνει τόσο τις πλάτες των ανθρώπων. Ανάλογα με το πώς ζει κανείς ερμηνεύει και το θάνατό του.’
Άλλο ένα κείμενο του Ευάγγελου, που βλέπουμε να μπαίνει ένα “σκουλήκι” μέσα του κ να προσπαθεί να κερδίσει κάτι από τις εντυπώσεις στο τέλος, δηλαδή στα σχόλια.καλή η προσπάθεια να διξετε ότι είστε ο νέος Ρωμανίδης, αλλά γραψτε επιτέλους κ ενα κειμενο η εστω κάτι δικό σας.κ φυσικά αναφέρομαι σε αυτούς που γράφουν τα σχόλια κ όχι στο κείμενο του Ευάγγελου. Οσο για τις Γραφές όταν θέλουμε να κάνουμε τους έξυπνους τις θυμόμαστε. Καλό καλοκαίρι από πλατυ γιαλο Μυκονου.